ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 1439/2011
Αριθμός Απόφασης : 1439
'Ετος : 2011
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 1439/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Νικόλαο Μπιχάκη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων-καλούντων: 1. Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία "Εκκλησία της Ελλάδος", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της α) *** και β) *** και 2. ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης", που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ***.

Α. Των αναιρεσιβλήτων-καθών η κλήση: 1. Β. Δ. Μ., 2. α) Ε. χας Δ. Μ., β) Β. Μ. του Δ., και γ) Μ. συζ. Ι. Κ., το γένος Δ. Μ., ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Δ. Μ. του Β., 3. Α. Φ., και 4. Χ. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι ΔΕΝ παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Β. Αναιρεσιβλήτων - Παρεμβαινόντων-καθών η κλήση: 1. Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και 2. Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο", που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους ***, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε: α) με την από 1-4-1994 αγωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ι. Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, β) με την από 24-2-1996 προσεπίκληση της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ι. Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, γ) με την από 26-6-1997 κυρία παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου και δ) με την από 26-6-1997 κυρία παρέμβαση του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/1996 μη οριστική, 2334/1997 οριστική που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών λόγω αρμοδιότητας, 3671/2000 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 8374/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 4-7-2005 αίτησή τoυς, επί της οποίας εκδόθηκε η 1711/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Επίσης κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκαν οι 1712/2009 και 1713/2009 αποφάσεις του Αρείου Πάγου οι οποίες αναίρεσαν την απόφαση αυτή και παρέπεμψαν την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι καλούντες με την από 9-2-2010 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 1-11-2006 έκθεση του αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σταύρου Γαβαλά με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Τα αναιρεσείοντα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου που επισπεύδουν τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως, επικαλούνται και προσκομίζουν τις 7673γ/12.9.2006, 7674γ/12.9.2006, 7675γ/12.9.2006, 7676/12.9.2006, 7677γ/12.9.2006, 397δ/14.12.2010, 398δ/14.12.2010, 399δ/14.12.2010, 400δ/14.12.2010, 401/14.12.2010 και 402δ/14.12.2010, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., από τις οποίες προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως και της από 9.2.2010 κλήσης των ιδίων - αναιρεσειόντων -, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, μετά την κήρυξη απαραδέκτου της συζήτησής της με την 1711/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημερινή δικάσιμο της 4.5.2011 και κλήση για εμφάνιση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς άπαντες τους απολειπομένους αναιρεσιβλήτους και αφού αυτοί δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει παρά την απουσία τους. Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 216 παρ. Ι του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο καθορισμός κατά τρόπο σαφή της θέσεως, στην οποία κείται το ακίνητο, και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας του. Όμως δεν προσαπαιτείται για το ορισμένο της ως άνω αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου, ούτε ο προσανατολισμός του. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 1.4.1994 και με αριθμό καταθέσεως 8202/ΤΠ 1994 αγωγή τους τα αναιρεσείοντα ν.π.δ.δ. ζήτησαν την αναγνώριση της κυριότητάς των στο επίδικο ακίνητο, έκτασης 10.350 τ.