ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 1912/2009
Αριθμός Απόφασης : 1912
'Ετος : 2009
Δικαστήριο : Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης


Αριθμός απόφασης 1912/2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(Ειδική διαδικασία)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Παρασκευή Φωστηρίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη γραμματέα Μαρία Γιαννή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18-7-2008, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης 23439/2008 αίτηση, με αντικείμενο την αναγνώριση δικαιούχων αποζημίωσης λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 4-6-2008, η συζήτηση της οποίας, αφού κηρύχθηκε κατεπείγουσα με την από 4-6-2008 πράξη, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο, μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «Φιλόπτωχος Αδελφότης ***», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με έδρα στη Θεσσαλονίκη, οδός ***, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου *** (ΑΜ ΔΣΘ ***), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Δήμου *** Νομού Θεσσαλονίκης, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο αυτού, που κατοικοεδρεύει στον *** Θεσσαλονίκης, στην οδό ***, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου *** (ΑΜ ΔΣΘ ***), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

 

 

 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 3 του «περί γαιών» οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), που διατηρήθηκε σε ισχύ στις Νέες Χώρες με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 147/1914, οι χειμερινές και θερινές βοσκές ανήκουν στην κατηγορία των δημόσιων γαιών, η δε κυριότητά τους ανήκει στο δημόσιο (βλ. Κων. Παπαδόπουλο, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», εκδ. 1989, σελ. 560). Η παραχώρησή τους σε ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση τίτλου (ταπίου), το οποίο όμως προσπορίζει σε αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσίασης. Το δικαίωμα αυτό αναγνώρισε και το υπ
αριθμ. 2468/20.5.1917 διάταγμα της προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης, η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Επικράτεια με το νόμο 1072/1917 και, αργότερα, αποτέλεσε μέρος του αγροτικού νόμου 2052/1920. Σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα, από της ισχύος αυτού επήλθε αυτοδίκαιη και χωρίς όρους ή προϋποθέσεις μετατροπή του πρώην δικαιώματος εξουσίασης σε συγκυριότητα των 4/5, ενώ το άλλο 1/5 της εξ αδιαιρέτου κυριότητας του ακινήτου παρέμενε στο δημόσιο. Τέλος, δυνάμει των άρθρων 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4229/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17-19 του ν. 1540/1938, το κατά το 1/5 δικαίωμα συγκυριότητας του δημοσίου επί των ως άνω πρώην δημόσιων γαιών περιήλθε αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών, στους κατά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στις καλούμενες Νέες Χώρες, στις οποίες ανήκει η Μακεδονία, η κτήση κυριότητας ακινήτου της κατηγορίας των δημόσιων γαιών προϋποθέτει την ύπαρξη οθωμανικού τίτλου δικαιώματος εξουσίασης (ταπί) και τη διαδοχική εκ του νόμου μετατροπή αυτού σε δικαίωμα συγκυριότητας των 4/5 και, στη συνέχεια, πλήρους κυριότητας. Περαιτέρω, κτήση δικαιώματος εξουσίασης μπορούσε κατ' εξαίρεση να αποκτηθεί και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του αυτού ως άνω περί γαιών νόμου, σύμφωνα με το οποίο «εάν τις εξουσιάση (καταλάβει) και καλλιεργήση δημόσιας γαίας και αφιερωμένας, επί δέκα έτη άνευ αμφισβητήσεως, αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως, είτε έχει ανά χείρας έγκυρον τίτλον, είτε στερήται παντάπασι τούτου, οπότε οι γαίαι αύται δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδοται αυτώ νέος τίτλος δωρεάν». Από τις διατάξεις όμως αυτές, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 3, 8, 9, 24, 30, 61 και 71 του ιδίου ως άνω νόμου, 1 και 13 του νόμου περί ταπίων, την από 28 Σεφέρ 1304 εγκύκλιο του τουρκικού υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 2 των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1293, συνάγεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 78 έχουν εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων δημόσιων γαιών, για την απόκτηση δε δικαιώματος εγκαταστάσεως σε αυτές δεν αρκεί μόνη η απλή και χωρίς αμφισβήτηση επί δεκαετία εξουσίασή τους, αλλά απαιτείται συνάμα και η καλλιέργεια αυτών (ΑΠ 1122/2008, ΑΠ 787/2001 δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επί βοσκοτόπων, επί των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει καλλιέργεια και οι οποίοι εξουσιάζονται μόνο δυνάμει ταπίου (ΟλΑΠ 411/1963, ΑΠ 787/2001, ό.π.). Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού ΑΚ, δεν αναγνωρίζεται από αυτόν ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσης κυριότητας, τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες (ΑΠ 1122/2008, ό.π., ΕΛαρ 845/2003 ΕλλΔνη 2004. 917). Επομένως, δεν υπολογίζεται ο χρόνος που διέδραμε υπό το κράτος της τουρκικής νομοθεσίας για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, είτε τακτική, είτε έκτακτη, αφού ο θεσμός αυτός άρχισε να ισχύει στις νέες χώρες από το έτος 1914 και εφεξής, αφότου επεκτάθηκε σε αυτές η ελληνική νομοθεσία (άρθρα 1 και 2 του ν. 147/1914).

