ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 9/24 Αυγ.1932 «Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Νόμ. 5351 ως και των εν ισχύι σχετικών διατάξεων των Νόμ. ΒΧΜΣΤ', 2447, 491, 4823 και του Ν.Δ. της 12/16 Ιουν. 1926 εις εν ενιαίον κείμενον Νόμου, φέρον τον αριθ. 5351 και τον τίτλον ''περί Αρχαιοτήτων''» (ΦΕΚ Α΄ 275/1932).

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 9/24 Αυγ.1932 «Περί  κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Νόμ. 5351 ως και των εν ισχύι σχετικών διατάξεων των Νόμ. ΒΧΜΣΤ', 2447, 491, 4823 και του Ν.Δ. της 12/16  Ιουν. 1926 εις εν ενιαίον κείμενον  Νόμου,  φέρον τον αριθ. 5351 και τον τίτλον ''περί Αρχαιοτήτων''» (ΦΕΚ  Α΄ 275/1932).       
      

Έχοντες  υπ' όψει  το άρθρ.55 του Νόμ.5351 προτάσει του Ημετέρου επί της Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: 
   
Αι διατάξεις του Νόμ.5351 ως και αι εν ισχύϊ και του Ν.Δ.12/16 κωδικοποιούνται εις εν ενιαίον κείμενον Νόμου φέρον των αριθμ.5351 και τον τίτλον  "περί αρχαιοτήτων" έχων ως έπεται:    
   
 
Άρθρο 1. 
   
Περί αρχαιοτήτων καθόλου
   
Πάντα τα εν Ελλάδι  και οιοισδήποτε Εθνικοίς  κτήμασιν, εν ποταμοίς, λίμναις και τω  πυθμένι  της θαλάσσης πρός δεν εν δημοτικοίς, μοναστηριακοίς και ιδιωτικοίς κτήμασιν ευρισκόμενα αρχαία, τινά τε και ακίνητα, από των αρχαιοτάτων χρόνων και εφεξής, είναι  ιδιοκτησία του Κράτους. Κατ' ακολουθίαν το δικαίωμα  και η φροντίς περί αναζητήσεως και διασώσεις  τούτων εν δημοσίοις Μουσείοις  ανήκει εις το Κράτους.
   
Πάσα πρός  τον σκοπόν  τούτον ενέργεια υπάγεται εις την δικαιοδοσίαν του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 1 Νόμ. ΒΧΜΣΤ΄).

Άρθρον 2.
   
Αρχαία κατά το άρθρο 1 λογίζονται πάντα  ανεξαιρέτως τα έργα της Αρχιτεκτονικής, Γλυπτικής, Γραφικής και οιασδήποτε καθόλου Τέχνης οιον παντοία οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά μνημεία, λίθοι μετά γλυφής τινος εκ των μνημείων  τούτων προερχόμενοι και βάθρα υδραγωγεία, οδοί, τείχη,  τάφοι, λαξεύματα, αγάλματα, ανάγλυφα, ειδώλια, επιγραφαί, ζωγραφίαι, ψηφοθετήματα, αγγεία, όπλα, κοσμήματα και άλλα εξ οιασδήποτε ύλης έργα και σκεύη, δακτυλιόλιθοι, νομίσματα. Και τα αντικείμενα τα προερχόμενα εκ της αρχαιοτάτης εποχής του Χριστιανιμσμού και του μεσαιωνικού ελληνισμού δεν εξαιρούνται των ορισμών του
παρόντος Νόμου (άρθρο 3 Νομ. ΒΧΜΣΤ').

 
Άρθρον 3. 
   
Εις τους ιδιοκτήτας των κτημάτων εν οις ευρίσκονται αρχαία παρέχεται  η κατά τα επόμενα άρθρα αποζημίωσις  ή αμοιβή. Εις δήμους, κοινότητος και Μονάς ουδεμία παρέχεται αποζημίωσις ή αμοιβή (άρθρο 2
Νόμ. ΒΧΜΣΤ').
     
Άρθρον 4. 
   
