ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΠολΠρωτΠειραιώς 464/2011
Αριθμός Απόφασης : 464
'Ετος : 2011
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς


 

Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς
Αριθ. 464/2011
Προεδρεύουσα: Σ. Λιάτη, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Εισηγήτρια: Α. Μητσοπούλου, Πρωτοδίκης
 
 
          [... 1. Μοναχός καθίσταται κάποιος δια της κουράς. Η κούρα αποτελεί κανονική τελετή και πράξη τελούμενη παρουσία του αναδόχου μοναχού, ο οποίος καλείται Γέρων, και συνοδευόμενη από σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου. Της ως άνω τελεσθείσας κουράς προηγείται η πανηγυρική κατάθεση της ιεράς Μοναχικής Επαγγελίας Διαβιώσεως περί παρθενίας, υπακοής και ακτημοσύνης. Για να καρεί κάποιος μοναχός απαιτείται επίσης να προηγηθεί χρονικό διάστημα τριετούς δοκιμασίας, η οποία λαμβάνει χώρα στη μονή, στην οποία προτίθεται να μονάσει ο υποψήφιος και μάλιστα πραγματικώς και όχι σιμωνιακώς ήτοι έναντι καταβολής χρημάτων ή υποσχέσεως καταβολής αυτών ή άλλης τινός υποσχέσεως. Η κουρά που τελείται τουλάχιστον από προσλαμβάνει χαρακτήρα ανεξάλειπτο και αναλλοίωτο («ο εφαπάξ καρείς θεωρείται εσαεί καρείς»), το οποίο ανεξάλειπτο πρέπει πρωτίστως να νοηθεί υπό την πνευματική του και όχι υπό την νομική του έννοια (βλ. Γεωργίου Αποστολάκη, Το αδύνατο Αποβολής της Μοναχικής ιδιότητας και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, ΕλλΔ/νη 2003.883 επ.).
 
          Ειδικότερα: α) η ποινή της αποβολής από τη μονή (που είναι διαφορετική από την ποινή της αποβολής του μοναχικού σχήματος), προβλεπόταν στο μοναχικό καθεστώς κατά τα πρώτα έτη του μοναχικού βίου. Απειλείται δε για οποιαδήποτε νόμιμη αιτία σε βάρος του μοναχού που αποδεικνύεται ανάξιος και επίορκος της αποστολής του. Β) Η ποινή της αποβολής του μοναχικού σχήματος (επαναφορά του μοναχού στη λαϊκή τάξη) προβλεπόταν υπό το καθεστώς του Ν.5383/1932 (άρθρο 17 αυτού) «περί εκκλησιαστικών Δικαστηρίων», η οποία αργότερα θεωρούμενη ως αντικανονική καταργήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 ν.δ. 1714/1942, συνεπώς ούτε η ισχύουσα πολιτειακή νομοθεσία παρέχει έδαφος για την έκδοση διοικητική πράξεως ή (εκκλησιαστικής) καταδικαστικής αποφάσεως με περιεχόμενο την επαναφορά ενός μοναχού στην τάξη των λαϊκών (υποστηρίχθηκε βεβαίως και η αντίθετη άποψη ότι η ποινή αυτή εξακολουθεί να ισχύει επειδή προβλέπεται από τον καν. 24 του Νικηφόρου του Ομολογητή-βλ. Γεώργιο Αποστολάκη ο.π.). Γ) Η εκούσια εγκατάλειψη της μονής δια παραιτήσεως δεν είναι δυνατή. Επομένως αν ο μοναχός εγκαταλείψει αυθαίρετα το μοναστήρι του διαπράττει κανονικό αδίκημα και δεν αποβάλλει για το λόγο αυτό τη μοναχική ιδιότητα (Γεώργιος Αποστολάκης οπ). Έτσι η αυτογνώμων αποχώρηση μοναχού που θεωρείται «απόδρασις» (Πρωτοσυνοδευτ. Συνόδου Καν. Γ.), τιμωρείται με την ποινή του αφορισμού (Καν. Γ. Πρωτοδευτέρας). Ακολούθως ο καρείς μοναχός «τεθνηκώς τω βίω λογίζεται» και για το λόγο αυτό κληρονομείται δις, ήτοι αφενός από, και δια, της κουράς και αφετέρου από του θανάτου του. Την αντίληψη αυτή απηχούν και οι διατάξεις των άρθρων 4, 18,19 του ν. ΓΥΙΔ/Ι909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και Διοικήσεως Μοναστηριών» που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 99 του ΕισΝΑΚ, 7 παρ. 2 και 25 ν. 4684/1930, άρθρο 1 του Ν.1918/1942 και άρθρο μόνο του Ν. 2067/1952, κατά το περιεχόμενο των οποίων η περιουσία του κειρομένου μοναχού περιέρχεται αυτοδικαίως στη Μονή εγκαταβιώσεως (στην μονή δηλαδή που επήλθε ο κατά φύσιν θάνατος αυτού), στα μοναχολόγια της οποίας εγγράφεται, μετά από αφαίρεση της νόμιμης μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων. Επίσης, οι περιερχόμενες στο μοναχό μετά την είσοδο του στη Μονή κληροδοσίες, δωρεές καθώς και κληρονομιές ανήκουν στη Μονή και ο μοναχός διατηρεί μόνο το δικαίωμα της επικαρπίας στο ήμισυ της περιερχόμενης στη Μονή περιουσίας, ενώ αντίθετα η περιουσία που αποκτά ο μοναχός μετά την κουρά, με χαριστική αιτία, περιέχεται στον ίδιο προσωπικώς, ο οποίος μπορεί να τη διαθέσει αλλά όχι με χαριστικές δικαιοπραξίες. Εάν δεν τη διαθέσει, η περιουσία αυτή μετά το θάνατο του περιέρχεται κατά το ήμισυ στη Μονή και κατά το άλλο ήμισυ στον ΟΔΕΠ, ήδη δε μετά την κατάργηση του τελευταίου στην Εκκλησία της Ελλάδος, που τον διαδέχθηκε. Όλες οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν εφόσον ο μοναχός φέρει νόμιμα τη μοναχική ιδιότητα, ενώ αντίθετα δεν έχουν εφαρμογή και επομένως ισχύει το κοινό δίκαιο, εφόσον αυτός αποχώρησε οριστικά από τη Μονή εγκαταβιώσεως νόμιμα είτε διότι απολύθηκε από τη Μονή για να διαβιώσει στη συνέχεια εκτός αυτής ως διάκονος, εφημέριος ή ιεροκήρυκας, εάν είναι
ιερομόναχος, είτε διότι καθαιρέθηκε και απέβαλε το ιερατικό σχήμα.
 
          Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του υπ` αριθμόν 39/12-6-1972 «Κανονισμού περί των εν Ελλάδι Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων»: «αι άδειαι των μοναχών χορηγούνται συνωδά τω άρθρω 45 παρ. 2 του Ν.Δ. 126/1969 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Μοναχός τις δύναται να αιτήσηται Κανονικόν Απολυτήριον εκ της Ι. Μονής αυτού, όπερ χορηγείται αυτώ, εάν υφίστανται αποχρώντες λόγοι και αφού εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Μητροπολίτου, εις την επαρχία του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή, εις ην ο απολυόμενος μοναχός επιθυμεί εφεξής να μονάση. Η έξω της Ιεράς Μονής ή και η εις ετέραν Ι. Μονήν παραμονήν μοναχού τινός, άνευ και πέραν της αρμοδίως χορηγηθείσης αδείας απαγορεύεται απολύτως, εν εναντία δε περιπτώσει και εφ` όσον αποτυχώσιν αι δια της πειθούς προσπάθειαι της προϊσταμένης αυτού Αρχής, τη συνδρομή της αρμοδίας Αρχής επαναφέρεται ούτος εις την Ι. Μονή της μετανοίας του».
