ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 507/1983
Αριθμός Απόφασης : 507
'Ετος : 1983
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 2715/1984
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Γ΄ ΤΜΗΜΑ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Μαΐου 1984 με την εξής σύνθεση: Ηρ. Τσικλητήρας, Σύμβουλος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου, που είχε κώλυμα, Σπ. Νικολάου, Σ. Σπηλιωτόπουλος, Γ. Γραίγος, Γ. Κουβελάκης, Σύμβουλοι, Π. Χριστόφορος, Μ. Παληατσάρας, Πάρεδροι. Γραμματέας Γ. Μπέρδος-Μαρινάκης.


Γ ι α  να δικάσει την από 30 Ιανουαρίου 1984 αίτηση:

τ ω ν  1) Δ. Μ., 2) Ι. Μ., 3) Ν. Τ., 4) Ι. Φ. και 5) Κ. Τ., Ιερέων Εφημερίων, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από το δικηγόρο Τ. Π. (αρ. τ. 3753/84), που τον διόρισαν στο ακροατήριο,


κ α τ ά  των 1) Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και 2) Ι. Α. Α., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν.

Με την αίτηση αυτήν, οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η Μισθοδοτική Κατάσταση Εφημερίων μηνός Δεκεμβρίου 1983 της Ι. Α. Α..

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου, Γ. Κουβελάκη.


Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανάπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.


Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη κ α ι,

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ τ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  ν ό μ ο

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθησαν τα τέλη και το παράβολο (γραμμάτια 1030032, 1030033, 813978, 109014/1984), ζητείται η ακύρωση της μισθοδοτικής καταστάσεως του μηνός Δεκεμβρίου 1983 της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία περιέκοψε κατ' εφαρμογή του άρθρ. 24 του ν. 1400/83 τις αποδοχές των αιτούντων εφημερίων κατά το μέρος που αθροιζόμενες με τις αποδοχές τους και από την θέση των καθηγητών μέσης εκπαιδεύσεως του παραλλήλως κατείχαν υπερέβαιναν τα 3/5 των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου.


Επειδή η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκησης της εκκλησίας, περιλαμβάνει την εξουσία αυτής να αποφασίζει για τις υποθέσεις της με τα όργανά της και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και την από αυτή προερχόμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η εξουσία αυτή ασκείται εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης ο οποίος μόνο δεν μπορεί να χωρήσει και μέχρι θεμελιώδους μεταβολής των βασικών διοικητικών θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της εκκλησίας. Η συνταγματική
κατοχύρωση εξ άλλου, δεν εκτείνεται και στους Κανόνες ή Παραδόσεις που αναφέρονται σε ζητήματα αποκλειστικά διοικητικής φύσεως, τα οποία ρυθμίζονται σύμφωνα με τις ανάγκες και περιστάσεις της κοινωνίας και κατά συνέπεια, οι
κανόνες αυτοί υπόκεινται σε τροποποιήσεις από τον κοινό νομοθέτη για το συμφέρον της εκκλησίας και πολιτείας (Σ.τ.Ε. 2037/79, 3178/76 κ.α.). Σε ότι αφορά ειδικώτερα το μισθολογικό ζήτημα των εφημερίων, για το οποία πρόκειται, το θέμα τούτο αποτέλεσε αλλά και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο νομοθετικής ρυθμίσεως στην Ελλάδα. (βλ. τους Α.Ν. 536/45, Ν.Δ. 4538/66, Α.Ν. 469/68). Με τη μισθοδοσία των εφημερίων βαρύνεται, κατά βάση, ο κρατικός προϋπολογισμός και χωριστή πίστωση εγγράφεται, για το λόγο αυτό, στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρ. 112 παρ. 3 Α.Ν. 536/45) που αναλαμβάνει να καλύψει τα ελλείματα του σχετικού λογαριασμού (10 παρ.1) από τις εισφορές για τη μισθοδοσία που ο νόμος πάλι έχει επιβάλει (άρθρ. 2 παρ. 2Α Α.Ν. 536/45 όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα). Με
τα δεδομένα αυτά η ρύθμιση του μισθοδοτικού ζητήματος των εφημερίων, με νόμο δεν θίγει την αυτοδιοίκηση της εκκλησίας, αφού ούτε δογματικό ζήτημα αποτελεί ούτε συνεπάγεται θεμελιώδη μεταβολή βασικού διοικητικού εκκλησιαστικού θεσμού.
Είναι λοιπόν αβάσιμος και απορριπτέος, ο τα αντίθετα υποστηρίζων λόγος ακυρώσεως.