Το αιτούν, με την κρινόμενη αίτησή του, αφού εκθέτει ότι είναι κύριος εδαφικής έκτασης εμβαδού 29.559,18 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου  ***, Νομού Θεσσαλονίκης, ζητεί να αναγνωρισθεί δικαιούχος της αποζημίωσης που αφορά τα περιγραφόμενα στην αίτηση τμήματα της έκτασης αυτής, τα οποία απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας για τη διαπλάτυνση της οδού ***, κατ’ εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Δήμου ***, Νομού Θεσσαλονίκης, που εγκρίθηκε με το Π.Δ. της από 9-2-1973/ΦΕΚ 54/Δ/26.2.1973 και τροποποιήθηκε με το Π.Δ. της από 18-5-1989/ΦΕΚ 120/Δ’/16.6.1989 και με την ΔΠ/ΠΜ/20137/413/25.5.1993 απόφαση του Νομάρχου Θεσσαλονίκης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 660/Δ/14.6.1993, εκδόθηκε δε η με αριθμό 7068/18.9.1998 πράξη αναλογισμού υποχρεώσεων του τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, η οποία διορθώθηκε μερικώς στις 6-5-1999 και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18442/6.5.1999 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, την υποχρέωση προς καταβολή της οποίας ανέλαβε ο καθού η αίτηση, Δήμος  ***, με την υπ’ αριθμ. 451/22.2.2006 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης,
***. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί ο καθού η αίτηση στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε κατεπείγουσα με την από 4-6-2008 πράξη του Δικαστή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (άρθρο 27 παρ. 1β ΚωδΟργΔικ, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 1756/1988), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρ. 26 §2 του Κ.Α.Α.Α.) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των διατάξεων του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2882/2001 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2985/2002 και 31 του ν. 3130/2003. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 26 §§7 και 8 του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι προσκομίζεται το με αριθμ. πρωτ/λου 4318/Φ 7136/2008 έγγραφο, που εξέδωσε ο Προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, που αφορά το θέμα της προβολής ή μη δικαιωμάτων του Δημοσίου στα απαλλοτριωθέντα εδαφικά τμήματα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, *** του ***, που εξετάστηκε με επιμέλεια του αιτούντος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν, ακόμα και αν μερικά από αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρ. 19 §9 εδ. α΄ Κ.Α.Α.Α.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Δήμου ***, που εγκρίθηκε με το Π.Δ. της από 9-2-1973/ΦΕΚ 54/Δ/26.2.1973 και τροποποιήθηκε με το Π.Δ. της από 18-5-1989/ΦΕΚ 120/Δ/16.6.1989 και με την ΔΠ/ΠΜ/20137/413/25.5.1993 απόφαση του Νομάρχου Θεσσαλονίκης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 660/Δ/14.6.1993, απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας, για τη διαπλάτυνση της Λεωφόρου ***, μεταξύ άλλων και εδαφικές εκτάσεις της με α/α κτηματολογικού πίνακα 1 ιδιοκτησίας, με φερόμενο ιδιοκτήτη στον κτηματολογικό πίνακα το αιτούν, εκδόθηκε δε η με αριθμό 7068/18.9.1998 πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως οικοπέδων του τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, η οποία διορθώθηκε μερικώς στις 6-5-1999 και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18442/6.5.1999 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης. Με βάση την ως άνω Πράξη Αναλογισμού, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18842/1999 απόφαση, οι υποχρεώσεις τρίτων ιδιοκτησιών για την καταβολή αποζημίωσης για απαλλοτριωθέντα τμήματα της με α/κ 1 ιδιοκτησίας, καθορίσθηκαν ως εξής: α) η με α/κ 3 ιδιοκτησία, για 45 τ.