ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 3631/2015
Αριθμός Απόφασης : 3631
'Ετος : 2015
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 3631/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2015, με εξής σύνθεση : Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Α. Καλογεροπούλου,  Ε. Κουσιουρής, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου –Σαρρή, Χρ. Ντουχάνης, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Κ. Μαρίνου, Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδροι. …Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

            Για να δικάσει την από 2 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση :

            των : 1) Δήμου Τήνου Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Νικόλαο Αλιβιζάτο (***), 2) *** κατοίκου πόλης Τήνου (***) και 3) ***, κατοίκου πόλης Τήνου (***), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Νικόλαο Αλιβιζάτο, που τον διόρισαν στο ακροατήριο,

            κατά των : 1) Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, 2) Υπουργού Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τους : α) Νίκη Μαριόλη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και Μυρτώ Γερμάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου», που εδρεύει στην πόλη της Τήνου, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο (***), που τον διόρισε με πληρεξούσιο

            και κατά των παρεμβαινόντων : 1) εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εκκλησία της Ελλάδος» που εδρεύει στην Αθήνα (Ιω. Γενναδίου 14), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Θεόδωρο Παπαγεωργίου (***), που τον διόρισε με εντολή της Ιεράς Συνόδου και 2) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου», που εδρεύει στην πόλη της Τήνου, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλαχόπουλο (***), που τον διόρισε με πληρεξούσιο. ……….

            Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν : α) η υπ' αριθμ. 9772/12.12.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, β) το υπ' αριθμ. 2/7.12.2014 πρακτικό της αρμόδιας Εφορευτικής Επιτροπής για την εκλογή των αιρετών μελών της Διοικούσας Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, γ) η υπ' αριθμ. 84598/5.11.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, δ) το υπ' αριθμ. 28/16.12.2014 πρακτικό συνεδριάσεως της Διοικούσας Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. ….

            Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου  κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  ν ό μ ο

            1….2. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση : α) της υπ' αριθμ. οικ. 84598/5.11.2014 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αιγαίου (ορθή επανάληψη), με την οποία προεκηρύχθησαν αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των αιρετών (εννέα τακτικών και πέντε αναπληρωματικών) μελών της Διοικούσης Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου (στο εξής Π.Ι.Ι.Ε.Τ.) και ωρίσθησαν οι λεπτομέρειες της διαδικασίας διενεργείας των εκλογών, β) του υπ' αριθμ. 2/7.12.2014 πρακτικού της εφορευτικής επιτροπής, με το οποίο μετά το πέρας της διαδικασίας των αρχαιρεσιών, ανεδείχθησαν τα εκλεγέντα (εννέα τακτικά και πέντε αναπληρωματικά) αιρετά μέλη της Διοικούσης Επιτροπής, γ) της υπ' αριθμ. 9772/12.12.2014 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, με την οποία διωρίσθηκαν τα νεοεκλεγέντα μέλη της Διοικούσης Επιτροπής και εκλήθησαν αυτά να συνέλθουν υπό την προεδρεία του επιχωρίου Μητροπολίτου για τη συγκρότησή τους σε σώμα, την ορκωμοσία και την επίσημο εγκατάστασή τους, καθώς και για την εκλογή του Αντιπροέδρου και του Γενικού Γραμματέως της Επιτροπής, δ) της υπ' αριθμ. 28/16.12.2014 πράξεως συνεδριάσεως της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος, με την οποία το όργανο αυτό συνεκροτήθη σε σώμα και εξέλεξε, με μυστική ψηφοφορία, τον Αντιπρόεδρο και Γενικό Γραμματέα του, ε) κάθε άλλης συναφούς πράξεως.

