ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΝΟΜΟΣ 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» (ΦΕΚ Α' 110)

ΝΟΜΟΣ 5383/1932
«Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» (ΦΕΚ Α' 110)

Άρθρον 1

Προς διατήρησιν της Εκκλησιαστικής πειθαρχίας και προς τιμωρίαν των υποπεσόντων εις παράπτωμα ως προς τα χρέη και τα

καθήκοντα της επαγγελίας αυτών κληρικών και μοναχών καθίστανται τα εξής Εκκλησιαστικά Δικαστήρια:

α) Επισκοπικά Δικαστήρια.

β) Τα συνοδικά Δικαστήρια, πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον.

γ) Τα διά τους Αρχιερείς Δικαστήρια, πρωτοβάθμιον και δευτεροβάθμιον.

δ) Το διά τους Συνοδικούς Δικαστήριον.

"Κληρικοί" εν τη εννοία του παρόντος Νόμου λογίζονται οι Αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι,οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι.
Εν τοις "μοναχοίς" περιλαμβάνονται και αι μονάστριαι.

 

Άρθρον 2

Εν τη Αρχιεπισκοπή και εν εκάστη Μητροπόλει καθίσταται Επισκοπικόν Δικαστήριον, αρμοδιότητα έχον ίνα επιλαμβάνεται των υποθέσεων ιερέων, διακόνων και μοναχών.
Το Επισκοπικόν Δικαστήριον, συνεδριάζον εν τη έδρα της Μητροπόλεως και εν τω Μητροπολιτικώ Γραφείω, συγκροτείται εκ του οικείου Μητροπολίτου ως προέδρου ή κωλυομένου υπό του νομίμου αυτού αναπληρωτού, ως προεδρεύοντα και εκ δύο
πρεσβυτέρων αξιωματικών εκ των εν τη περιφερεία της Μητροπόλεως ως μελών.

 Άρθρον 3

 Κατά τριετίαν διά Π. Δ/τος, μετά πρότασιν του οικείου Μητροπολίτου και σύμφωνον γνώμην της Ιεράς Συνόδου, διορίζονται εν εκάστη Μητροπόλει δύο μεν εκ των εν
αυτή πρεσβυτέρων ως τακτικά μέλη του Επισκοπικού Δικαστηρίου, υπό των εφημερίων της Μητροπολιτικής περιφερείας υποδεικνυόμενα έτερα δε 2 ως αναπληρωματικά.
Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη δύνανται να αναδιορισθώσι κατά τον αυτόν ωσαύτως τρόπον μετά την λήξιν της τριετούς θητείας αυτών.

 

Άρθρον 4

Εν ελλείψει, απουσία ή ετέρω κωλύματι του Μητροπολίτου αναπληροί τούτον εν τω Επισκοπικώ Δικαστηρίω ο πρωτοσύγκελλος, ή τοιούτου μη υπάρχοντος, οι κανονικοί
αναπληρωταί. Εν ελλείψει δε, απουσία ή ετέρω κωλύματι τινος των λοιπών μελών, ο αναπληρωτής λαμβάνεται κατά την τάξιν του διορισμού εκ των κατά το άρθ. 3 του νόμου τούτου διορισθέντων αναπληρωματικών μελών.

Άρθρον 5


Εν τω Επισκοπικώ Δικαστηρίω αποφασιστικήν ψήφον έχει μόνον ο Μητροπολίτης.
Οι συμπαρεδρεύοντες πρεσβύτεροι έχουσι ψήφον απλώς συμβουλευτικήν, δικαιούνται δε να καταχωρήσωσιν εν τοις πρακτικοίς την διαφέρουσαν γνώμην αυτών.
Καθ' ην περίπτωσιν, εν ελλείψει, απουσία ή άλλω κωλύματι του Μητροπολίτου, το Επισκοπικόν Δικαστήριον συγκροτείται μόνον εκ πρεσβυτέρων, πάντα τα μέλη του Δικαστηρίου έχουσιν αποφασιστικήν ψήφον.

Άρθρον 6

Παρά τω Επισκοπικώ Δικαστηρίω καθήκοντα γραμματέως εκπληροί ο γραμματεύς της Μητροπόλεως, τούτον δε ελλείποντα, απόντα ή άλλως κωλυόμενον, αναπληροί ο υπό του Μητροπολίτου προς τούτο εκάστοτε οριζόμενος κληρικός.

 

Άρθρον 7

Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δικάζει τα οπουδήποτε διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα των υπό την ποιμαντορίαν του Μητροπολίτου κληρικών και μοναχών, έτι δε τα εν τη περιφερεία της Μητροπόλεως διαπραχθέντα εκκλησιαστικά παραπτώματα
παντός υπό την ποιμαντορίαν οιουδήποτε Μητροπολίτου διατελούντος κληρικού ή μοναχού.

 

Άρθρον 8

Επί συντρεχούσης αρμοδιότητος Επισκοπικών Δικαστηρίων προτιμάται εκείνο, παρ' ου ο κατηγορούμενος εκλήθη πρότερον προς ανάκρισιν.


Άρθρον 9


Εν περιπτώσει αμφισβητήσεως περί της αρμοδιότητος, κανονίζει ταύτην κατ' αίτησιν οιουδήποτε των διαφερομένων Μητροπολιτών ή του κατηγορουμένου η Ιερά Σύνοδος.
Η Ιερά Σύνοδος, λαβούσα την περί κανονισμού της αρμοδιότητος αίτησιν, γνωρίζει ταύτην τοις διαφερομένοις Μητροπολίταις, ούτοι δε μέχρις ου αποφανθή η Ιερά Σύνοδος επί της αμφισβητήσεως, οφείλουσι να αναστείλωσι πάσαν περαιτέρω διαδικασίαν, υπέχοντες εν εναντία περιπτώσει πειθαρχικήν ευθύνην προς την Ιεράν Σύνοδον.


Άρθρον 10

Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δύναται να επιβάλη προς τους εγγάμους πρεσβυτέρους, διακόνους και υποδιακόνους τας εξής ποινάς, εφ' όσον δι' ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται ετέρα τις:

α) Επίπληξιν.

β) Στέρησιν του μισθού μέχρι τριών μηνών υπέρ του ΤΑΚΕ.

γ) Χρηματικήν ποινήν υπέρ του ΤΑΚΕ μέχρι των δρχ. 500 διά τους τυχόν μη μισθοδοτουμένους.

δ) Αργίαν από πάσης ιεροπραξίας μέχρις έτους μετά ή άνευ στερήσεως του μισθού και των λοιπών εφημεριακών δικαιωμάτων.

ε) Αργίαν ενός μέχρις ενός και ημίσεος έτους μετά παύσεως από της εφημεριακής θέσεως.

ς) Σωματικόν περιορισμόν κατ' οίκον μέχρι 15 ημερών.

ζ) Εκπτωσιν από του αξιώματος (οφφικίου).

Η ποινή της εκπτώσεως από του αξιώματος ή της αργίας από πάσης ιεροπραξίας, ή της αργίας μετά παύσεως και η του σωματικού περιορισμού δύνανται να επιβληθώσι και αθροιστικώς εν όλω ή εν μέρει εις πάντα παρεκτρεπόμενον κληρικόν.


Άρθρον 11

Ποιναί επιιβλητέαι σε μοναχούς

Το Επισκοπικόν Δικαστήριον δύναται να επιβάλη εις τους μοναχούς και αγάμους κληρικούς τας εξής ποινάς, εφ' όσον δεν ορίζεται ετέρα τις υπό ειδικού τινος νόμου.

α) Επίπληξιν.

β) Επί ιερωμένων, αργίαν από πάσης ιεροπραξίας μέχρις ενός έτους.

γ) Σωματικόν περιορισμόν εν τω σωφρονιστηρίω της οικείας μονής μέχρι δύο μηνών.

δ) Σωματικόν περιορισμόν μέχρι 3 ετών εν τω ειδικώ σωφρονιστηρίω των κληρικών ή εν άλλη Μονή.

ε) Έκπτωσιν από του αξιώματος (οφφικίου) ή της θέσεως.

Εκ των ανωτέρω ποινών η ποινή της εκπτώσεως από του αξιώματος ή της θέσεως, ή της αργίας από πάσης ιεροπραξίας και η του υφ’ οιονδήποτε τύπον σωματικού περιορισμού δύνανται να επιβληθώσι και αθροιστικώς εν όλω ή εν μέρει.

Επί ελαφρών παραπτωμάτων ο Αρχιερεύς μετά προφορικήν ή έγγραφον απολογίαν επιβάλλει εις τον παρεκτρέποντα αργίαν μέχρι 30 ημερών, αν δε το παράπτωμα προξενήση σκάνδαλον ο Μητροπολίτης δύναται να επιβάλη αργίαν μέχρις εξ (6) μηνών.
Αι εις τους κληρικούς επιβαλλόμεναι ποιναί επιβάλλονται και εις τους συνταξιούχους κληρικούς μετά ή άνευ στερήσεως της συντάξεώς των.

Άρθρον 12

Εάν μετά την ενώπιον αυτού διαδικασίαν το Επισκοπικόν Δικαστήριον ήθελε κρίνει, ότι εις τον κατηγορούμενον ιερωμένον είναι επιβλητέαι ποιναί ανώτεραι των εν τοις άρθ. 10-11 οριζομένων, κηρύσσει εαυτόν αναρμόδιον και παραπέμπει την
υπόθεσιν εις το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον.

Άρθρον 13

Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον συγκροτείται εκ του πρώτου τη τάξει Συνοδικού ως προέδρου και εκ 5 Συνοδικών, οριζομένων διά κλήρου κατά την πρώτην μετά την 1ην Οκτωβρίου εκάστου έτους συνεδρίαν της Ι. Συνόδου. Δια την κατά το προηγούμενον εδάφιον κλήρωσιν τίθενται εις την κληρωτίδα κατά την πρώτην εκάστης συνοδικής περιόδου συνεδρίαν της Ι. Συνόδου τα ονόματα πάντων των Συνοδικών, πλην των του Προέδρου της Ι. Συνόδου και του πρώτου τη τάξει. Εκ του ολικού αριθμού των κλήρων ο Πρόεδρος της Ι. Συνόδου εξάγει εκ της κληρωτίδος 5. Οι κληρωθέντες 5 Συνοδικοί συγκροτούσι μετά του πρώτου τη τάξει το διά το αρξάμενον συνοδικόν έτος Πρωτοβάθμιον Δικαστήριον.

 

Άρθρον 14

Το δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον συγκροτείται εκ του Προέδρου της Ι. Συνόδου ως προέδρου και εκ των υπολειπομένων εξ Συνοδικών μετά την αφαίρεσιν του Αντιπροέδρου της Ι. Συνόδου και των 5 κατά το προηγούμενον άρθρον κληρωθέντων διά την συγκρότησιν του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου Συνοδικών.

Άρθρον 15

Εν περιπτώσει νομίμου αποκλεισμού, εξαιρέσεως ή ετέρου νομίμου κωλύματος των μελών εκατέρου των κατά το προηγούμενον άρθρον Συνοδικών Δικαστηρίων, προσκαλούνται υπό του Προέδρου της Ι. Συνόδου δι’ αναπλήρωσιν εκ των μη Συνοδικών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εξ ημισείας εκ των της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών.
Υφισταμένης τυχόν δι' άπαντας τους προς αναπλήρωσιν προσκαλουμένους Συνοδικούς αιτίας νομίμου αποκλεισμού ή εξαιρέσεων ή ετέρου νομίμου κωλύματος, προσκαλούνται οι αναπληρωταί εκ των λοιπών Αρχιερέων του Κράτους κατά τα
ανωτέρω.
Εν περιπτώσει κωλύματος του Προέδρου προεδρεύει εκατέρου των Συνοδικών Δικαστηρίων ο εκ των μελών τούτων προηγούμενος κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας.

 

Άρθρον 16

Καθήκοντα Γραμματέως παρά τω πρωτοβαθμίω μεν Συνοδικώ Δικαστηρίω εκτελεί ο Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου, παρά τω Δευτεροβαθμίω δε ο Αρχιγραμματεύς.
Τον Γραμματέα εκατέρου των Δικαστηρίων τούτων ελλείποντα, απόντα ή άλλως κωλυόμενον αναπληροί εις των γραφέων ή υπογραμματέων της Ιεράς Συνόδου, οριζόμενος προς τούτο υπό του Προεδρεύοντος.
Καθήκοντα κλητήρος παρά τοις Συνοδικοίς Δικαστηρίοις εκτελούσιν οι Κλητήρες της Ιεράς Συνόδου.

Άρθρον 17


Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον δικάζει εις πρώτον βαθμόν τας συμφώνως τω άρθρω 4 του παρόντος διαβιβαζομένας υποθέσεις των επισκοπικών δικαστηρίων. Επιβάλλει δε πάσας τας υπό των ιερών κανόνων και του παρόντος νόμου προβλεπομένας ποινάς, ως και την καθαίρεσιν, μέχρι του πενταπλασίου δε των εν τω άρθρω 10 οριζομένων ποινών.

