ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 1067/2025
Αριθμός Απόφασης : 1067
'Ετος : 2025
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1067/2025
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2023, με την εξής σύνθεση: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Όλγα Ζύγουρα, Βασιλική Κίντζιου, Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλοι, Κωνσταντίνα Σκούρα, Μαρία Μπάκαβου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ιωάννα Παπαχαραλάμπους, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 1 Απριλίου 2022 αίτηση:

των ιερών ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος με την επωνυμία: 1) «Ιερόν Ησυχαστήριον Αναστάντος Χριστού» της Ι.Μ. Πειραιώς, που εδρεύει στον Πειραιά (Κωπαΐδος 67), 2) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» της Ι. Μ. Κασσανδρείας, που εδρεύει στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 3) «Ιερά Γυναικεία Μονή Αγία Τριάς (Άγιος Νεκτάριος) Αιγίνης της Ι.Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, που εδρεύει στον Κοντό Αιγίνης, 4) «Ιερόν Γυναικείον Κοινόβιον Άγιος Μηνάς Αιγίνης» της Ι.Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, που εδρεύει στην Αίγινα, 5) «Ιερόν Γυναικείον Κοινόβιον η Αγία Αικατερίνη Αιγίνης» της Ι.Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, που εδρεύει στον Κοντό Αιγίνης (θέση Γιαχνιά), 6) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Αιγίνης η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια» της Ι.Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, που εδρεύει στη Χλόη Αιγίνης (θέση Άγιος Νικόλαος Λειβαδίου), 7) «Ιερόν Ανδρώον Μοναστικον Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου» της Ι.Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, που εδρεύει στην Τροιζήνα Τροιζηνίας, 8) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» της Ι.Μ. Κασσανδρείας, που εδρεύει στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, 9) «Ιερό Γυναικείο Κοινοβιακό Μοναστικό Ησυχαστήριο Ο Τίμιος Σταυρός» της Ι.Μ. Κορίνθου, που εδρεύει στον Μαψό Κορινθίας, 10) «Ιερό Ησυχαστήριο Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς» της Ι.Μ. Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, που εδρεύει στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης, 11) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Τιμίου Προδρόμου» της Ι.Μ. Σιδηροκάστρου, που εδρεύει στο Ακριτοχώρι Σιδηροκάστρου, 12) «Ιερόν Ησυχαστήριο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» της Ι.Μ. Κασσανδρίας, που εδρεύει στο Βατοπέδι Ορμυλίας Χαλκιδικής, 13) «Ιερόν Ησυχαστήριον Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου και Ομολογητού» της Ι.Μ. Κασσανδρείας, που εδρεύει στο Πευκοχώρι Χαλκιδικής, 14) «Ιερόν Ησυχαστήριον ο Παντοκράτωρ» της Ι.Μ. Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, που εδρεύει στο Μελισσοχωρίον Θεσσαλονίκης, 15) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον η Οσία Μακρίνα» της Ι.Μ. Αργολίδος, που εδρεύει στον Ανάβαλο Κιβερίου Αργολίδος, 16) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου Ανύδρου» (Παναγίας Παραμυθίας), της Ι.Μ. Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου, που εδρεύει στο Άνυδρο Κιλκίς, 17) «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Η Ανάστασις του Χριστού Εμμαούς» της Ι.Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, που εδρεύει στον Άγιο Βασίλειο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, 18) «Ιερόν Ησυχαστήριον Το Γενέσιον της Θεοτόκου» της Ι.Μ. Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης (Αναπαύσεως 18), 19) «Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Καμαρέλλας» της Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, που εδρεύει στους Αγίους Δούλους Εσπερίων Κέρκυρας, 20) «Ιερόν Ησυχαστήριον Αγίας Παρασκευής Κυνοπιαστών» της Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων, που εδρεύει στους Κυνοπιάστες Αχιλλείων Κέρκυρας, 21) «Ιερό Ησυχαστήριο Παναγία η Γλυκοφιλούσα» της Ι.Μ. Λαρίσης και Τυρνάβου, που εδρεύει στην Ραψάνη Λαρίσης, 22) «Ιερά Μονή Ζωοδόχος Πηγή Αρείας Αργολίδος» («Αγία Μονή») της Ι.Μ. Αργολίδος, που εδρεύει στην Αρεία Αργολίδος και 23) «Ιερόν Ανδρώον Ησυχαστήριον Η Αγία Τριάς» της Ι.Μ. Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης (Αναπαύσεως 36), τα οποία παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Παναγιώτη Λαζαράτο (Α.Μ. ***) και β) Μαρία Σιούτη (Α.Μ. ***), που τους διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (Α.Μ. 24288), που τον διόρισε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Με την αίτηση αυτή τα αιτούντα ησυχαστήρια επιδιώκουν να ακυρωθεί ο υπ’ αριθ. 337/2021 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Βασιλικής Κίντζιου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτούντων ησυχαστηρίων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο


1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό έντυπο ***/***/****/2022 e-παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 10.5.2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση διατάξεων του 337/4.10.2021 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τίτλο «Περί των Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 37/28.2.2022). Ειδικότερα, ζητείται η ακύρωση των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3 του Κανονισμού, κατά το μέρος που αφορούν στον έλεγχο, από τον επιχώριο Μητροπολίτη, της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος.


3. Επειδή, η υπόθεση έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την από 21.9.2022 πράξη της Προέδρου του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 εδ. πρώτο του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).


4. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκούν την υπό κρίση αίτηση τα αιτούντα Ιερά Ησυχαστήρια (εφεξής Ι.Η. ή Ησυχαστήρια) της Εκκλησίας της Ελλάδος, ισχυριζόμενα ότι οι πληττόμενες διατάξεις του 337/2021 Κανονισμού θίγουν τη δυνάμει των ιδρυτικών κανονισμών τους διοικητική και διαχειριστική αυτοτέλεια-αυτοδιοίκηση περί των οικονομικών, καθώς και ότι οι ρυθμίσεις αυτές στερούνται νομίμου ερείσματος και παραβιάζουν διατάξεις και αρχές του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α., κυρωτ. ν.δ. 53/1974, Α΄ 256). Ειδικότερα, τούτο ισχύει και όσον αφορά τα εκ των αιτούντων Ιερά Ησυχαστήρια «Ο Τίμιος Σταυρός» και «Ιερόν Γυναικείον Ησυχαστήριον Η Ανάστασις του Χριστού Εμμαούς» (9ο και 17ο αντιστοίχως), καθόσον ο προβλεπόμενος στους κανονισμούς τους έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης από τον επιχώριο Μητροπολίτη δεν ταυτίζεται με τον εισαγόμενο με τον προσβαλλόμενο Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου σχετικό εποπτικό έλεγχο (βλ. άρθρα 2 περ. η του π.δ. 110/1982, Α΄ 18 και 28 του π.δ. 301/1992, Α΄ 151, αντιστοίχως). Συνεπώς, ο περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των δύο ως άνω Ιερών Ησυχαστηρίων για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως ισχυρισμός της καθ’ ης Εκκλησίας της Ελλάδος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


5. Επειδή, σύμφωνα με τα συνοδεύοντα τον φάκελο της υπόθεσης στοιχεία, ο μοναστικός τύπος του Ησυχαστηρίου εμφανίσθηκε στην Ελληνική Επικράτεια μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 21ης Ιουλίου 1832 «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» καθώς και την ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως «Αυτοκέφαλης» με το β.δ. της 23.7/1.8.1833 (Α΄ 23), ιδίως δε την περίοδο των ετών 1833-1835 κατά τη διάρκεια της οποίας εκδόθηκαν βασιλικά διατάγματα που επέφεραν συρρίκνωση του μοναχισμού και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, το β.δ. της 25.9/7.10.1833 επέβαλε την κατάργηση των ανδρώων Ιερών Μονών με λιγότερους από έξι μοναχούς και το β.δ. της 25.2/9.3.1834 «Περί γυναικείων μοναστηρίων» (ΦΕΚ 15/23.4.1834) προέβλεψε τη διάλυση όλων των γυναικείων Ιερών Μονών, πλην τριών που αντιστοιχούσαν στις γεωγραφικές περιοχές της νησιωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, την ένταξη των Ιερών Μονών «υπό διπλήν επιστασίαν» (του κατά τόπον Επισκόπου και της Συνόδου ως προς τις πνευματικές υποθέσεις, του Νομάρχη και της Γραμματείας της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών ως προς τις κοσμικές υποθέσεις), καθώς και την παραίτηση από τη μοναστική ζωή και την επάνοδο στον εγκόσμιο βίο των μοναχών ηλικίας μη υπερβαίνουσας τα σαράντα έτη. Επίσης, το ίδιο β.δ/γμα όρισε ότι οι μοναχές υποχρεούνται να δέχονται και περιθάλπουν «τους παρά της Κυβερνήσεως ... στελλομένους πτωχούς, ασθενείς και παράφρονας» και να διδάσκουν αμισθί «τα παρά της Κυβερνήσεως...στελλόμενα ορφανά και πτωχά κοράσια», ο δε Νομάρχης οφείλει να συντάσσει έκθεση, βάσει της οποίας η Γραμματεία της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών προσδιορίζει τριμηνιαίως τις πιθανές ανάγκες της μονής (άρθρα 1, 4, 6, 7 και 18). Με το β.δ. της 20.4./8.5.1834 «Περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών» (ΦΕΚ 50/22.8.1834) απαγορεύτηκαν οι δωρεές-«οποιονδήποτε αφιέρωμα» σε «ιδιοκτήτ[ους] να[ούς] ή τ[α] λεγόμεν[α] μοναστήρι[α]» (άρθρο 2). Περαιτέρω, με το β.δ. της 1.12/13.12.1834 (ΦΕΚ 41/21.12.1834) συνεστήθη Εκκλησιαστικό Ταμείο για τη διαχείριση και διάθεση της μοναστηριακής περιουσίας προς ενίσχυση της Εκκλησίας και της δημόσιας εκπαίδευσης υπό τον έλεγχο της Πολιτείας. Στο πλαίσιο αυτό, ως αντίρροπη τάση στην αποδυνάμωση του μοναχισμού και στην πρόσδoση στις Ιερές Μονές προεχόντως κοινωνικού και προνοιακού χαρακτήρα, τις οποίες επέφεραν οι ανωτέρω, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις, άρχισαν να συγκροτούνται άτυπες -μη αναγνωρισμένες κρατικώς και συνοδικώς- μοναστικές αδελφότητες προς πραγμάτωση της απρόσκοπτης άσκησης του μοναχικού βίου. Στις εν λόγω αδελφότητες ανάγονται οι απαρχές της εμφάνισης του μοναστικού τύπου των Ιερών Ησυχαστηρίων στην Ελληνική Επικράτεια ως αυτοδιοικούμενων οντοτήτων που επιζητούν την ακώλυτη και απερίσπαστη από επεμβάσεις λειτουργία τους σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τις μοναστικές παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας.


