ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΣτΕ 5057/1987
Πηγή : Ελληνική Δικαιοσύνη 1989, 399
Αριθμός Απόφασης : 5057
'Ετος : 1987
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

5057/1987

 

Με το ν. 4684/1930, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 14.9.1931 διάταγμα (ΦΕΚ 328), ιδρύθηκε στην Αθήνα Οργανισμός διοικήσεως της Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής περιουσίας, επονομαζόμενος Ο.Δ.Ε.Π. Ο Οργανισμός αυτός αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρα 1 και 4 παρ. 1). Σκοπός του Ο.Δ.Ε.Π. είναι: α) Η ρευστοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας. β) Η διοίκηση και διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτός της περιουσίας των ναών και γ) Η διάθεση του προϊόντος κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρο 2). Ο Ο.Δ.Ε.Π. διοικείται από Κεντρικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τους εξής: 1) Τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως πρόεδρο. 2) Δύο αρχιερατικά μέλη, ως αντιπροέδρους, ένα από την Παλαιά Ελλάδα και ένα από τις Νέες Χώρες, τα οποία επιλέγονται από τη Δ.Ι.Σ. για το χρόνο της συνοδικής περιόδου. 3) Ένα Σύμβουλο της Επικρατείας. 4) Ένα Νομικό Σύμβουλο. 5) Το Γενικό Διευθυντή του Δημόσιου Λογιστικού. β) Έναν αντιπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδας επιλεγόμενο μεταξύ των διευθυντών της και 7) Έναν αντιπρόσωπο της Εθνικής Τράπεζας, επιλεγόμενο μεταξύ των διευθυντών της, ο οποίος μετέχει χωρίς ψήφο εφόσον ισχύει η σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα (άρθρο 3). Επακολούθησε το ν.δ. 2631/1953 (ΦΕΚ 292), με το άρθρο 1 του οποίου το παραπάνω άρθρο 3 του κ.ν. 4684/1930 αντικαταστάθηκε και ορίσθηκε ότι ο Ο.Δ.Ε.Π. διοικείται από επταμελές Κεντρικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από: α) Τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως πρόεδρο. β) Τρεις ιεράρχες που εκλέγονται με απόφαση της Δ.Ι.Σ. με διετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί. γ) Τρία λαϊκά μέλη οριζόμενα με διετή θητεία από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη της Δ.Ι.Σ. κατ' ελεύθερη κρίση μεταξύ των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του προέδρου και των αντιπροέδρων του εν ενεργεία ή συνταξιούχων, του διοικητή, υποδιοικητή και ανωτάτων εν ενεργεία ή συνταξιούχων υπαλλήλων Τραπεζικών Ιδρυμάτων, ανωτάτων εν ενεργεία ή συνταξιούχων κρατικών λειτουργών, υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και από απλούς ιδιώτες οι οποίοι κρίνονται κατάλληλοι. Τα λαϊκά μέλη, εφόσον είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ανατίθεται δε σ' αυτά η κατά το άρθρο 54 αρμοδιότητα, μπορεί να θέτονται στη διάθεση του Κεντρικού Συμβουλίου με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού. Τον πρόεδρο απόντα ή κωλυόμενο αναπληρώνει ο ιεράρχης που προβαδίζει κατά τα πρεσβεία (παρ. 1). Τα κληρικά μέλη που εκλέγονται με την απόφαση της Δ.Ι.Σ., όπως και τα λαϊκά μέλη που έχουν ορισθεί από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη της Δ.Ι.Σ. διορίζονται με β.δ. που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (παρ. 2). Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου πλην του προέδρου εκλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και διορίζονται με β.δ. το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 2 του ίδιου ν.δ/τος ορίζεται ότι ο Ο.Δ.Ε.Π. τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τέλος, με τον κωδικοποιημένο Κανονισμό 14/1981 "περί Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.)" (ΦΕΚ 11/1982) τροποποιήθηκε η συγκρότηση του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. και ορίσθηκε ότι το Συμβούλιο αυτό αποτελείται: α) Από το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως πρόεδρο, β) Από το διοριζόμενο με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εντεταλμένο σύμβουλο, γ) Από δύο συνοδικούς αρχιερείς, οι οποίοι διορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τη Δ.Ι.Σ. στην αρχή κάθε συνοδικής περιόδου και από τους οποίους ο ένας λαμβάνεται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας και ο άλλος από τις Νέες Χώρες, δ) Από τέσσερα λαϊκά μέλη δυνάμενα να συμβάλουν στην επίτευξη των σκοπών του Ο.Δ.Ε.Π., τα οποία διορίζονται μαζί με τους αναπληρωτές τους με απόφαση της Δ.Ι.Σ., μετά από πρόταση του προέδρου, για μια διετία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 του παραπάνω Κανονισμού, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Κανονισμού 30/1985 (ΦΕΚ 227), το οποίο δεν εθίγη από το ν.1700/1987, σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 12 του νόμου τούτου, ορίσθηκε ότι οι πόροι του Ο.Δ.Ε.Π. έχουν προορισμό να επικουρούν το έργο της Εκκλησίας. Γι' αυτό διατίθενται: α) Για τη μισθοδοσία του προσωπικού του Οργανισμού και τα έξοδα διαχειρίσεως και διοικήσεως αυτού. β) Για τη μισθοδοσία των ιεροκηρύκων οι οποίοι δε μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. γ) Για επιχορήγηση της Ιεράς Συνόδου για κάλυψη των πάσης φύσεως δαπανών της. δ) Για ενίσχυση Ι. Μητροπόλεως και Ι. Μονών, οι οποίες αποδεδειγμένα αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τα έξοδα συντηρήσεώς τους. ε) Για επιχορηγήσεις Εκκλησιαστικών νομικών προσώπων που αποβλέπουν σε ενίσχυση εκδηλώσεων, οι οποίες αποσκοπούν στο ιεραποστολικό και μορφωτικό έργο της Εκκλησίας στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες, ως και διαφόρων φιλανθρωπικών νομικών προσώπων και ιδρυμάτων (παρ. 1).

Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 1700/1987 "ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας" (ΦΕΚ 61) ορίζεται ότι, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, περιέρχονται αυτοδικαίως στον Ο.Δ.Ε.Π. η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των ιερών μονών, ως προς την οποία νομιμοποιείται πλέον ενεργητικώς και παθητικώς είτε αυτή ανήκει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στη "διατηρητέα" ή ("διατηρουμένη" είτε στην "εκποιητέα" ή "ρευστοποιητέα" περιουσία (παρ.

1). Με π. διάταγμα, το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Γεωργίας, καθορίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, οι όροι και η διαδικασία εκποίησης, εκμίσθωσης, παραχώρησης της χρήσης και αξιοποίησης από τον Ο.Δ.Ε.Π. της κινητής και ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας και γενικά κάθε θέμα σχετικό με τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής (παρ. 3 εδ. α ). Περαιτέρω, με τις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου αυτού ρυθμίζονται, εκτός άλλων, τα θέματα της αγροτικής γενικά και της αστικής περιουσίας των ιερών μονών και άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ειδικότερα: Α) Σχετικώς με την αγροτική γενικώς μοναστηριακή περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα αγροτικά και επιδεχόμενα γεωργική εκμετάλλευση ακίνητα, τα δάση, τις δασικές γενικά εκτάσεις, τους βοσκοτόπους, τις χορτολιβαδικές ή άλλες αγροτικές εκτάσεις, καθώς και τα λατομεία, μεταλλεία, ιχθυοτροφεία και τα ακίνητα που έχουν αποκτήσει οικοπεδική αξία και προορίζονται για ανοικοδόμηση, έστω και αν έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, εφόσον η ένταξή τους έγινε μετά το έτος 1952, με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, μετά παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 2 παρ. 2 (που προβλέπει τη δυνατότητα μεταβιβάσεως από τον Ο.Δ.Ε.Π. στο Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση της παραπάνω μοναστηριακής περιουσίας), τα ακίνητα αυτά, εφόσον βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου στη νομή ή στην κατοχή των ιερών μονών, ανεξάρτητα από τη μορφή διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσής τους, θεωρείται ότι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτός αν το δικαίωμα κυριότητας της μονής: α) προκύπτει από νόμιμο τίτλο κυριότητας προγενέστερο της ημέρας κατάθεσης του σχεδίου νόμου, που έχει ήδη μεταγραφεί ή θα μεταγραφεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, β) έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση έναντι του Δημοσίου. Το ίδιο ισχύει και για ακίνητα που ήταν στην νομή ή κατοχή μονής και έχουν καταληφθεί από τρίτους. Σε ιερές μονές που δε διαθέτουν επαρκή ακίνητη περιουσία κατά κυριότητα μπορεί να παραχωρηθεί χωρίς αντάλλαγμα ανάλογη έκταση από ακίνητα που βρίσκονται ήδη στην κατοχή τους κατά την παρ. 1 του άρθρου αυτού αποκλειστικά για αυτοκαλλιέργεια από τους ίδιους τους μοναχούς που προσδιορίζεται για κάθε μονή αναλόγως με τον αριθμό των εγκαταβιούντων μοναχών, καθώς και η αναγκαία έκταση γύρω από κάθε μονή για περιβαλλοντική προστασία (παρ. παρ. 1, 2 και 3). Β) Σχετικώς με την αστική ακίνητη περιουσία των ιερών μονών με το άρθρο 1 του νόμου ορίζεται ότι για την εκποίηση από τον Ο.Δ.Ε.Π. της περιουσίας αυτής ή την παραχώρηση οποιουδήποτε εμπραγμάτου δικαιώματος σ' αυτή απαιτείται συναίνεση της οικείας ιεράς μονής που έχει την κυριότητα των ακινήτων, χωρίς την οποία είναι απολύτως άκυρη η σχετική σύμβαση (παρ. 3 εδ. γ ). Γ) Σχετικώς με τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας των μητροπόλεων και της περιουσίας των ιερών προσκυνημάτων της περιοχής τους, καθώς και με τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας των εφημεριακών ναών, στο άρθρο 8 παρ. 6, με το οποίο τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 590/1977, ορίζεται ότι αυτή ανήκει στα οικεία μητροπολιτικά συμβούλια ή στα οικεία εκκλησιαστικά συμβούλια αντιστοίχως. Δ) Σχετικώς με τα αστικά ακίνητα που ανήκουν σε ιερές μονές ή σε οποιοδήποτε άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 590/1977 και επιδέχονται αξιοποίηση ή περαιτέρω αξιοποίηση με το άρθρο 7 ορίζεται ότι αυτά αξιοποιούνται από τον Ο.