ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
Εφετείο Δωδεκανήσου 199/1999
Πηγή : Αρχείο Νομολογίας 2001, 28
Αριθμός Απόφασης : 199
'Ετος : 1999
Δικαστήριο : Εφετείο Δωδεκανήσου


Αριθμός Απόφασης 199/1999

ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

[...] II. Με την αριθ. εκθ. κατ. 108/1971 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω κατά του Ι.Χ. ο ενάγων (Ι. Ναός .....), αφού εξέθεσε ότι από αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή είναι κύριος του περιγραφομένου σ' αυτήν κατά τα κτηματολογικά του στοιχεία ακινήτου (αγρού), κειμένου στην κοινότητα .... , τον οποίον ο εναγόμενος κατέλαβε αυθαίρετα το 1968 και κατέχει έκτοτε, ισχυριζόμενος ότι του ανήκει, ζήτησε ν' αναγνωρισθεί κύριος αυτού και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του παραδώσει. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν αρχικά η 323/1971 απόφαση του δικαστηρίου εκείνου, με την οποία (α) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (λόγω μη εγγραφής της στο Κτηματολόγιο) η ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή του εναγομένου περί αναγνωρίσεως της συμπληρώσεως στο πρόσωπο του, του απαιτούμενου χρόνου 1 δετούς νομής για την κτήση με χρησικτησία της κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, (β) διατάχθηκαν αποδείξεις και διά μαρτύρων, προκειμένου ο ενάγων να αποδείξει ότι. διατήρησε εξακολουθητικά το παραχωρηθέν σ' αυτόν δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του επιδίκου, στην συνέχεια δε, και αφού εν τω μεταξύ και δη την 31.12.1973 πέθανε ο αρχικώς εναγόμενος, κληρονομηθείς από τους υπεισελθόντες στην θέση του (1) Ε.Χ., (2) Σ.Χ. (τέκνα του) και (3) Μ. χα Ι.Χ. (σύζυγο του - ήδη εναγομένους), και διεξήχθησαν οι διαταχθείσες εμμάρτυρες αποδείξεις (κατά τις οποίες μάρτυρες εξήτασαν μόνον οι εναγόμενοι, ανταποδεικτικά), η με αριθ. 419/1982 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Κατά της αποφάσεως αυτής (419/1982) οι ως άνω εναγόμενοι (ως υπεισελθόντες στην θέση του αρχικώς εναγομένου) άσκησαν στο δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη δε στο παρόν, την από 23/25.10.1982 έφεση τους που έγινε (τυπικά και ουσιαστικά) δεκτή με την 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (αφού είχε προηγηθεί η κήρυξη απαράδεκτης προηγουμένης συζητήσεως με την 226/1985 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου), με την οποία εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κρατήθηκε η αγωγή και διατάχθηκαν αποδείξεις προκειμένου οι εναγόμενοι ν' αποδείξουν (και διά μαρτύρων) την ένσταση του (αρχικώς) εναγομένου ότι ενέμετο τον επίδικο αγρό επί μία 15ετία μετά την 28.4.1952. Μετά την ολοκλήρωση της εξετάσεως των μαρτύρων των εναγομένων, με την 359/1995 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου χορηγήθηκε νέα προθεσμία 3 μηνών (από την επίδοση της αποφάσεως) για την εξέταση των μαρτύρων του ενάγοντος, κατ' αποδοχή σχετικού αιτήματος τους όπως αναφέρεται σ' αυτήν. Ήδη παρελθούσης της προθεσμίας της διεξαγωγής της αποδείξεως η υπόθεση φέρεται και πάλι προς συζήτηση επί της ουσίας με την με αριθ. εκθ. κατ. 65/1998 κλήση των εναγομένων. Ο ενάγων με την (μετά την συζήτηση στο ακροατήριο) προσθήκη στις προτάσεις του ζητεί την χορήγηση νέας προθεσμίας αποδείξεων