            3. Επειδή, στο ν. 349/1976 (Α΄ 149) «περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου», ο οποίος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη διαδοχικώς με τα άρθρα 66 του ν. 590/1977 (Α΄ 146), 69 του ν. 1566/1985 (Α΄ 1670, 8 του ν. 2740/1999 (Α΄ 186), 59 του ν. 3966/2011 (Α΄ 118) και 26 του ν. 4301/2014 (Α΄ 223), ορίζονται και τα εξής : α) Το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του Κράτους [βλ. άρθρο 1], το οποίο διοικείται από δεκαμελή Διοικούσα Επιτροπή με Πρόεδρο τον επιχώριο Μητροπολίτη, τα λοιπά δε εννέα μέλη είναι αιρετά [βλ. άρθρο 2 παρ. 1 (όπως το άρθρο 2 αντικατεστάθη με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 2740/1999)], β) τα αιρετά μέλη της Επιτροπής είναι Έλληνες πολίτες, Τήνιοι, Χριστιανοί Ορθόδοξοι και κάτοικοι της νήσου Τήνου, εκλέγονται δε από σώμα εκλεκτόρων [βλ. άρθρο 2 παρ. 2 (όπως το άρθρο 2 αντικατεστάθη με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 2740/1999)], γ) το σώμα εκλεκτόρων συγκροτείται από αα) τον επιχώριο Μητροπολίτη, ββ) τον Δήμαρχο και τα τακτικά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Τήνου, γγ) τους Προέδρους των Συμβουλίων των Δημοτικών Κοινοτήτων, καθώς και τους Προέδρους των Συμβουλίων και τους εκπροσώπους των Τοπικών Κοινοτήτων του Δήμου Τήνου, δδ) τους Περιφερειακούς Συμβούλους της εκλογικής περιφέρειας της Περιφερειακής Ενότητος Τήνου και εε) τα επτά πρώτα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αδελφότητος Τηνίων εν Αθήναις [βλ. άρθρο 2 παρ. 3 (όπως η παρ. 3 αντικατεστάθη με το άρθρο 59 παρ. 21 του ν. 3966/2011)], δ) όλα τα μέλη του σώματος των εκλεκτόρων, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να είναι και εκλόγιμοι, είναι υποχρεωτικώς Τήνιοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, άλλως αντικαθίστανται κατά τη νόμιμο τάξη των αναπληρωτών τους, εφ' όσον υπάρχουν [βλ. άρθρο 2 παρ. 4 (όπως η παρ. 4 αντικατεστάθη με το άρθρο 59 παρ. 21 του ν. 3966/2011)], ε) οι αρχαιρεσίες προς ανάδειξη των μελών της Διοικούσης Επιτροπής προκηρύσσονται από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αιγαίου [βλ. άρθρο 4 περ. α (όπως η περ. α ετροποποιήθη με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 4301/2014)], υποψηφιότητες υποβάλλονται γραπτώς στον Ειρηνοδίκη Τήνου [βλ. άρθρο 4 περ. β], οι δε εκλέκτορες ψηφίζουν, με μυστική ψηφοφορία, μέχρι τρία πρόσωπα από τον κατάλογο των υποψηφίων [βλ. άρθρο 4 περ. δ (όπως η περ. δ αντικατεστάθη με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 2740/1999)], στ) αμέσως μετά τη διαλογή των ψήφων η εφορευτική επιτροπή ανακηρύσσει, ως τακτικά μέλη, τους πρώτους εννέα από τους υποψηφίους που έλαβαν τις περισσότερες ψήφους και, ως αναπληρωματικά μέλη, τους επομένους πέντε κατά την σειρά των ψήφων που έλαβαν [βλ. άρθρο 4 περ. ε (όπως η περ. ε ετροποποιήθη με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 2740/1999)], ζ) η εφορευτική επιτροπή συντάσσει το πρακτικό της εκλογής, το οποίο υποβάλλει αμελλητί στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αιγαίου, ο οποίος με την σειρά του προσκαλεί τους εκλεγέντες να συγκροτηθούν, υπό την προεδρεία του Μητροπολίτου, σε σώμα, μεριμνά δε για τον διορισμό τους, καθώς και για την ορκωμοσία και την επίσημη εγκατάστασή τους [βλ. άρθρο 4 περ. η (όπως η περ. η ετροποποιήθη με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 4301/2014), η) τα μέλη της νέας Διοικούσης Επιτροπής συνέρχονται σε ολομέλεια, κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου και υπό την προεδρεία του εκλέγουν τον Αντιπρόεδρο και Γενικό Γραμματέα με μυστική ψηφοφορία και συγκροτούνται σε σώμα υπό τον Πρόεδρό της, σε περίπτωση δε ισοψηφίας η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται φανερά και σε περίπτωση νέας ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του Προέδρου [βλ. άρθρο 4 περ. θ (όπως η περ. θ τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 4301/2014)] και θ) η θητεία των μελών της Διοικούσης Επιτροπής είναι τριετής [άρθρ. 4 περ. ι)].

