ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Διοικητικό Εφετείο Θεσ/κης 212/2021
Αριθμός Απόφασης : 212
'Ετος : 2021
Δικαστήριο : Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης


Αριθμός απόφασης: 212/2021
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1 Σεπτεμβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθανασία Σακκά, Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Δημήτριος Φαφαλιός – Εισηγητής και Χαρίκλεια Λελεκάκη – Χαντζή, Εφέτες Δ.Δ., με γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο Ευστρατία Μπαρμπέρη,

γ ι α  να δικάσει την αγωγή με αριθμό και ημερομηνία εισαγωγής στο Δικαστήριο ΑΓ45/5-2-2019

τ η ς  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «KNOWLEDGE,TRUST & INVESTMENT, Α.Σ.Τ.Μ.Ε.Β.Ε.» η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ίμβρου αρ. 10Α), τελεί υπό εκκαθάριση και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου ***,

κ α τ ά  τ ο υ  Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα, εδρεύει στην Αθήνα (οδός Γενναδίου αρ. 14) και δεν παρα­στάθηκε.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου ΝΠΔΔ να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.621.425,55 ευρώ, απαίτηση προερχόμενη, όπως αναφέρεται στην αγωγή, από την εκτέλεση οκτώ διοικητικών συμβάσεων μελετών που καταρτίσθηκαν μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΔ.ΚΟΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και διαφόρων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και της εναγομένης Εκκλησίας της Ελλάδος. Επικουρικώς δε, ζητείται η αναγνώριση έναντι της τελευταίας, ισόποσης αξίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η υπόθεση, κατά το μέρος που αφορά αξιώσεις πηγάζουσες από την από 16.2.1994 σύμβαση με αντικείμενο το έργο «Κατασκευής Κέντρου Υποδοχής και Αναπτυξιακών Πρωτοβουλιών Νεολαίας» και την από 6.2.1994 σύμβαση με αντικείμενο το έργο «Συνεδριακό κέντρο και Αναστήλωση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη», οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ της ενάγουσας αφενός και της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως και της Εκκλησίας της Ελλάδος αφετέρου, νόμιμα εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά την παραπεμπτική, λόγω κατά τόπο αναρμοδιότητος, 1985/2018 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αφού με την τελευταία κρίθηκε, με ισχύ δεδικασμένου, ότι η υπόθεση ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, απαραδέκτως προβάλλεται από το εναγόμενο ν.π.δ.δ. με τις από 6-3-2018 απόψεις του προς το Δικαστήριο, ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία εξ άλλου προβάλλεται και κατά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης (αρθ. 42 του Κ.Δ.Δ.), αφού, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο και περιεχόμενο είχε καταθέσει αρχικά η ενάγουσα στις 20-10-2000 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου και εκεί το εναγόμενο υπέβαλε ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων προβάλλοντας ότι η υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών διαστηρίων (βλ. σελ. 2 των προσκομιζόμενων Προτάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).

2. Επειδή, ήδη, μετά την ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η ενάγουσα με το κατατεθέν στις 4-9-2020 υπόμνημά της ζητεί την αναγνώριση της υποχρέωσης της Εκκλησίας της Ελλάδος, προερχόμενης από την εκτέλεση των ανωτέρω δύο συμβάσεων με την εναγόμενη και την Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της καταβάλει το ποσό των 3.715.060 ευρώ νομιμοτόκως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 από την 1η Ιανουαρίου 1998, άλλως από την επίδοση προς το εναγόμενο της από 20 Οκτωβρίου 2000 προαναφερθείσας αγωγής που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής προς το εναγόμενο ν.π.δ.δ..