6. Επειδή, ο πολιτειακός νομοθέτης διέλαβε το πρώτον στο ν.δ. 126/1969 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 27) ρητή πρόβλεψη για το νομικό καθεστώς των Ιερών Ησυχαστηρίων και καθόρισε το πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας τους ως ιδιαίτερου τύπου μοναστικών καθιδρυμάτων, αναγνωρίζοντας την ήδη διαμορφωθείσα, κατά τα ανωτέρω, πραγματική κατάσταση. Συγκεκριμένα, ο τυπικός νομοθέτης προσέδωσε στα Ησυχαστήρια τη μορφή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), το οποίο ιδρύεται από κληρικούς, μοναχούς ή λαϊκούς κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και λειτουργεί προς θεραπεία των πνευματικών αναγκών των εγκαταβιούντων και προς άσκηση του μοναχικού βίου υπό την εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη (άρθρο 33 παρ. 1 και 2 εδ. δεύτερο). Παράλληλα, με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν.δ. 126/1969 ορίσθηκε το πρώτον ρητώς ότι οι Ιερές Μονές αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Ειδικότερες σχετικές ρυθμίσεις περιέλαβε ο, κατ’ επίκληση του άρθρου 33 παρ. 2 εδ. πρώτο του ως άνω ν.δ/τος, εκδοθείς 39/1972 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τίτλο «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων» (Α΄ 103). Το άρθρο 5 του Κανονισμού αυτού, το οποίο τιτλοφορείται «Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου (Ησυχαστήρια)», όρισε ότι «Αι Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου ή Ησυχαστήρια είναι πνευματικά Ιδρύματα», αποτελούν ν.π.ι.δ. (η δε πρόβλεψη περί σύστασης Ησυχαστηρίου αποκλειστικώς με τη μορφή του ιδρύματος του Αστικού Κώδικα κρίθηκε ανίσχυρη ως αντισυνταγματική με την απόφαση Σ.τ.Ε. 866/1974 Ολ.), των οποίων ο σκοπός συμπίπτει με εκείνον των Ιερών Μονών (ν.π.δ.δ.), συνιστάμενος στην τέλεια βίωση της κατά Θεόν ζωής με την άσκηση, την προσευχή και τη διακονία προς ψυχική σωτηρία και θέωση. Ορίσθηκε, επίσης, ότι τα θέματα που αφορούν τόσο στη διοίκηση των Ησυχαστηρίων, οργάνωση και διαχείριση, όσο και στην εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη, όπως και κάθε άλλο θέμα περί της λειτουργίας τους, ρυθμίζονται από τον ιδρυτικό κανονισμό (καταστατικό) τους, ο οποίος πρέπει να είναι σύμφωνος προς τους ιερούς κανόνες, τις ιερές παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους νόμους του Κράτους και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου (άρθρα 5 παρ. α, β, στ και 1 παρ. β). Περαιτέρω, όσον αφορά στις Ιερές Μονές, ο ίδιος 39/1972 Κανονισμός καθόρισε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σύστασής τους (άρθρο 2) καθώς και την ασκούμενη επ’ αυτών εποπτεία της τοπικής εκκλησιαστικής αρχής, προσδιορίζοντας το εύρος των εποπτικών αρμοδιοτήτων με την περιοριστική απαρίθμησή τους (άρθρο 6). Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού, με τίτλο «Κανονικαί Δικαιοδοσίαι Επισκόπου», όρισε ότι «Εκάστη Ι. Μονή διατελεί υπό την Κανονικήν Δικαιοδοσίαν του κατά τόπον Επισκόπου, όστις α) μνημονεύεται εν πάσαις ταις Ι. Ακολουθίαις, β) ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν πατρικώς και προστατευτικώς επί της Ι. Μονής και παρακολουθεί την ομαλήν κατά τους θείους και Ι. Κανόνας λειτουργίαν αυτής, γ) χειροθετεί τον εκλεγέντα Ηγούμενον, δ) εγκρίνει τας κουράς των μοναχών, ε) ανακρίνει τα Κανονικά παραπτώματα των εν αυτή διαβιούντων και φροντίζει δια την άμεμπτον αυτών βιοτήν, στ) ελέγχει την νομιμότητα της οικονομικής διαχειρίσεως». Ακολούθως, ο νεώτερος και ισχύων ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146) -με το άρθρο 74 του οποίου καταργήθηκε το, καταργητικό του ν.δ. 126/1969, ν.δ. 87/1974 (Α΄ 278, άρθρο 6 παρ. 1), «μη αναβιούντος του κατηργημένου Ν.Δ. 126/1969»- επανέλαβε στο άρθρο 1 παρ. 4 εδ. πρώτο τη ρύθμιση του προϊσχύσαντος άρθρου 1 παρ. 4 του ν.δ. 126/1969 κατά την οποία οι Ιερές Μονές αποτελούν ν.π.δ.δ., με την προσθήκη «κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις». Περαιτέρω, ο ν. 590/1977 διέλαβε στο άρθρο 39 παρ. 1 έως 9 ρυθμίσεις περί του καθεστώτος των Ιερών Μονών και ειδικότερα στην παράγραφο 6, όπως αυτή ίσχυε πριν από την επελθούσα με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β, γ του ν. 4559/2018 (Α΄ 142) τροποποίηση και συμπλήρωσή της, ρύθμιση αντίστοιχη προς εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού ως προς την επ’ αυτών ασκούμενη εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη. Εξάλλου, διατηρώντας το προγενεστέρως θεσπισθέν, κατά τα ανωτέρω, ιδιαίτερο καθεστώς των Ιερών Ησυχαστηρίων, ο ν. 590/1977 όρισε στην παράγραφο 10 του ως άνω άρθρου 39 ότι τα Ιερά Ησυχαστήρια ιδρύονται ως ν.π.ι.δ. κατά τις κείμενες διατάξεις (Αστικού Κώδικα) και λειτουργούν βάσει του ιδρυτικού κανονισμού τους, παρέσχε δε εξουσιοδότηση για τη θέσπιση των πλαισίων λειτουργίας τους με κανονιστικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.), εγκρινόμενες από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.). Δυνάμει της εξουσιοδότησης αυτής εκδόθηκε ο μερικώς πληττόμενος με την υπό κρίση αίτηση 337/2021 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με το άρθρο 15 παρ. 6 του οποίου καταργήθηκε το περί Ησυχαστηρίων προαναφερόμενο άρθρο 5 του 39/1972 Κανονισμού (βλ. ειδικότερα κατωτέρω σκέψεις 8 και 11-13).


7. Επειδή, ο ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146, εφεξής Κ.Χ.Ε.Ε. ή Καταστατικός Χάρτης) ορίζει στο, εντασσόμενο στο κεφάλαιο Α΄ «Γενικαί Διατάξεις» (άρθρα 1-3), άρθρο 1 ότι «1. … 2. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλος, αυτοδιοικείται δε, εν τω πλαισίω των περί θρησκείας άρθρων του Συντάγματος, διά των εν ενεργεία Μητροπολιτών αυτής. 3. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει τας Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος…και τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών. ... 4. [όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. α του ν. 4559/2018, σε ό,τι αφορά ειδικώς την προσθήκη των Ιερών Ησυχαστηρίων στα αναφερόμενα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου] Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Το Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Βουλιαγμένης, ως και τα λοιπά Εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Μητροπόλεων, τα λειτουργούντα μέχρι της ισχύος του παρόντος και κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα, είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, όπως και τα Ιερά Προσκυνήματα, τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα, τα εκκλησιαστικά Μουσεία και τα Ιερά Ησυχαστήρια, λειτουργούν δε επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερον οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ’ εξής διά κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό της Ι.Σ.Ι. ή της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δι’ ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών. ...». Το άρθρο 3 παρ. 1 του ανωτέρω Καταστατικού Χάρτη ορίζει ότι «Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι. Σ. Ι.), συγκροτουμένη εκ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως Προέδρου, και εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων, διαρκές δε διοικητικόν όργανον αυτής είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ. Ι. Σ.)...». Περαιτέρω, ο Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζει, στο περιλαμβανόμενο στο κεφάλαιο Β΄ «Περί της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας» (άρθρα 4-6), άρθρο 4 ότι «Η Ι.Σ.Ι. της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος εις την Εκκλησίαν. Ειδικώτερον αύτη: α)...στ) Ασκεί την ανωτάτην εποπτείαν και τον έλεγχον επί των πράξεων της Δ. Ι. Σ., των Αρχιερέων, των διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και των επί μέρους Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων, κατά τας κειμένας διατάξεις. ζ)…ιβ) Ασκεί τας εκ των Ιερών Κανόνων και λοιπών Εκκλησιαστικών διατάξεων απορρεούσας αρμοδιότητας. ιδ)...» και στο, περιλαμβανόμενο στο κεφάλαιο Γ΄ «Περί της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου» (άρθρο 7-9), άρθρο 9 ότι «1. Η Δ. Ι. Σ., ως διαρκές διοικητικόν όργανον της Εκκλησίας, ασκεί τας κάτωθι αρμοδιότητας:α)...θ) Επαγρυπνεί επί της εκπληρώσεως των καθηκόντων των κληρικών και των μοναχών. ι)...». Ο ίδιος Καταστατικός Χάρτης προβλέπει στο, εμπίπτον στο κεφάλαιο Η΄ «Περί των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των Αρχιερέων» (άρθρα 29-34), άρθρο 29 παρ. 1 ότι «Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπό την ιδιότητα του ποιμαίνοντος την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών, ως και έκαστος εν ενεργεία Μητροπολίτης, ως Εκκλησιαστική Αρχή της κληρωθείσης αυτώ Μητροπόλεως, ασκούν εντός της περιφερείας της Μητροπόλεώς των, την υπό των Ιερών Κανόνων, των Εκκλησιαστικών διατάξεων και των νόμων εν γένει της Πολιτείας προβλεπομένην εξουσίαν».


8. Επειδή, περαιτέρω, ο Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζει στις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 39 «Περί των Ιερών Μονών» (κεφάλαιο ΙΑ΄) τα εξής: «1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικαί Σταυροπηγικαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ. 3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυσις ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου, μετά σύμφωνον γνώμην του επιχωρίου Αρχιερέως και έγκρισιν της Δ. Ι. Σ., προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων... 4. [όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την προσθήκη δευτέρου εδαφίου με το άρθρο 51 παρ. 3 του ν. 4301/2014, Α΄ 223] Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του Κράτους, δι’ εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου διά του Δελτίου "Εκκλησία". Οι εσωτερικοί και οι ιδρυτικοί κανονισμοί των Μονών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, ελέγχονται και εγκρίνονται ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά τους από τον επιχώριο Μητροπολίτη και τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος πριν τη δημοσίευσή τους». Το ως άνω άρθρο 39 του Καταστατικού Χάρτη ορίζει στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 τα ακόλουθα: «Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν διά την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν διά την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής». Με το υπό τον τίτλο «Θέματα Εκκλησίας της Ελλάδος» άρθρο 50 παρ. 2 περ. β του ν. 4559/2018 (Α΄ 142/3.8.2018) προστέθηκε «[σ]την παρ. 6 του άρθρου 39 του ν. 590/1977...δεύτερο εδάφιο ως εξής: «Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς τα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως νομικής μορφής». Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου 50 του ν. 4559/2018, «Η διάταξη της προηγούμενης περίπτωσης [δηλ. της περ. β της παρ. 2 του άρθρου 50] εφαρμόζεται και στα υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως αντίθετων προβλέψεων στα ιδρυτικά τους κείμενα και του έως σήμερα καθεστώτος λειτουργίας τους». Εξάλλου, στην παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου 39 του Κ.Χ.Ε.Ε. ορίζεται ότι «Διά κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστηρίων, άτινα ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τας κειμένας διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού».


9. Επειδή, σε ό,τι αφορά τις προαναφερόμενες περί Ιερών Ησυχαστηρίων νεώτερες ρυθμίσεις του άρθρου 50 παρ. 2 του ν. 4559/2018, σε σχέση με τις έως τότε ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 και 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε., διαλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση της υπ’ αριθ. γενικό:1730 και ειδικό:189 τροπολογίας-προσθήκης, που υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ως άρθρο 50 παρ. 2 περ. α-γ του ν. 4559/2018, τα ακόλουθα: «Τα Ησυχαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977..., αλλά αναφέρονται σε άλλη διάταξη του ίδιου νόμου (άρθρο 39). Για νομοτεχνικούς λόγους, με την παρ. 2, προστίθενται τα Ησυχαστήρια στον κατάλογο εκκλησιαστικών νομικών προσώπων του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977, καθώς αρκετά νομοθετήματα παραπέμπουν, αντί αναλυτικής απαρίθμησης, στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977. Προστίθενται, επίσης, τα Ησυχαστήρια στην παρ. 6 του άρθρου 39 του ν. 590/1977, όπου προβλέπονται οι αρμοδιότητες του επιχώριου Μητροπολίτη επί των Ιερών Μονών, ώστε να είναι σαφές ότι οι εποπτικές αρμοδιότητες καταλαμβάνουν και τα Ησυχαστήρια, εφόσον και αυτά είναι Ιερές Μονές, με μόνη διαφορά ότι είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου...». Συναφώς, στην «έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων» (παρ. 1.1. εδ. ζ), η οποία συνοδεύει την ως άνω τροπολογία-προσθήκη, παρατίθεται ότι «Με το έβδομο άρθρο [ήδη 50 παρ. 2 του ν. 4559/2018] ρυθμίζονται σημαντικά ζητήματα για την καλύτερη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος...τα Ησυχαστήρια...προστίθενται στον κατάλογο εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και καθίσταται σαφές ότι οι εποπτικές αρμοδιότητες του επιχωρίου Μητροπολίτη καταλαμβάνουν και τα Ησυχαστήρια».


10. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 46 του Κ.Χ.Ε.Ε., το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Περί της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» κεφάλαιο ΙΖ΄ (άρθρα 46-48), ορίζει τα εξής: «1…2. [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 68 παρ. 6 του ν. 4235/2014, Α΄ 32] Ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (προκειμένου για την περιουσία που διοικεί και διαχειρίζεται), με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κανονισμοί, που αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο, διαφύλαξη, καταγραφή και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας ψηφίζονται από τη Δ.Ι.Σ. και κατόπιν εγκρίσεώς τους από την Ι.Σ.Ι. δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3. [όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 55 παρ. 3 του ν. 4386/2016, Α΄ 83] Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παράγραφος 4 δύνανται να συνιστούν εταιρείες κάθε νομικής μορφής, μονοπρόσωπες ή μη, με αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη του θρησκευτικού, μορφωτικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού τους έργου. Στις εταιρίες αυτές δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, όταν με αυτή επιδιώκεται ο προσπορισμός κέρδους. 4...».


