ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 1205/2014
Αριθμός Απόφασης : 1205
'Ετος : 2014
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 1205/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ : 

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια ***, πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. 

 
Του αναιρεσίβλητου: ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ***, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.. 
 
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 416/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 254/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά το αναιρεσείον με την από 17-6-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 24-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι). Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ 1 του ν. 1700/1987,με τον οποίο έγινε ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας, χρίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος αυτού (6.5.1987), περιέρχεται αυτοδικαίως στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση, ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών, ως προς την οποία νομιμοποιείται πλέον ενεργητικώς και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στη "διατηρητέα" ή "διατηρούμενη" είτε στην "εκποιητέα" ή "ρευστοποιητέα" περιουσία. Μετά τον ως άνω ν. 1700/1987 εκδόθηκε ο ν. 1811/1988. Με το νόμο αυτό κυρώθηκε η σύμβαση "παραχωρήσεως στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμβάλλονται σ' αυτή", η οποία καταρτίσθηκε στην Αθήνα την 11.5.1988, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με ***/1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Παπαδοπούλου σε εκτέλεση του ***/1988 συμβολαιογραφικού προσυμφώνου της ίδιας συμβολαιογράφου και το κείμενο της οποίας παρατίθεται ολόκληρο στο άρθρο πρώτο του ανωτέρω κυρωτικού νόμου. Ειδικότερα προβλέπεται, με το άρθρο 2 της συμβάσεως εκείνης, ότι οι αναφερόμενες στον προσαρτημένο, κατά το άρθρο 1, πίνακα Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, παραχωρούν συμβατικά στο Δημόσιο την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους, όση είναι, εκτός από έκταση σε ακτίνα 200 μέτρων από κάθε πλευρά του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής, ποσοστό 10% έως 200 στρέμματα, των καλλιεργήσιμων γαιών, ποσοστό 10 % έως 500 στρέμματα, των δασολιβαδικών εκτάσεων, έκταση έως 4 στρέμματα γύρω από τα Μετόχια και τους Μοναστηριακούς Ναούς, ποσοστό 20% των τουριστικά αξιοποιήσιμων εκτάσεων, ποσοστό 40 % των ακινήτων που εντάχθηκαν στον σχέδιο πόλεως μετά το έτος 1952, αγροτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις που κατέχουν και νέμονται οι Μονές με νόμιμους τίτλους, καθώς και τίτλους δωρεάς, διαθήκης, κληροδοσίας ή κληρονομιάς, και πηγές που χρησιμεύουν για την ύδρευση των Μονών. Ο διαχωρισμός των τμημάτων της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Μονών και του ΟΔΕΠ που παραχωρείται στο Δημόσιο ή παρακρατείται από τις Μονές και τον ΟΔΕΠ διενεργείται από επιτροπή, η οποία συγκροτείται κατά νομούς με απόφαση του Νομάρχη και με πρακτικό της καθορίζει τις θέσεις, την έκταση και τα όρια των παραχωρουμένων και των παρακρατουμένων εκτάσεων (άρθρο 2 παρ. 2 της συμβάσεως). Μετά την παραχώρηση αυτή, καταργείται ο ΟΔΕΠ και η περιουσία του περιέρχεται στην κυριότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Δημόσιο αναλαμβάνει τις δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο μεταξύ Μονών - ΟΔΕΠ και τρίτων, σχετικά με εμπράγματα δικαιώματα στην παραχωρούμενη αγροτολιβαδική και δασική περιουσία. Ενώ, τη διατηρητέα αστική και απομένουσα στην κυριότητα, νομή και κατοχή των Ιερών Μονών διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία θα διοικούν και θα διαχειρίζονται οι Ιερές Μονές που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή, τη δε ρευστοποιητέα αστική και απομένουσα στις ίδιες Μονές αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, θα διοικεί και θα διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία και νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως προς την περιουσία αυτή, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καταργούμενου Ο.Δ.Ε.Π. (άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ν. 1811/1988). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις η περιέλευση στο Δημόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Μονών συντελείται μετά το διαχωρισμό και την οριοθέτησή της από την προβλεπόμενη επιτροπή (άρθρα 3 και 6 της συμβάσεως). Με το άρθρο δε 2 παρ. 1 του ν. 1811/1988 "οι διατάξεις του Ν. 1700/1987, κατά το μέρος που αφορούν αντικείμενα ρυθμιζόμενα με τη Σύμβαση του άρθρου 1 του παρόντος (Ν. 1811/88), δεν ισχύουν για τις Ιερές Μονές, οι οποίες αναφέρονται στον προσαρτημένο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο της Σύμβασης πίνακα". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μέχρι του διαχωρισμού των παραχωρούμενων ή των παρακρατούμενων από τις Μονές εκτάσεων οι Μονές νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι των τρίτων για την προστασία της ακίνητης περιουσίας τους, μη ισχυουσών έναντι των Μονών, που συμβάλλονται στην ως άνω σύμβαση, των διατάξεων των άρθρων παρ.2 και 3 παρ.1 του Ν. 1700/1987, που προβλέπουν εξάμηνη προθεσμία για τη μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας της περιουσίας της, μετά την παρέλευση άπρακτης της οποίας αυτή (περιουσία) θεωρείται ότι ανήκει στο Δημόσιο, νομιμοποιούνται δε, ενεργητικά και παθητικά, οι Μονές και για τη μετά το διαχωρισμό διατηρητέα αστική και απομένουσα σ' αυτές διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, η δε Εκκλησία της Ελλάδος για τη ρευστοποιητέα αστική και απομένουσα στις Μονές αγροτολιβαδική και δασική περιουσία. Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο της αγωγής που το ΝΠΔΔ "Εκκλησία της Ελλάδος" επικαλείται ότι ασκεί, γιατί έχει αντικείμενο ρευστοποιητέα περιουσία Μονής την οποία διαχειρίζεται βάσει της σύμβασης που κυρώθηκε με το ν. 1811/1988, δεν αρκεί η αναφορά σ' αυτήν - αγωγή - ότι η Μονή περιλαμβάνεται στον προσαρτημένο στη σύμβαση πίνακα των Ιερών Μονών, αλλά προσαπαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της σύμβασης, η επίκληση της ύπαρξης απόφασης - πρακτικού της Επιτροπής του ίδιου άρθρου της σύμβασης, το οποίο εκδόθηκε μετά τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το ίδιο άρθρο, περί διαχωρισμού της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας της Μονής, και, ότι, μετά το διαχωρισμό απέμεινε στη Μονή ρευστοποιητέα περιουσία στην οποία και εμπίπτει η επίδικη, αφού τότε το ενάγον ΝΠΔΔ "Εκκλησία της Ελλάδος" νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ "Εκκλησία της Ελλάδος", όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης, από 6.9.2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 7686/2007, αγωγής του, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ισχυρίστηκε, ότι η Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, της οποίας διοικεί και διαχειρίζεται τη ρευστοποιητέα περιουσία δυνάμει της σύμβασης, που κυρώθηκε με το ν. 1811/1998, έχει στη κυριότητά της τα περιγραφόμενα σε αυτή (αγωγή) δύο ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στο Δήμο Περάματος Πειραιώς, έχουν έκταση 7.733 τ.μ. το ένα και 8.129 τ.μ. το άλλο και αποτελούν τμήματα κτήματος γνωστού με το όνομα "Σκαραμαγκάς". Ότι το κτήμα αυτό ανήκε αρχικά στην Ι. Μονή Κλειστών - Φυλής Αττικής, στην οποία είχε περιέλθει με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο (αγορά), και πάντως, με έκτακτη χρησικτησία, ότι ακολούθως η τελευταία αυτή Ι. Μονή υπήχθη στην Ι. Μονή Θεοτόκου Πεντέλης και αποτέλεσε Μετόχια αυτής, δυνάμει του από 18/24.5.1922 π.δ/τος, και έτσι, το ανωτέρω κτήμα περιήλθε στην Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, η οποία το νέμεται έκτοτε αδιαλείπτως. Ότι με το από 14.2.1933 εφ' άπαξ π.δ/γμα διαχωρισμού της Μοναστηριακής περιουσίας το εν λόγω κτήμα υπήχθη στην εκποιητέα περιουσία της Ι. Μονής Θεοτόκου Πεντέλης. Ότι τη διοίκηση και διαχείριση του κτήματος είχε αναλάβει ο ΟΔΕΠ και στη συνέχεια, μετά την κατάργηση του ΟΔΕΠ με το ν. 1811/1988, το ενάγον ΝΠΔΔ και, τέλος, ότι παρ' όλα αυτά τα δυο επίδικα εδαφικά τμήματα ύστερα από δήλωση του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ενεγράφησαν στο οικείο κτηματολογικό γραφείο ως δική του (του εναγομένου) ιδιοκτησία. Με βάση το ιστορικό αυτό, το ενάγον ζήτησε : 1) να αναγνωριστεί ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα στην Ι. Μονή Θεοτόκου Πεντέλης και 2) να διορθωθεί η σχετική εσφαλμένη εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα να αναγραφεί η παραπάνω Ι. Μονή ως κυρία των επιδίκων με τίτλο κτήσεως το από 14.2.1933 εφ' άπαξ π.δ/γμα διαχωρισμού της Μοναστηριακής περιουσίας. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η αγωγή είναι αόριστη, γιατί καμία μνεία δεν γίνεται σ' αυτή (αγωγή), ότι εκδόθηκε απόφαση - πρακτικό της άνω Επιτροπής περί διαχωρισμού της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας της παραπάνω Μονής, η οποία και περιλαμβάνεται στον προσαρτημένο στη σύμβαση πίνακα των Ιερών Μονών, μετά τον οποίο - διαχωρισμό - και απέμεινε ρευστοποιητέα περιουσία, στην οποία εμπίπτουν και τα επίδικα κτήματα, ώστε να νομιμοποιείται ενεργητικά το ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ προς άσκηση της αγωγής. Το Εφετείο, εν τούτοις, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και, αφού δέχτηκε την έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και δέχτηκε, εν τέλει την αγωγή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν. Κρίνοντας, έτσι το Δικαστήριο της ουσίας, παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1811/1988, εφόσον για την εφαρμογή αυτών αρκέστηκε σε ολιγότερα στοιχεία των υπό του νόμου απαιτούμενων και παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει την αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας και έτσι υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 14 του ΚΠολΔ, κατά τους βάσιμους συναφείς πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, οι οποίοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να απορριφθεί η αγωγή, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 εδ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον η παραδοχή της αναίρεσης συνεπάγεται την απόρριψή της.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 254/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. 
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. 
 
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.