ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 473/2015
Αριθμός Απόφασης : 473
'Ετος : 2015
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


 Αριθμός 473/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύoντα (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Οικοδομικού Συνεταιρισμού ***, με την επωνυμία "***", που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του *** και ***.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Κυριαζόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/8/1998 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 257/1999 μη οριστική, 247/2000 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 1610/2001 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1293/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 309/2013 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων Συνεταιρισμός με την από 14/10/2013 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 20/2/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 του νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274, στις μοναστηριακές γαίες ανήκαν, κατά μεν την παρ.1 αυτού, οι ανέκαθεν προσαρτημένες στις Ι. Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας, αρκεί η "προσάρτηση" τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό Οθωμανικό κτηματολόγιο (defterhane), που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας, οπότε αυτές δεν εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί,) ούτε υπήρχε δυνατότητα να αγορασθούν ή να πωληθούν και για αυτές δεν ίσχυαν, ούτε εφαρμόζονταν, οι κοινές διατάξεις του οθΝπΓαιών, κατά δε την παρ. 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν και αυτές "προσαρτήματα" των Ι. Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) όχι απ' ευθείας στο όνομα της Μονής, αλλά με το όνομα του Μοναχού, εξακολουθούσαν δε να υπάγονται στην ίδια κατηγορία των δημόσιων γαιών του άρθρου 3 του οθνπΓαιών (arazi-i emiriye), εφαρμόζονταν δε σ' αυτές οι διατάξεις οι σχετικές με την εξουσίασή τους με τίτλο (ταπί) του οθΝπΓαιών. Από δε το άρθρο 78 του ίδιου νόμου "περί γαιών" συνάγεται ότι για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως αρκεί μόνον η πραγματική κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον που τον εξουσιάζει για χρονικό διάστημα δέκα ετών χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και ότι το δικαίωμα αυτό εξουσίασης έχει εφαρμογή μόνον επί καλλιεργησίμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων και δασών, τα οποία εξουσιάζονταν μόνον με ταπί. Οι ανωτέρω περί γαιών διατάζεις της Τουρκικής νομοθεσίας ρητώς αναγνωρίσθηκαν από την Ελληνική Πολιτεία και διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες, οι οποίες διατελούσαν τέως υπό την κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους, με το άρθρο 2 του ν. 14 7/1914, όπως συμπληρώθηκε υε το άρθρο 9 του ν. 262/1914. Ενόψει δε του ότι το Οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν τοις Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων" ορίστηκε ότι, τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σ' αυτές είχαν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονται σ' αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως, και αν ακόμη οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον οθωμανικό νόμο, είτε λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο, είτε λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου, είτε για μη τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβαση. Με τη διάταξη αυτή έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής η ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, να αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς το οποίο ίσχυε επί τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση, όμως, αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώριση της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών (ολΑΠ 1741/1980). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του Αγροτικού Κώδικα (2 του προϊσχύσαντος) εξαιρούνται της απαλλοτριώσεως οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια και είναι απαραίτητες για την κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 89§1 του ιδίου κώδικα (79 του Προϊσχύσαντος), μετά την έκδοση της αποφάσεως της επιτροπής απαλλοτριώσεων, τριμελής επιτροπή από υπαλλήλους που ορίζει ο Υπουργός Γεωργίας, μεταβαίνει επί τόπου και μετά από ακρόαση του ιδιοκτήτη και του συνεταιρισμού διαχωρίζει την εξαιρεθείσα από την απαλλοτρίωση έκταση οριοσημαίνοντας αυτή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων αυτών συνάγεται ότι η με απόφαση της επιτροπής εξαίρεση από την απαλλοτρίωση έκτασης γίνεται απροσώπως υπέρ πάντων των ιδιοκτητών αυτής και ότι η επιτροπή απαλλοτριώσεων σε καμία περίπτωση δεν έχει αρμοδιότητα έστω και παρεμπιπτόντως να επιλύσει διαφορά ως προς την κυριότητα της εξαιρεθείσας εκτάσεως και ότι το πρωτόκολλο οριστικού διαχωρισμού της εξαιρεθείσας έκτασης δεν αποτελεί τίτλον κυριότητας και ούτε από αυτό αποκτά ο υπέρ ου η εξαίρεση κυριότητα (ολ.ΑΠ 677/1977).

Εξάλλου τίτλους εκ του νόμου για τα κτήματα των Ιερών Μονών αποτελούν και τα Διαχωριστικά Διατάγματα της μοναστηριακής περιουσίας, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ.2 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ της 14/22-4-1931 και χωρίς να απαιτείται μεταγραφή των εν λόγω Διαχωριστικών Διαταγμάτων, διότι αυτά αποκτούν με τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την απαιτούμενη από τις διατάξεις της μεταγραφής δημοσιότητα. Ειδικότερα, τα διαχωριστικά αυτά διατάγματα συνιστούν ex lege τίτλο κυριότητας υπέρ της αναφερόμενης σ' αυτά Μονής, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, διότι η διαπίστωση της κυριότητας επί της Μονής έγινε αυθεντικά από τον ίδιο το νομοθέτη. Ει' αυτό ισχύουν erga omnes και όχι μόνο απέναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δεν αφορούν δε σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας και του Δημοσίου. Έτσι, κατ' εξουσιοδότηση του νομοθέτη κατ' αρχή καταγράφηκε η ανήκουσα σε κάθε Ιερά Μονή ακίνητη περιουσία και στη συνέχεια έγινε ο διαχωρισμός, που αναγκαστικά προϋπέθετε τον προσδιορισμό της ανήκουσας σε κάθε Μονή περιουσίας, δεδομένου ότι η Πολιτεία με τη νομοθετική αυθεντία της διαπίστωσε την προϋπάρχουσα κυριότητα κάθε Μονής, που είχε αποκτηθεί στο παρελθόν. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με την 1078361/4744/0010/7-7-1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Δ' 695/1994) απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά για δημόσια ωφελεία και ειδικότερα για τη βελτίωση της εθνικής οδού No 1 Τμήμα Πλαταμώνα- Κατερίνας, από διασταύρωση Σκοτίνας έως Σ.Σ.Λιτοχώρου (Χ.