για την εξέταση των γνωστοποιηθέντων μαρτύρων του, επικαλούμενος, με περαιτέρω (Β') προσθήκη σ' αυτές, ότι κατά την περίοδο αυτή (της χορηγηθείσης, εννοείται, με την 359/1995 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου προθεσμίας) δεν υπήρχε Ειρηνοδίκης στην Κάλυμνο, ενώ δεν ήταν δυνατόν να εξετασθούν ούτε στην Κω, αφού λόγω της ασθενείας τους και της μεγάλης ηλικίας τους (άνω των 80 ετών) η μεταφορά τους ήταν δύσκολη. Ως προς το αίτημα αυτό και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι απαραδέκτως προβάλλεται με την (μετά την συζήτηση στο ακροατήριο γενομένη) προσθήκη των προτάσεων και όχι με τις προτάσεις (πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ,Δ., Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, τ. Α', σελ. 902) πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρ. 149 § 5 Κ.Πολ.Δ (όπως αυτό ισχύει ήδη αντι-κατασταθέν με το άρ. 8 § 4 ν. 2145/1993 και το άρ. 3 § 5 ν. 2207/1994, της § 4 λαβούσης κατόπιν νέας αριθμήσεως την θέση της ομοίας κατά περιεχόμενο § 5) το δικαστήριο, όταν δικάζει την ουσία της υποθέσεως, μπορεί, ύστερ' από αίτηση διαδίκου που υποβάλλεται με τις προτάσεις, να χορηγήσει σε κάθε περίπτωση νέα προθεσμία διεξαγωγής των αποδείξεων έως 6 μήνες. Προϋπόθεση για την χορήγηση νέας προθεσμίας διεξαγωγής των αποδείξεων είναι ότι προβάλλονται σοβαροί λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν την συνέχιση των αποδείξεων για να δοθεί η δυνατότητα στον διάδικο ν' αποδείξει τα ουσιώδη και κρίσιμα για την ευδοκίμηση των ισχυρισμών του περιστατικά που προβάλλονται από τον αντίδικο του και οι οποίοι (λόγοι χορηγήσεως νέας προθεσμίας) πρέπει να ελέγχονται από το δικαστήριο, ώστε ν' αποφεύγεται η συστηματική παρέλκυση και άσκοπη διαιώνιση της δικαστικής εκκρεμότητας που επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα και σημαντική βλάβη κατά παράβαση βασικών δικονομικών αρχών και υποχρεώσεων και κατά κατάχρηση δικονομικών δικαιωμάτων και δυνατοτήτων, λαμβανομένου υπόψη ότι η πρωτοβουλία της διεξαγωγής και ταχείας περατώσεως της δίκης ανήκει (κατά κανόνα) στους διαδίκους, ειδικότερα δε, εκτός των άλλων (α) το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερ' από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν (άρ. 106 Κ.Πολ.Δ.), (β) οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων (άρ. 108), (γ) οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως και ν' αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης κ.λπ. (άρ. 116 Κ.Πολ.Δ.), (δ) κάθε διάδικος οφείλει ν' αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του (άρ. 338, 341 Κ.Πολ.Δ.), (ε) μέσα στην προθεσμία της αποδείξεως ο αντίδικος εκείνου τον οποίο βαρύνει η απόδειξη έχει δικαίωμα ν' ανταποδείξει έστω και αν δεν το ανέφερε η απόφαση (άρ. 345 Κ.Πολ.Δ.) (βλ. και Εφ.ΑΘ. 6548/1996, Ελλ.Δνη 39.142, ΕΞφ.ΑΘ. 4254/1988, Ελλ.