ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 1920/2014
Πηγή : ΝοΒ 2014, 1539
Αριθμός Απόφασης : 1920
'Ετος : 2014
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1920/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαγεωργίου, Ηλ. Μάζος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.

Για να δικάσει την από 22 Μαρτίου 2008 αίτηση:

των: 1) *** και 19)***, κατοίκου Θεσσαλονίκης (***), η οποία παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο ***, που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον ***, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η άρνηση της Διοικήσεως να τους χορηγήσει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου στη θέση «***» *** Χαλκιδικής, η οποία εκδηλώθηκε σιωπηρώς με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της υπ' αριθμ. πρωτ. 139137/Α3/5.12.2007 σχετικής αιτήσεώς τους.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ηλ. Μάζου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων που παρέστησαν, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 2976854, 4032825/2008 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, που συμπληρώνεται με το από 7.1.2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της αρνήσεως της Διοικήσεως να χορηγήσει στους αιτούντες άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου στη θέση «***» *** Χαλκιδικής. Η προσβαλλόμενη άρνηση εκδηλώθηκε αρχικώς σιωπηρώς, με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή σχετικής αιτήσεως στις 5.12.2007, και εν συνεχεία ρητώς με την πράξη 51986/Α3/7.5.2009 του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

3. Επειδή, η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερο (***), έκτη (***), ενδέκατη (***), δωδέκατη (***), δέκατο τρίτο (***), δέκατη τέταρτη (***) και δέκατη όγδοη (***) αιτούντες, οι οποίοι δεν νομιμοποίησαν εντός της ταχθείσης κατά τη συζήτηση προθεσμίας την δικηγόρο, που υπογράφει το δικόγραφο και παρέστη στο ακροατήριο, με έναν από τους προβλεπόμενους στο νόμο τρόπους.

4. Επειδή, στο άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. 3 … 4. Κανένας δεν μπορεί, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5 …». Στο δε άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ' ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, διά την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας που περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε «γνωστής» θρησκείας. Κατά τα ήδη δε κριθέντα (ΣτΕ Ολομ. 4202/2012), είναι ανεκτές από τον συνταγματικό νομοθέτη διατάξεις της κοινής νομοθεσίας που προβλέπουν ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ως χώρου θρησκευτικής λατρείας ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι επιτρεπτή μόνον κατόπιν αδείας, η οποία χορηγείται στους ενδιαφερομένους από όργανο της Διοικήσεως κατά δεσμία αρμοδιότητα κατόπιν διαπιστώσεως, επί τη βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι αυτοί τελούν θρησκευτική λατρεία υπό τους όρους του Συντάγματος, λαμβανομένης υπ' όψιν και της φύσεως αυτών των όρων.

5. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 1 του αν. ν. 1363/1938 (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν. ν. 1672/1939 (Α΄ 123), ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Διά την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα διά Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β.Δ/τος ανεγειρόμενοι ή λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστώμενοι και λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισμάτων ή στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων κλείονται και σφραγίζονται υπό της οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών, … Διά του αυτού Δ/τος καθορισθήσονται τα της χορηγήσεως αδειών ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου. …». Κατ' επίκληση των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα της 20.5/2.6.1939 (Α΄ 220), με το άρθρο 1 παρ. 1 και 3 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Διά την έκδοσιν της υπό της παρ. 1 του άρθρου 1 του Α. Νόμου υπ' αριθμ. 1672/1939 προβλεπομένης αδείας προς ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναών, μη υπαγομένων εις τας διατάξεις της εκάστοτε κειμένης περί Ναών και εφημερίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος Νομοθεσίας, απαιτούνται τα εξής: α) Αίτησις τουλάχιστον πεντήκοντα οικογενειών κατά το μάλλον και ήττον προς αλλήλας γειτνιαζουσών και διαμενουσών εις περιφέρειαν ήτις κείται εις μεγάλην από υπάρχοντος ομοδόξου Ναού απόστασιν, εφ' όσον η εκπλήρωσις των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων δυσχεραίνεται εκ της από υπάρχοντος Ναού αποστάσεως. Ο περιορισμός του αριθμού των πεντήκοντα οικογενειών δεν ισχύει διά συνοικίας ή χωρία. β) Την αίτησιν αυτών υποβάλλουσιν αι οικογένειαι προς την οικείαν εκκλησιαστικήν αρχήν, υπογράφουσι δε οι αρχηγοί των οικογενειών, σημειούντες και τας διευθύνσεις των κατοικιών αυτών. Αι υπογραφαί επικυρούνται διά την γνησιότητα αυτών υπό του εν τη περιφερεία Αστυνομικού τμήματος, όπερ, μετ' επιτόπιον υπεύθυνον εξακρίβωσιν, βεβαιοί και ότι συντρέχουσιν οι λόγοι του προηγουμένου εδαφίου προς δεδικαιολογημένην έκδοσιν της απαιτουμένης αδείας. γ) Η οικεία Αστυνομική Αρχή αποφαίνεται επί της αιτήσεως ητιολογημένως, μεθ' ό διαβιβάζει αυτήν μετά της γνώμης αυτής εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, δυνάμενον να αποδεχθή την αίτησιν ή και να απορρίψη αυτήν, εάν κρίνη, ότι δεν συντρέχουσιν οι την ανέγερσιν ή λειτουργίαν νέου ναού επιβάλλοντες πραγματικοί λόγοι ή δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις του παρόντος. 2. … 3. Διά την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρμογήν, αι διατάξεις της παρ. 1 εδαφ. α΄ και β΄ του παρόντος, επαφιεμένης εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως, εάν συντρέχουσι ουσιαστικοί λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουσι διά του ποιμένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας ενυπόγραφον, κεκυρωμένην ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις του εδαφ. γ΄ της παρ. 4 του παρόντος άρθρου [νοουμένης προφανώς της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου 1 του από 20.5/2.6.1939 β.δ/τος, στο οποίο δεν υφίσταται παράγραφος 4, βλ. αντί άλλων, ΣτΕ Ολομ. 4202/2012]». Ο δε ν. 3467/2006 (Α΄ 128) όρισε συναφώς στο άρθρο 27 τα εξής: «Για την ίδρυση, ανέγερση ή λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαιτείται άδεια ή γνώμη της οικείας εκκλησιαστικής αρχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέμα, καταργείται …».