 
          Η διάταξη αυτή συνάδει κατά περιεχόμενο με αυτή του άρθρου 56 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) που ορίζει ότι: «1 ... 2 ... 3. Κληρικός παντός βαθμού ή μοναχός της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου να μετακινηθή εκτός των ορίων της εκκλησιαστικής περιφερείας αυτού, δέον να έχη την άδειαν μόνον της προϊσταμένης του αρχής, προκειμένου δε να παραμένη εις ετέραν περιφέρειαν πέρα του διμήνου εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, συνεχώς ή διακεκομμένος, δέον να τύχη αδείας και του επιχωρίου Μητροπολίτου. 4. Εάν μοναχός, μη εγγεγραμμένος εις Μονήν, περιέρχηται εν τω κόσμω, διατάσσεται υπό του επιχωρίου Αρχιερέως να εγκαταβιώση εις τίνα Μονήν εις το μοναχολόγιον της οποίας και εγγράφεται, απειθών δε εισάγεται εις δίκην, περιοριζόμενος προσωρινώς εις το σωφρονιστήριον των κληρικών ή εις τίνα Μονήν. ... 6. Απαγορεύεται επί ποινή ακυρότητος η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού, άνευ προηγουμένης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου, εις ον θα αποκατασταθή ο κληρικός, προκειμένου δε περί μοναχού και άνευ κανονικής βεβαιώσεως περί της μελλούσης εγγραφής αυτού εις το μοναχολόγιον της εις ην πρόκειται να εγγραφή Μονής».
          Παρομοίου περιεχομένου ήταν και η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του Ν.Δ. 671/1943 προγενέστερου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και καθώς και του πριν από αυτού ισχύσαντος Α.Ν. 2170/1940 «Περί Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος» κατά το άρθρο 54 του οποίου «1. Αρχιερείς, πρεσβύτεροι, διάκονοι ή μοναχοί προερχόμενοι εξ άλλης Μητροπόλεως ή άλλου Κλίματος ή εκ του Αγίου Όρους, οφείλουσι να προσκομίζωσιν εις τας κατά τόπους Εκκλησιαστικός Αρχάς του Κράτους, συστατικά Γράμματα της Προϊσταμένης αυτών Εκκλησιαστικής Αρχής, εν τοις γράμμασιν τούτοις αναγράφεται η αιτία ελεύσεως, ο χρόνος της διαμονής και το ακώλυτον ή μη του ιεροκυρήττειν. Οι μη προσκομίζοντες τοιαύτα γράμματα ή παρατείνοντες άνευ γνώμης και αδείας της κατά τόπον Εκκλησιαστικής Αρχής την διαμονήν αυτών, παραγγέλονται όπως απελθώσιν εκείθεν, απειθούντες δε ... οι... μοναχοί απομακρύνονται αποφάσει του οικείου Μητροπολίτου εκτελουμένη δια της αστυνομικής Αρχής ... 2. Ωσαύτως ιερομόναχοι εξερχόμενοι της Ιεράς Μονής οφείλουσι να έχωσι την προς τούτον άδεια του οικείου Μητροπολίτου.
 
          Απαγορεύεται η έκδοσις απολυτηρίου γράμματος κληρικού ή μοναχού εκδιδομένου άνευ προηγούμενης εγγράφου συγκαταθέσεως του Αρχιερέως του τόπου εις ον ούτος θα αποκατασταθή. Άλλως θεωρείται άκυρον». Εάν ο μοναχός αποχώρησε από τη Μονή όχι νόμιμα (με την έκδοση απολυτηρίου γράμματος και τη συνεπεία αυτού διαγραφή του από το μοναχολόγιο της Μονής), αλλά αυθαίρετα, δεν αποβάλλει, τη μοναχική ιδιότητα και συνεπώς εξακολουθεί να ισχύει ως προς αυτόν το ανωτέρω ειδικό νομοθετικό καθεστώς. Από τους απλούς μοναχούς θα πρέπει να διακριθούν οι ιερομόναχοι, οι μοναχοί δηλαδή οι οποίοι είναι χειροτονημένοι και επομένως έχουν περαιτέρω και την ιδιότητα του κληρικού πέραν αυτής του μοναχού. Οι Ιερομόναχοι υπάγονταν κατ` αρχήν στο καθεστώς του Ν. ΓΥΙΔ/1909 και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 4 εδαφ. δ` αυτού η οποία όριζε ότι «4. Έτεροι πόροι του Ταμείου είναι ... δ) Το ήμισυ της κληρονομικής περιουσίας των ιερομόναχων, όσοι αποχωρήσαντες της μονής αυτών, διέζησαν ως εφημέριοι ή ιεροκήρυκες ή καθηγηταί ή εις άλλας εκκλησιαστικός υπηρεσίες εκτός της μονής. Εκ του έτερου ημίσεος εάν ο αποβιώσας ιερομόναχος δεν ορίση άλλως δια διαθήκης, το ήμισυ ήτοι το εν τέταρτον της όλης κληρονομιάς ανήκει εις την μονή της μετανοίας του αποβιώσαντος και το έτερον εις τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού ...». Η διάταξη αυτή καταργήθηκε δια του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 4684/1930 χωρίς να αντικατασταθεί με νέα, η οποία θα συμπλήρωνε το δημιουργούμενο νομοθετικό κενό. Το κενό αυτό ήρθε να συμπληρώσει τελικά ο Ν. 2067/1952 «Περί αυθεντικής ερμηνείας του άρθρου 19 του Ν. ΓΥΙΔ/1909 Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και Διοικήσεως Μοναστηριών και του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1918/1942 «περί τροποποιήσεως του Ν. ΓΥΙΔ/1909» δια του άρθρου μόνου, κατά το περιεχόμενο του οποίου «Η αληθής έννοια ... είναι ότι δια της λέξεως Μοναχός νοείται ο απλούς μοναχός ο εγκαταβιών ως τοιούτος εν τη Μονή, ουχί δε και ο εκ των μοναχών προερχόμενος κληρικός (Ιερομόναχος ή Επίσκοπος), ο καθαιρεθείς και αποχωρήσας της Μονής οριστικώς, αποβολών δε και το ιερατικών σχήμα. Επί τούτων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 19 του ΓΥΙΔ/1909 αλλά οι διατάξεις του κοινού δικαίου». Από τη παραπάνω λοιπόν διάταξη προκύπτει ότι ιερομόναχοι, οι οποίοι έχουν καθαιρεθεί ή έχουν αποχωρήσει οριστικώς από τη Μονή έχοντας μάλιστα αποβάλλει και το Ιερατικό σχήμα διέπονται από το κοινό κληρονομικό δίκαιο του Αστικού Κώδικα και όχι από τις ειδικές διατάξεις του Ν ΓΥΙΔ/1909. Αντιθέτως οι Ιερομόναχοι, οι οποίοι εγκαταβιούν στη Μονή ή αποχωρούν από αυτήν αυθαιρέτως διέπονται από το Ν. ΓΥΙΔ/1909 που ρυθμίζει τις κληρονομικές σχέσεις των μοναχών (ΑΠ 1074/1972 ΕΕΝ1973.468,ΑΠ 1895/1985 ΝοΒ 1986.1599, ΑΠ 149/1994 ΙΙοΒ1995. 37, βλ όμοια και η ΑΠ 150/1994ΕΕΝ1995.73, ΕφΑΘ 4833/2006 ΧΡΙΔ2007.330,   ΕφΑΘ   2605/2003   ΕλλΔνη2004.1083, ΕφΑΘ 938/1998 αδημ, ΕφΑΘ 2291/1986 ΝοΒ1987.772, ΕφΠειρ 1120/2005 ΠειρΝον 2006.26, ΕφΠειρ 826/1984 ΝοΒ1985.842, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1710 σελ 35, 41, 82, Παπαδόπουλος Αγωγές Κληρονομικού δικαίου σελ 555). Κατά δε τη γνώμη που έχει επικρατήσει στη θεωρία του Εκκλησιαστικού Δικαίου οι διατάξεις του νόμου αυτού (Ν. ΓΥΙΔ/1909), δεν εφαρμόζονται επί των μονών των περιοχών Θράκης και Σάμου.
