ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2496/2009
Αριθμός Απόφασης : 2496
'Ετος : 2009
Δικαστήριο : Διοικητικό Εφετείο Αθηνών


Αριθμός απόφασης 2496/2009
 
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 7ο Τριμελές
 
Αποτελούμενο από τις: Παναγιώτα Λαμπράκη - Καστάνη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Αλεξάνδρα Παπακωνσταντίνου - Εισηγήτρια και Χριστίνα Αθανασοπούλου, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Άρτεμι Μπαλίνη, δικαστική υπάλληλο
 
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2009, για να δικάσει την από 9-3-09 (αριθμός καταχ. Α.Β.Ε.Μ.659/20-3-09) έφεση,
 
του: Ν.Π.Δ.Δ. «ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα, Αγ. Φιλοθέης 21 και παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο …, σύμφωνα με την από 2-6-2009 έγγραφη δήλωση του άρθρ. 29 παρ.1 Ν.2915/01.
 
κ α τ ά  του …, κατοίκου Καλλιθέας, …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο ….
 
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
 
Η κρίση του είναι η εξής:
 
Επειδή, με την υπό κρίσιν έφεση, ζητείται παραδεκτώς από την εκκαλούσα η μερική εξαφάνιση της 11.114/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (συμπροσβαλλόμενης της 12741/2006 προδικαστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του εφεσιβλήτου (πρώην κληρικού) και αναγνωρίσθηκε ότι η εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει σ’ αυτόν, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρ. 105 και 106 του Εισ. Ν.Α.Κ., το ποσό των 40.589,45 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που θα ελάμβανε, κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/1998 έως 28/2/2001, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη παύση αυτού ως εφημέριου. 
 
Επειδή, με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή, η οποία κατά το άρθρο 106 του ίδιου εισαγωγικού νόμου, εφαρμόζεται και για την ευθύνη των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους, συνάγεται ότι για την έγερση αξίωσης προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν αυτής απαιτείται, μεταξύ άλλων, παρανομία της πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Ως εκ τούτου στην αποζημίωση αυτή περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η περιουσία του ζημιωθέντος που υπήρχε πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, λόγω της παράνομης πράξης ή παράλειψης οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ , παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε εάν δε είχε χωρήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη (πρβλ. ΣτΕ 2171/2000).
 
Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του με αριθμό 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων» (Φ, 193 Β΄) ορίζεται στο άρθρο 33 ότι «1. Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών οι καταλαμβάνοντες οργανικάς εφημεριακάς θέσεις υπό την έννοιαν του παρόντος Κανονισμού, είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως ως ακολούθως:... 4. Εις την κενήν οργανικήν θέσιν και μέχρι της κατά τον παρόντα Κανονισμόν πληρώσεως αυτής δια τακτικού εφημερίου, ο οικείος Αρχιερεύς τοποθετεί προσωρινόν εφημέριον...», στο άρθρο 46 ότι «Ο Εφημέριος παύεται από της θέσεως αυτού : α) Εάν επιβληθή αυτώ ποινή αργίας ανωτέρα του ενός έτους, μετά παύσεως από της θέσεως αυτού, β) Εάν κατέστη ανίκανος προς εκτέλεσιν των εφημεριακών καθηκόντων ένεκα νόσου πνευματικής ή σωματικής..., γ) Εάν άνευ αδείας εγκαταλίπη την θέσιν του υπέρ τον μήνα αδικαιολογήτως, δ) Εάν ο δημοδιδάσκαλος ή Καθηγητής εφημέριος μετατεθή τη αιτήσει του ή συγκαταθέσει του εις θέσιν εκπαιδευτικήν, καθιστώσαν αδύνατον την επιτέλεσιν των εφημεριακών του καθηκόντων, ε) Εάν συμπληρώση το 75ον έτος της ηλικίας του... στ) Εάν δεν συμμορφωθή προς νομίμως γενομένην απόσπασιν (αρθρ. 57 Α.Ν. 2200/40)», στο άρθρο 49 ότι «Από της ισχύος του παρόντος, οι διοριζόμενοι το πρώτον εις εφημεριακάς θέσεις ως τακτικοί εφημέριοι, κατά τας περί διορισμού εφημερίων διατάξεων του παρόντος, κατατάσσονται... εις τεσσάρας μισθολογικός κατηγορίας, αναλόγως των προσόντων σπουδών των ως κάτωθι: 1. . 3. Εις την τρίτην (Γ΄ μισθολογικήν κατηγορίαν: α) Οι απόφοιτοι των Κατωτέρων Εκκλ. Φροντιστηρίων του Α.Ν. 540/1945 (ΦΕΚ 230-Α), 4...» και, στο άρθρο 50 ότι «Ως προς τον καθορισμόν του μισθού, των εν γένει αποδοχών και λοιπών απολαύων, ως και πάντα τα συναφή προς αυτάς ζητήματα των εφεξής χειροτονουμένων και διοριζομένων Εφημερίων και την βαθμολογικήν, μισθολογικήν κατάταξιν, τον καθορισμόν του μισθού και των εν γένει αποδοχών και λοιπών απολαύων των ήδη υπηρετούντων εφημερίων ισχύουσιν αϊ κείμεναι επί των θεμάτων τούτων ειδικαί διατάξεις». Επίσης, με το ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Φ.146), ορίζεται στο άρθρο 1 παρ.4 αυτού ότι «Κατά τας νομικός αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αϊ Μητροπόλεις … είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», στο άρθρο 37 ότι «1. Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι`εγγάμων προσβυτέρων, προσωρινώς δε και δΓαγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, δια κανονιστικών αποφάσεων.. 3. Έγγαμοι εφημέριοι υπηρετούντες πέραν της πενταετίας προσωρινώς εις την αυτήν οργανικήν εφημεριακήν θέσιν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί 4...» και στο άρθρο 38 παρ.1 ότι «Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων».
 
Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 24 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Φ 40), με το οποίο προβλέφθηκε η δυνατότητα επέκτασης, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού, εν όλω ή εν μέρει, και σε προσωπικό του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., που δεν υπάγεται στις διατάξεις του, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς, εκδόθηκε η 2052614/8044/0022/1997 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Φ. 784 Β`), με το άρθρο μόνο της οποίας ορίστηκε ότι «1. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4 (παρ. 1), 5, 6, 7 (παρ. 1 και 2), 8 (παρ. 1, 2, 3 και 5), 9, 12, 17, 22, 23, 25, 28, 29, 31 και 33 του ν. 2470/1997, επεκτείνονται και έχουν ανάλογη εφαρμογή· α) στους εν ενεργεία τακτικούς εφημέριους των ενοριακών ναών της χώρας και β) στους διακόνους… 2. Η κατάταξη και εξέλιξη των παραπάνω εφημερίων και διακόνων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του ν. 2470/1997 γίνεται ως εξής: α. … β. Οι της κατηγορίας Γ κατατάσσονται και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια 29° μέχρι 12° γ...». Η περίπτωση αυτή β1 της παρ. 2 της ανωτέρω κοινής υπουργικής απόφασης, αντικαταστάθηκε με την 2067722/7442/0022/1998 όμοια απόφαση (Φ. 1141BV29.10.1998), ως εξής· «Οι της κατηγορίας Γ΄ κατατάσσονται και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια 28° μέχρι 11°». Εξάλλου, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2470/1997 ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κλάδων, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. Για την απονομή του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. υπηρεσία ενός (1) έτους στο εισαγωγικό Μ.Κ. β Πα την απονομή όλων των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων, υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο». Στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 ότι «1. Οι τακτικές αποδοχές του κάθε μισθολογικού κλιμακίου αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα τακτικά επιδόματα. 2. Ο μηνιαίος βασικός μισθός του Μ Κ 36 ορίζεται στις εκατόν δέκα χιλιάδες (110.000) δραχμές από 1.1.1997. Ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των άλλων Μ.Κ προκύπτει με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο Μ.Κ. του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ανωτέρω βασικού μισθού με το συντελεστή 0,027. Το προστιθέμενο ποσό στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα. 3. » (Ο μηνιαίος βασικός μισθός του ως άνω Μ.Κ. 36 του άρθρου 7 παρ. 2 του ν 2470/1997, αναπροσαρμόστηκε από 1.1.1998 σε 113.000 δρχ., από 1.1.1999 σε 117.000 δρχ., από 1.1.2000 σε 121.000 δρχ.. και από 1.1.2001 σε 125.400 δρχ., με τα άρθρα 10 του ν. 2606/1998, Φ. 89, 15 του ν. 2702/1999, Φ. 70, 30 παρ. 1 περ. ιστ` του ν. 2768/1999, Φ. 273 και 49 παρ. 1 περ. ιζ΄ του ν. 2873/2000, Φ. 285, αντίστοιχα). Στο άρθρο 8 παρ.1 και 2 ότι «Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα, κατά μήνα: 1. Επίδομα Χρόνου Υπηρεσίας: ορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) με τη συμπλήρωση ενός έτους υπηρεσίας, προσαυξανόμενο στη συνέχεια ανά διετία από τη χορήγηση του ποσοστού αυτού και για δεκατέσσερις (14) διετίες κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες και μέχρι συνολικού ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%). Το επίδομα αυτό υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. 2. Επίδομα Εξομάλυνσης Διαφορών Μισθολογίου: Ορίζεται για το εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο όλων των κατηγοριών σε τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) δραχμές, μειούμενο κατά δύο χιλιάδες (2.000) δραχμές σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο κατά την περαιτέρω εξέλιξη τους» (με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2702/1999, που ισχύει από 1.1.1999, το ανωτέρω επίδομα εξομάλυνσης ορίστηκε για το εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο όλων των κατηγοριών που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του ν. 2470/1997, σε 35.000 δραχμές, μειούμενο κατά 2.200 δραχμές σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο κατά την περαιτέρω εξέλιξη τους). Στο άρθρο 9 ότι «Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά το υπάλληλος μετά του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του επιδόματος εξομάλυνσης. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης και χορηγείται στο ακέραιο εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους.. 3. Το Επίδομα Αδείας ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης και χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον η υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους … 4 … 5. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο προς αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του» και στο άρθρο 12, όπως τούτο τροποποιήθηκε από το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 2515/1997 (φ.154), ότι «1. Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής: α. Για οικογένεια εγγάμων υπαλλήλων χωρίς ή με ενήλικα τέκνα, δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές, β. ...». Περαιτέρω, με την παρ. 4 του υπό τον τίτλο «Μισθολογική πολιτική έτους 2000» άρθρου 30 του ν. 2768/1999 ορίζεται ότι στους Αρχιερείς και στους κληρικούς της Ελλάδος χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικού λειτουργήματος, το οποίο ορίζεται για τους κληρικούς της κατηγορίας Γ, με εξέλιξη στα μ.κ. 28° μέχρι 11°, σε σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000) δραχμές (περ. ιι β), ποσό που αυξήθηκε σε σαράντα οκτώ (48.000) δραχμές, με την παρ. 4 περ. Β΄ του υπό τον τίτλο «Μισθολογική πολιτική έτους 2001» άρθρου 49 του ν. 2873/2000 (υποπερ. ιι β).
 