Άρθρον 18

 

Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον δικάζει τας εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 19


Τα Συνοδικά Δικαστήρια, το τε πρωτοβάθμιον και το δευτεροβάθμιον, συνεδριάζουσιν εν τω Καταστήματι της Ιεράς Συνόδου.

Άρθρον 20

Το Πρωτοβάθμιον Δικαστήριον διά τους Αρχιερείς συγκροτείται εκ του Αντιπροέδρου της Ι. Συνόδου ως Προέδρου και εκ των υπολειπομένων 11 Συνοδικών, πλην του Προέδρου της Ι. Συνόδου. Εν ισοψηφία επικρατεί η ψήφος του Προέδρου.

Άρθρον 21

Εν περιπτώσει νομίμου αποκλεισμού, εξαιρέσεως ή ετέρου νομίμου κωλύματος των συγκροτούντων το πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον καλείται ο αναπληρώνων εκ των λοιπών εκτός της Ι. Συνόδου Αρχιερέων του Κράτους, των
εχόντων Μητροπόλεις κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, λαμβανομένων κατά τας διατάξεις του άρθρου 15.
Εν περιπτώσει κωλύματος του Προέδρου, προεδρεύει του Δικαστηρίου ο εκ των μελών αυτού προηγούμενος κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας.

Άρθρον 22
 

Καθήκοντα Γραμματέως παρά τω Πρωτοβαθμίω διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίω εκπληροί ο γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.
Τον Γραμματέα κωλυόμενον, απόντα ή άλλως ελλείποντα αναπληροί εις των υπογραμματέων ή γραφέων της Ιεράς Συνόδου, οριζόμενος προς τούτο υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου.
Καθήκοντα Κλητήρος παρά τω εν λόγω Δικαστηρίω εκπληρούσιν οι κλητήρες της Ιεράς Συνόδου.

Άρθρον 23

Το Πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον δικάζει τα παραπτώματα των Αρχιερέων, δυνάμενον να επιβάλη τας εξής ποινάς, εφ' όσον δι’ ειδικής διατάξεως νόμου δεν ορίζεται ετέρα τις:

α) Μομφήν,

β) Αργίαν από πάσης ιεροπραξίας μέχρις 6 μηνών.

γ) Καθαίρεσιν.


Ο εις αργίαν καταδικασθείς Αρχιερεύς δεν δύναται επί τριετίαν από του αμετακλήτου της αποφάσεως ν' αναλάβη Συνοδικά καθήκοντα, εάν δε είναι  Συνοδικός, εκπίπτει έκτοτε αυτοδικαίως από του αξιώματος τούτου.

Άρθρον 24

Το Δευτεροβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον συγκροτείται εκ του Προέδρου της Ι. Συνόδου ως Προέδρου και εκ των 14 Αρχιερέων λαμβανομένων κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εκ των εκτός της Ι. Συνόδου Αρχιερέων του Κράτους των
εχόντων Μητροπόλεις κατά τας διατάξεις του άρθρου 17.

Άρθρον 25

Καθήκοντα Γραμματέως παρά τω Δευτεροβαθμίω διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίω εκπληροί ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.
Τον Γραμματέα απόντα, κωλυόμενον ή άλλως ελλείποντα αναπληροί ο υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου οριζόμενος εκ των υπογραμματέων ή γραφέων της Ιεράς Συνόδου.
Καθήκοντα κλητήρος και παρά τω Δευτεροβαθμίω διά τους Μητροπολίτας Δικαστηρίω εκτελούσιν οι κλητήρες της Ιεράς Συνόδου.

Άρθρον 26

Το Δευτεροβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον δικάζει τας εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πρωτοβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 27

Τα διά τους Αρχιερείς Δικαστήρια, το τε πρωτοβάθμιον και το δευτεροβάθμιον, συνεδριάζουσιν εν τοις Γραφείοις της Ιεράς Συνόδου.

Άρθρον 28    

Το δια την δίκην του Προέδρου και των μελών της Ιεράς Συνόδου δια τας εν τη εκτελέσει των Συνοδικών αυτών καθηκόντων παραβάσεις εκκλησιαστικού τινος θεσμού συγκαλούμενον Δικαστήριον συγκροτείται διά κληρώσεως εκ του ενός τρίτου των
εχόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων του Κράτους, πλην των διατελεσάντων Συνοδικών κατά την Συνοδικήν περίοδον καθ' ην διεπράχθησαν αι παραβάσεις αι δούσαι αφορμήν εις την δίκην. Εάν τούτος δεν υπερβαίνωσι τους 15, εκ του ημίσεος αριθμού της ολομελείας, επικρατούσης της ψήφου του Προέδρου εν ισοψηφία.

 

Άρθρον 29

 

Οι Αρχιερείς προσκαλούνται διά Προεδρικού Δ/τος ορίζοντος τον τόπον των συνεδριών του Δικαστηρίου και την ημέραν και ώραν της πρώτης συνεδρίας αυτού.

 

Άρθρον 30


Το δια τους Συνοδικούς Δικαστήριον, δικάζον πάντοτε εν πρώτω και τελευταίω βαθμώ δύναται να επιβάλη οίας και το Πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον ποινάς.
Ο υπό του Δικαστηρίου τούτου εις αργίαν καταδικασθείς Συνοδικός εκπίπτει αυτοδικαίως του Συνοδικού Αξιώματος.
Ο ένεκα κυρίας ή παρεπομένης ποινής εκπεσών του Συνοδικού αξιώματος κωλύεται επί τριετίαν από του αμετακλήτου της αποφάσεως όπως αναλάβη και αύθις Συνοδικά καθήκοντα.

 

Άρθρον 31


Παρ’ άπασι τοις άνω Δικαστηρίοις πλην του Επισκοπικού παρίσταται και ο Επίτροπος της Ιεράς Συνόδου κατά τας διατάξεις του άρθ. 6 του Ν. 5187.

[Η ανωτέρω διάταξη είναι πλέον άνευ αντικειμένου]

 

Άρθρον 32



Ουδείς κληρικός δύναται να μετάσχη ως δικαστής της συγκροτήσεως Εκκλησιαστικού τινος Δικαστηρίου ή να εκτελέση έργα ανακριτού ή γραμματέως:

α) Αν αυτός υπήρξε ο παθών εκ του υπό κρίσιν παραπτώματος.

β) Αν συνδέηται μετά του κατηγορουμένου ή του παθόντος διά συγγενείας εξ αίματος κατ' ευθείαν γραμμήν, ή μέχρι και του τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ή δια κηδεστίας κατ' ευθείαν γραμμήν ή μέχρι και του δευτέρου βαθμού εκ πλαγίου.

γ) Αν εν τη υπό κρίσιν υποθέσει εξητάσθη ήδη ως μάρτυς ή εξεπλήρωσεν ήδη καθήκοντα συνηγόρου.

δ) Ο Μητροπολίτης αν εν τη υπό κρίσιν υποθέσει εδίκασεν ο ίδιος ως δικαστής κατωτέρου βαθμού.

 

Άρθρον 33

Εξαίρεσις

 

Ο κατηγορούμενος κληρικός ή μοναχός δύναται να ζητήση την εξαίρεσιν των εν τω άρθρου 31 αναφερομένων προσώπων διά τε τους εν τω άρθρω τούτω λόγους και προσέτι δι' υπόνοιαν μεροληψίας.
Υπόνοια μεροληψίας υπάρχει οσάκις υφίσταται λόγος αποχρών, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου, όπως δικαιολογήση την δυσπιστίαν επί την μεροληψίαν των προσώπων τούτων.
Δεν δύναται να ζητηθή η εξαίρεσις του Μητροπολίτου ως Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου και εν γένει ως ασκούντος
εν τη Μητροπόλει αυτού την δικαστικήν εξουσίαν.

 

Άρθρον 34

Η περί εξαιρέσεως αίτησις υποβάλλεται εγγράφως εις το Δικαστήριον εις ο ανήκει ο εξαιρετέος. Πρέπει δε, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχη τους λόγους της εξαιρέσεως μετ' αναλυτικής εκθέσεως των γεγονότων, εφ' ων ούτοι στηρίζονται,
και την πρότασιν των μέσων της αποδείξεως.
Η περί εξαιρέσεως αίτησις δι' υπόνοιαν μεροληψίας πρέπει να υποβάλληται πριν ή ο αιτών κατηγορούμενος υποβληθή οπωσδήποτε υπό την ενέργειαν την αφορώσαν εις την άσκησιν των καθηκόντων του εξαιρετέου, άλλως είναι απαράδεκτος, πλην αν δύναται ν' αποδειχθή εγγράφως, ότι ο λόγος της εξαιρέσεως ανεφύη κατόπιν ή ότι κατόπιν περιήλθεν εις γνώσιν του αιτούντος την εξαίρεσιν.
Πλειόνων δικαστών η εξαίρεσις πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, συγχρόνως να αιτήται, επιφυλασσομένης της περιπτώσεως καθ' ην ο λόγος της εξαιρέσεως ανεφύη κατόπιν ή κατόπιν εγένετο γνωστός εις τον αιτούνται και ταύτα αποδεικνύονται
εγγράφως.

 

Άρθρον 35



Ο καθ' ου απευθύνεται η περί εξαιρέσεως αίτησις οφείλει να εξηγηθή εγγράφως επί των λόγων της εξαιρέσεως.
Οφείλει προς τούτοις προ της εκδικάσεως της περί εξαιρέσεως αιτήσεως να απέχη πάσης περαιτέρω δικαστηριακής πράξεως.

 

Άρθρον 36


Επί της αιτήσεως περί εξαιρέσεως αποφαίνεται, επί τη βάσει των εγγράφων, το Δικαστήριον, εις ο ανήκει ο καθ' ου απευθύνεται η αίτησις, αλλ' άνευ συμμετοχής και τούτου και άνευ κλητεύσεως του αιτησαμένου την εξαίρεσιν.
Εάν αιτηθή η εξαίρεσις πλειόνων συγχρόνως δικαστών, οι μήπω εξαιρεθέντες δεν κωλύονται όπως μετάσχωσι της εκδικάσεως της κατά των λοιπών στρεφομένης αιτήσεως περί εξαιρέσεως.
Δεν επιτρέπεται η αίτησις περί εξαιρέσεως ως τοσούτων μελών του Δικαστηρίου, ώστε να είναι αδύνατος η διά τακτικών ή αναπληρωματικών μελών συγκρότησις αυτού.

 

Άρθρον 37

 

Η απόφασις του δικαστηρίου, η δεχομένη ή απορρίπτουσα την περί εξαιρέσεως αίτησιν, συντάσσεται κατά τον εν τοις άρθ. 123 και 124 τύπον, εις ουδέν δ’ ένδικον μέσον υπόκειται.
Τα έξοδα της παρεμπιπτούσης ταύτης διαδικασίας βαρύνουσι τον υποβάλλοντα την περί εξαιρέσεως αίτησιν εάν αύτη απερρίφθη, άλλως βαρύνουσι το ΤΑΚΕ.

 

Άρθρον 38

 

Ο κατηγορούμενος, ο κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου υποβαλών προφανώς προπετή αίτησιν εξαιρέσεως δύναται να καταδικασθή διά της απορριπτούσης την αίτησιν αυτού αποφάσεως και εις χρηματικήν ποινήν υπέρ του ΤΑΚΕ μέχρι των δραχμών χιλίων.

 

Άρθρον 39

 

Δικαστής, ανακριτής ή γραμματεύς εαυτώ λόγων εξαιρέσεως, υποβάλλει τούτον τω εις ο ανήκει Δικαστηρίω προς απόφασιν.
Τούτο δ' αποφαίνεται άνευ συμμετοχής του αιτούντος την εαυτού εξαίρεσιν.

 

Άρθρον 40

 

Εν τη προδικασία ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου ο ανακριτής και ο γραμματεύς του ανακρίνοντος, συνειδότες εαυτοίς λόγων εξαιρέσεως, υποβάλλουσιν αυτόν των οικείω Μητροπολίτη, όστις εάν κρίνη τούτον ισχυρόν προβαίνει εις την
προσήκουσαν αντικατάστασιν.
Εις τον οικείον Μητροπολίτην ωσαύτως υποβάλλονται και αι αιτήσεις περί εξαιρέσεως των προσώπων τούτων, ούτος δε αποφαίνεται μόνος επ' αυτών και, εάν διατάξη την εξαίρεσιν,. προβαίνη εις την προσήκουσαν αντικατάστασιν.

 

Άρθρον 41

 

Οι Αρχιερείς, δικάζοντες εν τοις Εκκλησιαστικοίς Δικαστηρίοις, φέρουσι το εγκόλπιον και το επανωκαλύμμαυχον.