Τα εν τοις σκευφολυκείοις ιερών Μονών φυλαττόμενα και μη χρησιμοποιούμενα  εις την λατρείαν  αρχαία εκκλησιαστικά  κειμήλια και πολύτιμα αρχαί χειρόγραφα, περί της μεγάλης αξίας και της ανάγκης της καλλιτέρας  φυλάξεως και συντηρήσεως των οποίων ήθελε γνωματεύση επιτροπή καταρτιζομένη υπό του Υπουργού της Παιδείας εκ του οικείου
Μητροπολίτου, μελών του αρχαιολογικού Συμβουλίου και άλλων ειδικών,
κατατίθενται πρός φύλαξιν και συντήρησιν  εις το Βυζαντινόν Μουσείον ή εις τα τοπικά Μουσεία.

Η κυριότητης των Μονών επί των αρχαίων τούτων διατηρείται και μετά την κατάθεσιν  αυτών εις το Μουσείον (άρθρο 41 Νόμ. 5351). 
   
Άρθρον 5 
   
Ο γινόμενος καθ' οιονδήποτε τρόπον  κάτοχος  αρχαίου, οφείλει εντός δεκαπενθημέρου, αφ' ότου περιήλθεν το αρχαίον εις την κατοχήν του, να δηλώση τούτο εις την πλησιεστέραν αρχαιολογικήν  ή
αστυνομικήν αρχήν, ή εις το αρχαιολογικόν Τμήμα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθιστών συνάμα γνωστόν τον τρόπον της αποκτήσεως του αρχαίου και, εφ' όσον είναι δυνατόν, τον τόπον εν ω
ευρέθη τούτο. Μετά την δήλωσιν του αρχαίου ο κάτοχος δύναται να φύλαξη
ο ίδιος το αρχαίον ή να το πωλήση εις άλλον  εντός του Κράτους κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
   
Ο αρχαιολογικός έφορος  της περιφερείας ή οριζόμενος υπό του Υπουργείου άλλος ανώτερος αρχαιολογικός υπάλληλος οφείλουσιν εντός κατά το δυνατόν βραχέος  χρονικού διαστήματος, αν εξετάσωσιν και 
περιγράφωσιν ακριβώς το αρχαίον. Εάν  τα δηλούμενα αρχαία  έχουσιν μικράν επιστημονικήν σπουδαιότητα και πολύ  μικράν ή ουδεμίαν εμπορικήν αξίαν κατά την κρίσιν του αρχαιολογικού συμβουλίου,
αριθμούνται ταύτα απλώς και περιγράφονται, καταλείπονται δε εις  την
ελευθέραν χρήσιν του κατόχου. Το Υπουργείον δύναται να ζητήση όπως
κατατεθώσι και φωτογραφίαι των αρχαίων τούτων.
   
Εάν ο κάτοχος  του αρχαίου είναι έμπορος  αρχαιοτήτων, το Υπουργείον δύναται, προκειμένου περί  αρχαίου αξίου λόγου, κατά την κρίσιν του αρχαιολογικού συμβουλίου, να προβαίνη εις αναγκαστικήν  αγοράν του αρχαίου, της τιμής αυτού οριζομενης, αν δεν επέλθη συμφωνία μεταξύ 
του Κράτους και του κατόχου του αρχαίου, κατά τον εν τη 2α παραγράφω άρθρο 11 του παρόντος  όμου, οριζόμενου διαιτητικόν τρόπον. Εις  τον κάτοχον καταβάλλεται μόνον  το ήμισυ  της ούτω οριζομένης  τιμής
(άρθρο 1, Νόμ. 5351).
   
[Με την παρ. Β του άρθρου 1 της υπ'αριθμ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/57263/28.11-1.12.1994 απόφασης των Υπουργών Πολιτισμού και Δημ.Τάξης, διατηρήθηκε σε ισχύ (και μετά το άρθρ.34 του Ν. 2168/93) η διάταξη του άρθρου 5 του Κ.Ν. 5351/1932, όσον αφορά την υποχρέωση των αστυνομικών αρχών να δέχονται δηλώσεις κατοχής αρχαίων από ιδιώτες μόνον όσον αφορά τους νομούς και τα νησιά όπου δεν εδρεύουν Εφορείες Αρχαιοτήτων.]


