ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 8/1979 «Περί Ιερών Ναών και Ενοριών» (ΦΕΚ Α΄ 1/5.1.1980)

Άρθρον 1ον
 
Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις:
α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων.
β) Προσκυνηματικούς ή επικουρούντας κοινωφελείς σκοπούς και Ιδρύματα της Εκκλησίας.
γ) Ιδιοκτήτους, και
δ) Ναούς Κοιμητηρίων.
 
Άρθρον 2ον
Ενοριακοί Ναοί
 
1) Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα. Ιδρύονται δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τη αιτήσει του ημίσεος τουλάχιστον του κατά τας κειμένας διατάξεις προβλεπομένου δι’ ίδρυσιν ενορίας αριθμού οικογενειών, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνωμοδότησιν του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, παρεχομένην εντός μηνός από τη διαβιβάσεως της σχετικής αιτήσεως, μη κωλυομένης της εκδόσεως του διατάγματος εκ της απράκτου παρόδου της προθεσμίας ταύτης.
2) Το Νομικόν Πρόσωπον του Ενοριακού Ι. Ναού εκπροσωπείται ενώπιον πάσης Αρχής ή Δικαστηρίου υπό του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, αντιπροσωπευομένου ενώπιον πάσης Αρχής ημεδαπής ή αλλοδαπής και παντός Δικαστηρίου υπό του Προέδρου ή μέλους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, οριζομένου δι' αποφάσεως αυτού είτε επί ωρισμένη περιόδω είτε ως προς εκάστην παρουσιαζομένην περίπτωσιν, όρκος δε δίδεται, εάν επιβάλλεται, υπό του Προέδρου ή μέλους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, οριζομένου υπό τούτου, κατά το άρθρον 51 παρ. 2 εδ. δ' του Ν. 590/1977.
3) Επιτρέπεται η απαλλοτρίωσις λόγω δημοσίας ωφέλειας παντός ακινήτου απαραιτήτου προς ανέγερσιν ή επέκτασιν Ι. Ναού ή και προαυλίού αυτού. Η απαλλοτριωσις ενεργείται μετά γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και έγκρισιν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, κατά τας εκάστοτε ισχύουσας περί απαλλοτριώσεως διατάξεις και εφ' όσον ορίζεται εν τη σχετική πράξει το Εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον, όπερ θέλει αναλάβει το βάρος της καταβολής της εκ της απαλλοτριώσεως αποζημιώσεως.
4) Οι Ι. Ναοί συμμορφούνται επακριβώς προς τας υπό των οικείων Μητροπολιτών γενικάς και ειδικάς οδηγίας τελούντες υπό την πνευματικήν και διοικητικήν δικαιοδοσίαν αυτών, ως και την άμεσον επίβλεψιν και καθοδήγησιν των ιερατικών αυτών προϊσταμένων δια την επιτέλεσιν της θείας λατρείας και την εξυπηρέτησιν των θρησκευτικών αναγκών του Χριστεπωνύμου πληρώματος.
 
Άρθρον 3ον
Ενορίαι
 
1) Η Ενορία μετά του Ενοριακού Ναού, ως βασική μονάς οργανώσεως του Εκκλησιαστικού βίου, έχει ωρισμένην τοπικήν περιφέρειαν, περιλαμβάνουσαν τους κατοικούντας εν αυτή Ορθοδόξους Χριστιανούς. Ενορίαν αποτελούσιν εν μεν ταις πόλεσι, ταις εχούσαις άνω των 100.000 κατοίκων, τουλάχιστον 600 οικογενειών, άνω των 10.000 και μέχρι 100.000 κατοίκων τουλάχιστον 500 οικογένειαι και εν ταις πόλεσι ταις αριθμούσαις κάτω των 10.000 κατοίκων 300 τουλάχιστον οικογένειαι. Τα όρια εκάστης ενορίας ορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου (άρθρ. 36 παρ. 3 του Ν. 590/1977). Μερίμνη των Εφημερίων του Ι. Ναού συντάσσεται και διατηρείται ο κατάλογος των Ενοριτών.
2) Αι ήδη νομίμως υφιστάμεναι ενορίαι διατηρούνται.
3) Η απόσπασις αριθμού ενοριτών, μειούντος την προς ύπαρξιν ενορίας οριζομένην εν τω παρόντι εις αριθμόν οικογενειών βάσιν, επί σκοπώ συστάσεως ενορίας ή ενισχύσεως άλλης τοιαύτης, απαγορεύεται.
4) Ο αριθμός των οικογενειών, όστις αποσπάται ει τινος ενορίας προς ενίσχυσιν άλλης ήδη υφισταμένης, επ' ουδενί δύνανται να μείωση τας οικογενείας, αίτινες αντιστοιχούσι κατά τον παρόντα Κανονισμόν εις τους υπηρετούντας ήδη εφημερίου εν τη ενορία, αφ' ης αποσπώνται οικογένειαι.
5) Προκειμένου όμως περί ιδρύσεως νέας ενορίας, επιτρέπεται η απόσπασις αναλόγου αριθμού οικογενειών, υπό την Προϋπόθεσιν ότι ως εφημέριος της νέας ενορίας θα τοποθετηθή εις των εφημερίων της ενορίας, αφ' ης αποσπώνται αι οικογένειαι.
6) Ο αριθμός των οικογενειών υπολογίζεται διαιρουμένου δια του 4 του αριθμού των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ενορίας.
7) Ιδρυομένης νέας Ενορίας εντός της περιοχής παλαιάς Ενορίας, τμήμα ανάλογον της ακινήτου περιουσίας του Ενοριακού Ναού, εξ ου απεσπάσθη αύτη, μεταβιβάζεται εις τον Ενοριακόν Ναόν της ιδρυθείσης νέας ενορίας μετά γνώμην του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Η σχετική πράξις μεταβιβάσεως μεταγράφεται ατελώς εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών.
8) Χωρία ή Συνοικισμοί έχοντες αριθμόν οικογενειών ελάσσονα μεν των 300 μείζονα δε των 50 αποτελούσιν ιδίαν ενορίαν.
9) Χωρία, Συνοικισμοί ή παραθεριστικά Κέντρα εξ ελασσόνων των 50 οικογενειών δύνανται να αποτελέσωσιν ενορίαν, εάν απέχωσι πλέον της ημισείας ώρας του πλησιέστερου ενοριακού ναού, ή δισχεραίνεται η μετ' αυτών επικονωνίαν δι' ύπαρξιν χαράδρας ή ποταμού ή άλλων δυσυπέρβλητων εμποδίων ή εάν ευρίσκωνται επί νησίδος ή εις παραμεθόριν περιοχήν.
10) Πολλοί συνοικισμοί απέχοντες αλλήλων έλαττον της ώρας και μη δυνάμενοι να αποτελέσωσιν ιδίαν έκαστος ενορίαν, συναποτελούσι μίαν ενορίαν, του ενοριακού Ι. Ναού καθοριζομένου υπό του ιδρυτικού Δ/τος. Τα της λειτουργίας των Ι. Ναών της κοινής ενορίας καθορίζονται δι' αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου.
11) Συνοικισμός απέχων της Ενορίας, υφ' ην υπάγεται, κατ' απόστασιν κωλύουσαν την κανονικήν εξυπηρέτησιν των θρησκευτικών αναγκών των κατοίκων αυτού δύναται να υπαχθή εις άλλον πλησιέστερον Ενοριακόν Ναόν δι' αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εγκρινομένης υπό της Δ.Ι.Σ. και δημοσιευομένης εις τον περιοδικόν "ΕΚΚΛΗΣΙΑ".
12) Χωρίον ή συνοικισμός μεταφερόμενος δι' οιονδήποτε λόγον από την αρχικής των τοποθεσίας εις νέαν τοιαύτην δι' αποφάσεως της Πολιτείας, έχούν έδραν του νέου ενοριακού ναού και της ενορίας την νέαν τοποθεσίαν, υπαγομένην δια πάσαν συνέπειαν εις την Ιεράν Μητρόπολιν, εντός των ορίων της οποίας ευρίσκεται η νέα τοποθεσία. Η περιουσία του Ιερού Ναού ακολουθεί ωσαύτως τον νέον οικισμόν.
13) Δια χωρίον διαλυόμενον ένεκα απαλλοτριώσεων του Δημοσίου ή άλλων Οργανισμών Κοινής ωφελείας, και εγκαθιστάμενον δι' αποφάσεων της Πολιτείας εις ετέραν τοποθεσίαν εφαρμόζονται τα εν τη ανωτέρω παραγράφω
του παρόντος άρθρου.
 