 

Άρθρον 42

 

Αρχιερείς μη Συνοδικοί, κληθέντες κατά τα προηγούμενα άρθρα προς συμπλήρωσιν της συγκροτήσεως ή προς συγκρότησιν των Συνοδικών Δικαστηρίων, μη προσερχόμενοι δε άνευ νομίμου δικαιολογίας εντός πενθημέρου από της τακτικής προσκλήσεως, στερούνται υπέρ του ΟΔΕΙ ενός μηνιαίου επιδόματος αυτών, επιφυλάσσεται δε κατά τας περιστάσεις και η καταδίωξις αυτών ενώπιον του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, δυναμένου να επιβάλη διά την παράβασιν και την ποινήν της αργίας μέχρι 15 ημερών.
Την στέρησιν απαγγέλουσι τα σχετικά Δικαστήρια, συγκροτούμενα προς τον σκοπόν τούτον νομίμως και εκ μόνον των εν Αθήναις ευρισκομένων μελών αυτών.

 

Άρθρον 43

 

Νόμιμος δικαιολογία θεωρείται:

α) Νόσος του Αρχιερέως, μη επιτρέπουσα την προσέλευσιν αυτού, βεβαιουμένη δι’ εκθέσεως δύο επιστημόνων ιατρών.

β) Λόγοι σπουδαίοι και αποχρώντως μεμερτυρημένοι, καταστήσαντες κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου αδύνατον την προσέλευσιν του Αρχιερέως.

 

Άρθρον 44

 

Την στέρησιν του επιδόματος ως και την τυχόν επιβληθείσαν αργίαν δύναται να άρη το δικαστήριον, εάν μετά σχετικόν υπόμνημα του υποβληθέντος εις την στέρησιν Αρχιερέως πεισθή, ότι υπήρχε νόμιμος δικαιολογία της μη προσελεύσεως.
Εάν την στέρησιν του επιδόματος και την τυχόν επιβληθείσαν αργίαν επέβαλε το Δευτεροβάθμιον δια τους Αρχιερείς Δικαστήριον, την άρσιν αυτής, διαλυθέντος εν τω μεταξύ του Δικαστηρίου, δύναται υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις ν' απαγγείλη η Ιερά Σύνοδος.

 

Άρθρον 45

 

Αι κατά την διαδικασίαν ενώπιον των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων κλήσεις, αι επιδοτέαι αποφάσεις, ως και τα λοιπά κατά τον παρόντα νόμον επιδοτέα έγγραφα επιδίδονται διά κλητήρος του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, εις ο ανήκει ο
εντελλόμενος την επίδοσιν, ή και διά της Αστυνομικής Αρχής του τόπου, εν ω γενήσεται επίδοσις, ή διά κληρικού.
Επί κατηγορουμένων Αρχιερέων αι προς αυτούς επιδόσεις γίνονται μόνον δια κληρικού.

 

Άρθρον 46

 

Ο ενεργών την επίδοσιν παραδίδει κατά κανόνα το επιδοτέον έγγραφον εις χείρας του προς ον τούτο απευθύνεται.
Εάν ο ενεργών την επίδοσιν μη εύρη τον προς ον το έγγραφον απευθύνεται εν τη οικία αυτού, ή εύρη μεν αυτόν αλλ' ούτος αρνείται να παραλάβη τούτο εγχειρίζει το έγγραφον εις τινα των συνοίκων ή των υπηρετών, εξαιρουμένων των παίδων
ηλικίας κατωτέρας των 16 ετών κατά την ανεξέλεγκτον του επιδίδοντος αντίληψιν.

 

Άρθρον 47

 

Εάν ο τε προς ον η επίδοσις και οι σύνοικοι ή οι υπηρέται αυτού αρνηθώσι να παραλάβωσι το έγγραφον, ο ενεργών την επίδοσιν κολλά αυτό εις την θύραν της οικίας επί παρουσία δύο προσλαμβανομένων μαρτύρων.

 

Άρθρον 48

 

Εάν μηδείς ευρεθή εν τη οικία του προς ον η επίδοσις, ο ενεργών αυτήν καταθέτει το έγγραφον κατ' εκλογήν του ή εις το ταχυδρομικόν ή εις το Αστυνομικόν κατάστημα, ή παρά τω Προέδρω του Κοινοτικού Συμβουλίου, ή παρά τινι των
διδασκάλων του τόπου της επιδόσεως, υποχρεουμένων να παραδώσωσι ταύτην και κολλά εις την θύραν της οικίας, επί παρουσία προσλαμβανομένων δύο μαρτύρων, έγγραφον σημείωμα, περιέχον συνοπτικήν περιγραφήν του κατατεθέντος εγγράφου και ανακοίνωσιν περί της γενομένης καταθέσεως.

 

Άρθρον 49



Εν τη περιπτώσει του προηγουμένου άρθρου ο ενεργών την επίδοσιν οφείλει προσέτι να ερευνήση μη τυχόν ο προς ον απευθύνεται το έγγραφον αποδημή και εν καταφατική περιπτώσει, να υποβάλη περί τούτου αναφοράν προς τον εντειλάμενον
την επίδοσιν.

 

Άρθρον 50

 

Περί της γενομένης επιδόσεως συντάσσεται επί τόπου αποδεικτικόν εν ω αναφέρεται η ημέρα, ο μην και το έτος της επιδόσεως έτι δε και το όνομα του εις ον ενεχειρίσθη το έγγραφον, υπογράφεται δε τούτο υπό του ενεργούντος την επίδοσιν
και του λαβόντος το έγγραφον.
Αν ο λαβών το έγγραφον δηλώση, ότι είναι αγράμματος ή ότι δεν δύναται να υπογράψη, ή αν αρνήται να υπογράψη, ή αν το επιδοτέον έγγραφον εκολλήθη εις την οικίαν του προς ον η επίδοσις, γίνεται μνεία τούτου εν τω αποδεικτικών,
προσλαμβάνονται δε δύο μάρτυρες, ων τα ονόματα και το επάγγελμα δέον να αναφέρωνται εν τω αποδεικτικώ και οίτινες προσυπογράφουσι τούτο, εάν γινώσκωσι γράμματα.

 

Άρθρον 51

 

Ο ενεργών την επίδοσιν οφείλει προσέτι να σημειώση επί του επιδιδομένου εγγράφου την κατά το προηγούμενον άρθρον χρονολογίαν, τον τόπον της επιδόσεως και το πρόσωπον, εις ο τούτο ενεχειρίσθη, ή την οικίαν, εν η εκολλήθη, και να
υπογράψη την σημείωσιν ταύτην.

 

Άρθρον 52

Επί επιδόσεων γινομένων κατά το άρθ. 47 το αποδεικτικόν της επιδόσεως περιέχει την πιστοποίησιν περί του τρόπου, καθ' ον ετηρήθησαν αι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

 

Άρθρον 53

 

Επιδόσεις γινόμεναι διά της Αστυνομικής Αρχής δύνανται να ενεργώνται και κατά τον τύπον των επιδόσεων των ποινικών δικογράφων εν ταις κοιναίς ποινικαίς δίκαις.

 

Άρθρον 54

 

Επί επιδόσεων ενεργητέων εν τη αλλοδαπή απευθύνεται η προσήκουσα παράκλησις προς την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργείου των Εξωτερικών ίνα αύτη εντείλη την αρμοδίαν Πρεσβείαν ή την οικείαν Προξενικήν Αρχήν την επίδοσιν.

 

Άρθρον 55



Επί κατηγορουμένων αγνώστου διαμονής η επίδοσις λογίζεται γενομένη, εάν το περιεχόμενον του επιδοτέου εγγράφου γνωστοποιηθή δις διά του περιοδικού της Εκκλησίας και μιας εφημερίδος και από της τελευταίας δημοσιεύσεως παρέλθωσι δύο εβδομάδες.
Η εκλογή της Εφημερίδος ανήκει εις τον εντελλόμενον την επίδοσιν, η δε δαπάνη βαρύνει το ΤΑΚΕ.

 

Άρθρον 56

 

Εν τη κατά τον παρόντα νόμον διαδικασία είναι δεκτόν παν αποδεικτικόν μέσον.
Επιβολή όρκου εις τον κατηγορούμενον δεν επιτρέπεται.

 

Άρθρον 57

 

Ο δικαστής δεν δεσμεύεται υπό νομικών κανόνων εν τη εκτιμήσει των αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφαίνηται κατ' ελεύθερον πεποίθησιν, αντλουμένην εκ του συνόλου της συζητήσεως και των αποδείξεων.
Ιδία δε ο δικαστής εκτιμά ελευθέρως την τυχόν απολογίαν του κατηγορουμένου, τας καταθέσεις των μαρτύρων, την γνώμην των πραγματογνωμόνων, των εγγράφων, το πόρισμα της δικαστικής αυτοψίας.
Αλλά καταδίκη κληρικού εις οιανδήποτε εκκλησιαστικήν ποινήν δεν δύναται να στηριχθή επί της μαρτυρίας ενός μόνου μάρτυρος ενός μόνον μάρτυρος.

 

Άρθρον 58

 

Πας προσκαλούμενος όπως μαρτυρήση ενώπιον του ανακρίνοντος κληρικού, ή ενώπιον Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου οφείλει κατά κανόνα να εμφανισθή ενώπιον του προσκαλούντος αυτόν ανακριτικού οργάνου της Εκκλησίας ή Εκκλησιαστικού
Δικαστηρίου.
Δεν υποχρεούνται προς εμφάνισιν οι Αρχιερείς και οι ένεκα προβεβηκυίας ηλικίας ή νόσου αδυνατούντος να προσέλθωσι.
Πάντες ούτοι εξετάζονται εν τη οικία αυτών.

 

Άρθρον 59

 

Υπουργοί, Στρατηγοί έχοντες διοίκησιν, Εισαγγελείς και Νομάρχαι υποχρεούνται προς εμφάνισιν μόνον εάν προσκαλώνται να εξετασθώσιν υπό Αρχιερέως εν ω τόπω εδρεύουσιν, ή εάν διατρίβωσιν εκτός της έδρας αυτών, εν ω τόπω διατρίβουσιν.

 

Άρθρον 60

 

Οι εν τη αλλοδαπή διατρίβοντες υποχρεούνται προς εμφάνισιν μόνον εάν προσκαλώνται να εξετασθώσιν εν ω τόπω διατρίβουσιν.

 

Άρθρον 61

 

Ο προς εμφάνισιν υπόχρεως, εάν νομίμως κλητευθείς μη εμφανισθή άνευ αποχρώσης δικαιολογίας, καταδικάζεται υπό του ανακρίνοντος ή, εάν προσεκλήθη προς εμφάνισιν ενώπιον Δικαστηρίου, υπό τούτου εις πρόστιμον υπέρ του ΟΔΕΠ μέχρι των
δραχμών τριακοσίων.

 

Άρθρον 62

 

Εάν, επαναληφθείσης της κλήσεως, ο απειθήσας μάρτυς δεν εμφανισθή και αύθις αδικαιολογήτως, το πρόστιμον δύναται να διπλασιασθή.
Κατά του δις προσκληθέντος και μη εμφανισθέντος εκδίδεται υπό του Ανακριτού ή του Προέδρου του Δικαστηρίου ένταλμα βιαίας προσαγωγής, όπερ αποστέλλεται εις την Εισαγγελικήν ή Αστυνομικήν Αρχήν προς εκτέλεσιν, υποχρεουμένην προς τούτο.

 

Άρθρον 63

 

Εάν ο απειθήσας μάρτυς, εμφανισθείς μετά την πρώτην ή και την δευτέραν κλήσιν, δικαιολογήση αποχρώντως κατά την κρίσιν του ανακρίνοντος, ή κατά τας περιστάσεις του δικαστηρίου την μη εμφάνισιν αυτού ο ανακρίνων ή, κατά τας περιστάσεις, το Δικαστήριον δύναται να εξαφανίση την περί τούτου απόφασιν.

 

Άρθρον 64

 

Οι μάρτυρες προσκαλούνται δι’ εγγράφου κλήσεως, εκδιδομένης υπό του ανακρίνοντος και φερούσης την υπογραφήν αυτού και του Γραμματέως και την σφραγίδα.
Εάν ο μάρτυς προσκαλήται προς εμφάνισιν ενώπιον του Δικαστηρίου, την κλήσιν εκδίδει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 65

 

Εν τη κλήσει αναγράφεται η ημέρα, η ώρα, ο τόπος της εμφανίσεως, υπομιμνήσκονται δε και τα επιβλαβή επακολουθήματα της απειθείας.

 

 

Άρθρον 66

 

Η κλήσις επιδίδεται επιμελεία του εκδόντος αυτήν. Η κλήσις δέον να επιδοθή είκοσι τέσσαρας τουλάχιστον ώρας προ της προς εμφάνισιν ωρισμένης ημέρας.
Εάν ο μάρτυς κατοική ή διατρίβη εις τόπον άλλον παρά τον της έδρας του ανακρίνοντος ή του Δικαστηρίου, ενώπιον των οποίων καλείται να εμφανισθή, η προς εμφάνισιν αυτού προθεσμία επεκτείνεται κατά 5 μεν ημέρας, αν ο άλλος τόπος
ευρίσκεται εν τη αυτή Επισκοπή, κατά δέκα δε ημέρας εάν ο καλούμενος διαμένη ή διατρίβη εν ετέρα Επισκοπή.