Θ. 0+000 έως Χ.Θ.15+714,27) εδαφικές εκτάσεις που περιγράφονται στην απόφαση αυτή με τα επικείμενα τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και τμήμα του με αριθμ. κτηματολογικού πίνακα 270 ακινήτου, εμβαδού 10.218,29 τ.μ,, που βρίσκεται στη θέση "***" *** της κτηματικής περιοχής Δήμου Λιτόχωρου Πιερίας, και συνορεύει ανατολικά με εθνική οδό Αθηνών-Θεσ/νίκης, βόρεια με υπόλοιπο αγροτεμάχιο Κ. Ζ., δυτικά με υπόλοιπο τμήμα του ενάγοντος και νότια με λιβάδι Σ.Α.Α. Κ. Λιτόχωρου. Η ως άνω απαλλοτριωθείσα έκταση, η οποία είναι και αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, αποτελεί τμήμα της αγορασθείσας από τον ενάγοντα οικοδομικό συνεταιρισμό ευρύτερης έκτασης από τον πωλητή Κ. Ζ. δυνάμει του με αριθμό ***/22-1-1992 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λάρισας ***, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης στον τόμο *** και αριθμό 274, εμβαδού 140.000 τ.μ., η οποία με τη σειρά της, αποτελεί διαιρετό τμήμα μεγαλυτέρου αγροτεμαχίου συνολικής έκτασης 297 στρεμμάτων, εκ των οποίων 291 καλλιεργούμενα και 6 ρέμα. Το ως άνω ακίνητο των 297 στρεμμάτων περιήλθε στον άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Συνεταιρισμού Κ. Ζ. του Α., δυνάμει του με αριθμό  ***/1947 συμβολαίου αγοραπωλησίας του τότε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ***, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πιερίας στον τόμο … με αριθμό 241, εξ αγοράς από τον Μ. Κ.. Το ακίνητο αυτό ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, συνολικού εμβαδού 1.776,50 στρεμμάτων περιήλθε στον Μ. Κ. με το υπ' αριθμ. ***/1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Κατερίνης ***, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης (Τόμος …, αρ. 4499), όπως ειδικότερα θα εκτεθεί στη συνέχεια. Το επίδικο ως άνω απαλλοτριωθέν τμήμα, που περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση των 1.776,50 στρεμμάτων, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες Χώρες (1-2-1914) καλύπτονταν, όπως ολόκληρη η ευρύτερη έκταση από χαμηλή θαμνώδη και ποώδη βλάστηση με ελάχιστα φρύγανα, με μεμονωμένα άτομα αγριαπίδιας και παληούρου, κατάλληλη μόνον για τη βοσκή ποιμνίων, ήτοι είχε το χαρακτήρα βοσκοτόπου, μη δυναμένη να παράγει δασικά προϊόντα με δασική εκμετάλλευση, δεν είχε όμως αφεθεί ανέκαθεν σε κοινή χρήση των κατοίκων κάποιου χωριού. Το έδαφος του επιδίκου τμήματος αλλά και της παραπάνω ευρύτερης έκτασης ήταν άγονο καλυπτόμενο με πέτρες, κροκάλες σε ποσοστό 80% - 90% περίπου και ήταν ανεπίδεκτο καλλιέργειας παρότι ήταν πεδινό, λόγω του ότι πολλά ρέματα, τα οποία κατέρχονταν από τις απότομες πλαγιές των ανατολικών κλιτύων του όρους Ολύμπου, μετέφεραν μεγάλους όγκους από προϊόντα αποσαθρώσεως πετρωμάτων. Το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα της προαναφερθείσας ευρύτερης έκτασης των 1.776.000 τ.μ., η οποία παρουσίαζε κλίση 5-15% και είχε την προαναφερόμενη μορφή κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας και η οποία περικλείονταν από τις δύο πλευρές από δασικές εκτάσεις και ειδικότερα ορίζονταν προς βορρά από την όχθη του ρέματος Τοπόλιανης και δασική έκταση, προς νότια εν μέρει από δασική έκταση και εν μέρει από αγροτικές εκτάσεις και δυτικά από δασική έκταση. Με την υπ' αριθμ. 125329/28-9-1924 [ΦΕΚ Β 8 9/7-10-1925] απόφαση του Υπουργού Γεωργίας κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο ακίνητο το υπό τις τοπωνυμίες *** και ***, κείμενο στην περιφέρεια της κοινότητας Λιτοχωρίου Κατερίνης, για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Με την με αριθμό 47/1933 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων εξαιρέθηκαν της απαλλοτριώσεως από το απαλλοτριωτέο μείζον ακίνητο, μεταξύ των άλλων: α) τα με αριθμούς 19 και 20 τεμάχια του επισήμου σχεδιαγράμματος της απαλλοτριώσεως, εμβαδού 41 και 228,278 στρεμμάτων αντίστοιχα, γιατί αποτελούνταν από δασική έκταση ανεπίδεκτη εκχέρσωσης και β) "υπέρ της ιδιοκτήτριας Μονής Κανάλων" (επί λέξει της απόφασης της άνω επιτροπής), το με αριθμό 30 τεμάχιο του ιδίου σχεδιαγράμματος, εμβαδού 1.776.850 τ.μ., τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, γιατί αποτελούνταν από βοσκότοπους ανεπίδεκτους καλλιέργειας [όπως και τα υπ' αριθμ. 32 και 74 τεμάχια ελώδους υδατοσκεπούς έκτασης 647,450 στρεμμάτων που εξαιρέθηκαν της απαλλοτρίωσης "υπέρ της ιδιοκτήτριας Μονής Κανάλων"], ενώ όλα τα καλλιεργήσιμα αλλά και τα δυνάμενα να καλλιεργηθούν τμήματα της μείζονος εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε, διενεμήθηκαν στους κατοίκους της περιοχής Λεπτοκαρυάς και Λιτόχωρου και με την με αριθμό 801/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίσθηκε αποζημίωση σε 56 δρχ. για κάθε δεκαδικό στρέμμα. Η Ιερά Μονή Κανάλων, που ιδρύθηκε στον Όλυμπο του Λιτόχωρου το έτος 1055 περίπου, κατά το έτος 1903 αντιμετώπιζε μεγάλη οικονομική κρίση και αριθμούσε περί τους δύο μοναχούς και επειδή η κρίση συνεχίσθηκε για τα επόμενα έτη, αυτή έγινε Μετόχι της εν Ολύμπω Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου με το από 7-12-1932 Π.Δ/μα. Το τοπικό Συμβούλιο του Οργανισμού Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) της Μητρόπολης Κίτρους προκήρυξε στις 10-6-1936 Πλειοδοτική δημοπρασία εκποίησης έκτασης συνολικού εμβαδού 2.046.125 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελούσε και το προαναφερθέν με αριθμό 30 τεμάχιο βοσκοτόπου, έκτασης 1.776.850 τ. μ. Η εκποιούμενη αυτή έκταση στη θέση Τοπόλιανη-Ιμπραήμ Αυλάκι χαρακτηρίζεται στην προκήρυξη ως βοσκότοπος. Διενεργηθείσης της δημοπρασίας, το όλο ακίνητο κατακυρώθηκε στο μοναδικό πλειοδότη Μ. Ν. Κ., μεγαλοκτηνοτρόφο και παντοπώλη, κάτοικο …, αντί τιμήματος 194.000 δραχμών και συντάχθηκε το προαναφερθέν ***/5-9-1936 πωλητήριο συμβόλαιο του τότε συμ/φου Κατερίνης ***, που μεταγράφηκε. Στο συμβόλαιο αυτό αναγράφεται επίσης ότι η πωληθείσα έκταση (2.046.125 τ.μ.) αποτελεί βοσκότοπο. Ο Μ. Κ. μέσα στην μείζονα αυτή έκταση κατασκεύασε μανδρί και έβοσκε τα κοπάδια του. Στη συνέχεια, το έτος 1947, ο Μ. Κ. διεχώρησε το όλο αυτό ακίνητο σε επτά τμήματα, ίσου περίπου εμβαδού, τα οποία, με ισάριθμα συμβόλαια του συμ/φου Θεσ/νίκης Νικολάου Καραμάνου, μεταβίβασε σε μέλη της οικογένειας *** . Ειδικότερα, με το προαναφερθέν ***/23-4-1947 συμβόλαιο του συμ/φου *** ο Μ. Κ. πώλησε στον άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος συνεταιρισμού Κ. Ζ. του Α. καπνοβιομήχανο, αντί αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος 2.666.666 δρχ., ένα τμήμα του προαναφερομένου βοσκοτόπου εμβαδού 297.000 τ.μ. Στο συμβόλαιο αυτό μνημονεύεται, όπως επίσης προαναφέρθηκε, ότι τα 291.000 τ.μ. είναι καλλιεργήσιμα και τα 6.000 τ.