ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 674/1980
Πηγή : ΝοΒ 1980, 2010
Αριθμός Απόφασης : 674
'Ετος : 1980
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


 Άρειος Πάγος (Τμ. Γ΄)

674/1980
 
... Επειδή κατά τον Οθωμανικόν Αστικόν νόμον η έννοια του νομικού προσώπου ήτο άγνωστος. Αι εκκλησίαι (ναοί) εν γένει δεν ανεγνωρίζοντο ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμενα νά παραστούν επί δικαστηρίου προς επιδίωξιν αυτών. Ανεγνωρίζοντο όμως de facto ως περιουσία και ολότητες των οποίων την διαχείρισιν ήσκουν κατά τα παραχωρηθέντα υπό του Σουλτάνου προνόμια του Γένους αι κατά τόπον αρχαί δι` επιτροπών της Ορθοδόξου Κοινότητος υπό την προεδρίαν του Επισκόπου της περιφερείας. Η τοιαύτη πραγματική κατάστασις περιεβλήθη νομοθετικόν κύρος δια του ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών και πόρων των εν Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων" όστις εθέσπισεν εν μεν τω άρθρ. 3 § 6 ότι "ακίνητα ων την διαχείρισιν ως επί ιδίων πραγμάτων είχον επί Τουρκοκρατίας αι αρχαί και επιτροπαί των Ορθοδόξων κοινοτήτων ή των εις αυτάς υπαγομένων επί μέρους ιδρυμάτων και νομικών προσώπων και ων αι πρόσοδοι διετίθεντο εις εξυπηρέτησίν τινος των εν § 1 του παρόντος άρθρου μνημονευομένων σκοπών (εν οις και κατά το άρθρ. 3 § 1 εδ. β` και δια δαπάνας των εν ενεργεία ιερών ναών) αναγνωρίζονται ως νομίμως κεκτημένη περιουσία των και εάν οι τίτλοι αυτών φέρονται αναγεγραμμένοι επ` ονόματι ιδιωτών ή εμφιλοχωρή ακυρότης κτήσεως κατά τον Οθωμανικόν νόμον, είτε ελλείψει ικανότητος προς κτήσιν παρά τω κτησαμένω προσώπω, είτε δια την μη τήρησιν των νομίμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβασιν" εν δε τω άρθρ. 5 § 1 ότι "αι κατά το εδάφιον β` της § 1 του άρθρ. 3 ενοριακαί περιουσίαι, παραμένουσι ως περιουσίαι των κατά τον νόμον περί ενοριών οργανουμένων ενοριακών ναών". Εν προκειμένω δια της προσβαλλομένης αποφάσεως εγένοντο δεκτά τα εξής: "Το όλον ακίνητον ήτοι υδρόμυλος μετά νεροτριβής και μανδανίου και της συνεχόμενης τούτου εκτάσεως, ήτο επί τουρκοκρατίας της καθαράς ιδιοκτησίας του ***. Ούτος προ του έτους 1860 προέβη εις άτυπον αφιέρωσιν του όλου ακινήτου προς τον ενάγοντα εφεσίβλητον δια το παρεκκλήσιον αυτού Αγία Κυριακή και έκτοτε ο ενάγων εξηκολούθησε εξουσιάζων κατά πλήρη και απόλυτον κυριότητα το ίδιον εν τη αγωγή όλον ακίνητον μέχρι της απελευθερώσεως και εν συνεχεία ενεμήθη τούτο διανοία κυρίου και καλή τη πίστει μέχρι του έτους 1963 ότε ο εναγόμενος κατέλαβε παρά την θέλησιν του ενάγοντος το νότιον τμήμα αυτού εκτάσεως 1512 τ.μ., το οποίον εξακολουθεί να κατέχη μέχρι του χρόνου της αγωγής. Συγκεκριμένως η κατά τα ανωτέρω υπό του ενάγοντος εξουσίασις κατά πλήρη και απόλυτον κυριότητα και η εν συνεχεία διανοία κυρίου και καλή τη πίστει νομή του όλου ακινήτου, συνίστατο εις την υπ` αυτού εκμετάλλευσιν τούτου δι` εκμισθώσεώς του εις τρίτους, ειδικώτερον δε το επίδικον τμήμα εχρησιμοποιείτο υπό του εκάστοτε μισθωτού δια την εν αυτώ παραμονήν των πελατών του υδρόμυλου και μανδανίου και στάθμευσιν των προς φόρτωσιν και εκφόρτωσιν ζώωντων, ως και δια την ανάρτησιν (άπλωμα προς στέγνωσιν) των δια του μανδανίου νεροτριβής καθοριζομένων μάλλινων κλινοσκεπασμάτων...". Εκ των ανωτέρω συνάγεται, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου τούτου, ότι το Εφετείον δέχεται, συνεπτυγμένως πλην σαφώς, ότι ο αναιρεσίβλητος ήτο προ της δημοσιεύσεως του ν. 