 

Άρθρον 67

 

Η κλήσις ως μαρτύρων των εν τη υπηρεσία αξιωματικών, στρατιωτικών υπαλλήλων, υπαξιωματικών και εν γένει στρατιωτικών γίνεται δι' εγγράφου αιτήσεως προς τον οικείον Φρούραρχου.
Η κλήσις ως μαρτύρων των ανηκόντων εις την Χωροφυλακήν γίνεται δι' εγγράφου αιτήσεως προς την οικείαν αρχήν.
Η κλήσις αξιωματικών, στρατιωτικών υπαλλήλων, υπαξιωματικών και εν γένει στρατιωτικών ευρισκομένων επί πολεμικού πλοίου, ως και η των ναυτικών υπαλλήλων γίνεται δι' εγγράφου αιτήσεως προς το επί των Ναυτικών Υπουργείον.
Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώται, ναύται, στρατιωτικοί και ναυτικοί υπάλληλοι διατελούντες εν αδεία, κλητεύονται κατά τας κοινάς διατάξεις του παρόντος νόμου.

 

Άρθρον 68

 

Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες:

α) Οι μήπω συμπληρώσαντες το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας των, έτι δε και οι διανοητικώς νοσούντες.

β) Οι αποβεβλημένοι της Εκκλησιαστικής κοινωνίας, οι μη χριστιανοί και οι αιρετικοί ή σχισματικοί.

γ) Οι επί ψευδορκία καταδικασθέντες υπό κοινού ποινικού ή εκκλησιαστικού δικαστηρίου, έτι δε αι αποδεδειγμένως πορνευόμεναι γυναίκες και οι κατά το άρθρο 60 του ποινικού νόμου διατελούντες υπό αστυνομικήν επιτήρησιν ως προαγωγοί.

δ) Η σύζυγος ή η διατελέσασα σύζυγος του κατηγορουμένου, έτι δε οι διατελούντες προς τον κατηγορούμενον εις σχέσιν συγγενείας εξ αίματος κατ' ευθείαν γραμμήν ή μέχρι του τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ή εις σχέσιν κηδεστείας κατ' ευθείαν
γραμμήν ή εν τω δευτέρω βαθμώ εκ πλαγίου, έστω και αν δεν υφίσταται πλέον ο γάμος δι' ου συνήφθη η κηδεστεία.
Δεν εξετάζονται ωσαύτως ως μάρτυρες οι κληρικοί ως προς παν ό,τι γινώσκουσιν εκ της εξομολογήσεως.

 

Άρθρον 69

 

Οι διατελούντες ή διατελέσαντες δημόσιοι υπάλληλοι μόνον μετά την έγκρισιν της προϊσταμένης αυτών αρχής δύνανται να εξετασθώσιν ως μάρτυρες περί γεγονότων αφορώντων εις την προς εχεμύθειαν υποχρεώσιν αυτών.
Η προϊσταμένη Αρχή δύναται να αρνηθή την έγκρισιν μόνον αν η μαρτυρία ήθελε βλάψει τα συμφέροντα του Κράτους.

 

Άρθρον 70

 

Δικαιούνται να αρνηθώσι την εαυτών μαρτυρίαν:

α) Συνήγοροι του κατηγορουμένου ως προς παν ό,τι ενεπιστεύθη εις τούτους υπό την ρηθείσαν ιδιότητα, εφ' όσον δεν ελύθησαν της προς εχεμύθειαν υποχρεώσεως.

β) Δικηγόροι, ιατροί και μαίαι ως προς παν ό,τι ενεπιστεύθη εις τούτους εν τη ενασκήσει του επαγγέλματος αυτών, εφ' όσον δεν ελύθησαν της προς εχεμύθειαν υποχρεώσεις.

γ) Οι Αρχιερείς, ως προς παν ό,τι γινώσκουσι παρά των διισταμένων συζύγων εν τη ενασκήσει των προς συμφιλίωσιν καθηκόντων αυτών.
Πας μάρτυς δικαιούται να αρνηθή την μαρτυρίαν περί ερωτήσεων, η εφ' ων απάντησις ήθελεν επισύρει τον κίνδυνον ποινικής διώξεως καθ' εαυτού.

 

Άρθρον 71

 

Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως.
Ανωμοτί εξετάζονται οι περί ων υπάρχει υπόνοια, ότι συνέπραξαν οπωσδήποτε μετά του κατηγορουμένου εις την προσαπτομένην αυτών πράξιν, και οι ήδη επί τη τοιαύτη συμπράξει καταδικασθέντες υπό κοινού ποινικού ή Εκκλησιαστικού
Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 72

 

Έκαστος μάρτυς ομνύει προ της επί του θέματος εξετάσεως αυτού.
Προ της ορκίσεως πρέπει να επεξηγήται εις τον μάρτυρα κατά τον προσήκοντα τρόπον η έννοια και η σημασία του όρκου, ως και αι ποιναί της ψευδορκίας.
Οι μάρτυρες ορκίζονται επί του Ιερού Ευαγγελίου, κατά τον διά της κοινής ποινικής δικονομίας καθωρισμένον όρκον.

 

Άρθρον 73

 

Οι Αρχιερείς, πρεσβύτεροι και διάκονοι εξεταζόμενοι ως μάρτυρες δεν ομνύουσιν, επί του Ιερού Ευαγγελίου, αλλά φέροντες την δεξιάν επί του στήθους, διαβεβαιούντες οι μεν Αρχιερείς επί τη αρχιερωσύνη, οι δε λοιποί επί τη ιερωσύνη αυτών, ότι θα μαρτυρήσωσι την αλήθειαν.

 

Άρθρον 74

 

Άλαλοι δυνάμενοι μεν να γράφωσιν, ομνύουσιν αντιγράφοντες τον τύπον του όρκου και υπογράφοντες αυτόν, αδυνατούντες δε να γράφωσιν, ομνύουσι τη βοηθεία διερμηνέως διά σημείων.

 

Άρθρον 75

 

Εάν, είτε εν τη προανακρίσει, είτε προ του Δικαστηρίου, επαναληφθή η εξέτασις μάρτυρος εξετασθέντος ήδη ενόρκως, ο ανακρίνων (ή κατά τας περιστάσεις το Δικαστήριον) δύναται, αντί της επαναλήψεως της ορκίσεως του μάρτυρος, να
προκαλέση την βεβαίωσιν αυτού ότι αληθή μαρτυρεί αναφερόμενος εις το δοθέντα ήδη όρκον.

 

Άρθρον 76

 

Η εξέτασις άρχεται δι' ερωτήσεων προς τον μάρτυρα περί του ονόματος και επωνύμου, της ηλικίας του, του τόπου της γεννήσεως, του επαγγέλματος και της θρησκείας.
Εν ανάγκη απευθύνονται προς τον μάρτυρα ερωτήσεις περί γεγονότων αφορώντων εις την προς μαρτυρίαν ικανότητα ή εις την αξιοπιστίαν αυτού κατά την προκειμένην υπόθεσιν, ιδία δε περί των σχέσεων αυτού προς τον κατηγορούμενον ή τον παθόντα.

 

Άρθρον 77

 

Είτα προσκαλείται ο μάρτυς, όπως εκθέση εν συνεχεία παν ό,τι γιγνώσκει περί του αντικειμένου της εξετάσεως αυτού.
Προς διασάφησιν και προς συμπλήρωσιν της μαρτυρίας, ως και προς αποκάλυψιν του λόγου της γνώσεως, απευθύνονται εν ανάγκη έτεραι ερωτήσεις προς τον μάρτυρα.

 

Άρθρον 78

 

Εάν ο μάρτυς είναι κωφός ή άλαλος ή κωφάλαλος, δεν είναι δε δυνατή η έγγραφος συνεννόησις, προσλαμβάνεται διερμηνεύς υπό του ανακρίνοντος ή επί εξετάσεως ενώπιον δικαστηρίου υπό του Προέδρου.
Τα αυτά ισχύουσι και επί μαρτύρων μη εγκρατών της ελληνικής γλώσσης.

 

Άρθρον 79

 

Ο διερμηνεύς ομνήει επί του Ιερού Ευαγγελίου, ή εάν είναι ιερωμένος διαβεβαιούται επί τη αρχιερωσύνη ή η ιερωσύνη αυτού ότι θέλει διερμηνεύσει πιστώς και ευσυνειδήτως.

 

Άρθρον 80



Οι λόγοι οι αποκλείοντες τον διορισμόν τινος ως πραγματογνώμονος αποκλείουσι τον διορισμόν αυτού και ως διερμηνέως.
Του διορισθέντος διερμηνέως δύναται ωσαύτως να αιτηθή η εξαίρεσις υπό του κατηγορουμένου δι' ους λόγους δύναται να αιτηθή η εξαίρεσις του πραγματογνώμονος.
Περί της εξαιρέσεως αποφαίνεται ο προσλαβών τον διερμηνέα ανακριτής, ή επί προσλήψεως διερμηνέως κατά την προ του Δικαστηρίου εξέτασιν, το Δικαστήριον.

 

Άρθρον 81

 

Η εν τη κατά τον παρόντα νόμον διαδικασία εν γνώσει ψευδορκία του μάρτυρος κολάζεται υπό του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου διά της ποινής της φυλακίσεω τουλάχιστον εξ μηνών.

 

Άρθρον 82

 

Κατά του άνευ νομίμου λόγου αρνουμένου την μαρτυρίαν ή τον όρκον της μαρτυρίας επιβάλλεται υπό του ανακρίνοντος (ή κατά τας περιστάσεις υπό του Δικαστηρίου) πρόστιμον υπέρ του ΟΔΕΠ μέχρι των δραχμών τριακοσίων.

 

Άρθρον 83

 

Οι μάρτυρες έχουσι δικαίωμα να αιτήσωσιν αποζημίωσιν διά τας δαπάνας πορείας και διαμονής αυτών. Αύται προσδριορίζονται επί τη βάσει των διατάξεων περί ποινικής διατιμήσεως υπό της προσκαλούσης Εκκλησιαστικής Αρχής κατά την έκδοσιν της κλήσεως και κάτωθι αυτής.

 

Άρθρον 84



Αμέσως μετά την εμφάνισιν του μάρτυρος ο ανακρίνων ή ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο μάρτυς κληθείς ενεφανίσθη, γράφει κατ' αίτησιν αυτού κάτωθι της υπό την κλήσιν πράξεως περί προσδιορισμού των δικαιωμάτων του μάρτυρος τας λέξεις "εθεωρήθη-εκτελεστή" και υπογράφεται υπό ου προέδρου ή ανακριτού και του γραμματέως, παραδίδεται δε ει τον δικαιούχον προς εξόφλησιν.


 

Άρθρον 85

 

Η κλήσις εξοφλείται υπό του ΟΔΕΠ ή των τοπικών συμβουλίων του ΟΔΕΠ.

 

Άρθρον 86

 

Η κλήσις ανάγκη να προσαχθή προς εξόφλησιν εντός μηνός από της θεωρήσεως, μετά την προθεσμίαν ταύτην αποσβέννυται παν δικαίωμα του μάρτυρος.
Η εξόφλησις γράφεται επ' αυτής της κλήσεως και υπογράφεται υπό του δικαιούχου, αν δε ούτος αδυνατή να υπογράψη, ο καταβάλλων ταμία βεβαιοί τούτο επί της κλήσεως.

 

Άρθρον 87

 

Ως αυτοψία θεωρείται πάσα δικαστική πράξις δι' ης το Δικαστήριον ή ο ανακρίνων αντιλαμβάνεται της υπάρξεως ωρισμένης πραγματικής καταστάσεως δι' αμέσου αντιλήψεως οιονδήποτε και αν είναι το αισθητήριον δι' εγένετο η αντίληψις.

 

Άρθρον 88

 

Οσάκις διά την κατανόησιν ή την εκτίμησιν πραγματικών γεγονότων ή καταστάσεων απαιτούνται ειδικαί γνώσεις, ας ο ανακρίνων ή ο δικαστής δεν έχει συνήθως, δύναται να προσληφθώσιν εις η, κατά τας περιστάσεις, πλείονες πραγματογνώμονες.

 

Άρθρον 89

 

Οι πραγματογνώμονες διορίζονται υπό του ανακρίνοντος ή (κατά τας περιστάσεις) υπό του Δικαστηρίου, ανακοινούνται δε τα ονόματα αυτών εις τον κατηγορούμενον.
Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προτείνη την εξαίρεσιν του πραγματογνώμονος δι' ους λόγους δύναται να αιτηθή η εξαίρεσις δικαστών.
Δεν δύναται εν τούτοις να εξαιρεθή ο πραγματογνώμων επί τω λόγω ότι εξητάσθη ήδη ως μάρτυς.
Επί της περί εξαιρέσεως αιτήσεως αποφαίνεται ανεκκλήτως ο διορίσας τον πραγματογνώμονα.