6. Επειδή, όπως κρίθηκε ήδη με την απόφαση 4202/2012 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος : α) το άρθρο 1 του αν. ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν. ν. 1672/1939, καθ' ο μέρος ορίζει ότι για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος χορηγείται άδεια σύμφωνα με διατάξεις που καθορίζονται με σχετικό διάταγμα, και β) οι διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου εκδοθέντος β.δ/τος της 20.5/2.6.1939, καθ' ο μέρος καθιστούν αποκλειστικώς αρμόδιο για τη χορήγηση της εν λόγω αδείας τον έχοντα γενική αρμοδιότητα επί των υποθέσεων των Θρησκευμάτων Υπουργό (άνευ συμπράξεως εκκλησιαστικής ή άλλης αρχής) και περαιτέρω ορίζουν ότι η άδεια χορηγείται κατ' αίτηση ενδιαφερομένων. Αντιθέτως, αντιβαίνει στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α., ως ανεπίτρεπτα περιοριστική της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 εν λόγω β.δ/τος, καθ' ο μέρος : α) εξαρτά τη χορήγηση της αδείας από την κρίση του Υπουργού περί συνδρομής «ουσιαστικών λόγων» που επιβάλλουν την ανέγερση ή τη θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, διότι θεσπίζει μια πρόσθετη προϋπόθεση, που δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και δεν συνιστά αναγκαίο κατά την Ε.Σ.Δ.Α. μέτρο προστασίας δημοσίου αγαθού, αναγνωρίζοντας μάλιστα στον Υπουργό τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τη χορήγηση της αδείας (βλ. και παρ. 1 εδαφ. γ΄ του ίδιου άρθρου 1 του β.δ/τος, στο οποίο η παρ. 3 παραπέμπει), εάν εκτιμά ότι ο ευκτήριος οίκος δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες ενδιαφερομένων κατοικούντων στη συγκεκριμένη περιοχή, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών είτε λόγω της δυνατότητάς τους να ασκούν κατ' άλλο τρόπο τα καθήκοντα της θρησκευτικής λατρείας τους, και β) επιβάλλει, συναφώς, στους ενδιαφερόμενους να δηλώνουν στην αίτησή τους τόπο κατοικίας εντός συγκεκριμένης περιοχής και να αποτείνονται αποκλειστικώς και μόνον στον εντόπιο δήμαρχο ή πρόεδρο της Κοινότητας προς επικύρωση του γνησίου της υπογραφής τους, κατά παρέκκλιση των γενικώς ισχυουσών σχετικών διατάξεων. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις του β.δ/τος της 20.5/2.6.1939 δεν εφαρμόζονται. Το σύστημα, όμως, προληπτικού διοικητικού ελέγχου, το οποίο απορρέει από το άρθρο 1 του αν. ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του αν. ν. 1672/1939, σε συνδυασμό με εκείνες τις διατάξεις του β.δ/τος της 20.5/2.6.1939 που δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ε.Σ.Δ.Α., και αποσκοπεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα για την άσκηση θρησκευτικής λατρείας, προς χορήγηση αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου, είναι εφαρμοστέο από τη Διοίκηση και τους ενδιαφερόμενους. Και τούτο διότι δεν καθίσταται ούτε αντισυνταγματικό ή αντίθετο προς την Ε.Σ.Δ.Α. στο σύνολό του ούτε πρακτικώς ανεφάρμοστο εκ του γεγονότος ότι δεν εφαρμόζονται οι αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την Ε.Σ.Δ.Α. διατάξεις του ως άνω β.δ/τος.

7. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 13 του Συντάγματος είναι ελεύθερη η άσκηση της λατρείας, της εξωτερικής δηλαδή εκδήλωσης της πίστεως με ορισμένες πανηγυρικές πράξεις εφ' όσον πρόκειται περί λατρείας «γνωστής θρησκείας» κατά την έννοια του Συντάγματος και δεν προσβάλλονται η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη διά των συγκεκριμένων πράξεων λατρείας, και όταν γίνεται δημοσίως και απαιτείται επί πλέον για το σκοπό αυτό η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία θρησκευτικού κτιρίου (ναού ή ευκτηρίου οίκου). Τελεί, όμως, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, η ελευθερία της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων (ελευθερία της λατρείας) υπό τους όρους των (ουσιαστικών και τυπικών) νόμων γενικής εφαρμογής, με τους οποίους επιδιώκονται σκοποί δημοσίου συμφέροντος σε εκτέλεση άλλων συνταγματικών διατάξεων (όπως π.χ. οι φορολογικοί νόμοι ή οι νόμοι περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, επιτάξεων, σχεδίων πόλεων, ρυμοτομίας και δημόσιας υγείας, πρβλ. ΣτΕ 906/1948 ως προς την παρακώλυση της ασκήσεως της λατρείας λόγω της εφαρμογής διατάξεων «νόμων γενικού περιεχομένου» πρβλ. επίσης για την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και τους νόμους γενικής εφαρμογής υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος, ΣτΕ 2706/1977 Ολομ., 582/2011). Ειδικότερα, η ανέγερση και η θέση σε λειτουργία θρησκευτικού κτιρίου, ως μερικότερες εκδηλώσεις της ελευθερίας της λατρείας, προϋποθέτουν την ύπαρξη ή νόμιμη ανέγερση του κατάλληλου χώρου, σύμφωνα με τις πολεοδομικές και άλλες διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 721/1969), και υπόκεινται, μεταξύ άλλων, στις ρυθμίσεις και τους περιοριστικούς όρους της σχετικής με τις χρήσεις γης και τις χρήσεις των κτιρίων και των τμημάτων αυτών χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, εν όψει των οριζομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, κατά την οποία διάταξη «η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης» (πρβλ. ΣτΕ 2308/2000). Οίκοθεν δε νοείται ότι κατά την άσκηση της εξουσίας ρυθμίσεως των χρήσεων γης και των χρήσεων των κτισμάτων και των τμημάτων αυτών ο τυπικός νομοθέτης ή, κατά περίπτωση, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν μπορούν να καθιστούν αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την συνταγματικώς κατοχυρωμένη άσκηση της ελευθερίας της λατρείας ούτε απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και αρχές.

8. Επειδή, τις κατηγορίες των χρήσεων γης στις περιοχές εφαρμογής των γενικών πολεοδομικών σχεδίων καθόρισε ο κανονιστικός νομοθέτης, σύμφωνα με την γενική ή ειδική πολεοδομική λειτουργία τους, με το π.δ. της 23.2/6.3.1987 («Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης», ΦΕΚ Δ΄ 166). Μεταξύ των κατηγοριών χρήσεων γης, σύμφωνα με την ειδική πολεοδομική λειτουργία τους, προβλέπονται και οι «Θρησκευτικοί Χώροι» (άρθρο 1 παρ. Β περ. 13, βλ. άρθρο 230 παρ. Β περ. 13 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας ΚΒΠΝ π.δ. της 14/27.7.1999, ΦΕΚ Δ΄ 580), χρήση, η οποία επιτρέπεται κατ' αρχήν στις περιοχές «αμιγούς κατοικίας», «γενικής κατοικίας», «πολεοδομικού κέντρου κ.λπ.» και «τουρισμού αναψυχής». Ειδικώς δε ως προς τα γήπεδα τα κείμενα εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 οικισμών των στερουμένων ρυμοτομικού σχεδίου, τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε περιοχή εφαρμογής γενικού πολεοδομικού σχεδίου, ορίζονται στο άρθρο 12 του π.δ/τος της 6/17.10.1978 (ΦΕΚ Δ΄ 538 άρθρο 176 του ΚΒΠΝ -, η οποία διάταξη δεν εθίγη με το νεώτερο σχετικό διάταγμα της 24/31.5.1985, ΦΕΚ Δ΄ 270) τα εξής: «Επιτρέπεται η ανέγερσις Ιερών Ναών επί γηπέδων επιφανείας τουλάχιστον 500 τετραγωνικών μέτρων. Το κτίριον του Ναού δεν δύναται να καταλαμβάνη επιφάνειαν μεγαλυτέραν του 0,20% της επιφανείας του γηπέδου. Αι αποστάσεις του κτιρίου εκ των ορίων του γηπέδου ορίζονται εις πέντε (5) μέτρα τουλάχιστον. Η αρχιτεκτονική μελέτη του κτιρίου δέον να εγκρίνεται υπό της αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Εν συνεχεία, η ανωτέρω κανονιστική διάταξη συμπληρώθηκε με το άρθρο 5 παρ. 15 περ. α΄ του ν. 2940/2001 (Α΄ 180) ως εξής: «Ειδικά η ανέγερση ιδιωτικών Ιερών Ναϋδρίων σε γήπεδα εκτός σχεδίου επιτρέπεται εφόσον αυτά (τα γήπεδα) έχουν την επιτρεπόμενη για την περιοχή αρτιότητα. Το κτίριο του Ναϋδρίου δεν μπορεί να καταλαμβάνει επιφάνεια μεγαλύτερη των 50 τ.μ. συμπεριλαμβανομένων και των βοηθητικών χώρων (χώροι υγιεινής, πανηγυρόσπιτο ή κελί), οι οποίοι βοηθητικοί χώροι δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα 10 τ.μ.». Όρισε δε περαιτέρω η νεώτερη νομοθετική διάταξη τα ακόλουθα: «β. Για οποιαδήποτε άλλη οικοδομικού χαρακτήρα παρέμβαση στον περιβάλλοντα το Ναΰδριο χώρο πανηγυρόσπιτο ή κελί, χώρος υγιεινής, διαμόρφωση ανάπλαση εξωτερικών χώρων κ.λπ.) εκδίδεται χωριστή οικοδομική άδεια από τις κατά τόπο πολεοδομικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τις γενικές και ειδικές πολεοδομικές διατάξεις που διέπουν κάθε περιοχή. Το "πανηγυρόσπιτο" ή "κελί" δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα τ.μ. συμπεριλαμβανομένου και ενός χώρου υγιεινής, το δε ύψος του τα 3,50 μέτρα. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από τις 10.7.2001». Εξ άλλου, το τροποποιητικό των όρων και περιορισμών δόμησης των γηπέδων των κειμένων εκτός ρυμοτομικών σχεδίων και εκτός ορίων οικισμών π.δ. της 24/31.5.1985 (ΦΕΚ Δ΄ 270) περιλαμβάνει στο μεν άρθρο 1 γενικές ρυθμίσεις, στο δε άρθρο 6 ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης για την ανέγερση κατοικιών (βλ. αντιστοίχως άρθρα 162 και 167 του ΚΒΠΝ).

9. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του π.δ/τος της 6/17.10.1978, η οποία, όπως τροποποιήθηκε κατά τα προεκτεθέντα, επιτρέπει κατ' αρχήν την ανέγερση «ιερών ναών» και «ιδιωτικών ιερών ναϋδρίων» σε περιοχές εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών, ερμηνευομένη υπό το φως της αρχής της ισότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας, καταλαμβάνει και εφαρμόζεται αναλόγως προκειμένου περί των «ευκτηρίων οίκων», που προορίζονται για την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων περιορισμένου κατ' αρχήν κύκλου προσώπων (πρβλ. ΣτΕ 1016/1963, 549/1991 για την έννοια των ευκτηρίων οίκων, βλ. ΣτΕ 34/1958, 549/1991 και Άρειος Πάγος Ολομέλεια 20/2001).

10. Επειδή, εξ άλλου, διατάξεις για τη χρήση των κτιρίων περιελάμβανε ο ισχύων κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ν. 1577/1985, Α΄ 210) και ο εκδοθείς κατ' εξουσιοδότησή του Κτιριοδομικός Κανονισμός (απόφαση Αναπληρωτού Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων 3046/304/30.1.1989, ΦΕΚ Δ΄ 59/3.2.1989). Ειδικότερα, ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, σκοπός του οποίου είναι, κατά το άρθρο 1 αυτού (άρθρο 241 ΚΒΠΝ), «ο καθορισμός όρων, περιορισμών και προϋποθέσεων για την εκτέλεση οποιασδήποτε κατασκευής εντός ή εκτός των εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, ώστε να προστατεύεται το φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό περιβάλλον, καθώς και να εξυπηρετείται το κοινωνικό συμφέρον», όριζε συναφώς στο άρθρο 5 (άρθρα 329 παρ. 5 και 381 ΚΒΠΝ) το οποίο εφαρμοζόταν και σε περιοχές εκτός εγκεκριμένου σχεδίου, άρθρο 28 παρ. 2 του νόμου (445 ΚΒΠΝ) τα εξής: «1. Δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται η σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χρήση του κτιρίου ή μέρους αυτού και οι διαστάσεις των χώρων κοινής χρήσης χωρίς προηγούμενη σχετική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, εφόσον η μεταβολή αυτή θίγει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι μεταβολές που δεν υπάγονται στην απαγόρευση αυτή. 2. Η παράβαση της προηγούμενης παραγράφου συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων για τις αυθαίρετες κατασκευές». Τις περιπτώσεις μεταβολής της χρήσεως κτιρίου χωρίς προηγούμενη οικοδομική άδεια προέβλεψε η εκδοθείσα κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, της διατάξεως του άρθρου 5 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού απόφαση 48669/2886/16.6.1989 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Δ΄ 437/16.6.1989)? ορίζονται με την εν λόγω υπουργική απόφαση (άρθρο μόνον) ειδικότερα τα ακόλουθα: «1. Επιτρέπεται να μεταβάλλονται η σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χρήση του κτιρίου ή μέρους αυτού καθώς και οι διαστάσεις των χώρων του που προορίζονται για κοινή χρήση, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής οικοδομικής άδειας από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, εφόσον η νέα χρήση ή η μεταβολή των διαστάσεων: α. Δεν αντίκειται στις γενικές ή ειδικές Πολεοδομικές διατάξεις ή σε όρους και περιορισμούς δόμησης που ισχύουν στην περιοχή. β. Δεν αντίκειται στις διατάξεις κτιριοδομικού κανονισμού. γ. Δεν συνεπάγεται μεταβολή τιμής μονάδας όγκου από την κατηγορία του κτιρίου στην οποία ανήκει. δ. Δεν δημιουργούνται πρόσθετες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. 2. Η προηγούμενη παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν για την αλλαγή της χρήσεως απαιτείται η εκπόνηση νέας μελέτης ή η χορήγηση εγκρίσεως από αρμόδιους φορείς ή η εκτέλεση νέων εργασιών εκτός από τις εργασίες για τις οποίες δεν απαιτείται άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 52 του ΝΔ. 17.7.23 ή της παραγρ. 1 του άρθρου 22 του Ν. 1577/85 ή εάν δεν συνεπάγεται μεταβολή των φορτίων και γενικά των δυνάμεων που επενεργούν στο κτίριο». Κατά τα προβλεπόμενα δε στο άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1577/1985 (327 ΚΒΠΝ), αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του είναι «η κατά τόπους πολεοδομική υπηρεσία». Τέλος, με τον Κτιριοδομικό Κανονισμό (άρθρο 3, ήδη 346 ΚΒΠΝ) τα κτίρια ή τα τμήματά τους ταξινομούνται σύμφωνα με τη χρήση τους σε κατηγορίες (κατοικία, προσωρινή διαμονή, συνάθροιση κοινού, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική πρόνοια κ.λπ.). Στην κατηγορία της κατοικίας περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για να παρέχουν στους ενοίκους τους χώρους κατάλληλους τουλάχιστον για ύπνο και σωματική υγιεινή και καθαριότητα, όπου οι ένοικοί τους διαμένουν μόνιμα ή εποχιακά (κτίρια τριών ή περισσοτέρων διαμερισμάτων, μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες, κοινόβια), ενώ στην κατηγορία της προσωρινής διαμονής περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για να παρέχουν στους ενοίκους τους κατάλληλους χώρους για ύπνο και σωματική υγιεινή και καθαριότητα, εφ' όσον δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες κατοικίας, υγείας και κοινωνικής πρόνοιας και σωφρονισμού (ξενοδοχεία, ξενώνες, οικοτροφεία και κοιτώνες για υγιή άτομα ηλικίας έξι ετών ή μεγαλύτερης). Στην κατηγορία της συνάθροισης κοινού, στην οποία ανήκουν κατά τη ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού και οι ναοί, περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για τη συνάθροιση πενήντα τουλάχιστον ατόμων μεταξύ άλλων για θρησκευτικές εκδηλώσεις. Προβλέπεται δε ότι όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων έχουν τέτοια χρήση, ώστε να μη μπορούν να ταξινομηθούν σε καμία από τις ειδικώς ρυθμιζόμενες από το άρθρο 3 του Κανονισμού κατηγορίες, κατατάσσονται στην κατηγορία «Λοιπές χρήσεις». Ανάλογα με τη χρήση του κτιρίου υπολογίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κτιριοδομικού Κανονισμού, και ο «πληθυσμός» του, ήτοι, κατά το άρθρο 2 αυτού, «ο μέγιστος αριθμός ατόμων που επιτρέπεται να βρεθούν μέσα στο κτίριο» (άρθρα 347 και 345 του ΚΒΠΝ αντιστοίχως).

11. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού επιβάλλεται κατ' αρχήν η υποχρέωση χρήσεως του κτιρίου ή των τμημάτων αυτού σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της οικείας οικοδομικής αδείας. Περαιτέρω, απαιτείται προηγούμενη άδεια της πολεοδομικής αρχής για τη μεταβολή της χρήσεως του κτιρίου ή των τμημάτων αυτού, ορίζονται δε κανονιστικώς οι περιπτώσεις επιτρεπτής μεταβολής της χρήσεως χωρίς προηγούμενη σχετική άδεια. Εξ άλλου, ο Κτιριοδομικός Κανονισμός διακρίνει σαφώς μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών χρήσεων των κτιρίων, ήτοι μεταξύ άλλων της χρήσεως της κατοικίας, της χρήσεως της συνάθροισης κοινού, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ναοί οι προοριζόμενοι για τη συνάθροιση πενήντα τουλάχιστον ατόμων, και τέλος της κατηγορίας των «λοιπών χρήσεων». Προκύπτει, συνεπώς, από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη ότι δεν είναι επιτρεπτή η ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ανεξαρτήτως του αριθμού των ατόμων, τις λατρευτικές ανάγκες των οποίων προορίζεται να εξυπηρετήσει, σε κτίριο, το οποίο έχει, σύμφωνα με την οικεία οικοδομική άδεια, χρήση κατοικίας εκτός αν βεβαιώνεται αρμοδίως ότι συντρέχει περίπτωση αλλαγής χρήσεως χωρίς να απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, κατά τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω υπουργική απόφαση 48669/2886/16.6.1989.

12. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την από 2.10.2002 «αναφορά αίτηση» (αριθμός πρωτοκόλλου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 2885/Α3/14.1.2003) έντεκα ενδιαφερόμενοι, κατά δήλωσή τους βουδιστές, μεταξύ των οποίων και οι ***, *** και *** (πρόκειται, κατά τα προβαλλόμενα, για τους ήδη δεύτερο, τρίτο και δέκατο έβδομο αιτούντες), εκδήλωσαν στη Διοίκηση την πρόθεσή τους να θέσουν σε λειτουργία «ησυχαστήριο» σε ακίνητο στη θέση «***» του *** Χαλκιδικής, «με τρόπο που προσιδιάζει στις μοναστικές, λατρευτικές και διαλογιστικές παραδόσεις» της βουδιστικής θρησκείας και συγκεκριμένα με τη μελέτη, την άσκηση και το διαλογισμό στα πλαίσια οργανωμένου κοινοβιακού βίου. Στους κύκλους μελετών, που καθοδηγούνται πνευματικά από θρησκευτικό λειτουργό, δεν μπορούν, κατά την ανωτέρω «αναφορά αίτηση», να συμμετέχουν όσοι δεν διαμένουν στον χώρο και δεν συμμετέχουν στην κοινοβιακή ζωή. Κατά τα περαιτέρω αναφερόμενα, το εν λόγω ακίνητο είναι διαμορφωμένο σύμφωνα με την άδεια 337/1990 της Πολεοδομίας Πολυγύρου και περιλαμβάνει χώρους διαμονής (δωμάτια), κοινής εστίασης, κοινών τελετουργικών εκδηλώσεων, αυτοτελή χώρο διαμονής του θρησκευτικού λειτουργού καθώς και χώρους υποδοχής και γραφείου. Αν και οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν ότι για τη λειτουργία του «ησυχαστηρίου» δεν απαιτείται άδεια, ζήτησαν, πάντως, από την Αρχή να τους γνωρίσει αν πρέπει να τηρηθούν τυχόν πρόσθετοι τύποι. Με το έγγραφο 110182/Α3/10.10.2005 της Διεύθυνσης Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η Διοίκηση εγνώρισε στους ενδιαφερομένους, μέσω της πληρεξουσίου δικηγόρου τους, η οποία και συνυπέγραφε την ανωτέρω «αναφορά αίτηση», ότι, σύμφωνα με την γνωμοδότηση 236/2005 της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το αίτημά τους αφορούσε την ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου ή τη λειτουργία χώρου για τη διενέργεια σεμιναρίων, και ότι, ως εκ τούτου, απαιτείται κατά το νόμο διοικητική άδεια, εκλήθησαν δε κατόπιν τούτου οι εν λόγω να υποβάλουν αρμοδίως σχετικό αίτημα με τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά. Εν συνεχεία, ο πρώτος αιτών ζήτησε τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου με τίτλο «Κέντρο Βουδιστικών Μελετών Κάρμα Ριγκ Ντρολ Λινγκ» στην ως άνω θέση «***» του *** Χαλκιδικής με την από 25.10.2007 αίτηση (αριθμός πρωτοκόλλου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 139137/Α3/5.12.2007), με την οποία συνυπεβλήθησαν «ομολογία πίστης» και κατάλογος των «μελών» της θρησκευτικής κοινότητας, μεταξύ των οποίων και οι λοιποί αιτούντες. Η Διοίκηση, επικαλουμένη την γνωμοδότηση 121/2008 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεση της χορήγησης της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου είναι η τήρηση των κανόνων της πολεοδομικής νομοθεσίας, επεσήμανε στον πρώτο αιτούντα ότι απαιτείται να προσκομισθεί η σχετική «πολεοδομική άδεια» (έγγραφο 108724/Α3/22.8.2008). Πράγματι οι αιτούντες υπέβαλαν, μέσω της πληρεξουσίου δικηγόρου τους (από 5.2.2009 επιστολή), αντίγραφο της 337/1990 οικοδομικής αδείας της Νομαρχίας Χαλκιδικής καθώς και την υπ' αριθμ. 15/4600/12.12.2008 «βεβαίωση χρήσεων γης» της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, κατά την οποία η ως άνω οικοδομική άδεια εκδόθηκε για έκταση (γήπεδο) στην εκτός οικισμού περιοχή (θέση «***») του Δημοτικού Διαμερίσματος *** του Δήμου ***, για την οποία δεν έχουν καθοριστεί χρήσεις γης. Κατόπιν αυτών, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων υπέβαλε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής τρία ερωτήματα (έγγραφο 33857/Α3/24.3.2009) και ειδικότερα α) αν είναι επιτρεπτή η ανέγερση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου στην κατά τα ανωτέρω περιοχή σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις, β) αν έχουν νόμιμη οικοδομική άδεια οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις της αστικής εταιρείας με την επωνυμία «Κέντρο Βουδιστικών Μελετών Κάρμα Ριγκ Ντρολ Λινγκ», επ' ονόματι της οποίας είχε εκδοθεί η προσκομισθείσα από τους αιτούντες 337/1990 οικοδομική άδεια, και γ) αν μπορεί να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει ο «προτεινόμενος» από τους αιτούντες ευκτήριος οίκος. Σε απάντηση των ανωτέρω ερωτημάτων, με το υπ' αριθμ. 15/1475/6.4.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας (Τμήμα Πολεοδομικών και Χωροταξικών Σχεδίων) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής η νομαρχιακή πολεοδομική αρχή εγνώρισε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων τα εξής: «Η 337/1990 οικοδομική άδεια … περιλαμβάνει συγκρότημα ιδιωτικών κατοικιών, σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δόμησης των άρθρων 1 και 6 του ΠΔ 24-5-85 (ΦΕΚ 270 Δ΄/85 [περί όρων δομήσεως εκτός σχεδίου]) και όχι την κατασκευή Ιερού Ναού (ο όρος ευκτήριος οίκος δεν περιλαμβάνεται στην πολεοδομική νομοθεσία για την εκτός σχεδίου δόμηση) σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δόμησης του άρθρου του ΠΔ 24-5-85 και του άρθρου 12 ΠΔ 6-10-78 (ΦΕΚ 538 Δ΄/78 [βλ. ανωτέρω σκέψη 8]), όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παρ. 15α του άρθρου 5 του ν. 2940/01. Συνεπώς δεν επιτρέπεται η μεταβολή της χρήσης των κτιριακών εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται στην παραπάνω οικοδομική άδεια σε ευκτήριο οίκο, παρά μόνο μετά από σχετική άδεια του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσής μας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ΓΟΚ, εφόσον βέβαια πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η έγκριση της αρχιτεκτονικής μελέτης από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (βλ. άρθρο 12 ΠΔ 6-10-78). Σημειώνουμε ότι στην περιοχή που βρίσκεται η έκταση της αρ. 337/90 οικοδομικής άδειας εκπονείται η μελέτη του ΓΠΣ Δήμου Πολυγύρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2508/1997 και ενδέχεται να επιβληθούν περιορισμοί στις επιτρεπόμενες χρήσεις και τους όρους δόμησης με την έγκριση του ΓΠΣ του από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας [Κεντρικής] Μακεδονίας. Στις προτάσεις του Β1 σταδίου της παραπάνω μελέτης ΓΠΣ … δεν περιλαμβάνεται η χρήση του ευκτηρίου οίκου στις επιτρεπόμενες χρήσεις για την περιοχή αυτή (ΠΕΠ Προστασίας δάσους και δασικών εκτάσεων σύμφωνα με την πρόταση της μελέτης αυτής)». Εξ άλλου, σε απάντηση σε σχετικό ερώτημα της Υπηρεσίας (έγγραφο 33859/Α3/24.3.2009), ο πρώτος αιτών διευκρίνισε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ότι ο ευκτήριος οίκος, για την ίδρυση και λειτουργία του οποίου ζητήθηκε η άδεια, επρόκειτο να στεγασθεί στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις της προμνησθείσης αστικής εταιρείας (έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου του Υπουργείου 41382/Α3/9.4.2009). Εκδόθηκε, τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση 51086/Α3/7.5.2009 του Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία απερρίφθη το επίδικο αίτημα χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου «για τους παρακάτω λόγους: α) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις ιδίως δε του άρθρου 1 παρ. 1 του ΒΔ της 20-5/2-6-39, αφού τόσο ο Ποιμένας όσο και 18 από τα 19 μέλη που προσυπογράφουν την αίτηση δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Χαλκιδικής όπου και προτείνουν την εγκατάσταση και λειτουργία του Ευκτήριου Οίκου. Οι προσυπογράφοντες διαμένουν μόνιμα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου και μπορούν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αφού στις εν λόγω πόλεις έχουν εγκριθεί και λειτουργούν Ευκτήριοι Οίκοι της Βουδιστικής Θρησκείας. β) Η στέγαση του προτεινόμενου Ευκτήριου Οίκου στη θέση "***" στο *** Χαλκιδικής, στο υφιστάμενο συγκρότημα ιδιωτικών ισόγειων κατοικιών της αστικής εταιρείας με την επωνυμία "Κέντρο Βουδιστικών Μελετών Κάρμα Ριγκ Ντρολ Λινγκ" σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δόμησης των άρθρων 1 και 6 του ΠΔ 24-5-85 (ΦΕΚ 270 Δ΄) και του άρθρου 12 ΠΔ 6-10-78 (ΦΕΚ 538 Δ΄), όπως αυτό συμπληρώθηκε με την παρ. 15α του ν. 2940/01 δεν είναι εφικτή, καθόσον η αριθμ. 337/1990 οικοδομική άδεια αφορά ιδιωτικές κατοικίες και όχι ειδικά κτίρια όπως βιομηχανίες, εργοστάσια, Σχολεία, Ευκτήριοι Οίκοι ή Ναοί. Από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της Υπηρεσίας από την αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία Χαλκιδικής προκύπτει με σαφήνεια ότι στην περιοχή που αιτούνται την άδεια δεν περιλαμβάνεται η χρήση γης για ανέγερση ή λειτουργία Ευκτήριων Οίκων».

13. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ως προς το πρώτο σκέλος της, κατά το μέρος δηλαδή που απορρίπτεται το επίδικο αίτημα με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη των ήδη αιτούντων για την ίδρυση και λειτουργία του ευκτηρίου οίκου στη περιοχή *** Χαλκιδικής, εφ' όσον δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, όπου και κατοικούν. Και τούτο διότι η διοικητική αρχή εξήρτησε τη χορήγηση της αδείας από τη συνδρομή ουσιαστικών λόγων (πραγματικής ανάγκης των ενδιαφερομένων) κατ' εφαρμογήν κανονιστικών διατάξεων (άρθρα 1 παρ. 1 εδαφ. γ΄ και παρ. 3 του από 20.5/2.6.1939 β.δ/τος), οι οποίες, όμως, αντίκεινται στο Σύνταγμα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην έκτη σκέψη.

14. Επειδή, περαιτέρω, νομίμως κατ' αρχήν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εξετάσθηκε το επίδικο αίτημα χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου και από της απόψεως της τηρήσεως των, σχετικών με τις χρήσεις της γης και των κτιρίων, γενικών και ειδικών διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας, αρμοδίως δε επελήφθη και του ειδικοτέρου τούτου ζητήματος ο Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ως αρμόδια κατά το νόμο αρχή για τη χορήγηση της άδειας (βλ. τις παρατιθέμενες στην πέμπτη σκέψη διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 και 7 της κοινής απόφασης ΣΤ5/5557/19.1.2009 του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ΦΕΚ Β΄ 68/21.1.2009), ο οποίος μάλιστα έλαβε υπ' όψιν τη σχετική αλληλογραφία με την πολεοδομική υπηρεσία. Κατά το μέρος, όμως, που απορρίπτεται το επίδικο αίτημα για το λόγο ότι δεν προβλέπεται στην περιοχή «η χρήση γης για την ανέγερση ή λειτουργία ευκτηρίων οίκων», η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως, όπως βασίμως προβάλλεται. Και τούτο διότι από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως τα ανωτέρω υπ' αριθμ. 15/4600/12.12.2008 και 15/1475/6.4.2009 έγγραφα της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής, των οποίων γίνεται μνεία στο προοίμιο της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι δεν είχε εγκριθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο γενικό πολεοδομικό σχέδιο για την εκτός σχεδίου περιοχή, στην οποία ευρίσκεται το επίμαχο γήπεδο, και ότι, συνεπώς, ήταν εφαρμοστέες οι γενικές διατάξεις του άρθρου 12 του από 6/17.10.1978 π.δ/τος που επιτρέπουν, κατ' αρχήν και υπό προϋποθέσεις, την ανέγερση ευκτηρίων οίκων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ένατη σκέψη.