          Ειδικότερα η ενσωμάτωση στο νεότερο ελληνικό κράτος της Κρήτης και της Σάμου μετά την ψήφιση του νόμου αυτού το έτος 1909, αποτέλεσε το γενεσιουργό λόγο της εκδόσεως του Ν.588/1915, ο οποίος επεξέτεινε την ισχύ του ήδη υφιστάμενου Ν. ΓΥΙΔ/1909 στις νεοκτηθείσες αυτές περιοχές. Ο ειδικός, όμως νόμος 1070 της 18/23.11.1917 περί «Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου εις τας Νέας Χώρας» προβλέποντας ρητά στο άρθρο 3 αυτού την μη υπαγωγή των δύο προαναφερθεισών νήσων Κρήτης και Σάμου στις ρυθμίσεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909 εμπόδισε την επιχειρούμενη προσπάθεια για ενιαία ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεων των μοναχών, περιορίζοντας τον στα αρχικά όρια ισχύος του. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε ούτε με την ενσωμάτωση της Θράκης (Συνθήκη του Νεϊγύ της 27-11-1919), ούτε με την αναγνώριση της Ελληνικής κυριαρχίας επί του Αγίου Όρους (Συνθήκη της Λωζάννης). Η μόνη ενσωματωθείσα περιοχή για την οποία υπήρξε ρητή νομοθετική πρόβλεψη για την υπαγωγή της στο Ν. ΓΥΙΔ/1909, είναι η περιοχή των Δωδεκανήσων, η οποία διέπεται από το καθεστώς που ισχύει για την Εκκλησία της Ελλάδος (βλ. άρθρο 2 β` Ν. 510/1948-Βλ. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1710 σελ. 40, 82, Αναστασίου Βαβούσκου, Κληρονομική διαδοχή Μοναχών Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 1994.113, προσκομιζόμενη, βλ. όμως και αντίθετη άποψη ότι ισχύουν οι διατάξεις του βυζαντινού δικαίου, Τρωϊάνος, Παρατηρήσεις στις ισχύουσες διατάξεις για την κληρονομική διαδοχή μοναχών, Αρμ. 1992.693).
          Έτσι στις περιοχές της Θράκης και της Σάμου εφαρμόζεται το Βυζαντινό Δίκαιο (Νεαρές 5 και 123 Ιουστινιανού και Νεαρές υπ` αριθμόν 5 και 6 του Λέοντος του Σοφού), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 99 ΕισΝΑΚ αλλά και με το διάταγμα της Αντιβασιλείας που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1835 (Βλ. Τρωϊάνο ο.π. καθώς και του ιδίου, Από την «Εξάβιβλο» στα «Βασιλικά», ΕλλΔ/νη 1990.697-706, Αναστασίου Βαβούσκου, ο.π. καθώς και του ιδίου, «Ειδικά Ζητήματα που αναφύονται από τις ρυθμίσεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909 περί κληρονομιάς μοναχών σχετικώς με την μετά την κουρά περιουσία», Αρμ. 2005,1329).
          Πλέον συγκεκριμένα η τύχη της περιουσίας μοναχού που δεν έχει ενηλικιωθεί κατά το χρόνο του φυσικού θανάτου του ρυθμίζεται κατά την κρατούσα και πλέον ορθότερη άποψη από τη Νεαρά ΣΤ (6) του Λέοντος Σοφού που εφαρμόζονται ευθέως. Στην περίπτωση αυτή εάν ο μοναχός αποβιώσει πριν συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία για σύνταξη διαθήκης (δηλαδή το 10 έτος) τότε τα 2/3 της περιουσίας του περιέρχονται στη μονή και το 1/3 στους κληρονόμους του εξ αδιαθέτου. Η τύχη δε της περιουσίας μοναχού που έχει ενηλικιωθεί κατά το χρόνο του φυσικού θανάτου και αποβιώσει αδιάθετος ρυθμίζεται κατά την πλέον κρατούσα άποψη από τις διατάξεις των πολιτικών νόμων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιέχονται στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (βιβλίο πέμπτο τίτλος Δ` αρ. 6) στην οποία αναφέρεται ότι «ο επί παισί μονάσας... εάν τελευτήσει αδιάθετος τότε οι παίδες αυτού λήψονται το εξ αδιάθετη, δηλαδή το φαλκίδιον, και το λοιπό δίδοται τω μοναστηρίω (Ν. Ιουστινιανού 123.38)» Με βάση τα ως άνω αναφερθέντα γίνεται δεκτό από την επικρατήσασα στη θεωρία του εκκλησιαστικού δικαίου άποψη ότι το σύνολο της περιουσίας του μοναχού, ο οποίος αποβιώνει μετά τη συμπλήρωση της νομίμου ηλικίας για τη σύνταξη διαθήκης περιέρχεται στη μονή μετά από την αφαίρεση της νόμιμης μοίρας των κατιόντων του (βλ. Τρωϊάνο ο.π. Αρμ.992.692, του ιδίου Γνωμοδ. ΝοΒ 1980.455 με τις εκεί βιβλιογραφικές παραπομπές, επίσης σχόλιο του ιδίου κάτωθι της ΕφΑΘ 5911/1979 ΕλλΔ/νη 1981.332 επ., Βαθρακοκοίλη, ο.π. σελ 37, 41, Παναγιωτάκο, Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου, τόμος Δ` (το Δίκαιο των Μοναχών) εκδ, 1957.210, - βλ. όμως και την αντίθετη άποψη κατά την οποία στους μοναχούς που αποβιώνουν ενήλικοι και αδιάθετοι εφαρμόζεται αναλογικώς η Νεαρά ΣΤ (6) του Λέοντος Σοφού, ώστε το ποσοστό των 2/3 της περιουσίας τους να περιέρχεται στη μονή και το 1/3 στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, την οποία άποψη υποστηρίζουν ο Αναστάσιος Βαβούσκος, βλ. Κληρονομική διαδοχή Μοναχών, Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 1994.113, προσκομιζόμενη, και Μπαλής, Εγχειρίδιον Κληρονομικού Δικαίου, 1934.271).