Δνη 29.1435). Στην κρινόμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: (1) Με την 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, γενομένου δεκτού ότι προαποδεικνύεται η βάση της διεκδικητικής αγωγής του ενάγοντος Ι. Ναού και ότι εσφαλμένως δεν ελήφθη καθ' ύλη ή σιγή απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου περί κτήσεως ιδίας κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου κατ' άρ. 63 Κτημ. Κανονισμού, εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη 419/1982 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω και υποχρεώθηκαν οι υπεισελθόντες στην θέση του αρχικώς εναγομένου εκκαλούντες ν' αποδείξουν και διά μαρτύρων, δύο για κάθε διάδικη πλευρά (για την απόδειξη και την ανταπόδειξη) τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούσαν την βάση της ενστάσεως, χωρίς να τεθεί προθεσμία για την διεξαγωγή των αποδείξεων. (2) Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον ενάγοντα την 16.7.1992 (με αρ. 1195Α/1992 έκθεση επιδόσεως του δικ. Επιμελητή Κω Κ. Π.), στην συνέχεια δε στον ενάγοντα επιδόθηκε την 15.6.1995 η 620/ΔΞ 56 πράξη του Εισηγητή-Δικαστή του Πρωτοδικείου Κω, με την οποία και με επιμέλεια των εναγομένων ορίσθηκε για την εξέταση μαρτύρων επί των θεμάτων της ως άνω 29/1987 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου η 26.6.1995 (ώρα 12:00, στο Πρωτοδικείο Κω με αρ. 8076/1995 έκθεση της δικ. Επιμελήτριας Κω Φ.Κ.), κατ' αυτήν δε καθώς και την 10.7 και 11.10.1995 (μετά από αναβολή) εξετάσθηκαν οι δύο μάρτυρες των εναγομένων ενώ ο ενάγων ου-δένα μάρτυρα εξήτασε (ανταποδεικτικά). (3) Όταν η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση, το Δικαστήριο τούτο με την 359/1995 απόφαση του χορήγησε, κατ' αποδοχή αιτήματος μη πράγματι υποβληθέντος νέα προθεσμία διεξαγωγής αποδείξεων διαρκείας τριών μηνών από την επίδοση αυτής για την εξέταση των μαρτύρων του ενάγοντος. (4) Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον ενάγοντα με την επιμέλεια των εναγομένων την 27.11.1997 (με αριθ. 10936/1997 έκθεση επιδόσεως της δικ. Επιμελήτριας Κω Φ.Κ.), η ταχθείσα όμως προθεσμία παρήλθε άπρακτη, ως συνομολογείται και ο ενάγων δεν εξήτασε και πάλι μάρτυρες, ούτε κατά την 25.2.1998 που ορίσθηκε με επιμέλεια του (με αριθ. 139/ΞΔ 5/1998 πράξη του Εισηγητή). Από τα παραπάνω σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι δεν προέκυψε ότι η μη εξέταση εκ μέρους του ενάγοντος ανταποδεικτικώς μαρτύρων οφείλετο στους λόγους που επικαλείται, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι θα μπορούσε κατά το διαρρεύσαν μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της 28/1987 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου να προκαλέσει ο ίδιος, στον κατάλληλο γι' αυτόν χρόνο, την εξέταση των μαρτύρων, ο ενάγων θα μπορούσε να εξετάσει τους μάρτυρες του την 26.6.1995, που ορίσθηκε με επιμέλεια των εναγομένων, ή κατά το χρονικό διάστημα των 3 μηνών από την επίδοση της 359/1995 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που χορήγησε νέα προθεσμία ακριβώς προς τον σκοπό αυτό ή την 25.2.1998 που ορίσθηκε με δική του επιμέλεια. Επομένως, δεν ενδείκνυται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η χορήγηση και νέας προθεσμίας διεξαγωγής των αποδείξεων, η οποία μόνο σε περαιτέρω παρέλκυση της ήδη από 20ετίας σχεδόν εκκρεμούσης δίκης μπορεί να οδηγήσει και κατά συνέπεια το σχετικό αίτημα του ενάγοντος πρέπει ν' απορριφθεί. Απορριπτέο, επίσης, κρίνεται και το ομοίως με την προσθήκη των προτάσεων προβαλλόμενο αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως των διαδίκων προς παροχή διασαφήσεων, η οποία κατ' ουδέν θα συμβάλει στην διάγνωση της διαφοράς, αλλά μόνο στην διαιώνιση της δίκης.

