ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΑΠ 1338/2010
Αριθμός Απόφασης : 1338
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


 

Αριθμός 1338/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, και 2.Χ2, κατοίκων ..., οι οποίοι ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κτιστάκι και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της αναιρεσίβλητης: Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου ... (της Ιεράς Μητροπόλεως ...), που εδρεύει στην ..., νομίμως εκπροσωπουμένης, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αναστάσιος Προυσανίδης.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2002 αγωγή της Ιεράς Μονής και με την από 10-2-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πoλυμελές Πρωτοδικείο ʼρτας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 36/2006 μη οριστική, 33/2008 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-7-2008 αίτησή τους και με τους από 17-12-2009 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 6-1-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μεταβιβάζεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1192 ΑΚ αναφέρονται οι πράξεις που μεταγράφονται, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1198 ίδιου Κώδικα χωρίς μεταγραφή δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος πάνω στο ακίνητο. Εξάλλου, τίτλους εκ του νόμου για τα κτήματα των Ιερών Μονών αποτελούν και τα Διαχωριστικά Διατάγματα της μοναστηριακής περιουσίας, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 14/22-4-1931 και χωρίς να απαιτείται μεταγραφή των εν λόγω Διαχωριστικών Διαταγμάτων, διότι αυτά αποκτούν με τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την απαιτούμενη από τις διατάξεις της μεταγραφής δημοσιότητα. Ειδικότερα, τα διαχωριστικά αυτά διατάγματα συνιστούν ex lege τίτλο κυριότητας υπέρ της αναφερόμενης σ' αυτά Μονής, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, διότι η διαπίστωση της κυριότητας επί της Μονής έγινε αυθεντικά από τον ίδιο το νομοθέτη. Γι' αυτό ισχύουν erga omnes και όχι μόνο απέναντι του Ελληνικού Δημοσίου, δεν αφορούν δε σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας και του Δημοσίου. Έτσι, κατ' εξουσιοδότηση του νομοθέτη κατ' αρχή καταγράφηκε η ανήκουσα σε κάθε Ιερά Μονή ακίνητη περιουσία και στη συνέχεια έγινε ο διαχωρισμός, που αναγκαστικά προϋπέθετε τον προσδιορισμό της ανήκουσας σε κάθε Μονή περιουσίας, δεδομένου ότι η Πολιτεία με τη νομοθετική αυθεντία της διαπίστωσε την προϋπάρχουσα κυριότητα κάθε Μονής, που είχε αποκτηθεί στο παρελθόν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με την διεκδικητική ακινήτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης Ιεράς Μονής και την αναγνωριστική περί κυριότητας του ίδιου ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιόντων, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε κεντρικό σημείο της πόλης της ... στο ΟΤ 153 - Τομέα Β, μεταξύ των οδών ... βρίσκεται το επίδικο ακίνητο οικόπεδο, συνολικού εμβαδού 581,18 τμ κατά τους εφεσίβλητους και 612,13 τμ, όπως εκθέτει η εκκαλούσα Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου .... Μέσα στο επίδικο οικόπεδο υπάρχουν διάφορα παλιά μικρά ισόγεια κτίσματα, λιθόκτιστα και κεραμοσκεπή και ένας κλίβανος. Τα κτίσματα αυτά είναι πλέον εντελώς ερειπωμένα, τα οποία έχουν κτιστεί προ εκατονταετίας και πλέον. Από το έτος 1870 μέχρι και σήμερα ακόμη το επίδικο ακίνητο με τα κτίσματά του κατέχεται από τους δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων Χ1 και Χ2 Ξ και από τον πρώτο τούτων Ξ, ο οποίος ήδη απεβίωσε στις 20-1-2005 και στη δικονομική θέση του υπεισήλθαν οι δύο πρώτοι, οι οποίοι δήλωσαν την εκούσια επανάληψη της δίκης. Πριν από αυτούς κατείχε το επίδικο η Δ1, μητέρα του Ξ και γιαγιά των λοιπών εφεσιβλήτων, η οποία είχε υπεισέλθει στην εν λόγω κατοχή του επιδίκου, παραλαμβάνοντας αυτό από τη μητέρα της Δ1, γιαγιά του πρώτου και προγιαγιά των λοιπών εφεσιβλήτων. Επί του ακινήτου αυτού οι παραπάνω άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εφεσιβλήτων, διακατέχοντας το επίδικο από το έτος 1870 και ύστερα, δηλαδή και μετά την απελευθέρωση της ... από τον τουρκικό ζυγό το έτος 1882, ασκούσαν όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του και συγκεκριμένα κατοικούσαν στα παλαιά κτίσματα με τις οικογένειές τους, προέβαιναν στην ανακατασκευή των υπαρχόντων κτισμάτων και στην επισκευή τους όταν αυτό απαιτούνταν, καλλιεργούσαν την υπόλοιπη έκταση με οπωροκηπευτικά προϊόντα, καπνά και φύτευαν οπωροφόρα δένδρα, μουσμουλιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, αχλαδιές κλπ. ΗΔ2 εγκατέστησε και λειτούργησε υποτυπώδη σχολή υφαντικής τέχνης για πολλά χρόνια, ενώ τμήμα παλαιού κτίσματος μετέτρεψαν και λειτουργούσε επί σειρά ετών ως επαγγελματικός φούρνος, μισθώνοντας αυτόν σε τρίτο πρόσωπο ονόματι .... Όλες αυτές τις διακατοχικές πράξεις που ασκούσαν στο επίδικο οι εφεσίβλητοι και άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί τους, δεν τις ασκούσαν με διάνοια κυρίου, αφού κατείχαν το επίδικο ως μισθωτές της εκκαλούσας Ιεράς Μονής. Τούτο αποδεικνύεται από τα εξής στοιχεία : α) Από την κατάθεση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων ..., ο οποίος καταθέτει στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης ότι τα κτίσματα του επιδίκου διέφεραν κατά πολύ από τα άλλα κτίσματα της περιοχής, ήταν ξεχωριστά και δεν ήταν σαν αυτά τα κτίρια που έκτιζε ένας μέσος άνθρωπος επί τουρκοκρατίας. Συνεχίζοντας την ίδια κατάθεση του ο μάρτυρας αυτός καταθέτει κατά λέξη : "...Είχε κάτι ιδιάζον αυτό το σπίτι, δεν είχε καμιά σχέση με τα δικά μας χαμόσπιτα εκείνη την εποχή. Αυτό είχε χοντρούς και ψηλούς τοίχους με προεκτάσεις ...". Η κατάθεση αυτή, σε συνδυασμό και προς τις φωτογραφίες που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα Ιερά Μονή και τις οποίες δεν αμφισβήτησαν ως προς την γνησιότητά τους οι εφεσίβλητοι, αποδεικνύει τουλάχιστον ότι δεν ανήκε σε ιδιώτες, αφού ο επίδικος χώρος ήταν περιμαντρωμένος από τα χρόνια της τουρκοκρατίας με ψηλό μαντρότοιχο, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για ιδιοκτησία ιδιώτη κατά την εποχή εκείνη, β) Από μια σειρά πρωτοκόλλων παράδοσης-παραλαβής της περιουσίας της εκκαλούσας Ιεράς Μονής κατά την ανάληψη καθηκόντων νέου Ηγουμένου της Μονής, στα οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο με τα κτίσματά του ως περιουσία της εκκαλούσας, αναγράφοντας στον κατάλογο κτημάτων και περιγράφοντας τούτο με την στερεότυπη φράση με ελαφρά παραλλαγή των λέξεων και αύξοντα αριθμό κατά τον εξής τρόπο : " 7) Εντός της πόλεως ... μίαν οικίαν εκ τριών δωματίων, εν περίβολον μικρόν και είς φούρνος". Η αναφερόμενη περιγραφή του επιδίκου γίνεται συγκεκριμένα στα πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής με τους αριθμούς ... πρωτόκολλο και στο .... Από τα αναφερόμενα πρωτόκολλα αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα Ιερά Μονή θεωρούσε και συγκατέλεγε το επίδικο μεταξύ των ακινήτων της ιδιοκτησίας της, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα των ετών 1908 - 1929, γ) Από τον ... Έλεγχο από το Διοικητικό Συμβούλιο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου του προϋπολογισμού της Ιεράς Μονής ...), η οποία αποτελεί υπό νομοκανονική εξάρτηση ίδιο ... της εκκαλούσας, όπως και η Ιερά Μονή ..., στον οποίο (έλεγχο προϋπολογισμού) μνημονεύεται εκμίσθωση του επιδίκου με το εκεί αναφερόμενο μίσθωμα 1.800 δρχ., δ) στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, φύλλο 312 έτους 1933 δημοσιεύεται στις 16 Οκτωβρίου 1933 Διάταγμα "Περί διαχωρισμού της ακινήτου περιουσίας της Ιεράς Μονής ...)". Ως περιουσία της εκκαλούσας Ιεράς Μονής ... στο εν λόγω Διαχωριστικό Διάταγμα και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο του ..., αναφέρεται το επίδικο ως οικία μετά κλιβάνου που βρίσκεται στην πόλη της ..., έχει έκταση ένα περίπου στρέμμα και ετήσια πρόσοδο (μίσθωμα) το ποσό των 4.000 δρχ. Από τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία της παρούσας απόφασης (γ και δ) αποδεικνύεται ότι το επίδικο που κατέχονταν από τους εφεσιβλήτους την εποχή εκείνη (1908 - 1933), αποτελούσε για τους τελευταίους μίσθιο, για το οποίο κατέβαλαν διάφορα κατά καιρούς ποσά μισθωμάτων προς την εκκαλούσα Ιερά Μονή και ε) Παρότι κατά τα χρόνια που ακολούθησαν με τα ιστορικά για τη Χώρα μας γεγονότα του Β' παγκοσμίου πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, η εκκαλούσα