          Τέλος επισημαίνεται ότι η περιέλευση του μοναχού στις τάξεις των ετεροδόξων, στους οποίους ανήκουν και οι ορθόδοξοι χριστιανοί που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο, δεν επάγεται την αυτοδίκαιη απώλεια της μοναχικής ιδιότητας, γιατί δεν συνιστά λόγο αυτοδίκαιης διαγραφής του μοναχού από τα μοναχολόγια της Μονής στην δύναμη της οποίας υπάγεται, αλλά δύναται να θεωρηθεί ως αποχρών λόγος αποχώρησης ο οποίος δικαιολογεί τη χορήγηση από την Μονή απολυτηρίου γράμματος (Ad Hoc ΑΠ 462/2008 ΔΙΚΗ 2008.850).
          2. Οι Μονές ιδρύονται με Προεδρικό Διάταγμα, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρα 1 παρ. 4 και 39 παρ. 4 του Ν. 590/1977) και διοικούνται από το Ηγουμενοσυμβούλιο, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, τον Εσωτερικό Κανονισμό κάθε Μονής (που δημοσιεύεται στο περιοδικό Εκκλησία) και τους νόμους του Κράτους (άρθρο 39 παρ. 4 Ν. 590/1977 και άρθρο 7 του Κανονισμού 39/1972 περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων, ο οποίος εκδόθηκε κατά το άρθρο 33 παρ. 2 και 51 παρ. 1 του προηγούμενου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ν.Δ. 126/1969). Ο Ηγούμενος και το Ηγουμενοσυμβούλιο, που αποτελείται από τον Ηγούμενο και άλλους δύο μοναχούς, εκλέγονται από τους μοναχούς, αν στη Μονή υπηρετούν περισσότεροι των έξι (παραγρ. Α` και Β` του ΒΔ της 28 Ιουλίου-15 Σεπτεμβρίου 1858, «Κανονισμός περί των Μοναστηριών»). Αν δεν είναι δυνατή η εκλογή Ηγουμενοσυμβουλίου, λόγω μικρού αριθμού μοναχών, διορίζεται, με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη, κληρικός, στον οποίο ανατίθενται οι αρμοδιότητες του Ηγουμενοσυμβουλίου και η εκπροσώπηση της Μονής, ενώ για κάθε πράξη του απαιτείται έγκριση του Μητροπολίτη (άρθρο 3 Ν.Δ. 374/1947). Με την ευθύνη του Ηγουμενοσυμβουλίου, κάθε Μονή διατηρεί ειδικό υποχρεωτικό, βιβλίο, το Μοναχολόγιο, στο οποίο εγγράφονται οι ανήκοντες στη δύναμη της Μονής μοναχοί και σημειώνεται το όνομα, επώνυμο, πατρίδα, ηλικία, εποχή προσελεύσεως στη Μονή, εποχή της κουράς και ο βαθμός του μοναχού (παρ. Ζ του ΒΔ 28/7-15/9-1858). Η εγγραφή στο Μοναχολόγιο χρησιμεύει για την απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας και όχι για την απόκτηση της, η οποία, όπως προαναφέρθηκε ολοκληρώνεται με τη θρησκευτική τελετή της κουράς. Έτσι, κατά το άρθρο 1 εδάφ. β` του ΝΔ 1918/1942, που κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 184/1946 σε συνδυασμό με την 58/1945 Συντακτική Πράξη «περί της ιδιότητος του μοναχού αποτελεί πλήρη απόδειξιν η βεβαίωσης του οικείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εις υπεύθυνον δήλωσιν του Ηγουμενοσυμβουλίου, ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω Μοναχολογίω της Μονής, ουδεμιάς άλλης αποδείξεως απαιτουμένης». Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο για την απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας, η οποία όχι μόνο αποδεικνύεται και με άλλα αποδεικτικά μέσα αλλά έτι περαιτέρω επιτρέπεται ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 149/1994 οπ, ΕφΑΘ 4833/2006 ΧΡΙΔ2007.330, ΕφΑΘ 2605/2003 ΕλλΔνη2004.1083, ΕφΑΘ 938/1998 αδημ) περί της οριστικής και νόμιμης αποχώρησης του μοναχού από τη Μονή της εγκαταβιώσεώς του, κατά τις κοινές περί αποδείξεως διατάξεις [...]
          Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα αποδείξεως και του μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος ορκίσθηκε κατ` άρθρο 408 παρ. 4 ΚΠολΔ διαβεβαιώνοντας στην ιεροσύνη του, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και η κατάθεση τους εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες καταθέσεις εκτιμώνται (αρθρ. 340 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες αποδείξεις, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία έγγραφα το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθρ. 336 παρ. 3, 339 και 295 ΚΠολΔ), εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο της απόδειξης, μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (βλ. και Εφ.Πειρ. 418/2000 Πειρ.Νομολ. 2000.323, Εφ.θεσ 507/1999 Αρμ. 2002. 248, πρβλ. Ολομ. Α.Π. 848/1981 ΝοΒ 30.441) και χωρίς το Δικαστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (άρθρο 340 ΚΠολΔ - Εφ.Λαρ. 539/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.55, ΕφΑΘ 266/1998 ΕλλΔνη 1999.623), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη κατ` άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατά την προκείμενη διαδικασία μπορεί να λαμβάνει υπόψη του συμπληρωματικά και να εκτιμά ελεύθερα (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα) και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
          Ο κατά κόσμον ... του ... και της ..., κάτοικος όσο ζούσε Κορυδαλλού Αττικής, επί της οδού ... αρ. ..., απεβίωσε στο Αιγάλεω Αττικής στις 6 Μαΐου 2003 (βλ. το με αριθμό πρωτ 13/2005 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Καρλοβασίων), νοσηλευόμενος στην Κλινική Κοντομήτρου στην περιοχή του Αιγάλεω, χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη (βλ. το με αριθμό πρωτ.12852/9-3-2005 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών σε συνδ. με το υπ` αριθμόν πρωτ. 246/17-1-2005 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Κατά το χρόνο θανάτου πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς του είχε τους εξής: 1. τον αμφιθαλή αδελφό του ... ( πρώτο ενάγοντα), 2. Τον αμφιθαλή αδελφό του ..., 3. την αμφιθαλή αδελφή του ..., 4. την αμφιθαλή αδελφή του ... (τέταρτη ενάγουσα) 5. την θυγατέρα του προαποβιώσαντος αμφιθαλούς αδελφού του ... (ημερομηνία θανάτου 10-4-2002), ... (όγδοη ενάγουσα), 6. την θυγατέρα του ως άνω προαποβιώσαντος αδελφού του ..., ... (ένατη ενάγουσα), 7. τον υιό του ως άνω προαποβιώσαντος αδελφού του ..., ... (δέκατος ενάγων), 8. τη θυγατέρα του ως άνω προαποβιώσαντος αδελφού του            (ενδέκατη ενάγουσα) (βλ. το υπ` αριθμόν πρωτ. 32/7-1-2007 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Καρλοβασίων σε συνδ. με το υπ` αριθμό πρωτ. 23/2005 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιά περί μη αποποιήσεως κληρονομιάς).