III. (Α) Η 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, εξαφανισθείσης της 419/1982 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, διατάχθηκαν αποδείξεις (και με μάρτυρες) σε βάρος των εναγομένων, προκειμένου ν' αποδείξουν την ένσταση τους (περί ιδίας κυριότητας), δεν όριζε τον χρόνο, εντός του οποίου θα έπρεπε να διεξαχθούν οι εμμάρτυρες αποδείξεις, ούτε συμπληρώθηκε κατά το σημείο τούτο, αυτεπαγγέλτως ή κατ' αίτηση κάποιου διαδίκου (άρ. 341 Κ.Πολ.Δ. όπως ίσχυε αντικατασταθέν από το άρ. 12 ν. 1478/1984) και όχι απαραιτήτως των εναγομένων, όπως φαίνεται να υπονοεί ο ενάγων. Επομένως η επίδοση της στους εναγόμενους με επιμέλεια του ενάγοντος την 16.7.1992 (βλ. με αρ. 11959Α/1992 έκθεση επιδόσεως του δικ. Επιμελητή Κω Κ.Π.) ουδεμία προθεσμία έθεσε σε κίνηση και ουδεμία έκπτωση η ακυρότητα επήλθε, κατά συνέπεια, από τον ορισμό, με την επιμέλεια των εναγομένων, την 26.6.1995 για την εξέταση των μαρτύρων τους, δηλ. 2 έτη περίπου μετά την επίδοση της ως άνω αποφάσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων. (Β) Εξάλλου με την ως άνω 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ορίζετο ότι οι μάρτυρες θα εξετασθούν ενώπιον του ως Εισηγητού οριζομένου νεωτέρου Πρωτοδίκη του Πρωτοδικείου Κω και σε περίπτωση κωλύματος του ενώπιον του αμέσως αρχαιοτέρου του κ.ο.κ. Η 620/ΔΞ 56/1995 πράξη, με την οποία και με επιμέλεια των εναγομένων ορίσθηκε η 26.6.1995 για την εξέταση των μαρτύρων εκδόθηκε από τον Πρωτοδίκη Σ. Κυριακίδη, ως Εισηγητή-Δικαστή, αρχαιότερο δικαστή του Πρωτοδικείου Κω, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ενώ οι μάρτυρες των εναγομένων εξετάσθηκαν ενώπιον του Πρωτοδίκη Β. Παπανικόλα που υπογράφει και την 8/1995 εισηγητική έκθεση. Το γεγονός αυτό ουδεμία επιφέρει ακυρότητα, αφού η συμμετοχή των ανωτέρω στην αποδεικτική διαδικασία έγινε λόγω προφανούς κωλύματος του κατά διορισμό νεωτέρου Πρωτοδίκη Κω ή του αμέσως αρχαιοτέρου του κ.ο.κ., μη προκύπτοντος μάλιστα ότι οι ως άνω δύο δικαστές δεν είχαν αυτή την ιδιότητα, μετ' απόφαση του Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Κω, η διαπίστωση δε του κωλύματος αυτού ανάγεται στην διεύθυνση της εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου και δεν είναι ανάγκη ν' αναφέρεται στην Εισηγητική έκθεση ότι υπήρχε κώλυμα του Εισηγητή και ότι ο αναπληρώσας αυτόν είχε παραγγελία ν' αναπληρώσει των κωλυόμενο Εισηγητή (άρ. 341 §§ 5 και 10 Κ.Πολ.Δ. αρ. 5 του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 «Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», ως τροποποιηθείς ισχύει, πρβλ. ΑΠ 1678/1998, Ελλ.Δνη 40.94). Απορριπτέος, επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντα.