Επειδή και καθ' ο μέρος λόγος ακυρώσεως επικαλείται αντίθεση της επίδικης ρυθμίσεως προς τις διατάξεις του Συνοδικού Τόμου του 1850 είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο επειδή, αφ' ενός μεν οι αιτούντες δεν αναφέρουν ποιοι κανόνες του Σ. Τόμου αυτού, ρυθμίζοντας μεισθολογικά των εφημερίων ζητήματα παραβιάζονται, αφ' ετέρου δε διότι με το άρθρ. 3 του Συν/τος σκοπήθηκε η συνταγματική κατοχύρωση όχι όλων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Συνοδικό Τόμο, αλλά μόνο των διατάξεων που αναφέρονται στον τρόπο συγκροτήσεως της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της ιερωσύνης κ.λπ. και όχι άλλες περιεχόμενες, τυχόν στον τόμο αυτό διατάξεις (βλ. Στ.Ε. 3178/76, 545/78).

Επειδή με τις διατάξεις 758, 970, 972/84, 986/84 αποφάσεις του Δικαστηρίου εκρίθησεν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Ν. 1256/82 οι οποίες είχαν θεσπίσει κώλυμα διατηρήσεως, παράλληλα, εκ μέρους των εφημερίων και της θέσεως
του δημοδιδασκάλου ή καθηγητού ΜΕ που κατείχαν, εφ' όσον οι ακαθάριστες αποδοχές τους υπερέβαιναν τα 3/5 των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Α.Π. και τούτο επειδή, κατά τη νομολογία, αυτήν έθεταν τους εφημέριους σε δίλημμα συνειδήσεως, ή να πάψουν να είναι εφημέριοι ή να παραμείνουν, χάνοντας όμως ένα δικαίωμα το οποίο μπορεί να απολαύει κάθε άλλην πολίτης που έχει τα νόμιμα προσόντα να γίνεται δεκτός στην δημόσια υπηρεσία. Η λύση όμως αυτή δεν έχει εφαρμογή και επί του προκειμένου, δεδομένου ότι η νέα διάταξη (άρθρ. 24 Ν.
1400/83), επαναφέροντας τους εφημέριους και στις δύο θέσεις
(εφημέριου-εκπαιδευτικού), εθέσπισε απλώς οικονομικό περιορισμό, ο οποίος είναι άσχετος με την υποχρέωση επιλογής που καθιέρωνε η διάταξη που κρίθηκε αντισυνταγματική. Στην έννοια των περιορισμών που είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτοι και θίγουν τη θρησκευτική συνείδηση και ελευθερία, δεν εμπίπτει,
και ο κρινόμενος, σχετικά με το ύψος των αποδοχών των εφημερίων, δεδομένου ότι δεν είναι λειτουργικής φύσεως περιορισμός συνδεόμενος άμεσα τουλάχιστον, με την τέλεση της λατρείας. Η ελεύθερη, εξ άλλου, τέλεση της λατρείας δεν μπορεί
κύρια, να στηρίζεται σε οικονομική βάση, αλλά στην εσωτερική διάθεση και συνείδηση του καθενός, που δεν θίγεται. Είναι επομένως απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως, που υποστηρίζει ότι ο περιορισμός των αποδοχών των εφημερίων-καθηγητών παραβιάζει την θρησκευτική ελευθερία, παρακωλύοντας την
άσκηση των καθηκόντων τους και την τέλεση της θείας λατρείας.
Επειδή, κατά του άρθρ. 6 του Ν. 1256/1982, "οι οποιεσδήποτε καθαρές όπως αυτές προσδιορίσονται με την, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 του αυτού του Νόμου, υπουργική απόφαση προερχόμενες, δε από την άσκηση εργασίας, έργου ή λειτουργήματος ή οποιασδήποτε άλλης απασχολήσεως ή από συνταξιοδοτικό ή ασφαλιστικό φορέα κυρίας και επικουρικής ασφαλίσεως των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του δημοσίου τομέα του άρθρ. 1, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από το σύνολο των ακαθαρίστων μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 29 χρόνια δημοσίας υπηρεσίας με τα τακτικά επιδόματα σπουδών, συζύγου και δύο τέκνων". Εξ άλλου κατά το άρθρ. 24 του Ν. 1400/1983 "κληρικοί που κατέχουν ή κατείχαν πριν
από την εφαρμογή του Ν. 1256/1982 θέσεις εφημερίων και εκπαιδευτικών, που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις αυτού, μπορούν να τις διατηρήσουν με την προϋπόθεση ότι το σύνολο των ακαθαρίστων τακτικών αποδοχών τους και από τις δύο θέσεις θα