Άρθρον 4ον
Τηρούμενα βιβλία
 
Εις εκάστην ενορίαν δέον τα τηρώνται υπ' ευθύνην του Προέδρου του
Εκκλ. Συμβουλίου τα κάτωθι βιβλία:
α) Πρωτόκολλον.
β) Διαχειριστικά βιβλία.
γ) Βιβλίον Βαπτίσεων.
δ) Βιβλίον Πρακτικών Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
ε) Βιβλίον Πιστοποιητικών αγαμίας και αδειών γάμου.
στ) Κτηματολόγιον (ήτοι βιβλίον κινητών και ακινήτων πραγμάτων).


Άρθρον 5ον
Πόροι Ενοριακών Ιερών Ναών
 
1) Πόροι των Ενοριακών Ι. Ναών είναι οι εξής:
α) Αι εκ κηροπωλησίας εισπράξεις.
β) Τα δια τας Ιεροπραξίας προσφερόμενα.
γ) Αι εκ τυχόν δίσκων και κυρίων εισπράξεις.
δ) Αι εξ εράνων εισπράξεις.
ε) Δωρεαί, κληρονομίαι και κληροδοσίαι.
στ) Αι προσόδοι εκ κινητής και ακινήτου περιουσίας αυτών.
ζ) Προϊόν εκποιήσεως αφιερωμάτων.
2) α) Τα δια τας Ιεροπραξίας προσφερόμενα αποτελούν προαιρετικάς των πιστών εισφοράς. Προκειμένου περί απόρων ενοριτών αι Ιεροπραξίαι τελούνται δωρεάν.
β) Το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον δύναται δι' αποφάσεως αυτού να καθορίζη τας προϋποθέσεις καταβολής και εισπράξεως των προσφορών των πιστών δια την τέλεσιν Ιεροπραξίας εις έτερον Ιερόν Ναόν εντός ή εκτός της Μητροπολιτικής Περιφερείας.
γ) Αι εκ της τελέσεως Ιεροπραξιών συνεισφοραί των πιστών εισπράττονται υπό του Ιερού Ναού δια διπλότυπου Γραμματείου εισπράξεως εκ στελέχους θεωρουμένου υπό της Ιεράς Μητροπόλεως.
3) Το εξ εκποιήσεως τιμαλφών προϊόν, αι δωρεαί, Κληρονομίαι, Κληροδοσίαι και ειδικαί εισφοραί απαλλάσσονται πάσης κρατήσεως.
 
Άρθρον 6ον
Διάθεσις Πόρων Ενοριακών Ιερών Ναών
 
1) Οι κατά το προηγούμενον άρθρον του παρόντος προβλεπόμενοι πόροι των Ενοριακών Ναών διατίθενται προς καταβολήν των υπό των Κανονισμών και Νόμων προβλεπομένων εισφορών, βάσει των ετησίων ακαθάριστων εισπράξεων των Ναών, πλην των εδαφίων γ' και δ', υπέρ των οποίων αι καταβολαί πραγματοποιούνται βάσει των εγκεκριμένων ετησίων προϋπολογισμών τούτων, ήτοι:
α) Υπέρ δημοσίου προς κάλυψιν της δαπάνης μισθοδοσίας των εφημερίων.
β) Υπέρ Τ.Α.Κ.Ε., ως υπό Νόμων ορίζεται.
γ) Υπέρ Μητροπολιτικού Γραφείου και της μισθοδοσίας του προσωπικού αυτού, ως υπό Νόμων ορίζεται.
δ) Υπέρ ανοικοδομήσεως, αποσβέσεως βαρών ή συντηρήσεως Μητροπολιτικού Οικήματος και μισθοδοσίας του υπηρεσιακού προσωπικού αυτού μέχρι 2%.
ε) Υπέρ Αποστολικής Διακονίας, ως υπό Νόμων ορίζεται.
στ) Υπέρ Συνοδικού Μεγάρου 0,5%.
ζ) Υπέρ μισθοδοσίας του τακτικού και εκτάκτου προσωπικού του Ιερού Ναού.
η) Υπέρ συντηρήσεως και λοιπών δαπανών του Ναού.
θ) Υπέρ συντηρήσεως ευαγών ή άλλων φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων της Μητροπόλεως, Εκκλησιαστικών εν γένει ή φιλανθρωπικών και εθνικών σκοπών μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολίτου.
ι) Υπέρ προμηθείας, συντηρήσεως και εξόδων κινήσεως Μητροπολιτικού αυτοκινήτου.
ια) Υπέρ του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος ποσοστόν 0,5% δι' όσους εκ των ιερών Ενοριακών Ναών έχουσι ετήσιον προϋπολογισμόν μικρότερον των 500.000 δρχ. και ποσοστόν 1% δι' όσους εκ των ιερών Ενοριακών ναών έχουσι ετήσιον προϋπολογισμόν μείζονα των 500.000 δραχμών.

*[Η περίπτωση ια αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 του Κανονισμού 47/1989 (ΦΕΚ Α΄ 3/15.1.1990].
 
ιβ) Υπέρ των εν γένει πνευματικών και ιεραποστολικών σκοπών της Ιεράς Μητροπόλεως.
2) Πάσαι αι αναγραφόμεναι εις τους Προϋπολογισμούς των Ιερών Ναών υποχρεωτικαί και υπέρ τρίτων εισφοραί καταβάλλονται υποχρεωτικώς ανά τριμηνίαν, εισπράττονται δε εν περιπτώσει καθυστερήσεως, κατά τας διατάξεις περί εισπράξεων δημοσίων εσόδων, επί τη βάσει καταστάσεων, συντασσομένων υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και θωρουμένων υπό του Δημοσίου Ταμείου. Εκκλησιαστικός Σύμβουλος ή Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον, αρνούμενοι την καταβολήν των εισφορών τούτων, απολύονται υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, δι' ανεκκλήτου αποφάσεως αυτού μετ' έγγραφον απολογίαν, εφ' όσον αύτη δεν ήθελε κριθή επαρκής. Εν περιπτώσει αρνήσεως του Εφημερίου Προέδρου, ούτος υπέχει κανονικήν ευθύνην λόγω απειθείας και τιμωρείται δια ποινής αργίας μέχρι δύο μηνών, επιβαλλομένης υπό του αρμοδίου Επισκοπικού Δικαστηρίου.
3) Αποθέματα απομένοντα εις το ταμείον του Ιερού Ναού, πέραν ποσού οριζομένου εκάστοτε δι' αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ή εν ελλείψει τοιαύτης πέραν ποσού δρχ. δέκα χιλιάδων (10.000), κατατίθεται αμελλητί επί τόκω εν όψει ή επί προθεσμία επ' ονόματι του Ναού και εις ειδικόν λογαριασμόν παρ' ανεγνωρισμένη Τραπέζη ή τω Ταχυδρομικώ Ταμιευτήριω.
Ανάληψις χρημάτων ή χρεογράφων του Ιερού Ναού πραγματούται δι' αποφάσεως του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου μέχρις 3.000 ευρώ τη εγκρίσει του οικείου Μητροπολίτου, ως Προέδρου του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, άνω δε των 3.000 ευρώ τη εγκρίσει του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
 
*[Το αρχικό ποσό των 100.000 δρχ. τροποποιήθηκε ως άνω σε 3.000 ευρώ με το άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού 268/2015 (ΦΕΚ Α΄ 140/6.11.2015)]
 
Άρθρον 7ον
Περί Εκκλησιαστικών Συμβουλίων
 
1) Την διαχείρισιν, διοίκησιν και την εν γένει αξιοποίησιν της περιουσίας του Ιερού Ναού έχει το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον αποτελούμενον :
α) Εκ του Εφημερίου, ως Προέδρου, οριζομένου κατά τας διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 37 του Ν. 590/1977.
β) Εκ τεσσάρων λαϊκών μελών, εκλεγομένων και διοριζομένων εκ του Καταλόγου των ενοριτών υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου τη προτάσει του οικείου Μητροπολίτου. Το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον δύναται, προκειμένου περί Ναών χωρίων μέχρις εκατόν οικογενειών, να εκλέγη και διορίζη δύο μέλη.
2) Ίνα εκλέγη τις και διατελέση μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου δέον:
α) να μη έχη καταδικασθή επί κακουργημάτι ή πλημμελήματι κατά τα εν άρθρω 11 του υπ' αριθμ. 5/78 Κανονισμού διαλαμβανόμενα.
β) να είναι σχετικώς εγγράμματος.