11. Επειδή, κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. εκδόθηκε ο μερικώς προσβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση 337/4.10.2021 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τίτλο «Περί των Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 37/28.2.2022). Ο εν λόγω Κανονισμός περιλαμβάνει, στα άρθρα 1 έως 14, ρυθμίσεις οι οποίες αναφέρονται στα εφεξής ιδρυόμενα Ιερά Ησυχαστήρια και έχουν ως αντικείμενο την ίδρυσή τους (άρθρο 1), τις προϋποθέσεις αναγνώρισης από την Εκκλησία της Ελλάδος (άρθρο 2), τον σκοπό (άρθρο 3), τον ιδρυτικό Κανονισμό τους (άρθρο 4), τη δημοσίευση εγκριθέντος Κανονισμού (άρθρο 5), την άσκηση από τον επιχώριο Μητροπολίτη πνευματικής εποπτείας και ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης (άρθρο 6), τα μέλη τους και τη διαβίωση (άρθρα 7,8,9), τα περί κουράς των υποψήφιων μοναχών και μοναχικών υποσχέσεων (άρθρο 10) το προσωπικό και περιουσιακό καθεστώς των μοναχών (άρθρο 11), τα όργανα διοίκησης (άρθρο 12), τον πνευματικό της Αδελφότητας (άρθρο 13) και τις προϋποθέσεις διάλυσής τους, την τύχη της περιουσίας καθώς και τα μετόχια (άρθρο 14). Ειδικότερα, ο 337/2021 Κανονισμός ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «1. Τα προβλεπόμενα στην παρ. 10 του άρθρου 39 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977...) Ιερά Ησυχαστήρια ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατά τις κείμενες διατάξεις (σωματεία, ιδρύματα, αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή εκκλησιαστικά ιδρύματα παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 590/1977 ή όποια άλλη μορφή ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα θεσπισθεί στο μέλλον). Τα Ησυχαστήρια συνιστούν Ιερά Μονή κατά την έννοια του άρθρου 39 του ν. 590/1977...και ισχύουν επ’ αυτών οι σχετικοί με τις Μονές Ιεροί Κανόνες, μοναστικές παραδόσεις και κείμενες διατάξεις υπό την επιφύλαξη του ιδιαίτερου καθεστώτος τους κατά τον παρόντα Κανονισμό, τις καταστατικές τους ρυθμίσεις και την μορφή τους ως ΝΠΙΔ. 2. Ο παρών Κανονισμός εισάγει ρυθμίσεις για τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως από την Εκκλησία της Ελλάδος νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ως Ησυχαστηρίων της παρ. 4 του άρθρου 1 και της παρ. 10 του άρθρου 39 του ν. 590/1977 και την άσκηση εποπτείας επ’ αυτών. Ο παρών Κανονισμός δεν θεσπίζει κανόνες για την κτήση νομικής προσωπικότητας των Ησυχαστηρίων και ως προς αυτήν ισχύει η κείμενη νομοθεσία για τα είδη και τον τρόπο ιδρύσεως των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα». Άρθρο 2 «1. Ως Ιερά Ησυχαστήρια αναγνωρίζονται όσα νομικά πρόσωπα: α) έχουν τους σκοπούς του άρθρου 3, β) ιδρύονται μετά από προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του επιχωρίου Αρχιερέως ο οποίος, ασκών την κατά τους Ιερούς Κανόνες ποιμαντική του εξουσία και διακριτική του ευχέρεια, εκτιμά την συνδρομή των πνευματικών λόγων που συνηγορούν υπέρ της συστάσεως και γ) συστήνονται μετά από την τήρηση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας του παρόντος άρθρου και του άρθρου 4. Κατόπιν χορηγήσεως των ανωτέρω αδειών και εγκρίσεων, τα Ησυχαστήρια ιδρύονται ως νομικά πρόσωπα κατά την νόμιμη διαδικασία συστάσεως των επώνυμων μορφών ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. 2. Νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ιδρυόμενα, χωρίς την συναίνεση του επιχωρίου Μητροπολίτη ή κατά παρέκκλιση του παρόντος άρθρου ή των άρθρων 3 και 4, με καταστατικό σκοπό να λειτουργήσουν ως «Ιερά Ησυχαστήρια», δεν αναγνωρίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος ως Ιερά Ησυχαστήρια κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 1 και της παρ. 10 του άρθρου 39 του ν. 590/1977 παρά τον οποιονδήποτε τίτλο, επωνυμία ή διάταξη στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό ή οργανισμό τους». Άρθρο 3 «Σκοπός των Ιερών Ησυχαστηρίων «συμφώνως προς τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι η εν Κοινοβιακή πολιτεία αδιάλειπτος του εν Τριάδι Θεού δοξολογία, η διά λειτουργικών και κατ’ ιδίαν προσευχών, διά συνεχούς κατά Θεόν ασκήσεως και εν Αγίαις διακονίαις νέκρωσις των παθών των εν αυτή ασκουμένων και η υπ’ αυτών τελεία βίωσις της κατά Θεόν εν Χριστώ Ιησού Μυστικής ζωής εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και θέωσιν» (παρ. β του άρθρου 1 του Κανονισμού 39/1972, Α` 103)». Άρθρο 4 «1. Η οργάνωση και προαγωγή του πνευματικού βίου των Ιερών Ησυχαστηρίων και η οργάνωση, διοίκηση και διαχείριση και εν γένει λειτουργία αυτών καθορίζονται διά του ιδρυτικού κανονισμού τους συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνες, τις μοναστικές παραδόσεις και τους νόμους. 2. Ο ιδρυτικός Κανονισμός διαλαμβάνει υποχρεωτικώς περί της επωνυμίας του Ιερού Ησυχαστηρίου, η οποία δέον να περιέχει τον όρο «Ιερό Ησυχαστήριο», της έδρας, του σκοπού, της διοικήσεως, των μελών, της διαλύσεως, περί των κανόνων οικονομικής διαχειρίσεως της περιουσίας του και της τύχης της περιουσίας των μελών και της περιουσίας του Ησυχαστηρίου σε περίπτωση διαλύσεώς του βάσει της επαγγελίας της ακτημοσύνης. 3…». Άρθρο 12 «Έκαστο Ησυχαστήριο διοικείται υπό του Ηγουμένου και του Ηγουμενοσυμβουλίου (Γεροντίας) αυτού κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στον ιδρυτικό Κανονισμό...».


12. Επειδή, σχετικά με την άσκηση εποπτείας επί των Ιερών Ησυχαστηρίων, το άρθρο 6 του ως άνω 337/2021 Κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα: «1. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Ησυχαστηρίων της επαρχίας του την κατά τους Ιερούς Κανόνες πνευματική εποπτεία για την κανονική μνημόνευση του ονόματός του στις Ιερές Ακολουθίες, την χειροθεσία του Ηγουμένου, την έγκριση της κουράς των μοναχών, την ανάκριση των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμνα για την κατά τους ιερούς κανόνες λειτουργία των Ησυχαστηρίων, καθώς και τον έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεώς τους (περ. β-γ της παρ. 2 του άρθρου 50 του ν. 4559/2018...). 2. Ο ανωτέρω έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχειρίσεως συνίσταται σε έλεγχο τηρήσεως του ιδρυτικού Κανονισμού του Ιερού Ησυχαστηρίου, των Ιερών Κανόνων και της κείμενης νομοθεσίας. Ειδικότερα ο έλεγχος νομιμότητας ασκείται: α) κατασταλτικώς ήτοι κατόπιν λήψεως της διαχειριστικής αποφάσεως του Ιερού Ησυχαστηρίου και είτε πριν είτε μετά από την υλοποίησή της, β) τακτικώς ή εκτάκτως, γ) από τον Μητροπολίτη ή από όργανο που ορίζει ή συγκροτεί με απόφασή του ή από την Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν αιτήματος του οικείου Μητροπολίτη (κατά τον σχετικό Κανονισμό 210/2010 Α’ 135), και πάντα τα ανωτέρω κατ’ επιλογή του επιχωρίου Μητροπολίτη δι’ αποφάσεώς του».


13. Επειδή, ως προς τα υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω 337/2021 Κανονισμού στις 28.2.2022 -ημερομηνία η οποία συμπίπτει με εκείνη της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 16 παρ. 2)-, στο άρθρο 15 παρ. 3 και 4 αυτού ορίζονται τα εξής: «3. Οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού ισχύουν συμπληρωματικώς προς τις διατάξεις των καταστατικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων για το μέλλον και υποχωρούν έναντι των ρυθμίσεων του καταστατικού τους, που ρυθμίζουν με αντίθετο τρόπο τα ίδια θέματα με τον παρόντα Κανονισμό, με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων για την άσκηση διοικητικής και πνευματικής εποπτείας του άρθρου 6, οι οποίες υπερισχύουν και εφαρμόζονται σε κάθε νομικής μορφής υφιστάμενο Ησυχαστήριο (περ. β-γ της παρ. 2 του άρθρου 50 του ν. 4559/2018...). 4. Ο παρών Κανονισμός δεν επηρεάζει το κύρος γενόμενων προ της ενάρξεως ισχύος του συμβάσεων και εν γένει δικαιοπραξιών των υφιστάμενων Ησυχαστηρίων και των μελών τους». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 15, «Το άρθρο 5 [με τίτλο «Ι. Μοναί Ιδιωτικού Δικαίου (Ησυχαστήρια)»] του Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος υπ’ αρ. 39/1972 (Α’ 103) καταργείται». Επίσης, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 15 του Κανονισμού διαλαμβάνονται ειδικές ρυθμίσεις περί αντιμετώπισης ως Ησυχαστηρίων, με νομική προσωπικότητα ιδρύματος, Μονών προγενέστερων της έναρξης ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) καθώς και περί λειτουργούντων Ησυχαστηρίων εκουσίως υπαγόμενων μετά τη σύστασή τους στον επιχώριο ορθόδοξο Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και των εσωτερικών Κανονισμών τους.


14. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στο προοίμιό του, ο μνησθείς 337/2021 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος εκδόθηκε δυνάμει της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 39 του Κ.Χ.Ε.Ε., της προστεθείσας, με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β του ν. 4559/2018, διάταξης του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 39 και εκείνης της περ. γ της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 50 και αφού ελήφθη υπόψη «[η] ανάγκη θεσπίσεως κανονιστικού πλαισίου ιδρύσεως, οργανώσεως, λειτουργίας και εποπτείας των Ιερών Μονών με νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου («Ησυχαστηρίων») της Εκκλησίας της Ελλάδος και αναγνωρίσεώς τους ως Ησυχαστηρίων από την Εκκλησία της Ελλάδος». Επίσης, στο προοίμιο του ανωτέρω 337/2021 Κανονισμού γίνεται μνεία των εισηγήσεων 34/30.7.2020 (αρ. πρωτ. ΔΙΣ: 2313/ 31.5.2021) της επί του Μοναχικού Βίου Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος και 11/3.5.2021 του Ειδικού Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Συνόδου καθώς και των αποφάσεων από 26.8.2021 της Δ.Ι.Σ. και από 4.10.2021 της Ι.Σ.Ι. (βλ. ειδικότερα τις τρεις επόμενες σκέψεις).


15. Επειδή, το ζήτημα του ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των Ιερών Ησυχαστηρίων στο πλαίσιο έκδοσης του κατ’ άρθρο 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. σχετικού Κανονισμού είχε αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος και πριν από τον ν. 4559/2018. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το έτος 2009 συντάχθηκε από τη Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού Βίου σχέδιο Κανονισμού «Περί Ιδρύσεως και λειτουργίας Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος» -εγκριθέν, κατά τα αναφερόμενα στο προοίμιό του, από τη Δ.Ι.Σ. και την Ι.Σ.Ι.- το οποίο διέλαβε στο άρθρο 6 ρύθμιση για τα ιδρυθησόμενα Ιερά Ησυχαστήρια ομοίου περιεχομένου με εκείνη του άρθρου 39 παρ. 6 (ήδη εδ. πρώτο) του Κ.Χ.Ε.Ε. και δεν περιείχε ρύθμιση περί ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων. Το έτος 2010 καταρτίσθηκε από Ειδική Επιτροπή Νομοτεχνικής Επεξεργασίας σχέδιο Κανονισμού «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Ησυχαστηρίων» -εγκριθέν, κατά τα αναφερόμενα στο προοίμιό του, από τη Δ.Ι.Σ. και την Ι.Σ.Ι.- το οποίο επανέλαβε τη ρύθμιση του άρθρου 6 του προηγούμενου σχεδίου και ομοίως δεν περιείχε ρύθμιση περί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων. Κατόπιν διατύπωσης των απόψεων των Ησυχαστηρίων, τα εν λόγω σχέδια Κανονισμού («Σχέδιο Α» και «Σχέδιο Β») έτυχαν μελέτης από την προς τούτο συσταθείσα υποεπιτροπή, της οποίας το πόρισμα, μετά των συνοδευόντων αυτό στοιχείων, τέθηκε υπόψη της Συνοδικής Επιτροπής επί του Μοναχικού Βίου, η οποία διαμόρφωσε το «Προτεινόμενον Σχέδιον Κανονισμού περί των Ιερών Ησυχαστηρίων». Το σχέδιο αυτό Κανονισμού, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης σε ειδική ημερίδα που διοργανώθηκε από την Ι.Σ.Ι. και πραγματοποιήθηκε στις 15.3.2012 υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, διέλαβε για τα ιδρυθησόμενα Ιερά Ησυχαστήρια τη ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6 (ήδη εδ. πρώτο) του Κ.Χ.Ε.Ε. περί ασκήσεως από τον Μητροπολίτη πνευματικής εποπτείας και ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους με την προσθήκη ότι ο έλεγχος αυτός ασκείται «δια της εγκρίσεως του προϋπολογισμού και απολογισμού» (άρθρο 6), δεν περιέλαβε δε ρύθμιση περί ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων. Μετά την επεξεργασία του σχετικού σχεδίου Κανονισμού κατά την ως άνω ημερίδα, επί τη βάσει των διατυπωθεισών παρατηρήσεων, μεταξύ άλλων, και των Ησυχαστηρίων, η Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού Βίου συνέταξε το «Σχέδιον Κανονισμού περί των Ιερών Ησυχαστηρίων» στην τελική μορφή, το οποίο υπέβαλε στη Δ.Ι.Σ., δίχως, ωστόσο, να προκύπτει η περαιτέρω πρόοδος της οικείας διαδικασίας. Στο σχέδιο αυτό Κανονισμού περιελήφθησαν αφενός η περί ιδρυθησομένων Ησυχαστηρίων ρύθμιση του άρθρου 6 του προτεινόμενου προηγούμενου σχεδίου, με απάλειψη της προαναφερόμενης προσθήκης «δια της εγκρίσεως του προϋπολογισμού και απολογισμού» (άρθρο 6) και αφετέρου ειδική ρύθμιση περί μη εφαρμογής του Κανονισμού στα υφιστάμενα Ησυχαστήρια, σύμφωνα με την οποία «Ο παρών Κανονισμός θα διέπη τα υπό την ισχύν του ιδρυθησόμενα Ησυχαστήρια. Όσα έχουν ήδη ιδρυθή, θα εξακολουθήσουν να διέπονται από την ιδρυτικήν των πράξιν, τον εγκεκριμένον οργανισμόν των (καταστατικό) και την εγκριτικήν εκκλησιαστικήν και κρατικήν πράξιν (απόφασιν της Ι. Συνόδου και Βασιλικόν ή Προεδρικόν Διάταγμα)» (άρθρο 16). 