μ. του με περιμετρικά στοιχεία 7-8-9-10-I-Κ-Λ-Μ-7 τμήματος, εμβαδού 369,70 τετραγωνικών μέτρων, β) η με α/κ 4 ιδιοκτησία για 59,4 τ.μ. του ιδίου ως άνω τμήματος, γ) η με α/κ 5 ιδιοκτησία για 22,5 τ.μ. του ιδίου ως άνω τμήματος, δ) η με α/κ 6 ιδιοκτησία για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 10- 11-12-20-Ι-10 τμήματος, εμβαδού 31,7 τ.μ., δηλαδή, για 15,85 τετραγωνικά μέτρα, ε) η με α/κ 7 ιδιοκτησία για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 12-13- 19-20-12 τμήματος, εμβαδού 36,9 τ.μ., δηλαδή, για 18,45 τ.μ., στ) η με α/κ 8 ιδιοκτησία για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 13-13-19-13 τμήματος, εμβαδού 4,60 τ.μ., δηλαδή, για 2,30 τ.μ., ζ) η με α/κ 11 ιδιοκτησία για 45 τ.μ. του με περιμετρικά στοιχεία 7-8-9-10-Ι-Κ-Λ-Μ-7 τμήματος, εμβαδού 369,70 τ.μ., η) η με α/κ 12 ιδιοκτησία για 40 τ.μ. του ιδίου ως άνω τμήματος, θ) η με α/κ 13 ιδιοκτησία για 26,7 τ.μ. του ιδίου ως άνω τμήματος και για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 6-7-21-22-6 τμήματος, εμβαδού 6,5 τ.μ., δηλαδή, για 3,25 τ.μ., ι) η με α/κ 14 για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 3-4-5-6-22-23-3 τμήματος, εμβαδού 47,3 τ.μ., δηλαδή, για 23,65 τ.μ., και ια) η με α/κ 15 ιδιοκτησία για το ½ του με περιμετρικά στοιχεία 1- 2-3-23-24-1 τμήματος, εμβαδού 48,3 τ.μ., δηλαδή, για 24,15 τ.μ.. Συνολικά, λοιπόν, οι ιδιοκτησίες που προαναφέρθηκαν υποχρεούνταν να καταβάλουν αποζημίωση στη με α/κ 1 ιδιοκτησία, για 326,25 τ.μ. απαλλοτριωθείσας έκτασης. Τα παραπάνω εδαφικά τμήματα, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ/λου 4318/Φ 7136/15.7.2008 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του αιτούντος, δεν εμπίπτουν σε καταγεγραμμένο στα κτηματολόγια της ως άνω Υπηρεσίας, μέχρι την ημέρα εκείνη, δημόσιο ή ανταλλάξιμο κτήμα. Επειδή, όμως, οι τίτλοι ιδιοκτησίας που προσκομίσθηκαν από το αιτούν «δεν ανάγονταν σε αρχικό τίτλο ιδιοκτησίας», η Κτηματική Υπηρεσία, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του ν. 1473/1984, αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να χορηγήσει βεβαίωση περί μη προβολής δικαιωμάτων του Δημοσίου, το οποίο επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων του πάνω στα οικοπεδικά αυτά τμήματα. Όμοιο περιεχόμενο έχει και το με αριθμ. πρωτ/λου 6732/Φ 6935/5.12.2006 προγενέστερο έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας. Επισημαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 32 §1 του ν. 1473/1984, η οποία ορίζει ότι σε όλες τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις αστικών ή αγροτικών ακινήτων αν από τα βιβλία και στοιχεία που τηρεί ο οικονομικός έφορος δεν προκύπτουν δικαιώματα του Δημοσίου και οι τίτλοι που προσκομίζουν κατά την κτηματογράφηση ή που υποβάλλονται στον οικονομικό έφορο ανάγονται σε 40 χρόνια πριν τη δημοσίευση της απόφασης περί απαλλοτρίωσης και εφαρμόζονται ή εντοπίζονται στα απαλλοτριούμενα ακίνητα, χορηγούνται πιστοποιητικά μη προβολής δικαιωμάτων του Δημοσίου και η οποία μνημονεύεται στα ως άνω έγγραφα, αναφέρεται μόνο στη δυνατότητα ή μη χορήγησης πιστοποιητικού προβολής δικαιωμάτων