          Ακολούθως την 22 Σεπτεμβρίου 2005 απεβίωσε στο Μοσχάτο Αττικής η ... (αδερφή του αποβιώσαντος), η οποία κατά τον χρόνο του θανάτου της κατέλιπε δυο διαθήκες και συγκεκριμένα: (α) την με αριθμό 10179/12-2-1997 δημόσια διαθήκη της Συμβολαιογράφου Καρλοβασίου Σάμου ..., η οποία δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Σάμου κατά τη συνεδρίαση της 2ας Νοεμβρίου 2005 με το με αριθμό 277/2005 πρακτικό και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ίδιου Πρωτοδικείου και β) την με αριθμό 2704/8-11-2004 δημόσια διαθήκη του Συμβολαιογράφου Καρλοβασίου Σάμου ..., η οποία επίσης δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Σάμου κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2005 με το με αριθμό 278/2005 πρακτικό και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ίδιου Πρωτοδικείου.
          Με την από 8-11-2004 δεύτερη διαθήκη η ... όρισε ότι το περιελθόν σε αυτήν κληρονομικό ιδανικό μερίδιο των 4/20 από την περιουσία του αμφιθαλούς αδελφού της ... κατά κόσμο ... να περιέλθει στα τέκνα της ήτοι στην πέμπτη των εναγόντων ..., στην έκτη των εναγόντων ... και στον έβδομο των εναγόντων ..., κατά ποσοστό 1/3 των 4/20 ο καθένας, την οποία κληρονομιά αποδέχθηκαν οι ανωτέρω. Περαιτέρω οι πρώτος, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομος, όγδοη, ένατη, δέκατη και ενδέκατη των εναγόντων με την ιδιότητα των εξ αδιαθέτου κληρονόμων καλούμενοι στην δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής (οι πρώτος και τέταρτη εξ αυτών ως αδερφοί του αποβιώσαντος και οι λοιποί ως ανιψιοί διαδεχόμενοι κατά ρίζας τους γονείς τους και αδέρφια του κληρονομούμενου που προαποβίωσαν), αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά, δυνάμει της υπ` αριθμόν 9653/8-12-2005 συμβολαιογραφικής δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., η οποία έχει νόμιμα μεταγραφεί (βλ. αυτήν). Εν συνεχεία ο ... (αδερφός του αποβιώσαντος) αποδέχθηκε την ίδια κληρονομιά κατά το ιδανικό μερίδιο που του αναλογούσε δυνάμει της υπ` αριθμόν 9684/11-2-2006 συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένης (βλ. αυτήν).
          Περαιτέρω την 1η-5-2007 απεβίωσε ο ως άνω ..., ο οποίος με την υπ` αριθμόν 13963/2001 δημόσια διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμο του τον εγγονό του ... (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), η δε υπόλοιπη περιουσία του, περιήλθε σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής στους πλησιέστερους συγγενείς του, ήτοι τη σύζυγο του ... και τα δύο τέκνα του ... και ... . Την 10-10-2007 απεβίωσε και η ..., η οποία με την υπ` αριθμόν 15323/24-10-2003 δημόσια διαθήκη της Συμβολαιογράφου Καρλοβασίου Σάμου ..., εγκατέστησε τον υιό της... κληρονόμο σε δήλα πράγματα, ενώ η λοιπή περιουσία της περιήλθε, σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής στα δυο τέκνα της, ήτοι στη δεύτερη των εναγόντων ... και στον τρίτο των εναγόντων ... οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά δυνάμει της υπ` αριθμόν 18406/28-2-2008 συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σάμου ..., νομίμως μεταγεγραμμένης (βλ. αυτήν).
          Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία εκτιμώμενα κατά τον αυτόθι εκτιθέμενο τρόπο προέκυψε ότι ο αποβιώσας διετέλεσε δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας και εκάρη μοναχός με το κατά Χριστόν όνομα ... στην ίδια ως άνω Μονή στις 16-4-1939, όπως προκύπτει από το με ημεροχρονολογία 20.5.1940 πιστοποιητικό του τότε Ηγούμενου της ως άνω Μονής Αρχιμανδρίτη ..., επικυρωθέν για το γνήσιο της υπογραφής του από τον τότε Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας ... με την επ` αυτού και υπ` αριθ.πρωτ. 671/21-5-1940 της εν λόγω Ιεράς Μητροπόλεως επικύρωση του, το οποίο αναφέρεται στην υπ` αριθμόν 5.063/8-8-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που εκδόθηκε επί αιτήσεως της Ιεράς Μονής Τιμίου Σταυρού Σάμου περί χορηγήσεως σε αυτήν κληρονομητηρίου), πλην όμως δεν προσκομίστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αν και γίνεται επίκληση αυτού στις προτάσεις της εναγομένης), την ύπαρξη του δε συνομολογούν και οι ίδιοι οι ενάγοντες όπως άλλωστε συνομολογούν και το πραγματικό γεγονός της κουράς του κληρονομουμένου που έλαβε χώρα στην Ιερά Μονή της εναγομένης (βλ. σελίδα 9 της αγωγής), από, και δια της οποίας λαμβάνει κανείς την ιδιότητα του μοναχού και όχι από το εάν είναι εγγεγραμμένος στο μοναχολόγιο, ώστε κατά την κρίση του να μην συντρέχει λόγος περί επαναλήψεως τη συζητήσεως - προκειμένου να προσκομισθεί αντίγραφο του μοναχολογίου της Μονής, αφού η μοναχική ιδιότητα, που αποδεικνύεται με όλα τα αποδεικτικά μέσα (σύμφωνα με την υπ` αριθμόν 2 νομική σκέψη) αποδείχθηκε πλήρως.
          Είναι αλήθεια βέβαια ότι σύμφωνα με το πολύ μεταγενέστερο υπ` αριθμόν ..715-10-2003 πρακτικό του Ηγουμενοσυμβουλίου της ίδιας ως άνω Μονής, το οποίο εγκρίθηκε με την υπ` αριθμόν 59/13-11-2003 πράξη του Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας ..., πιστοποιείται ότι ο κοιμηθείς εκάρη ως μοναχός στην ανωτέρω Μονή όχι το έτος 1939 αλλά το έτος 1934 και ότι αργότερα χειροτονήθηκε κληρικός (Διάκονος και Πρεσβύτερος), καταστάς Αρχιμανδρίτης- Ιερομόναχος, δηλαδή δύο έγγραφα της ίδιας Μονής φέρονται να αναγράφουν διαφορετικό έτος κουράς, ενώ το δεύτερο προσθέτει ότι ο αποβιώσας δεν ήταν μόνο μοναχός, αλλά και ιερομόναχος.
          Πλην, όμως την μοναχική ιδιότητα του (για την απόδειξη της οποίας επιτρέπεται κάθε αποδεικτικό μέσο, ως ήδη ελέχθη) αποκτώμενη αποκλειστικά από, και δια, της κουράς που έλαβε χώρα στην Ιερά Μονή της εναγομένης εκθέτουν στην ίδια την αγωγή τους οι ενάγοντες, ώστε να είναι νομικώς αδιάφορο το εάν ο θανών εκάρη μοναχός το έτος 1934 ή το έτος 1939.