Επειδή, με τις διατάξεις του ν δ/το ς 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Φ. 204), οι οποίες εφαρμόζονται και για την παραγραφή χρηματικών αξιώσεων κατά της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, που όπως προεκτέθηκε συνιστά ως προς τις νομικές αυτής σχέσης, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ορίζεται στο άρθρο 48 ότι «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2... 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαύων ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4...» και στο άρθρο 49 ότι η «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ό εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις». Και ναι μεν εξαιρέθηκαν, με το άρθρο 57 του ν. 1591/1986 (Φ. 50), από την εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω ν.δ/τος τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θρησκευτικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία εκπληρούν κοινωφελείς, φιλανθρωπικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, αυτοχρηματοδοτούμενα, πλην, η εξαίρεση αυτή δεν καταλαμβάνει, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης και τα νομικά πρόσωπα της ίδιας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων που την απαρτίζουν.
 
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εφεσίβλητος τέως κληρικός, είναι έγγαμος, χειροτονήθηκε Διάκονος το έτος 1959 και Πρεσβύτερος το έτος 1979, υπηρέτησε δε με την ιδιότητα του Πρεσβύτερου - Εφημέριου αρχικώς στην Ιερά Αρχιεπισκοπή … και από 4.5.1982 μέχρι το Μάρτιο του έτους 1998, σε διάφορους ναούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Ναός Τριών Ιεραρχών …, όπου υπηρέτησε από 4.4.1989 έως 10.10.1996 (δηλαδή, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας), καθώς και ο Ιερός Ναός …, όπου υπηρέτησε από 10.10.96 και μετά (βλ. το …/ΕΞ… /29.10.2001 πιστοποιητικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών). Το Μάρτιο του έτους 1998, μετά την …/16.3.1998 αίτηση του, με την οποία έθετε τον εαυτό στη διάθεση της ανωτέρω Αρχιεπισκοπής, αποχωρώντας αυθημερόν από τη θέση του ως μόνου εφημέριου της Ενορίας … -…, η εν λόγω Αρχιεπισκοπή δήλωσε σε αυτόν, με το …/19.3.1998 έγγραφο του οικείου Πρωτοσύγκελλου (με εντολή του Αρχιεπισκόπου), πως εφόσον εγκατέλειψε τη θέση του, αδιαφορώντας για τις ανειλημμένες λειτουργικές υποχρεώσεις του, παύεται από τη δύναμη της και εντέλλεται να αναζητήσει εφημεριακή θέση σε άλλη Μητρόπολη και να ενημερώσει σχετικά, ώστε να εκδοθεί απολυτήριο γράμμα και να διαβιβαστεί ο υπηρεσιακός του φάκελος. Κατόπιν αυτού, ο εφεσίβλητος, ο οποίος ανήκε στη Γ μισθολογική κατηγορία και στο 12 Μ.Κ του ν. 2470/1997, διαγράφηκε από τις μισθοδοτικές καταστάσεις για την πληρωμή των εφημερίων της δύναμης της εναγόμενης Αρχιεπισκοπής και έπαψε να μισθοδοτείται από 1.4.1998 (βλ. το προαναφερόμενο …/ΕΞ… /2001 έγγραφο). Με την από 30.12.1999 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών στις 26.1 2000, επικαλούμενος μη κανονική απόλυση αυτού και αδικαιολόγητη διακοπή της μισθοδοσίας του, ζήτησε την τοποθέτηση του ως εφημέριου, σε οποιοδήποτε ναό της εν λόγω Αρχιεπισκοπής, ουδέποτε όμως επανατοποθετήθηκε σε τέτοια θέση, τελικώς δε, με την 7/2003 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθαιρέθηκε λόγω αυτογνώμονος αποβολής του ιερατικού του σχήματος. Πριν την απόφαση αυτή, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εκκαλούσας αγωγή, υποστηρίζοντας με αυτήν και το υπόμνημα του, ότι το Μάρτιο του έτους 1998, μετά από διαφωνία που είχε, ως μοναδικός εφημέριος και πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού …, με τα λαϊκά μέλη του Συμβουλίου αυτού, σχετικά με τον οικείο Ταμία, τον οποίο ο ίδιος επεδίωξε να αντικαταστήσει, λόγω σοβαρής ασθένειας αυτού και αδυναμίας του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, διαφωνία που κατέστησε αδύνατη την περαιτέρω συνεργασία