περιορισθή στα 3/5 των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου". Κατά την γνώμη τριών από τα έχοντα αποφασιστική ψήφο μελών του Δικαστηρίου, η δεύτερη από τις παραπάνω διατάξεις που περιορίζει ειδικά για τους κληρικούς-εκπαιδευτικούς το σύνολο των ακαθαρίστων αποδοχών τους από την θέση ιερέως και από την θέση εκπαιδευτικού λειτουργού στα 3/5 ακαθαρίστων αποδοχών του προέδρου του Αρείου Πάγου, εισάγει ανεπίτρεπτη, σε βάρος της κατηγορίας αυτής πολιτών, διάκριση που αντίκειται στο άρθρ. 4 του Συντάγματος, εν όψει του γεγονότος ότι η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρ. 6 του Ν. 1256/1982 καθιερώνει γενικό κανόνα για τους όλους τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα των οποίων το σύνολο των καθαρών μάλιστα μηνιαίων απολαβών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το σύνολο των ακαθαρίστων μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Πρέπει επομένως, κατά την άποψη αυτή, μη εφαρμοζομένης, ως ανίσχυρης της διατάξεως του άρθρ. 24 του Ν. 1400/1983, να ισχύση και για τους κληρικού-εκπαιδευτικούς ο περιορισμός των αποδοχών τους και από τις δύο θέσεις όπως καθιερώνεται και για τις άλλες κατηγορίες υπαλλήλών από τον προαναφερθέντα γενικό κανόνα. Κατά την άποψη όμως δυο με αποφασιστική ψήφο, μελών του Δικαστηρίου, ο τιθέμενος από το άρθρ. 6 του Ν. 1256/1982 κανόνας του
περιορισμού των καθαρών απολαβών των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα στο σύνολο των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου συμπορεύεται με τον άλλο από τον ίδιο Νόμο καθιερούμενο κανόνα της απαγορεύσεως κατοχής
δεύτερης θέσεως. Εφ' όσον όμως, όπως έχει ήδη κριθή (507/83) οι ιερείς δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου αλλά προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί και επομένως μπορούν να κατέχουν και άλλη εκτός του ιερέως, θέση στον δημόσιο τομέα, εφ' όσον η τελευταία είναι πλέον γι'
αυτούς η μόνη θέση, ο καθιερούμενος ειδικά γι' αυτούς περιορισμός των αποδοχών τους από τις απολαβές του ιερέως και τον μισθό του εκπαιδευτικού είναι δικαιολογημένος, εφ' όσον ανεξαρτήτως του αν η θέση του ιερέως είναι ή όχι θέση δημοσίου υπαλλήλου, από την απασχόλησή του σ' αυτή δικαιούται κατά το Νόμον μισθού, που βαρύνει κατά τα προεκτεθέντα το Δημόσιο. Αντίθετος άποψη καταλήγει εις τη λύση να χρησιμοποιείται για την εξαίρεση από την απαγόρευση κατοχής δεύτερης θέσεως ως κριτήριο ή ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού και για την
διεκδίκηση των αποδοχών ή άλλη συνυπάρχουσα ιδιότητα του διοικητικού υπαλλήλου εκ της θέσεως του εκπαιδευτικού. Πέραν αυτού, κατά την άποψη πάντοτε των δύο αυτών μελών του Δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρ. 24 του Ν. 1400/1983 καθιερώνει αφετηρία υπολογισμού των αποδοχών, στην οποία είναι δυνατόν να προστίθενται επιδόματα αποζημιώσεως κ.λπ. ενώ η διάταξη του άρθρ. 6 του Ν. 1256/82 την οροφή των πάσης φύσεως αποδοχών, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αυξάνονται περαιτέρω. Η τελευταία δε αυτή διάταξη και οι εξ αυτής περιορισμοί εφαρμόζονται φυσικά και επί των κληρικών-εκπαιδευτικών. Επομένως δεν εισάγεται από την παραπάνω ρύθμιση ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος των κληρικών εκπαιδευτικών. Λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του τελευταίου αυτού ζητήματος το τμήμα αποφασίζει την παραπομπή της υποθέσεως προς επίλυση του ζητήματος τούτου στην ολομέλεια του Δικαστηρίου, με εισηγητή τον Σύμβουλο Γ. Κ.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Απορρίπτον τα ως απορριπτέα κρίθεντα.
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση του εις το σχετικό ζητήματος.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 1984
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος

Ο Γραμματέας
Και η απόφαση δημοσιεύτηκε στη δημοσία συνεδρίαση 25 ίδιου μήνα και έτους.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος

Η Γραμματέας

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.