3. Επειδή, το εναγόμενο ν.π.δ.δ. προσκομίζει την με αρ. 30318130/23.12.1996 σύμβαση της ενάγουσας με την εταιρεία «FACT HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ», με την οποία η πρώτη εκχώρησε στη δεύτερη όλες τις απαιτήσεις της ως αναδόχου εταιρείας κατά των πελατών της. Επίσης το εναγόμενο προσκομίζει την από 26-2-2014 αναγγελία της ενάγουσας εταιρείας προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί εκχώρησης όλου του υγιούς ενεργητικού της ενάγουσας εταιρείας στην εταιρεία “VAST Euro1 Ltd”. Επικαλούμενη αυτές τις συμβάσεις εκχώρησης, το εναγόμενο προβάλλει ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας λόγω του ότι αυτή έχει παύσει να είναι φορέας των ένδικων απαιτήσεων. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη διότι για τη μεν πρώτη σύμβαση εκχώρησης, έχει αποφανθεί το Δικαστήριο τούτο με την 723/2020 απόφασή του, εκδοθείσα επί αγωγής για την ίδια με την ένδικη αιτία της εταιρείας “ABC FACTORS”, διάδοχο της “FACT HELLAS”, κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, ληπτέα υπόψη ως γεγονός γνωστό σ’αυτό. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η σύμβαση αυτή δεν αναγγέλθηκε προς την αρμόδια για την πληρωμή υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο αυτής και την αρμόδια για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης υπηρεσία, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 496/1974 και συγκεκριμένα προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και προς την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.) αυτής και ειδικότερα στην Διοικούσα Επιτροπή και το Γραφείο Εξόδων του Οικονομικού Τμήματος της εν λόγω Υπηρεσίας. Τα ίδια δε ισχύουν και για την δεύτερη σύμβαση εκχώρησης, αφού δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αυτής διενεργήθηκε προς όλα τα ανωτέρω όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατά συνέπεια και δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή ασκείται εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά την βασιμότητά της.

4. Επειδή, στο άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι «΄Oποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημιά άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη…..». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, θα πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακίνηση προς τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή αιτία, που δεν έχει πηγή σύμβαση ή το νόμο, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη (ΑΕΔ 3/2010). Ειδικότερα, αγωγή κατ’ επίκληση των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του διοικητικού εφετείου, εφόσον η αξίωση έχει πηγή διοικητική σύμβαση, η οποία όμως είναι άκυρη, ή παράνομη ή έχει λήξει η ισχύς της (ΣτΕ 839/2012, 3710/2010, 2229/2009). Στην περίπτωση αυτή, η τυχόν παροχή δόθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί, συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 - 913 του Α.Κ., να αναζητηθεί αυτούσια ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (πρβλ. ΑΠ 766/2014, 1462/2012, 1378/2011 κ.α.).

5. Επειδή, εξάλλου στο ν.δ. 496/1974 (Α΄ 204) ορίζεται στο άρθρο 48 παρ. 1 ότι «Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος», στο άρθρο 49 ότι «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και στο άρθρο 51 ότι «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Δια της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν. γ) Δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής».

