ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 129/2009
Αριθμός Απόφασης : 129
'Ετος : 2009
Δικαστήριο : ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ


ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 129/2009
 
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ' αριθμ. 166/2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 14-2-2003 αγωγής του εφεσιβλήτου- ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, κατά δε τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 536 του ίδιου Κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, αν δε ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία εξαφάνισε αυτήν κατ` αποδοχή της εφέσεως ή της αντεφέσεως και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ` ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο, γιατί αλλιώς ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α` ΚΠολΔ, αφού έτσι το δικαστήριο παρά το νόμο λαμβάνει υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. (ΑΠ 134/2008 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ).
 
Σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 Εισ. Ν.ΑΚ. για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία [βλ. και τις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 Π (41.3) παρ. 9 Εισ. (2.9), ν. 2 Κωδ. (7.30) Βασ. (50.10)]. ). Η ειδική δε διαδοχή επί ακινήτου συνιστάται μόνον δι` εγκύρου εν ζωή δικαιοπραξίας, διά της οποίας, υποβαλλομένης σε συμβολαιογραφικό τύπο κατά την ισχύουσα προ της εισαγωγής του ΑΚ διάταξη του άρθρου 45 του Κώδικα χαρτοσήμου, μεταβιβάζεται το δικαίωμα του προκτήτορος επί του ακινήτου στον ειδικό διάδοχο και η οποία αποτελεί κατά νόμο, διά τον ως άνω υπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας, σύνδεσμο μεταξύ του ήδη νομέα και των προκτητόρων, ελλείποντος δε τούτου αποκλείεται ο συνυπολογισμός (βλ. ΑΠ 781/85, ΝοΒ 34.675, ΑΠ 1571/83 ΝοΒ 32.1357, ΑΠ 497/81 ΝοΒ 30.53, ΑΠ 13/1980 ΝοΒ 28.1133, ΑΠ 772/71 ΝοΒ 20.478, ΑΠ 289/70 ΝοΒ 18.1059) Ως «καλή πίστη» νοείται, κατά τις διατάξεις των ν.27 πανδ. (18.1), 15 παρ. 3, 48 πανδ. (41.3), 11 πανδ. (51.4), 5 παρ. 5, 1 (41-10) και 109 πανδ. (50-16), η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ΄ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και να αποδεικνύονται από τον επικαλούμενο βούληση εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει το δικαστήριο συμπερασματικά από τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται ότι αποδείχθηκαν, δυνάμενο να στηρίζει την εν λόγω κρίση του ακόμη και σε έγγραφο, που δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητος (Ολ. ΑΠ875/1987, ΑΠ874/2006, ΑΠ1789/2005, ΑΠ351/2003, ΑΠ 546/2003, 1281/2001 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ).
 
Εξάλλου στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 Εισ. Ν.ΑΚ. για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" (άρθρο 51 Εισ. ΝΑΚ), συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ` αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ`/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας δημοσίων κτημάτων". Με βάση τις διατάξεις αυτές, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 53 Εισ. Ν.ΑΚ), έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (Ολ ΑΠ 75/1987). Επί της κτήσεως κυριότητας δασικής έκτασης με έκτακτη χρησικτησία, η οποία συμπληρώθηκε μέχρι και τις 11-9-1915, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν. 3077/1924 "περί δασικού κώδικος" και του άρθρου 215 του 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του α.ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του α.ν. 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι στα δημόσια εν γένει δάση θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ` αυτών καμία πράξη νομής και ότι μόνη η βοσκή σε δημόσιο δάσος ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και μόνη η ύπαρξη οποιουδήποτε τίτλου δε θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη.( βλ. AΠ. 1271/2007 ΔHM. NOMΟΣ).