            4. Επειδή, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 349/1976 καθιερώνεται σύνθετος διοικητική ενέργεια, η οποία κατατείνει στην ανάδειξη των αιρετών μελών της Διοικούσης Επιτροπής του Π.Ι.Ι.Ε.Τ.. Η σύνθετος αυτή διοικητική ενέργεια αρχίζει από την προκήρυξη των εκλογών και ολοκληρώνεται με την πράξη του Γενικού Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αιγαίου, με την οποία διορίζονται τα εκλεγέντα μέλη της Διοικούσης Επιτροπής. Κατόπιν τούτου, παραδεκτώς προσβάλλεται, εν προκειμένω, η υπ' αριθμ. 97772/12.12.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αιγαίου, με την οποία διωρίσθησαν τα αιρετά μέλη της Διοικούσης Επιτροπής, οι λοιπές δε ως άνω (υπό α΄ και β΄) πράξεις, οι οποίες προηγήθησαν της αποφάσεως αυτής απαραδέκτως προσβάλλονται αυτοτελώς με την κρινόμενη αίτηση, καθ' ότι ενεσωματώθησαν  στην τελική πράξη διορισμού και απώλεσαν την εκτελεστότητά τους (βλ. ΣτΕ 2038/1979).

            5. Επειδή, με το άρθρο 13 του 8/1970 Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 81), το οποίο διετηρήθη σε ισχύ με το άρθρο 7 του ν. 349/1976, προβλέπεται υπέρ του Δήμου Τήνου πόρος ποσοστού 10% επί των ακαθαρίστων εσόδων του Π.Ι.Ι.Ε.Τ.. Εν όψει τούτου, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον τόσον από τον Δήμο Τήνου (βλ. και ΣτΕ 739/1998 Ολομ.), όσο και ατομικώς από τον δεύτερο αιτούντα, δήμαρχο Τήνου, και τον τρίτο αιτούντα, πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Τήνου. Εξάλλου, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, προβάλλοντες κοινούς λόγους ακυρώσεως, ερειδόμενους στην αυτή πραγματική και νομική βάση.

            6. Επειδή, υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων παρεμβαίνει, με προφανές έννομο συμφέρον, το Π.Ι.Ι.Ε.Τ.. Κατά το μέρος όμως που με την αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται και η από 16.12.2014 πράξη συγκροτήσεως της Διοικούσης Επιτροπής του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., το παρόν δικόγραφο του Ιδρύματος δεν έχει χαρακτήρα παρεμβάσεως, αλλά υπομνήματος ή απόψεων του άρθρου 23 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον κατά το μέρος αυτό το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. είναι κύριος διάδικος (πρβλ. ΣτΕ 189/2007 Ολομ., 1881/2007, 4044/2006 7μ. κ.ά.).

            7. Επειδή, με το από 27.4.2015 έγγραφό του προς το Δικαστήριο, το Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων εκθέτει τις απόψεις του σχετικώς με τους λόγους της υπό κρίση αιτήσεως, ζητεί δε την απόρριψή της. Το δικόγραφο αυτό έχει προδήλως την έννοια παρεμβάσεως  υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων, ησκήθη δε παραδεκτώς, συμφώνως με την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 18/1989, καθ’ ότι το Υπουργείο αυτό, στο οποίο εκοινοποιήθη αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και της σχετικής πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου (βλ. το από 4.5.2015 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελητρίας του Δικαστηρίου Μαρίνας Σταυροπούλου), εποπτεύει κατά νόμον (βλ. άρθρο μόνο του π.δ. 353/1997, Α΄ 239) το ν.π.δ.δ. του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου (πρβλ. ΣτΕ 4841/2014 7μ., 3805/1990 7μ. κ.ά).