16. Επειδή, μετά τη δημοσίευση του ν. 4559/2018 συντάχθηκε το έτος 2019 σχέδιο Κανονισμού περί των Ιερών Ησυχαστηρίων επιγραφόμενο «Σχέδιο Επιτροπής (2010)...Επικαιροποιημένο (Αύγουστος 2019)» στο πλαίσιο έκδοσης του κατ’ άρθρο 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. σχετικού Κανονισμού. Το σχέδιο αυτό Κανονισμού περιείχε τις βασικές ρυθμίσεις του καταρτισθέντος το έτος 2010 σχεδίου Κανονισμού «Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Ησυχαστηρίων» (βλ. σχετικώς την προηγούμενη σκέψη), εναρμονισμένες προς τις νεώτερες ρυθμίσεις του άρθρου 50 παρ. 2 του ν. 4559/2018. Ειδικότερα, το εν λόγω «επικαιροποιημένο» σχέδιο Κανονισμού -το οποίο είχε αποσταλεί, με το 4204/18.9.2019 «εγκύκλιο σημείωμα» της Δ.Ι.Σ., στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στις Ιερές Μητροπόλεις και δι’ αυτών στα Ιερά Ησυχαστήρια προς διατύπωση των απόψεών τους- δεν περιέλαβε ρητή ρύθμιση περί ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, στο δε άρθρο 6, αφού διέλαβε ρύθμιση για τα Ιερά Ησυχαστήρια ταυτόσημου περιεχομένου με εκείνη του άρθρου 39 παρ. 6 εδ. πρώτο του Κ.Χ.Ε.Ε. περί ασκήσεως από τον Μητροπολίτη πνευματικής εποπτείας επί των Ιερών Μονών και ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους (παρ. 1), προέβλεψε κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης ασκούμενο, τακτικώς ή εκτάκτως, από τον οικείο Μητροπολίτη ή από τη Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν αιτήματός του κατά τον 210/2010 Κανονισμό (παρ. 2) και κατ’ εξαίρεση προληπτικό έλεγχο από τον Μητροπολίτη της τήρησης του Κανονισμού των Ησυχαστηρίων, των ιερών κανόνων και των νόμων σε περιπτώσεις συμβάσεων εκμίσθωσης ακινήτων τους, σύστασης επ’ αυτών εμπράγματων βαρών και εκποίησης εμπράγματων δικαιωμάτων (παρ. 3). Με το απευθυνόμενο στη Δ.Ι.Σ. 34/30.7.2020 (αρ.πρωτ.ΔΙΣ:2313/ 31.5.2021) εισηγητικό έγγραφό της, η Συνοδική Επιτροπή επί του Μοναχικού Βίου διατύπωσε τις προτάσεις της επί του ανωτέρω σχεδίου Κανονισμού, σε συνέχεια της από 2.7.2020 γνωμοδότησης του μέλους της Επιτροπής-νομικής συμβούλου της Ι.Σ.Ι. Επακολούθησε η σύνταξη (τον μήνα Ιούνιο του έτους 2021) νέου σχεδίου Κανονισμού περί των Ιερών Ησυχαστηρίων, το οποίο η Δ.Ι.Σ., με την από 26.8.2021 απόφασή της, ενέκρινε με ορισμένες τροποποιήσεις. Στο νεώτερο σχέδιο Κανονισμού επαναλήφθηκαν οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 6 του προηγούμενου σχεδίου και περιελήφθησαν, στο άρθρο 15 παρ. 3, ρυθμίσεις περί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, παρεμφερούς περιεχομένου με εκείνες του άρθρου 15 παρ. 3 και 4 του 337/2021 Κανονισμού. Σχετικά με τα υφιστάμενα Ησυχαστήρια, στη συνοδεύουσα το ως άνω εγκριθέν σχέδιο Κανονισμού εισηγητική έκθεση, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της από 26.8.2021 συνεδρίασης της Δ.Ι.Σ., διαλαμβάνονται τα εξής: «Ο προτεινόμενος Κανονισμός...δεν αναιρεί τους ισχύοντες Κανονισμούς των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, θεσπίζει όμως σε εκτέλεση του ν. 4559/2018 εποπτεία νομιμότητας του Μητροπολίτη επί της διαχειρίσεως του Ησυχαστηρίου. ...[Ο] συγκεκριμένος έλεγχος…δεν είναι έλεγχος σκοπιμότητας επί των αποφάσεων του Ησυχαστηρίου, αλλά αφορά την τήρηση της νομιμότητας, δηλαδή κατατείνει μόνο σε έλεγχο εάν το Ιερό Ησυχαστήριο συμμορφώνεται με τον δικό του Κανονισμό και την κείμενη νομοθεσία...και σε...ελάχιστο έλεγχο νομιμότητας. Δεν είναι δυνατόν τα Ιερά Ησυχαστήρια να φέρουν την ιδιότητα του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. άρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/1977), αλλά να ελλείπει επ’ αυτών οποιοσδήποτε έλεγχος νομιμότητας εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος εάν τηρούν τον δικό τους Κανονισμό». Συναφώς, στην ανωτέρω εισηγητική έκθεση επισημαίνεται ότι «α) Ο Κανονισμός παράγει έννομες συνέπειες ως προς τα υφιστάμενα Ησυχαστήρια για το μέλλον, δεν αναιρεί το καταστατικό τους και εφαρμόζεται συμπληρωματικώς προς αυτό (δηλαδή για όσα θέματα δεν ρυθμίζει), ούτε επηρεάζει το κύρος γενόμενων προ της ενάρξεως ισχύος του δικαιοπραξιών των ιδίων και των μελών τους, β) ο προτεινόμενος Κανονισμός δεν επηρεάζει την ισχύ διατάξεων υφισταμένων καταστατικών Ησυχαστηρίων κατά την έναρξη ισχύος του...που ρυθμίζουν με αντίθετο τρόπο τα ίδια θέματα…, εκτός της θεσπίσεως της ασκήσεως διοικητικής και πνευματικής εποπτείας (του άρθρου 6)...».

 

17. Επειδή, συμφώνως προς τα οριζόμενα στο άρθρο 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε., η εγκριτική του ως άνω σχεδίου Κανονισμού από 26.8.2021 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου διαβιβάσθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία ενέκρινε, κατά τη συνεδρίαση της 4ης.10. 2021 (πρακτικά Ι.Σ.Ι., συνεδρία Α΄), τον 337/2021 Κανονισμό «Περί των Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος» και ειδικότερα τις πληττόμενες με την υπό κρίση αίτηση προπαρατιθέμενες ρυθμίσεις των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3, όσον αφορά στην άσκηση, από τον επιχώριο Μητροπολίτη, ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ιερών Ησυχαστηρίων. Αναφορικά με τις σχετικές ρυθμίσεις του σχεδίου Κανονισμού, στην εισήγηση του Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου ενώπιον της Ι.Σ.Ι. διατυπώνονται τα ακόλουθα: «Η ενιαία εκκλησιαστική ταυτότητα μονών και ησυχαστηρίων συνεπάγεται ενιαίες εκκλησιολογικές υποχρεώσεις… Από το 2018 [ν. 4559] ισχύουν...και τα Κανονικά πλαίσια ελέγχου και επιτήρησης [των Ι.Η.], εφ’ όσον θέλουν να ανήκουν επίσημα στον εκκλησιαστικό χώρο και να αναγνωρίζονται από το Κράτος ως τοιαύτα εκκλησιαστικά Ν.Π.Ι.Δ. … εξομοιώνονται με τις Μονές [Ι.Μ.] για ελάχιστες στοιχειώδεις υποχρεώσεις: ως προς τον στοιχειώδη έλεγχο στα Κανονικά παραπτώματα και ως προς τον έλεγχο νομιμότητας από την θεσμική Εκκλησία...Γίνεται σαφές ότι έχουμε μια προσαρμογή νομιμότητας σε νέα δεδομένα...τα Ησυχαστήρια...εποπτεύονται στοιχειωδώς από την Εκκλησία της Ελλάδος στη νομιμότητα της λειτουργίας τους βάσει του Καταστατικού τους...ελέγχ[ον]ται...[ό]χι γενικευμένα, αλλά ειδικά αν τηρούνται οι νόμοι και το σύνταγμα, αν τηρείται το ιδιαίτερο καταστατικό, αν τηρούνται οι ιεροί κανόνες…[μ]έσα σε όρια κανονικότητας και νομιμότητας...«το γράμμα» του σχετικού Νόμου [ν. 4559/2018] και «το γράμμα» του τελικού Κανονισμού [ήδη 337/2021] αποβλέπουν στη νομοθετική αναγνώριση της εκκλησιαστικής εξομοίωσης των Ησυχαστηρίων με τις Ι. Μονές. Δεν καταργούνται οι άλλες προβλέψεις του Αστικού δικαίου και το Καταστατικό των Ησυχαστηρίων… Εισάγεται όμως το δικαίωμα στη θεσμική Εκκλησία να ελέγχει ενεργητικά αν τηρούν τελικά αυτές τις Καταστατικές δεσμεύσεις, αν τηρούν τους Κανόνες, αν τηρούν το Σύνταγμα» (βλ. το δημοσιευμένο κείμενο της εισήγησης στο επίσημο Δελτίο «Εκκλησία», τεύχος 9/Οκτώβριος 2021). Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο Προεδρεύων της από 4.10.2021 συνεδρίασης της Ι.Σ.Ι. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, αφού επεσήμανε ότι «υπάρχουν...υποδειγματικά Ησυχαστήρια», εξέφρασε προβληματισμό και ανησυχία για περιπτώσεις Ησυχαστηρίων τα οποία φέρονται ότι έχουν διενεργήσει διαχειριστικές πράξεις μη σύμφωνες προς τον σκοπό τους και διατύπωσε τη «βασική παρατήρηση» ότι «η σκοπιμότητα είναι αρμοδιότητα του Ησυχαστηρίου… [ό]μως πρέπει να μην καταστρατηγείται η νομιμότητα. Να μην υπάρχει επέμβαση στα εσωτερικά τους [των Ι.Η.]…, αλλά να υπάρχει ενημέρωση του Επιχωρίου Μητροπολίτου για το τί γίνεται και πώς γίνεται». Περαιτέρω, σχετικά με τις ρυθμίσεις του άρθρου 15 παρ. 3 του σχεδίου του Κανονισμού ο παραστάς κατά τη συνεδρίαση Ειδικός Νομικός Σύμβουλος της Ι.Σ.Ι. ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού υποχωρούν έναντι των υφισταμένων Καταστατικών Ησυχαστηρίων που ρυθμίζουν με αντίθετο τρόπο τα ίδια θέματα με τον παρόντα Κανονισμό. Με την επιφύλαξη μόνο της διοικητικής και πνευματικής εποπτείας του άρθρου 6. Συνελόντι ειπείν: τα υφιστάμενα Ησυχαστήρια που έχουν τα Καταστατικά τους δεν επηρεάζονται από τον παρόντα Κανονισμό για όσα θέματα ρυθμίζουν. Αν όμως ένα θέμα δεν το ρυθμίζουν...εφαρμόζεται ο Κανονισμός συμπληρωματικά. Αλλά, αν τυχόν έχουν άρθρα που ρυθμίζουν με το δικό τους τρόπο αντίθετα, υπερισχύει το δικό τους Καταστατικό. Άρα, δεν υπάρχει θέμα αναίρεσης των σωματειακών, ιδρυματικών και άλλων Καταστατικών που είχαν τα Ησυχαστήρια...Ο νόμος του 2018 [ν. 4559] έχει...ρύθμιση ότι έλεγχο νομιμότητας δεν θα έχουν μόνον τα ιδρυθησόμενα αλλά και τα υφιστάμενα Ησυχαστήρια...Είναι έλεγχος, αν τηρούν το δικό τους Κανονισμό...Δεν ελέγχονται οι παλιές πράξεις τους, οι παλιές δικαιοπραξίες τους...Τα Ησυχαστήρια έχουν διαφορά...Είναι η εξής: ...το Μοναστήρι Δημοσίου Δικαίου...διέπεται από κρατική νομοθεσία στα περιουσιακά του. Δηλαδή, υπάρχει το διάταγμα του 1932 και του 1948 για τις εκμισθώσεις και εκποιήσεις και ο Κανονισμός του δεν μπορεί να το παραβιάσει. Ενώ για τα Ησυχαστήρια ισχύει το ιδιωτικό Δίκαιο και διέπονται από τους Κανονισμούς τους...».