   
Άρθρον 6. 
   
Κάτοχος αρχαίων παραλείψας να ενεργήση  την κατά το άρθρο 5 δήλωσιν εντός  του υπό  του άρθρου τούτου οριζομένης προθεσμίας, ουχί όμως και πέραν των δύο  μηνών αφ' ής εγένετο  τοιούτος  τιμωρείται δια προστίμου 500 έως 2.000 δραχμών. Εάν  δε η δήλωσις εγένετο μετά δύο μήνας  τιμωρείται  διά προστίμου 1000 έως 4000 δραχμών. Εάν μετά το δίμηνον και προ της δηλώσεως  ανακαλυφθή κατ' άλλον τρόπον  ο κατέχων το αρχαίον, συν τη ποινή  επιβάλλεται και δήμευσις του ανακαλυφθέντος υπέρ των Μουσείων του Κράτους.
   
Ο επί σκοπώ παρανόμου διαθέσεως του αρχαίου παραλείψως πέραν του διμήνου να δηλώση την κατοχήν τούτου τιμωρείται δια φυλακίσεως 1 μέχρις 6 μηνών και δια  χρηματικής ποινής 1000-4000 δραχμών (άρθρο 2 Νόμ. 5351).

Άρθρον 7. 
   
Ο νομίμως εργαζόμενος εντός δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών, μοναστηριακών ή εκκλησιαστικών κτημάτων και ανακαλύψας εν
αυτοίς αρχαία, εάν δηλώση  την ανακάλυψίν  του τάυτην  εντός 15 ημερών εις την πλησιεστέραν  αρχαιολογικήν  αρχήν,  λαμβάνει  ως αμοιβήν το 1/2 της αξίας των εις το δημόσιον περιεχομένων αρχαίων. Εάν  ούτος παρέλειψε να κάμη την δήλωσιν, ουχί όμως  πέραν  του διμήνου, ουδεμίαν λαμβάνει αμοιβήν. Εάν όμως  παρέλειψε να κάμη την δήλωσιν πέραν του
διμήνου, τιμωρείται διά φυλακίσεως 15 ημερών  έως 6 μηνών (άρθρο 3 Νόμ.5351).

Άρθρον 8.  
   
Εάν υπάρχωσι ή ευρεθώσι τυχαίως εν  ιδιωτικώ κτήματι αρχαία κτίρια  ή άλλα  αρχαία  μη δυνάμενα να μετακινηθώσιν,  εάν είναι άξια  λόγου και πρέπει να διατηρηθώσιν, ο κύριος του κτήματος
αμείβεται μόνον διά την αξίαν  του χώρου, ον  το αρχαίον καταλαμβάνει, εκτιμωμένου  τούτου κατά την  ανωτάτην  τρέχουσαν αξίαν ομοίων κτημάταων εν τη περιφερείαν ηυξημένην κατά 10%. Εις τον ανακαλύψαντα ην αρχαιότητα, είτε  ούτος είναι  ο ιδιοκτήτης, είτε άλλος τις
νομίμως εργαζόμενος  εν τω κτήματι, δύναται εάν ούτος δηλώση την έυρεσιν εντός των νομίμων προθεσμιών να δοθή αμοιβή τις ανάλογος της σπουδαιότητος  του αρχαίου.
   
Κάτοχος  κτήματος εν τω οποίω  ήθελον  ευρεθή αρχαία μη δυνάμενα να μετακινηθώσι  και παραλείψας να δηλώση  ταύτα εντός  της υπό του άρθρου 5 οριζομένης προθεσμίας, τιμωρείται διά των εν άρθρο 6 και κατά τας εν αυτώ διακρίσεις  ποινών (άρθρο 7 Νόμ. 5351).