τους, υπέβαλε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών την 666/1998 αίτηση, με την οποία έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της τελευταίας, προκειμένου να τοποθετηθεί ως εφημέριος σε άλλον ναό της δικαιοδοσίας της, ότι υπέβαλε την αίτηση αυτή κατόπιν σχετικής σύστασης του Πρωτοσύγκελλου της εκκαλούσας Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του υπέδειξε μάλιστα, να αποχωρήσει άμεσα από τον ανωτέρω Ι. Ναό, δίνοντάς του την υπόσχεση πως θα τον τοποθετούσε σε άλλον ναό εντός τριημέρου, ότι αντ’ αυτού, του εστάλη στις 19.3.1998, παράνομα και αυθαίρετα, το 693/1998 έγγραφο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με το οποίο παύθηκε από τη δύναμη της και το οποίο, όμως, στερείται κύρους, μεταξύ άλλων, γιατί συντάχθηκε χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται, για την παύση εφημέριου από τη θέση του, στο άρθρο 46 του με αριθμό 2/1969 Κανονισμού, δηλαδή ποινή αργίας ανώτερη του έτους, ανικανότητα προς εκτέλεση των εφημεριακών καθηκόντων λόγω σωματικής ή πνευματικής νόσου, αδικαιολόγητη εγκατάλειψη της θέσης του υπέρ του μήνα κ.λ.π. καθώς και ότι κατόπιν αυτού και ενώ ουδέποτε εκδόθηκε από την Ι. Αρχιεπισκοπή «απολυτήριο γράμμα», ούτε είχε αποβληθεί από τον ίδιο η ιδιότητα του κληρικού, η πρώτη τον διέγραψε παράνομα και αυθαίρετα από τις μισθοδοτικές καταστάσεις των από το Δημόσιο Ταμείο Πληρωμών Αθηνών μισθοδοτουμένων εφημερίων στις 31.3.1998 και ως εκ τούτου, αυτός έπαψε πλέον να μισθοδοτείται από το χρόνο αυτό και μετά, αν και ήταν ικανός από υγειονομικής άποψης να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα (όπως κρίθηκε και με τη 2570/23.9.98 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής Αθηνών, στην οποία είχε παραπεμφθεί προς εξέταση με το 1595/15.7.98 έγγραφο της εκκαλούσας) και είχε πάντοτε τις υπηρεσίες του στη διάθεση αυτής, η οποία όμως, δεν τις αποδεχόταν, παρά τις συνεχείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες του, μεταξύ των οποίων και εκείνη που έγινε με την από 30.12.1999 εξώδικη πρόσκληση. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι, εφόσον από τις ως άνω παράνομες ενέργειες, στερήθηκε τις αποδοχές, τις οποίες θα ελάμβανε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, για το χρονικό διάστημα από 1.4.1998 έως 27.2.2001, οπότε, βαθύτατα πικραμένος από την ανάλγητη στάση της προϊσταμένης του Εκκλησιαστικής Αρχής, απέβαλε αυτογνωμόνως το ιερατικό του σχήμα, δικαιούται να λάβει από την εκκαλούσα, ποσό ίσο με τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.4.1998 έως 28.2.2001, οι οποίες κατά τους υπολογισμούς του, ανέρχονται συνολικώς σε 17.778.616 δραχμές ή 52 174,95 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εκκαλούσας να του καταβάλει ως αποζημίωση, το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τη 12741/2006 προδικαστική απόφαση, με την οποία, αφού απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, κατά το μέρος αυτής που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, έκρινε ότι η παύση του εφεσιβλήτου την 19/3/1998 από τη δύναμη της εκκαλούσας Αρχιεπισκοπής, 3 ημέρες μετά την ανωτέρω 666/16.3.1998 αίτησή του και αποχώρησή του αυθημερόν από την ως άνω θέση του, δεν είναι νόμιμη και ακολούθως δεν είναι νόμιμη η διακοπή της μισθοδοσίας του από 1/4/1998 έως 28/2/2001 και ότι από την παράνομη αυτή ενέργεια των αρμοδίων οργάνων της εκκαλούσας ο εφεσίβλητος υπέστη ζημία, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των συνολικών αποδοχών που θα ελάμβανε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (αν δεν είχε παυθεί παρανόμως) και για την οποία ευθύνεται η εκκαλούσα σε αποζημίωσή του. Με την ίδια προδικαστική απόφαση διατάχθηκε η προσκόμιση στο Δικαστήριο βεβαιώσεως της εκκαλούσας περί των αποδοχών που θα καταβάλλονταν στον εφεσίβλητο κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. 
 