 

Άρθρον 90

 

Ο διορισθείς πραγματογνώμων υποχρεούται να εκτελέση την ανατεθείσαν εις αυτόν πραγματογνωμοσύνην εάν είναι δημοσία διωρισμένος π ρος γνωμοδοτήσεις του αιτουμένου είδους, ή αν ασκή δημοσία προς βιοπορισμόν την επιστήμην, την
τέχνην, ή το επιτήδευμα, ων η γνώσις αποτελεί την προϋπόθεσιν της γνωμοδοτήσεως, ή εάν διά την άσκησιν ταύτην έλαβε δημόσιον διορισμόν ή άδειαν.

 

Άρθρον 91

 

Ο πραγματογνώμων δικαιούται να αρνηθή τη γνωμοδότησιν δι' ους λόγους και ο μάρτυς δικαιούται να αρνηθή την μαρτυρίαν.
Ο διορίσας πραγματογνώμονα δύναται και δι' άλλους λόγους αποχρώντας κατά την κρίσιν αυτού να απαλλάξη τον πραγματογνώμονα της προς γνωμοδότησιν υποχρεώσεως.
Δημόσιος υπάλληλος δεν εξετάζεται ως πραγματογνώμων εάν η προϊσταμένη τούτου αρχή δηλώση, ότι η εξέτασις αυτού ήθελε παραβλάψει το συμφέρον της υπηρεσίας.

 

Άρθρον 92



Ο πραγματογνώμων πριν ή γνωμοδοτήση ομνύει προ του διορίσαντος αυτόν, ότι θέλει εκτελέσει αμερολήπτως και μετά πάσης ευσυνειδησίας την εις αυτόν ανατεθείσαν πραγματογνωμοσύνην.
Η όρκισις παραλείπεται εάν ο διορισθείς πραγματογνώμων ώμοσεν εφ' άπαξ προς εκτέλεσιν τοιούτων έργων, εν τη περιπτώσει ταύτη αρκεί η επίκλησις του δοθέντος ήδη όρκου.

 

Άρθρον 93

 

 

Η γνώμη του πραγματογνώμονος δηλούται εγγράφως ή προφορικώς κατά την εκτίμησιν αυτού.
Περί της προφορικής γνωμοδοτήσεως συντάσσεται έκθεσις κατά τους νομίμους τύπους. Εάν η γνωμοδότησις δοθή προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ανακριτού, γίνεται μνεία ταύτης εν τοις πρακτικοίς.
Η έγγραφος γνωμοδότησις, φέρουσα την υπογραφήν του πραγματογνώμονος, εγχειρίζεται εις τον ανακρίνοντα ή εις τον πρόεδρον του Δικαστηρίου, οίτινες κάτωθι ταύτης πιστοποιούσι την εγχείρισιν αυτής και υπογράφουσι την
πιστοποίησιν μετά του γραμματέως.


 

Άρθρον 94

 

Ο εκτελέσας τα έργα αυτού πραγματογνώμων δικαιούται να αξιώση αποζημίωσιν δια την πορείαν και τας ημεραργίας και ανάλογον αμοιβήν διά την εργασίαν.
Η τε αποζημίωσις και η αμοιβή ορίζονται υπό του διορίσαντος τον πραγματογνώμονα ή, εάν ο πραγματογνώμων διωρίσθη υπό του Δικαστηρίου, υπό του Προέδρου.
Τα εκκαθαρισθέντα δικαιώματα καταβάλλονται εις τον δικαιούχον υπό του ΟΔΕΠ δικαιουμένου είτα να εισπράξη ταύτα παρά του καταδικασθέντος εις την πληρωμήν των εξόδων.


 

Άρθρον 95

 

Αι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων καταρτίζονται δι' απολύτου πλειοψηφίας, εφ' όσον εν τω παρόντι νόμω δεν ορίζεται άλλως.
Εάν σχηματισθώσι πλείονες των δύο γνωμών, μηδεμία δε έχη υπέρ αυτής την απόλυτον πλειοψηφίαν, ο προεδρεύων πειράται να επιτύχη απολύτου πλειοψηφίας δια διαιρέσεως των ζητημάτων και επαναλήψεως της ψηφοφορίας. Εάν η απόπειρα
αστοχήση, αι διά τον κατηγορούμενον δυσμενέσταται ψήφοι προστίθενται εις τας αμέσως ήττον δυσμενείς μέχρις ου σχηματισθή απόλυτος πλειοψηφία.
Επί ισοψηφίας επικρατεί η υπέρ του κατηγορουμένου επιεικεστέρα γνώμη.
Εάν γεννηθή αμφισβήτησις οποτέρα των δύο ισοψήφων γνωμών είναι η δια τον κατηγορούμενον ήττον δυσμενής, γίνεται επί του ζητήματος τούτου, ως προκαταρκτικού, ιδιαιτέρα ψηφοφορία.
Εάν δε κατά την ψηφοφορία ταύτην επέλθη ισοψηφία, επικρατεί δια την λύσιν του προκαταρκτικού τούτου ζητήματος η ψήφος του Προέδρου.


 

Άρθρον 96

 

Το ζήτημα αν υπάρχη ανάγκη συμπληρώσεως της διαδικασία και άλλα τοιαύτα προκαταρκτικά ζητήματα, δέον να προηγώνται της ψηφοφορίας.
Επί της ουσίας της υποθέσεως το ζήτημα, αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος του εις αυτόν προσαπτομένου παραπτώματος, προηγείται τη ψηφοφορία του ζητήματος περί της επιβλητέας ποινής. Εάν δε εις τον κατηγορούμενον προσάπτωνται πλείονα
του ενός παραπτώματα, γίνεται ιδιαιτέρα ψηφοφορία περί ενός εκάστου ως προς την ενοχήν ή αθωότητα.
Η διάσκεψις περί της ποινής ανάγκη να περιορίζηται εις εκείνα μόνον τα παραπτώματα ων εκρίθη ένοχος ο κατηγορούμενος. Ενταύθα οι πρότερον υπέρ της αθωότητος αποφηνάμενοι δικασταί δύνανται να αρνηθώσι ψήφον επί του ζητήματος
της ποινής, τότε δε αι ψήφοι αυτών προστίθενται εις τας ψήφους των εκφρασάντων την επιεικεστάτην υπέρ του κατηγορουμένου γνώμην.

 

Άρθρον 97

 

Η διάσκεψις γίνεται μυστική παρισταμένου μόνον του Γραμματέως, διευθύνεται δε υπό του Προέδρου. Ούτος θέτει τα ζητήματα και συλλέγει τας ψήφους. Τας τυχόν διαφωνίας περί του αντικειμένου, περί της διατυπώσεως και της σειράς των
ζητημάτων λύει το Δικαστήριον.
Ο δικαστής, επιφυλαττομένου του τελευταίου εδαφίου του προηγουμένου άρθρου, δεν δύναται να αρνηθή ψήφον επί τινος ζητήματος διά τον λόγον ότι η ψηφοφορία επί προηγηθέντος ζητήματος απέβη εναντίον της γνώμην αυτού.


 

Άρθρον 98

 

Εν τη ψηφοφορία προηγούνται οι νεώτεροι κατά την χειροτονίαν.
Εάν ωρίσθη εισηγητής, ούτος ψηφίζει πάντοτε πρώτος. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος.

 

Άρθρον 99

 

Περί της ψηφοφορίας συντάσσεται πρακτικόν, εν ω σημειούνται η ψήφο ενός εκάστου, ή η ομοψηφία και καταχωρίζεται η σχηματισθείσα απόφασις.
Πας ψηφίζων δικαιούται να καταχωρίση εν τω πρακτικώ την διαφέρουσαν γνώμην αυτού μετά των αιτιολογιών. Το δικαίωμα τούτο έχουσι και οι εν τοις επισκοπικοίς Δικαστηρίοις έχοντες απλώς συμβουλευτικήν ψήφον.
Το πρακτικόν υπογράφεται υπό του Προέδρου και του Γραμματέως.

 

Άρθρον 100

 

Ο αρμόδιος Μητροπολίτης (ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού) λαβών γνώσιν, είτε κατόπιν μηνύσεως, είτε καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, ότι κληρικός ή μοναχός υπέπεσεν εις παράπτωμα επαγόμενον εκκλησιαστικήν ποινήν, εντέλλεται, εφ' όσον
δεν πρόκειται περί ελαφρού παραπτώματος, δι' ο δύναται να ασκηθή υπό του Μητροπολίτου πειθαρχική εξουσία, εις εν των μελών του επισκοπικού Δικαστηρίου ή άλλον κληρικόν όπως προβή εις τας αναγκαίας ανακρίσεις.
Επί ανακρίσεων διεξακτέων εν τη Μητροπόλει αλλ’ εκτός της έδρας αυτής, ο Μητροπολίτης δύναται να αναθέση την διεξαγωγήν αυτών και εις έτερον κληρικόν αυτού ως αναπληρωτήν του ανακριτού.


 

Άρθρον 101

 

Η μήνυσις γίνεται εγγράφως υπό του μηνύοντος αυτοπροσώπω ή δι' ειδικής εγγράφου εντολής προς τον Γραμματέα της Μητροπόλεως, οφείλοντα να ανακοινώση ταύτην αμελλητί τω Μητροπολίτη ή τω αναπληρωτή αυτού.
Η μήνυσις μονογράφεται ανά παν φύλλον υπό του δεχομένου αυτήν και συντάσσεται περί της εγχειρίσεως αυτής κατά τον καθιερωμένον τύπον έκθεσις, εις ην προσαρτάται η εγχειρισθείσα μήνυσις. Αι τυχόν μεταβολαί ή προθήκαι δεν γίνονται
εις την μήνυσιν, αλλά καταχωρίζονται εν τη εκθέσει.
Εάν η μήνυσις εγένεται δι' εγγράφου εντολής, το έγγραφον της εντολής προσαρτάται εις ην έκθεσιν. Είναι απαράδεκτος η μήνυσις η γενομένη κατά του κληρικού υπό τινος των εν τω άρθ. 67 εδάφ. β και γ' μνημονευομένων, πλην αν ούτος υπήρξεν ο παθών εκ του παραπτώματος του κληρικού.


 

Άρθρον 102

 

Επί παραπτωμάτων προβλεπομένων και υπό του κοινού ποινικού δικαίου, δι’ α διετάχθη υπό της κοινής δικαστικής αρχής η προφυλάκισις του κληρικού ή ιερωμένου μοναχού, ο αρμόδιος Μητροπολίτης δύναται να απαγορεύση προσωρινώς
μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου πάσαν ιεροπραξίαν, άνευ στερήσεως του μισθού. Το αυτό δικαίωμα έχει ο Μητροπολίτης και επί παντός ετέρου παραπτώματος κολαζομένου διά της ποινής της καθαιρέσεως
εφ' όσον τούτο προεκάλεσε δημόσιον σκάνδαλον.

 

Άρθρον 103

 

Επί ωρισμένων ανακριτικών πράξεων διεξακτέων εν ετέρα Μητροπόλει, ο Μητροπολίτης ή ο αναπληρωτής αυτού παρακαλεί τον της Μητροπόλεως ταύτης Αρχιερέα όπως αναθέση την διεξαγωγήν αυτών εις ένα των υπ' αυτόν πρεσβυτέρων και πέμψη κατόπιν εις τον παρακαλούντα την συντακτέαν έκθεσιν.


 

Άρθρον 104

 

Εάν ο ανακρίνων αρνήται να ενδώση εις αίτησίν τινα του κατηγορουμένου την διαφωνίαν, ως και πάσαν ετέραν κατά την διεξαγωγήν των ανακρίσεων αμφισβήτησιν λύει ο οικείος Μητροπολίτης, κατ' αίτησιν οιουδήποτε των διαφερομένων.
Η επί του ζητήματος απόφασις του Αρχιερέως γράφεται δι' απλής επισημειώσεως κάτωθι της σχετικής αιτήσεως.

 

Άρθρον 105

 

Αι ανακριτικαί πράξεις δεν ενεργούνται δημοσία. Εν τούτοις πάσα ανακριτική πράξις ενεργείται επί παρουσία γραμματέως.
Καθήκοντα γραμματέως του ανακρίνοντος, εάν μεν αι ανακρίσεις διεξάγωνται εν τη έδρα της Μητροπόλεως, εκτελεί ο γραμματεύς του επισκοπικού Δικαστηρίου, εάν δε αύται διεξάγωνται εκτός της έδρας αυτής, ο ειρημένος γραμματεύς ή ο υπό του οικείου αρχιερέως οριζόμενος προς τούτο πρεσβύτερος ή διάκονος.