μ. είναι ρέμα. To πωληθέν αυτό ακίνητο αποτελεί τμήμα του προαναφερομένου τεμαχίου με αριθμό 30, που εξαιρέθηκε της απαλλοτρίωσης, ενώ τμήμα του πωληθέντος με το συμβόλαιο αυτό (8.252/1947) αποτελεί και η πωληθείσα στον συνεταιρισμό έκταση, εμβαδού 140.000 τ.μ. [που μεταβιβάσθηκε με το αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας σκέψης συμβόλαιο], τμήμα της οποίας αποτελεί το απαλλοτριωθέν επίδικο εδαφοτεμάχιο. Μετά την αγορά, ο Κ. Ζ. προσλαμβάνοντας εργάτες άρχισε τμηματικά να καθαρίζει το ακίνητο από τις πέτρες και να εκχερσώνει τη βλάστηση, καθιστώντας τμήματα του αγορασθέντος ακινήτου [των 297.000 τ.μ.] καλλιεργήσιμα. Στη συνέχεια, ο ίδιος εκμίσθωσε το ακίνητο σε τρίτους για τη βόσκηση των ποιμνίων τους, αλλά και για την καλλιέργεια των τμημάτων που είχε εκχερσώσει και καθαρίσει από τις πέτρες. Το έτος 1979 ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος εκχέρσωσε όλη την υπόλοιπη έκταση, που αγόρασε και εκδόθηκε σε βάρος του πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και στη συνέχεια, πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης χρήσης, οι δε ανακοπές κατ' αυτού απορρίφθηκαν και περιορίσθηκε μόνον το ποσό της αποζημιώσεως. Το ήδη επίδικο τμήμα του ακίνητου των 10.218,29 τ.μ., που περιλαμβάνεται στην έκταση των 140.000 τ.μ., που αγόρασε ο συνεταιρισμός από τον Κ. Ζ. και στην ευρύτερη έκταση των 1.776.125 τ. μ., που αγόρασε ο Μ. Κ. από την Ιερά Μονή Κανάλων [απώτερη δικαιοπάροχο όλων] δεν καλλιεργήθηκε από την τελευταία κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον επί δεκαετία έως 20-5-1917, αφού ανέκαθεν ήταν, όπως προεκτέθηκε, βοσκότοπος και ως τέτοιος ήταν ανεπίδεκτος καλλιέργειας. Επ' αυτού ως βοσκοτόπου δεν εφαρμοζόταν το άρθρο 76 του Νόμου "περί Γαιών" και δεν μπορούσε να αποκτηθεί δικαίωμα δεκαετούς εξουσιάσεως με καλλιέργεια, το οποίο δικαίωμα στη συνέχεια να μετατραπεί κατά το άρθρο 49 του ν.2052/1920 σε συνδυασμό με το νόμο 1072/1917, σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, καθόσον επί βοσκοτόπων δεν ηδύνατο να αποκτηθεί δικαίωμα εξουσίασης με δεκαετή καλλιέργεια άνευ δικαστικής αμφισβητήσεως, αλλά αυτά εξουσιάζονταν μόνον με ταπί και τέτοιο ταπί δεν είχε εκδοθεί στο όνομα μοναχού ή της Ιεράς Μονής Κανάλων. Επίσης, το επίδικο ακίνητο δεν ήταν ανέκαθεν προσαρτημένο στην Ιερά Μονή Κανάλων και η προσάρτηση αυτή δεν ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο (defterhane), που αποτελούσε κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙα νομική σκέψη, συστατικό τύπο για την εκ μέρους της απόκτηση κυριότητας, οπότε δεν απαιτείτο ταπί. Τέτοια "προσάρτηση" και εγγραφή αυτής στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο δεν αποτελούν οι εγγραφές στα τουρκικά φορολογικά βιβλία βάσει των οποίων ως φορολογούμενο αναγράφεται το Μοναστήρι των Κανάλων κατά το διάστημα α) από 1-3-1873 έως 28-2-1874 και β)1-3-1888 έως 28-2-1889, για ακίνητο εμβαδού 20.000.000 τ.μ. χαρακτηριζόμενο στην α' περίπτωση ως βοσκή και στη β' περίπτωση ως αγρός. Ούτε από το κατά το έτος 1835 Μονόγραμμα (φιρμάνι - υψηλό διάταγμα) του Σουλτάνου Μαχμούτ, που απευθύνεται προς τον Ιεροδικαστή της Υποδιοίκησης Φαναριού Λάρισας, περί μη αυξήσεως του ετήσιου φόρου, που κατέβαλε η Μονή, αποδεικνύεται τέτοια προσάρτηση και αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο. Το επίδικο ακίνητο (των 10.218,25 τ. μ.) ήταν, όπως και η ευρύτερη έκταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου, στην οποία περιλαμβάνεται , κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες χώρες (1-2-1914) βοσκότοπος και ανεπίδεκτο καλλιέργειας και συνεπώς, δεν μπορούσε να αποκτηθεί επ' αυτού από μοναχό ή άλλο τρίτο πρόσωπο δικαίωμα δεκαετούς εξουσίασης. Εξάλλου, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι το επίδικο ήταν αγρός και εξουσιάζονταν επί δεκαετία από τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Κανάλων - άποψη που αποκρούει το Δικαστήριο - το δικαίωμα αυτό εξουσίασης δεν μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας της Μονής γιατί δεν αναγνωρίσθηκε αυτό με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών, μετά από νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση στοιχείων και την τήρηση των διατυπώσεων του ν. 2508/1920. Αντίθετα, όταν υποβλήθηκε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο κτημάτων ο φάκελος της Μονής Κανάλων περί διεκδίκησης του δάσους Κανάλων [με την ονομασία αυτή χαρακτηριζόταν ολόκληρο το κτήμα που διεκδικούσε η Μονή, στο οποίο περιλαμβάνονταν και το επίδικο ως τμήμα του 30 τεμαχίου των 1.776.000 τ.μ.], το Συμβούλιο αυτό με την με αριθμό 7/24-10-1917 γνωμοδότηση του έκρινε ότι λόγω ελλείψεως τίτλων, αποδεικτικών των δικαιωμάτων της Μονής, δεν δύναται να αναγνωρισθεί δικαίωμα κυριότητας της. Η γνωμοδότηση αυτή, την οποία αποδέχθηκε το Υπουργείο Γεωργίας, κοινοποιήθηκε στη Μονή με το αριθμ. 34 815/11-12-1917 έγγραφο του Υπουργείου. Στη συνέχεια, η Ιερά Μονή Κανάλων το έτος 1922, διεκδίκησε το ίδιο δάσος, το δε Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δασών ζήτησε από το Υπουργείο Γεωργίας να παραγγείλει την Μονή ώστε να προσκομίσει αυτή τους τίτλους της. Το Υπουργείο Γεωργίας με το με αριθμό 80481/1922 έγγραφο του παράγγειλε εκ νέου στο Δασονομείο Ελάσσονος να ζητήσει από τη Μονή Κανάλων την υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας. Μετά τη γνωστοποίηση του εγγράφου αυτού στην ιερά Μονή Κανάλων, λόγω μη προσκομίσεως τίτλων, το Υπουργείο Γεωργίας με το αριθμ. 88392/1928 έγγραφο του έκρινε ότι οι αξιώσεις της Μονής "επανειλημμένως" έχουν απορριφθεί ως αβάσιμες και πρέπει η Μονή να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Το Ίδιο έκρινε το Υπουργείο Γεωργίας με το υπ' αριθμ. 78877/1932 έγγραφο του, πλην όμως η Μονή ουδέν έπραξε. Η με αριθμό 47/1933 προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Ν. Πιερίας με την οποία, μεταξύ των άλλων, εξαιρείται από την απαλλοτρίωση το υπ' αριθμ. 30 τεμάχιο -τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο- ως βοσκότοπος ανεπίδεκτος καλλιέργειας υπέρ της Ιεράς Μονής Κανάλων, δεν προσπορίζει σ' αυτή κυριότητα και ούτε αποτελεί αναγνώριση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου της κυριότητας της επ' αυτού. Τούτο διότι η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων είχε αρμοδιότητα κατά το άρθρο 2 παρ.4 του ισχύοντος τότε Αγροτικού Κώδικα [ν.δ. 4-9-1924, ήδη άρθρο 7 Αγροτικού Κώδικα] να εξαιρεί από την απαλλοτρίωση έκταση, που χρησιμοποιούνταν για την κτηνοτροφία και η οποία ήταν ανεπίδεκτη οποιασδήποτε καλλιέργειας. Δεν είχε, όμως, η εν λόγω Επιτροπή αρμοδιότητα να προσδιορίζει, έστω και παρεμπιπτόντως, το πρόσωπο υπέρ ίου οποίου γινόταν n εξαίρεση, η οποία έπρεπε να γίνει απροσώπως γενικά υπέρ των ιδιοκτητών, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙβ νομική σκέψη.