γ) να μη τελή εν αντιδικία κατά του Νόμου.

δ) να μη έχη καταλογισθή εις βάρος αυτού ως Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ποσόν τι δι' οριστικής δικαστικής ή καταλογιστικής επί του απολογισμού αποφάσεως.
ε) να μη οφείλη εις τον Ναόν και

στ) να είναι αφωσιωμένον τέκνον της Εκκλησίας.
3) Απαγορεύεται η εκλογή συμβούλων συγγενών προς αλλήλους και προς τον Εφημέριον Πρόεδρον μέχρι και του τετάρτου βαθμού εξ αίματος ή και του τρίτου εξ αγχιστείας. Εις δε συνοικισμούς κάτω των εκατόν οικογενειών απαγορεύεται η εκλογή Συμβούλων συγγενών μέχρι τρίτου βαθμού εκ αίματος και επιτρέπεται η εκλογή αδιακρίτως των εξ αγχιστείας.
4) Εις ας περιπτώσεις υφίστανται διαφοραί μεταξύ Ναού και Δήμου ή Κοινότητος, απαγορεύεται η ανάδειξις ως Εκκλησιαστικών Συμβούλων, μελών του Δήμου ή Κοινοτικού Συμβουλίου, εάν δεν γεννηθή η διαφορά διαρκούσης
της θητείας των Συμβούλων, οι εκ των μελών του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικοί Σύμβουλοι αντικαθίστανται δι' αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
5) Το αξίωμα του λαϊκού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου είναι τιμητικόν, άμισθον και ασυμβίβαστον προς το έργον εμμίσθου υπαλλήλου του Ι.Ναού.
6) Η θητεία των Εκκλ. Συμβουλίων ορίζεται τριετής, της τριετίας αρχόμενης εκάστοτε από της 1ης Ιανουαρίου του καθ' ο διορίσθηκαν έτους, και ληγούσης την 31ην Δεκεμβρίου του τρίτου από του διορισμού των έτους, η δε εγκατάστασις αυτών γίνεται εκάστοτε την 1ην Ιανουαρίου.
7) Η παραίτησις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου υποβάλλεται εγγράφως απ' ευθείας ή δια του Προέδρου του Εκκλ. Συμβουλίου εις τον οικείον Μητροπολίτην, αποφασίζει δε επί της παραιτήσεως το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον.
8) Εκκλησιαστικός Σύμβουλος αποδημήσας ή μετοικήσας εις άλλην ενορίαν, απαλλάσσεται των καθηκόντων του μετ' απόφασιν του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εκλέγεται δε εις αντικατάστασιν αυτού έτερος ενορίτης εκ του οικείου ενοριακού καταλόγου.
9) Εκκλησιαστικός Σύμβουλος απουσιάσας αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, επί τρεις συνεχείς κηρύσσεται υπ' αυτού έκπτωτος του αξιώματος του Εκκλησιαστικού Συμβούλου.
10) Ωσαύτως δι' ανεκκλήτου αποφάσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου απολύεται μετ' απολογίαν του μη κριθείσαν επαρκή, Εκκλησιαστικός Σύμβουλος, εκ συστήματος μη συμμορφούμενος προς πάσας εν γένει τας υποχρεώσεις του, ως και δι' ολιγωρίαν περί την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων αυτών καθηκόντων και δια πάσαν τυχόν δυστροπίαν περί την καταβολήν των οφειλών προς το προσωπικόν του Ναού.
11) Οι Εκκλησιαστικοί Σύμβουλοι ωσαύτως απολύονται:
α) Αν αποδεικνύωνται παραβάται των αποφάσεων και των προς αυτούς οδηγιών του οικείου Μητροπολίτου εν σχέσει προς τα εκ των κανονισμών και των Νόμων καθήκοντα και δικαιώματα αυτών.
β) Αν δεν υπέβαλον εμπροθέσμως προϋπολογισμόν και απολογισμόν της διαχειρίσεως αυτών και δεν συμμορφούνται προς την επί του προϋπολογισμού απόφασιν της αρμόδιας Αρχής.
γ) Εάν παραμελώσιν ή αρνώνται την διεξαγωγήν δικών προς προστασίαν των συμφερόντων του Ναού ή γενικώς ολιγωρώσι περί την προαγωγήν αυτών.
δ) Εάν καθ' υποτροπήν αναμειγνύωνται εις τα τελετουργικά καθήκοντα του Εφημερίου και τας αρμοδιότητας και καθήκοντα των ιεροψαλτών και νεωκόρων επί των οποίων εποπτείαν έχει ο εφημέριος ή ασεβώσι προς τον εφημέριον.
12) Τους Εκκλησιαστικούς Συμβούλους, ιδρυομένης νέας ενορίας, διορίζει, διαρκούσης της τριετούς θητείας και δια το υπόλοιπον αυτής, το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον εκ του εγκεκριμένου καταλόγου των ενοριτών, προτάσει του οικείου Μητροπολίτου.
 
Άρθρον 8ον
Συνεδρίαι των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων

1) Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον κατά την πρώτην συνεδρίαν αυτού, οριζομένην υπό του Εφημερίου Προέδρου εκλέγει τον Αντιπρόεδρον, τον Γραμματέα και τον Ταμίαν αυτού, το δε σχετικόν πρακτικόν υποβάλλεται εις το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον.
2) Τας εν γένει εργασίας του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου διευθύνει ο Πρόεδρος εν απουσία δε ή άλλω κωλυμάτι τούτου, ο Αντιπρόεδρος, εξουσιοδοτούμενος υπό του Προέδρου.
3) Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον καλείται εις συνεδρίαν υπό του Προέδρου αυτού εις ημέραν και ώραν καθοριζομένην υπ' αυτού, οσάκις ούτος κρίνη τούτο αναγκαίον ή ζητήσωσι τούτο εγγράφως δυο των μελών αυτού.
4) Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον θεωρείται εν απαρτία παρισταμένου του Κληρικού μέλους αυτού και δύο τουλάχιστον των λαϊκών μελών αυτού.
5) Κωλυομένόυ του Προέδρου, η συνεδρία θεωρείται νόμιμος αν παραστώσι κατ' αυτήν τρία των μελών του Συμβουλίου προεδρεύοντος του επί τούτω εξουσιοδοτηθέντος Αντιπροέδρου.
6) Αι αποφάσεις Εκκλησιαστικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειονοψηφίαν, εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου.
7) Ο Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου προΐσταται τούτου εν δημοσίαις ή επισήμοις εμφανίσεσιν αυτού ως αντιπρόσωπος του οικείου Αρχιερέως.
 