 

Άρθρον 106

 

Ο ανακρίνων οφείλει να καταβάλη πάσαν προσπάθειαν προς ανεύρεσιν της αληθείας.
Εξετάζει δε και πιστοποιεί εξ επαγγέλματος όχι μόνον την εντολήν, αλλά και την αθωότηταν του κατηγορουμένου.
Προς τον σκοπόν τούτον ο ανακρίνων εξετάζει μάρτυρας, εξετάζει τον κατηγορούμενον, ποιείται αυτοψία, μελετά έγγραφα δυνάμενα να παράσχωσιν αυτώ στοιχεία προς απόδειξιν της ενοχής ή αθωότητος του κατηγορουμένου, διατάσσει
κατά τας περιστάσεις πραγματογνωμοσύνην και εν γένει ποιείται χρήσιν παντός οιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, συντείνοντος κατά την κρίσιν αυτού εις την ανεύρεσιν της αληθείας.


 

Άρθρον 107

 

Κατ' οίκον έρευνα και κατάσχεσις πειστηρίων πραγμάτων ή εγγράφων, ο ανακρίνων απευθύνεται προς τον αρμόδιον Εισαγγελέα. Ούτος δε προβαίνει εις τας τοιαύτας πράξεις, ως και εις την τυχόν συνδυαζομένην αυτοψίαν και πραγματογνωμοσύνην, κατά τας διατάξεις της ποινικής δικονομίας, και πέμπει την συνταχθείσαν αίτησιν
μετά των τυχόν κατασχεθέντων πραγμάτων ή εγγράφων ει τον αιτήσαντα κληρικόν.


 

Άρθρον 108

 

Οι μάρτυρες εξετάζονται υπό του ανακρίνοντος έκαστος κατ' ιδίαν και εν απουσία του τε κατηγορουμένου και του συνηγόρου αυτού, ως και των λοιπών μαρτύρων.
Ο ανακρίνων δύναται, κατ' αίτησιν του κατηγορουμένου, έτι δε και εξ επαγγέλματος, να εξετάση συμπληρωματικώς τον εξετασθέντα μάρτυρα κατ' αντιπαράστασιν προς τον κατηγορούμενον ή προς άλλον μάρτυρα.

 

Άρθρον 109

 

Η ανάκρισις δεν δύναται να λογισθή περατωθείσα πριν η εξετασθή ο κατηγορούμενος ή κληθείς προς εξέτασιν απειθήση να εμφανισθή.

 

Άρθρον 110



Ο κατηγορούμενος προσκαλείται προς εξέτασιν δι' εγγράφου κλήσεως, εκδιδομένης υπό του ανακρίνοντος και φερούσης την υπογραφήν αυτού.
Εν τη κλήσει περιέχεται η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της εμφανίσεως, δύναται δε να περιληφθή και η προς τον προσκαλούμενον απειλή, ότι εν περιπτώσει απειθείας θέλει διαταχθή η βιαία προσαγωγή αυτού.
Εν τη προς τον κατηγορούμενον κλήσει περιέχεται ωσαύτως το εις τούτον προσαπτόμενον παράπτωμα. Εάν όμως ως εκ της φύσεως του παραπτώματος ή εξ άλλης αιτίας φαίνεται σκόπιμον να μη αποκαλυφθή τούτο εν τη κλήσει, περιέχεται εν αυτή απλώς η μνεία ότι ο προσκαλούμενος προσκαλείται προς εξέτασιν.


 

Άρθρον 111

 

Η κλήσις επιδίδεται επιμελεία του εκδόντος αυτήν, ενεργείται δε η επίδοσις κατά τας σχετικάς διατάξεις.
Η κλήσις πρέπει να επιδοθή 24 τουλάχιστον ώρας προ της προς εμφάνισιν ωρισμένης ημέρας. Εάν ο κατηγορούμενος κατοική ή διατρίβη εν άλλω τόπω παρά τον της έδρας του ανακρίνοντος, η προς εμφάνισιν αυτού προθεσμία επεκτείνεται κατά πέντε μεν ημέρας εάν κατοική εν τη περιφερεία της αυτής Μητροπόλεως, κατά δέκα δε ημέρας αν κατοική εν άλλω τόπω εκτός της περιφερείας της Μητροπόλεως. Αν ο κατηγορούμενος κατοική ή διατρίβη εν τη αλλοδαπή, ο ανακρίνων τάσσει ανάλογον προς εμφάνισιν προθεσμίαν, ουχί όμως και βραχυτέραν του μηνός.

 

Άρθρον 112

 

Εάν ο κατηγορούμενος απειθήσας μη εμφανισθή ο ανακρίνων δύναται να αιτήση παρά της αρμοδίας Εισαγγελική ή Αστυνομικής Αρχή την βιαίαν ενώπιον αυτού προσαγωγήν του κατηγορουμένου, συνωδά προς τας διατάξει του άρθ. 62.

 


Άρθρον 113

 

Προ της εξετάσεως ο ανακρίνων εξηγεί εις τον κατηγορούμενον τους λόγους της κατηγορίας και ερωτά αυτόν αν έχη να απαντήση τι επί τούτων.
Η εξέτασις ανάγκη να παρέχη τω κατηγορουμένω τα στοιχεία προς αναίρεσιν των κατ' αυτού υπονοιών και προς πρότασιν των υπέρ εαυτού γεγονότων και αποδείξεων.
Παραπειστικαί ερωτήσεις δεν πρέπει να απευθύνωνται προς τον κατηγορούμενον, ουδέ να ζητήται φορτικώς παρά τούτου η ομολογία αυτού.


 

Άρθρον 114

 

Ο κατηγορούμενος δικαιούται όπως δι' εγγράφου αιτήσεως υποβαλλομένης τω ανακρίνοντι αμέσως και επί αποδείξει φερούση την πιστοποίησιν της ημέρας και ώρας της εγχειρίσεως αιτήση προθεσμίαν 48 ωρών, προ της παρόδου της οποίας δεν υποχρεούται εις απολογίαν.
Την προθεσμίαν, υπαρχούσης ευλόγου αιτίας δύναται να παρατείνη ο ανακρίνων.

 

Άρθρον 115

 

Ο ανακρίνων, προς τήρησιν της ευταξίας εν ω τόπω διεξάγεται η ανάκρισις, δικαιούται να εκδίδη τας απαιτουμένας διαταγάς.
Οι μη υπακούοντες εις τας διαταγάς ταύτας ή οι άλλως οπωσδήποτε διαταράσσοντες την τάξιν ή μη τηρούντες τον οφειλόμενον προς τον ανακρίνοντα σεβασμόν δύνανται να τιμωρηθώσιν υπό του ανακρίνοντος παραχρήμα δια προστίμου υπέρ του Τ.Α.Κ.Ε. μέχρι των δραχμών τριακοσίων. Περί τούτου γίνεται μνεία εν τη εκθέσει, το σχετικόν δε απόσπασμα της εκθέσεως εκτελείται καθ’ όν τρόπον και η επιβάλλουσα χρηματικήν ποινήν υπέρ του Τ.Α.Κ.Ε. απόφασις του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου.
Εάν η επενεγκούσα διατάραξιν της ευταξίας πράξις φέρη βαρύτερον χαρακτήρα, προβλεπομένη υπό του ποινικού Νόμου, επιφυλάσσεται και η ποινική καταδίωξις κατά τας κοινάς διατάξεις.

 

Άρθρον 116

 

Περατωθείσης της ανακρίσεως ο ανακριτής υποβάλει την δικογραφίαν μετά της εγγράφου αυτού προτάσεως εις τον Μητροπολίτην ή τον αναπληρωτήν αυτού. Ο Μητροπολίτης μετά μελέτην της δικογραφίας δύναται ν' αποφανθή ητιολογημένως ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και να αναστείλη πάσαν περαιτέρω καταδίωξιν, ή εάν κρίνη ότι το παράπτωμα είναι ελαφρόν, να ασκήση μόνος αυτός την κατά το σχετικόν άρθρον πειθαρχικήν εξουσίαν.
Εάν ο Μητροπολίτης αποφανθή ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν, επιβάλλει το όλον ή μέρος των δικαστικών εξόδων εις τον μηνυτήν, οσάκις ήθελε πεισθή ότι η μήνυσις ήτο εντελώς ψευδής, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας γενομένη. Το ποσόν
των επιβαλλομένων εις τον μηνυτήν εξόδων δέον να ορίζηται ρητώς εν τη σχετική πράξει του Μητροπολίτου και εισπράττονται όπως τα δημόσια έσοδα υπέρ του Τ.Α.Κ.Ε..


 

Άρθρον 117

 

Εάν ο Μητροπολίτης κρίνη ότι η ανάκρισις χρήζει συμπληρώσεως διατάσσει την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως υποδεικνύων τα συμπληρωτέα.
Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ο Μητροπολίτης προσκαλεί το Επισκοπικόν Δικαστήριον προς εκδίκασιν της υποθέσεως καθ' ημέραν και ώραν συγχρόνως οριζομένην.


 

Άρθρον 118

 

Διά την ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου συζήτησιν απαιτείται η παρουσία του Γραμματέως.
Η συζήτησις διεξάγεται προφορικώς μεν αλλ' ουχίν δημοσία.
Αναγιγνώσκεται πρώτον η μήνυσις ή εν εντολή του μητροπολίτου προς εισαγωγήν εις δίκην, αι μαρτυρικαί καταθέσεις, η απολογία του κατηγορουμένου και προσκαλείται ο κατηγορούμενος ες προφορικήν απολογίαν και αναγιγνώσκεται όλος ο
σχετικός φάκελλος.


 

Άρθρον 119

 

Ο κατηγορούμενος δύναται να παραστή μετά συνηγόρου κληρικού.
Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχη συνήγορον, δύναται να απαιτήση όπως διορισθή αυτώ εξ επαγγέλματος συνήγορος κληρικός.
Τον συνήγορον εν τοιαύτη περιπτώσει διορίζει ο Πρόεδρος του Επισκοπικού Δικαστηρίου.


 

Άρθρον 120

 

Το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την εξέτασιν νέων μαρτύρων ενώπιον του υπ' αυτού διοριζομένου εισηγητού ως και την λήψιν ετέρων αποδείξεων απαραιτήτων κατά την κρίσιν αυτού προς διασάφησιν της υποθέσεως και εν ανάγκη να αναβάλη
την εξακολούθησιν της συζητήσεως εις ετέραν δικάσιμον υπ' αυτού οριζομένην.
Ο κατηγορούμενος δέον, εάν δεν ήτο παρών κατά την έκδοσιν της κατά το προηγούμενον εδάφιον αποφάσεως, να λαμβάνη γνώσιν εγκαίρως της νέας δικασίμου κοινοποιουμένης αυτώ εν αποσπάσματι της αποφάσεως.


 

Άρθρον 121

 

Περί της προ του Επισκοπικού Δικαστηρίου συζητήσεως τηρούνται πρακτικά υπό του Γραμματέως.
Τα πρακτικά περιέχουσι:

α) Τον τόπον και χρόνον της συζητήσεως

β) Τα ονόματα των δικαστών και του γραμματέως.

γ) Την σημείωσιν του εις τον κατηγορούμενον προσαπτομένου παραπτώματος κατά το κατηγορητήριον.

δ) Το όνομα του κατηγορουμένου και του συνηγόρου αυτού και την μνείαν, αν η συζήτησις εγένετο παρόντος του κατηγορουμένου ή ερήμην αυτού.

ε) Το περιεχόμενον της συζητήσεως και την τυχόν μειοψηφίαν.

Τα πρακτικά υπογράφονται υπό του προέδρου και του γραμματέως


 

Άρθρον 122

 

Η απόφασις ή τε καταδικαστική και αθωωτική δέον να εκδίδηται μετά το πέρας της διαδικασία. Διατυπούται δε εν ιδιαιτέρω εγγράφω συντασσομένω υπό του Προέδρου ή του υπό τούτου οριζομένου εισηγητού εκ των μελών του Δικαστηρίου.


 

Άρθρον 123

 

Το έγγραφον της αποφάσεως αναγράφει:

α) Τα ονόματα των δικαστών και του παραστάντος κατά την συζήτησιν γραμματέως.

β) Τα ονόματα του κατηγορουμένου και του τυχόν συνηγόρου αυτού.

γ) Την μνείαν του τόπου και του χρόνου της συζητήσεως.

δ) Βραχείαν ιστορικήν έκθεσιν των γεγονότων εφ' ων εστηρίχθη η κατηγορία.

ε) Την πιστοποίησιν της ερεύνης των αποδείξεων και της ακροάσεως του κατηγορουμένου.

ς) Το αιτιολογικόν μέρος, εάν η απόφασις είναι καταδικαστική δέον να αναφέρωνται εν ταις αιτιολογίαις αι περιστάσεις καθ' ας εξετελέσθη το αδίκημα.

ζ) Το δικαστικόν μέρος.

η) Την πιστοποίησιν του χρόνου της εκδόσεως της αποφάσεως.

