ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Ε.Σ. (Ολομέλεια) 2340/2009
Πηγή : ΝοΒ 2009, 720
Αριθμός Απόφασης : 2340
'Ετος : 2009
Δικαστήριο : Ελεγκτικό Συνέδριο


Αριθμ. 2340/2009
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Σε Ολομέλεια 

Πρόεδρος: Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης
Εισηγήτρια: Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Σύμβουλος
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Αντεπίτροπος 
Επικρατείας


Ι. Με την 4580/15.2.2007 πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κανονίστηκε στον εκκαλούντα, πρώην καθηγητή, ο οποίος, αποχώρησε από την υπηρεσία στις 29.9.2006, μηνιαία σύνταξη με βάση την από έτη 30-00-03 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του. Με την ίδια πράξη η προϋπηρεσία του εκκαλούντος ως τακτικού υπαλλήλου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας από 25.11.1965 μέχρι 18.8.1976 δεν αναγνωρίστηκε ούτε ως συντάξιμη, αλλά ούτε και για τον υπολογισμό του οικείου μισθολογικού κλιμακίου και χρονοεπιδόματος, γιατί δεν παρασχέθηκε στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή των άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 2 περ. ιστ` του π.δ. 166/2000 (παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 2320/1995). Κατά της ως
άνω πράξεως ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου την από 23.7.2007 έφεση, στην οποία εκδόθηκε η 2807/2008 απόφασή του. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η μη αναγνώριση της ανωτέρω υπηρεσίας του εκκαλούντος δεν έγινε νομίμως, καθόσον οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2320/1995 που έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. ιστ` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα κατά το μέρος που αναγνωρίζουν ως συντάξιμη μόνο την προϋπηρεσία που έχει παρασχεθεί στην έδρα του Οικουμενικού και άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, αποκλείοντας την αναγνώριση της προϋπηρεσίας που έχει παρασχεθεί σε άλλες υπηρεσίες εκτός της έδρας του Οικουμενικού και άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και
δεν μπορούν ως εκ τούτου να εφαρμοστούν, και παραπέμφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων αυτών στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Ενόψει των ανωτέρω, μετά την 2807/2008 απόφαση του II Τμήματος, το οποίο, επιλαμβανόμενο σε υπόθεση της αρμοδιότητας του έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 2 περ. ιστ` εδ. α` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 2320/1995), πρέπει η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, αφού τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία, να αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των ανωτέρω διατάξεων (Ολ. Ε.Σ. 1492/2002, 2287/2005, 2437/2007, 2006/2008), χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από την απουσία του εκκαλούντος, αφού αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά την παρούσα συνεδρίαση (βλ. την από 13.4.2009, περί επιδόσεως κλήσεως, έκθεση του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης Χ.Χ.).

II. Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι: "Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων απέναντι στο νόμο, αλλά και την έναντι αυτών, ισότητα του νόμου. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να μη νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, να μην εισάγει εξαιρέσεις και να μην προβαίνει σε διακρίσεις, με βάση τυχαία κριτήρια που δεν σχετίζονται δηλαδή με τη φύση ή το αντικείμενο της ρύθμισης (Ελ.Συν. Ολ. 871/1998), όταν πρόκειται να ρυθμίσει όμοια, στα ουσιώδη σημεία τους, πράγματα, σχέσεις, καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας με τη θέσπιση ειδικής ρύθμισης ευνοϊκής για ορισμένη κατηγορία προσώπων από την οποία αποκλείστηκαν, ρητά ή σιωπηρά, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη κατηγορία, τα οποία όμως τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες με τα πρόσωπα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία αναφέρεται η ευνοϊκή ρύθμιση, τότε οφείλει, προκειμένου να άρει τη διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα, να προβεί στην επέκταση της εφαρμογής της ειδικής και ευνοϊκής αυτής ρύθμισης στην κατηγορία που αποκλείστηκε χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στο έργο της νομοθετικής (Ελ.Συν. Ολ. 1993/2005, 1392/1988, II Τμ. Ελ,Συν. 1307/2000 όπου παραπομπές).