 
Περαιτέρω προκειμένου περί των εις Θεσσαλίαν δασών, η κυριότης αυτών επί Τουρκοκρατίας ανήκε εις το Τουρκικό Δημόσιο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του, από 7 Ραμαζάν 1274 (1854), Τουρκικού Νόμου περί γαιών, εν συνδυασμώ προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 περί εξελέγξεως τίτλων δασών εξ αυτών δε συνάγεται ότι μόνον δια ταπίου, στο οποίο αναφέρεται ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος, συνετελείτο η εκ μέρους του Τουρκικού Δημοσίου προς ιδιώτας παραχώρηση της διενεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και η υπό τούτων περαιτέρω μεταβίβασις αυτής. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, εις το Ελληνικό Κράτος, δια της συμβάσεως της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1881 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία εκυρώθη με το ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότης αυτών περιήλθε εις το Ελληνικό Δημόσιο, από του ανωτέρω, όμως, χρόνου υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία, εφ` όσον έχει συμπληρωθεί τριακονταετής νομή μέχρι την 12.9.1915 (ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19, 1117, Εφ. Λαρ. 182/2002 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ βλ. και Γιάννη Καραγιάννη "Νομικά Προβλήματα από τη Δασική Νομοθεσία"., ΝοΒ 26,1133-1139). Εξάλλου με την άνω σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κυρωθείσα με το ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, <Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Συμβάσεως της Κωνσταντινουπόλεως, της 20ης Ιουνίου /2ας Ιουλίου 1881> ( βλ. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, Φ 14/13-3-1882 σελ.59 επ.) προσαρτήθηκε στο Ελληνικό Κράτος και ο νομός Τρικάλων ( επαρχίες Τρικάλων, Καλαμπάκας και Καρδίτσας). Με το άρθρο 4 παρ. 1 της άνω συμβάσεως ορίζεται ότι «Η Ελληνική Κυβέρνηση θέλει αναγνωρίσει εν ταις παραχωρουμέναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, νομών (γρασιδότοπων), δασών και παντός είδους γαιών ή ακινήτων, κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων δυνάμει φιρμανίων, χοζτετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει των οθωμανικών νόμων». Από τη διάταξη του άρθρου αυτού συνάγεται ότι 1) αναγνωρίζεται δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των γαιών που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, 2) οι εν λόγω γαίες πρέπει να κατέχονται πράγματι από ιδιώτες ή κοινότητες κατά το χρόνο συνομολόγησης της Σύμβασης ( 20 Ιουνίου 1881) και 3) η κατοχή των γαιών αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με την οθωμανική νομοθεσία περιλαμβάνει δε και την κατηγορία των δημοσίων οθωμανικών γαιών σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν έτους Εγίρας 1274.
 
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’ αριθμ. κατ. 44/2003 αναγνωριστική της κυριότητος ακινήτου αγωγή η εφεσίβλητη Ιερά Μονή***, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του περιγραφομένου σ’ αυτή δασοκτήματος εμβαδού 4.268 στρεμμάτων κειμένου στη θέση «Μ. Κ.» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Τ. Τ. ισχυριζόμενη, ότι απέκτησε την κυριότητα αυτού δυνάμει νομίμου τίτλου, ήτοι του εκδοθέντος το έτος Εγίρας 1206, καθ΄ ημάς 1782, ταπίου του τουρκικού κτηματολογίου αλλά και με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας, πλην όμως το εκκαλών- εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα της αυτό. Το εναγόμενο ισχυρίσθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά και με την υπό κρίση έφεση, ότι το επίδικο αποτελεί εθνικό δάσος και ως ανήκον στην κατηγορία των δημοσίων γαιών περιήλθε με την άνω συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας της 20Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881,που κυρώθηκε με τον ν. ΠΛΖ/1882, στο ίδιο και διακατέχεται από την εφεσίβλητη η οποία δεν απέκτησε δικαίωμα κυριότητος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμες τις βάσεις της αγωγής που στηρίζονται στην κτήση της κυριότητος με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας για τον προ του 1881 χρονικό διάστημα και για το μετά το έτος 1915, ως αόριστη δε τη βάση της αγωγής περί κτήσεως της κυριότητος δυνάμει του άνω ταπίου με την αιτιολογία ότι δεν γίνεται επίκληση πως ο εν λόγω τίτλος εμφανίσθηκε στην αρμόδια αρχή εντός της προβλεπόμενης από το Β.Δ.17.11.1836 προθεσμίας, ενώ έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 4 παρ. 1 της άνω συμβάσεως, πλην όμως δεν διατυπώνεται περί αυτού παράπονο. Τέλος με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε νόμιμη η αγωγή στη βάση που στηριζόταν η κτήση της κυριότητος εκ μέρους της ενάγουσας στα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας για το χρονικό διάστημα από το 1881 έως το 1915 έγινε δε αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε το εναγόμενο την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ισχυριζόμενο ειδικότερα, ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε πως η ενάγουσα ασκούσε καλόπιστη νομή επί του επιδίκου, αφού ήδη από το 1900 γνώριζε τις αξιώσεις του εκκαλούντος και δεν υπήρχε έτσι στο πρόσωπο αυτής θετική πεποίθηση. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
 
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ένορκα ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, καθώς και απ΄ όλα γενικά τα μετ΄ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά των εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη εν σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (ΑΠ 1068/2002 Αρχ.Ν 2004,70, ΑΠ 1628/2003 Ελ.Δικ. 2004,723) και σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινή πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η επίδικη έκταση βρίσκεται στη θέση «Μ.-Κ.» του Δήμου Τ. Νομού Τ. έχει εμβαδόν 4.268 στρέμματα και συνορεύει Βόρεια με απαλλοτριωθείσα το έτος 1924 έκταση, τμήμα της οποίας αποτελούσε και η επίδικη, Ανατολικά με το αγρόκτημα Γ. και το δασόκτημα Α.Μ. της Ιεράς Μονής Β., Δυτικά με την ως άνω απαλλοτριωθείσα έκταση και Νότια με το δασόκτημα .Μ. της άνω Ιεράς Μονής Β. Η προπεριγραφόμενη έκταση είναι δάσος. καλύπτετο πάντοτε στο μεγαλύτερο μέρος της από πυκνή δασική βλάστηση και κυρίως από πλατύφυλλα φυλοβόλλα δένδρα, κύριο είδος της δασικής δε αυτής βλάστησης είναι η δρύς, το έδαφος της εκτάσεως από δασικής απόψεως είναι αρίστης ποιότητος είναι βαθύ, υγρό και γόνιμο, έχει μέση κλίση 35% ανήκει δε στην κατηγορία των κρυσταλλοπαγών μαζών, αφού παρατηρούνται ως βασικά πετρώματα ο γρανίτης, το μάρμαρο ως και κρυσταλλοπαγή πετρώματα με συνδετική αργιλική ύλη. Το προπεριγραφόμενο ακίνητο αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως ακινήτου εμβαδού 22.706 στρεμμάτων, γνωστή με την ονομασία «αγρόκτημα Κ.», η οποία περιελάμβανε αγρούς, λιβάδια, δάση και κάθε άλλου είδους γης, κειμένης στην κτηματική Περιφέρεια της τέως κοινότητος Κ. Από το άνω μείζονος εκτάσεως ακίνητο, με την υπ’ αριθμ. 