Εάν η απόφασις είναι καταδικαστική, δέον εν αυτή να αναγράφωνται κατά λέξιν οι ιεροί κανόνες και εν γένει αι ποινικαί διατάξεις και οι νόμοι ους εφήρμοσε το δικαστήριον διά την επιβολήν της ποινής.

Η τε καταδικαστική και αθωωτική απόφασις υπογράφεται υφ' απάντων των συμπραξάντων εις την έκδοσιν αυτής δικαστών και αυτών έτι των εχόντων απλήν συμβουλευτικήν ψήφον.


 

Άρθρον 124

 

Εν τη καταδικαστική ή αθωωτική αποφάσει δέον να περιλαμβάνηται διάταξις περί των εξόδων της διαδικασίας.
Τα έξοδα βαρύνουσι τον καταδικασθέντα κατηγορούμενον.
Επί αθωωτικής αποφάσεως τα έξοδα βαρύνουσι το Τ.Α.Κ.Ε.. Αλλ’ εάν η κατά του κατηγορουμένου διαδικασία διεξήχθη μετά την μήνυσιν κατ' αυτού, το δε δικαστήριον ήθελε πεισθή, ότι η μήνυσις εγένετο ψευδώς, εκ δόλου ή εκ βαρείας
αμελείας, επιβάλλει εις τον μηνυτήν το όλον ή μέρος των δικαστικών εξόδων ρητώς καθοριζομένων κατά ποσόν εν τη αποφάσει.
Αι επί δεδικασμένου διατάξεις της ποινικής δικονομίας επεκτείνονται και επί του παρόντος.


 

Άρθρον 125

 

Εάν ο κατηγορούμενος καίπερ νομίμως κλητευθείς μη εμφανισθή προ του δικαστηρίου δικάζεται ερήμην. Ως ερήμην δικαζόμενος θεωρείται και ο αποχωρήσας κατηγορούμενος διαρκούσης της διαδικασία. Εν αρχή αναγιγνώσκεται το
κατηγορητήριον έγγραφον και μετά τούτο αι εκθέσεις εξετάσεως των μαρτύρων και της τοιαύτης τυχόν του κατηγορουμένου.


 

Άρθρον 126

 

Την εκδοθείσαν ερήμην καταδικαστικήν απόφασιν δικαιούται ο καταδικασθείς να ανακόψη ενώπιον του εκδόντος αυτήν Δικαστηρίου, αλλά μόνον εάν:

α) Δεν εκλητεύθη νομίμως κατά την ερήμην δίκην ή

β) Εκωλύθη όπως εμφανισθή εξ ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου αιτίου, ειδικώς αιτιολογουμένου εν τη αποφάσει του δεχομένου την ανακοπήν Δικαστηρίου κατά την κρίσιν αυτού.


 

Άρθρον 127

 

Η ανακοπή επιτρέπεται εντός δέκα ημερών από της εις τον καταδικασθέντα επιδόσεως της ανακοπτομένης αποφάσεως.
Αν ο καταδικασθείς κατοική ή διατρίβη εις άλλον τόπον παρά τον της έδρας του Δικαστηρίου, η προς ανακοπήν προθεσμία επεκτίνεται κατά οκτώ μεν ημέρας αν ούτος κατοική εκτός της έδρας του Δικαστηρίου, εν τη αυτή όμως περιφερεία της
Μητροπόλεως, κατά δέκα πέντε δε ημέρας αν κατοική εν ετέρα Μητροπόλει. Αν ο καταδικασθείς κατοική ή διατρίβη εν τη αλλοδαπή, η προς ανακοπήν προθεσμία επεκτείνεται επί ημέρας εξήκοντα.

 

Άρθρον 128

 

Η ημέρα της επιδόσεως της αποφάσεως δεν συνυπολογίζεται εις την προθεσμίαν.
Η προς ανακοπήν προθεσμία λήγει την 6ην ώραν μ.μ. της τελευταίας ημέρας, ή εάν η τελευταία ημέρα είναι Κυριακή ή άλλη υπό του Κράτους διά τα δημόσια γραφεία ανεγνωρισμένη εορτή, την 6ην ώραν μ.μ. της επιούσης.
Εκπρόθεσμος ανακοπή είναι δεκτή μόνον, αν η προθεσμία αφέθη να παρέλθη ένεκεν ανωτέρας βίας, ειδικώς αιτιολογουμένης εν τη αποφάσει.

 


Άρθρον 129

 

Η προς ανακοπήν προθεσμία, ως και η ανακοπή αυτή, αναστέλλει την εκτέλεσιν της ερήμην αποφάσεως, πλην της επιβαλλούσης αργίαν πάσης ιεροπραξίας.
Ο εις αργίαν καταδικασθείς, αφ' ης νομίμως επεδόθη αυτώ η ερήμην καταδικαστική απόφασις, απέχει πάσης ιεροπραξίας, μέχρις ου επί τη ανακοπή αυτού εξαφανισθή η ερήμην απόφασις.
Αν παρέλθωσιν αι ημέραι της αργίας πριν ή εξαφανισθή η ερήμην απόφασις, ο ανακόπτων επαναλαμβάνει αυτοδικαίως την εκπλήρωσιν των ιερατικών αυτού καθηκόντων.
Εν περιπτώσει καθ' ην ήθελεν οπωσδήποτε επικυρωθή η διά της ερήμην αποφάσεως επιβληθείσα ποινή, αι διανυθείσαι ημέραι αργίας συνυπολογίζονται εις την καταδίκην.


 

Άρθρον 130

 

Η ανακοπή συντάσσεται υπό του γραμματέως του εκδόντος την ανακοπτομένην απόφασιν Δικαστηρίου, επί τη αιτήσει του καταδικασθέντος αυτοπροσώπως ή διά του έχοντος έγγραφον εντολήν κληρικού.
Περί της ανακοπής συντάσσεται έκθεσις κατά τους νομίμους τύπους. Εάν η ανακοπή εγένετο υπό του έχοντος εντολήν το έγγραφον ταύτης προσαρτάται εις την έκθεσιν.
Υπό του ανακόπτοντος κατατίθεται συγχρόνως γραμμάτιον του Τ.Α.Κ.Ε. ότι κατεβλήθησαν αυτώ διά λογαριασμόν του τα έξοδα της ερήμην διαδικασίας. Το γραμμάτιον τούτο προσαρτάται εις την έκθεσιν επί ποινή απαραδέκτου της
ανακοπής.

 

Άρθρον 131

 

Το δικαστήριον εξετάζει το κατά τύπους παραδεκτόν της ανακοπής εκτιμών τα υπό του ανακόπτοντος αποδεικτικά μέσα.
Απορριπτομένης της ανακοπής καταδικάζει τον ανακόπτοντα εις τα έξοδα της επ’ ανακοπή διαδικασία.
Εάν κρίνη κατά τύπους παραδεκτήν την ανακοπήν εκδίδει απόφασιν, δι’ ης εξαφανίζει την ερήμην απόφασιν καθ' όλας τας διατάξεις και προβαίνει εις την κατ' ουσίαν εξέτασιν της υποθέσεως. Δευτέρα ανακοπή είναι απαράδεκτος.


 

Άρθρον 132

 

Εάν κατά το άρθ. 12 διετάχθη η παραπομπή της υποθέσεως εις το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον ο Γραμματεύς του Επισκοπικού Δικαστηρίου υποβάλλει εντός 5 ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως την δικογραφίαν εις τον Πρόεδρον του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου. Ούτος δε ορίζει την δικάσιμον και εκδίδει την προς τον κατηγορούμενον κλήσιν.


 

Άρθρον 133

 

Ο υπό Επισκοπικού Δικαστηρίου κατ' αντιμωλίαν ή ερήμην καταδικασθείς α) εις στέρησιν του επιδόματος πέραν των 30 ημερών, β) εις χρηματικήν ποινήν πέραν του 500 δραχμών, γ) εις αργίαν μετά παύσεως ή μη από πάσης ιεροπραξίας πέραν των δύο μηνών, δ) εις σωματικόν περιορισμόν πέραν των 40 ημερών και ε) εις έκπτωσιν από του αξιώματος ή της θέσεως, ως και ο υπό του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου κατ' αντιμωλίαν ή ερήμην δικασθείς εις καθαίρεσιν ή εις αποβολήν
από της Μονής μετ' αφαιρέσεως του μοναχικού σχήματος, έχει το δικαίωμα να εκκαλέση την καταδικαστικήν απόφασιν ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου.

 


Άρθρον 134

 

Η προς έφεσιν προθεσμία είναι δεκαήμερος, αρχομένη επί μεν της κατ' ερήμην αποφάσεως από της κοινοποιήσεως εις τον καταδικασθέντα, επί δε της κατ’ αντιμωλίαν από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
Ως προς τον υπολογισμόν της προθεσμίας και την επέκτασιν αυτής εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθ. 127-128.

 


Άρθρον 135

 

Η προς έφεσιν προθεσμία ως και η έφεσις αυτή αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της καταδικαστικής αποφάσεως πλην της επιβαλλούσης αργίαν από πάσης ιεροπραξίας.

 

Άρθρον 136

 

Η έφεσις ασκείται ενώπιον του γραμματέως του εκδόντος την απόφασιν Δικαστηρίου υπό του καταδικασθέντος αυτοπροσώπως ή διά του λαβόντος προς τούτο έγγραφον εντολήν κληρικού.
Περί της δηλώσεως ταύτης και περί των λόγων της εφέσεως συντάσσεται έκθεσις κατά τους νομίμους τύπους. Εάν η έφεσις εγένετο δι' εντεταλμένου το έγγραφον της εντολής προσαρτάται εις την έκθεσιν.

 


Άρθρον 137

 

Την γενομένην έφεσιν ο γραμματεύς ανακοινοί αυθημερόν εις τον Πρόεδρον του εκδόντος την εκκαλουμένην απόφασιν δικαστηρίου, ούτος δε την περί της εφέσεως έκθεσιν μετά της δικογραφίας ολοκλήρου υποβάλλει εντός δύο ημερών εις τον
Πρόεδρον του αρμοδίου Συνοδικού Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 138

 

Ο Πρόεδρος του αρμοδίου Συνοδικού Δικαστηρίου οφείλει εντός μηνός από της εις αυτόν περιελεύσεως της εις αυτόν περιελεύσεως της εφέσεως μετά της σχετικής δικογραφίας να ορίση δικάσιμον ταύτης, τηρουμένων των διατάξεων των άρθ.
127-128.

 


Άρθρον 139

 

Το αρμόδιον Συνοδικόν Δικαστήριον εν απουσία του εκκαλούντος εξετάζει το τύποις παραδεκτόν της εφέσεως.
Εάν κρίνη την έφεσιν εκπροθέσμως γενομένην ή άλλως κατά τύπους απαράδεκτον, απορρίπτει αυτήν άνευ ετέρας ερεύνης και καταδικάζει τον εκκαλούντα εις τα έξοδα της κατ' έφεσιν διαδικασίας.
Εάν κρίνη την έφεσιν παραδεκτήν κατά τύπους προβαίνει εις την εξέτασιν της ουσίας της υποθέσεως.

 


Άρθρον 140

 

Ενώπιον του αρμοδίου Συνοδικού δικαστηρίου ο εκκαλών κατηγορούμενος δύναται να παραστή είτε αυτοπροσώπως είτε και διά κληρικού έχοντος ειδικήν πληρεξουσιότητα.
Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον δύναται και εν τη τοιαύτη περιπτώσει να διατάξη την αυτοπρόσωπον εμφάνισιν του κατηγορουμένου. Η εις την τοιαύτην πρόσκλησιν απείθεια του κατηγορουμένου υπόκειται υπό την ελευθέραν εκτίμησιν
του Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 141

 

Κατά την ορισθείσαν δικάσιμον αναγινώσκονται το κατηγορητήριον έγγραφον, αι εκθέσεις περί των μαρτυριών, τα πρακτικά της πρωτοδίκου δίκης, η πρωτόδικος απόφασις, το εφετήριον και πάντα τα λοιπά έγγραφα.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και αι εν τη προ του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου διαδικασία διατάξεις.


Άρθρον 142

 

Το κατ' έφεσιν δικάζον Δικαστήριον δεν δύναται να εκδώση απόφασιν δυσμενεστέραν διά τον κατηγορούμενον.

 


Άρθρον 143

 

Η Ιερά Σύνοδος λαβούσα γνώσιν είτε κατ' ακολουθίαν μηνύσεως είτε άλλως πως ότι Αρχιερεύς υπέπεσεν εις εις παράπτωμα επαγόμενον εκκλησιαστικήν ποινήν εντέλλεται, εάν κρίνη, ότι συντρέχει περίπτωσις διώξεως, εις ένα των Αρχιερέων,
όπως προβή εις τας αναγκαίας ανακρίσεις μετά προηγουμένην πρόσκλησιν του κατηγορουμένου προς παροχήν πληροφοριών.
Επί ανακρίσεων διεξακτέων εκτός της έδρας της Ιεράς Συνόδου η διεξαγωγή των ανακρίσεων ή ωρισμένων ανακριτικών πράξεων δύναται να ανατεθή εις έτερον Αρχιερέα.