IV. Από (1) τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων (ο ενάγων δεν εξέτασε όπως προαναφέρθηκε μάρτυρες) που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του ορισθέντος ως άνω με την 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου Εισηγητού-Δικαστού, όπως αυτές περιέχονται στην 8/1995 εισηγητική του έκθεση, οι οποίοι, γνωστοποιηθέντες νομίμως προς τον ενάγοντα την 15/6/1995 (προ της ενάρξεως της εξετάσεως αυτών) με την επίδοση της 620/ΔΞ 56/1995 πράξεως του ως άνω Εισηγητή περί ορισμού της 26.6.1995 για την εξέταση των μαρτύρων (με αριθ. 8076/1995 έκθεση επιδόσεως της δικ. Επιμελήτριας Κω Φ.Κ.), παραδεκτώς εξετάσθηκαν (παραδεκτώς, επομένως λαμβάνονται υπόψη οι καταθέσεις τους), καίτοι ενώπιον του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχαν γνωστοποιηθεί από τους εναγομένους μετά την επίδοση της 323/1971 μη οριστικής αποφάσεως του δικαστηρίου εκείνου και εξετασθεί όχι αυτοί αλλά άλλοι μάρτυρες (με αριθ. 8/1980 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω), ουδεμίας ενστάσεως ή ακυρώσεως επερχόμενης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων, λόγω της γνωστοποιήσεως και εξετάσεως αυτών, αφού οι μάρτυρες αυτοί εξετάσθηκαν για την απόδειξη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας των εναγομένων, θέμα για το οποίο στον πρώτο βαθμό δεν είχε διαταχθεί απόδειξη (με την 323/1971 απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Κω είχε ταχθεί σε βάρος του ενάγοντος θέμα αποδείξεως για την εκ μέρους του εξακολουθητική διατήρηση του «τεσσαρούφ» επί του επιδίκου ακινήτου μέχρι 28.4.1952, αν και ως εκ περισσού) και επομένως ήταν επιτρεπτή η εξέταση νέων μαρτύρων καίτοι μη γνωστοποιηθέντων στον πρώτο βαθμό (άρ. 397, 529 Κ.Πολ.Δ. - Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ., Ερμηνευτική - νομολογιακή ανάλυση, τ. Γ, σελ. 344/5, Ευαγ. Ρίκου, Νέαι αποδείξεις κατ' έφεση, Ελ. Δνη 28.1 επ. 19 § 37), (2) την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ύστερ' από την επίδοση της 323/1971 μη οριστικής αποφάσεως του, όπως αυτές περιέχονται στα 8/1980 πρακτικά συνεδριάσεως του, (3) όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, εκτός από (α) τις από 8.2.1999 ένορκες βεβαιώσεις των Μ.Μ. και Β.Β. ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλύμνου Ι. Ρ. , για τις οποίες συντάχθηκε η 38045/1999 πράξη του και (β) την από 31.10.1962 επιστολή του Ι.Χ., αφού τα έγγραφα αυτά προσκόμισε ο ενάγων όχι με τις νομοτύπως κατά την συζήτηση στο ακροατήριο (10.2.1999) κατατεθείσες προτάσεις του (με τις οποίες τα επικαλείται), αλλά μετά απ' αυτήν και δη την 15.2.1999, κατά την επ' αυτών σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, δηλ. κατά την λήξη της τριήμερης προθεσμίας αντικρούσεως που ορίζεται από το νόμο (άρ. 237, 524 § 1 Κ.Πολ.Δ. - βλ. και ΑΠ 457/1997, Ελλ.