Δ.Ε.Π. από κοινού με το Ελληνικό Δημόσιο ή άλλο δημόσιο φορέα ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Ανάλογη ρύθμιση ισχύει και στην περίπτωση μεταλλείων, λατομείων και ιχθυοτροφείων, τα οποία βρίσκονται στην κυριότητα των εκκλησιαστικών τούτων νομικών προσώπων. Για την αξιοποίηση ακινήτων που ανήκουν στην κυριότητα άλλων εκκλησιαστικών προσώπων εκτός των ιερών μονών απαιτείται πάντοτε η σύμφωνη γνώμη του οικείου εκκλησιαστικού προσώπου (παρ. 1). Τέλος με το άρθρο 8 παρ. 1 του παραπάνω νόμου ορίζεται ότι το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π. συγκροτείται: α) από τον Πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από το Υπουργικό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. β) από τρία μέλη που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και γ) από τρία μέλη που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η συγκρότηση του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, με την οποία διορίσθηκαν τα μέλη του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου το Ο.Δ.Ε.Π., προβάλλεται ότι η απόφαση αυτή στερείται έγκυρου νομοθετικού ερείσματος, γιατί εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987, οι οποίες αντίκεινται στα άρθρα 3 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον επιτρέπουν το διορισμό της πλειοψηφίας των μελών του Συμβουλίου από την Πολιτεία και όχι, όπως έπρεπε, από την Εκκλησία.

Στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται απ' αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού τόμου της κθ ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. Εξάλλου στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. Τέλος, κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται, εκτός άλλων, τα νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα θέματα του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι ιεροί κανόνες και οι παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνταγματική όμως αυτή κατοχύρωση αναφερόμενη στους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις που ανάγονται στο δόγμα, στη σφαίρα του οποίου εκδηλώνονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Εκκλησίας, δε μπορεί να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται και στους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις που αναφέρονται σε ζητήματα διοικητικής αποκλειστικά φύσεως. Γιατί τα ζητήματα αυτά, υφιστάμενα επίδραση από τη διαδρομή του χρόνου και τις νεώτερες αντιλήψεις, είναι κατ' ανάγκη μεταβλητά για το κοινό συμφέρον της Εκκλησίας και της Πολιτείας και ρυθμίζονται, σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας, κατ' επιταγή του άρθρου 72 παρ. 1 του Συντάγματος, από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως, κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, δε μπορεί με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας ή άλλα ειδικά νομοθετήματα να χωρήσει σε θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών καθιερωμένων παγίως από μακρύ χρόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία (βλ. Σ.τ.Ε. 139/1930, 609/1967, 2336, 4120/1980 κ.α.). Εξάλλου, με τις ίδιες διατάξεις κατοχυρώνεται και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν' αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο, η οποία συγκροτείται κατά τους ορισμούς του νόμου και των σχετικών με τον τρόπο συγκροτήσεως του οργάνου αυτού διατάξεων του Πατριαρχικού τόμου της κθ ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1929 (βλ. Σ.τ.Ε. 3178/1976, 2715/1984).

Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι διατάξεις του ν. 1700/1987, που αναθέτουν τη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της περιουσίας των ιερών μονών στον Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εντεταγμένο στο πλαίσιο της διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας, του οποίου τα μέλη του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου υποδεικνύονται κατά την πλειοψηφία τους από την Πολιτεία, δεν αντίκεινται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, ούτε στη θρησκευτική ελευθερία και τα άρθρα 9 και 11 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ν.δ. 53/1974), τον Καταστατικό Χάρτη του Ο.Ε.Η. της 16.2.1946 και την από 1.7.1946 τελική Πράξη του Ελσίνκι, γιατί τα θέματα αυτά, μη αναγόμενα στο δόγμα και τη λατρεία, είναι καθαρώς διοικητικής φύσεως μη αναγόμενα καν σε βασικούς διοικητικούς εκκλησιαστικούς θεσμούς και επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, ρυθμίζονται ελευθέρως από τον κοινό νομοθέτη (βλ. Σ.τ.Ε. 1476/1975 (Ολ.), 1269, 1270/1977 (Ολ.), 2037/1979, 1956/1986. Εξάλλου με τις ρυθμίσεις αυτές του ν. 1700/1987 δεν επέρχεται ούτε θεμελιώδης μεταβολή τέτοιων θεσμών, γιατί η διοίκηση και διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας και της εκκλησιαστικής, πλην της περιουσίας τω ναών, είχε ανέκαθεν ανατεθεί στον Ο.Δ.Ε.Π., του οποίου το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο κατά την πρώτη συγκρότησή του με το ν. 4684/1930 απαρτιζόταν κατά πλειοψηφία από λαϊκά μέλη υποδεικνυόμενα από την Πολιτεία ( βλ. και μεταγενεστέρως το άρθρο 1 παρ. 3 του ν.δ. 2631/1953). Συνεπώς, τα προβαλλόμενα με τον κρινόμενο λόγο ακυρώσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Ένα όμως από τα μέλη του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο υποστήριξε την εξής άποψη με την οποία συντάχθηκε και το ένα από τα πάρεδρα μέλη: Με τη διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος που ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται υπό "της Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων" δεν κατοχυρώνεται μόνο το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας αυτής με την έννοια ότι διοικείται από Αρχιερείς εκλεγομένους από αυτήν, αλλά και το δικαίωμά της να διοικεί, να διαχειρίζεται και να διαθέτει, κατά τη βούλησή της, όπως κάθε ιδιοκτήτης για την επιδίωξη του μη κερδοσκοπικού σκοπού της, ο οποίος είναι η εδραίωση και προαγωγή της ορθοδόξου πίστεως του πληρώματός της, την οπωσδήποτε εις την κυριότητά της ευρισκομένην πάσης φύσεως κινητή και ακίνητη περιουσία αυτής και των λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Εξάλλου οι μοναχικές κοινότητες αποτελούν ουσιώδη τμήματα της Εκκλησίας αυτής και η εγκαταβίωση στις Μονές, που παρά το χαρακτηρισμό τους (άρθ. 1 παρ. 4 Ν. 590/1977) ως ν.π.δ.δ. έλκουν την καταγωγή τους καθώς και η Εκκλησία από την εκτός του Κράτους περιοχή, απετέλεσε ανέκαθεν βασικό τρόπο λατρείας του Θεού. Συνεπώς η δια του Ν. 1700/1987 (άρθ. 1 παρ. 1 και 3) αφαίρεση από όλες τις Μονές της Ελλαδικής Εκκλησίας της διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης ολόκληρης της περιουσίας (κινητής και ακίνητης, αστικής και αγροτικής) που ανήκει σ' αυτές ως και εκείνης που θα αποκτήσουν στο μέλλον και η ανάθεση των εξουσιών αυτών, χωρίς τη συναίνεση των Μονών, στο ως άνω συλλογικό όργανο τα περισσότερα μέλη του οποίου διορίζονται από την Πολιτεία και που είναι, συνεπώς, ξένο προς την διοικητική δομή της Εκκλησίας, περιορίζει ανεπίτρεπτα την αυτοδιοίκηση των Μονών άρα και της Εκκλησίας, ενόψει μάλιστα και του ότι κατά τους Ιερούς Κανόνες οι μοναχοί πρέπει να είναι ακτήμονες. Έτσι με τη ρύθμιση αυτή αφ' ενός μεν παραβιάζεται το ως άνω άρθρο του Συντάγματος που δεν επιτρέπει την δια νόμου τροποποίηση διοικητικών θεσμών της Εκκλησίας σε έκταση τέτοια ώστε να ανατρέπεται η αυτοδιοίκησή της, αφ' ετέρου δε παρεμβάλλονται σοβαρά προσκόμματα στη δια του μοναχικού βίου άσκηση της λατρείας, η οποία κατόπιν τούτου δεν ασκείται "ακωλύτως" όπως εγγυάται το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1953 και μετά ο Ο.Δ.Ε.Π. είχε Διοίκηση που οριζόταν κατά πλειοψηφία από την Εκκλησία και Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (Ν. 2631/1953 και Κανονισμός 14/1981 ΦΕΚ 11/1982 τ. Α' ) και ότι η αντίθετη νομολογία που επικαλείται η κρατήσασα γνώμη αναφέρεται σε μεμονωμένες ιδιόμορφες περιπτώσεις και όχι στο σύνολο της μοναστηριακής περιουσίας. Συνεπώς κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι.