Ιερά Μονή, καθώς και άλλα Μοναστήρια της ευρύτερης περιοχής, καταστράφηκαν και επήλθε ως εκ τούτου σε μεγάλο βαθμό αποδιοργάνωσή τους, με συνέπεια την εγκατάλειψη των περιουσιών τους από την ουσιαστική έλλειψη δυνατότητας ελέγχου και εποπτείας της ακίνητης περιουσίας τους, παραταύτα οι εφεσίβλητοι, παρόλο ότι έπαψαν να καταβάλουν οποιοδήποτε μίσθωμα στην εκκαλούσα Ιερά Μονή, αφού κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται, εντούτοις για χρονικό διάστημα μισού και πλέον αιώνα σε καμιά αξιοποίηση του επιδίκου δεν προέβησαν, ενώ πρόκειται για εκμεταλλεύσιμο ακίνητο, εν σχέσει με την καλή του θέση στην πόλη της .... Αντίθετα η Ιερά Μονή ενδιαφέρονταν κατά καιρούς για την επίδικη περιουσία της, όπως αποδεικνύεται από το ... έγγραφο της Δ/νσης Γεωργίας ..., με το οποίο παρέχονται πληροφορίες μετά από αυτοψία που διενήργησε γεωπόνος της εν λόγω υπηρεσίας προς την Ιερά Μητρόπολη ..., αναφορικά με το επίδικο, όπου αναφέρεται ότι τούτο κατέχεται από τεσσαρακονταετίας και πλέον από την άμεση δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων Δ1. Το ίδιο ενδιαφέρον της εκκαλούσας για το επίδικο αναφέρει στην κατάθεσή του στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά και ο μάρτυρας της εκκαλούσας ..., ιερέας, τον οποίο απέστειλε προ τριακονταετίας περίπου ο Επίσκοπος ..., προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση του επιδίκου. Κατά συνέπεια, συνεχίζει το Εφετείο, καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εφεσιβλήτων δεν κατείχαν το επίδικο με τα κτίσματά του με διάνοια κυρίου, αλλά ως μισθωτές τούτου, ασκώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις ως μισθωτές, ήτοι για λογαριασμό της εκμισθώτριας εκκαλούσας Ιεράς Μονής. Τα προαναφερόμενα έγγραφα αναιρούν την κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα των εφεσιβλήτων, καθώς και τις ένορκες βεβαιώσεις που προαναφέρθηκαν, στις οποίες κατατίθεται και βεβαιώνεται αντίστοιχα ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους κατέβαλαν οποιοδήποτε μίσθωμα προς την εκκαλούσα Ιερά Μονή. Ύστερα από τα παραπάνω και ασκώντας τη φυσική εξουσία του επίδικου ακινήτου οι δικαιοπάροχοι των εφεσιβλήτων από την απελευθέρωση της ... το 1882 και μέχρι τη συμπλήρωση τριακονταετίας το έτος 1912 για λογαριασμό της εκκαλούσας Ιεράς Μονής και όχι με διάνοια κυρίου, ούτε με καλή πίστη, εφόσον γνώριζαν ότι διακατέχουν στο όνομα και για λογαριασμό της εκμισθώτριας Ιεράς Μονής, δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με τους όρους του β.ρ.δ. που επέτρεπε την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Πράγματι, έγινε κυρία του επιδίκου ακινήτου η εκκαλούσα Ιερά Μονή, ασκώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις, με διάνοια κυρίου, δια των μισθωτών της, δηλαδή δια των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων των εφεσίβλητων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ήτοι από το έτος 1882 και ύστερα και με καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση ότι νέμεται δικό της πράγμα, χωρίς βαριά αμέλεια. Έτσι, απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, σύμφωνα με τις διατάξεις του βρδ, των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1, Β (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στην περιοχή της ... και της ... από την απελευθέρωσή τους, δηλαδή από το έτος 1882, αφού έκτοτε ήταν επιτρεπτή η απόκτηση από ιδιώτη, και συνεπώς και από το νομικό πρόσωπο της Μονής, κυριότητας σε ακίνητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Συνεχίζει δε το Εφετείο, ότι και η διακατοχή για τα επόμενα έτη από το 1933 μέχρι και σήμερα από τους εφεσιβλήτους-ενάγοντες, κανένα δικαίωμα κυριότητας δεν προσέδωσε σ' αυτούς, αφού τα κτήματα που ανήκαν στις Ιερές Μονές, όπως είναι και η εκκαλούσα-εναγόμενη Ιερά Μονή ..., δεν ήταν δεκτικά χρησικτησίας από τρίτους. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι η εκκαλούσα Ιερά Μονή έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, ασκώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου διά των μισθωτών της, δηλαδή διά των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων των εφεσιβλήτων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ήτοι από το έτος 1882 και ύστερα και με καλή πίστη έχοντας πεποίθηση ότι νέμεται δικό της πράγμα χωρίς βαριά αμέλεια και ότι τις διακατοχικές πράξεις που ασκούσαν στο επίδικο οι εφεσίβλητοι και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί τους δεν τις ασκούσαν με διάνοια κυρίου, αλλά κατείχαν το επίδικο ως μισθωτές της εκκαλούσας Ιεράς Μονής. Κατόπιν τούτου εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και αφού απέρριψε την αναγνωριστική περί κυριότητας αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, δέχτηκε την διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης Ιεράς Μονής κατά την επικουρική της βάση, αναγνώρισε την τελευταία κυρία του επιδίκου και διέταξε την απόδοσή του από τους αναιρείοντες, η οποία επικουρική βάση στηρίζεται στον ex lege τίτλο κυριότητας της Ιεράς Μονής του προαναφερόμενου Διαχωριστικού Διατάγματος της 16ης Οκτωβρίου 1933, φύλλο 312 της Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 14/22-4-1933, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη νομική σκέψη, το προαναφερόμενο διαχωριστικό διάταγμα, είναι νόμιμος τίτλος που ισχύει έναντι όλων και του οποίου η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καλύπτει την απαιτούμενη δημοσιότητα, χωρίς έτσι να είναι αναγκαία η μεταγραφή του τίτλου αυτού. Επομένως, οι συναφείς πρώτος λόγος της κύριας αναίρεσης και μοναδικός πρόσθετος λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22 Απριλίου/16 Μαϊου 1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π.", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 του ΕισΝΚΠολΔ, ρητώς ορίζεται ότι "τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών, εις ουδεμίαν υπόκεινται εις το μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη παραγραφή ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν κέκτηται αν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους...". Επίσης, στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 "περί προστασίας των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί ακινήτων" ορίζεται ότι οι περί ακινήτων εμπράγματες αξιώσεις του Δημοσίου είναι απαράγραπτες, κατά δε το άρθρο 17 παρ.3 του ν.δ.3432/1955 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ο.Δ.Δ.Ε.Π. νομοθεσίας", εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των ιερών μονών η διάταξη της παραραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 4944/1931, κατά την οποία το Ταμείο του Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει τη νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσεως της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο και τέλος, κατά το άρθρο 62 παρ. 4 του ν. 580/1977 "περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" , όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα ακίνητα που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων είναι και οι Μονές. Εξάλλου, η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων, καθώς και του χρόνου της χρησικτησίας, ανεστάλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, μέχρι του έτους 1930 και η αναστολή αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις Κωδ. 1.2.23, Ν. 111, Β. 5-2-14 του προϊσχύσαντος β.ρ.δ, σύμφωνα με τις οι οποίες, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του άρθρου 51 ΕισΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα παραγωγικά γεγονότα για την απόκτησή της έγιναν όσο αυτές ίσχυαν, προκύπτει, ότι για να θεμελιωθεί δικαίωμα χρησικτησίας σε μοναστηριακά ακίνητα χρειαζόταν αρχικά παρέλευση 100 ετών, μεταγενέστερα δε ο χρόνος ορίστηκε σε 40 έτη και ακολούθως, με το άρθρο 1 ν. ΓΧΞ/1910 σε 30 έτη. Λόγω της διαχρονικής αρχής, κατά την οποία εάν με νεότερο νόμο ορισθεί βραχύτερος χρόνος παραγραφής και χρησικτησίας, εφόσον ο υπολειπόμενος κατά τον παλαιότερο νόμο χρόνος είναι βραχύτερος από το χρόνο που προβλέπει ο νεότερος, εφαρμόζεται ο παλαιότερος νόμος, έπεται ότι για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε μοναστηριακό ακίνητο, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, χρόνος νομής 40 ετών, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της χρησικτησίας, ενώ από 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα των μονών και συνεπώς δεν είναι έκτοτε δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του βρδ, των νόμων 8 παρ.1 Κώδ. (7.39), 9 παρ.1, Β (50.14), 2 παρ.20 Πανδ.