Συνεπώς, ο προσδιορισμός της Ιεράς μονής ως προσώπου υπέρ του οποίου η εξαιρεθείσα έκταση στην απόφαση Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, έστω και αν αυτή δεν αναθεωρήθηκε, δεν έχει έννομες συνέπειες ως καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας αναγραφείς. Άλλωστε, στην ίδια απόφαση της Επιτροπής απαλλοτριώσεως αναγράφεται ότι η Μονή δεν προσκόμισε αποδεικτικά περί της κυριότητας της. Η υπ' αριθμ. 119272/1946 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία ήρθη η υφιστάμενη απαγόρευση εκποίησης [λόγω του ότι η όλη έκταση υπερέβαινε τα 250 στρέμματα] και επιτράπηκε στο Μ. Κ. να πωλήσει την έκταση των 2.046.125 τ. μ. επίσης δεν συνιστά αναγνώριση της κυριότητας της Ιεράς μονής Κανάλων, αφού για την έκδοση αυτής δεν προηγείται έλεγχος ιδιοκτησιακού καθεστώτος του εκποιημένου ακινήτου. Ούτε το υπ' αριθμ. 8327/1978 έγγραφο του γεωπόνου Ε. Γ. της Διεύθυνσης Γεωργίας του Ν. Πιερίας, με το οποίο αυτός βεβαιώνει ότι όλη η έκταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου είναι καλλιεργήσιμη από παλαιότερα, ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πρόσφατης εκχέρσωσης, ότι υπάρχουν έργα επ' αυτού και βελτιώσεις και ότι η Υπηρεσία δεν αμφισβήτησε κατά το παρελθόν την κυριότητα, δεν μπορεί να ανατρέψει την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον βεβαιώνονται ανακριβή γεγονότα δεδομένου ότι το Υπουργείο Γεωργίας είχε απορρίψει τις διεκδικήσεις της Μονής και ανέκαθεν αμφισβητούσε την κυριότητα αυτής επί της μείζονος εκτάσεως. Μάλιστα και ο Γενικός Επιθεωρητής Δασών Λ. Μ., μετά από σχετική αυτοψία και έρευνα που διενήργησε κατέληξε ότι η ευρύτερη έκταση του με αριθμό 30 τεμαχίου δεν είναι καλλιεργήσιμη, το έδαφος είναι σχεδόν άγονο (κροκάλες, χάλικες και ελάχιστο έδαφος), καλύπτεται από ποώδη βλάστηση και ελάχιστα φρύγανα και σ' αυτή απαντώνται μεμονομένα άτομα αγριαπιδιάς και παληούρου και ότι ανήκει αναμφισβήτητα στην κατηγορία των "χορτολιβαδιών" στην με αριθμό πρωτοκόλλου 1692 63/327/1-6-1979 σχετική έκθεση του. Αλλά και ο εξετασθείς από την πλευρά του εναγομένου μάρτυρας Ε. Ρ., δασολόγος, υπάλληλος της Δ/νσης Δασών Ν. Πιερίας ρητά καταθέτει ότι η παραπάνω έκταση είναι άγονη και ότι στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 εμφανίζεται ως ακαλλιέργητη χορτολιβαδική και ότι το συγκεκριμένο τμήμα δέκα στρεμμάτων και στις αεροφωτογραφίες του 1960 εμφανίζεται επίσης ακαλλιέργητο μέχρι το έτος 1979, και ότι δεν βρισκόταν σε αγρανάπαυση κατά το χρόνο λήψης των αεροφωτογραφιών [1945 και 1960], γιατί κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από αυτές, διευκρινίζοντας ότι για πρώτη φορά στις αεροφωτογραφίες του έτους 1960 κάποια τμήματα - όχι όμως και το επίδικο- της μείζονος έκτασης [του 30 τεμαχίου] εμφανίζονται καλλιεργημένα. Εξάλλου, η αντίθετη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης Γ. Χ., που εξετάστηκε από την πλευρά του ενάγοντος, ελέγχεται ως μειωμένης αξιοπιστίας, ενόψει του ότι γεννήθηκε το έτος 1922, ώστε δεν ομιλεί εξ ιδίας αντιλήψεως για το χαρακτήρα του επιδίκου κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας έως και το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες χώρες (1-2-1914) και για την εξουσίασή του από τη Μονή Κανάλων, είναι δε σύζυγος της αγοράστριας άλλου τμήματος του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου Μ. συζ. Γ. Χ., το γένος Β. Ζ.. Είναι γεγονός ότι εγκρίθηκε η πολεοδομική μελέτη της έκτασης των 140.000 τ.μ., που αγόρασε ο ενάγων Συνεταιρισμός [και αποτελεί τμήμα του με αριθμό 30 τεμαχίου συνολικής έκτασης 1.77 6.000 τ. μ. κατά τα προεκτεθέντα] , για τη δημιουργία παραθεριστικού οικισμού με το από 29-8-1996 Π.Δ., που δημοσιεύθηκε στο 1097/17-9-19 95 ΦΕΚ Δ' και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 21/1997 πράξη εφαρμογής του Νομάρχη Πιερίας, ο οποίος με το αριθμ. πρωτ . 3322/26-5-1994 έγγραφο του βεβαιώνει ότι η έκταση που αφορά η πολεοδομική μελέτη δεν είναι δάσος ή δασική έκταση. Τούτο όμως δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου καθόσον ο Νομάρχης δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται περί της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του άρθρου 90 του Π.Δ. 284/1988 με την αριθμ. 58/1993 απόφαση του γνωμοδότησε, μεταξύ των άλλων, ότι το Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα α) επί των εκτάσεων του αγροκτήματος "Τ." οι οποίες αναγνωρίσθηκαν με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κατερίνης ότι ανήκουν στην Ιερά Μονή Κανάλων και β) επί ακινήτων ιδιωτών που τα απέκτησαν δυνάμει τίτλων αναγομένων στις αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων. Τη γνωμοδότηση αυτή αποδέχθηκε κατ' αρχήν ο Υπουργός Οικονομικών με την αριθμ. πρωτ. 1016677/995/Α0010/22-4-1994 απόφαση του. H γνωμοδότηση αυτή, στηρίζει την κρίση της όχι σε γεγονότα ικανά να προσπορίσουν κυριότητα στην απώτατη δικαιοπάροχο του ενάγοντος Ιερά Μονή Κανάλων, αλλά στο γεγονός ότι η αμφισβήτηση του δικαιώματος της Μονής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου "παρίσταται προδήλως καταχρηστική". Η γνωμοδότηση όμως αυτή δεν δεσμεύει το παρόν δικαστήριο. ’λλωστε, με το αριθμ. πρωτ. 1131746/8536/5-12-95 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών ζητείται να επανεισαχθεί η υπόθεση στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, ώστε να τροποποιηθεί η προαναφερόμενη (αριθμ. πρωτ. 1016677/995/Α0010/1994) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και ενόσω εκκρεμούσαν άλλες παρόμοιες υποθέσεις. Επίσης, αντίθετη από τα παραπάνω κρίση για το ότι η ευρύτερη έκταση αποτελούσε βοσκότοπο, δεν μπορεί να στηριχθεί στο συμπέρασμα του διορισθέντος πραγματογνώμονα Π. Χ., δασολόγου, στην με αριθμό 10/2000 έκθεση του, ότι η επίδικη έκταση που αποτελεί τμήμα του τεμαχίου 30 δεν είναι δασική, αλλά αποτέλεσε αντικείμενο γεωργοκτηνοτροφικής εκμετάλλευσης τουλάχιστον από το έτος 1904 και με την πάροδο του χρόνου αξιοποιήθηκε γεωργικά, καθόσον αντικρούεται από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από το εκκαλούν-εναγόμενο έκθεση πραγματογνωμοσύνης από 18-11-1986 των Κ. Κ. και. Α. Σ. [και όχι του Π. Χ. που το εκκαλούν εσφαλμένα αναφέρει στις προτάσεις του) που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ της Μ. συζ. Γ. Χ. [δηλαδή του εξετασθέντος από την πλευρά του ενάγοντος μάρτυρα] και του Ελληνικού Δημοσίου για έτερο τμήμα της ευρύτερης έκτασης [η οποία (έκθεση) παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο], οι οποίοι και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ολόκληρη η έκταση του με αριθμό 30 τεμαχίου ήταν χορτολιβαδική και εξαιρέθηκε ως βοσκήσιμη έκταση, ακατάλληλη για καλλιέργεια, κατά την οριστική διανομή του έτους 1936. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε στις μοναστηριακές γαίες της Ι. Μονής Κανάλων, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙα νομική σκέψη, δεν ήταν ανέκαθεν προσαρτημένο σ' αυτή και η προσάρτηση του δεν ήταν καταχωρημένη στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο, ούτε εξουσιάζονταν επί τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον έως 20-5-1917 στο όνομα κάποιου μοναχού της Μονής με σχετικό ταπί και το δικαίωμα αυτό να αναγνωρίσθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν βοσκότοπος μη παραχωρηθείς επί Τουρκοκρατίας σε κοινή χρήση, ανήκον στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, στην οποία ανήκαν οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι αυτών τόποι, και ως τέτοιο, επί του οποίου η απώτατη δικαιοπάροχος Ιερά Μονή Καβάλων δεν είχε αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει του άρθρου 60§1 της με το από 25-8-1923 ν.δ. κυρωθείσας Συνθήκης της Λωζάνης ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, που προβάλλεται το πρώτον με τις έγγραφες προτάσεις του, ότι στην προκείμενη περίπτωση με το από 7-12-1932 Π.Δ/μα, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 233/3-8-1933 "περί διαχωρισμού της ακίνητης περιουσίας της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Βεροίας" με το οποίο διαχωρίσθηκε η ακίνητη περιουσία της παραπάνω ιεράς Μονής και ορίσθηκε η διατηρητέα περιουσία, που παρέμεινε στην διαχείριση της ως απαραίτητη προς χρήση και ότι εμπεριέχεται ως ανήκουσα στο Μετόχιο Παναγίας Κανάλων, μεταξύ άλλων, στον αριθμό 49 Βοσκότοπο στη θέση Τοπόλιανη (Ιμπραήμ Αυλάκι) - Λιτοχώρου 1.500 στρεμμάτων και στον αριθμό 5 0 Βάλτο Ιμπραήμ Αυλάκι-Λιτοχώρου 4.000 στρεμμάτων και ότι το εν λόγω διάταγμα συνιστά ex Lege τίτλο κυριότητας της παραπάνω μονής κατά τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 2 Ν. 4684/1930 [με τον οποίο νόμο συστάθηκε ο "Οργανισμός Διοικήσεως και Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας" ΟΔΔΕΠ], όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ/μα της 24/22-4-1931 [επικαλούμενος ως νομολογία την υπ' αριθμ. 1338/2010 προσκομιζόμενη απόφαση του ΑΠ], πρέπει να απορριφθεί, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η πωληθείσα αρχική έκταση περιλαμβάνεται στις παραπάνω εκτάσεις που παρέμειναν, μετά το διαχωρισμό, στην περιουσία της παραπάνω Ι. Μονής, δεδομένου, όπως προεκτέθηκε, οι προαναφερόμενες πωληθείσες στον Μ. Κ. εκτάσεις περιήλθαν στη διαχείριση του ΟΔΔΕΠ, με πράξη του οποίου και δημοπρατήθηκαν και είναι σαφώς διαφορετικές από τις αναφερόμενες στο προαναφερθέν διαχωριστικό Π.Δ/μα εκτάσεις, που παρέμειναν στην διαχείριση της παραπάνω Ι. Μονής και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και το σχετικό αίτημά του εφεσίβλητου πρέπει να απορριφθεί. Επίσης ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003 θεωρείται το ίδιο έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κύριο της επίδικης έκτασης, καθόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις του της παρούσας συζήτησης, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η παραπάνω διάταξη, πρέπει να απορριφθεί διότι βάση της υπό κρίση αγωγής, που ασκήθηκε το έτος 1998 και αφορά την αναγνώριση του, ως κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακίνητου, δικαιούχου της καθορισθείσας αποζημιώσεως, ως προς την κτήση της κυριότητας του αποτελεί ο παράγωγος τρόπος και όχι η προαναφερθείσα διάταξη, η οποία είναι μεταγενέστερη, δεν ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει περιεχόμενο της αγωγής του, η δε επιχειρούμενη με τις προτάσεις στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μεταβολή της βάσεως της αγωγής είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη. Με βάση τα προαναφερθέντα, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η απώτατη δικαιοπάροχος του ενάγοντος Ιερά Μονή Κανάλων είχε καταστεί κυρία του επίδικου ακινήτου, ούτε ο αγοραστής Μ. Κ. έγινε κύριος του πωληθέντος ακινήτου με βάση το υπ' αριθμ. ***/1936 συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Κατερίνης *** αφού αγόρασε από μη κύριο, ούτε και ο μετέπειτα αγοραστής Κ. Ζ. με βάση το υπ' αριθμ. ***/23-4-1947 συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσ/νίκης ***, αφού και αυτός αγόρασε από τον Μ. Κ., επίσης μη κύριο, αλλά ούτε και ο ενάγων συνεταιρισμός έγινε κύριος για τον ίδιο παραπάνω λόγο με βάση το υπ' αριθμ. ***/22-1-1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας ***, δεδομένου ότι και ο πωλητής Κ. Ζ. δεν είχε καταστεί κύριος αυτού, ενόψει του ότι το επίδικο τμήμα αλλά και η ευρύτερη έκταση του υπ' αριθμ. 30 τεμαχίου της οριστικής διανομής περιήλθε, κατά τα προαναφερθέντα, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως βοσκότοπος και κατέστη έκτοτε ανεπίδεκτο κτήσεως κυριότητας εκ μέρους τρίτου με χρησικτησία. Επομένως, αφού ο ενάγων Συνεταιρισμός αποδείχθηκε, κατά τα προδιαληφθέντα, ότι δεν έγινε κύριος του απαλλοτριωθέντος ακινήτου κατά τον επικαλούμενο με την αγωγή παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας δεν είναι συνεπώς και δικαιούχος της αποζημιώσεως, που καθορίσθηκε, προσωρινά, με την 118/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, για το απαλλοτριωθέν με αριθμό 270 εδαφοτεμάχιο, εμβαδού 10.212,29 τ.μ., και η αγωγή με την οποία ζητά να αναγνωρισθεί δικαιούχος της καθορισθείσας αποζημίωσης ως κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο] είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που αντίθετα δέχθηκε την αγωγή, εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 122 του ΟθνπΓ ερμήνευσε και εφάρμοσε και εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ' ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και η έφεση αυτού ως ουσιαστικά βάσιμη." Περαιτέρω το Εφετείο, αναφορικά με τον περιεχόμενο στην ένδικη αγωγή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η προβαλλόμενη από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτηση της κυριότητας του μετά τη παρέλευση τόσο μακρού χρονικού διαστήματος είναι καταχρηστική, δέχθηκε τα εξής: "Τα αναφερόμενα στο δικόγραφο περιστατικά δεν μπορούν, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, να στηρίξουν βάση αγωγής και να προσδώσουν κυριότητα στον ενάγοντα, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση του ως δικαιούχου της αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος ως άνω τμήματος. Τούτο δε, διότι η αμφισβήτηση εκ μέρους του εναγομένου της κυριότητας του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί καταχρηστική [άποψη που δεν αποδέχεται το δικαστήριο] δεν μπορεί να οδηγήσει σε γέννηση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος στο απαλλοτριωθέν ακίνητο και εντεύθεν αναγνώρισης του ως δικαιούχου της καθορισθείσας αποζημίωσης.