 
Άρθρον 9ον
Αρμοδιότητες Εκκλησιαστικών Συμβουλίων
 
1) Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον έχει την υπεύθυνον διαχείρισιν του Ι. Ναού, συντάσσει τον Προϋπολογισμόν και Απολογισμόν των εσόδων και εξόδων αυτού, τον μεν πρώτον εντός του Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους, τον δε δεύτερον εντός του Φεβρουαρίου εκάστου έτους.
2) Πάσα πληρωμή δαπάνης του Ναού ενεργείται υπό του Ταμίου, επί τη βάσει εντάλματος πληρωμής εκ στελέχους ηριθμημένου και τεθεωρημένου υπό της Ι.Μητροπόλεως, υπογεγραμμένου υπό του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Εν ουδεμία περιπτώσει ο Εφημέριος εκτελεί χρέη ταμίου. Εν εναντία περιπτώσει τιμωρείται δι' αργίας μέχρι δύο μηνών μετά ή άνευ της στερήσεως των αποδοχών αυτού. Εις το ένταλμα τούτο πρέπει να προσαρτώνται πάντα τα παραστατικά έγγραφα της δαπάνης. Δια την νομιμότητα των διατασσομένων πληρωμών ευθύνεται ο υπογράφων το ένταλμα Πρόεδρος, ο δε ταμίας ευθύνεται και δια την νομιμότητα και το ακριβές της πληρωμής, εφαρμοζομένων εν αναλογία των σχετικών διατάξεων του Νόμου περί δημοσίου λογιστικού. Ο Ταμίας υποχρεούται να αρνηθή την πληρωμήν δαπάνης, διατασσομένης παρά τας διατάξεις του παρόντος ή άνευ των νομίμων δικαιολογητικών. Εν πάση άλλη περιπτώσει, αρνούμενος αδικαιολογήτως την πληρωμήν, απαλλάσσεται των καθηκόντων αυτού, ως Συμβούλου, αποφάσει του οικείου Μητροπολιτικού Συμβούλου.
3) Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον αποφασίζει:
α) Περί ανεγέρσεως Ναού ή επισκευής, διακοσμήσεως και συντηρήσεως του υπάρχοντος Ενοριακού και των Παρεκκλησίων και Εξωκκλησιών αυτού.
β) Περί αγοράς, πωλήσεως, δωρεάς, ανταλλαγής και μισθώσεως ακινήτων κατά τας κειμένας διατάξεις και την αξιοποιήσεως της αστικής και αγροτικής περιουσίας του Ναού.
γ) Περί συνομολογήσεως δανείου, εγέρσεως αγωγών, ασκήσεως ενδίκων μέσων, παραιτήσεων απ' αυτών, καταργήσεως δίκης, συμβιβασμών εξωδίκων και δικαστικών, διορισμού πληρεξουσίου και αποδοχής δωρεάς, κληρονομίας ή κληροδοσίας κατά τας κειμένας διατάξεις.
δ) Περί βοηθημάτων δια σκοπούς Εκκλησιαστικούς και Φιλανθρωπικούς και Εκκλησιαστικά Ιδρύματα και συντήρησιν αυτών.
ε) Περί πάσης δαπάνης εκτάκτου, αφορώσης εις τας εκκλησιαστικάς τελετάς. Άπασαι αι ως άνω αποφάσεις χρήζουν εγκρίσεως εκ μέρους του Μητροπολιτικού Συμβουλίου εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος.
 
Άρθρον 10ον
Περί Προϋπολογισμού

1) Τον Προϋπολογισμόν του Ενοριακού Ναού συντάσσει το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον και υποβάλλει αυτόν εις το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον το βραδύτερον μέχρι τέλους Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους, εις το οποίον αφορά ο Προϋπολογισμός, όπερ εγκρίνει και τροποποιεί ή μη τούτον, δυνάμενον εντός των ορίων του παρόντος να αναγράψη και κονδύλια μη αναγραφόμενα εν αυτώ.
2) Κατά της επί του Προϋπολογισμού αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου χωρεί εντός 15θημέρου από της κοινοποιήσεως αυτού μόνον δια λόγους νομιμότητος προσφυγή ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, υποβαλλομένη δια του οικείου Μητροπολίτου.
3) Οι Προϋπολογισμοί εγκρίνονται το βραδύτερον εντός διμήνου από της υποβολής των.
4) Ο Μητροπολίτης ασκεί έλεγχον νομιμότητας της διαχειρίσεως και διοικήσεως του Ιερού Ναού.
 
Άρθρον 11ον
Περί Απολογισμού

1) Τον απολογισμόν συντάσσει το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον επί τη βάσει της περί διαχειρίσεως Εκθέσεως του Ταμίου του Ναού, υποβάλλει δε τούτον εις το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον το βραδύτερον μέχρι τέλους Φεβρουαρίου του επόμενου έτους, εις το οποίον, αφορά ο απολογισμός μετ' εκθέσεώς του και των δικαιολογητικών των κατά την διάρκειαν της χρήσεως γενομένων εισπράξεων και πληρωμών και πίνακος των κατά την λήξιν αυτής καθυστερήσεως.
2) Τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ευθύνονται ατομικώς και αλληλεγγύως δια πάσαν απόκρυψιν εσόδου του Ναού παρ' οιουδήποτε, ως και οιουδήποτε χρέους, υπέχοντα και πάσαν εντεύθεν ποινικήν ευθύνην κατά τους κειμένους Νόμους.
3) Η εισαγωγή προς έγκρισιν εις το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον του Απολογισμού, δέον να συνοδεύηται απαραιτήτως δι' υπευθύνου εγγράφου εκθέσεως του εκτελούντος χρέη Γραμματέως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου,
και του Λογιστού της Ιεράς Μητροπόλεως, όπου υπάρχει, ότι ετηρήθησαν αι νόμιμοι διατυπώσεις ως προς την κανονικήν επικόλλησιν επί των αποδείξεων των πληρωμών των Ναών του τε χαρτοσήμου και παντών των υπό των Κανονισμών προβλεπομένων Εκκλησιαστικών ενσήμων.
4) Το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον αποφαίνεται ητιολογημένως επί του Απολογισμού το βραδύτερον εντός εξαμήνου από της υποβολής αυτού.
5) Κατ' αποφάσεως καταλογιστικής του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου επιτρέπεται προσφυγή εντός μηνός από της κοινοποιήσεως αυτής ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δια του οικείου Μητροπολίτου.
6) Ο Απολογισμός ανακοινούται εις την ενορίαν δια θυροκολλήσεως έξωθι του Ναού, κατ' αυτού δε δύναται εντός οκτώ ημερών, οιοσδήποτε ενορίτης να υποβάλη ένστασιν εις το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, εφ' ης τούτο αποφαίνεται ανεκκλήτως.
7) Η μη υποβολή των Προϋπολογισμών και Απολογισμών υπό των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων εντός των δια του παρόντος τασσομένων προθεσμιών τιμωρείται ως παράβασις καθήκοντος, κατά το Ποινικόν Νόμον, και χωρίς να προηγηθή πειθαρχική τιμωρία, οι δε υπεύθυνοι απολύονται άνευ άλλης διατυπώσεως υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου δι' αποφάσεως αυτού ανεκκλήτου.
8) Το οικονομικόν έτος άρχεται την 1ην Ιανουαρίου και λήγει την 31ην Δεκεμβρίου, η δε χρήσις αρχόμενη αφ' ης και το οικονομικόν έτος παρατείνεται μέχρι τέλους Ιανουαρίου του επόμενου οικονομικού έτους.
 