Στη συνέχεια, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι η εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στον εφεσίβλητο εκ της ανωτέρω αιτίας το ποσό των 40.589,45 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, αφού ελήφθη υπόψη το ΕΞ 295/2007 έγγραφο της εκκαλούσας (το οποίο προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο κατόπιν της ανωτέρω προδικαστικής αποφάσεως) κατά το οποίο οι αποδοχές του εφεσιβλήτου κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ανέρχονται συνολικώς στο ποσό των 38.310,46 ευρώ, στο οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε και τα ποσά των 1.866,47 ευρώ ως επίδομα ειδικού λειτουργήματος (από 1/1/2000 έως 28/2/2001), 55,18 ευρώ, ως υπόλοιπο επίδομα εορτών Πάσχα (για 15 ημέρες) κατά το έτος 1998, 110,36 ευρώ, ως υπόλοιπο επίδομα αδείας (για 90 ημέρες) κατά το έτος 1998 και 246,98 ευρώ, ως αναλογία επιδόματος Πάσχα (από 1.1- 28.2.2001), τα οποία δεν είχαν συνυπολογισθεί με το ανωτέρω προσκομισθέν έγγραφο. Ήδη η εκκαλούσα, με την κρινομένη έφεσή της, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αποφάσεως, ως εσφαλμένης, προβάλλοντας ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο εφεσίβλητος απήχε οικειοθελώς εκ των καθηκόντων του και δη πέραν του μηνός και όχι εξαιτίας παρανομίας των οργάνων αυτής, εν συνεχεία δε απέβαλε αυτοβούλως την ιερατική περιβολή του κληρικού, ότι εσφαλμένως το ανωτέρω ποσό κρίθηκε ότι αφορά αποζημίωση του εφεσιβλήτου, ενώ αυτό αποτελεί μισθούς, αφού υπολογίσθηκαν και τα δώρα Χριστουγέννων κ.λ.π. και ότι η εν λόγω αξίωση του εφεσιβλήτου έχει υποπέσει σε διετή παραγραφή, σύμφωνα με τις περί Δημοσίου Λογιστικού διατάξεις, καθόσον το μισθολογικό καθεστώς των εφημερίων διέπεται κατ’ αναλογία από τις περί δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις.
 