            8. Επειδή με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων η Εκκλησία της Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 2037/1979).

            9. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι : «Η δίκη καταργείται αν μετά την άσκηση του ένδικου μέσου η προσβαλλόμενη πράξη ή δικαστική απόφαση ανακλήθηκε, ακυρώθηκε ή εξαφανίσθηκε» και στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου ότι : «Καταργείται ομοίως η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτηση ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλομένη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. …». Στο ως άνω άρθρο προσετέθη, με το άρθρο 31 του ν. 3772/1999 (Α΄ 112), παράγραφος 3, συμφώνως με την οποία : «Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο». Με την τελευταία αυτή διάταξη παρέχεται η δυνατότητα να ζητηθεί η συνέχιση της δίκης όταν η παύση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως οφείλεται στη μεταγενεστέρα έκδοση πράξεως ομοίου περιεχομένου ή στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα (ΣτΕ 31/2013 Ολομ.). Εν προκειμένω, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, η Διοικούσα Επιτροπή του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., κατά τη συνεδρίαση της στις 14.4.2015, ανασυνεκροτήθη σε σώμα, (βλ. την υπ’ αριθμ. 10/14.4.2015 πράξη της Επιτροπής), λόγω της παραιτήσεως μελών της Διοικούσης Επιτροπής, μεταξύ των οποίων ο Αντιπρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1012/555/15.4.2015 έγγραφο του Ιδρύματος προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου). Στην ίδια συνεδρίαση έγιναν αρχαιρεσίες για την εκλογή νέου Αντιπροέδρου και Γενικού Γραμματέως. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλομένη από 16.12.2014 πράξη συγκροτήσεως σε σώμα της Διοικούσης Επιτροπής έπαυσε να ισχύει, αντικατεστάθη δε από την από 14.4.2015 νέα πράξη συγκροτήσεως. Συνεπώς, εφ’ όσον οι αιτούντες δεν επεκαλέσθησαν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την συνέχιση της δίκης, ούτε ηκολούθησαν, ως προς την νέα πράξη, τη διαδικασία που προβλέπεται στην ως άνω παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 για τη συνέχιση της δίκης, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί, ως προς την προσβαλλομένη πράξη συγκροτήσεως σε σώμα της Διοικούσης Επιτροπής, κατηργημένη συμφώνως με την παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989.

            10. Επειδή συμφώνως προς το άρθρο 1 του ν.δ. της 6.9.1925, το οποίο εκυρώθη με το ν. 3775/1929 (Α΄ 10), το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου διοικεί τον ομώνυμο Ιερό Ναό της Παναγίας της Τήνου και διαχειρίζεται την περιουσία του. Πέραν τούτου όμως, η νομοθεσία που διέπει το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. διαχρονικώς (βλ. β.δ. 7.14.1851, Α΄ 11, β.δ. 19.12.1887, Α΄ 349,  το κυρωθέν με το ν. 3775/1929 ν.δ. της 6.9.1925, αν. ν. 1099/1938, Α΄ 70, ν. 2353/1953, Α΄ 77), η οποία το χαρακτηρίζει ως «δημόσιο κατάστημα» ή «πανελλήνιο Ίδρυμα», του έχει προσδώσει έντονο χαρακτήρα «ευαγούς καθιδρύματος», με την ανάθεση σε αυτό ποικίλων κοινωφελών σκοπών και έργων που ανάγονται ιδίως στη χρηματοδότηση λιμενικών, κοινοτικών, υδρευτικών, οδοποιίας και ρυμοτομίας της πόλεως Τήνου, στη στέγαση προσκυνητών, στη χορήγηση υποτροφιών, στη συντήρηση μουσείου, στην ίδρυση φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, στην ίδρυση λαϊκών οικημάτων κλπ. (βλ. ΣτΕ 739/1998 Ολομ., 2037-8/1979, ΠΕ 194/2007). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι διαχρονικώς το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. έχει διττό χαρακτήρα και διττή αποστολή που συνιστούν και την ιδιομορφία του σε σχέση με τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, δεδομένου ότι, αφ’ ενός εκφράζει το θρησκευτικό συναίσθημα των ορθοδόξων ελλήνων, έχοντας ως βάση και σημείο αναφοράς τον Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, και αφ’ ετέρου έχει αναπτυχθεί σε πολύμορφο οργανισμού ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος (ΠΕ 194/2007).   