Άρθρον 12ον
Περί ελέγχου Πράξεων των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων

1) Πάσα Πράξις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου υποβάλλεται εις το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, όπερ εγκρίνει, τροποποιεί ή ακυροί αυτήν. Η απόφασις του Μητροπολιτικού Συμβουλίου εκδίδεται εντός διμήνου από την υποβολής της Πράξεως. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας ταύτης η πράξις εκτελείται.
2) Κατά πάσης αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, επιτρέπεται προσφυγή μόνον δια λόγους νομιμότητας, ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου παρά παντός έχοντος έννομον συμφέρον.
3) Πάσα απόφασις του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, καταστάσα οριστική, είναι υποχρεωτική δια το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον, εάν δε τούτο αρνηθή την εκτέλεσιν, το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον καλεί τούτο εις έγγραφον απολογίαν εντός προθεσμίας υπ' αυτού τασσομένης. Παρελθούσης της προθεσμίας απράκτου ή της απολογίας μη κριθείσης επαρκούς, το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, δι' ανεκκλήτου αποφάσεως του προβαίνει εις την αντικατάστασιν των αρνουμένων μελών δια διορισμόν νέων και δια το υπόλοιπον της θητείας του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
4) Αι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων περί δωρεάς ακινήτου υπόκειται εις έγκρισιν του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και της Δ.Ι.Σ..
5) Αποδοχή η αποποίησις δωρεάς υπό όρον, κληρονομίας ή κληροδοσίας δεν δύναται να γίνη υπό του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου άνευ προηγούμενης αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
6) Απόφασις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου περί εγέρσεως αγωγής, παραιτήσεως από ενδίκου μέσου, καταργήσεως δίκης, συμβιβασμού, εξωδίκου ή δικαστικού, χρήζει της εγκρίσεως του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Δεν απαιτείται έγκρισις, εφ' όσον πρόκειται περί συντηρητικών ή προσωρινών μέτρων και αιτήσεως ακυρώσεως εκτελεστής πράξεως.
7) Αι αποφάσεις του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, δι' ων αποφασίζεται συνομολόγησις δανείου, και οι όροι αυτού υπόκεινται εις την έγκρισιν του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
8) Τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των Ενοριακών Ι. Ναών τηρούσιν ενιαίον λογιστικόν απλογραφικόν σύστημα.
 
Άρθρον 13ον
Ιδιόκτητοι και Προσκυνηματικοί Ι.Ναοί
 
1) Ιδιόκτητοι Ι.Ναοί ανεγείρονται κατόπιν αδείας του οικείου Μητροπολίτου επί τη βάσει αρχιτεκτονικών σχεδίων κατά τα περί ανεγέρσεως Ενοριακών Ναών ισχύοντα και λειτουργούσιν επίσης κατόπιν ομοίας αδείας.
2) Οι ιδιόκτητοι Ναοί παραμένουσιν εις την ιδιοκτησίαν και διαχείρισιν του ιδιοκτήτου, εφ' όσον προορίζονται υπ' αυτού προς εξυπηρέτησιν των θρησκευτικών αναγκών αυτού μόνου και την οικογενείας του. Κλείονται εντολή του οικείου Μητροπολίτου δια της Αστυνομικής Αρχής ή απαλλοτριούνται υπέρ του πλησιεστέρου Ενοριακού ή Προσκυνηματικού Ι.Ναού αναγκαστικώς κατά τας εκάστοτε ισχυούσας περί απαλλοτριώσεως διατάξεις :
α) αν ανηγέρθησαν ή λειτουργούν άνευ αιτήσεως και χορηγήσεως της σχετικής αδείας υπό του Μητροπολίτου κατά τα υπό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενα,
β) εάν τεθώσιν εις δημοσίαν λατρείαν και
γ) εάν παύσωσιν εξυπηρετούντες τον προορισμόν των.
3) α) Δεν θεωρείται απόδοσις εις δημόσιαν λατρείαν η κατά την πανήγυριν του Ναού προσέλευσις και άλλων πιστών. Αι κατά την ημέραν ταύτην εισπράξεις αυτού, διενεργούμεναι υπό αντιπροσώπου του Μητροπολίτου και του ιδιοκτήτου, κατατίθενται εις την Εθνικήν Τράπεζαν επ' ονόματι του Ι. Ναού και εις κοινήν διαταγήν Μητροπολίτου και ιδιοκτήτου και διατίθενται υπό τον έλεγχον του οικείου Μητροπολίτου υπέρ της συντηρήσεως του Ναού τούτου, τα δε περισσεύματα δια τας ανάγκας των ευαγών Ιδρυμάτων της Ιεράς Μητροπόλεως.
β) Εις περίπτωσιν απροθυμίας των ιδιοκτητών προς ανάληψιν των περισσευμάτων, δύναται η ΔΙΣ, προτάσει του οικείου Μητροπολίτου, να εξουσιοδοτή τούτον προς ανάληψιν και διάθεσιν κατά τα προβλεπόμενα υπό του 3α του παρόντος.
4) Απαντα τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια, τα τελούντα μέχρι της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν του ΤΑΚΕ, παραμένουσιν εις αυτό, πάντα δε τα λοιπά υφιστάμενα ή ιδρυθησόμενα υπάγονται ως προς την διοίκησιν και διαχείρισιν εις τον Ενοριακόν Ναόν, εντός των ορίων του οποίου κείνται ταύτα, ανεξαρτήτως ύψους ακαθαρίστων εσόδων.
5) α) Οι Ναοί των Φιλανθρωπικών, Εκπαιδευτικών, Δημοσίων και Δημοτικών Ιδρυμάτων, των Νομικών προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας θεωρούνται νομίμως ανεγερθέντες, εφ' όσον ετηρήθη η διαδικασία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, λειτουργούσι δε τη κανονική αδεία του οικείου Μητροπολίτου προς εξυπηρέτησιν μόνον των αναγκών του προσωπικού και των τροφίμων ή των μελών αυτών, αι δε εισπράξεις διατίθενται δια τα ανάγκας του Ι. Ναού, εφαρμοζομένων κατ' αναλογίαν των εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζομένων.
β) Ναοί των ιδρυμάτων, περί ων το προηγούμενον εδάφιον, τιθέμενοι εις Δημοσίαν λατρείαν περιέρχονται εις την διοίκησιν και διαχείρισιν του πλησιεστέρου ενοριακού Ναού, εντός των ορίων, του οποίου ούτοι κείνται, ή καθίστανται ιερά Προσκυνήματα της Ιεράς Μητροπόλεως προς ενίσχυσιν των ευαγών αυτής σκοπών, αποφάσει του οικείου Μητροπολίτου.
6) α) Δια πράξεως του οικείου Μητροπολίτου μετά γνώμην του οικείου Εκκλ. Συμβουλίου δύναται να αποσπώνται Ι. Ναοί ή Ι. Προσκυνήματα, Παρεκκλήσια ή Εξωκκλήσια εκ του Ενοριακού Ναού ή να συνιστώνται τοιαύτα επί τω τέλει ενισχύσεως φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων Εκκλησιαστικών και παντός πνευματικού και φιλανθρωπικού σκοπού. Η διοίκησις και διαχείρισις τούτων ρυθμίζεται δια πράξεως του οικείου Μητροπολίτου. Ιεροί Ναοί ή Ι. Προσκυνήματα ενισχύονται δια των προσόδων αυτών ή των περισσευμάτων της διαχειρίσεως αυτών κοινωφελείς σκοπούς ή εκκλησιαστικά Καθιδρύματα και ανήκοντα εις ταύτα κατά την δημοσίευσιν του παρόντος λειτουργούσιν ελευθέρως.
β) Ο Μητροπολίτης δύναται, εάν κρίνη αναγκαίον, να αναθέση την επίβλεψιν και συντήρησιν Εξωκκλησιών εις ενορίτας, υπό την προεδρίαν του Εφημερίου, προς διάσωσιν αυτών εκ της ερειπώσεως.
7) Ιεροί Ναοί ή Ι.Προσκυνήματα, διεπόμενα υπό ειδικών Κανονισμών της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, λειτουργούσι κατά τους ίδιους αυτών Κανονισμούς.
 