του Δημοσίου και δεν έχει την έννοια ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, θεμελιώνεται άνευ άλλου δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου. Ο καθού η αίτηση, Δήμος ***, με την υπ’ αριθμό 451/22.2.2006 πράξη καταβολής αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας, του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Κ., που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, νομίμων εκπροσωπούμενων, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στο αιτούν, το ποσό των 60.000 ευρώ, ως αποζημίωση για τις ρυμοτομούμενες εκτάσεις της με α/κ 1 ιδιοκτησίας, σε έξι μηνιαίες δόσεις, καταβλητέες στις 15-3-2006, 15-4-2006, 15-5-2006, 15-6-2006, 15-7-2006 και 15-8-2006. Οι ρυμοτομούμενες αυτές εκτάσεις αποτελούν τμήματα ενός ακινήτου, εμβαδού 29.559,18 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Αγίου Παύλου και συνορεύει, κατά την περιγραφή της με αριθμό 451/2006 πράξης, με την οικιστική ενότητα του ***, νότια, με χώρο σχολείου και την οικιστική ενότητα της ***, δυτικά, με *** και Νοσοκομείο «***» και ανατολικά, με Ιερό Ναό *** και το ***. Το ακίνητο αυτό, είχε αρχικό εμβαδόν 40.401,50 τ.μ. και, μετά από τις μεταβιβάσεις δύο τμημάτων αυτού, εμβαδού 4.296,45 τ.μ. και 3.811,28 τ.μ. και την απαλλοτρίωση έκτασης εμβαδού 2.657,36 τ.μ. περίπου, για την κατασκευή δίδυμων υδατοδεξαμενών υπέρ του Ο.Υ.Θ (ήδη Ε.Υ.Α.Θ.), διαμορφώθηκε στην έκταση που αναφέρθηκε. Με βάση τα όσα το αιτούν δήλωσε κατά την υπογραφή της με αριθμό 451/2006 πράξης, το αρχικό ακίνητο περιήλθε σε αυτό με μεταβίβαση λόγω δωρεάς, δυνάμει της με αριθμ. 4446/1931 πράξης δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Ρ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο ΟΑ, με αριθμό 111, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 4472/1931 πράξη αποδοχής της δωρεάς αυτής, του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε, επίσης, στα πιο πάνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο ΟΑ, με αριθμό 112. Όπως, όμως, προκύπτει από την ανάγνωση της με αριθμό 4446/1931 πράξης, με τη δωρεά μεταβιβάσθηκε στο αιτούν ποσοστό 11/24 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενου εκεί ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση Ακτσέ Κιολάν, έχει εμβαδόν 2.900 στρέμματα παλαιά και είναι πρώην βοσκότοπος και ήδη γήπεδο. Κατά τα μνημονευόμενα δε στην πράξη δωρεάς τα ιδανικά μερίδια των δωρητών, Β. Κ. (52/120) και Ε. συζύγου Β. Κ. (3/120), περιήλθαν στο μεν πρώτο από αυτούς με τα υπ' αριθμ. 917/1928, 2960/1930 και 3030/1930 πωλητήρια συμβόλαια του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ***, νόμιμα μεταγραμμένα, στη δε δεύτερη με το υπ’ αριθμ. 25413/1927 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β. Κ., επίσης, νόμιμα μεταγραμμένο. Από τα αναγραφόμενα στα προγενέστερα ως άνω συμβόλαια, τα οποία αφορούν πωλήσεις ιδανικών μεριδίων δύο χειμερίων βοσκών, στις θέσεις Τσεπίλε Κιολά και Ακτσέ Κιολά, που οι συμβληθέντες ως πωλητές ή οι απώτεροι ή απώτατοι δικαιοπάροχοί τους εξουσίαζαν δυνάμει ταπίων, επιβεβαιώνεται ότι το ακίνητο στη θέση Ακτσέ Κιολά αποτελούσε βοσκή και, άρα, δημόσια γαία και δεν ανήκε στην κατηγορία των νεκρών γαιών (μεβάτ), όπως κατά το άρθρο 6 του «περί γαιών» Οθωμανικού Νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), ονομάζονταν οι μη ευρισκόμενες υπό την εξουσία κάποιου ή οι μη εγκατελειφθείσες στους κατοίκους, οι