11. Επειδή, η διοίκηση του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. ησκήθη για περισσότερα από εκατό έτη υπό την άμεση εποπτεία του Κράτους (βλ. β.δ. 7.4.1851, Α΄11, β.δ. 19.12.1887, Α΄ 349, το κυρωθέν με το ν. 3775/1929 ν.δ. της 6.9.1925, αν.ν. 1099/1938, Α΄ 70, ν. 2353/1953, Α΄ 77). Με το ν.δ. 126/1969 και τον, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, 8/1970 Κανονισμό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 81), το εν λόγω Ίδρυμα υπήχθη στην εποπτεία (και) της Εκκλησίας, τούτο όμως προσωρινώς καθ’ ότι, με το ν. 349/1976 (άρθρο 1) το Ίδρυμα «επανήλθε ως ενιαίον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου υπό την εποπτείαν του Κράτους».

12. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄ 146), ωρίσθη ότι «των περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεων του παρόντος νόμου εξαιρείται το Πανελλήνιον Ιερόν Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, το οποίον διέπεται υπό των διατάξεων του Ν. 349/1976 ¨περί διοικήσεως του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου¨». Με τη διάταξη αυτή, το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. εξηρέθη, κατ’ ουσίαν, από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 59 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο ορίζεται, το μεν, ότι η διοίκηση και διαχείριση των κειμένων στην περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερών Προσκυνημάτων καθορίζεται, εφ’ όσον αυτό έχει τεθεί από πολλού χρόνου στη δημόσια λατρεία («τούτων έκπαλαι τεθειμένων … εις την δημοσίαν λατρείαν …») και «ανεξαρτήτως της μέχρι τούδε νομικής αυτών μορφής και καταστάσεως», με αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι οποίες εγκρίνονται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (παρ. 1), το δε, ότι Πρόεδροι των Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων και των Ιερών Προσκυνημάτων είναι «αυτοδικαίως» οι οικείοι Μητροπολίτες (παρ. 2).      

13. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 (Α΄ 32) ωρίσθη, στην υποπαρ. 3 ότι : «3. Τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 (Α' 146) και του ν. 4149/1961 (Α' 41), του άρθρου 1 του ν. 349/1976 (Α' 149), οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου (Ρόδου, Κώου και Νισύρου, Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, Καρπάθου και Κάσου και Σύμης) και οι Ενορίες και οι Μονές τους, καθώς και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου, οι Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές στην Ελλάδα, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου του άρθρου 1 του ν. 2456/1920 (Α' 173) του άρθρου 1 του ν.δ. 301/1969 (Α' 195) και του άρθρου 1 του β.δ. της 29.3.1949 (Α' 79) υπάγονται στις διατάξεις που διέπουν τη Γενική Κυβέρνηση και τον δημόσιο τομέα ως προς την οργάνωση και διοίκησή τους, την εν γένει περιουσιακή και λογιστική διαχείρισή τους, τους λειτουργούς και το προσωπικό τους, μόνον εφόσον αυτές το ορίζουν ρητά. Οι ισχύουσες διατάξεις, γενικές ή ειδικές, που ορίζουν ρητώς την κρατική εποπτεία επί των ανωτέρω νομικών προσώπων, τη διοίκηση και διαχείρισή τους, το δημοσιονομικό και διαχειριστικό έλεγχό τους, καθώς και τη διαδικασία πρόσληψης και την υπηρεσιακή κατάσταση του κάθε είδους προσωπικού τους δεν θίγονται. Διαχειριστικές πράξεις των ανωτέρω προσώπων, για τις οποίες αυτά επιχορηγούνται ή χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους, υπόκεινται στις διατάξεις για τις κρατικές ή δημόσιες συμβάσεις και την εποπτεία και έλεγχο της διαχείρισης κρατικών και ευρωπαϊκών πόρων.» Εξάλλου, με τις υποπαρ. 4 και 5 της ίδιας ως άνω παρ. 1 του ρηθέντος άρθρου 68 του ν. 4235/2014 ετροποποιήθησαν διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και ωρίσθη ότι τα εκκλησιαστικά ιδρύματα συνιστώνται με αποφάσεις της Δ.Ι.Σ. για την προαγωγή μη κερδοσκοπικών φιλανθρωπικών, μορφωτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών σκοπών και αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Ειδικώτερον, με την υποπαρ. 4 ετροποποιήθη η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 και ωρίσθη ότι τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και ιερά προσκυνήματα αποτελούν ν.π.ι.δ., τα οποία λειτουργούν «επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερον οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ’ εξής δια κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό της Ι.Σ.Ι. ή της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, δι’ ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών».           