          Ο αποβιώσας αποχώρησε οριστικά από την Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού κατά την 20-5-1940, χωρίς ποτέ μέχρι το θάνατο του κατά την 6.5.2003 να επανέλθει και να εγκαταβιώσει σ` αυτή, αλλά λίγους μήνες αργότερα προσχώρησε στον παλαιοημερολογιτισμό και ειδικότερα αρχικώς εκάρη μοναχός στο Ιερό ναό της Αγίας Μαρίνας Πειραιώς εν συνεχεία κατά την 20-8-1940 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και την επομένη ημέρα, ήτοι την 21-8-1940, χειροτονήθηκε Ιερεύς και Αρχιμανδρίτης με το κατά Χριστόν όνομα ... παρά του τότε Επισκόπου Κυκλάδων ..., με την εντολή του τότε Προέδρου της Ιεράς Συνόδου Παλαιοημερολογιτών τέως Φλωρίνης ..., λαβών έτσι την εξουσία να ιερουργεί ακωλύτως στις Εκκλησίες των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (βλ. την από 21-11-1940 βεβαίωση του Αρχιμανδρίτη ... - σχετ. β-10 εναγόντων), το δε 1940 μετέβη στον Πειραιά, όπου παρέμεινε ένα μικρό χρονικό διάστημα ασκώντας τα ιερατικά του καθήκοντα στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας Πειραιώς, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε πραγματικά και καθ` όλη τη διάρκεια της ζωής του στον Κορυδαλλό Αττικής. Περαιτέρω, προέβη στην ίδρυση μικρού Ναού στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού ... αριθ. ..., όπου καθ` όλο το χρονικό διάστημα μέχρι το θάνατο του ιερουργούσε αρχικώς ως Αρχιμανδρίτης ... και αργότερα, ήτοι από 11-2-1979 ως Επίσκοπος Αιολίας. Κρίσιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το αν ο αποβιώσας είχε απολυθεί νομίμως από την Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού το έτος 1940 προκειμένου να εκτελέσει εξωτερική θρησκευτική υπηρεσία ως ιεροκήρυκας, διότι η οριστική αποχώρηση του και η αποτοίχισή του από τη Μονή καθώς και η διαβίωση του στον κόσμο είναι αδιαμφισβήτητη από πληθώρα εγγράφων και ειδικότερα: α) από την από 20-5-1983 βεβαίωση της Γενικής Ασφάλειας Πειραιώς περί καταθέσεως δικαιολογητικών εκδόσεως δελτίου ταυτότητας, όπου αναφέρεται ως Μητροπολίτης Παλαιοημερολογιτών (σχετ. Β-8 εναγόντων), β) από την από 21-11-1940 προαναφερόμενη βεβαίωση του Αρχιμανδρίτη ... περί της νέας κουράς του θανόντος και της εν συνεχεία χειροτονίας του ως πρεσβυτέρου και προσωρινού εφημέριου της Εκκλησίας των Γνήσιων Ορθόδοξων Χριστιανών, γ) από το από 14-9-1940 συστατικό και απολυτήριο γράμμα του Μητροπολίτη Παλαιοημερολογητών Κυκλάδων ... (σχετ Β-11 εναγόντων), δ) από το από Δεκέμβριο του 1940 Γράμμα Συστατικό και Ενταλτήριο όπου βεβαιώνεται η ιδιότητα του ως Αρχιμανδρίτη της Εκκλησίας των Γνήσιων Ορθοδόξων Χριστιανών (σχετ. Β-12 εναγόντων), ε) από την από 10-10-1980 βεβαίωση του Προέδρου της Συνόδου των Παλαιοημερολογιτών και το Χειροτονητήριο του θανόντος από ιερομόναχο σε Μητροπολίτη (σχετ. β-13 των εναγόντων), στ) Από την χωρίς ημεροχρονολογία Εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των Γνήσιων Ορθόδοξων Χριστιανών, την οποία συνυπογράφει ως Μητροπολίτης, ζ) από το υπ` αριθμόν πρωτ. 15674/1965 έγγραφο της Νομαρχίας Σάμου και το υπ` αριθμόν 48198/1978 συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Πειραιά ... όπου διηγηματικώς αναφέρεται η ιδιότητα του θανόντος ως Μητροπολίτη Παλαιοημερολογητών (σχετ. β-15 των εναγόντων), η) Από τα υπ` αριθμόν 5651/2002 και 5660/2002 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., θ) Από την υπ` αριθμόν πρωτ. 687/13-12-1980 βεβαίωση, του Αγρονομείου Καρλοβασίου όπου αναφέρεται η ιδιότητα του ως Δεσπότη Παλαιοημερολογητών, ι) Από το βιογραφικό Σημείωμα του ιδίου απευθυνόμενο στην Ιερά Σύνοδο (σχετ. Β-18 εναγόντων), ια) Από την υπ` αριθμόν πρωτ. 13399/1988 Αποκήρυξη της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. (σχετ. β-19 εναγόντων), ιβ) Από την από 8-12-1980 βεβαίωση του Αστυνομικού Τμήματος Καρλοβασίου, ιγ) από τα δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος (σχετ. β-21 εναγόντων).
          Από κανένα όμως έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο δεν προσεπιβεβαιώνεται κατά τρόπο αδιάσειστο ότι η οριστική αποχώρηση του αποβιώσαντος Μητροπολίτου από την εναγόμενη ήταν επιπλέον και νόμιμη ήτοι ότι έλαβε χώρα κατόπιν εκδόσεως Απολυτηρίου Γράμματος μετά από έγγραφη συγκατάθεση του οικείου Μητροπολίτη, η οποία απαιτείτο και κατά το χρόνο αποχώρησης του αποβιώσαντος από την εναγόμενη Μονή κατά την 20-5-1940 σύμφωνα με την προαναφερόμενη τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 54 του ΑΝ 2170/1940 «Περί Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος» ώστε να μην τυγχάνουν απόλυτα ακριβείς οι πλεοναστικές παραδοχές της υπ` αριθμόν 5063/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί αιτήσεως της εναγομένης περί εκδόσεως κληρονομητηρί-ου παραπέμποντας τελικώς την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά ως κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο.
          Ειδικότερα κατά το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής δεν απαιτείτο για την τυχόν νόμιμη απόλυση του κληρονομούμενου κατά το έτος 1940 η συγκατάθεση του Μητροπολίτη να δοθεί εγγράφως, με την αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του ν.δ. 671/1943 «Περί Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος», που ορίζει ότι η συγκατάθεση του Μητροπολίτη για την απόλυση του μοναχού εκ της μονής πρέπει να είναι έγγραφη είναι μεταγενέστερη του έτους της αποχώρησης του θανόντος που έλαβε χώρα το έτος 1940. Τούτο όμως δεν ευσταθεί διότι κατά το έτος αποχώρησης του θανόντος (20-5-1940) εφαρμοστέα δεν ήταν η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του ν.δ. 671/1943 αλλά η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 54 του ΑΝ 2170/1940 που αναφέρθηκε που απαιτούσε και αυτή την έκδοση Απολυτηρίου Γράμματος μετά από έγγραφη συγκατάθεση του Μητροπολίτη.