Άρθρον 14ον
Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων
 
1) Η διοίκησις και διαχείρισις των εν τοις Κοιμητηρίοις ενοριακών Ναών ασκείται υπό εκκλησιαστικού συμβουλίου συγκροτουμένου καθ' ον και τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια των λοιπών ενοριακών Ναών, τρόπον, συμφώνως τω άρθρω 6 του παρόντος Κανονισμού.
2) Η Διοίκησις και διαχείρισις των εν τοις Κοιμητηρίοις μη ενοριακών Ναών ασκείται ως κάτωθι:
α) Των Ιερών Ναών Κοιμητηρίων υπάγονται εις Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, υπό των Ιδρυμάτων τούτων, βαρυνομένων δι' όλων των εξόδων συντηρήσεως και λειτουργίας τούτων. Τον Εφημέριον ή τους Εφημερίους ορίζει ο οικείος Μητροπολίτης τη αιτήσει των.
β) Των Ιερών Ναών Κοιμητηρίων ανηκόντων εις Δήμους ή Κοινότητας μέχρι 50.000 κατοίκων υπό του πλησιεστέρου Ενοριακού Ναού, εφαρμοζομένων κατ' αναλογίαν των διατάξεων του άρθρου 6 του παρόντος.
γ) Των Ιερών Ναών Κοιμητηρίων ανηκόντων εις Δήμους ή Κοινότητας μέχρι 50.000 κατοίκων, κατά την εκάστοτε ισχύουσαν επίσημον απογραφήν του πληθυσμού του Κράτους, των Πρωτευουσών των Νομών ως και των Δήμων και Κοινοτήτων της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, από κοινού υπό του Μητροπολίτου και των Δήμων, κατά τα ειδικώτερον υπό των διατάξεων της παρ. 3 και επομένων του παρόντος άρθρου οριζόμενα.
3) α) Οι υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των Δήμων τελούντες Ιεροί Ναοί Κοιμητηρίων διοικούνται υπό πενταμελούς Επιτροπής αποτελουμένης εκ του Εφημερίου του Ναού ή επί πλειόντων Εφημερίων εκ του υπό του οικείου Μητροπολίτου οριζομένου, ως Προέδρου και τεσσάρων λαϊκών μελών, εκ των οποίων το μεν εν διορίζεται υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, τα δε έτερα τρία υπό του Δημοτικού Συμβουλίου επί τριετεί θητεία.
β) Η Επιτροπή αύτη, καλούμενη Κοσμητεία του Ναού, επιμελείται της ευκοσμίας και ευπρεπείας αυτού και των εν αυτώ.
γ) Τα έσοδα των Ναών τούτων, των οποίων η διαχείρισις γίνεται κατά τας περί διοικήσεως και διαχειρίσεως της Δημοτικής και Κοινοτικής περιουσίας κειμένας διατάξεις, διατίθενται αποκλειστικώς και μόνον δια την λειτουργίαν και συντήρησιν και εις καλήν κατάστασιν διατήρησιν του Ναού και τας ανάγκας αυτού. Εν περιπτώσει, καθ' ην υπάρχουσι περισσεύματα, ταύτα διατίθενται υπέρ Δημοτικών ή Εκκλησιαστικών Ευαγών Ιδρυμάτων της περιφερείας του Δήμου ή της Κοινότητος, τοιούτων δε μη υπαρχόντων εντός της περιφερείας του Δήμου ή της Κοινότητος, διατίθενται υπέρ των Ιδρυμάτων της Ι.Μητροπόλεως.
4) Ο αριθμός των θέσεων των Εφημεριών, Ιεροψαλτών και Νεωκόρων των υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των Δήμων ή Κοινοτήτων τελούντων μη Ενοριακών Ιερών Ναών των Κοιμητηρίων καθορίζεται δια κοινής αποφάσεως των οικείων Μητροπολίτου και Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητας.
5) Η πλήρωσις των κατά την προηγουμένην παράγραφον θέσεων ενεργείται προκειμένου περί των Εφημεριών και Διακόνων δι' αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου, προκειμένου δε περί των λοιπών (Ιεροψαλτών και Νεωκόρων) δια κοινής αποφάσεως του Μητροπολίτου και του οικείου Δημάρχου ή του Προέδρου της Κοινότητας. Ο βασικός μισθός μετά των προσαυξήσεων και των επιδομάτων του κατά την παρούσαν παράγραφον προσωπικού καθορίζεται κατά τας εκάστοτε περί μισθοδοσίας Εφημερίων, ιεροψαλτών και νεωκόρων, των ενοριακών Ναών ισχύουσας διατάξεις και καταβάλλεται εκ των εσόδων των Ιερών Ναών των Κοιμητηρίων.
6) Η απόλυσις των Εφημερίων, Διακόνων, ιεροψαλτών και νεωκόρων, τα των αδειών και ποινών και η καθ' όλου επ' αυτών δικαιοδοσία ως και η όλη εποπτεία της εκκλησιαστικής τάξεως και ευκοσμίας εις τα Κοιμητήρια και τους Ναούς αυτών, ασκείται υπό του οικείου Μητροπολίτου.
7) Εάν, κατά την κρίσιν του οικείου Μητροπολίτου, δύνανται Εφημέριοι Ενοριακών Ναών να ανταποκρίνωνται εις τα ανάγκας των Κοιμητηρίων, δεν διορίζονται Ειδικοί Εφημέριοι. Εις την περίπτωσιν ταύτην Πρόεδρος της Κοσμητείας είναι ο υπό του οικείου Μητροπολίτου οριζόμενος Εφημέριος.
8) Κοιμητήρια τελούνται υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν Δήμων και Κοινοτήτων ή Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων, τίθενται υπό την Διοίκησιν και Διαχείρισιν Ενοριακού τινος Ναού κατ' απόφασιν του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εφ' όσον οι οικείοι Δήμοι ή Κοινότητες ή τα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα δεν εκπληρούσι τας υπό του παρόντος άρθρου επιβαλλομένας υποχρεώσεις των. Η απόφασις αυτή λαμβάνεται, είτε κατόπιν αιτήσεως του οικείου Μητροπολίτου ή του οικείου Δήμου ή Κοινότητος ή Φιλανθρωπικού Ιδρύματος και βεβαιωτικής αποφάσεως του αρμόδιου Πρωτοδίκου. Εις την περίπτωσιν ταύτην, ο αναλαμβάνων την διοίκησιν και διαχείρισιν του Κοιμητηρίου Ενοριακός Ναός αναλαμβάνει και τας βαρύνουσας τους
Οργανισμούς τούτους υποχρεώσεις.
9) Εφημέριοι Κοιμητηρίων πόλεων άνω των 100.000 κατοίκων συμπληρώσαντες ή μη το υπό του Νόμου οριζόμενον όριον ηλικίας εξόδου των εκ της υπηρεσίας, μη δυνάμενοι να ανταποκριθώσιν εις τα καθήκοντά των, δύνανται είτε τη αιτήσει των είτε τη προτάσει του οικείου Μητροπολίτου μετ' απόφασιν της Υγειονομικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου και έγκρισιν του οικείου Μητροπολίτου, να αποχωρήσωσιν εκ της υπηρεσίας των Κοιμητηρίων και τα τεθώσιν εις την δίαθεσιν της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως. Κτηθέντα δικαιώματα υπό εφημερίων Κοιμητηρίων του προηγούμενου εδαφίου, δυνάμει των κειμένων διατάξεων δεν καταργούνται.
10) Τα δικαιώματα εξ ιεροπραξιών εν τοις μη ενοριακοίς Ναοίς των Κοιμητηρίων, καθορίζονται δι' αποφάσεως του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολίτου.
 