(41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στην περιοχή της ... και της ...την απελευθέρωσή τους, δηλαδή από το έτος 1882, έκτοτε ήταν επιτρεπτή η απόκτηση από ιδιώτη και συνεπώς και από το νομικό πρόσωπο της Μονής, κυριότητας σε ακίνητα, ακόμη και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο και αν ήταν δάση. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, η οποία, όμως έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της παραγραφής και της χρησικτησίας, από δε τις 16-5-1926 τα ακίνητα του Δημοσίου έγιναν, σύμφωνα με τις προεκτιθέμενες διατάξεις των άρθρων 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 και 4 του α.ν. 1539/1938, ανεπίδεκτα χρησικτησίας (Ολ.ΑΠ 85/1987, ΑΠ 1799/2006). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της κύριας αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες ότι το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, με το να δεχτεί <<ότι η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή δεν κατέστη κατά οποιοδήποτε τρόπο κυρία του επίδικου ακινήτου κατά το κρίσιμο διάστημα 1882-1933, ενώ στη συνέχεια συνάγει ότι το ίδιο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας εκ μέρους αυτών (αναιρεσειόντων) από τις 16-5-1926 και επέκεινα, διότι πρόκειται για μοναστηριακό (δημόσιο) ακίνητο, ανήκον στην αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή>>. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής και ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει, από την απόφασή του το περιεχόμενο της οποίας αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, δεν δέχτηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν κατέστη κυρία του επιδίκου κατά το διάστημα από 1882-1933, αλλ' αντιθέτως, εξετάζοντας την ουσιαστική βασιμότητα της αναγνωριστικής αγωγής των αναιρεσειόντων, δέχτηκε ότι η αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου και με έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθείσα τούτο από το έτος 1882 και ύστερα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ενώ παράλληλα δέχτηκε ότι οι αναιρεσείοντες και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί τους κατείχαν το επίδικο όχι με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, αλλά κατείχαν το επίδικο ως μισθωτές της αναιρεσίβλητης.

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο ( Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 194/2005). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της κύριας αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του με επίκληση προσκομισθέντος από την αναιρεσίβλητη εγγράφου, ήτοι του Διαχωριστικού Διατάγματος που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος, φύλλο 312, έτος 1933 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, <<ταυτίζοντας το περιγραφόμενο σ' αυτό ακίνητο με το επίδικο, ενώ πρόκειται για δύο διαφορετικά ακίνητα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η παραδοχή του Εφετείου, ότι το περιγραφόμενο ακίνητο στο Διαχωριστικό Διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στις 16 Οκτωβρίου 1933 στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, φύλλο 312 είναι το επίδικο ακίνητο, δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου του ανωτέρω εγγράφου, η οποία, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά (ΑΠ 1038/2008). Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο της κύριας αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια ότι δέχτηκε τον αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης ότι το περιγραφόμενο στο ως άνω Διαχωριστικό Διάταγμα ακίνητο ταυτίζεται με το επίδικο, χωρίς απόδειξη. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, εκτιμώντας τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα). Επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστoύν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-7-2008 αίτηση και τους από 17-12-2009 πρόσθετους λόγους των 1) Χ1και 2) Χ2 για αναίρεση της 33/2008 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Iουνίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.