          Πέραν όμως του εάν απαιτείτο η έγγραφη συγκατάθεση του Μητροπολίτη στην προκειμένη περίπτωση δεν προσκομίσθηκε καν Απολυτήριο Γράμμα της εναγομένης Μονής ώστε εν συνεχεία να τίθεται και θέμα έγγραφης συγκατάθεσης περί αυτού. Η δε από 20-8-1969 επιστολή του ιδίου του αποβιώσαντος προς τη Νομαρχία Πειραιώς-Τμήμα Διοικήσεως (σχετ. Β 18 εναγόντων), όπου αναφέρει ότι παρέμεινε στη Μονή μέχρι την 20-5-1940, οπότε και αποχώρησε λαβών κανονικό απολυτήριο (παρομοίου περιεχομένου με το βιογραφικό του σημείωμα προς την Ιερά Σύνοδο), δεν είναι αρκετή αφού όχι μόνο δεν επαληθεύεται από την εναγομένη Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Σάμου, πολλώ δε μάλλον αμφισβητείται από αυτήν, δοθέντος ότι σύμφωνα με το υπ` αριθμόν 10/15-10-2003 πρακτικό του Ηγουμενο-συμβουλίου της, το οποίο εγκρίθηκε με την υπ` αριθμόν 59/13-11-2003 πράξη του Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Ευσεβίου, ο αποβιώσας ποτέ δεν έλαβε κανονική άδεια εξόδου από την Ιερά Μονή προκειμένου να εγκαταβιώσει εκτός της Ιεράς Μονής με Απολυτήριο Γράμμα και με διαγραφή από το οικείο Μοναχολόγιο.
          Η δε νόμιμη απόλυση από τη Μονή δεν αποδεικνύεται μόνο από τη σχετική διαγραφή από το οικείο Μοναχολόγιο, η διαγραφή επί του οποίου άλλωστε δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο περί της απώλειας της μοναχικής ιδιότητας, αλλά από την έκδοση και μόνο Απολυτηρίου Γράμματος, το οποίο δεν προσκομίστηκε από τους ενάγοντες κατά το σχετικό δικονομικό τους βάρος περί αποδείξεως της ιστορικής βάσης της αγωγής τους που είναι η ύπαρξη στο πρόσωπο τους της ιδιότητας των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος, η οποία ιδρύεται μόνο σε περίπτωση κατά την οποία ο αποβιώσας αποχώρησε νόμιμα από την Μονή μετανοίας του με την έκδοση Απολυτηρίου Γράμματος για να εκτελέσει εξωτερική θρησκευτική υπηρεσία ως ιερομόναχος.
          Συγκεχυμένη και ασαφής είναι και η κατάθεση του ιδίου μάρτυρα των εναγόντων ο οποίος λέγει ότι «Ο ίδιος λέγει ότι το πήρε, δεν το βρήκαμε βέβαια εμείς στο αρχείο του, βρήκαμε το απολυτήριο του ..., του Επισκόπου των Παλαιοημερολογιτών που τον χειροτόνησε ...» (βλ. σελ. 9 πρακτικών παρούσας δίκης). Αντίθετα χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης ιερομόναχου ..., ο οποίος μετά λόγου γνώσεως αναφέρει ότι αν υπήρχε και είχε εκδοθεί Απολυτήριο Γράμμα, τούτο θα φυλασσόταν στο αρχείο της Μητρόπολης Σάμου δυνάμενο ευχερώς να ευρεθεί (βλ. σελ. 21 πρακτικών παρούσας δίκης). Παρομοίου περιεχομένου είναι και οι καταθέσεις των μαρτύρων που εδόθησαν στα πλαίσια δικών επί αιτήσεων για την έκδοση κληρονομητηρίων αφενός των εδώ εναγόντων που αρχικώς με την υπ` αριθμόν 1224/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε δεκτή, και αφετέρου της εδώ εναγομένης, η οποία αίτηση της κατατεθείσα αρχικώς στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών παραπέμφθηκε με την υπ` αριθμόν 5063/2005 απόφαση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ` αριθμόν 3577/2007 απόφαση του το μεν ανακάλεσε την προηγούμενη απόφαση περί χορηγήσεως κληρονομητηρίου στους ενάγοντες το δε έκρινε ότι είναι αναμφίβολο το κληρονομικό δικαίωμα αμφοτέρων απορρίπτοντας τις αιτήσεις και των δύο διάδικων μερών/Ενισχυτικό της παραπάνω κρίσης του Δικαστηρίου περί μη υπάρξεως Απολυτηρίου Γράμματος είναι και το γεγονός ότι ο θανών εάν πράγματι είχε λάβει τέτοιο θα το φύλασσε στο προσωπικό του αρχείο, όπως έκανε και με το από το από 14-9-1940 συστατικό και απολυτήριο γράμμα του Μητροπολίτη Παλαιοημερολογητών Κυκλάδων ... που εκδόθηκε μετά τη δεύτερη κουρά του ως μοναχού των Γνήσιων Ορθόδοξων Χριστιανών. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται με το δικόγραφο των προτάσεων τους ότι εφόσον ο κοιμηθείς Μητροπολίτης είχε προσχωρήσει στις τάξεις των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών δεν εφαρμόζεται ως προς αυτόν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, και τα παρεμφερούς περιεχομένου διατάγματα που απαιτούν επί ιερομόναχου προκειμένου για την νόμιμη αποχώρηση του από τη Μονή την έκδοση Απολυτηρίου Γράμματος. Επί του θέματος αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:
          Οι αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ευρύτερα γνωστοί ως παλαιοημερολογίτες, είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος που αποσπάσθηκαν απ` αυτήν διοικητικά μετά την επέκταση του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου το 1924 και στις εκκλησιαστικές σχέσεις για τον υπολογισμό των εορτών (βλ. Μητρ. Δημητριάδος Χριστόδουλο, Ιστορική και κανονική θεώρηση του παλαιοημερολογιακού ζητήματος, 1982). Τούτοι έχουν ιδρύσει ιδιαίτερες κοινότητες με δική τους διοικητική οργάνωση, η οποία τους διαφοροποιεί από την Εκκλησία της Ελλάδας. Η σωματειακώς οργανωμένη ιδιαίτερη αυτή κοινότητα είναι κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα και έχει σκοπό την άσκηση της λατρείας, σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν αυτή συνιστά ή όχι δογματική παρέκκλιση από τις αντίστοιχες δοξασίες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Είναι γνωστή θρησκεία, γιατί συνάδει προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, εφόσον έχει φανερά δόγματα και δημόσια λατρεία και δεν προϋποθέτει μύηση, αφού μάλιστα ως προς αυτά ταυτίζεται με τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Το νέο ημερολόγιο ακολουθούν σήμερα οι Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας και Σλοβενίας. Ενώ το παλαιό ημερολόγιο το ακολουθούν οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Γεωργίας και το Άγιο Όρος, παρ` όλον ότι αυτό ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ακολουθεί το νέο Ημερολόγιο.
          Επομένως, το γεγονός ότι διαφέρει από τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης μόνον ως προς το επιστημονικό (αστρονομικό) ζήτημα του ημερολογίου και του χρόνου τελέσεως των θρησκευτικών εορτών δεν της αφαιρεί το δικαίωμα να θεωρείται αυτοτελής και διακεκριμένη θρησκευτική κοινότητα, πράγμα που καθ` αυτό την καθιστά ίδια και ανεξάρτητα γνωστή θρησκεία (ΣτΕ 433/1997 Αρμ 52,495, ΣτΕ Ολ 1444/1991, Γνωμ. Σπ. Τρωϊανου 22.2.1984, Αρμ 85,453).