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εταιρία «ΟΔ.ΚΟΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», η οποία στη συνέχεια (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ 6/2-1-1996) μετετράπη στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, υπέγραψε με την Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως τις δύο προαναφερθείσες (στην 1η σκέψη) συμβάσεις. Με αυτές, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις αντίστοιχες από 11 Μαΐου 1995 ισάριθμες προσθήκες, που υπεγράφησαν μεταξύ των αυτών ως άνω συμβαλλομένων, το εν λόγω εκκλησιαστικό ν.π.δ.δ. ανέθεσε στην ανωτέρω εταιρία και αυτή ανέλαβε: α) την εκπόνηση πλήρων και ολοκληρωμένων μελετητικών προτάσεων προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς προκειμένου το εναγόμενο και το αντισυμβαλλόμενο ν.π.δ.δ. να χρηματοδοτηθούν με το 65% του κόστους κατασκευής των αναφερόμενων στις συμβάσεις έργων είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε από το Ελληνικό Δημόσιο και β) την, μετά την έγκριση της χρηματοδότησης των έργων αυτών, εκπόνηση πλήρων και ολοκληρωμένων μελετών για την κατασκευή, την οργάνωση, το συντονισμό, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατασκευής των έργων. Η αμοιβή της αναδόχου για την εκπόνηση των εισηγητικών μελετητικών προτάσεων, θα ανερχόταν σε 17.140.000 δρχ για το έργο του Συνεδριακού κέντρου και της αναστήλωσης Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη και σε 8.570.000 δρχ για το έργο του Κέντρου Υποδοχής και Αναπτυξιακών Πρωτοβουλιών Νεολαίας. Από κάθε ένα από τα ποσά αυτά το 35% θα καταβαλόταν εντός των προβλεπομένων από τις συμβάσεις προθεσμιών και το 65% εφόσον θα εγκρινόταν η χρηματοδότηση της κατασκευής. Η δε αμοιβή για την οργάνωση – συντονισμό – παρακολούθηση – έλεγχο κάθε έργου ορίσθηκε ότι θα ανέρχεται σε ποσοστό 8% (χωρίς τον Φ.Π.Α.) επί του συνολικού κόστους του έργου συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που θα απαιτηθούν. Ακολούθως, στις 11.5.1995 υπεγράφησαν στην Αθήνα, μεταξύ των συμβαλλομένων αντίστοιχες προσθήκες, με τις οποίες οριζόταν ότι «Όπου στην αναφερθείσα σύμβαση ανάθεσης έργου αναφέρονται οι λέξεις Ε.Ο.Κ., Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, Β΄ Πακέτο Ντελόρ, από τούδε και στο εξής προστίθενται οι λέξεις «ή το Ελληνικό Δημόσιο». Στη συνέχεια, με την 1485/10.5.1995 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος συγκροτήθηκε 5μελής «Επιτροπή Παρακολούθησης και Διαχείρισης Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος», ενώ με την 127/16.5.1995 απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η ίδια Επιτροπή ορίσθηκε υπόλογος διαχειριστής της χρηματοδότησης των εν λόγω έργων. Επίσης, με το από 10.5.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του Προέδρου της ως άνω Επιτροπής, Επισκόπου Κερνίτσης Λεοντίου και της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας εταιρείας συμφωνήθηκε ότι όλοι οι όροι, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απέρρεαν από τις προαναφερθείσες συμβάσεις δέσμευαν πλέον αφ’ ενός μεν την Επιτροπή που ενεργούσε ως εκπρόσωπος των φορέων των έργων και δεσμευτικά γι’ αυτούς και αφ’ ετέρου την ανάδοχο εταιρεία, η οποία υποχρεούτο πλέον να παρέχει τις υπηρεσίες της κυρίως προς την Επιτροπή. Η ενάγουσα, όπως ιστορείται στην αγωγή, παρέδωσε μέχρι την 29η Δεκεμβρίου 1997 τις ανωτέρω μελέτες, οι οποίες εγκρίθηκαν μαζί με τους πίνακες οφειλών της. Οι συμβάσεις αυτές, όμως, καταγγέλθηκαν ως άκυρες με την από 8-4-1998 απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 21-4-1998, ενώ ουδέποτε συντάχθηκαν πρωτόκολλα καλής εκτέλεσης και παραλαβής, ούτε ακολουθήθηκε ενδικοφανής διαδικασία. Στη συνέχεια, η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος τη με αρ. κατάθ. 8910/20.10.2000 αγωγή, ζητώντας να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.256.250.756 δραχμών και για τις 8 συμβάσεις, που συνήψε η ανωτέρω εταιρία με τα διάφορα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ανά την Ελλάδα. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την 1184/2005 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, ελλείψει δικαιοδοσίας. Έφεση της ενάγουσας κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε με την 5802/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε τη με αρ. ΑΓ 1294/8-10-2014 όμοια αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, από την οποία παραιτήθηκε στις 17-1-2017, ενώ ήδη στις 10-1-2017 άσκησε την κρινόμενη αγωγή με αριθμό καταχ. ΑΓ38/10.1.2017 στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο παρέπεμψε αυτή στο Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος που αφορά τις δύο ανωτέρω συμβάσεις κατά τα εκτεθέντα στην 1η σκέψη. Με το κατατεθέν στις 4-9-2020 υπόμνημά της η ενάγουσα, εξειδικεύοντας το ύψος των αξιώσεών της από τις εν λόγω συμβάσεις, ισχυρίζεται ότι: Α) από τη μεν σύμβαση για το Κέντρο Υποδοχής και Αναπτυξιακών Πρωτοβουλιών Νεολαίας, η οφειλή του εναγόμενου ανέρχεται σε 168.633.715 δρχ για την εκπόνηση μελετητικών προτάσεων προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς προκειμένου το εναγόμενο και το αντισυμβαλλόμενο ν.π.δ.δ. να χρηματοδοτηθούν και σε 207.648.305 δρχ για την κατασκευή, οργάνωση, το συντονισμό, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατασκευής του έργου και Β) από τη σύμβαση για το Συνεδριακό κέντρο και την αναστήλωση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη, η οφειλή του εναγόμενου ανέρχεται σε 403.564.900 δρχ για την εκπόνηση μελετητικών προτάσεων προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς προκειμένου το εναγόμενο και το αντισυμβαλλόμενο ν.π.δ.δ. να χρηματοδοτηθούν και σε 486.060.169 δρχ για την κατασκευή, οργάνωση, το συντονισμό, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατασκευής του έργου (άπαντα τα ποσά χωρίς Φ.Π.Α.). Συνολικά δε ισχυρίζεται ότι το εναγόμενο της οφείλει 1.265.907.089 δρχ (3.715.060 ευρώ), αφού αφαίρεσε την προκαταβολή που έλαβε από αυτό. Το ποσό αυτό η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει το εναγόμενο από την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, νομιμοτόκως κατά τα εκτεθέντα στην 2η σκέψη.