14. Επειδή, ακολούθησε ο ν. 4301/2014 «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 223/7.10.2014). Με το άρθρο 26 του νόμου αυτού ετροποποιήθησαν, όπως προανεφέρθη, διατάξεις του ν. 349/1976. Περαιτέρω, με το άρθρο 51 παρ. 6 του ίδιου νόμου ωρίσθη ότι : «Η παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 590/1977 (Α΄ 146) καταργείται. Το προηγούμενο εδάφιο δεν καταργεί τον ισχύοντα ν. 349/1976 (Α΄ 149), όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου».    

15. Επειδή, όπως εξετέθη στη σκέψη 11, με το άρθρο 1 του ν. 349/1976 το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. επανήλθε υπό την εποπτεία του Κράτους, η διάταξη δε αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη δημοσίευση των ρηθέντων ν. 4235/2014 και 4301/2014. Ειδικώτερον, όπως προεξετέθη στις δύο προηγούμενες σκέψεις, με το άρθρο 68 του ν. 4235/2014 το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. περιελήφθη μεν σε εκείνα τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. για τα οποία ωρίσθη ότι δεν υπάγονται πλέον αυτοδικαίως, χωρίς δηλαδή ειδική διάταξη νόμου, στις διατάξεις που διέπουν τη Γενική Κυβέρνηση και τον δημόσιο τομέα, πλην, με την ίδια διάταξη ωρίσθη ότι πάντως δεν θίγονται οι ισχύουσες διατάξεις, γενικές ή ειδικές που ορίζουν μεταξύ άλλων, την κρατική εποπτεία επί των ανωτέρω νομικών προσώπων. Περαιτέρω, με το άρθρο 51 του ν. 4301/2014 κατηργήθη μεν η διάταξη του άρθρου 66 του ν. 590/1977, με την οποία το Π.Ι.Ι.Ε.Τ. είχε εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων, πλην, ωρίσθη ρητώς ότι πάντως εξακολουθεί να ισχύει, ως έχει, ο ν. 349/1976. Συνεπώς, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι : α) ότι με τις προμνησθείσες πρόσφατες διατάξεις της υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014 και, ιδίως, της παρ. 6 του άρθρου 51 του ν. 4301/2014 κατηργήθη το ισχύον από το 19ο αιώνα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. ως αυτοδιοικούμενου νομικού προσώπου υπαγόμενου στην εποπτεία της Πολιτείας, καθ’ ότι εξομοιώθηκε νομικά με τα λοιπά εκκλησιαστικά ιδρύματα και ιερά προσκυνήματα υποκείμενο πλέον στη διοίκηση και εποπτεία του επιχωρίου Μητροπολίτου, β) ότι, ως εκ τούτου, εν όψει των κοινωφελών σκοπών του Ιδρύματος, υπήχθησαν στην εξουσία της Εκκλησίας αρμοδιότητες που κατά τον Σύνταγμα ανήκουν στο Κράτος και τους Ο.Τ.Α. και γ) ότι, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας και του κράτους δικαίου, συμμετείχε στην ψηφοφορία για την εκλογή Αντιπροέδρου και Γενικού Γραμματέως της Διοικούσης Επιτροπής του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. ο επιχώριος Μητροπολίτης, καθ’ ότι στο πρόσωπό του συνέτρεχε πλέον και η ιδιότητα του ασκούντος την εποπτεία του Ιδρύματος, είναι απορριπτέοι, καθ’ ότι ανεξαρτήτως του εάν είναι ακουστοί στην παρούσα δίκη, ενόψει του ότι στηρίζονται σε διατάξεις νόμων (4235/2014, 4301/2014) που δεν εφαρμόσθησαν ούτε συνάπτονται ευθέως με την πληττόμενη διαδικασία εκλογής των αιρετών μελών της Διοικούσης Επιτροπής του Ιδρύματος, ερείδονται πάντως επί της εσφαλμένης νομικής εκδοχής ότι η εποπτεία του Ιδρύματος μετέστη από το Κράτος στον επιχώριο Μητροπολίτη. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονισθεί, ότι τα αφιερωμένα στη δημόσια λατρεία πράγματα, μεταξύ των οποίων οι ιεροί ναοί, τα από μακρού τεθειμένα στη δημοσία λατρεία ιερά προσκυνήματα, τα ιερά σκεύη κλπ. είναι πράγματα ιερά και εκτός συναλλαγής, η διοίκηση και διαχείριση των οποίων ανήκει κατ’ αρχήν στην Εκκλησία (βλ. άρθρα 966 Α.Κ. και τις συνάδουσες με το Σύνταγμα διατάξεις των άρθρων 45 παρ. 1 και 59 παρ. 1 και 2 του ν. 590/1977, βλ. επίσης ΠΕ 64/2003). Συνεπώς, ναι μεν με τις 2037-8/1979 αποφάσεις του Δικαστηρίου εκρίθη ως «πλήρως δικαιολογημένη» η εξαίρεση του Π.Ι.Ι.Ε.Τ. από τις περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεις του ν. 590/1977 (και δη εκείνες του άρθρου 59 αυτού), εν όψει της ιδιομορφίας του Ιδρύματος ως ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος, του οποίου η διοίκηση ησκήθη επί αιώνα και πλέον υπό την εποπτεία του Κράτους, ωστόσο, εν όψει του ότι το Ίδρυμα έχει από ιδρύσεώς του προεχόντως θρησκευτικούς σκοπούς, οι οποίοι σχετίζονται με την διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Ευαγγελιστρίας) Τήνου, που αποτελεί ιερό προσκύνημα, ο νομοθέτης ουδόλως κωλύεται να το υπαγάγει, εάν το κρίνει σκόπιμο για το κοινό συμφέρον της Εκκλησίας και της Πολιτείας και κατ’ εκτίμηση των εξελισσόμενων αναγκών και περιστάσεων της κοινωνίας (πρβλ. ΣτΕ 1269-1270/1979 Ολομ., 2037/1979, 1956/1986), στις περί εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και ιερών προσκυνημάτων διατάξεις και εντεύθεν να επιτρέψει την ανάμειξη της Εκκλησίας στα της διοικήσεως και διαχειρίσεώς του, είναι δε άμοιρο σημασίας το γεγονός ότι το Ίδρυμα επιδιώκει και κοινωφελείς σκοπούς (πρβλ. 921/2015 7μ.).    

16. Επειδή, με τις διατάξεις του ν. 349/1976 δεν προβλέπεται άμεση και ευθεία συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων του Δήμου Τήνου στα της διοικήσεως του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., παρά μόνον, όπως προεξετέθη στη σκέψη 3, η συμμετοχή τους στο εκλεκτορικό σώμα για την ανάδειξη των αιρετών μελών της Διοικούσης Επιτροπής του Ιδρύματος. Οι διατάξεις αυτές του ν. 349/19876 ουδόλως μετεβλήθησαν ή ετροποποιήθησαν με τις διατάξεις του ν. 4301/2014. Κατόπιν τούτων, δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι, κατά παράβαση της αρχής της πρωτοβουλίας και της ελεύθερης δράσεως των ΟΤΑ, ο ν. 4301/2014 κατήργησε τον «σημαίνοντα λόγο» του Δήμου στη «διοίκηση και διαχείριση» του Ιδρύματος και ότι το απέσπασε από την επιρροή της τοπικής κοινωνίας και των κατά νόμον εκπροσώπων της. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 739/1998 Ολομ.), λόγω της ιδιομορφίας του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., που εκφράζει το θρησκευτικό συναίσθημα όλου του ελληνικού λαού και έχει αναπτυχθεί σε πολύμορφο οργανισμού ευαγούς Εθνικού Καθιδρύματος, ούτε η διοίκησή του ούτε η συμμετοχή σε αυτήν αποτελεί τοπική υπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 102 του Συντάγματος.         