          Ειδικά, για την ελευθερία της λατρείας των παλαιοημερολογιτών έγινε ειδική δήλωση του Υφυπουργού Παιδείας και θρησκευμάτων, Χρ. Καραπιπέρη, κατά τη συζήτηση της Ε` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, στην ΟΣΤ` Συνεδρίαση της 23.4.1975, η οποία περιελήφθηκε στα πρακτικά και έγινε ομόφωνα αποδεκτή από όλους τους βουλευτές. Η δήλωση έχει ως εξής: «Παρέχω τη δήλωση και παρακαλώ να αναγραφεί εις τα πρακτικά ότι οι αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Παλαιοημερολογίτες) δύνανται να τελούν ακωλύτως τα λατρευτικά τους καθήκοντα (πρακτικά της 23.4.1975, σελ.421)».
          Επομένως, η Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών είναι αυτοκέφαλη και διοικητικά αυτοδύναμη, χωρίς καμία εξάρτηση από άλλον υπερκείμενο ιεραρχικά σχηματισμό (π.χ. από κάποιο Πατριαρχείο). Η εδαφική της περιφέρεια και η αντίστοιχη κανονική της δικαιοδοσία εκτείνεται σ`ολόκληρη την υφήλιο, όπου υπάρχουν μέλη της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με πολλές αυτοκέφαλες εκκλησίες που διατηρούν οργανωτικές υποδιαιρέσεις και έξω από τα όρια της Πολιτείας, στην οποία βρίσκεται η έδρα τους (βλ. σχετικά τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας και τις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας και Αλβανίας. Τρωϊάνος, Οργάνωση των Εκκλησιών 1983, σελ. 45 και Γνωμ. του ίδιου Αρμ. 985,453). Η νομική βάση της διαφοροποιήσεως των παλαιοημερολογιτών από την Εκκλησία της Ελλάδος έγκειται στον συνδυασμό των διατάξεων 3 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα οποία Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι η αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη, η οργανωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, που αποτελεί νόμο του κράτους και ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής. Οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα, όπως των παλαιοημερολογιτών - άσχετα από τη δογματική της τοποθέτηση - δεν συγκεντρώνει αυτές τις προϋποθέσεις βρίσκεται έξω από την έννοια «Εκκλησία της Ελλάδος».
          Άμεση συνέπεια της διαφοροποιήσεως των ΓΟΧ είναι ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σ` αυτούς η νομοθεσία που διέπει την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως ο Ν. 590/1977 περί καταστατικού χάρτη της ΕΤΕ (βλ. ΓνωμΕισΑΠ 2/2005 ΠοινΔ/νη 2005.302), επομένως δε οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων είναι κατ` αρχήν βάσιμοι, πλην, όμως προβάλλονται αλυσιτελώς διότι καθ` ον χρόνο ο κοιμηθείς αποχώρησε από την εναγόμενη Μονή (20-5-1940) δεν είχε εισέτι προσχωρήσει στον Παλαιοημερολογιτισμό, τούτο δε έλαβε χώρα 3 μήνες αργότερα ήτοι την 20-8-1940 και επομένως κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της αποχωρήσεως του εφαρμοζόταν και για αυτόν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, και με την αιτιολογία αυτή ο σχετικός ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος.
          Ακολούθως ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο θανών επέλεξε να ακολουθήσει το δόγμα του Παλαιού Ημερολογίου και επομένως δεν δύναται να κληρονομηθεί από την εναγόμενη Μονή η οποία ανήκει στο Νέο Ημερολόγιο διότι τούτο προσβάλλει το δικαίωμα της θρησκευτικής του ελευθερίας ομοίως τυγχάνει απορριπτέος και τούτο διότι ο κοιμηθείς Μητροπολίτης επέλεξε ελευθέρως να προσχωρήσει στους κόλπους της Εκκλησίας του Παλαιού Ημερολογίου, όπου εκάρη εκ νέου ως μοναχός, η δε επιλογή του αυτή όχι μόνο δεν περιορίσθηκε αντιθέτως δε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του υπ` αριθμόν 39/12-6-1972 «Κανονισμού περί των εν Ελλάδι Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων», που ανωτέρω στη νομική σκέψη προπαρατέθηκε συνιστά αποχρώντα λόγο αποχώρησης από τη Μονή Μετανοίας του ο οποίος δικαιολογεί τη χορήγηση Απολυτηρίου Γράμματος, η ύπαρξη του οποίου όχι μόνο αμφισβητείται εντόνως αλλά αντιθέτως ουδόλως αποδεικνύεται. Υπό τα ως άνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και με βάση την παραδοχή ότι η μοναχική ιδιότητα είναι κατά αρχήν ανεξάλειπτη αφού ο εφάπαξ καρείς είναι εσαεί καρείς, αλλά και αφού ληφθεί υπόψη κυρίως ότι επί Ιερομόναχων ήτοι επί κληρικών που προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών, όπως ο κοιμηθείς Μητροπολίτης εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού δικαίου εάν έχουν καθαιρεθεί ή έχουν αποχωρήσει οριστικώς από τη Μονή έχοντας αποβάλλει το Ιερατικό σχήμα, ενώ αντιθέτως εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις κληρονομικές σχέσεις των μοναχών εάν αποχωρούν από αυτήν αυθαιρέτως πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κληρονομούμενος ως μοναχός της Ιεράς Μονής του Τιμίου Σταύρου Σάμου, που εξήλθε από αυτήν για να εκτελέσει εξωτερική θρησκευτική υπηρεσία ως ιεροδιάκονος αρχικώς και εν συνεχεία ως Ιερεύς και Αρχιμανδρίτης όχι νόμιμα αλλά αυθαίρετα κληρονομείται κατά τις ειδικές διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου σύμφωνα με την προηγηθείσα υπ` αριθμόν 1 νομική σκέψη, που είναι εφαρμοστέο επί των μονών της νήσου Σάμου, ώστε το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του να περιέρχεται στην εναγομένη Μονή μετά από την αφαίρεση της νόμιμης μοίρας των πλησιέστερων συγγενών του, ο οποίοι μετά ταύτα καλούνται στην κληρονομιά όχι στο σύνολο αυτής ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αλλά μόνο σε περιορισμένο ποσοστό της ως νόμιμοι μεριδούχοι (την οποία ιδιότητα των νομίμων μεριδούχων βεβαίως αρνούνται, ώστε να μην δύναται το παρόν Δικαστήριο κατ` εκτίμηση του αιτήματος του αγωγικού τους δικογράφου να κάνει δεκτή την αγωγή και να αναγνωρίσει το κληρονομικό τους δικαίωμα όχι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αλλά ως νόμιμων μεριδούχων ως έλασσον αίτημα που περιλαμβάνεται στο μείζον).
          Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και με τις αιτιολογίες που ανωτέρω εκτέθηκαν πρέπει η υπό κρίση αγωγή με αίτημα την αναγνώριση του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων επί της κληρονομιάς του θανόντος κατά κόσμον ... να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να συμψηφιστούν τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα, λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ) ...]
 
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.