51/1924 απόφαση της επιτροπής απαλλοτριώσεως Τ., απαλλοτριώθηκαν προς αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών 18.438 στρέμματα και εξαιρέθηκε της απολλοτριώσεως υπέρ της ενάγουσας Ιεράς Μονής το ανωτέρω δάσος. Το δικαίωμα εξουσιάσεως του άνω «αγρόκτηματος Κ.», τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, κατά το έτος Εγίρας 1206, καθ’ ημάς 1782, μεταβιβάσθηκε από τους σπαχήδες ( τιμαριούχους ) του διαμερίσματος Χαπούλ ως εκπροσώπους του Οθωμανικού κράτους, αντί τιμήματος 12.000 γροσίων στους ηγούμενους-διαχειριστές (μουταβελήδες) της ενάγουσας Ιεράς Μονής, οι οποίο ενεργούσαν για λογαριασμό της τελευταίας. Για την μεταβίβαση του ανωτέρω δικαιώματος εξεδόθη το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα ταπίο του παλαιού Οθωμανικού κτηματολογίου σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, η οποία έγινε τον Οκτώβριο του 1900 από το δημόσιο ερμηνέα του Πρωτοδικείου Λαρίσης Κ. Ζ. Λ. σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.ΠΞΓ της 20ης /25ης Μαϊου «περί διορισμού ερμηνέων της τουρκικής γλώσσης εν τοις δικαστηρίοις των νέων επαρχιών». Κατά την προσάρτηση των διαμερισμάτων της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Κράτος το έτος 1881 δια της συμβάσεως της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1881 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, η οποία εκυρώθη με το ν. ΓΙΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, το άνω αγρόκτημα, στο οποίο περιλαμβάνετο το επίδικο δάσος, κείμενο στο προσαρτηθέν με την συνθήκη διαμέρισμα του νομού Τ. είχε η ενάγουσα στην φυσική της εξουσία με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ήτοι με ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του εν λόγω ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ΄ αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δοθέντος ότι και στις προσαρτημένες χώρες είχε εισαχθεί ολόκληρη η ελληνική νομοθεσία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους (ν. ΠΜ της 19ης/20ης Μαρτίου 1882 «Περί εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας εις τας άρτι προσηρτημένας Θεσσαλικάς και Ηπειρωτικάς επαρχίας»). Έκτοτε και μέχρι το έτος 1900 η ενάγουσα εξακολούθησε να έχει το επίδικο ακίνητο, στη φυσική της εξουσία με διάνοι κυρίου και καλή πίστη χωρίς να εγερθεί από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο καμμία αξίωση. Στο τελευταίο όμως ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους σύμφωνα με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου σε συνδιασμό και με τις διατάξεις των αρθ. 1 έως 3 του από 16/17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ/τος «περί ιδιωτικών δασών», αναγνωρίστηκε η κυριότητα του σε κάθε έκταση που αποτελούσε δάσος, πριν από την έναρξη της ισχύος του, εκτός από εκείνα για τα οποία υπήρχε έγγραφη απόδειξη της Οθωμανικής Αρχής (ταπί).Βέβαια κατά τα προαναφερόμενα με τη ρύθμιση του άρθρο 4 παρ. 1 της Συμβάσεως της Κωνσταντινουπόλεως στις προσαρτημένες επαρχίες και για τις κατεχόμενες από τους ιδιώτες δημόσιες γαίες ( εραζί-ι εμιριγέ), ως εν προκειμένω το επίδικο δάσος, αρκούσε οποιοσδήποτε οθωμανικός ιδιοκτησιακός τίτλος για την μετατροπή του δικαιώματος εξουσιάσεως σε δικαίωμα κυριότητος. Το εκκαλών αξιώνοντας ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτος δικαίωμα κυριότητος επί του επίδικου δάσους, με το από 18-Οκτωβρίου-1908 έγγραφο του προς το Οθωμανικό Αυτοκρατορικό κτηματολόγιο ζητά την αξιολόγηση των επικαλουμένων από την ενάγουσα τίτλων . Στο από 15 Ζικλαδέ 1326 απαντητικό έγγραφο του κτηματολογίου αυτού αναφέρεται, ότι από το περιεχόμενο του εκδοθέντος από τον ιεροδίκη Τρικάλων χοτζέτιον του έτους 1206 (1790 καθ’ ημάς) εξάγεται πως αυτό είναι έγκυρο για τα μεταβιβασθέντα μούλκια του χωρίου Κόνσκα του δήμου Χασλάρ, που αγοράσθηκαν από τους εφόρους του Μοναστηριού