 

18. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 50 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 4559/2018, που έχουν τεθεί σε συμπλήρωση εκείνων του άρθρου 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε., περί εποπτικού ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων είναι αντίθετες προς: α) τα άρθρα 13 παρ. 1 του Συντάγματος και 9 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι επιφέρουν αναγκαστική μεταβολή των σχετικώς προβλεπόμενων στους κανονισμούς των Ησυχαστηρίων, καταλύουν τον σκληρό πυρήνα του αυτοδιοίκητου και παραβιάζουν τη συνταγματική απαίτηση της ανεμπόδιστης άσκησης της λατρείας στο πλαίσιο της ελευθερίας θρησκευτικής συνένωσης. Επίσης, προβάλλεται ότι η θέσπιση δεύτερου, πέραν του κρατικού, οικονομικού ελέγχου αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και ότι ο εν λόγω διπλός -κρατικός και εκκλησιαστικός- οικονομικός έλεγχος προσβάλλει την αρχή της ίσης εποπτείας των θρησκειών, όπως κατοχυρώνεται στην παρ. 3 του άρθρου 13 του Συντάγματος, διότι δεν απαντάται σε θρησκευτικές ενώσεις άλλων γνωστών θρησκειών, β) το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ήτοι την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, υπό την οπτική της υποχρέωσης ανόμοιας μεταχείρισης ανόμοιων καταστάσεων, διότι η επέκταση του ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης στα υφιστάμενα Ησυχαστήρια επιφέρει ανεπιτρέπτως εξομοίωσή τους με τις Ιερές Μονές, οι οποίες ως ν.π.δ.δ. υπόκεινται σε αυστηρότερη εποπτεία- ή με ν.π.ι.δ. ιδρυόμενα, κατ’ άρθρο 29 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., ως εκκλησιαστικά ιδρύματα για να επικουρούν εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ., γ) τη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης λόγω αντισυνταγματικής μη γνήσιας αναδρομικότητας του άρθρου 50 παρ. 2 περ. γ του ν. 4559/2018, σε συνδυασμό με το ότι δεν συντρέχει ούτε προκύπτει λόγος γενικότερου δημοσίου συμφέροντος προς εξυπηρέτηση του οποίου θεσπίσθηκε τακτικός οικονομικός έλεγχος των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, ανεξάρτητος από υπόνοια τέλεσης κανονικών παραπτωμάτων, δ) τα άρθρα 12 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., καθόσον θίγουν δυσανάλογα τον πυρήνα της ελεύθερης συνένωσης προσώπων για θεμιτό θρησκευτικό σκοπό υπό τη νομοθετικώς και κανονικώς αναγνωρισμένη μορφή του Ησυχαστηρίου, όπως αυτή εκφράζεται στα καταστατικά των Ησυχαστηρίων, τα οποία καθορίζουν τα όρια επέμβασης του οικείου Μητροπολίτη στο πλαίσιο της πνευματικής εποπτείας. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι συνδυαστικώς εφαρμοζόμενες με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β, γ του ν. 4559/2018 βασικές για το καθεστώς των υφισταμένων Ησυχαστηρίων ρυθμίσεις των άρθρων 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε. οι οποίες αποτελούν νομοθετικά ερείσματα του προσβαλλόμενου Κανονισμού αντίκεινται, ως καταργητικές του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, στα άρθρα 13 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3 του Συντάγματος καθώς και στα άρθρα 9 και 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Προβάλλεται, επίσης, ότι οι αυτές νομοθετικές διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 17 παρ. 2 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι επιφέρουν ανεπίτρεπτη de facto απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας-περιουσίας των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, «η οποία συνιστά βίαιη μεταβολή του υφιστάμενου καθεστώτος, δια των άρθρων 50 παρ. 2 του ν. 4559/2018 και 15 παρ. 3 εδ. β του 337/2021 Κανονισμού, δίχως να βασίζεται σε κανενός είδους δημόσιο συμφέρον ή να επιδιώκει δημόσια ωφέλεια». Σε συνάφεια προς τα ανωτέρω, τα αιτούντα Ι.Η. ισχυρίζονται ότι κατά το γράμμα και την έννοια της διάταξης του άρθρου 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε., ο «έλεγχος της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης» των Ιερών Μονών, όπως πλέον και των Ιερών Ησυχαστηρίων, εντάσσεται στην έννοια της ασκούμενης από τον επιχώριο Μητροπολίτη «πνευματικής εποπτείας» επ’ αυτών και αποτελεί, με τις, επίσης εμπίπτουσες στην εν λόγω εποπτεία, «ανάκριση κανονικών παραπτωμάτων» και «μέριμνα για την κατά τους ιερούς κανόνες λειτουργία», αυτοτελή ενότητα αρμοδιοτήτων οι οποίες συνέχονται προς υπόνοια παραπτωμάτων, μη νοουμένου, εντεύθεν, τακτικού ή έκτακτου οικονομικού ελέγχου διενεργούμενου οποτεδήποτε και ασυνδέτως προς υπόνοια παραπτώματος. Κατά τα αιτούντα, στο πλαίσιο της πνευματικής εποπτείας, ο Μητροπολίτης ασκεί έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης μόνο «κατά την ανάκριση» κανονικών παραπτωμάτων ή στο πλαίσιο δικαιολογημένης «μέριμνας» για την κατά τους ιερούς κανόνες λειτουργία, όταν υφίσταται σοβαρή και στοιχειοθετημένη ένδειξη αντικανονικοτήτων παραπεμπτέων στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Τα ανωτέρω δε ισχύουν «κατά μείζονα λόγο για τα Ησυχαστήρια, λόγω του αυτοδιοίκητου...και της κατά τους Εσωτερικούς Κανονισμούς λειτουργία τους...».


19. Επειδή, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε., μετά την προσθήκη των Ιερών Ησυχαστηρίων στα αναφερόμενα σε αυτήν εκκλησιαστικά ν.π.ι.δ. με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. α του ν. 4559/2018, παρατηρούνται τα ακόλουθα σε σχέση ειδικότερα με την περίπτωση των υφισταμένων Ιερών Ησυχαστηρίων, στην οποία αφορά η παρούσα δίκη: Σε αντίθεση με τα Ιερά Ησυχαστήρια τα οποία αποτελούν αυτοτελή και αυτοδιοικούμενα μοναστικά καθιδρύματα ιδρυόμενα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, τα έτερα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. και συγκεκριμένα «[τ]ο Εκκλησιαστικόν Ορφανοτροφείον Βουλιαγμένης… τα λοιπά Εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Μητροπόλεων...τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα...» αποτελούν παρεπόμενα-εξηρτημένα εκκλησιαστικά ιδρύματα που επικουρούν εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προς προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών, κατά το άρθρο 29 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως ισχύει. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εν λόγω άρθρο 29 παρ. 2 εδ. τρίτο, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 68 παρ. 5 περ. α του ν. 4235/2014 (Α΄ 32), «...Η Δ.Ι.Σ. δύναται κατόπιν σχετικής προτάσεως του επιχώριου Μητροπολίτη, να συστήνει με αποφάσεις της εκκλησιαστικά Ιδρύματα για την προαγωγή...[των προμνησθέντων σκοπών] τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου… Με την απόφαση αυτή εγκρίνεται ο Κανονισμός του εκκλησιαστικού ιδρύματος, ο οποίος περιέχει τους εν γένει κανόνες λειτουργίας και διαχείρισής του, με τους οποίους καθορίζεται οπωσδήποτε...ο σκοπός του και το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που το εκκλησιαστικό ίδρυμα επικουρεί, η διοίκησή του, οι πόροι και οι κανόνες διαχείρισης της περιουσίας του, καθώς και οι όροι διάλυσής του. Σε περίπτωση διάλυσης του εκκλησιαστικού ιδρύματος, η περιουσία του περιέρχεται αυτοδικαίως στο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τους σκοπούς του οποίου επικουρεί...». Κατά την περίπτωση β της παρ. 5 του ως άνω άρθρου 68 του ν. 4235/2014 «Η ισχύς της προηγούμενης [αμέσως ανωτέρω παρατιθέμενης] ρύθμισης για τα προϋφιστάμενα του παρόντος εκκλησιαστικά Ιδρύματα ανατρέχει στον χρόνο δημοσίευσης κάθε Κανονισμού … Κανονισμοί εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, που δεν πληρούν τους παραπάνω όρους, οφείλουν να προσαρμοσθούν με αποφάσεις της Δ.Ι.Σ. κατά τα ανωτέρω …, διαφορετικά συνεχίζουν να λειτουργούν ως αποκεντρωμένη υπηρεσία του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που επικουρούν ...». Επίσης διάφορος των Ιερών Ησυχαστηρίων είναι ο χαρακτήρας των «εκκλησιαστικών μουσείων» και «Ιερών Προσκυνημάτων» των άρθρων 45 παρ. 5 και 59 παρ. 1 του Κ.Χ.Ε.Ε., που συμπεριελήφθησαν στα ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 με το άρθρο 68 παρ. 4 του ν. 4235/2014 (όπως και «τα εκκλησιαστικά Ιδρύματα»), επί των οποίων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 29 σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 29 και οι διατάξεις της περίπτωσης β της παρ. 5 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας περίπτωσης της παρ. 5 του άρθρου 68. Ειδικότερα, το μεν άρθρο 45 παρ. 5 ορίζει ότι τα εκκλησιαστικά μουσεία συνιστώνται σε Ιερές Μητροπόλεις, κατόπιν πρότασης του οικείου Μητροπολίτη, με απόφαση της Δ.Ι.Σ. εγκρινόμενης από την Ι.Σ.Ι. προς καταγραφή, φύλαξη, συντήρηση κειμηλίων, ιερών εικόνων και λοιπών έργων εκκλησιαστικής τέχνης, το δε άρθρο 59 παρ. 1 ορίζει ότι η διοίκηση και η διαχείριση των κειμένων στην περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος και τεθειμένων σε δημόσια λατρεία Ιερών Προσκυνημάτων καθορίζεται με απόφαση της Δ.Ι.Σ. εγκρινόμενης από την Ι.Σ.Ι. Σε συνάφεια προς την προεκτεθείσα φύση τους προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 59 ότι «Πρόεδροι των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, ως και των κατά την παράγραφον 1…Ιερών Προσκυνημάτων, είναι αυτοδικαίως οι οικείοι Μητροπολίται». Εξάλλου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4559/2018, η ρητή συμπερίληψη των Ιερών Ησυχαστηρίων στα εκκλησιαστικά ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 κρίθηκε αναγκαία για νομοτεχνικούς λόγους (βλ. σκέψη 9), ενώ στην προσθήκη αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το 3359/13.7.2015 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων ως προτεινόμενη βελτιωτική ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4, προκειμένου να τύχουν εφαρμογής και επί των Ιερών Ησυχαστηρίων ευεργετικές για τα ν.π.ι.δ. του άρθρου αυτού διατάξεις. Τούτων έπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε., κατά την οποία τα μνημονευόμενα ν.π.ι.δ. «λειτουργούν...επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερον οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ’ εξής διά κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό της Ι.Σ.Ι. ή της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δι’ ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών...», αφορά, κατά την αληθή έννοιά της, μόνο τα ν.π.ι.δ. με τα ανωτέρω περιγραφόμενα χαρακτηριστικά (εκκλησιαστικά ιδρύματα, εκκλησιαστικά μουσεία και Ιερά Προσκυνήματα) τα οποία ιδρύονται με απόφαση της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κατόπιν πρότασης του οικείου Μητροπολίτη και όχι τα Ιερά Ησυχαστήρια τα οποία εντάχθηκαν στην κατηγορία των ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 μεταγενεστέρως με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. α του ν. 4559/2018. Διακρινόμενα, σύμφωνα με τα ανωτέρω, από τα λοιπά ν.π.ι.δ. του άρθρου αυτού, τα Ιερά Ησυχαστήρια δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερόμενης ρύθμισης του άρθρου 1 παρ. 4, αλλά εξακολουθούν να διέπονται από τις, μη περιέχουσες, άλλωστε, αντίστοιχη ρύθμιση, ειδικές διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. περί ίδρυσης κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα («κείμενες διατάξεις», σωματεία, ιδρύματα, αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού σκοπού) και λειτουργίας «επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού» (ήδη εγκρινόμενου κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 39 παρ. 4 εδ. δεύτερο του Καταστατικού Χάρτη, όπως ισχύει, -«κανονισμοί των Μονών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής»- ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά του από τον επιχώριο Μητροπολίτη και τη Δ.Ι.Σ.) και του άρθρου 15 παρ. 3 του κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθέντος 337/2021 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου. Κατ’ ακολουθίαν, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. ουδόλως αίρει, ούτε μεταβάλλει την αρμοδιότητα των υφισταμένων Ιερών Ησυχαστηρίων, για την εκκίνηση της διαδικασίας τροποποίησης και συμπλήρωσης του εγκριθέντος, κατά τις διατάξεις της πολιτειακής και εκκλησιαστικής νομοθεσίας, κανονισμού τους, ούτε, άλλωστε, επάγεται εξομοίωση των Ησυχαστηρίων με τα επικουρούντα εκκλησιαστικά νπ.δ.δ. εκκλησιαστικά ιδρύματα-ν.π.ι.δ. του άρθρου 29 παρ. 2 εδ. τρίτο του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν τα αιτούντα. Περαιτέρω, υπό το πρίσμα του ανωτέρω εκτιθέμενου εννοιολογικού περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη, όπως ισχύει, διαλαμβάνονται στο 3765/9.8.2018 «εγκύκλιο σημείωμα» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Τροποποιήσεις του ν. 4559/2018 επί του...ν. 590/1977» τα ακόλουθα: «Η κατά τα ως άνω υπαγωγή των υφισταμένων Ησυχαστηρίων εις το άρθρον 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 ουδόλως μεταβάλλει την μέθοδον τροποποιήσεως των ισχυόντων έως σήμερον καταστατικών των Ησυχαστηρίων (με νομικήν μορφήν σωματείου, ιδρύματος, αστικής εταιρείας), καθ’ όσον διά πάσαν τροποποίησιν του καταστατικού των εξακολουθεί να απαιτείται η πρωτοβουλία και συγκατάθεσις των Ησυχαστηρίων κατά τας κειμένας διατάξεις, τα οποία παραμένουν υπό την αυτήν νομικήν μορφήν του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, την οποίαν είχον και προ του ν. 4559/2018». Ομοίως, στην από 4.10.2021 συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου (πρακτικά Ι.Σ.Ι., συνεδρία Α΄), κατά την οποία ελήφθη η εγκριτική του 337/2021 Κανονισμού απόφαση σε συνέχεια της από 26.8.2021 απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ο Ειδικός Νομικός Σύμβουλος της Ι.Σ.Ι. επεσήμανε, κατόπιν σχετικώς τεθέντος ερωτήματος, ότι «στο άρθρο 1 [παρ. 4] μήπως δοθεί η δυνατότητα ν’ αλλάζουν οι Κανονισμοί...[των Ι.Η.] μονομερώς από τον Μητροπολίτη. [Ό]χι...Ο Μητροπολίτης δεν τροποποιεί τον Κανονισμό των Ησυχαστηρίων, όπως κάμει για τα ιδρύματα της Μητροπόλεώς του κ.λπ.,… Δεν γίνεται κάτι ερήμην τους. Αντίθετα, με την υπαγωγή τους στο άρθρο 1 [παρ. 4] αποκτούν όλα τα δικαιώματα που έχουν τα Ιδρύματα, τα Μουσεία...έχουν όλα τα προνόμια που έχουν τα Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου». Συναφώς δε, όπως αναφέρεται στην από 4.5.2023 έκθεση των απόψεων της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της υπόθεσης, «είναι αναληθές ότι το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 δήθεν επιτρέπει σε Μητροπολίτη να εκδίδει κανονισμούς λειτουργίας Ησυχαστηρίων, διότι υφίσταται η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10 του ίδιου νόμου, κατά την οποία το γενικό πλαίσιο λειτουργίας ρυθμίζει Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, ενώ αυτά λειτουργούν βάσει των καταστατικών τους». Επίσης, στην από 2.6.2023 συμπληρωματική έκθεση των απόψεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της υπόθεσης (αρ.πρωτ:2721/1.6.2023 διαβιβαστικό έγγραφο της Ι.Σ.Ι. προς το Σ.τ.Ε.) διαλαμβάνονται (και αναπτύσσονται ειδικότερα στο από 28.6.2023 υπόμνημα της Εκκλησίας της Ελλάδος) τα εξής: «το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977… [δ]εν εννοεί ότι ο επιχώριος Μητροπολίτης ειδικά για τα Ησυχαστήρια δύναται να προτείνει μεταβολή ή κατάργηση του Κανονισμού τους χωρίς την υποβολή σχετικής εισήγησης-αιτήματος του κάθε Ησυχαστηρίου προς αυτόν…[Ενόψει] της συστηματικής σχέσεως των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4, 39 παρ. 10 του ν. 590/1977, ...[δ]εν εννοεί...το άρθρο 1 παρ. 4 ότι μπορεί ο Μητροπολίτης να ζητήσει τροποποίηση Κανονισμού Ησυχαστηρίου χωρίς προηγουμένως να ζητήσουν τη σχετική μεταβολή με αίτημά τους προς αυτόν τα οικεία καταστατικά όργανα των Ησυχαστηρίων, ούτε ότι Οργανισμός ιδρύματος ή καταστατικό σωματείου ή αστικής εταιρείας (ν.π.ι.δ.) που αναγνωρίζεται ως Ησυχαστήριο τροποποιείται μόνο με την κανονιστική απόφαση της Δ.Ι.Σ., κατ’ εξαίρεση δηλαδή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για τα ιδρύματα, τα σωματεία και τις αστικές εταιρείες». Επομένως, ενόψει αυτών, οι παρατιθέμενοι στη δέκατη όγδοη σκέψη περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι.