Συνεπώς, είναι απορριπτέα και η επικουρική βάση της αγωγής, την οποία αυτεπαγγέλτως, χωρίς έφεση ή αντέφεση, ερευνά το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δεν εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω παραδοχής της κύριας βάσης αυτής, όπως ρητά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση." Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε με παράγωγο τρόπο στην κυριότητα του αναιρεσείοντος, καθόσον δεν ανήκε στις μοναστηριακές γαίες της Ιεράς Μονής Κανάλων (απώτατης δικαιοπαρόχου του αναιρεσειοντος), ούτε ότι περιλαμβάνεται στις εκτάσεις που παρέμειναν δυνάμει του από 7/1/1932 Π.Δ/τος "περί διαχωρισμού της ακίνητης περιουσίας της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου Βεροίας" στη διατηρητέα περιουσία της πιο πάνω Ι. Μονής και στη διαχείριση αυτής ούτε ότι εμπεριέχεται ως ανήκουσα στο Μετόχιο Παναγίας Κανάλων, μεταξύ άλλων, στον αριθμό 49 βοσκότοπο και στον αριθμό 50 Βάλτο, όπως ειδικότερα πιο πάνω αναφέρθηκε, αλλά ότι οι πωληθείσες στο Μ. Κ. εκτάσεις περιήλθαν στη διαχείριση του ΟΔΔΕΠ, με πράξη του οποίου και δημοπρατήθηκαν και ότι είναι διαφορετικές από τις αναφερόμενες στο διαχωριστικό Π.Δ/μα εκτάσεις που παρέμειναν στη διαχείριση της πιο πάνω Ι. Μονής. Ότι περαιτέρω, το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν βοσκότοπος, μη παραχωρηθείς επί Τουρκοκρατίας σε κοινή χρήση, ο οποίος ανήκε στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου και κατέστη έκτοτε ανεπίδεκτο χρησικτησίας από τρίτο. Ότι, εξάλλου, η αμφισβήτηση εκ μέρους του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου της κυριότητας του αναιρεσείοντος στο επίδικο ακίνητο, η οποία κατά τα επικαλούμενα στην ένδικη αγωγή περιστατικά είναι καταχρηστική (άποψη που δεν δέχθηκε το Εφετείο), δεν μπορεί να οδηγήσει στη γέννηση δικαιώματος κυριότητας του αναιρεσείοντος και, εντεύθεν, αναγνώρισης του ως δικαιούχου της καθορισθείσας προσωρινά αποζημίωσης. Ακολούθως, αφού δέχθηκε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντίθετα, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί, ως κύριος του απαλλοτριωθέντος για λόγους δημόσιας ωφέλειας επίδικου ακινήτου, δικαιούχος της αποζημίωσης που καθορίσθηκε προσωρινά με την 118/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης και να διαταχθεί η απόδοση της σ' αυτόν από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (όπου έχει παρακατατεθεί), κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής λόγω κτήσης κυριότητας του πιο πάνω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, κατά δε την επικουρική βάση αυτής λόγω της καταχρηστικής συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, αναφορικά με την απόρριψη (ως στηριζόμενου σε εσφαλμένη προϋπόθεση) του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος που πρόβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του (ως εφεσίβλητος) για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, περί κτήσης κυριότητας της απώτατης δικαιοπαρόχου του Ι. Μονής στο επίδικο ακίνητο, με βάση τον ex lege τίτλο κυριότητας του προαναφερθέντος Διαχωριστικού Διατάγματος της 7/1/1932, δεν παραβίασε την επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 8 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ της 14/22.4.1933, την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καθόσον δέχθηκε ότι η πωληθείσα αρχική έκταση είναι διαφορετική από τις αναφερόμενες στο προαναφερόμενο διαχωριστικό διάταγμα εκτάσεις που παρέμειναν στη διαχείριση της Ιεράς Μονής. Περαιτέρω, το Εφετείο κρίνοντας, όπως πιο πάνω αναφέρεται, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, εξαιτίας ανεπαρκούς αιτιολογίας, αφού εξέθεσε σε αυτή χωρίς αντιφάσεις, με πληρότητα και με σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, με βάση τα οποία κατέληξε στην απορριπτική του κρίση ως προς τον προαναφερθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Επομένως, οι πρώτος, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, και δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Η περαιτέρω αιτίαση που διατυπώνεται με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος, λόγο αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, αναφορικά "με την εξέταση του ζητήματος, αν το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στην εκποιητέα περιουσία της δικαιοπαρόχου του Ι. Μονής για τη στοιχειοθέτηση εκ του νόμου τίτλου ιδιοκτησίας της επί του πιο πάνω ακινήτου και κατ' επέκταση για τη θεμελίωση του επικληθέντος στην ένδικη αγωγή παραγώγου τρόπου κτήσης κυριότητας αυτού" είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι ανάγεται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, διότι στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (ολΑΠ 2/2008). Έγγραφα δε, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, είναι εκείνα που χρησιμεύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ ως αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μία μόνον από αυτές, οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους της αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μίας από αυτές δεν τελεσφορεί (ολΑΠ 25/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγο αναίρεσης από τον αρ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων ψέγει το Εφετείο, διότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του προαναφερθέντος Διαχωριστικού Διατάγματος, παραβλέποντας τον όρο Γ αυτού, που αφορά την εκποιητέα περιουσία της απώτατης δικαιοπαρόχου του Ιεράς Μονής, με το να δεχθεί ότι σ' αυτό εμπεριέχονται μόνον οι εκτάσεις που παρέμειναν στην κυριότητα και στην διαχείριση της Ιεράς Μονής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, καθόσον το ανωτέρω Διαχωριστικό Διάταγμα έχει σχέση με την επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για τη μη κτήση κυριότητας της προαναφερθείσας Ιεράς Μονής με βάση τον πιο πάνω ex lege τίτλο κυριότητας, ενώ η κύρια αιτιολογία που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης και δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγο αναίρεσης διαλαμβάνει ότι το πιο πάνω ακίνητο δεν ανήκε στις μοναστηριακές γαίες της Ιεράς Μονής Κανάλων, διότι δεν ήταν ανέκαθεν προσαρτημένο σε αυτή και η προσάρτησή του δεν ήταν καταχωρημένη στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο ούτε εξουσιαζόταν επί τουρκοκρατίας ή τουλάχιστον μέχρι τις 20/5/1917 στο όνομα κάποιου μοναχού της Μονής με ταπί και το δικαίωμά του αυτό να αναγνωρίσθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο δέχθηκε μετά από ορθή ανάγνωση του πιο πάνω Διαχωριστικού Διατάγματος, ότι οι πωληθείσες από τον ΟΔΔΕΠ προς τον Μ. Κ. εκτάσεις (τμήμα των οποίων αποτελεί και η επίδικη έκταση) είναι διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται σε αυτό και οι οποίες, μετά το διαχωρισμό, παρέμειναν στη διαχείριση της Ιεράς Μονής Αγ. Διονυσίου Βέροιας, το αποδεικτικό δε αυτό πόρισμα που συνήγαγε το δικαστήριο της ουσίας από το εν λόγω έγγραφο ανάγεται όχι σε διαγνωστικό σφάλμα κατά την ανάγνωση του εγγράφου, αλλά σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που συνήγαγε από το περιεχόμενο του, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου.

Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1,8 και 19 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο τις πλημμέλειες ότι παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, άλλως ότι στερείται η προσβαλλόμενη απόφαση του νόμιμης βάσης ως προς την εφαρμογή της διάταξης αυτής και ότι, σε κάθε περίπτωση; παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν αλλά και πράγματα που δεν προτάθηκαν, και ειδικότερα: α) δέχθηκε ότι ο προβληθείς με την ένδικη αγωγή επικουρικός ισχυρισμός του για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος κυριότητας του αναιρεσιβλήτου συνιστά επικουρική αγωγική βάση (την οποία στη συνέχεια απέρριψε ως μη νόμιμη), και όχι αντένσταση, που προβλήθηκε καθ' υποφορά με την αγωγή, προς απόκρουση της προβληθείσας εκ μέρους του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ένστασης ιδίας κυριότητας επί του απαλλοτριωθέντος τμήματος και διεκδίκησης της παρακατατεθείσας αποζημίωσης και β) δέχθηκε, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και χωρίς επαρκείς αιτιολογίες( ότι με τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά δεν είναι καταχρηστική η άσκηση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου των τυχόν δικαιωμάτων κυριότητάς του στο επίδικο τμήμα του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε και στην παρακατατεθείσα αποζημίωση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την ανεπιτυχώς πληττόμενη με λόγο αναίρεσης κύρια αιτιολογία της που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή δεν αποδείχθηκε η κτήση κυριότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος (με παράγωγο τρόπο) στο επίδικο ακίνητο και, κατ' επέκταση, το δικαίωμα του για την απόδοση της παρακατατεθείσας αποζημίωσης και όχι επειδή έγινε δεκτή η ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να τίθεται θέμα νομικής εκτίμησης του προβληθέντος από το άρθρο 281ΑΚ ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ως επικουρικής αγωγικής βάσης (όπως δέχθηκε το Εφετείο) ή ως αντένστασης καθ' υποφορά κατά της ένστασης ιδίας κυριότητας του αναιρεσίβλητου (όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων), αλλά ούτε και παραβίασης ή μη της πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης ή έλλειψης συναφούς νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 527 περ.1 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής. Ως ανεπίτρεπτη δε μεταβολή της βάσης της αγωγής, που έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο των πιο πάνω ισχυρισμών, νοείται τόσο η αντικατάσταση της αρχικής ιστορικής της βάσης όσο και η προσθήκη νέας αγωγικής βάσης (κύριας ή επικουρικής) με τις προτάσεις (ολΑΠ 2/1994), καθώς επίσης και προβολή από τον ενάγοντα διαφορετικών περιστατικών που υπάγονται σε διαφορετική νομοθετική διάταξη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ως απαράδεκτο που ιδρύει τον άνω λόγο αναίρεσης, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτο τον προβληθέντα με τις κατ' έφεση προτάσεις του οψιγενή ισχυρισμό ότι "με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3127/2003 θεωρείται ότι έχει γίνει κύριος έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον κατείχε και νεμόταν (ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του) συνεχώς και αδιαταράκτως με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο την επίδικη εντός σχεδίου πόλεως έκταση, ως τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης που αγόρασε κατά τα προεκτεθέντα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 10 ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του πιο πάνω νόμου". Τα πιο πάνω όμως οψιγενή περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων (ως εφεσίβλητος-ενάγων) με τις έγγραφες προτάσεις του στο Εφετείο για τη θεμελίωση του προαναφερθέντος ισχυρισμού του προς απόκρουση της έφεσης του αναιρεσιβλήτου (εκκαλούντος-εναγομένου) συνιστούν ανεπίτρεπτη προσθήκη νέας (επικουρικής) αγωγικής βάσης, περί πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας του στο επίδικο ακίνητο, υπαγόμενης σε διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις από εκείνες που θεμελιώνουν την κύρια βάση της ένδικης αγωγής του (περί παραγώγου τρόπου κτήσης της κυριότητας). Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα.

Σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε εκ νέου από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου, με αυξημένη, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, νομοθετική ισχύ, τα κράτη που έχουν προσχωρήσει σ' αυτήν, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι. Ενόψει τούτων, γίνεται δεκτό ότι αυτή η "υποχρέωση συμμόρφωσης" του κράτους διαδίκου προς την οριστική απόφαση του ΕΔΔΑ ταυτίζεται εννοιολογικά με την έννομη συνέπεια του δεδικασμένου. Η απόφαση δηλαδή παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων ως προς το αντικείμενο της προσφυγής, επί του οποίου αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη φύση και το είδος της πολιτειακής πράξης που αποτέλεσε το γενεσιουργό αίτιο της παραβίασης της Σύμβασης η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν έχει καθεαυτή την ικανότητα να διεισδύσει στην εθνική έννομη τάξη και να συνεπιφέρει την αυτόθροη κατάργηση της παραπάνω πράξης ούτε αποτελεί λόγο αναψηλάφησης της απόφασης στην πολιτική δίκη ή επανάληψης της διαδικασίας κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 51 παρ.5 του ν. 345/1976. Το ίδιο το Δικαστήριο δέχεται σταθερά ότι από τις αποφάσεις του απορρέει μόνο μια υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος για το κράτος-παραβάτη, ενώ η επιλογή των μέσων αφήνεται καταρχήν στο τελευταίο (ΑΠ 353/2012). Επίσης, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα σε αστικής φύσεως διαφορά να ζητήσει από το ΕΔΔΑ "δίκαιη ικανοποίηση" και, εναλλακτικά, να ζητήσει από τα εθνικά δικαστήρια αποζημίωση, στην περίπτωση αναγνωριστικής μόνο απόφασης του ΕΔΔΑ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέσει εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Εξάλλου, όταν ο δανειστής δημιούργησε με τη συμπεριφορά του στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει στο μέλλον δικαίωμά του, ασκώντας το δε έρχεται σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα συμπεριφορά του και διαψεύδει την ευλόγως δημιουργηθείσα στον οφειλέτη εμπιστοσύνη, η οποία χάριν της ασφαλείας των συναλλαγών πρέπει να προστατευθεί, ή όταν ο δανειστής επιδεικνύει αντιφατική συμπεριφορά, η οποία δημιουργεί δυσχέρεια ανατροπής της ήδη παγειωθείσας από την προηγούμενη συμπεριφορά του κατάστασης, λόγω της επέλευσης επαχθών συνεπειών για τον υπόχρεο και της δικαιολογημένης από τις περιστάσεις εμπιστοσύνης του στη συμπεριφορά του δανειστή και στη διαμορφωμένη κατάσταση, μπορεί ο υπόχρεος να ισχυριστεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 ΑΚ, ότι η άσκηση του δικαιώματος του δανειστή υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες αντίκειται στη συναλλακτική καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή το σκοπό του δικαιώματος, δεδομένου ότι οι πιο πάνω συμπεριφορές του δανειστή αποτελούν απαγορευμένες μορφές κατάχρησης δικαιώματος. Τέλος, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου ή αν το δικαστήριο δεν συμμορφωθεί σε απόφαση του ΔΕΚ που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση βάσει προδικαστικού ερωτήματος ή σε απόφαση του ΕΔΔΑ που κρίνει, ως αντίθετα στην ΕΣΔΑ, γενικής ισχύος νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα του διάδικου Κράτους ή πάγιες πρακτικές της διοίκησης ή των δικαστηρίων του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση του παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 200, 281 ΑΚ, 46 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως οι διατάξεις αυτές κυρώθηκαν και μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη ως διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, κατ' άρθρο 28 του Συντάγματος, διότι δεν συμμορφώθηκε προς την από 5/10/2011 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που προσκόμισε και επικαλέστηκε με τις από 28/5/2012 έγγραφες προτάσεις του στην κατ' έφεση δίκη, η οποία (απόφαση) εκδόθηκε επί σχετικής προσφυγής των Α. και Β. Ζ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, βασιζόμενης επί των ίδιων ακριβώς πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας δίκης (ίδια απαλλοτριωτική διαδικασία, ίδιος απώτερος δικαιοπάροχος και τμήματα του ίδιου, με αριθ. 30, τεμαχίου που ο Μ. Κ. αγόρασε με το ***/36 συμβόλαιο) και με την οποία έγιναν ειδικότερα, μεταξύ άλλων, δεκτά τα εξής: "α) ότι το Δικαστήριο δεν καλείται στην παρούσα υπόθεση να αποφανθεί επί αυτού καθεαυτού του ζητήματος της ιδιοκτησίας των επίδικων οικοπέδων, αλλά να εξετάσει αν στους προσφεύγοντες προσφέρθηκε από τα εσωτερικά δικαστήρια μια προσήκουσα διαδικασία, προκειμένου να ακουστούν τα επιχειρήματα τους επί του ζητήματος που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, ήτοι το δικαίωμα στην είσπραξη της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, β) ότι το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο προκάτοχος των προσφευγόντων είχε επιτύχει την έκδοση από τον Υπουργό Γεωργίας της 119272/1946 απόφασης, σύμφωνα με την οποία του είχε επιτραπεί χωρίς καμία ασάφεια να πωλήσει κατά τη βούληση του την έκταση που είχε αποκτήσει δυνάμει του ***/1936 συμβολαίου από τον ΟΔΕΠ, η άδεια δε αυτή ήταν απαραίτητη σύμφωνα με το νόμο για οποιοδήποτε οικόπεδο που ανήκε στη μοναστηριακή περιουσία, γ) ότι, αν και η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού Γεωργίας δεν αμφισβητήθηκε από την 1498/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (η οποία επικυρώθηκε με την 1292/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου) που έκρινε επί της αίτησης αναγνώρισης των προσφευγόντων ως δικαιούχων της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου τους (που προέρχεται από το ίδιο ευρύτερο ακίνητο, υπ' αριθ.30, που είχε πωληθεί στο Μ. Κ., όπως και το επίδικο), εν τούτοις έγινε δεκτό (με τις πιο πάνω αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων) ότι ο Μ. Κ. (δικαιοπάροχος των προσφευγόντων και του εδώ αναιρεσείοντος) επωφελήθηκε της σύγχυσης και των αμφισβητήσεων που υπήρχαν μεταξύ των υπηρεσιών του Δημοσίου ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του επί των οικοπέδων αυτών και πέτυχε έτσι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, στην οποία βασίσθηκε η πώληση τους δ)ότι με τις πιο πάνω αποφάσεις τους το Εφετείο Θεσσαλονίκης και ο ’ρειος Πάγος δεν τήρησαν, ιδίως, τη νομική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η δε διαδικασία που ακολουθήθηκε διέρρηξε τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών της προστασίας του δικαιώματος των ενδιαφερομένων στον σεβασμό της περιουσίας τους, παραβιάζοντας το άρθρο 1 αρ.1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ε) ότι κατόπιν αυτών το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να μη διεκδικήσει την αποζημίωση απαλλοτρίωσης που επιδικάσθηκε στους προσφεύγοντες για το τμήμα του ακινήτου τους που απαλλοτριώθηκε, από το οποίο προέρχεται και το επίδικο, στ) ότι το εναγόμενο Κράτος παραμένει ελεύθερο, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής του Υπουργού, να επιλέξει τα μέσα απαλλαγής του από τη νομική του υποχρέωση, ως προς το άρθρο 46 της Σύμβασης, στο μέτρο που τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με τα συμπεράσματα που περιέχονται στην απόφαση του Δικαστηρίου", και περαιτέρω "διατυπώθηκε η κρίση, κατ' εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 200 και 281 ΑΚ, ότι αντίκειται στα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη η δυνατότητα του Δημοσίου να επικαλείται τη σύγχυση και την έλλειψη του συντονισμού των υπηρεσιών του κατά του (απώτερου δικαιοπαρόχου του εδώ αναιρεσείοντος) Μ. Κ. που απέκτησε με δικαιοπραξία (αγοραπωλησία) από τον ΟΔΕΠ το σύνολο της έκτασης" (τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο). Ο λόγος αυτός αναίρεσης, κατά το μέρος που αποδίδεται η πλημμέλεια της παραβίασης των άρθρων 200 και 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι με αυτόν πλήττεται στην πραγματικότητα η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά την απόρριψη της επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής, αναφορικά με την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία, όπως προεκτέθηκε, δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να οδηγήσει στην κτήση κυριότητας του αναιρεσείοντος στο επίδικο, ενώ δεν πλήττεται αποτελεσματικά η κύρια αιτιολογία της απόφασης που είναι ορθή και στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων δεν είναι δικαιούχος της αποζημίωσης του απαλλοτριωθέντος τμήματος του ακινήτου του, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του σε αυτό με τον επικαλούμενο στην ένδικη αγωγή παράγωγο τρόπο. Περαιτέρω, το Εφετείο, αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος που στηρίζουν τον ίδιο πιο πάνω λόγο αναίρεσης, κατά το μέρος που αποδίδεται η πλημμέλεια της παραβίασης των άρθρων 46 και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δέχθηκε τα εξής: "Τέλος πρέπει να λεχθεί ότι η προαναφερθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί απόρριψης της ένδικης αγωγής αναγνώρισης του ενάγοντος δικαιούχου της αποζημιώσεως του προαναφερθέντος απαλλοτριωθέντος τμήματος ακινήτου για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του σ' αυτό, δεν διαφοροποιείται από το γεγονός ότι επί σχετικής προσφυγής των Α. και Β. Ζ. στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [ΕΔΑΔ] εκδόθηκε η από 5-10-2011 επικαλούμενη και προσκομιζόμενη σε νόμιμη μετάφραση από το εφεσίβλητο απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να μη διεκδικήσει την αποζημίωση απαλλοτρίωσης που είχε επιδικασθεί για τμήμα ακινήτου τους, το οποίο προέρχεται από το ίδιο ευρύτερο ακίνητο υπ' αριθμ. 30, που είχε πωληθεί στον Μ. Κ. (όπως και το επίδικο) καθόσον, εκτός του ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορά τον ενάγοντα, αφ' ενός μεν αυτή καθεαυτή η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο, αφού αυτή απλώς βεβαιώνει την παραβίαση της Σύμβασης σχετικά με τους εκεί προσφεύγοντες και δεν διεισδύει στην εσωτερική έννομη τάξη, αφ' ετέρου δε [η εν λόγω απόφαση] δεν συνιστά μεταβολή της εθνικής νομολογίας σε σχέση με νομικό ζήτημα που τέθηκε υπόψη του εθνικού δικαστηρίου και κυρίως σε σχέση με την ερμηνεία κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε, δεδομένου μάλιστα ότι ούτε και για τους παραπάνω προσφεύγοντες [τρίτους σε σχέση με την ένδικη υπόθεση] προβλέπεται από το εθνικό μας Δίκαιο μορφή επανάληψης διαδικασίας, εναπόκειται δε στη διακριτική ευχέρεια του Ελληνικού Δημοσίου αν θα λάβει ή όχι κάποιο μέτρο, προκειμένου να αποφύγει τυχόν καταδίκη του σε περίπτωση μελλοντικής προσφυγής του ενάγοντος στο ΕΔΑΔ." Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 46 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι και απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 14/10/2013 αίτηση του Οικοδομικού Συνεταιρισμού *** "***" για αναίρεση της 309/2013 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2015.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.