Άρθρον 144

 

Εάν ο ανακρίνων αρνήται να εννώση εις αίτησίν τινα του κατηγορουμένου Αρχιερέως την διαφωνίαν ως και πάσαν ετέραν κατά την διεξαγωγήν των ανακρίσεων αμφισβητήσει λύει κατ' αίτησιν οιουδήποτε των διαφερομένων η Ιερά Σύνοδος.

 

Άρθρον 145



Αι ανακριτικαί πράξεις δεν ενεργούνται δημοσία.
Εν τούτοις πάσα ανακριτική πράξις ενεργείται επί παρουσία του Γραμματέως.
Καθήκοντα Γραμματέως του ανακριτού, εάν μεν η ανάκρισις διεξάγεται εν τη έδρα του Πρωτοβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, εκπληροί ο Γραμματεύς του Δικαστηρίου τούτου, εάν δε διεξάγηται αλλαχού ο υπό του ανακριτού οριζόμενος
πρεσβύτερος ή διάκονος.


Άρθρον 146

 

Το Πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου δύναται να αποφανθή ητιολογημένως ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και να αναστείλη πάσαν περαιτέρω καταδίωξιν.
Εάν το Πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον κρίνη ότι η ανάκρισις χρήζει συμπληρώσεως, διατάσσει την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως, υποδεικνύον και τα συμπληρωτέα.
Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ορίζει την ημέραν και ώραν προς συζήτησιν και διατάσσει την προ αυτού κλήτευσιν του κατηγορουμένου Αρχιερέως.


Άρθρον 147

 

Ο υπό του Πρωτοβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου και κατ' αντιμωλίαν ή ερήμην καταδικασθείς δις αργίαν από πάσης ιεροπραξίας ή εις έκπτωσιν από του θρόνου ή εις καθαίρεσιν Αρχιερεύς δικαιούται να εκκαλέση την απόφασιν προ του
Δευτεροβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου. Ως προς την προθεσμίαν της εφέσεως, την ανασταλτικήν δύναμιν και τον τρόπον της ασκήσεως του ενδίκου τούτου μέσου, εφαμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθ. 137-139.


Άρθρον 148

 

Την περί της εφέσεως έκθεσιν μετά της δικογραφίας ολοκλήρου ο Γραμματεύς του εκδόντος την εκκαλουμένην απόφασιν Δικαστηρίου υποβάλλει εντός δύο ημερών εις τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου όστις και προκαλεί την κατά το άρθ. 24
κατάρτισιν του Δευτεροβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου.

 

Άρθρον 149

 

Μετά την συγκρότησιν του Δευτεροβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου η διαδικασία προβαίνει κατά τας διατάξεις των άρθ. 141-144, εφαρμοζομένων αναλόγως.
Επί της κατά το άρθ. 125 ανακοπής του μηνυτού υποβαλλομένης εις τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου αποφαίνεται η Ιερά Σύνοδος.

 

Άρθρον 150

 

Ο Πρόεδρος του κατά το άρθ. 28 συγκροτουμένου διά τους Συνοδικούς Δικαστηρίου διορίζει ένα Αρχιερέα ανακριτήν.
Ο ανακριτής οφείλει να περατώση την ανάκρισιν εντός μηνός.

 

Άρθρον 151

 

Αι καταδικαστικαί αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων καθίστανται εκτελεσταί άμα καταστώσι τελεσίδικοι, τοιαύται δε είναι εκείναι καθ' ων δεν χωρεί ανακοπή η έφεσις.


 

Άρθρον 152

 

Η εκτέλεσις καταδικαστικής κατά Αρχιερέως αποφάσεως ενεργείται διά Π. Δ/τος προτάσει του Υπουργού της Παιδείας και Θρησκευμάτων εκδιδομένου.

 

Άρθρον 153

 

Πάσαι αι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αι καταστάσαι συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος οριστικαί και τελεσίδικοι εκτελούνται τη συνδρομή της αρμοδίας αστυνομικής αρχής τη εγγράφω εντολή του οικείου ιεράρχου εφόσον ο καταδικασθείς αρνείται ή δυστροπεί να συμμορφωθή προς την απόφασιν του εκκλησιαστικού δικαστηρίου.
Οι εις σωματικόν περιορισμόν καταδικαζόμενοι ιερομόναχοι, μοναχοί ή μοναχαί εκτίουσι την ποινήν αυτών εις ετέραν μονήν του κράτους ή της ιδίας μητροπόλεως καθοριζομένην υπό της καταδικαστικής αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Ο ηγούμενος της μονής εις ην εκτίει την ποινήν του ο καταδικασθείς υποχρεούται να επιβλέπη την ακριβή εκτέλεσιν της αποφάσεως μη επιτρέπων την απομάκρυνσιν αυτού εκ της μονής.
Εις περίπτωσιν, καθ’ ην ο εκτίων την ποινήν απομακρυνθή αυτοβούλως εκ της μονής προ της λήξεως της ποινής αυτού, ο αρχιερεύς εις ον υπάγεται η μονή εν τη οποία είναι εγγεγραμμένος ο καταδικασθείς δύναται να διατάξη την ενέργειαν νέων κατ’ αυτού ανακρίσεων, επί τη καταφρονήσει εκκλησιαστικής αποφάσεως, εφόσον η ποινή εκτίεται εν τη ιδία αυτού μητροπόλει ή να ζητήση δι’ εγγράφου αυτού την ενέργειαν ανακρίσεων υπό του αρχιερέως εις ον ανήκει η μονή, εν η εκτίει την ποινήν ο καταδικασθείς.
Τα έξοδα μεταγωγής των καταδικαζομένων εις τον τόπον του σωματικού περιορισμού καταβάλλονται υπό του μητροπολιτικού γραφείου, τα δε έξοδα διατροφής αυτών βαρύνουσι τον καταδικασθέντα και την μονήν της μετανοίας αυτού βάσει του προϋπολογισμού αυτής εν τη αναλογία των δικαιωμάτων του καταδικασθέντος.

 

Άρθρον 154

 

Αποφάσεις επιβάλλουσαι ποινήν εις χρήματα υπέρ του Ο.Δ.Ε.Π. ή του Τ.Α.Κ.Ε. και αι επιβάλλουσαι την δικαστικήν δαπάνην εις τον κατηγορούμενον εκτελούνται τη συνδρομή της πολιτικής αρχής καθ' ον τρόπον αι αποφάσεις των κοινών ποινικών
δικαστηρίων, αι επιβάλλουσαι χρηματικάς ποινάς.
Καθ' όμοιον τρόπον εκτελούνται αι κατά την εν τω παρόντι Νόμω διαδικασίαν εκδιδόμεναι αποφάσεις αι επιβάλλουσαι πρόστιμον υπέρ του Ο.Δ.Ε.Π. ή υπέρ του Τ.Α.Κ.Ε. εις ετέρους πλην των κατηγοουμένων κληρικούς ή λαϊκούς ή αι καταδικάζουσαι τούτους εις την πληρωμήν των δικαστικών εξόδων.


Άρθρον 155

 

Η καταγνωσθείσα ποινή δύναται να αφεθή ή ελαττωθή ή μεταβληθή διά χάριτος.
Το περί της χάριτος Δ/μα εκδίδεται προτάσει του Υπουργού των Θρησκευμάτων μετά προτέραν γνώμην της Ιεράς Συνόδου περί αφέσεως, ελαττώσεως ή μεταβολής της ποινής εφ' όσον εξέτισε πλέον του ημίσεος.
Επί χάριτος εις τινα των υπό Επισκοπικόν Δικαστήριον κληρικών ή μοναχών η Ιερά Σύνοδος γνωμοδοτεί ακούσασα και τον οικείον Μητροπολίτην.


Άρθρον 156

 

Η εισαγωγή ποινικής διαδικασίας κατά κληρικού ή μοναχού προ κοινού ποινικού δικαστηρίου δεν κωλύει την εκ παραλλήλου εισαγωγήν ή διεξαγωγήν της κατά τον παρόντα Νόμον διαδικασίας του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και τανάπαλιν.


Άρθρον 157

 

Ο αρμόδιος Μητροπολίτης δικαιούται να απαιτήση παρά της αρμοδίας πολιτικής αρχής μετά την προ αυτής απολογίαν του κατηγορουμένου κληρικού ή μοναχού την ανακοίνωσιν της δικογραφίας περί της προ του κοινού ποινικού δικαστηρίου
εκκρεμούς ποινικής δίκης κατά τούτου και εν ανάγκη την παροχήν αντιγράφων εφ' απλού χάρτου.


Άρθρον 158

 

Ο αρμόδιος εισαγγελεύς ή δημόσιος κατήγορος οφείλει να ανακοινοί εις τον αρμόδιον Μητροπολίτην ή επί κατηγορουμένου Μητροπολίτου εις την Ιεράν Σύνοδον, την κατά κληρικού ή μοναχού εισαγωγήν κοινής ποινικής διαδικασίας.
Το αρμόδιον Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον δύναται να αναστείλη την προ αυτού εκκρεμή διαδικασίαν κατά κληρικού ή μοναχού μέχρι πέρατος της κατά τούτου ποινικής δίκης.


Άρθρον 159

 

Η καταδίκη κληρικού εις εγκληματικήν ποινήν εκτελείται κατά τας διατάξεις του άρθρου της Ποινικής Δικονομίας.


Άρθρον 160

 

Ο αρμόδιος εισαγγελεύς, καταστάσης αμετακλήτου της αποφάσεως του κοινού ποινικού δικαστηρίου, ανακοινοί ταύτην εν αντιγράφω προς τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου, προκαλεί την υπό του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαίρεσιν
του καταδικασθέντος άνευ ετέρας τινός διαδικασίας και ανακοινοί πάραυτα την γενομένην καθαίρεσιν εις τον ανακοινώσαντα την ποινικήν απόφασιν εισαγγελέα.
Η Εκκλησιαστική Αρχή οφείλει εντός 15 ημερών από της εις αυτήν ανακοινώσεως της ποινικής αποφάσεως υπό του εισαγγελέως να εκτελέση ταύτην.


Άρθρον 161

 

Εάν κληρικός ή μοναχός καταδικασθή υπό κοινού δικαστηρίου εις ετέραν ποινήν πλην των εν τω άρθ. 161 οριζομένων ή εάν αθωωθή υπό τούτου, η καταδικαστική ή αθωωτική απόφασις του κοινού δικαστηρίου ουδέν αποτελεί πρόκριμα διά την
εισαγωγήν της κατά τον παρόντα νόμον διαδικασίας, ουδέ δεσμεύει το Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον.
Ο αρμόδιος εισαγγελεύς ή δημόσιος κατήγορος οφείλει εν τούτοις να ανακοινοί εις τον οικείον Μητροπολίτην ή επί δίκης Μητροπολίτου εις την Ιεράν Σύνοδον πάσαν απόφασιν ποινικού δικαστηρίου καταδικαστικήν ή αθωωτικήν αφορώσαν εις κληρικόν ή μοναχόν.
Οφείλει ωσαύτως επί τη αιτήσει του οικείου Μητροπολίτου ή του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου να ανακοινοί εις τούτους την δικογραφίαν πάσης κατά κληρικού ή μοναχού διεξαχθείσης και περατωθείσης κοινής ποινικής δίκης.


Άρθρον 162

 

Απόφασις Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου αθωούσα ή καταδικάζουσα κληρικόν ή μοναχόν ουδέν αποτελεί πρόκριμα διά την εισαγωγήν κατά τούτου της διαδικασίας προ κοινού ποινικού δικαστηρίου ουδέ δεσμεύει το κοινόν ποινικόν δικαστήριον.
Εν τούτοις ο αρμόδιος Μητροπολίτης ή επί δίκης διεξαχθείσης προ ετέρου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου πλην του Επισκοπικού ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου οφείλει επί τη αιτήσει του αρμοδίου εισαγγελέως να ανακοινοί εις τούτον την
δικογραφίαν της κατά κληρικού ή μοναχού διεξαχθείσης και περατωθείσης κατά τον παρόντα νόμον διαδικασίας.


Άρθρον 163 – 168



[Τα άρθρα 163 έως 168 καταργήθηκαν από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν.δ. 1714/7-13.8.1942]

Άρθρον 170

 

Εν τη εννοία της λέξεως "Μητροπολίτης" αναφέρεται και ο Αρχιεπίσκοπος και οι Επίσκοποι.


Άρθρον 171

 

Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον είναι άκυρος.


Είδος Νομοθετήματος : ΝΟΜΟΣ
το άρθρο είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF
Αριθμός ΦΕΚ : Α΄ 110
'Ετος : 1932


για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.