2508/1920 εν ενεργεία ιερός ναός και ότι αι εκ του επιδίκου πρόσοδοι διετίθεντο δια τας ανάγκας του εις αυτόν υπαγομένου παρεκκλησίου της Αγίας Κυριακής. Κατ` ακολουθίαν τω ανωτέρω ο αναιρεσίβλητος εκτήσατο την κυριότητα του επιδίκου δι' αναγνωρίσεως αυτής υπό του ως άνω νόμου εις τρόπον ώστε δεν ενδιαφέρει εάν τούτο ήτο καθαράς ιδιοκτησίας (μούλκι) η αφιέρωσις της οποίας ήτο επιτρεπτή άνευ αδείας της αρχής ή ήτο δημοσία γη, δια την αφιέρωσιν της οποίας ως ανηκούσης εις τον Σουλτάνον, απητείτο άδεια της αρχής, κατ` άρθρ. 4 του νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 και ούτω δεν ήτο απαραίτητον το μεν να διαλαμβάνεται εν τη αγωγή ότι το επίδικον ήτο της καθαράς ιδιοκτησίας του αφιερωτού ή ήτο δημοσία γη και αφιερώθη κατόπιν αδείας της αρχής, το δε να διαταχθή απόδειξις περί τούτων. Όθεν οι πρώτος και, κατά τό σχετικόν αυτού μέρος, δεύτερος εκ του άρθρ. 559 αριθ. 8 και 10 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως, δι' ων πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφασις επί τω ότι το Εφετείον εδέξατο ότι το επίδικον είναι ελευθέρας ιδιοκτησίας χωρίς να επικαλεσθή τούτο ο αναιρεσίβλητος και να διαταχθή περί αυτού απόδειξις είναι απορριπτέοι, ως αναφερόμενοι εις επουσιώδη ισχυρισμόν, απορριπτέου όντος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και καθ' ο μέρος αναφέρεται εις τον επίσης επουσιώδη ισχυρισμόν ότι το Εφετείον εδέχθη αφιέρωσιν, χωρίς να δεχθή ότι αύτη εγένετο νομοτύπως.  Επειδή εκ των διατάξεων των άρθρ. 954, 953, 1057, 1063, 1102, 1103 και 1104 του ΑΚ συνάγεται ότι επί επωφελούς δαπάνης, συνισταμένης εις ανέγερσιν υπό του νομέως επί αλλοτρίου οικοπέδου οικοδομής δι` ιδίων υλικών, και ο κακής πίστεως νομεύς, όστις δεν δικαιούται ν` αξιώση κατ` άρθρ. 1103 ΑΚ τας επωφελείς δαπάνας, απολέσας την κυριότητα των υλικών τούτων, δικαιούται να απαιτήση, κατά τας διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, παρά του κυρίου του οικοπέδου την απόδοσιν της εκ της εις αυτόν μεταθέσεως της κυριότητος των υλικών κτηθείσης ωφελείας, συνισταμένης ειδικώτερον εις την αξίαν τούτων, εφ' όσον εξ αυτών επήλθεν επαύξησις της αξίας του οικοπέδου, ουχί δε και την απόδοσιν της ωφελείας εκ της προς ανέγερσιν της οικοδομής διατεθείσης εργασίας του νομέως ή των υπ` αυτού προσληφθέντων τρίτων (εργατοτεχνιτών, εργολάβου, μηχανικού κλπ.) (Α.Π. Ολομ. 1220/1975 ΝοΒ 24.184). Εξ ετέρου δια το, κατά τας διατάξεις των άρθρ. 118 αριθ. 4 και 262 § 1 ΚΠολΔ, ωρισμένον της επί τοιαύτης αξιώσεως ερειδομένης ενστάσεως επισχέσεως, δέον να εκτίθεται υπό του ενισταμένου, προεχόντως ποία είναι η αξία των ως είρηται υλικών. Κατ' ακολουθίαν δεχθέν το Εφετείον, δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεώς του, ότι ο αναιρεσείων ήτο κακής πίστεως νομεύς του επιδίκου και ότι η ένστασίς του περί επισχέσεως λόγω της αξιώσεώς του εξ ενεργηθεισών υπ' αυτού επωφελών δαπανών δια της ανεγέρσεως συγκροτήματος κτηριακών εγκαταστάσεων συγχρόνων δημοτικών σφαγίων, καθαράς συνολικής δαπάνης δρχ. 665.000, είναι απορριπτέα ως αόριστος, διότι δεν ισχυρίζεται άμα ούτος ποία είναι η αξία των διατεθέντων δια τας ως άνω κτηριακάς εγκαταστάσεις υλικών, δεν παρεβίασε τας ρηθείσας διατάξεις του ΑΚ και ο περί του αντιθέτου κατ' ορθόν νομικόν χαρακτηρισμόν εκ του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. - (Επικυρώνει την Εφ. Ιωαν. 73/1977).
 
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.