Άρθρον 9 
   
Περί  του διατηρητέου ακινήτου αρχαίου αποφαίνεται  το βραδύτερον εντός  μηνός από της δηλώσεως αυτού  ο αρχαιολογικός έφορος, εν η δε περιπτώσει  ευρίσκεται ούτος  εν αμφιβολία, επιτροπή εκ τριών 
εφόρων οριζομένων υπό  του Υπουργείου,  εντός δύο  το πολύ  μηνών από της δηλώσεως. Μετά  πάροδον  διμήνου από της δηλώσεως ευρέσεως του αρχαίου, εάν  δεν ελήφθη αποφασίς τις περί αυτού, ο ιδιοκτήτης δικαιούται εις  αποζημίωσιν δια την παρακώλυσιν της χρήσεως της ιδιοκτησίας  αυτού. Παρελθόντος έτους από της ημέρας  της δηλώσεως της ευρέσεως του αρχαίου, αν δεν εισέτι απόφασις τις περί αυτού, ο ιδιοκτήτης δύναται να θεωρήση  τούτο  ως μη διατηρητέον. Ο αρμόδιος
αρχαιολογικός  έφορος  είναι υπεύθυνος δια την προσήκουσαν ενέργειαν προς έγκαιρον  εκτέλεσιν των διατυππώσεων προς  απόφασιν περί  του διατηρητέου  ακινήτου  αρχαίου.
   
Εάν είναι ανάγκη δοκιμαστικής σκαφής προς εξακρίβωσιν της σπουδαιότητος  ακινήτου αρχαίου, δύναται ο αρχαιολογικός έφορος  ή ο επιμελητής να προβαίνη αμέσως εις ταύτην γνωρίζων  τούτο  τω Υπουργείω, και συνενοούμενος περί της δαπάνης (άρθρο 8 Νόμ. 5351).
   
2.  Η ως άνω σημειουμένη ενιαύσιος  προθεσμία ισχύει  και διά πάσαν αίτησιν  ιδιώτου περί  οικοδομήσεως  ή εκτελέσεως οιουδήποτε  έργου, συμφώνως πρός  το άρθρ.51 του παρόντος Νόμου, εφ' όσον  διά την  λήψιν αποφάσεως χρειάζεται η εκτέλεσις ανασκαφής η οιασδήποτε χωροταξικής ή άλλης μελέτης. 
   
Εν η περιπτώσει, δεν  χρειάζεται  τοιαύτη  εργασία ή μελέτη, η προθεσμία απαντήσεως  ορίζεται μέχρι  διμήνου, προκειμένου ιδία περί τόπων  ευρισκομένων μακράν της έδρας της περιφερειακής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Μετά την παρέλευσιν της ως άνω καθοριζομένης προθεσμίας, η αρμοδία ετέρα κρατική αρχή δύναται να εκδώση την ζητουμένην άδειαν και άνευ συγκαταθέσεως  της αρμοδίας υπηρεσίας της Γενικής 
Διευθύνσεως Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως Προκειμένου περί αρχαιολογικών  απαλλοτριώσεων το Αρχαιολογικόν Συμβούλιον υποχρεούται εις την άμεσον και κατ' απόλυτον προτεραιότητα διενέργειαν  των οικείων υποθέσεων, εντός του ταχυτέρου  χρονικού διαστήματος.
   
[Η παρ. 2 προστέθηκε δια του άρθρου 8 ν.δ/τος 4543/1966]

Άρθρον 10

 
Εις πάντα ιδιώτην  ή δημόσιον υπάλληλον, υποδεικνύοντα την παράβασιν των διατάξεων των  προηγουμένων άρθρων  περί  δηλώσεως
κατοχής αρχαίων, παρέχεται ως  αμοιβή  το όλον  ή μέρος  του υπό του παραβάτου της διατάξεως  πληρωνομένου  προστίμου, ή αμοιβή  ίση  προς το 1/2 ή 1/4 της αξίας του αρχαίου κατά  την κρίσιν  του αρχαιολογικού
συμβουλίου (άρθρ.4 Νομ.5351). 
   
Άρθρον 11. 
   
Η χρηματική αξία των αρχαιοτήτων ορίζεται  υπό του αρχαιολογικού συμβουλίου ή υπό  επιτροπής δύο εφόρων αρχαιοτήτων, οίτινες  δύνανται  να μη είναι μέλη του αρχαιολογικού συμβουλίου και ενός μέλους  του αρχαιλογικού συμβουλίου, καταρτιζομένης υπό του Υπουργού.
   