κείμενες μακράν των κωμών και χωρίων, σε απόσταση ώστε να μην ακούγεται φωνή μεγαλοφώνου, δηλαδή οι απέχουσες των κατοικούμενων τόπων κατά ένα και ήμισυ μίλι ως έγγιστα, δηλαδή ημισεία ώρα (βλ. και 1271 Οθωμανικού ΑΚ), όπως το αιτούν υποστηρίζει με την προσθήκη των προτάσεών του. Το καθού η αίτηση δεν αρνείται ότι το ακίνητο που η πράξη δωρεάς αφορά ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στη με αριθμό 451/2006 πράξη (άρθρ. 261 ΚΠολΔ), ούτε αμφισβητεί ότι με τη μεταγραφή αυτής και της δήλωσης αποδοχής επήλθε η μεταβίβαση του δωρηθέντος ιδανικού μεριδίου (βλ. και τη 2η σελ. της με αριθμ. πρωτ/λου 763/2008 γνωμάτευσης που προσκομίζει). Συνεπώς, με τη μεταγραφή της πράξης δωρεάς και της αποδοχής αυτής, το αιτούν κατέστη συγκύριο του όλου ακινήτου, κατά ποσοστό 11/24 εξ αδιαιρέτου, όχι, όμως, αποκλειστικός κύριος αυτού, όπως στη με αριθμ. 451/2006 πράξη αναγράφεται. Περαιτέρω, με την υπό κρίση αίτησή του, το αιτούν, προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας και στο υπόλοιπο ιδανικό μερίδιο του πιο πάνω ακινήτου, επικαλείται, καταρχήν, τη με αριθμό 8503/22.3.1980 πράξη συναινέσεως τυπικής τακτοποίησης δικαιώματος κυριότητας κατά τις διατάξεις του ν. 3800/57 (άρθρον 7), που συντάχθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτού, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σ. Γ. και μεταγράφηκε στα πιο πάνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο 1144, με αριθμό 21, με την οποία δηλώνεται ότι «… δια την ως άνω εδαφικήν έκτασιν του υφιστάμενου και σήμερον εις αδιάλειπτον συνέχειαν προσφοράς υπηρεσιών ως άνω Ιερού Ναού της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, γνωστού με την επωνυμία «ΑΓΙΑΣΜΑ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ***» κείμενου ενταύθα και μη αποτελούντος από της ιδρύσεώς του υπό της εν λόγω ιδρύτριας και ιδιοκτήτριας των Φιλοπτώχου Αδελφότητος και μέχρι σήμερον ενοριακόν Ναόν, ούτω δε τελούσαν υπό την νομήν και κατοχήν αυτής από της απελευθερώσεως του Ελληνικού Κράτους και δια την οποίαν δεν υφίσταται έγγραφος νόμιμος τίτλος της μεταβιβάσεως ταύτης λόγω αδυναμίας κτήσεως τοιούτου κατά το επί Τουρκοκρατίας καθεστώς, θεωρείται, δυνάμει επιταγής νομικής της παρ. 1 του άρθρου 7 του Νόμου 3800/1957, ως περιελθούσα κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας εις τον Ιερόν Ναόν τούτον από της κτήσεώς της. Και ότι βεβαίως άπασα η ως άνω εδαφική έκταση περιπεφραγμένη από της ιδρύσεώς του δια μονίμου και σταθεράς λιθοκτίστου σιδηροφράκτου περιφράξεως μετά υψηλών σιδηρών θυρών, ανήκει ανενδοιάστως εις την εκπροσωπούμενην υπ' αυτώ Φιλόπτωχο Αδελφότητα *** Θεσσαλονίκης και συνεπομένως νομίμως και παραδεκτώς ασκεί επ’ ονόματι και δια λογαριασμόν ταύτης το εκ του άρθρου 7 του Ν. 3800/1957 δικαίωμα της τυπικής τακτοποιήσεως του δικαιώματος κυριότητας επί του ως άνω λεπτομερώς περιγραφόμενου κτήματος του Ιερού Ναού της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος ήτοι του Ιερού Ναού και Αγιάσματος *** και προς συντέλεσιν της μεταβιβάσεως της κυριότητας και προς απόκτησιν του εγγράφου τίτλου μεταγραφής συναινοί ως εκπρόσωπος του κυρίου ουτών ανεγνωρισμένου Σωματείου εδρεύοντος ενταύθα ***, υπό την επωνυμίαν «ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ *** ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» (έτος ιδρύσεως 1871) προς τακτοποίησιν του δικαιώματος κυριότητας αυτής επί των ως άνω