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 46, εδ. γ΄ του 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που προαναφέρθηκε, ο εφημέριος παύεται όταν εγκαταλείψει τη θέση του περάν του μηνός και μάλιστα αδικαιολογήτως. Εν προκειμένω όμως ο εφεσίβλητος επαύθη παρανόμως από τη δύναμη της εκκαλούσας την 19/3/1998, καθόσον επαύθη 3 μόνον ημέρες μετά την από 16/3/1998 αίτησή του, με την οποία έθεσε τον εαυτόν του στη διάθεση της εκκαλούσας και αποχώρησε αυθημερόν από την ανωτέρω θέση του. Επομένως αυτός, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διεκόπη και η μισθοδοσία του (από 1/4/1998), εκ της ανωτέρω παράνομης παύσεώς του υπέστη ζημία, η οποία αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών (μεταξύ των οποίων και τα αντίστοιχα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας), τις οποίες θα ελάμβανε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως εφημέριος, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη κατά τα ως άνω παύση του. Ζημία την οποία οφείλει να αποκαταστήσει εν προκειμένω η εκκαλούσα, καταβάλλοντας ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν.Α.Κ. του Α.Κ. που προαναφέρθηκαν, το συνολικό ποσό αποδοχών του εφεσιβλήτου κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένων των αντιθέτων λόγων της εφέσεως, ως αβασίμων. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η εκκαλούσα υπάγεται, όπως προαναφέρθηκε στις διατάξεις του Ν.Δ. 496/74, «Περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.», η ως άνω αξίωση του εφεσιβλήτου, υπαγόμενη στη διάταξη του άρθρου 48 παρ.1 του εν λόγω Ν.Δ. περί πενταετούς παραγραφής, δεν έχει παραγραφεί καθόσον από 1/1/1999 (έναρξη παραγραφής) έως 23/12/2002 (κατάθεση της αγωγής) δεν έχει παρέλθει πενταετία, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του λόγου της εφέσεως περί διετούς παραγραφής της εν λόγω αξιώσεως, ως αβασίμου.
 
Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί η εκκαλούσα από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης (άρθρ. 275 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.). 
 
Δια ταύτα
 
Απορρίπτει την έφεση.
Απαλλάσσει την εκκαλούσα από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2009 και δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.
 
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ - ΚΑΣΤΑΝΗ    ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
 
                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
                                              ΑΡΤΕΜΙΣ ΜΠΑΛΙΝΗ
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.