Την εκτίμησιν αρχαιοτήτων μικράς  σπουδαιότητος δύναται να αναθέτη ο Υπουργός, κατά την γνώμη του αρχαιολογικού συμβουλίου και
εις τους αρμοδίους αρχαιολογικούς  εφόρους. Προκειμένου να  αποζημιωθή
ιδιώτης υπό του δημοσίου δι' αγοράν ή διά  πρόσκτησιν καθ' οιονδήποτε τρόπον  αρχαίου, αν η κατά την προηγουμένην παράγραφον οριζομένη τιμή του αρχαίου δεν γίνη  αποδεκτή, συνιστάται επιτροπή εξ αντιπροσώπου του ιδιώτου, ενός  εφόρου  αρχαιοτήτων ή Διευθυντού  Μουσείου,
οριζομένου υπό του Υπουργού, και  ενός τρίτου οριζομένου υπό του Προέδρου  του Αρείου Πάγου ήτις ορίζει κατά πλειοψηφίαν  ανεκκλήτως την αξίαν του αρχαίου.
   
Εάν δεν επιτευχθή πλειοψηφία κατά τον  ορισμόν της τιμής  αρχαίου υπό της  κατά το  προηγούμενον  άρθρον  Επιτροπής, την τιμήν του αρχαίου ορίζει  ο Προέδρος του Αρείου Πάγου έχων  υπ'  όψει  την υφ' 
εκάστου των  τριών μελών  ορισθείσαν  τιμήν. (άρθρο 6 Νόμ. 5351).

       
Άρθρον 12.  
   
Πας κάτοχος  αρχαίων  αξιολόγων κατά την  γνώμην του αρχαιολογικού εφόρου οφείλει  να συμμορφούται πρός τας οδηγίας του
αρχαιολογικού  εφόρου της περιφερείας  ως πρός  την έκθεσιν και συσντήρησιν  αυτών προκειμένου περί  αποτροπής προφανούς  κινδύνου. Αν ο κάτοχος  διαφωνεί  πρός  τον αρχαιολογικόν  έφορον  ως προς την σπουδαιότητα των αρχαίων ή ως προς τα προτεινόμενα υπό του εφόρου μέτρα  συντηρήσεως, δύναται να αναφέρεται εις το Υπουργείον, όπερ κρίνει  τελειωτικώς (άρθρ.22 Νόμ.5351). 

Άρθρον 13.
   
Τιμωρείται  δια προστίμου δραχ. 500-6000 δραχμών ο δι' οιουδήποτε  εννόμου  πράξεως εν ζωή μεταβιβάζων  το παρ' αυτού
κατεχόμενον αρχαίον, άνευ προηγουμένης  δηλώσεως περί  της τοιαύτης μεταβιβάσεως εις  τον αρμόδιον  αρχαιολογικόν έφορον. Εις την αυτήν ποινήν υπόκειται και ο προς  ον η μεταβίβασις, εάν  παρέλειψεν αυτός 
την τοιαύτην δήλωσιν.
   
Η άνευ προηγουμένης δηλώσεως γενομένη μεταβίβασις είναι άκυρος (άρθρο 5 Νόμ. 5351).
     
Άρθρον 14. 
   
Ο υποδείξας οιασδήποτε αρχή αποκαλυφθέντα που άγνωστα αρχαία, ή επιδείξας  τόπον εν ω υπάρχουν αρχαία  και συντελέσας  ούτω εις την ανακάλυψιν  αρχαίων, δύναται να λαμβάνη αμοιβήν αναλόγως της σπουδαιότητος  των αρχαίων  και της συνδρομής ην παρέσχεν  κατ'
εκτίμησιν του αρχαιολογικού  συμβουλίου. Η τοιαύτη αμοιβή δεν δύναται να είναι  κατωτέρα του 1/4 ουδ' ανωτέρα του ημίσεος  της αξίας των αρχαίων (άρθρο 9 Νομ. 5351).
  


Είδος Νομοθετήματος : ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ
το άρθρο είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF
Αριθμός ΦΕΚ : Α΄ 275
'Ετος : 1932


για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.