Προβάλλεται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του ν. 1700/1987, με τις οποίες ανατίθεται στον Ο.Δ.Ε.Π., νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ξένο προς την Εκκλησία και δεν ελέγχεται απ' αυτή, η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της μοναστηριακής περιουσίας και επιτρέπεται η μεταβίβαση της περιουσίας αυτής στο Ελληνικό Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα, είναι αντίθετες με τα άρθρα 17 και 7 παρ. 3 εδ. α΄ του Συντάγματος, γιατί επιβάλλουν ανεπίτρεπτη δήμευση της παραπάνω περιουσίας, άλλως αποστερούν τις ιερές μονές από την ιδιοκτησία τους και πάντως θεσπίζουν περιορισμούς της κυριότητας οι οποίοι δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί.

Στο άρθρο 7 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος ορίζεται ότι η γενική δήμευση απαγορεύεται. Εξάλλου, στο άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζεται ότι η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν απ' αυτή δε μπορεί να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος (παρ. 1). Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης (παρ. 2). Κατά την έννοια της τελευταίας συνταγματικής διατάξεως απαγορεύεται μεν η στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζονται σ' αυτή, δεν παρακωλύεται όμως η νομοθετική λειτουργία να θεσπίζει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος περιορισμούς ως προς την έκταση και το περιεχόμενο του δικαιώματος της κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι με τους περιορισμούς αυτούς δεν εξαφανίζεται ή δεν καθίσταται αδρανής η ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της (βλ. Σ.τ.Ε. 2034/1978, 6711/1979, 3466/1980, 1503/1982 κ.ά.).

Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι ρυθμίσεις του ν. 1700/1987, που ειδικώς εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, οι οποίες προβλέπουν την περιέλευση στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου των μοναστηριακών αγροτικών και άλλων ακινήτων τα οποία κατέχονται από τις ιερές μονές χωρίς νομίμους τίτλους κυριότητας, δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 17 του Συντάγματος, γιατί δεν αφαιρούν τα παραπάνω ακίνητα από την ιδιοκτησία των ιερών μονών, εφόσον ο νόμος προϋποθέτει ότι τα ακίνητα αυτά δεν ανήκουν σ' αυτές. Εξάλλου, οι ρυθμίσεις του ίδιου νόμου, οι οποίες αναφέρονται στην εκποίηση της αστικής ακίνητης περιουσίας των ιερών μονών ή την παραχώρηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σ' αυτή με απόφαση του Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος, όπως παραπάνω εκτέθηκε, είναι νομικό πρόσωπο εντεταγμένο στο πλαίσιο της διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας, δεν προβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας των ιερών μονών, γιατί για να λειτουργήσουν απαιτούν τη συναίνεση της ιεράς μονής που έχει την κυριότητα του ακινήτου, χωρίς την ύπαρξη της οποίας είναι απολύτως άκυρη η σχετική σύμβαση. Τέλος, οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην αξιοποίηση ή περαιτέρω αξιοποίηση από τον Ο.Δ.Ε.Π. των αστικών ακινήτων, των μεταλλείων, λατομείων και ιχθυοτροφείων που ανήκουν σε ιερές μονές ή σε οποιοδήποτε άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, όπως και στη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της αγροτικής γενικά περιουσίας των ιερών μονών δεν είναι αντισυνταγματικές. Ειδικότερα, όσο μεν αφορά την αξιοποίηση των ακινήτων που ανήκουν σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, εκτός από τις ιερές μονές, αυτή γίνεται πάντοτε μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και επομένως η ρύθμιση αυτή δε συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας, όσο δε αφορά τη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της αγροτικής γενικά περιουσίας των ιερών μονών και την αξιοποίηση ή περαιτέρω αξιοποίηση των αστικών ακινήτων, δεν επιβάλλεται με τις συναφείς ρυθμίσεις αφαίρεση της ιδιοκτησίας, εφόσον η κυριότητα των ακινήτων της περιουσίας αυτής παραμένει στις ιερές μονές, σε κάθε δε περίπτωση τα έσοδα από τη διαχείριση της παραπάνω περιουσίας από τον Ο.Δ.Ε.Π. χρησιμοποιούνται για εκκλησιαστικούς σκοπούς, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 12 του Κανονισμού 14/81, αλλά θεσπίζονται συνταγματικώς θεμιτοί περιορισμοί της κυριότητας για εξυπηρέτηση του συμφέροντος των μονών αυτών αλλά και του γενικού συμφέροντος. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως, όπως και οι λόγοι ακυρώσεως περί παραβάσεως των άρθρων 12 παρ.9 5 και 6 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου των Παρισίων της 20.3.1952 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ν.δ. 53/1974), που περιλαμβάνουν διατάξεις παρεμφερείς με το άρθρο 17 του Συντάγματος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου, ο λόγος περί αντιθέσεως των ρυθμίσεων προς το άρθρο 109 του Συντάγματος είναι αβάσιμος, γιατί οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναφέρονται σε θέματα εμπίπτοντα στο άρθρο αυτό.