Δνη 39.334/5) και (4) τις ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικώς αναφέρονται στην συνέχεια, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής: (Α) Το επίδικο ακίνητο, δηλ. αγρός εκτάσεως 8.200 m2 κείμενος στη θέση «....» Ασφενδίου Κω με τα κτηματολογικά στοιχεία τ. 18 γαιών Ασφενδίου, σελ. 80 και μερίδα 173, νομικής φύσεως «εραζί-εμιριέ (αρζί-μιρί)» φέρεται εγγεγραμμένο από αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο όνομα του ενάγοντος Ι. Ναού ..... (βλ. με αριθ. 4671/1984 αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας και 792/1971 πιστοποιητικό ακινήτου ιδιοκτησίας του Κτηματολογίου Κω-Λέρου) ως δικαιούχου δικαιώματος διαρκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από την εγγραφή αυτή (αρχική ως συνομολογείται) και καταστάσα αμετάκλητη αποδεικνύεται, κατ' αμάχητο τεκμήριο, η εκ μέρους του ενάγοντος κτήση του δικαιώματος τούτου πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου και - εφόσον δεν υπάρχει νεώτερη εγγραφή περί εκπτώσεως από το δικαίωμα τούτο με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στα άρ. 68 και 69 του Κτημ. Κανονισμού Δωδεκανήσου - η διατήρηση του υπέρ του ως άνω δικαιούχου εξακολουθητικά μέχρι την δημοσίευση του ν. 2100/1952 (28.4.1952), με την οποία αποσβέσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί του επιδίκου και ο ενάγων απέκτησε την πλήρη κυριότητα του (χωρίς ν' απαιτείται κάποια άλλη διατύπωση και ιδίως απόδειξη ότι το δικαίωμα εξουσιάσεως -τεσσαρούφ- είχε αποκτηθεί πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου, αλλ' αρκεί η καταγραφή του ακινήτου σ' αυτό ως «εραζί-εμιριέ» ή «αρζί-μιρί», αποδεικνύουσα, ως ελέχθη, την κατά τα ως άνω κτήση και διατήρηση του δικαιώματος αυτού), μη όντος έκτοτε δυνατόν ν' αντιταχθεί κατ' αυτού η κατ' άρ. 68 δεκαετής κτητική παραγραφή, αλλά μόνον (και δη από της ως άνω μετατροπής του ακινήτου σε ελεύθερης ιδιοκτησίας «μουλκ» και μετέπειτα) η κατ' άρ. 63 του Κτημ. Κανονισμού 1 δετής κτητική παραγραφή (άρ. 37-40, 51, 61, 63, 65 και 68 του εγκριθέντος με το 132/1929 τοπικό διάταγμα του Ιταλού κυβερνήτη Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστ. Κώδικα στην Δωδεκάνησο κατ' άρ. 8 § 2 ν. 510/1947, σε συνδ. με τα άρ. 3, 8, 20, 24, 30 και 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών άρ. 9 ν. 2100/1952 - ΑΠ 193/1997, Ελλ. Δνη 38.1573, ΑΠ 241/1982, ΕΕΝ 50.186, ΑΠ 66/1981, ΝοΒ 29.1258, Εφ.Δωδ. 105/1992, Δωδ. Νομ. τ. 3.173, Εφ. Δωδ. 80/1984, Δωδ. Νομ. Επιθ. τ. 5/157). (Β) Όμως το ακίνητο αυτό νεμόταν ως δικό του, τουλάχιστον από του ως άνω χρόνου (28.4.1952) και επί μία 15ετία συνεχώς μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ο αρχικώς εναγόμενος Ι.Χ., λαβών τούτο στην κατοχή του από τον πατέρα του Ε.Χ. (μετά δε τον θάνατο του εναγομένου την 31.12.1973 οι υπεισελθόντες στην θέση του ως άνω κληρονόμοι του), όπως ρητά και κατηγορηματικά κατέθεσαν οι μάρτυρες των εναγομένων (υπενθυμίζεται ότι ο ενάγων ουδένα μάρτυρα εξέτασε). Συγκεκριμένα: (1) Το επίδικο κατείχε αρχικά και καλλιεργούσε ως δικό του ο πατέρας του αρχικώς εναγομένου Ε.Χ. φυτεύοντας ντομάτες και σιτηρά (βλ. κατάθεση μάρτυρα Γ.Σ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), μετά τον θάνατο του οποίου τούτο περί το 1949 ή 1950 τούτο περιήλθε στον γιό του και αρχικώς εναγόμενο Ι.