III. Με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 1813/1988 "Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α` 243) προστέθηκε η περίπτωση ιστ` στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979), με την οποία ορίστηκε ότι λογίζεται σαν συντάξιμος και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία και ο χρόνος της "προϋπηρεσίας που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο υπαλλήλου στις Υπηρεσίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων". Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε, α) αρχικώς μεν με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 1976/1991 "Αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α` 184), με την οποία ορίστηκε ότι προσμετράται ως συντάξιμη "Η προϋπηρεσία που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιου υπαλλήλου ή κληρικού στις υπηρεσίες του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο προϋπηρεσία λαμβάνεται υπόψη και για τη μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου", και β) εν συνεχεία τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 2320/1995 "Αύξηση των συντάξεων του Δημοσίου κατά το έτος 1995, ρύθμιση συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών θεμάτων και επαναχορήγηση των συντάξεων αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης" (ΦΕΚ Α` 133) ως ακολούθως: "Η προϋπηρεσία που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο υπαλλήλου ή κληρικού στις υπηρεσίες της έδρας του Οικουμενικού και των άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων". Σημειώνεται ότι με την τελευταία αυτή διάταξη περιορίστηκε ο κύκλος των επωφελούμενων υπαλλήλων ή κληρικών, των οποίων ο χρόνος της προϋπηρεσίας λογίζεται ως συντάξιμος, μόνο σε όσους υπηρετούν στην έδρα του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων αποκλειομένων πλέον όσων υπηρετούν στις λοιπές εκτός της έδρας τους υπηρεσίες. Σύμφωνα δε με την εισηγητική έκθεση του ν. 2320/ 1995, η διάταξη αυτή (άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2320/1995), "σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του κάθε Πατριαρχείου είναι διάσπαρτες σε περισσότερες της μίας χώρες, κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να αποτραπεί η "αποψίλωση" των Κεντρικών υπηρεσιών των Πατριαρχείων ιδιαίτερα σε σημαντικές για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό περιοχές".

Από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι ισχύει ευνοϊκότερο συνταξιοδοτικό καθεστώς ως προς την αναγνώριση προϋπηρεσίας που έχει παρασχεθεί από υπαλλήλους ή κληρικούς στην έδρα του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, αφού η προϋπηρεσία τους αυτή λογίζεται ως συντάξιμη, ενώ αντίθετα για όσους προσέφεραν τις ίδιες ή παρόμοιες υπηρεσίες σε άλλες, εκτός έδρας, υπηρεσίες του Οικουμενικού και άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, η προϋπηρεσία τους αυτή δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμη. Η ως άνω διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση υπαλλήλων ή κληρικών όπως προκύπτει και από τη σχετική εισηγητική έκθεση του ν. 2320/1995, δεν οφείλεται στις διαφορετικές συνθήκες παροχής υπηρεσίας, αλλά έγινε με μοναδικό σκοπό να αποτραπεί η "αποψίλωση" των κεντρικών υπηρεσιών των Πατριαρχείων. Επιπλέον, το κριτήριο που τίθεται για τη διάκριση των δύο κατηγοριών υπαλλήλων, δηλαδή η παροχή της υπό αναγνώριση υπηρεσίας στην έδρα του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων προκειμένου να αναγνωριστεί ως συντάξιμη η προϋπηρεσία τους που παρασχέθηκε, δεν βρίσκεται σε συνάφεια με τον επιδιωκόμενο με την ως άνω ρύθμιση σκοπό της ενίσχυσης των κεντρικών υπηρεσιών των Πατριαρχείων, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα με τη χορήγηση στους εν ενεργεία υπαλλήλους ή κληρικούς μισθολογικών κινήτρων διασφαλίζοντας συγχρόνως με τον τρόπο αυτό τη στελέχωση των περιφερειακών υπηρεσιών των Πατριαρχείων με τον αναγκαίο αριθμό υπαλλήλων ή κληρικών. Επομένως, υφίσταται αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση σε βάρος της κατηγορίας των δημοσίων υπαλλήλων ή κληρικών, οι οποίοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους "εκτός" της έδρας του Οικουμενικού και άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, ως προς την αναγνώριση ως συντάξιμης της προϋπηρεσίας τους αυτής. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη του Συνταξιοδοτικού Κώδικα αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και πρέπει, για αποκατάστασή της, να εφαρμοστεί και για τη κατηγορία αυτή των υπαλλήλων ή κληρικών η ευνοϊκότερη ρύθμιση, που ισχύει για τους υπαλλήλους ή κληρικούς που παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων.

IV. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, επιλύοντας το παραπεμφθέν σ` αυτή ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 2 περ. ιστ` εδ. α` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007) στο οποίο κωδικοποιήθηκε το άρθρο 3 παρ. 7 του ν. 2320/1995, αποφαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Πρέπει, ακολούθως, να αναπέμψει την υπόθεση στο II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση κατά το πραγματικό της μέρος, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Copyright © - Web Site by WeC.O.M.