Δύο από τα μέλη του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο υποστήριξαν την εξής γνώμη με την οποία συντάχθηκε και το ένα από τα πάρεδρα μέλη. Η κάτω από τις εκτεθείσες ήδη συνθήκες ανάθεση της διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης όλης ανεξαιρέτως της περιουσίας των Μονών εις τον Ο.Δ.Ε.Π. ακόμη και "κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων" (άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1700/1987) δεν αποτελεί απλώς περιορισμό της κυριότητας ανεκτό από το Σύνταγμα, αλλά πλήττει ανεπίτρεπτα χωρίς πλήρη αποζημίωση τον πυρήνα του δικαιώματος αυτού. Τούτο γίνεται περισσότερο φανερό και από το γεγονός ότι η μόνη εξουσία που έχουν οι Μονές είναι να συμφωνήσουν ή να μη συμφωνήσουν για την από τον Ο.Δ.Ε.Π. εκποίηση των αστικών ακινήτων τους ή την παραχώρηση εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτών, όχι όμως και να αποφασίσουν μια τέτοια εκποίηση ή παραχώρηση, αφού η σχετική απόφαση μόνο από τον Ο.Δ.Ε.Π. μπορεί να ληφθεί, ο οποίος θα αποφασίσει κυριαρχικά, δηλαδή χωρίς καν τη γνώμη της Μονής για την εκποίηση των αγροτικών ακινήτων και για την κατά το άρθρο 7 του Νόμου 1700/1987 "αξιοποίηση ή περαιτέρω αξιοποίηση" της ακίνητης περιουσίας τους. Όσον αφορά δε τα κινητά περιουσιακά στοιχεία των Μονών, μερικά από τα οποία έχουν ιδιαίτερα μεγάλη αξία (π.χ. εικόνες μουσείων των Μονών, πολύτιμα κειμήλια, μετοχές κλπ.) αυτά τα διαχειρίζεται χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό ο Ο.Δ.Ε.Π. Πέραν όλων αυτών πρέπει να σημειωθεί ότι στο νόμο 1700/1987 δεν προσδιορίζεται η τύχη των εσόδων της μοναστηριακής περιουσίας, αντίθετα δε από τα άρθρα 2 παρ. 2, 3 παρ. 1 στοιχ. Β και 9 του Ν. 1700/1987 προκύπτει ότι τα έσοδα του Δημοσίου από την "αξιοποίηση ή την παραχώρηση της χρήσεως της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής γενικά περιουσίας" περιέρχονται στο υπό του αυτού άρθρου 9 ιδρυόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει εκκλησιαστικούς σκοπούς. Έτσι η θεσπιζόμενη με το Ν. 1700/1987 ρύθμιση έρχεται σε οξεία αντίθεση όχι μόνο με το άρθρο 17 του Συντάγματος, αλλά και τις αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης (άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και θεμελιώνεται, συνεπώς, και διεθνής ευθύνης της Ελληνικής Πολιτείας. Συνεπώς, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη ο αντίστοιχος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