μ. και την απόδοσή του σ' αυτά. Στην αγωγή η επίδικη έκταση περιγράφεται ως βραχώδης έκταση εις θέση Λακώματα Σκαραμαγκά, της περιφέρειας του Δήμου Χαϊδαρίου, παρά τον κόμβο της οδού Πειραιώς - Σκαραμαγκά, επιφάνειας 10.350 τ.μ., περιγραφόμενη στο υπ' αριθμ. 264 σχέδιο της 11-5-1982 της Τοπογραφικής Υπηρεσίας "της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι. Μονής)", οριζόμενη προς βορρά με συνεχόμενη έκταση του αυτού κτήματος, προς νότο με εγκαταστάσεις ΓΕΤΝΘΑ, πρώην έκταση "Εκκλησίας της Ελλάδος (Ι. Μονής)", προς δυσμάς με έκταση "των εναγουσών" (μισθωθείσα παρά του συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων) και προς ανατολάς με λεωφόρο Πειραιώς - Σκαραμαγκά, φέρεται δε η εν λόγω διεκδικούμενη έκταση ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, επιφάνειας 5.000 περίπου στρεμμάτων, δεξιά και αριστερά της λεωφόρου Σχιστού, συνορευόμενου ανατολικώς με κτήμα δημοσίου (Κόκκινος Βράχος), δυτικώς με έκταση Πολεμικού Ναυστάθμου, βορείως με κτήμα Δημοσίου (Κόκκινος Βράχος) και ιδιοκτησίας Ε. και νοτίως με αδελφούς Ζ. και αδελφούς Μ. και κατά ένα μέρος με εκποιηθείσες από τον ΟΔΔΕΠ, διοικητή, τότε και διαχειριστή, κατά νόμο, της περιουσίας της Ι. Μονής, από της θέσεως του οικισμού Νέο Ικόνιο μέχρι του συνοικισμού Περάματος. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο, όπως προκύπτει από αυτή επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, δέχθηκε ότι η περιγραφή της επίδικης έκτασης στην ένδικη αγωγή είναι αόριστη, διότι δεν γίνεται αναφορά των πλευρικών διαστάσεών της, καθώς και του σχήματος των πλευρών της σε σχέση με τα προς δυσμάς και βορρά όρια της (όπου η συνεχόμενη υπόλοιπη έκταση του μεγαλύτερου ακινήτου). Όμως η περιγραφή του επίδικου ακινήτου στην ένδικη είναι ορισμένη και πλήρης, ώστε να μη γεννάται καμιά αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτού, αφού αναφέρονται με σαφήνεια α) η θέση του, ήτοι στα Λακώματα Σκαραμαγκά, της περιφέρειας του Δήμου Χαϊδαρίου, "παρά τον κόμβον της οδού Πειραιώς - Σκαραμαγκά" β) τα όρια, ήτοι οι ιδιοκτησίες και λοιπά τοπογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. δρόμοι) με τα οποία συνορεύει το επίδικο ακίνητο και ως προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ήτοι προς βορράν με συνεχόμενη έκταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς νότον με εγκαταστάσεις ΓΕΤΝΟΑ, πρώην έκταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς δυσμάς με έκταση των με στοιχ. Α' αναιρεσιβλήτων και προς ανατολάς με Λεωφόρο Πειραιώς-Σκαραμαγκά, γ) το εμβαδόν αυτού ήτοι 10.350 τ.μ. και με την ειδικότερη σ' αυτή - αγωγή - μνεία ότι πρόκειται για τμήμα μείζονος εκτάσεως της Ι. Μονής Πεντέλης εμβαδού 5.000 στρεμμάτων περίπου, της οποίας επίσης καθορίζονται τα όρια. Αναφορικά, επίσης, με τις πλευρικές διαστάσεις του επίδικου ακινήτου προς βορράν και προς δυσμάς, όπως εκτίθεται περαιτέρω στην αγωγή, το μεν ακίνητο με το οποίο συνορεύει το επίδικο προς βορράν, περιλαμβανόταν αρχικά στην προαναφερθείσα μείζονα έκταση, πλην όμως έχει ήδη καταστεί αυτοτελές με τη μεταβίβασή του στη ΓΕΤΝΟΑ, ενώ η έκταση με την οποία το επίδικο ακίνητο συνορεύει προς δυσμάς, έχει μισθωθεί από την Εκκλησία της Ελλάδος προς το σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων, υφίσταται δηλ. και ως προς αυτό συγκεκριμένη οριοθέτηση. Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων είναι αόριστη λόγω μη αναφοράς σ' αυτή των προμνημονευομένων στοιχείων ... ακριβούς περιγραφής του επίδικου ακινήτου, υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμ.14 περίπτ. β' και γ' και ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 8.374/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, από το οποίο εκείνο των τριακοσίων (300) ευρώ βαρύνει τους αναιρεσιβλήτους - Ελληνικό Δημόσιο και Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο - λόγω της χωριστής τους υπεράσπισης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2011. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Copyright © - Web Site by WeC.O.M.