17. Επειδή, στις επίδικες αρχαιρεσίες που διενεργήθηκαν στις 7 Δεκεμβρίου 2014, εψήφισαν οκτώ (8) μόνον από τα τριάντα τρία (33) μέλη του εκλεκτορικού σώματος. Εν όψει τούτου, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι στην εκλογική διαδικασία συμμετείχε ποσοστό μικρότερο του ημίσεος των διορισμένων μελών του σώματος των εκλεκτόρων, κατά παράβαση της περί απαρτίας διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45). Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως του εάν προβάλλεται από τους αιτούντες με έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι με την 208/27.11.2014 απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Τήνου, την οποία υπερψήφισαν τόσον ο δεύτερος όσο και ο τρίτος αιτών, απεφασίσθη, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για τη δημοσίευση του ν. 4301/2014 η αποχή των εκπροσώπων του Δήμου, που είχαν ορισθεί ως εκλέκτορες, από τις επίδικες αρχαιρεσίες, είναι πάντως απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η έννοια της απαρτίας είναι συμβατή με τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως και δεν νοείται σε εκλεκτορικά (εκλογικά) σώματα, το έργο των οποίων εξαντλείται, όπως εν προκειμένω, στη διενέργεια αρχαιρεσιών για την ανάδειξη αιρετών μελών συλλογικού οργάνου. Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις του ν. 349/1976, οι οποίες ρυθμίζουν εξαντλητικώς τα σχετικά με τη συγκρότηση και σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος και την εν γένει διαδικασία εκλογής των μελών της Διοικούσης Επιτροπής του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., δεν ορίζουν, και δη επί ποινή ακυρότητος της διαδικασίας, ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό συμμετεχόντων εκλεκτόρων, για το λόγο δε αυτό, δεν θα μπορούσαν να ισχύσουν ούτε αναλογικά, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περί απαρτίας.     

18. Επειδή, τέλος, στην περ. α΄ του άρθρου 4 του ν. 349/1976 ορίζεται ότι : «Αι αρχαιρεσίαι προς ανάδειξιν των μελών της Διοικούσης Επιτροπής προκηρύσσονται υπό του "Γενικού Γραμματέα Κυκλάδων", τάσσεται δε προθεσμία τριάκοντα ημερών προς υποβολήν των υποψηφιοτήτων. Η προθεσμία αύτη λήγει απαραιτήτως επτά ημέρας προ των αρχαιρεσιών». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προκήρυξη των αρχαιρεσιών συνέτμησε παρανόμως τις ως άνω προθεσμίες των τριάντα (30) και επτά (7) ημερών σε εικοσιπέντε (25) και πέντε (5), αντίστοιχα, με συνέπεια τη μη υποβολή υποψηφιοτήτων, οι οποίες ενδεχομένως θα υποβάλλοντο, αν τηρείτο ο νόμος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ούτε οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι μετά το πέρας της ταχθείσης προθεσμίας παρεκωλύθησαν πολίτες να θέσουν υποψηφιότητα (βλ. σχετικώς και το από 27.4.2015 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Τήνου).

 

Δ ι α  τ α ύ τ α

            Καταργεί τη δίκη ως προς την υπ’ αριθμ. 28/16.12.2014 πράξη της Διοικούσας Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.

            Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.

            Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

            Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ  και των παρεμβαινόντων που ανέρχεται σε εξακόσια σαράντα (640) ευρώ για κάθε παρέμβαση.

 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.