20. Επειδή, σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά περί της έννοιας του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε. και για την ταυτότητα του νομικού λόγου αναγόμενου στο ειδικό κανονιστικό καθεστώς στο οποίο, κατά τα ανωτέρω, υπάγονται τα Ησυχαστήρια ενόψει της διάφορης νομικής φύσης τους αναφορικά με τα λοιπά νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ. 4, η ένταξη των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, στα οποία περιορίζεται το αντικείμενο της παρούσας δίκης, στα εκκλησιαστικά ν.π.ι.δ. του εν λόγω άρθρου, δεν επάγεται, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τα αιτούντα, κατάργηση-αποστέρηση της δυνάμει του ιδρυτικού κανονισμού ρυθμιστικής εξουσίας τους επί κάθε ζητήματος σχετιζόμενου με την εν γένει διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας τους. Ειδικότερα, η ρηθείσα ένταξη δεν επισύρει την εφαρμογή επί των Ησυχαστηρίων της περί της εκκλησιαστικής περιουσίας διάταξης του άρθρου 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 68 παρ. 6 του ν. 4235/2014, κατά την οποία «Ο τρόπος διοικήσεως…,διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παράγραφος 4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου...με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων...» (βλ. και σκέψη 10). Σχετικώς δε, στο από 28.6.2023 υπόμνημα της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρεται ότι «σε σχέση με το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 590/1977...επικρατεί ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10…, συνεπώς δεν υπάρχει δυνατότητα ψήφισης Κανονισμού περιουσιακής διαχείρισης από τη Δ.Ι.Σ., ο οποίος θα εισάγει περιουσιακού περιεχομένου διατάξεις κατά τροποποίηση του οργανισμού ή καταστατικού οποιουδήποτε Ν.Π.Ι.Δ.-Ησυχαστηρίου χωρίς τη θέλησή του». Επομένως, ενόψει τούτων, οι προαναφερόμενοι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως (σκέψη 18) πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι.


21. Επειδή, όσον αφορά στην εποπτική αρμοδιότητα του επιχώριου Μητροπολίτη επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων παρατηρούνται τα εξής σε σχέση ειδικότερα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισής τους: Σε εναρμόνιση προς τους ιερούς κανόνες Δ΄ της Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ. «...μηδέ συνιστάν μοναστήριον ή ευκτήριον οίκον, παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου, τους δε καθ’ εκάστην πόλιν και χώραν, μονάζοντας, υποτετάχθαι τω επισκόπω…Τον μεν τοι επίσκοπον της πόλεως, χρη την δέουσαν πρόνοιαν ποείσθαι των μοναστηρίων») και Α΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (861 μ.Χ. «...Ώρισεν ούν διά ταύτα η αγία σύνοδος, μηδενί εξείναι μοναστήριον οικοδομείν άνευ της του επισκόπου γνώμης και βουλής...»), ο πολιτειακός νομοθέτης, αρχικά με το ν.δ. 126/1969 (άρθρο 33 παρ. 2 εδ. δεύτερο) και τον κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθέντα 39/1972 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου (άρθρο 5 παρ. β και στ), έθεσε υπό την έγκριση του Επιχώριου Μητροπολίτη την ίδρυση των Ιερών Ησυχαστηρίων (με τον προηγούμενο έλεγχο του ιδρυτικού κανονισμού ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητά του) και υπό την εποπτεία του ιδίου τη λειτουργία τους. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον επακριβή προσδιορισμό στο άρθρο 6 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού της «κανονικής δικαιοδοσίας» της τοπικής εκκλησιαστικής αρχής επί των Ιερών Μονών με την περιοριστική απαρίθμηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων που αφορούν σε ζητήματα πνευματικά και διοικητικά, στα οποία συμπεριλαμβάνεται ο έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης, με το άρθρο 5 παρ. στ του ανωτέρω Κανονισμού επετράπη, ενόψει του προπεριγραφέντος ιδιαίτερου καθεστώτος τους, η ασκούμενη επί των Ησυχαστηρίων εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη να ρυθμίζεται από τον ιδρυτικό κανονισμό εκάστου εξ αυτών, με αποτέλεσμα το καθοριζόμενο εύρος των διοικητικής φύσης εποπτικών αρμοδιοτήτων να διαφέρει ανά Ησυχαστήριο, αποκλειομένου κατά περίπτωση του επισκοπικού ελέγχου επί της οικονομικής διαχείρισής τους κατ’ επίκληση της αρχής του αυτοδιοίκητου-της αυτονομίας της διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας τους. Ήδη, η προβλεπόμενη στο άρθρο 39 παρ. 6 του μεταγενέστερου ν. 590/1977 εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη επί των Ιερών Μονών, με περιεχόμενο αντίστοιχο προς το περιεχόμενο της εποπτείας του άρθρου 6 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού, επεκτάθηκε στα νεοϊδρυόμενα και υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 4559/2018 στο πλαίσιο ενιαίας κανονιστικής ρύθμισης του καθεστώτος εκκλησιαστικής εποπτείας που διέπει τις Ιερές Μονές και τα Ιερά Ησυχαστήρια όσον αφορά ειδικότερα στο διοικητικής φύσης ζήτημα του ελέγχου της οικονομικής διαχείρισής τους. Τούτο διότι και τα Ιερά Ησυχαστήρια ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος και αποτελούν Ιερές Μονές ιδιωτικού δικαίου (βλ. και τον τίτλο του άρθρου 5 του 39/1972 Κανονισμού) οι οποίες από νομοκανονικής άποψης δεν διαφέρουν από τις Ιερές Μονές δημοσίου δικαίου, καθόσον έχουν ενιαία εκκλησιολογική ταυτότητα προσδιοριζόμενη από τον ταυτόσημο σκοπό και την άσκηση ίδιου κοινοβιακού μοναχικού βίου (βλ. τη σχετική αιτιολογική έκθεση και το 3359/13.7.2015 έγγραφο της Ι.Σ.Ι. προς το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων περί προτεινόμενης προσθήκης των Ι.Η. στη ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6). Περαιτέρω, ο κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης των Ησυχαστηρίων καθορίζεται ως έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας. Ο έλεγχος αυτός συνίσταται στη διακρίβωση και διασφάλιση της τήρησης εκ μέρους των Ησυχαστηρίων των ιερών κανόνων, της εκκλησιαστικής-πολιτειακής νομοθεσίας καθώς και του ιδρυτικού κανονισμού τους κατά τη διαχείριση των οικονομικών τους εν γένει και όχι μόνο σε συνάρτηση προς την ύπαρξη υπόνοιας κανονικού παραπτώματος, όπως διατείνονται τα αιτούντα κατ’ εσφαλμένη εκδοχή περί της έννοιας του ανωτέρω άρθρου 39 παρ. 6. Ενόψει αυτών, σε συνδυασμό με τα γενόμενα δεκτά περί της έννοιας των άρθρων 1 παρ. 4 και και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., η εν λόγω καθιερούμενη εκκλησιαστική εποπτεία της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, η οποία είναι σύμφυτη με την έννοια της αυτοδιοίκησης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1484/2018 σκ. 9), δεν θίγει την οικονομική αυτοτέλειά τους, καθόσον δεν επιφέρει μεταβολή στην εξουσία τους, βάσει του οικείου ιδρυτικού κανονισμού, να αποφασίζουν δι’ ιδίων οργάνων επί ζητημάτων σχετικών με τη διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών τους, ούτε επάγεται επισκοπική παρέμβαση/επέμβαση επ’ αυτών ή συνδιαχείριση (πρβλ. Σ.τ.Ε. 510/2015 7μ. σκ.12-13) και, επομένως, δεν παραβιάζει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 3 παρ. 1) και προβλεπόμενη στον Κ.Χ.Ε.Ε. (άρθρο 1 παρ. 2-4) αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο σώμα της οποίας ανήκουν και τα Ησυχαστήρια. Άλλωστε, το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία περιλαμβάνονται τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και τα Ησυχαστήρια, στο πλαίσιο, μάλιστα, αμφισβήτησης του ως άνω αμιγώς οργανωτικού ζητήματος της εκκλησιαστικής εποπτείας, θεσπίζεται έναντι του Κράτους και όχι έναντι της διοικούσας Εκκλησίας, όργανο της οποίας αποτελεί και ο εποπτεύων επιχώριος Μητροπολίτης (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., της 9.12.1994, Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, σκ. 49). Επίσης, ενόψει του ειδικού συνταγματικού και νομοθετικού καθεστώτος των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πολιτείας, τα Ησυχαστήρια, ως ανήκοντα στο σώμα της Εκκλησίας, δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες της Χώρας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 210/2020 Ολ. σκ. 21). Εξάλλου, η ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 4559/2018, υπαγορεύθηκε -κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο από το Δικαστήριο εκτίμηση του νομοθέτη- από πρόδηλο σκοπό δημοσίου και γενικότερου συμφέροντος αναγόμενου στην περιφρούρηση του κύρους και της αξιοπιστίας της Εκκλησίας καθώς και στη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία. Δεν παρίσταται δε η εν λόγω ρύθμιση προδήλως απρόσφορη ή μη αναγκαία για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, ούτε θεσπίζει σύστημα εποπτείας δυσανάλογο, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση προς αυτόν (πρβλ. Σ.τ.Ε. 319/2021 σκ. 21, 1393/2017 σκ. 22, 4596/2014 σκ.15, 3291/1976 σκ. 5). Συναφώς, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6, όπως ισχύει, δεν αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1, 2 12 παρ. 1, 3 και 17 παρ. 2 καθώς και στις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 9, 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, ούτε παραβιάζει τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 και τις συνταγματικές αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο). Επίσης, η μνησθείσα νομοθετική ρύθμιση -και η κατ’ εξουσιοδότηση σχετική κανονιστική ρύθμιση, όπως η πληττόμενη του 337/2021 Κανονισμού- υπερισχύει των διατάξεων του οργανισμού/κανονισμού (π.δ/γμα, καταστατικό) Ιερού Ησυχαστηρίου (ν.π.ι.δ. του Α.Κ.), καθόσον η συστατική αυτή πράξη δεν αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη (Π.Ε. 60/2003 σκ. 2). Περαιτέρω, η επίμαχη μη γνησίως αναδρομική ρύθμιση του άρθρου 50 παρ. 2 περ. γ του ν. 4559/2018, κατά την οποία ο εποπτικός έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης «εφαρμόζεται και στα υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως αντίθετων προβλέψεων στα ιδρυτικά τους κείμενα και του έως σήμερα καθεστώτος λειτουργίας τους», δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου και στις απορρέουσες από αυτήν αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Και τούτο διότι με την εν λόγω ρύθμιση επέρχεται μεταβολή του προγενέστερου καθεστώτος των Ι.Η. κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό και σύμφωνα με τις επιταγές του συντρέχοντος, κατά την εκτίμηση του τυπικού νομοθέτη, προαναφερόμενου δημοσίου και γενικότερου συμφέροντος σκοπού, στην εξυπηρέτηση του οποίου κατατείνει (πρβλ. Σ.τ.Ε. 41/2023 σκ. 22, 1591/2023 σκ. 23) όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Ενόψει τούτων, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του ν. 590/1977, η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6 του ίδιου νόμου έχει τεθεί συμφώνως προς το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α.Τούτο ισχύει λαμβανομένων, επίσης, υπόψη αφενός ότι ο έλεγχος που ασκείται από τις φορολογικές αρχές επί των Ησυχαστηρίων αφορά στην τήρηση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας και, εντεύθεν, διαφέρει του κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. ελέγχου της οικονομικής διαχείρισής τους και αφετέρου ότι τα Ησυχαστήρια (ν.π.ι.δ.) δεν υπάγονται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στον κρατικό έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 46 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη, κατά το οποίο «Αι πράξεις διαχειρίσεως των εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου περιουσιακών στοιχείων [βλ. παρ. 2 και 3, σκέψη 10] υπόκεινται εις οικονομικόν έλεγχον, διενεργούμενον υπό Επιθεωρητών Δημοσίων Διαχειρίσεων, οριζομένων διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εις τον αυτόν έλεγχον υπόκεινται και αι κατά την προηγουμένην παράγραφον συνιστώμεναι εταιρίαι, πέραν των προβλεπομένων δι’ αυτάς ελέγχων υπό της κειμένης περί αυτών νομοθεσίας». Ειδικότερα, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία δεν υφίσταται δυνατότητα άσκησης διαχειριστικού ελέγχου στα ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ΚΧ.Ε.Ε. και συγκεκριμένα στα Ησυχαστήρια δυνάμει του άρθρου 46 παρ. 4 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη. Τούτο διότι πριν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4559/2018, όπως και του 337/2021 Κανονισμού, οι οργανικές διατάξεις του Υπουργείου Οικονομικών -στις οποίες, κατά την έννοιά του, αναφέρεται το άρθρο 46 παρ. 4- δεν προβλέπουν ότι οι επιθεωρητές δημόσιων διαχειρίσεων και η εν συνεχεία συσταθείσα Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων (Γ.Δ.Δ.Ε., στην οποία περιήλθαν οι σχετικές ελεγκτικές αρμοδιότητες, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3619/2015 σκ. 9) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών έχουν καθ’ ύλην αρμοδιότητα για την άσκηση (έκτακτου) διαχειριστικού ελέγχου επί των εκκλησιαστικών ν.π.ι.δ. γενικώς και των Ησυχαστηρίων ειδικώς (προ της ένταξής τους στα ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε.). Συναφώς, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο με τους υποκείμενους στον ανωτέρω οικονομικό έλεγχο φορείς, τον οποίο περιέχουν οι κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις του έτους 2013 και ήδη 2019, οπότε εξαιρέθηκαν του ελέγχου και η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και τα λοιπά εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. (βλ. ιδίως άρθρα 1, 2, 3, 24 παρ. 1, 26 του ν. 3492/2006, Α΄ 210, άρθρα 1 παρ. β, 2, 4 παρ. 1, 4 περ. ε του π.δ. 24/2008, Α΄ 48, παρ. Α περ. 2 της υ.α. 2/70212/0004/2012, Β΄ 2871, παρ. Δ περ. 23, παρ. Ε της κ.υ.α. 2/34287/ΔΥΕΠ//2013, Β΄ 911, παρ. β της κ.υ.α. 2/52141/ΑΥΕΠ/2013, Β΄ 1370 και παρ. Ε της κ.υ.α. 2/20491/ΔΣΜΕΚ/2019, Β΄ 902). Συνεπώς, κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αναφερόμενοι στη δέκατη όγδοη σκέψη σχετικοί λόγοι ακυρώσεως.