Χ. Ο τελευταίος μέχρι το 1963 καλλιεργούσε ο ίδιος τον επίδικο αγρό παράγοντας ντομάτες και καρπούζια, προϊόντα που στην συνέχεια μετέφερε με τα ζώα του στην Σκάλα Τεγκακιού και πωλούσε σε εμπόρους που έρχονταν με καΐκια από την Κάλυμνο. Το 1963 ο Ι.Χ. εκμίσθωσε το επίδικο στον μάρτυρα Σ.Σ. (που εξετάσθηκε ύστερ' από την έκδοση της 28/1987 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου επί της ενστάσεως ιδίας κυριότητας), ο οποίος το καλλιεργεί συνεχώς έκτοτε με την ιδιότητα αυτή με σανό, ντομάτες, πεπόνια, καρπούζια κτλ. μετά δε τον θάνατο του Ι.Χ. το 1973 την μισθωτική σχέση συνέχισαν οι υπεισελθόντες στην θέση του τέκνα του (δύο πρώτοι των ήδη εναγομένων) και σύζυγος του (3η). Κατά τα πρώτα έτη επειδή ο ως άνω μισθωτής πρόσφερε την εργασία του ως γεωργός στην οικογένεια Χ. οργώνοντας με ξύλινο άροτρο άλλα κτήματα τους εγίνετο συμψηφισμός του μισθώματος για το επίδικο προς την αμοιβή του για την καλλιέργεια των άλλων κτημάτων, ήδη όμως το ετήσιο μίσθωμα γι' αυτό ανέρχεται σε 18.000 δρχ. το οποίο καταβάλλει άλλοτε στον 2ο και άλλοτε στην 3η των εναγομένων, οι οποίοι το διανέμουν μεταξύ τους. Κατέθεσε περαιτέρω ο μάρτυρας αυτός, ότι το 1965 ο (αρχικός εναγόμενος) Ι.Χ. προκειμένου να επιτύχει την καλύτερη άρδευση του επιδίκου προέβη σε διάνοιξη γεωτρήσεως εντός αυτού, χρησιμοποιώντας τεχνίτες από την Μυτιλήνη που είχαν εγκατασταθεί για αρκετό χρονικό διάστημα στην Κω, δαπάνησε δε για την αιτία αυτή 50.000 δρχ. χωρίς να πάρει την άδεια κανενός για την γεώτρηση «εκτός από το ότι πήρε χαρτί από την Κοινότητα που έλεγε μέσα την τοποθεσία και ότι ήταν δικό του για να κάνει την γεώτρηση». Διευκρίνισε τέλος ο ίδιος μάρτυρας ότι «από το 1963 που είναι στο επίδικο ουδέποτε εμφανίσθηκε άλλο πρόσωπο να τον ρωτήσει κάτι για το κτήμα αυτό εκτός από τον Ι.Χ. και στην συνέχεια τους κληρονόμους του» καθώς και ότι σε συζητήσεις με τον Ι.Χ., με τον οποίο ήσαν σύγγαμβροι (μπατζανάκηδες), του έλεγε ότι το επίδικο ήταν δικό του και ότι εσκόπευε να το διανείμει στους δύο γυιούς του (1ο και 2ο των ήδη εναγομένων) κατ' ίσο μέρος (από 4 στρέμματα στον κάθε έναν) προκειμένου ν' ανεγείρουν οικίες, πέθανε όμως και δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του (βλ. κατάθεση του ως άνω μάρτυρα στην 8/1995 εισηγητική έκθεση). Από τα παραπάνω πλήρως αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο αρχικώς εναγόμενος Ι.Χ. κατείχε το επίδικο με διάνοια κυρίου (ενέμετο), ενεργώντας αυτοπροσώπως ή δι' άλλου τις ως άνω προσιδιάζουσες στην φύση του διακατοχικές πράξεις, συνεχώς επί 15 έτη πριν από την άσκηση της αγωγής και δη από 28.4.1952 και μέχρις αυτής, όπως οριοθετήθηκε και εξειδικεύθηκε με την 28/1987 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ο σχετικός ισχυρισμός του, ο οποίος αποτελεί νόμιμη ένσταση (άρ. 63 Κτημ. Κανονισμού, 1045 Α.