7. Επειδή, ήδη και ανεξαρτήτως του εάν η ενάγουσα μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει απ’ευθείας αγωγή για τις ανωτέρω προβαλλόμενες αξιώσεις της, ως προερχόμενες από την εκτέλεση των ένδικων συμβάσεων (βλ. ΣτΕ 3846/2015, 935/2015, 4896/2014, 3092/2012 κ.α.), οι τελευταίες έχουν, εν πάση περιπτώσει, καταγγελθεί από το εναγόμενο ν.π.δ.δ., γεγονός που αναφέρει και η ενάγουσα στην αγωγή της (σελ. 39 και 48 αυτής) αποδεχόμενη το γεγονός αυτό. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή μπορεί να εξετασθεί μόνο ως αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού της εναγόμενης Εκκλησίας εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας αφού η αρχική αιτία επί της οποίας στηρίχθηκε η αγωγή, δηλαδή οι ένδικες συμβάσεις δεν παράγουν πλέον αποτελέσματα, δηλαδή πρόκειται για αιτία που έληξε. Εξάλλου, η ενάγουσα έχει, εν πάση περιπτώσει, παραδώσει τουλάχιστον κάποιες από τις συμφωνηθείσες μελέτες προς το εναγόμενο ν.π.δ.δ., γεγονός που το τελευταίο δεν αρνείται και επομένως αυτό έχει καταστεί πλουσιότερο εις βάρος της περιουσίας της.

8. Επειδή, οι ένδικες αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό γεννήθηκαν, σύμφωνα με τις προαπαρατεθείσες διατάξεις του ν.δ. 496/1974, στο τέλος του έτους κατά το οποίο αυτές κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες, δηλαδή μετά την παράδοση των μελετών προς το εναγόμενο και αφού στη συνέχεια καταγγέλθηκαν οι οικείες συμβάσεις, δηλαδή από το τέλος του έτους 1998, οπότε άρχισε και η πενταετής παραγραφή κατά τις ίδιες διατάξεις. Ο χρόνος δε αυτής δεν διεκόπη με την έγερση το έτος 2000 της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διότι το τελευταίο δεν ήταν το αρμόδιο δικαστήριο, όπως απαιτείται με το άρθρο 51 περ. α΄ του ίδιου ν.δ., για την διακοπή της παραγραφής, με αποτέλεσμα η πενταετία να συμπληρωθεί στο τέλος του έτους 2003, δεδομένου ότι μέχρι τότε η ενάγουσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα διέκοπτε την παραγραφή. Κατά συνέπεια και όπως βασίμως προβάλλεται κατ’ένσταση από το εναγόμενο με τις από 6-3-3018 απόψεις του, οι προβαλλόμενες αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποκύψει σε παραγραφή.

9. Επειδή, κατ’ακολουθίαν η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της, είναι δε απορριπτέο το αίτημα του εναγόμενου ν.π.δ.δ., που προβλήθηκε με τις ανωτέρω απόψεις του, για επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης του εις βάρος της ενάγουσας, διότι αυτό δεν υποβλήθηκε σε έξοδα αφού δεν υπέβαλε υπόμνημα ούτε παραστάθηκε κατά την συζήτηση της υπόθεσης (βλ. αρθ. 275 του Κ.Δ.Δ. και Κώδικας Δικηγόρων - ν. 4194/2013).

Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α

Απορρίπτει την αγωγή.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 17-2-2021, όπου και δημοσιεύθηκε στις 25-2-2021, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.