22. Επειδή, εξάλλου, ο τυπικός νομοθέτης διέλαβε ειδικές διατάξεις σχετικές με το ιδιαίτερο καθεστώς των Ησυχαστηρίων ως αυτοδιοικούμενων μοναστικών καθιδρυμάτων και θέσπισε τις διέπουσες αυτό βασικές ρυθμίσεις που αφορούν στην νομική προσωπικότητά τους ως ιδιωτικού δικαίου, στην ίδρυσή τους κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, στη λειτουργία τους βάσει του ιδρυτικού κανονισμού τους και στην ασκούμενη επ’ αυτών, νεοϊδρυόμενων και υφισταμένων, οριοθετημένη εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη αναφορικά με τα περιοριστικώς καθοριζόμενα πνευματικά και διοικητικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων ο έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους (άρθρα 1 παρ. 4 και 39 παράγραφοι 4 εδ. δεύτερο, 6 και 10 του ν. 590/1977, όπως ισχύουν). Στο νομοθετικώς καθοριζόμενο ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο, με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10 του ίδιου Κ.Χ.Ε.Ε. παρέχεται στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο αρμοδιότητα έκδοσης κανονιστικής απόφασης, εγκρινόμενης από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, για τη θέσπιση των «πλαισίων λειτουργίας» των Ορθόδοξων Ησυχαστηρίων στην περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι για τη ρύθμιση επιμέρους ζητημάτων προς εξειδίκευση των προσδιοριστικών στοιχείων του καθεστώτος που τα διέπει. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη είναι ειδική και ορισμένη κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι προσδιορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο το ρυθμιστικό αντικείμενό της. Περαιτέρω, το επίμαχο στην ανοιγείσα με την υπό κρίση αίτηση δίκη ζήτημα που σχετίζεται με την εξειδίκευση από τον κανονιστικό νομοθέτη του εκκλησιαστικού εποπτικού ελέγχου της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων αποτελεί «ειδικότερο θέμα», κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Συντάγματος, σε σχέση με την, κατά τα ανωτέρω, βασική ουσιαστική ρύθμιση που θεσπίζει ο τυπικός νομοθέτης. Το ζήτημα δε αυτό αποτελεί επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, διότι δεν θίγει, κατά τα προεκτιθέμενα, τη διοικητική και διαχειριστική αυτοτέλεια των Ησυχαστηρίων περί των οικονομικών τους και, εντεύθεν, δεν επιφέρει νομική αλλοίωση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, ενόψει και των γενομένων δεκτών περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε.. Επομένως, κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη της Συμβούλου Βασιλικής Κίντζιου, δοθέντος ότι η ειδική οριοθέτηση από τον νόμο της ασκούμενης εποπτείας από το αρμόδιο όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος επί των Ησυχαστηρίων, και δη των υφισταμένων εξ αυτών, είναι ουσιώδες στοιχείο του καθιερούμενου συστήματος αυτοδιοίκησής τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1075/2019 7μ. σκ. 11), η μνησθείσα διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10 παρέχει, κατά την αληθή έννοιά της, εξουσιοδότηση για τον καθορισμό του κανονιστικού εκείνου πλαισίου που προσιδιάζει στον θεσμοθετημένο ιδιαίτερο χαρακτήρα τους κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται κατ’ αρχήν ισορροπία μεταξύ αφενός του εν λόγω χαρακτήρα και αφετέρου των απαιτήσεων συντρέχοντος δημοσίου συμφέροντος συνισταμένου, κατά τα ανωτέρω, στην περιφρούρηση του κύρους και της αξιοπιστίας της Εκκλησίας καθώς και στη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία. Υπό το πρίσμα τούτο, όσον αφορά στον εποπτικό έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων και ειδικότερα στον κατ’ εξουσιοδότηση εισαγόμενο -του νόμου μη διακρίνοντος- ως (κατασταλτικό) τακτικό, αυτός πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς από τον κανονιστικό νομοθέτη σε συνάρτηση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, ο οποίος, εντεύθεν, οφείλει να προβεί στον επακριβή καθορισμό της ελεγχόμενης οικονομικής διαχείρισης, του χρόνου διενέργειας του ελέγχου και του τυχόν -πέραν του επιχώριου Μητροπολίτη- επιλαμβανόμενου, κατόπιν απόφασής του, αρμόδιου εποπτικού οργάνου, όπως, επίσης, της ακολουθητέας διαδικασίας. Τούτο δε, ενόψει και του ότι ο ασκούμενος επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων (ν.π.ι.δ.) εκκλησιαστικός εποπτικός έλεγχος περιοριζόταν σε έκτακτο κατασταλτικό έλεγχο (βλ. άρθρα 3, 4 του 210/2010 Κανονισμού της Ι.Σ.Ι., Α΄ 135).


23. Επειδή, ο εκδοθείς δυνάμει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. 337/2021 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, επαναλαμβάνοντας και αποδίδοντας, αντιστοίχως, στα άρθρα 6 παρ. 1 και 15 παρ. 3 τη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως διαμορφώθηκε για τα υφιστάμενα Ησυχαστήρια με το άρθρο 50 παρ. β και γ του ν. 4559/2018, εξειδικεύει με τις πληττόμενες ρυθμίσεις των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3 τον κατά νόμον εποπτικό έλεγχο νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 παρ. 2 διαλαμβάνει ρυθμίσεις με τις οποίες προσδιορίζεται ότι ο εν λόγω εποπτικός έλεγχος είναι κατασταλτικός -και όχι προληπτικός- ασκούμενος «ήτοι κατόπιν λήψεως της διαχειριστικής αποφάσεως του Ιερού Ησυχαστηρίου και είτε πριν είτε μετά από την υλοποίησή της» και ότι διενεργείται «τακτικώς ή εκτάκτως», παραλλήλως δε, αποσαφηνίζεται ότι η κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτεία των οικονομικών «συνίσταται σε έλεγχο τηρήσεως του ιδρυτικού Κανονισμού του Ιερού Ησυχαστηρίου, των Ιερών Κανόνων και της κείμενης νομοθεσίας». Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι ο κατασταλτικός αυτός έλεγχος ασκείται είτε από τον αρμόδιο κατά τόπο («επιχώριο») Μητροπολίτη είτε, κατόπιν απόφασής του, «από όργανο που ορίζει ή συγκροτεί… ή από την Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος», η οποία επιλαμβάνεται μετά από αίτησή του για τη διενέργεια κατασταλτικού έκτακτου ελέγχου επί εκκλησιαστικών ν.π.ι.δ., σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. β του 210/2010 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου, στον οποίο ρητώς παραπέμπει το ως άνω άρθρο 6 παρ. 2 (βλ. και την επόμενη σκέψη). Με το περιεχόμενο αυτό, οι επίμαχες ρυθμίσεις, με τις οποίες προσδιορίζεται το είδος και η διαδικασία του ασκούμενου επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων εκκλησιαστικού εποπτικού ελέγχου, αφορούν «ειδικότερο θέμα» κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Συντάγματος και ευρίσκουν νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, ως κείμενες εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. Συνεπώς, ενόψει αυτών σε συνδυασμό με τα γενόμενα δεκτά περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4, 39 παρ. 6 και 46 παρ. 2 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Βασιλική Κίντζιου, κατά τη γνώμη της οποίας, όσον αφορά στο πράγματι «ειδικότερο θέμα» του εισαγόμενου ως τακτικού ελέγχου νομιμότητας, η κατ’ εξουσιοδότηση θεσπισθείσα, με τα προπεριγραφόμενα χαρακτηριστικά, κανονιστική ρύθμιση δεν στοιχεί στην απαιτούμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη, κατά την παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη ειδικότερη γνώμη, οριοθέτηση και εξειδίκευση του εν λόγω τακτικού ελέγχου επί των οικονομικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων και, κατά το μέρος αυτό, έχει τεθεί κατά παράβασή της. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα ρητώς αναφερόμενα στα συνοδεύοντα τον προσβαλλόμενο Κανονισμό προπαρασκευαστικά στοιχεία, ο έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους αφορά σε «ελάχιστο έλεγχο νομιμότητας» και σε «ελάχιστες στοιχειώδεις υποχρεώσεις», άλλως σε «στοιχειωδώς» ασκούμενη επ’ αυτών εποπτεία των οικονομικών τους (βλ. σκέψεις 14-16). Επομένως, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, θα έπρεπε να ακυρωθούν οι ρυθμίσεις των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3, κατά το μέρος που προβλέπουν τον προαναφερόμενο κατασταλτικό τακτικό έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων.


24. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ο ειδικότερος λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο κείται εκτός των ορίων της εξουσιοδότησης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. τελευταίο του 337/2021 Κανονισμού, διότι παραπέμπει στον 210/2010 Κανονισμό για τη διενέργεια τακτικού ή έκτακτου οικονομικού ελέγχου και, κατ’ αποτέλεσμα, τα Ησυχαστήρια καθίστανται εκκλησιαστικοί υπόλογοι κατ’ άρθρο 5 παρ. Α υποπαρ. 2 του 210/2010 Κανονισμού με ελεγκτή τον Μητροπολίτη, αν και, ως προς αυτά, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, εφόσον δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, δεν λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση, ούτε μετέχει στην περιουσία τους οποιοδήποτε εκκλησιαστικό ν.π.δ.δ. κατά κάποιο ποσοστό. Ο 210/2010 Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου με τίτλο «Διεύθυνσις Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 135), στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 6 παρ. 2 του 337/2021 Κανονισμού, ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 4 ότι «Η Διεύθυνσις Δημοσιονομικού Ελέγχου (Δ.Δ.Ε.) της Εκκλησίας της Ελλάδος διαιρείται εις: Α) Τμήμα Εκκλησιαστικού Προληπτικού Ελέγχου (Τ.Ε.Π.Ε.), Β) Τμήμα Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου (Τ.Ε.Κ.Ε.)...» και στο άρθρο 3 ότι «1. Το Τμήμα Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου… διενεργεί κατασταλτικούς ελέγχους, τακτικούς μεν κατ’ έτος επί της χρηματικής διαχειρίσεως και της διαχειρίσεως υλικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτάκτους δε επί των διαχειρίσεων των λοιπών εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, ως ακολούθως: α) Τακτικοί και έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται...επί των διαχειρίσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος. β) Έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται επί παντός ετέρου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε του άρθρου άρθρου 2 παρ. 1.Β [με τίτλο «Τμήμα Εκκλησιαστικού Προληπτικού Ελέγχου-Αρμοδιότητες»] είτε της περιφερείας εκάστης Μητροπόλεως (άρθρα 1 παρ. 4, 29-31, 35-36, 39, 59 του ν. 590/1977) μόνον μετ’ αίτησιν του επιχωρίου Αρχιερέως ή του συλλογικού οργάνου διοικήσεως του νομικού προσώπου, κατόπιν εγκρίσεως της Δ.Ι.Σ. και μετ’ έκδοσιν εντολής του Διευθυντού της Διευθύνσεως Δημοσιονομικού Ελέγχου. Ο τακτικός έλεγχος αναφέρεται εις το σύνολον της οικονομικής διαχειρίσεως του ελεγχομένου νομικού προσώπου δια το χρονικόν διάστημα, το οποίον προσδιορίζει η εντολή ελέγχου, εν αντιθέσει προς τον έκτακτον έλεγχον, ο οποίος αναφέρεται εις ατομικώς προσδιοριζόμενον αντικείμενον ελέγχου. Η διενέργεια και περαίωσις του τακτικού ελέγχου δεν αποκλείει την διενέργειαν εκτάκτου ελέγχου επί εξετασθέντος δια τακτικού ελέγχου αντικειμένου ελέγχου και χρονικής περιόδου. 2...». Το άρθρο 5 του ως άνω 210/2010 Κανονισμού διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Α) Δημοσιολογιστικά όργανα. 1…2. Εκκλησιαστικός υπόλογος είναι ο διαχειριζόμενος χρήματα, αξίας ή υλικόν των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. (του άρθρον 1 παρ. 4 του ν.5 90/1977), έστω και άνευ νομίμου εξουσιοδοτήσεως, καθώς και οιοσδήποτε άλλος θεωρείται εκ του νόμου δημόσιος υπόλογος (άρθρα 40, 41 του κανονισμού 5/1978). Εκκλησιαστικός υπόλογος είναι και ο υπό οιανδήποτε ιδιότητα, έστω και άνευ εξουσιοδοτήσεως, διαχειριστής χρημάτων, αξιών και υλικών της περιουσίας ή ο διαχειριστής αυτής προερχομένης εκ του προϋπολογισμού του Κράτους, των Ν.Π.Δ.Δ., της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η άλλων Διεθνών Οργανισμών χρηματοδοτήσεως ή επιχορηγήσεως των εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), ήτοι των Ησυχαστηρίων και των Ν.Π.Ι.Δ., εις τα οποία μετέχουν, κατά ποσοστόν ίσον ή ανώτερον του 50% του κεφαλαίου ή της περιουσίας των ή ορίζουν την διοίκησίν των, εν η πλείονα εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 ή ομοειδή κατά τα ανωτέρω στοιχεία Ν.Π.Ι.Δ.». Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του 210/2010 Κανονισμού συνάγεται, πρώτον, ότι τα Ησυχαστήρια, ως εκκλησιαστικά ν.π.ι.δ. κατ’ άρθρο 39 παρ. 10 και ήδη 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε., υπήγοντο αποκλειστικώς σε κατασταλτικό έκτακτο έλεγχο νομιμότητας, διενεργούμενο μετά από αίτηση του επιχώριου Μητροπολίτη, κατόπιν έγκρισης της Δ.Ι.Σ. και σχετικής εντολής του Διευθυντού της Διεύθυνσης Δημοσιονομικού Ελέγχου, από το Τμήμα Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου της εν λόγω Διεύθυνσης και, δεύτερον, ότι τα Ησυχαστήρια αποκτούν την ιδιότητα του εκκλησιαστικού υπολόγου κατ’ άρθρο 5 παρ. Α υποπαρ. 2 εδ. δεύτερο του 210/2010 Κανονισμού, εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες σε αυτό προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Τούτων έπεται ότι η παραπομπή του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. τελευταίο του 337/2021 Κανονισμού στον 210/2010 Κανονισμό αφορά, κατά τη σαφή έννοιά της, στην προβλεπόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 περ. β αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Δημοσιονομικού Ελέγχου για τη διενέργεια, δια του Τμήματος Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου, κατασταλτικού έκτακτου ελέγχου νομιμότητας επί των Ησυχαστηρίων κατόπιν αιτήματος του επιχώριου Μητροπολίτη και όχι προληπτικού ή τακτικού οικονομικού ελέγχου, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν τα αιτούντα. Περαιτέρω, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, μόνη η παραπομπή αυτή στον 210/2010 Κανονισμό δεν καθιστά τα Ησυχαστήρια εκκλησιαστικούς υπολόγους του άρθρου 5 παρ. Α υποπαρ. 2 εδ. δεύτερο του ίδιου Κανονισμού, καθόσον για την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης απαιτείται να συντρέχουν οι προβλεπόμενες σε αυτήν προϋποθέσεις. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής περί της έννοιας της πληττόμενης ρύθμισης του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. τελευταίο του 337/2021 Κανονισμού.


25. Επειδή, εξάλλου, με το προεκτεθέν περιεχόμενό της, η επίδικη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του 337/2021 Κανονισμού -η οποία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παρ. 3 του ίδιου Κανονισμού σε εναρμόνιση προς το άρθρο 50 παρ. β και γ του ν. 4559/2018, εφαρμόζεται και επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων ως υπερισχύουσα τυχόν αντίθετης πρόβλεψης του ιδρυτικού κανονισμού τους σχετικής με το διοικητικής φύσης ζήτημα της άσκησης από τον επιχώριο Μητροπολίτη εποπτικού ελέγχου νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισής τους- αποβλέπει προδήλως στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση, με την ασκούμενη κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εκκλησιαστική εποπτεία, της διαχείρισης των οικονομικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, την κείμενη νομοθεσία και το βάσει του ιδρυτικού κανονισμού οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας τους και, κατ’ ακολουθίαν, στην περιφρούρηση του κύρους και της αξιοπιστίας της Εκκλησίας καθώς και στη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία. Περαιτέρω, ο θεσπιζόμενος με την ως άνω κανονιστική ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 15 παρ. 3, εποπτικός κατασταλτικός, τακτικός ή έκτακτος, έλεγχος νομιμότητας της διαχείρισης των οικονομικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη υπόνοιας κανονικού παραπτώματος στοιχεί προς την έννοια του καθιερούμενου με το άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτικού ελέγχου (βλ. σχετικώς σκέψη 21), παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τα αιτούντα στο πλαίσιο διαφορετικής, (στενής) ερμηνείας της διάταξης αυτής, κατά την οποία ο έλεγχος της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης, ως εντασσόμενος στην έννοια της πνευματικής εποπτείας του Μητροπολίτη, ερμηνεύεται ότι ασκείται μόνο «κατά την ανάκριση κανονικών παραπτωμάτων» ή στο πλαίσιο δικαιολογημένης «μέριμνας για την κατά τους ιερούς κανόνες λειτουργία», όταν υφίσταται σοβαρή και στοιχειοθετημένη ένδειξη αντικανονικοτήτων παραπεμπτέων στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Επίσης, ο ανωτέρω εποπτικός έλεγχος δεν εξικνείται μέχρι παρέμβασης/ επέμβασης στους καταστατικούς σκοπούς των Ησυχαστηρίων, επαγόμενης μεταβολή ή αναίρεση του περιεχομένου των διατάξεων των ιδρυτικών κανονισμών περί της οργανωτικής δομής και της λειτουργίας τους καθώς και των αρμοδιοτήτων των οργάνων τους. Και τούτο διότι, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 15 παρ. 3 του 337/2021 Κανονισμού, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων του κατ’ άρθρο 6 εποπτικού ελέγχου για τον ως άνω λόγο δημοσίου συμφέροντος, «οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού [βλ. σκέψη 11] ισχύουν συμπληρωματικώς προς τις διατάξεις των καταστατικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων για το μέλλον και υποχωρούν έναντι των ρυθμίσεων του καταστατικού τους, που ρυθμίζουν με αντίθετο τρόπο τα ίδια θέματα με τον παρόντα Κανονισμό». Επίσης, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 15, «Ο παρών Κανονισμός δεν επηρεάζει το κύρος γενόμενων προ της ενάρξεως ισχύος του συμβάσεων και εν γένει δικαιοπραξιών των υφιστάμενων Ησυχαστηρίων και των μελών τους». Τούτων παρέπεται, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα και στα προπαρασκευαστικά στοιχεία έκδοσης του Κανονισμού (βλ. σκέψεις 14-16), ότι ο ως άνω εισαγόμενος εποπτικός έλεγχος ουδόλως επηρεάζει το ρυθμιστικό αντικείμενο των περί οργάνωσης και λειτουργίας διατάξεων των κανονισμών και ειδικότερα εκείνων που αφορούν στη διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών καθώς και στην τύχη της περιουσίας των υφισταμένων Ησυχαστηρίων και των μελών τους, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, ούτε και το κύρος των ήδη συναφθεισών συμβάσεων και εν γένει δικαιοπραξιών τους, οι οποίες, επίσης, εξακολουθούν να ισχύουν. Ως προς τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από τους κανονισμούς των υφισταμένων Ησυχαστηρίων, ο ανωτέρω 337/2021 Κανονισμός εφαρμόζεται συμπληρωματικώς προς αυτούς εφεξής. Συναφώς, ερείδεται επί εσφαλμένης εκδοχής περί της έννοιας των προσβαλλόμενων ρυθμίσεων των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3 του Κανονισμού ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο με αυτές επιχειρείται, ενόψει και των οριζομένων στα άρθρα 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., παρέμβαση/επέμβαση στην οργάνωση και λειτουργία των υφισταμένων Ησυχαστηρίων και, εντεύθεν, κατάργηση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους. Εξάλλου, όπως έχει ήδη εκτεθεί (βλ. σκέψεις 18-20), ούτε η ένταξη των Ησυχαστηρίων στα ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε., σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του περί εκκλησιαστικής περιουσίας άρθρου 46 παρ. 2 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη, έχουν την αποδιδόμενη από τα αιτούντα έννοια κατά την οποία με τις νομοθετικές αυτές διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα στον οικείο Μητροπολίτη ή έτερη εκκλησιαστική αρχή να προβεί ερήμην των υφισταμένων Ησυχαστηρίων σε τροποποίηση και συμπλήρωση των ιδρυτικών κανονισμών τους, την οποία, άλλωστε, ούτε και οι πληττόμενες διατάξεις του Κανονισμού προβλέπουν. Συνεπώς, ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Περαιτέρω, για τους ίδιους ανωτέρω λόγους που αφορούν στον εξυπηρετούμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος από τον εισαγόμενο με τις επίμαχες ρυθμίσεις ως άνω εποπτικό έλεγχο και στη μη άσκηση επιρροής του στις προαναφερόμενες καταστατικές ρυθμίσεις των κανονισμών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων που ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι απορριπτέοι και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζεται ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις έχουν θεσπισθεί κατά παράβαση των άρθρων 13 παρ. 1, 2, 12 παρ. 1, 3 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και των αντίστοιχων άρθρων 9, 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, όπως και κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 13 παρ. 3 και 109 παρ. 1 του Συντάγματος, των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου καθώς και του κανονικού δικαίου και ειδικότερα του κανόνα Α΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης-861 μ.Χ. και των κανόνων ΙΑ΄ και ΙΒ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας-787 μ.Χ..


26. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.


Δ ι ά τ α ύ τ α


Απορρίπτει την αίτηση.


Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.


Επιβάλλει συμμέτρως στα αιτούντα Ιερά Ησυχαστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης Εκκλησίας της Ελλάδος, ανερχόμενη στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.


Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2024


Η Πρόεδρος του Δ´ Τμήματος        Η Γραμματέας του Δ´ Τμήματος


Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου               Ιωάννα Παπαχαραλάμπους



και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου 2025.


Η Πρόεδρος του Δ´ Τμήματος     Η Γραμματέας

Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου       Ευδοξία Καπίρη



ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ


Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.


Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.


Αθήνα, ..............................................


 Η Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος

 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.