15. Επειδή, το επίδικο αίτημα απερρίφθη και με την αιτιολογία ότι δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση άδειας για την ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου σε κτιριακές εγκαταστάσεις, η οικοδομική άδεια των οποίων προέβλεπε τη χρήση συγκροτήματος ιδιωτικών κατοικιών. Η αιτιολογία αυτή, η οποία ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου, είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σκέψη 11), νόμιμη και επαρκής, εφ' όσον μάλιστα δεν συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση επιτρεπτής μεταβολής της κατά την οικοδομική άδεια χρήσεως των ανωτέρω εγκαταστάσεων σε χρήση ευκτηρίου οίκου χωρίς προηγούμενη άδεια της πολεοδομικής υπηρεσίας, αφού, όπως ορθώς επεσήμανε η Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Χαλκιδικής με το υπ' αριθμ. 15/1475/6.4.2009 έγγραφο, για την ανέγερση ευκτηρίου οίκου (και για την ταυτότητα του λόγου, για την μετατροπή υφισταμένου κτιρίου άλλης χρήσεως σε ευκτήριο οίκο) απαιτείται και η έγκριση της σχετικής αρχιτεκτονικής μελέτης από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (βλ. άρθρο 12 του π.δ/τος της 6/17.10.1978 σε συνδυασμό με την προπαρατεθείσα σκέψη 10 - παράγραφο 2 του άρθρου μόνου της απόφασης 48669/2886/16.6.1989 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατά την οποία δεν είναι επιτρεπτή η χωρίς προηγούμενη οικοδομική άδεια μεταβολή της χρήσης του κτιρίου ή μέρους αυτού «εάν για την αλλαγή της χρήσεως απαιτείται η εκπόνηση νέας μελέτης ή η χορήγηση εγκρίσεως από αρμόδιους φορείς»). Είναι, εξ άλλου, ο επίδικος περιορισμός της ελευθερίας της λατρείας σύμφωνος και με το άρθρο 9 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. εφ' όσον προβλέπεται από το νόμο (βλ. τις διατάξεις που παρατίθενται στη δέκατη σκέψη) και εξυπηρετεί σκοπούς από τους προβλεπομένους στην διάταξη αυτή της διεθνούς συμβάσεως, και ειδικότερα την προστασία της δημόσιας τάξης και των δικαιωμάτων και των ελευθεριών άλλων (πρβλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2004, Βέργος κατά Ελλάδας, αριθμός προσφυγής 65501/01, σκέψη 32). Συνιστά δε πρόσφορο και αναγκαίο περιοριστικό μέτρο, δοθέντος μάλιστα ότι οι αιτούντες δεν είχαν την εύλογη προσδοκία για τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου σε κτιριακές εγκαταστάσεις, η οικοδομική άδεια των οποίων προέβλεπε τη χρήση κατοικίας, ενώ, εξ άλλου, δεν εκωλύοντο οι εν λόγω να επιδιώξουν τη μεταβολή της χρήσεως τηρώντας τη διαγραφομένη από τις οικείες διατάξεις διαδικασία. Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Απορριπτέοι ως ερειδόμενοι επί ανακριβούς προϋποθέσεως είναι, περαιτέρω, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι εσφαλμένως εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση οι περί ευκτηρίων οίκων διατάξεις της νομοθεσίας εφ' όσον το επίδικο αίτημα αφορούσε τη λειτουργία «ησυχαστηρίου». Και τούτο διότι η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση υπουργική απόφαση 51986/Α3/7.5.2009 εκδόθηκε επί της από 25.10.2007 αιτήσεως του πρώτου αιτούντος (αριθμός πρωτοκόλλου Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 139137/Α3/5.12.2007) για τη χορήγηση αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου. Τέλος, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι οι αυτοτελείς λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι δεν προβάλλονται με κύριο δικόγραφο αλλά με το από 1.11.2013 υπόμνημα που κατατέθηκε εντός της ταχθείσης κατά τη συζήτηση προθεσμίας.

16. Επειδή, κατόπιν τούτων, δηλαδή εφ' όσον η προσβαλλόμενη άρνηση ευρίσκει νόμιμο και επαρκές έρεισμα αυτοτελώς στην ανωτέρω αιτιολογία, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή στη νομιμότητα αυτής το γεγονός ότι τα λοιπά σκέλη της αιτιολογίας δεν είναι νόμιμα (βλ. σκέψεις 13 και 14), η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και ως προς τους νομίμως παραστάντες αιτούντες.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και

Επιβάλλει στους αιτούντες συμμέτρως τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Μαΐου 2014.

Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος  Ο Γραμματέας

Ε. Σαρπ  Ν. Αθανασίου

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.