Προβάλλεται στη συνέχεια ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, ρυθμιστική επέμβαση της Πολιτείας σε θέματα της Εκκλησίας είναι ανεκτή μόνο όταν ενεργείται από τον ίδιο το νομοθέτη. Ρύθμιση των θεμάτων αυτών με νομοθετική εξουσιοδότηση είναι αντισυνταγματική, εκτός αν παρέχεται στην Εκκλησία. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1700/187, η οποία παρέχει εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη συγκρότηση του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. είναι ανίσχυρη. Ο λόγος είναι αβάσιμος, γιατί ασχέτως του ότι το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποκλείει τη δυνατότητα του νομοθέτη να αναθέτει τη ρύθμιση θεμάτων αναφερομένων στην Εκκλησία στην εκτελεστική λειτουργία κατά το άρθρο 43 του Συντάγματος (βλ. Σ.τ.Ε. 960/1978), η συγκρότηση του παραπάνω οργάνου από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων γίνεται με ατομική διοικητική πράξη και συνεπώς δε μπορεί να γίνει λόγος για ανίσχυρο νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία αναφέρεται στην έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων.

Προβάλλεται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987 και οι συναφείς με αυτές διατάξεις του ίδιου νόμου αντίκεινται στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας (άρθρο 3 παρ. 1 Συντάγματος). Ο λόγος είναι αβάσιμος, γιατί οι παραπάνω διατάξεις του ν. 1700/1987 δε σχετίζονται με το διακηρυσσόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, το οποίο αναφέρεται στην, παρά τη δογματική ενότητα, αυτοτέλεια της υπάρξεως και της δραστηριότητας της Εκκλησίας όχι μόνο σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και σε σχέση με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στη συνέχεια προβάλλεται ότι οι διατάξεις του ν. 1700/1987 παραβιάζουν το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί εισάγουν αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας σε σύγκριση με τις υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μονές, καθώς και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτό, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, του Πανάγιου Τάφου, της Ιεράς Μονής Σινά και των άλλων δογμάτων ή θρησκειών. Ο λόγος είναι αβάσιμος, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, φορέας και εκφραστής της επικρατούσας θρησκείας κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, δε βρίσκεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες σε σχέση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δόγματα ή θρησκείες ώστε οι επίδικες νομοθετικές ρυθμίσεις να παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ομοίων νομικών καταστάσεων.

Προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος ρυθμίσθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987 και ακολούθως εκδόθηκε από τον Υπουργό η προσβαλλόμενη πράξη συγκροτήσεως του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. Ο λόγος είναι αβάσιμος, γιατί η απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, την οποία προβλέπει το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, αναφέρεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και δεν αφορά στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας ή την έκδοση διοικητικών πράξεων.

Προβάλλεται περαιτέρω ότι οι επίδικες ρυθμίσεις του ν. 1700/ 1987 αντίκεινται στα άρθρα 43 παρ. 5 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατά το πρώτο σκέλος του, γιατί η διάταξη του άρθρου 43 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζουσα ότι τα κατά το άρθρο 72 παρ. 1 θέματα της αρμοδιότητας της Ολομέλειας της Βουλής δε μπορεί ν' αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη παράγραφο (εξουσιοδότησης εκδόσεως κανονιστικών διαταγμάτων για ρύθμιση θεμάτων που καθορίζονται από το νόμο σε γενικό πλαίσιο), ουδόλως σχετίζεται με τις επίδικες ρυθμίσεις, ως αόριστος δε κατά το δεύτερο σκέλος του, γιατί δεν εξειδικεύει ποιά πλημμέλεια σχετιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1 του Συντάγματος προσάπτεται στις ρυθμίσεις αυτές.

Προβάλλεται στη συνέχεια, ότι, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με τις ρυθμίσεις του ν. 1700/1987 οι ορθόδοξοι πολίτες, οι οποίοι επιθυμούν να ενισχύσουν οικονομικώς τις μονές, εμποδίζονται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, εφόσον, παρά τη βούλησή τους, η διοίκηση και διαχείριση της δωριζόμενης περιουσίας δεν θα ανήκει στις μονές, αλλά σε άλλο πρόσωπο, τον Ο.Δ.Ε.Π. Επίσης προβάλλεται ότι με τις ρυθμίσεις αυτές θίγεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας των μελών των μοναχικών αδελφοτήτων, καθώς και αυτών που επιθυμούν να ιδρύσουν μονές, διαθέτοντας για το σκοπό αυτό την περιουσία τους. Ο λόγος κατά το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, γιατί το ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτο αλλ' υπόκειται στους περιορισμούς του συντάγματος και του νόμου, στην προκείμενη δε περίπτωση οι επιβαλλόμενοι με τις παραπάνω διατάξεις του ν. 1700/1987 περιορισμοί, ως εκ του σκοπού για τον οποίο θεσπίζονται (βλ. Εισηγητική Έκθεση του νόμου) δεν παραβιάζουν το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά το δεύτερο σκέλος του ο λόγος είναι απαράδεκτος, γιατί αναφέρεται αορίστως σε ενδεχόμενη και μελλοντική βλάβη των αιτούντων.

Προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις του ν. 1700/1987 παραβιάζουν τις συνταγματικές αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Ο λόγος είναι αβάσιμος, γιατί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν κατοχυρώνεται ευθέως από το Σύνταγμα, ούτε βρίσκει έρεισμα στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του Κράτους Δικαίου (Σ.τ.Ε. 2270/1987 κ.ά.), οι δε αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας δεν παραβιάζονται, γιατί οι επίδικες ρυθμίσεις δικαιολογούνται επαρκώς ( βλ. Εισηγητική Έκθεση του νόμου).

Προβάλλεται τέλος ότι η συγκρότηση του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. δεν είναι νόμιμη γιατί, ενώ το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987 προβλέπει ότι το Συμβούλιο αυτό συγκροτείται από τον πρόεδρο με τον αναπληρωτή του και έξι μέλη, με την προσβαλλόμενη απόφαση συγκροτήθηκε από τον πρόεδρο με τον αναπληρωτή του και πέντε μέλη.

Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987, που εκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, ο αναπληρωτής του προέδρου του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. έχει ως έργο την αναπλήρωση του προέδρου σε περίπτωση κωλύματός του και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η σύμπτωση στο πρόσωπό του της ιδιότητας του αντιπροέδρου με την ιδιότητα του τακτικού μέλους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, οι πράξεις συγκροτήσεως των συλλογικών οργάνων της διοικήσεως πρέπει να είναι πλήρεις, τουλάχιστον ως προς τον διορισμό των τακτικών μελών, χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατή η κατ' αρχή λειτουργία του συλλογικού οργάνου (βλ. Σ.τ.Ε. 3558/1978).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση Α1/431/16.7.1987 του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων συγκροτήθηκε το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π. ως ακολούθως: 1) Ανωμερίτης Γιώργος, οικονομολόγος, πρόεδρος. 2) Σοφούλης Κωνσταντίνος, οικονομολόγος, αναπληρωτής πρόεδρος, 3) Γεωργουτσάκος Κωνσταντίνος, οικονομολόγος, τακτικό μέλος, 4) Ζαχαρόπουλος Νικόλαος, θεολόγος, τακτικό μέλος, 5) Παναγιωτόπουλος Φώτιος, γεωπόνος - γεωργοοικονομολόγος, τακτικό μέλος, β) Πυρουνάκης Γεώργιος, πρωτοπρεσβύτερος, τακτικό μέλος και 7) Τσάκωνας Βασίλειος, θεολόγος, τακτικό μέλος. Η απόφαση αυτή "συμπληρώθηκε" με την Α1/567/25.9. 1987 απόφαση του ίδιου Υπουργού, με την οποία ο αναπληρωτής του προέδρου Σοφούλης Κωνσταντίνος ορίσθηκε και ως τακτικό μέλος. Η συγκρότηση όμως αυτή του Συμβουλίου δεν είναι, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, σύμφωνη με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1700/1987, γιατί δεν έχει ορισθεί και επομένως ελλείπει ένα από τα έξι τακτικά μέλη, ο δε αναπληρωτής του προέδρου δε μπορούσε, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν στην προηγούμενη την ιδιότητα του τακτικού μέλους και να συμπληρώσει τη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου. Αν και κατά τη γνώμη δυο μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, ο Σοφούλης Κων/νος, κατά την έννοια των παραπάνω υπουργικών αποφάσεων, ορίσθηκε ως τακτικό μέλος του Συμβουλίου, δεν ασκεί καμιά επιρροή στη νομιμότητα συγκροτήσεώς του ο χαρακτηρισμός του ως αναπληρωτή του προέδρου, εφόσον δεν ορίσθηκαν αναπληρωματικά μέλη.

Κατ' ακολουθία όσων παραπάνω κρίθηκαν, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων πρέπει ν' ακυρωθούν, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως.

 

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.