Άρθρον 15ον
Περί ανεγέρσεως Ναών και Εκτελέσεων Εκκλησιαστικών Έργων

1) Δια την ανέγερσιν παντός Ναού απαιτείται άδεια του αρμόδιου κατά περιφέρειαν Μητροπολίτου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πάσα κατά παράβασιν της ανωτέρω διατάξεως επιχειρουμένη ενέγερσις εμποδίζεται υπό την Αστυνομικής Αρχής, ο δε τυχόν ανεγειρόμενος ούτω Ι.Ναός κατεδαφίζεται παρά της Αστυνομικής Αρχής συμφώνως τω Νόμω (άρθρο 24 του Α.Ν. 2200/40, ως ετροποποιήθη).
2) Οι Ιεροί Ναοί απαλλάσσονται οιουδήποτε τέλους και παντός φόρου κατά την σύνταξιν συμβολαιογραφικής πράξεως δια την εις αυτούς μεταβίβασιν του οικοπέδου, εφ' ου ούτοι ανεγείρονται και της περιοχής αυτών, ως ορίζεται δια την παρ. 2 του άρθρου 3 του από 19-23 Φεβρουαρίου 1949 Β.Δ..
3) Η εκτέλεσις έργων εν τοις Ναοίς πέραν της αναγραφής της δαπάνης εν τω Προϋπολογισμώ δέον να εγκρίνεται και ιδιαιτέρως υπό του οικείου Μητροπολίτου, εφαρμοζομένων των εις την παρ. 2 του άρθρου 47 του Ν. 590/1977 διαλαμβανομένων, δια την εκκλησιαστικήν και κανονικήν όψιν του έργου, ως και υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου δια την ασφάλειαν και το συμφέρον αυτού, συμφώνως προς τας διατάξεις περί Εκκλησιαστικών, μοναστηριακών και καλλιτεχνικών έργων αρμοδιότητος ΟΔΕΠ.
4) Προς ανέγερσιν, επισκευήν και καλλωπισμόν των Ιερών Ναών ή ανέγερσιν και επισκευήν ενοριακών Πνευματικών κέντρων ως και άλλων συναφών προς τους υπό των Ιερών Ναών επιδιωκομένους ιεραποστολικούς σκοπούς κτισμάτων επιτρέπεται εις αυτούς η σύναψις δανείου παρά πιστωτικών Ιδρυμάτων ή ιδιωτών. Προς εξόφλησιν του δανείου τούτου, δύναται να συγκροτηθή υπό του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου κατάλογος Ενοριτών αναλαμβάνοντων εκουσίως, όπως καταβάλλωσιν ετησίως αναλόγως προς την προαίρεσίν των ειδικήν προσφοράν.
Προς τούτο απαιτούνται:
α) Ψήφισμα του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου αναγράφον το δανεισθησόμενον χρηματικόν ποσόν, τον τρόπον εξυπηρετήσεως του δανείου, ως και πάσαν συναφή λεπτομέρειαν.
β) Εγκρισις του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
γ) Σύστασις Ερανικής Επιτροπής, εφ' όσον τούτο κρίνεται αναγκαίον.
5) Προκειμένης ανεγέρσεως ή ριζικής επισκευής του Καθεδρικού Ναού της έδρας της Μητροπόλεως, η εισφορά κατά τα εν τη παρ. 4 του παρόντος άρθρου οριζόμενα δύναται να περιλάβη τους ενορίτας πασών των ενοριών της έδρας.
 
Άρθρον 16ον
Περί εκμισθώσεων και εκποιήσεων
 
1) Πάσα εκμίσθωσις ακινήτου του Ι. Ναού γίνεται δια διαγωνισμού μετά δημοσίευσιν της περί τούτου διακηρύξεως βάσει όρων συντεταγμένων υπό του οικείου Εκκλ. Συμβουλίου και εγκεκριμένων υπό του οικείου Μητρ. Συμβουλίου. Εις την διακήρυξιν τίθενται όροι, καθ' ους το εκμισθούμενον ακίνητον δεν δύναται να χρησιμοποιηθή δια σκοπούς αντικειμένους προς το έργον της Εκκλησίας. Ο τρόπος δημοσιεύσεως διακηρύξεως ορίζεται κατά περίπτωσιν υπό του οικείου Μητροπ. Συμβουλίου, η διεξαγωγή δε του διαγωνισμού ενεργείται ενώπιον του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, των πρακτικών τούτου εγκρινομένων υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
2) Του διαγωνισμού κρινομένου αγόνου ή συμφόρου, επαναλαμβάνεται ούτος την επόμενην Κυριακήν άνευ νέας προκηρύξεως και δι' απλήν ανακοινώσεως του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, αναφερόμενης εις την θύραν του Ναού, προς πέντε τουλάχιστον ημερών. Εάν αποτύχη ο διαγωνισμός, το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον δύναται να εγκρίνη την εκμίσθωσιν δι' ιδιαιτέρας συμφωνίας αλλά μόνον δι' εν έτος εφ' όσον πρόκειται περί εκμισθώσεως διαμερίσματος, δια τέσσαρα έτη εφ' όσον πρόκειται περί αγροτικού κτήματος και προκειμένου περί καταστήματος δια δύο το πολύ έτη.
3) Προκειμένης μισθώσεως ακινήτου, ούτινος το ετήσιον μίσθωμα κατά την γνώμην του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου δεν δύναται να υπερβή ετησίως τας δώδεκα χιλιάδας δραχμάς, δύναται τούτο να προβή εις την δι' ιδιαιτέρας συμφωνίας εκμίσθωσιν αυτού κατά τα ανωτέρω ελάχιστα χρονικά όρια. Τα καθυστερούμενα προς του Ενοριακούς Ναούς μισθώματα εισπράττονται κατά τας περί εισπράξεως εσόδων των Ν.Π.Δ.Δ. διατάξεις.
4) Πάσα εκποίησις ακινήτου ή κινητού του Ι. Ναού, ως και η σύστασις εμπράγματου αυτού, γίνεται δια δημοπρασίας μετά προηγούμενην εκτίμησιν της αξίας αυτών, μη απέχουσαν εξάμηνον από της ημέρας της δημοπρασίας. Αρνουμένης ή αδυνατούσης της Οικονομικής Εφορίας να ορίση εκτιμητήν, το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον ορίζει τριμελή επιτροπήν κατά την κρίσιν του, η οποία προβαίνει εις την σχετικήν εκτίμησιν. Τα πρακτικά της δημοπρασίας υπογραφομένα υπό του ενεργήσαντος ταύτην εκκλησιαστικού συμβουλίου ως και υπό του τελευταίου πλειοδότου, υπόκεινται εις την έγκρισιν του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
5) Ίνα γίνη τις δεκτός εις την δημοπρασίαν μισθώσεως ή εκποιήσεως ακινήτου του Ναού, απαιτείται να καταθέση ως εγγύησιν εις το ενεργούν την δημοπρασίαν Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ποσόν ίσον τουλάχιστον προς το 1/10 του ποσού της οριζόμενης εν τη διακηρύξει ως πρώτης προσφοράς εις χρήμα ή εις χρεώγραφα, υπολογιζόμενα εις την τρέχουσαν αξίαν αυτών ή να παραδώση γραμμάτια του Δημόσιου Ταμείου, περί της καταθέσεως εις αυτό του ποσού τούτου επ' ονόματι του Ναού. Η εγγύησις αύτη του τελευταίου πλειοδότου συμψηφίζεται, προκειμένου μεν περί εκποιήσεως εις το τίμημα, προκείμενου δε περί εκμισθώσεως εις το μίσθωμα του τελευταίου μισθωτικού έτους.
6) Μετά την προς τον τελευταίον πλειοδότην κοινοποίησιν της εγκριτικής αποφάσεως, το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον προβαίνει εις την υπογραφήν σχετικού συμβολαίου, ούτινος τα τέλη και τα λοιπά έξοδα της δημοπρασίας, εν γένει βαρύνουσι τον τελευταίον πλειοδότην, και εντός αποκλειστικής προθεσμίας 20ημέρου από της σχετικής προσκλήσεως τούτου δια την υπογραφήν του συμβολαίου.
7) Εάν ο τελευταίος πλειοδότης, μετά την κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποίησιν, αρνήται να προσέλθη προς σύνταξιν του συμβολαίου ενεργείται αναπλειστηριασμός εις βάρος αυτού, καταπίπτει δε η εγγύησις αυτού υπέρ του Ι. Ναού.
8) Αίτησις προς αναπλειστηριασμόν ή επανάλειψιν του διαγωνισμού περιλαμβάνουσα αντιπροσφοράν ύψους τουλάχιστον 10% πλέον του επιτευχθέντος δια της δημοπρασίας ποσού, υποβαλλομένη εις το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον ή και εις τον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον γίνεται, κατά παρέκκλισιν αντιθέτου τυχόν διατάξεως, δεκτή εφ' όσον περί τούτου ορίζεται εις την διακήρυξιν και συνοδεύεται δια γραμματίου καταθέσεως ίσου προς τούτο χρηματικού ποσού και εφ' όσον υπεβλήθη εντός τριών ημερών από τη διεξαγωγής του διαγωνισμού. Εν περιπτώσει υποβολής αιτήσεως αντιπροσφοράς κατά τ' ανωτέρω επαναλαμβάνεται ο διαγωνισμός. Πάσα τυχόν ένστασις υπό έχοντος έννομον συμφέρον δια παράβασιν των ορίων ή όρου της διακηρύξεως κατατίθεται εις το Εκκλ. Συμβούλιον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 5 ημερών από της δημοπρασίας. Επί της ενστάσεως αποφαίνεται τελεσιδίκως το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον.
9) Ως προς τους όρους δημοπρασιών, του τρόπου διεξαγωγής αυτών κ.λπ. περί εκτελέσεως έργων ισχύουσιν αι διατάξεις του υπ' αριθ. 55/74 Κανονισμού ως ούτος ετροποποιήθη δια των υπ' αριθ. 57/74 και 68/76 Κανονισμών.
10) Η αθέτησις οιουδήποτε των όρων των υπέρ Ενοριακών Ναών διατασσομένων των τηρητέων εν ταις συμβάσεσι και ταις δικαιοπραξίες εν γένει συνεπάγεται την ακυρότητα αυτών, την ακυρότητα δε ταύτην μόνον οι ενοριακοί Ναοί δύνανται να επικαλεσθώσι. Κηρυχθεισών ακύρων των ως άνω συμβάσεων και δικαιοπραξιών εν γένει ουδεμία αγωγή χωρεί περί αποζημιώσεως κατά των Ενοριακών Ναών.
 