ακινήτων, ως κυρίου αυτών υπό της επ’ αυτών κτήσεως από του έτους 1876 και εντεύθεν και από της απελευθερώσεως του Ελληνικού Κράτους, καταστάσα τοιαύτη ως ανωτέρω εκτίθεται. Την παρούσαν συναίνεσιν ποιείται η ανωτέρω Φιλόπτωχος Αδελφότης *** Θεσσαλονίκης δια του ως άνω εκπροσώπου της κατά τας διατάξεις του Νόμου 3800/1957 άρθρον 7 (7), και ως κυρία του ως άνω κτήματος, μη ούσης εφικτής της εκδόσεως τίτλου κυριότητος κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, προς τον σκοπόν μεταγραφής.». Η διάταξη του άρθρου 7 του ν. 3800/1957, έχει ως εξής «1. Κτήματα των Ιερών Ναών της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, τελούντα υπό την νομήν και κατοχήν τούτων από της απελευθερώσεως του Ελληνικού Κράτους και δια τα οποία δεν υφίστανται νόμιμος τίτλος της μεταβιβάσεως ταύτης, λόγω αδυναμίας κτήσεως τούτου κατά το επί Τουρκοκρατίας υφιστάμενων καθεστώς, θεωρούνται ως περιελθόντα κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας εις τους ναούς τούτους από της κτήσεώς των. Η τυπική αυτή τακτοποίησις του δικαιώματος κυριότητος επί των κτημάτων του προηγούμενου εδαφίου, συντελείται δια μεταγραφής εις τα βιβλία των μεταγραφών του εγγράφου της συναινέσεως του εμφανιζομένου ως κυρίου των κτημάτων ή των ειδικών ή καθολικών διαδόχων τούτου, συντασσομένου ενώπιον συμβολαιογράφου.». Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή, ρυθμίζεται η κτήση δικαιώματος κυριότητας, υπέρ Ιερών Ναών της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στα ακίνητα που οι Ναοί νέμονταν και κατείχαν, κατόπιν μεταβιβάσεως από τους κυρίους τους, αν και χωρίς νόμιμο τίτλο, από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους και εφεξής. Ωστόσο, ο Ιερός Ναός και Αγίασμα του ***, ιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους και συγκεκριμένα το έτος 1920. Επίσης, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, η κυριότητα της παραπάνω έκτασης, θα περιερχόταν στον Ιερό Ναό και Αγίασμα ***, εφόσον ήθελε υποτεθεί ότι έχει νομική προσωπικότητα και όχι στο αιτούν. Με βάση πάντως τα εκτιθέμενα από το τελευταίο, ο Ιερός Ναός και Αγίασμα του ***, δεν αποτελεί ενοριακό ναό και δεν έχει νομική προσωπικότητα. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, η οποία προϋποθέτει ότι ο αποκτών την κυριότητα έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και, άρα, φορέας περιουσίας. Ακόμη, η διάταξη του άρθρου 51 του διατάγματος της 5-3-1928 «Περί Οργανισμού της Ανωτέρας Ενοριακής Αντιπροσωπείας Θεσσαλονίκης και των επ’ αυτήν ιδρυμάτων και ενοριακών ναών», η οποία ορίζει ότι «Οι Ιεροί Ναοί Ευαγγελίστριας και Αγίας Παρασκευής μετά των ομωνύμων Νεκροταφείων και του Ναού του Αγιάσματος του  *** ανήκουσιν εις την ενταύθα Φιλόπτωχον Αδελφότητα και διοικούνται υπ’ αυτής συμφώνως προς την μεταξύ της τέως Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης και της ειρημένης αδελφότητος σύμβασιν, της 26 Απριλίου 1875, μετά δε την τυχόν διάλυσιν αυτής περιέρχονται εις το Θεαγένειον Νοσοκομείον.», εκτιμάται ότι δεν αναγνωρίζει δικαίωμα κυριότητας του αιτούντος επί του ακινήτου, όπου οι Ιεροί Ναοί ανεγέρθηκαν, αλλά αφορά αποκλειστικά το δικαίωμα διοίκησης και διαχείρισης των Ιερών Ναών, το οποίο του ανήκει και, σε περίπτωση διάλυσής του, περιέρχεται στο Θεαγένειο Νοσοκομείο. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 2508/1920 «περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών και πόρων των εν ταις νέαις χώραις επί τουρκοκρατίας χριστιανικών κοινοτήτων», την εφαρμογή της οποίας το αιτούν επικαλείται, ορίζει ότι ακίνητα, των οποίων τη διαχείριση ως δικών τους πραγμάτων είχαν επί τουρκοκρατίας οι αρχές και οι επιτροπές ορθόδοξων κοινοτήτων ή τα σε αυτές υπαγόμενα επί μέρους ιδρύματα και νομικά πρόσωπα και των οποίων (ακινήτων) οι πρόσοδοι διατίθονταν προς εξυπηρέτηση των εν άρθρο 1 του νόμου μνημονευόμενων σκοπών αναγνωρίζονται ως νομίμως κεκτημένη περιουσία τους και αν υπήρχε ακυρότητα κτήσης κατά το οθωμανικό νόμο ή οι τίτλοι φέρονται εγγεγραμμένοι επ’ ονόματι ιδιωτών κλπ. Η κτήση, όμως, της κυριότητας δεν επερχόταν αμέσως εκ του νόμου, αλλά απαιτείτο, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β΄, 3 παρ. 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2, 20 παρ. 1, η τήρηση των προβλεπόμενων σε αυτές διατυπώσεων και η, μετά συγκέντρωση στοιχείων και σαφή έλεγχο, αναγνώριση της κυριότητας και διανομή με απόφαση των κατά το άρθρο 11 επιτροπών (με εξαίρεση τις περιοχές Ηπείρου, Κρήτης και Σάμου, για τις οποίες εδώ δεν πρόκειται) (βλ. ΑΠ 1293/2007 ΧΡΙΔ 2008. 429, ΑΠ 567/1970 ΝοΒ 19. 1454). Οι διατυπώσεις αυτές δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω, η δε διάταξη του άρθρου 51 του διατάγματος της 5-3-1928 δεν τις αναπληρώνει, όπως το αιτούν ισχυρίζεται, πρωτίστως διότι, όπως προεκτέθηκε, με το ανωτέρω άρθρο δεν του αναγνωρίζεται δικαίωμα κυριότητας. Όσον αφορά την κτήση δικαιώματος κυριότητας επί του υπολοίπου ιδανικού μεριδίου του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, το αιτούν επικαλείται «έκτοτε δε την κατείχε ολόκληρη δε και τη νεμόταν από το έτος 1871 έτος ιδρύσεως του Σωματείου μας, άλλως από το 1931, άλλως σίγουρα από το 1980, με καλή πίστη, με τη θέλησή του να είναι απόλυτος κύριός του, διάνοια κυρίου, χωρίς καμία απολύτως δικαστική ή εξώδικη διεκδίκηση ή αμφισβήτηση, συνεχώς, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί, του είχε χορηγηθεί και η υπ’ αριθμ. πρωτ/λου 2402/17-06-64 βεβαίωση του Οικονομικού Εφόρου Δημ. Κτημάτων Θεσ/νίκης …». Ωστόσο, ενόψει του ότι, όπως λέχθηκε ήδη, η επίδικη έκταση προέκυψε ότι ήταν βοσκότοπος και, συνεπώς, ήταν δημόσια γαία, ανήκουσα κατά κυριότητα στο Τουρκικό Δημόσιο, τα παραπάνω, αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν, προς απόκτηση δικαιώματος κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αλλά το αιτούν όφειλε να επικαλεσθεί (και αποδείξει) ότι, κατά την έναρξη ισχύος του με αριθμ. 2468/20.5.1917 διατάγματος, το ιδανικό μερίδιο των 13/24 της έκτασης αυτής εξουσιάζονταν δυνάμει τουρκικού τίτλου (ταπίου) από ιδιώτες, το δικαίωμα εξουσίασης των οποίων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αρχή της απόφασης, μετατράπηκε σε δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτής, αφού μόνο έτσι το εν λόγω ιδανικό μερίδιο, ως ανήκον σε ιδιώτη και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο (ως διάδοχο του τουρκικού Δημοσίου), καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας. Τα παραπάνω περιστατικά δεν συμπληρώθηκαν ούτε με τις προτάσεις του ως άνω διαδίκου, το οποίο, μάλιστα, με την προσθήκη των προτάσεών του υποστηρίζει κάτι διαφορετικό, ότι δηλαδή, η επίδικη έκταση ανήκε στις νεκρές γαίες, επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 78 του «περί γαιών» Οθωμανικού Νόμου, περιστατικό που, όπως ειπώθηκε ήδη, δεν κρίνεται ως βάσιμο. Επιπλέον, μη νόμιμο είναι το σκέλος του ισχυρισμού του με το οποίο κάνει λόγο για χρησικτησία από το έτος 1871 και μέχρι το έτος 1914, οπότε επεκτάθηκε και στη Μακεδονία η ελληνική νομοθεσία και άρχισε να ισχύει ο θεσμός αυτός, αφού από τον Οθωμανικό ΑΚ δεν αναγνωρίζονταν η χρησικτησία ως τρόπος κτήσης κυριότητας (βλ. τα εκτιθέμενα στην αρχή της απόφασης). Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας του αιτούντος για ιδανικό μερίδιο 13/24 της με α/κ 1 ιδιοκτησίας και, επομένως, το δικαίωμά του να αναγνωρισθεί δικαιούχος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στο ιδανικό αυτό μερίδιο, το Δικαστήριο πρέπει να απέχει να εκδώσει απόφαση αναγνώρισης του δικαιούχου της αποζημίωσης για το ιδανικό αυτό μερίδιο (άρθρο 20 παρ. 11 περ. γ΄ Κ.Α.Α.Α.). Με βάση τα ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί το αιτούν δικαιούχος της αποζημίωσης που αφορά τα κατά τα ανωτέρω απαλλοτριωθέντα τμήματα της με α/α κτηματολογικού πίνακα 1 ιδιοκτησίας, κατά ποσοστό 11/24. Τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση της διατάξεις των άρθρων 99, 114 §§1 και 3 και 178 του ν.δ. 3026/1954 (ΕΑ 7632/1999 ΕλλΔνη 2000. 159, ΑΠ 434/1971 ΝοΒ 1971. 1132), σε συνδυασμό με τα άρθρα 178, 189 και 191 §2 ΚΠολΔ, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του υπόχρεου προς καταβολή της αποζημίωσης, καθού η αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΕΧΕΙ να εκδώσει απόφαση περί αναγνώρισης δικαιούχων αποζημίωσης για ιδανικό μερίδιο 13/24 της με α/α κτηματολογικού πίνακα 1 ιδιοκτησίας, κείμενης εντός των ορίων του Δήμου ***, Νομού Θεσσαλονίκης, τμήματα της οποίας απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης και στην τέταρτη διάταξη αυτής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση κατά τα λοιπά.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ το αιτούν δικαιούχο, κατά ποσοστό 11/24, της κάθε είδους αποζημίωσης που αφορά τα εδαφικά τμήματα της με α/κ 1 ιδιοκτησίας, κείμενης εντός των ορίων του Δήμου ***, Νομού Θεσσαλονίκης, τα οποία (τμήματα) απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας, για τη διαπλάτυνση της Λεωφόρου ΌΧΙ, κατ’ εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής Δήμου ***, που εγκρίθηκε με το Π.Δ. της από 9-2-1973/ΦΕΚ 54/Δ/26.2.1973 και τροποποιήθηκε με το Π.Δ. της από 18-5-1989/ΦΕΚ 420/Δ/16.6.1989 και με την ΔΠ/ΠΜ/20137/413/25.5.1993 απόφαση του Νομάρχου Θεσσαλονίκης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 660/Δ’/14.6.1993, εκδόθηκε δε η με αριθμό 7068/18.9.1998 πράξη αναλογισμού υποχρεώσεων του τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, η οποία διορθώθηκε μερικώς στις 6-5-1999 και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 29/18442/6.5.1999 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, όπως αυτή (αποζημίωση) καθορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 451/22.2.2006 πράξη καταβολής αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Π. Κ., υπόχρεος προς καταβολή της οποίας, με βάση την ως άνω πράξη, είναι ο καθού η αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθού η αίτηση στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αιτούντος, τα οποία ορίζει σε διακόσια ογδόντα (280) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 22 Ιανουαρίου 2009. 
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ


Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.