Κιοπρουλού, όχι όμως και για τις γαίας - μεταξύ των οποίων και το επίδικο δάσος ως ανήκον στην κατηγορία των δημοσίων γαιών-, γιατί έπρεπε να ληφθεί σενέτιον γι’ αυτές από τον τότε Σιπαχή του εν λόγω χωρίου και από τον κάτοχο της γης. Το γεγονός όμως αυτό, δεν αναιρεί την καλόπιστη νομή της ενάγουσας επί του άνω δάσους, δοθέντος ότι σύμφωνα με τις έχουσες εν προκειμένω εφαρμογή διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, η καλή πίστη έπρεπε να υπάρχει κατά την κτήση της νομής και την έναρξη της χρησικτησίας και δεν ήταν απαραίτητο να εξακολουθεί να υφίσταται αδιακόπως καθ’ όλον το χρόνο της χρησικτησίας. Άλλωστε κατά το 1881, χρόνο προσάρτησης των άνω επαρχιών, η ενάγουσα κατείχε το επίδικο αποκτήσασα έκτοτε την νομή του και καθίσταται πρόδηλο ότι αυτή τελούσε σε καλή πίστη κατά τη νομή του εν λόγω ακινήτου, ενόψει της νόμιμης κτήσης της λόγω και της εκδόσεως του ως άνω ταπίου του παλαιού κτηματολογίου, τα ο οποίο της παρείχε μέχρι τότε δικαίωμα εξουσιάσεως επ’ αυτού και η ύπαρξης του οποίου εύλογα της δημιουργούσε την πεποίθηση, ότι με την κτήση και την άσκηση της νομής του πλέον δεν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητος τρίτου. Ειδικότερα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από την κατά το 1881 κτήση της νομής του επιδίκου έως τις 12.09.1915, η ενάγουσα ασκούσε επ’ αυτού υλικές πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη με αυτεπιστασία ή δια των αντιπροσώπων της και συγκεκριμένα υλοτομούσε αυτό, παραχωρούσε το δικαίωμα υλοτομίας σε τρίτους, μίσθωνε τις περιλαμβανόμενες στο μείζονος εκτάσεως αγρόκτημα δεκτικές βοσκής λιβαδικές εκτάσεις σε τρίτους και γενικά επόπτευε και επιτηρούσε αυτό χρησιμοποιούσε δε τις προσόδους του για της ανάγκες της. Κατά τα έτη 1889, 1892, 1893, 1895 και 1900 εκδόθηκαν από το Δασαρχείο Κ. άδειες υλοτομίας του επιδίκου δάσους επ’ ονόματι της ενάγουσας Μονής ως επί ιδιόκτητου δάσους, τούτο δε αναφέρεται στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 1216/25.01.1911 έγγραφό του Υπουργείου Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας Τμήμα Β΄Δασών μετά από σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών - Τμήμα Δικαστικό, στο οποίο αναφέρεται επίσης ότι αφορά «δάση διαμφισβητούμενα». To έτος 1910 όμως το εκκαλών αμφισβητώντας το δικαίωμα νομής της ενάγουσας προέβη το ίδιο στην έκδοση σχετικών αδειών εκδίδοντας κατά τους μήνες Απρίλιο και Ιούνιο επ’ ονόματι Α.Π. τις υπ’ αριθμ. 24/26/1910 και 41/25/1910 αντίστοιχα άδειες υλοτομίας επί εθνικού δάσους και επ’ ονόματι Ι. Α. τον Οκτώβριο του ίδιου έτους την υπ’ αριθμ. 112/28/1919 άδεια υλοτομίας. Τον Μάρτιο του 1912 το εκκαλών ήγειρε κατά της εφεσίβλητης αγωγή, αντίγραφο της οποίας δεν προσκομίζεται ούτε αποδεικνύεται η επίδοση της, αλλά απλά αναφέρεται τούτο στην προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 51/1924 απόφαση της Επιτροπής απολλοτριώσεων Τ., η έγερση όμως απλά της αγωγής και η άρνηση ενδεχομένως εκδόσεως αδειών υλοτομίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως περιστατικά διακοπτικά της χρησικτησίας της εφεσίβλητης. Συνακόλουθα στις 12-9-1915 η τελευταία είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο για την κτήση της κυριότητος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ενισχυτικό του ότι η ενάγουσα Ιερά Μονή ασκούσε επί του επιδίκου καθ’ όλο το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα εμφανείς υλικές πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είναι και το ότι όταν αργότερα με την από 28.03.1923 αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο το ως άνω «αγρόκτημα Κονισκού», δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 51/28.09.1924 αποφάσεως της επιτροπής απαλλοτριώσεως Τ., απαλλοτριώθηκαν προς αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών 18.438 στρέμματα αυτού, εξαιρέθηκε δε της απολλοτριώσεως υπέρ της ενάγουσας Ιεράς Μονής, ως ιδιοκτήτριας, η επίδικη έκταση των 4.268 στρεμμάτων. Κατά την συνεδρίαση της Επιτροπής παρενέβη τότε το νυν εκκαλών Ελληνικό Δημόσιο για τα δάση του αγροκτήματος (όπως το επίδικο), επικαλούμενο για την νομιμοποίηση του την εγερθείσα κατά της εφεσίβλητης άνω από 17-3-1912 αγωγής του, η αρμόδια επιτροπή όμως απέρριψε την σχετική παρέμβαση του ελλείψει προαποδεικτικής νομιμοποιήσεως αυτού. Επίσης, τα έτη 1922-1923, 1926 και 1927 το Δασαρχείο Κ. επέτρεψε την υλοτομία του επιδίκου δάσους ως ιδιωτικού, της ενάγουσας Ιεράς Μονής (βλ. σχετικούς (πίνακες δασικών Θέσεων υλοτομίας). Στις 16-5-1977 ο δασολόγος Δασαρχείου Κ. Β. Φ. συνέταξε έκθεση σχετικά με το επίδικο. Ως τίτλος κτήσεως του δικαιώματος εξουσιάσεως επί του αγροκτήματος εκ μέρους της ενάγουσας αναφέρεται το άνω ταπίο έτους Εγίρας 1206 του παλαιού Οθωμανικού κτηματολογίου και όχι το χοζτέτιο του ιεροδίκη Τρικάλων, ως αναφέρεται στο άνω έγγραφο του Αυτοκρατορικού κτηματολογίου , πρέπει να σημειωθεί δε ότι η ύπαρξη του τελευταίου (χοτζετίου συνταγέντος από τον αρμόδιο προς τούτο ιεροδίκη - ναϊτη) δεν αποκλείει και την έκδοση σχετικού ταπίου .Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι το επίδικο «…είναι μέρος από τις αναφερόμενες εκτάσεις του τουρκικού τίτλου (αυτό που δεν απαλλοτριώθηκε)». Εξάλλου για τη διερεύνηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αυτού ο άνω δασολόγος έλαβε, πλην των άλλων, μαρτυρικές καταθέσεις και οι εξετασθέντες μάρτυρες, τόσο εκείνοι για λογαριασμό της ήδη ενάγουσας (του τότε διαχειριστή της περιουσίας αυτής Ο.Δ.Ε.Π. - Δ. Ν. και Ι.Π.) όσο και εκείνοι που εξετάσθηκαν για λογαριασμό του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου (Β. Π. και Χ. Π.), ρητώς καταθέτουν ότι αυτό (επίδικο) ήταν μοναστηριακό δάσος και ότι η μονή έβοσκε τα πρόβατά της σε εκτάσεις αυτού, αν και η βοσκή των ποιμνίων δεν αποτελεί πράξη νομής. Συνακόλουθα η ενάγουσα - εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου δάσους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήτοι με την άσκηση υπερτριακονταετούς νομής σ’ αυτό, δηλαδή από το έτος 1881 έως τις 12-9.1915, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη.
 
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητος της ενάγουσας ισχυριζόμενο ότι το επίδικο αποτελεί εθνικό δάσος, μάλιστα δε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 79522/1666/3-10-1988 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ύστερα από αποδοχή της υπ’ αριθμ. 93/06.06.1988 γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δασών (Σ.Ι.Δ.) Λ. απορρίφθηκε αίτηση του Ο.Δ.Ε.ΙΙ., ως διαχειριστή τότε της περιουσίας της ενάγουσας Ιεράς Μονής, περί αναγνωρίσεως της κυριότητας της ενάγουσας στην επίδικη έκταση δασικού χαρακτήρα. Συνεπώς το επίδικο δάσος δεν αποτελεί εθνικό δάσος ,αφού η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα αυτού κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, γι’ αυτό και η υπό κρίση αγωγή ελέγχεται βάσιμη κατ’ ουσία. Κατ’ ακολουθία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό και ο μοναδικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα κρίνεται αβάσιμος και πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (ΚΠολΔ 176,183,191 και αρθ. 22 του ν.3693/1957).
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.