Άρθρον 17ον
Περί Ερανικών Επιτροπών
 
1) Επιτρέπεται η σύστασις Ερανικών Επιτροπών ως και η υπ' αυτών διενέργεια εράνων μη υποκειμένων εις την φορολογίαν εντός της Μητροπολιτικής περιφερείας, επί σκοπώ «φιλανθρωπικώ ή φιλοκοινωνικώ» ανεγέρσεως, αποπερατώσεως, αγιογραφήσεως, επισκευής ή ενισχύσεως έργων λειτουργίας των Ι.Ναών, ανεγέρσεως ή επισκευής του πρεσβυτερίου μετ' απόφασιν του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και έγκρισιν του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εν η δέον απαραιτήτως να γίνεται μνεία του σκοπού ειδικώς του εράνου, των ονομάτων των μελών της Ερανικής Επιτροπής, της χρονικής διάρκειας αυτών και του τόπου διενέργειας του εράνου.
*[Οι ως άνω λέξεις «φιλανθρωπικώ ή φιλοκοινωνικώ» προστέθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 2 του Κανονισμού 268/2015 (ΦΕΚ Α΄ 140/6.11.2015)]
 
2) Δια την σύστασιν Ερανικής Επιτροπής προς διενέργειαν εράνων εκτός της Μητροπολιτικής περιφερείας, απαιτείται και απόφασις της Δ.Ι.Σ. ως και του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
3) Η Ερανική Επιτροπή άμα τη συστάσει της συγκροτείται εις σώμα, εκλέγουσα τον Πρόεδρον, Ταμίαν και Γραμματέα αυτής. Πρόεδρος εκλέγεται πάντοτε εις τον Εφημερίων του Ι.Ναού.
4) Η Ερανική Επιτροπή υποχρεούται:
α) Όπως καταθέτη αμελλητί το εκ του Εράνου προϊόν επ' ονόματι του Ιερού Ναού εις τον παρ' αναγνωρισμένη Τραπέζη ή τω Ταχυδρομικώ Ταμιευτηρίω λογαριασμόν αυτού.
β) Όπως αναφέρη ανά εξάμηνον εις το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον περί της πορείας του εράνου και του κατατιθεμένου ποσού.
γ) Όπως μετά το πέρας της ερανικής θητείας λογοδοτήση προς το οικείον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, συμφώνως τω Νομω, όσον αφορά εις το εκ του εράνου εισπραχθέν εν συνόλω ποσόν.
δ) Όπως περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον εις τα ερανικά καθήκοντα, αποφεύγουσα πάσαν αυτόβουλον διάθεσιν του προϊόντος εκ του εράνου ως και οιανδήποτε ανάμειξιν εις τα καθήκοντα του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
5) α) Τη προτάσει του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και τη εγκρίσει του Μητροπολίτου τοιούτου δύναται να ιδρυθή παρ' εκάστη ενορία Ειδική Ενοριακή Επιτροπή, έργον έχουσα την ψυχοπνευματική και υλικήν προαγωγήν της ενορίας και των μελών αυτής.
β) Ο τρόπος της συγκροτήσεως και η λειτουργία των Επιτροπών τούτων ρυθμίζονται δι' αποφάσεως του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου εγκρινομένης υπό του Μητροπολίτου.
γ) Αι ως άνω Ειδικαί Επιτροπαί προς εκπλήρωσιν του σκοπού αυτών δέχονται οιασδήποτε εκουσίας εισφοράς των πιστών, διοργανώνουν φιλανθρωπικάς, εκπολιτιστικάς και άλλας εκδηλώσεις και η τι έτερον κρίνεται υπ' αυτών αναγκαίον και κατάλληλον. Οι πόρου τούτων δεν υπόκεινται εις φορολογίαν κατά το άρθρον 5 παρ. 3 του παρόντος Κανονισμού.
 
Άρθρον 18ον
Ειδικαί Διατάξεις
 
1) Ο παρών Κανονισμός ισχύει και δια τους Ι. Ναούς και Ενορίας των Ι. Μητροπόλεων της Επτανήσου, τα ζητήματα δε τα οποία ήθελον τυχόν ανακύψει εκ τη εφαρμογής του, δύνανται να ριθμίζωνται δι' αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μετά γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
2) Η δια του άρθρου 68 παρ. 1 του Α.Ν. 2200/40 προβλεπομένη ρύθμισις ως προς την συγκρότησιν των Εκκλ. Συμβουλίων πόλεως Ιωαννίνων και της Εφοροεπιτροπής των Αγαθοεργών Καταστημάτων διατηρείται εν ισχύϊ, τροποποιουμένων μόνον των διατάξεων των αφορωσών εις την Εκλογήν των πενταμελών Εκκλησιαστικών επιτροπών, αίτινες από της ισχύος του παρόντος διορίζονται υπό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, προτάσει του οικείου Μητροπολίτου μετά των αναπληρωτών αυτών, οι οποίοι μετέχοντες των συμβουλίων - εν απουσία των τακτικών μελών - δικαιούνται ψήφου, ως και των δέκα Μελών των Εφοροεπιτροπείας διοριζομένων κατά το αυτόν ως άνω τρόπον. Ο Μητροπολίτης δύναται δια Πράξεως του να διορίση ένα των εφημερίων της ενορίας ως αντικαταστάτην του εις την Προεδρίαν της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
3) Η Ι.Σ.Ι ή Δ.Ι.Σ. αποφασίζει, εάν αι υπ' αυτής τυχόν επιφερόμεναι μεταβολαί εις Κανονισμούς και Κανονιστικές Διατάξεις, αι οποίαι έτυχον προηγουμένως της κατά νόμον επεξεργασίας υπό του Α.Υ.Σ.Ε., είναι ουσιώδεις, επιβάλλουσαι του εκ νέου τήρησιν του τύπου τούτου, προ της τελικής εγκρίσεως των ουτωσί συμπληρωθέντων και τροποποιηθέντων Κανονισμών και Κανονιστικών Διατάξεων υπό της ΙΣΙ ή ΔΙΣ.
 
Άρθρον 19ον

Πάσα γενική ή ειδική διάταξις Κανονισμού αντικειμένη εις τον παρόντα Κανονισμόν καταργείται.
 
Άρθρον 20ον
 
Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού άρχεται από της ημέρας της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και του Περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ».

 


Αριθμός Απόφασης :
'Ετος : 0
Δικαστήριο :


για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.