Κ. Π. Θεοδωρόπουλου, Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον, σελ. 152, ΑΠ 761/1991, ΕΕΝ 1992.461-Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω, Νομολογία Αρ. Πάγου, έκδοση Δικηγ. Συλλόγου Ρόδου, σελ. 167 - γενικώτερα βλ. Για το πρόβλημα της ενέργειας της υπ' άρ. 63 χρησικτησίας πριν από την δικαστική αναγνώριση και την κτηματική καταχώριση, βλ. Γ. Παντελίδη, Εμπράγματη Ενέργεια της χρησικτησίας coutro tabulas, θετικά υπέρ αυτής εκφραζόμενος, Δωδ. Νομ. Επιθ. τ. 4, σελ. 37). Ως προς την ένσταση αυτή, ο ενάγων προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως τον (μη απαντηθέντα) ισχυρισμό ότι το επίδικο ως ανήκον σε περιουσία ναού είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτο χρησικτησίας, τον ισχυρισμό δε αυτόν προτείνει και με τις προτάσεις του της συζητήσεως αυτής. Επ' αυτού πρέπει να σημειωθούν τα εξής: (1) Με το άρ. 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου που κυρώθηκε με το 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη που διατηρήθηκε σε ισχύ (ως τοπικό δίκαιο) και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ' αυτήν της Ελληνικής Νομοθεσίας με το άρ. 8 § 2 ν. 510/1947, καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με την 15ετή νομή, ως προς τα λοιπά στοιχεία αυτής, δηλ. τις προϋποθέσεις ενάρξεως, διαδρομής και συμπληρώσεως της κτητικής αυτής παραγραφής, παραπέμπει η διάταξη «εις τας αρχάς της ιταλικής νομοθεσίας», της παραπομπής αυτής νοούμενης ως μνείας και κατά συνέπεια από της Εισαγωγής στην Δωδεκάνησο του Α. Κ. εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις (πλην του χρόνου) οι περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Α.Κ. (βλ. αντί άλλων Ολ.Α.Π. 188/1980, ΝοΒ 28.1477. (2) Με το άρ. 2 ν. 510/1947 που άρχισε να ισχύει από 30.12.1947 (παρ. 14 αυτού) εισήχθη στη Δωδεκάνησο η Ελληνική αστική νομοθεσία, όπως επίσης εισήχθη στην Δωδεκάνησο διά του ΒΔ της 31.12.1948/10.1.1949 η ελληνική νομοθεσία περί απαράγραπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελλ. Δημοσίου. (3) Λαμβανομένου υπόψη ότι (α) στον Κτηματολογικό Κανονισμό δεν υπάρχει διάταξη για την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας (β) η εκκλησιαστική κατάσταση στην Δωδεκάνησο και μετά την προσάρτηση συνέχισε κατ' εξαίρεση να διέπεται από το ισχύον περιουσιακό καθεστώς που δεν εθίγη (βλ. και άρ. 5 § 1 ν. 520/1977, Π. Θεοδωρόπουλος, ό.π. σελ. 53/4), δεν επεκτάθηκαν και δεν έχουν εφαρμογή όλες οι περί προστασίας των εκκλησιαστικών ακινήτων διατάξεις που ίσχυσαν στην λοιπή Ελλάδα, επ' αυτών δε ισχύει η κτητική παραγραφή του άρ. 63 Κτημ. Κανονισμού, συμπληρουμένου, όπως προαναφέρθηκε από τις διατάξεις του Α.Κ. (Π. Αποστολά, Η χρησικτησία στα εκκλησιαστικά ακίνητα, Δωδ.Νομ. τ. 4, 22 επ.). (4) Σύμφωνα με το άρ. 1054 Α.Κ. ανεπίδεκτα χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τέτοια δε είναι, εκτός των άλλων, και σύμφωνα με το άρ. 966 Α.Κ. τα προορισμένα σε εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Κατά συνέπεια η (αντ)ένσταση αυτή του ενάγοντος είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού δεν αναφέρεται ότι το επίδικο είναι προορισμένο σε εξυπηρέτηση κάποιου θρησκευτικού σκοπού (αφού δεν είναι τέτοιο από την φύση του).

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω πρέπει ν' απορριφθεί η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί ο ενάγων στην δικαστική δαπάνη των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρ. 176, 183, 189, 191 Κ.Πολ.Δ., 99 επ. Κωδ. Περί Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.