ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 2997/2003
Αριθμός Απόφασης : 2997
'Ετος : 2003
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 2997/2003

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Νοεμβρίου 2000, με την εξής σύνθεση : Κ. Μενουδάκος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Σύμβουλοι, Ελ. Τσούμπα - Δαρζέντα, Θ. Αραβάνης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μαντζουράνης.

Για να δικάσει την από 22 Μαρτίου 1994 αίτηση :

των : 1) Ε. συζ. Κ. Π. - Κ., κατοίκου Μετοχίου Πατρών Ν. Αχαΐας, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους : α] Ν. Γαβαλά [Α.Μ. 4331] και β] Κ. Πετρόπουλο [Α.Μ. 479 Πατρών], που τους διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Ν. Γ. Α., κατοίκου εν ζωή Μετοχίου Πατρών Ν. Αχαΐας, ο οποίος απεβίωσε και την δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι του: α] Γ. Ν. Α. και β] Ηλίας Ν. Α., οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους πιό πάνω δικηγόρους : α] Ν. Γαβαλά και β] Κ. Πετρόπουλο, που τους διόρισαν με πληρεξούσιο,κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Διονύσιο Χειμώνα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινόντων : 1) Ι. Μ. Κ. και Αιγιαλείας, που παρέστη με την δικηγόρο Ειρήνη Αναπλιώτη, η οποία δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της παρέμβασης, 2) Ι. Μ. Μ. Σ. Κ. και 3) Η. Ν., κατοίκου Πατρών Ν. Αχαΐας, οδός Κ. αριθμός 37Γ, οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια πιό πάνω δικηγόρο Ειρήνη Αναπλιώτου, που την διόρισαν με πληρεξούσια.

Με την αίτηση επιδιώκεται να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 6/12.5.1993 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Πατρών.Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Θ. Αραβάνη.Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους της αιτούσας και των συνεχιζόντων την δίκη κληρονόμων του δεύτερου (2ου) αποβιώσαντος αιτούντος, οποίος δήλωσε ότι το δικόγραφο της παρέμβασης τους κοινοποιήθηκε εκπροθέσμως και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξουσία των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (6560807 - 8/1994 διπλότυπα της Δ.Ο.Υ. δικαστικών εισπράξεων Αθηνών, 1678610, 5690497/1994 γραμμάτια παραβόλου.

2. Επειδή, με την πράξη 1660/16.5.1983 του Δασάρχη Πατρών, που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της Κοινότητας Μετοχίου Αχαΐας κατ' άρθρο 14 παράγρ. 1 και 2 του ν. 998/1979, χαρακτηρίσθηκε ως μη δασική έκταση 685 στρεμμάτων στη θέση «Στίβες» της περιφέρειας της εν λόγω Κοινότητας, ευρισκόμενη, ειδικώτερα, μεταξύ του παράκτιου δάσους της Στροφυλιάς και της λίμνης Προκόπου - Λάμιας. Η πράξη του Δασάρχη επικυρώθηκε με την απόφαση 8/1984 της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία απέρριψε αντιρρήσεις του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), ισχυριζομένου ότι η επίδικη έκταση είναι μοναστηριακό δάσος. Κατά της αποφάσεως αυτής ο Ο.Δ.Ε.Π. προσέφυγε ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του Εφετείου Πατρών, η οποία, αντιθέτως, με την απόφασή της 8/1986 χαρακτήρισε την επίδικη έκταση ως δασική. Κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως της Κοινότητας Μετοχίου, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη με την απόφαση 2936/1989 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά την ακυρωτική απόφαση, η Δευτεροβάθμια Επιτροπή επελήφθη εκ νέου της υποθέσεως και με την απόφασή της 6/1993 χαρακτήρισε και πάλι, κατά πλειοψηφία, την επίδικη έκταση ως δασική. Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες, οι οποίοι μετέσχον της διαδικασίας ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, ζητούν την ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

3. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως ο δεύτερος των αιτούντων απεβίωσε, όπως προκύπτει από την 19/14.3.1999 πράξη του ληξιάρχου του Δήμου Λαρισσού Ν. Αχαΐας, τη δε δίκη συνεχίζουν ως προς αυτόν οι υιοί του, φερόμενοι και ως κληρονόμοι του, Η. και Γ. Α., σύμφωνα με σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο.

4. Επειδή, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, οι οποίοι επικαλούνται ότι έχουν δικαίωμα βοσκής και νομής επί τμημάτων της επίδικης εκτάσεως, ανεξαρτήτως αν έχουν και δικαίωμα κυριότητας επ' αυτών, όπως ισχυρίζονται, ενώ εξ άλλου τόσο η πρώτη όσο και ο αποβιώσας δεύτερος των αιτούντων είχαν παρέμβει ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής για να υποστηρίξουν ότι η επίδικη έκταση δεν έχει δασικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως, δεδομένου ότι δεν προκύπτει κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξεως, ή γνώση της εκ μέρους των αιτούντων, σε χρόνο πέραν των 60 ημερών από την άσκηση της αιτήσεως.

5. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν, με κοινό δικόγραφο, η Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, η Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων και ο Η. Ν., δασολόγος. Η παρέμβαση αυτή εισάγεται μόνο ως προς την δεύτερη και τον τρίτο των παρεμβαινόντων, διότι η Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (πρώτη παρεμβαίνουσα) δήλωσε παραίτηση από το δικόγραφο της παρεμβάσεως με σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου στο ακροατήριο. Ως προς τους ανωτέρω δεύτερη και τρίτο των παρεμβαινόντων, όμως, η παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 49 παρ. 2 και 3 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), διότι, όπως προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ι. Φωτόπουλου, κοινοποιήθηκε εκπροθέσμως στους ήδη αιτούντες 16.11. 2000, δηλαδή σε χρόνο μικρότερο των 6 πλήρων ημερών προ της ημερομηνίας της δικασίμου (22.11.2000), οι δε αιτούντες αντέλεξαν στο ακροατήριο.

6. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, σε περίπτωση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως για πλημμέλειες της αιτιολογίας, η Διοίκηση μπορεί να επανέλθει επί της υποθέσεως και να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο περιεχόμενο, η οποία όμως πρέπει να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα κριθέντα με την ακυρωτική απόφαση (ΣΕ 3126/1990 7μ. κ.ά.). Εφ' όσον δε η επάνοδος της Διοικήσεως προς ορθή αιτιολόγηση της αποφάσεώς της γίνεται σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, η Διοίκηση δύναται και αυτεπαγγέλτως να προβεί στις σχετικές ενέργειες, χωρίς δηλαδή σχετική όχληση εκ μέρους των ενδιαφερομένων, ενώ, εξ άλλου, η κατ' άρθ. 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989 υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο αποφάσεως του ΣτΕ και να τακτοποιεί τα προκύπτοντα από την έκδοση της αποφάσεως αυτής ζητήματα δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό (ΣΕ 108/85). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη ακύρωση της αποφάσεως 8/1986 της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής ως ανεπαρκώς αιτιολογημένης, η υπόθεση, κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως ΣΕ 2936/1989, κατέστη εκ νέου εκκρεμής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, προκειμένου αυτή να εκδώσει νέα, αιτιολογημένη πράξη χαρακτηρισμού της επίδικης εκτάσεως. Εν όψει τούτων, νομίμως η Επιτροπή επανήλθε αυτεπαγγέλτως επί της υποθέσεως παρά την πάροδο τριών ετών και οκτώ μηνών περίπου μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως, οι δε λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι ο χρόνος αυτός υπερβαίνει τον εύλογο και ότι παρανόμως επανήλθε η Επιτροπή χωρίς σχετική αίτηση του Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος, κατά την άποψη των αιτούντων, είχε καταργηθεί στο μεταξύ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

7. Επειδή, ο Ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (Α' 289) στο άρθρο 3 ορίζει τα εξής : "1. Ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. 2. Ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτομένη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών. 3. Εις τα δάση ή τας δασικάς εκτάσεις, αντιστοίχως, περιλαμβάνονται και αι εντός αυτών οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικαί ή μη και γενικώς ακάλυπτοι χώροι. Τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις δεν μεταβάλλουν τον, κατά τας ανωτέρω διατάξεις, χαρακτήρα αυτών και όταν ακόμη εντός αυτών υφίστανται μεμονωμένα ή εγκατεσπαρμένα καρποφόρα δένδρα ή συστάδες τοιούτων δένδρων. 4. ... 5. ... 6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου : α) Αι γεωργικώς καλιεργούμεναι εκτάσεις, β) Αι χορτολιβαδικαί εκτάσεις, αι ευρισκόμεναι επί πεδινών εδαφών ή επί ανωμάλου εδάφους ή λόφων, εφ' όσον δεν εμπίπτουν εις τας περιπτώσεις της παραγρ. 3 του παρόντος άρθρου ή δεν έχουν κηρυχθή ένεκα του προστατευτικού αυτών χαρακτήρος ή εξ άλλου λόγου δασωτέαι κατά τα εις το άρθρ. 38 του παρόντος νόμου οριζόμενα, γ) … στ) ... ». Περαιτέρω, το άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζει ότι «1. Τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, δια την αποτελεσματικήν και διαρκή προστασίαν των, διακρίνονται αναλόγως προς την ωφελιμότητα και τας λειτουργίας τας οποίας εξυπηρετούν ως ακολούθως : α) Δάση και δασικαί εκτάσεις αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον επιστημονικόν, αισθητικόν, οικολογικόν, ή γεωμορφολογικόν ενδιαφέρον (εθνικοί δρυμοί , υγροβιότοποι, ..), β) .., γ) .., δ) Δάση και δασικαί εκτάσεις προσφερόμεναι δι’ αναψυχήν του πληθυσμού ή αποτελούσαι παράγοντα συνθηκών διαβιώσεως αυτού εν τη περιοχή ή της τουριστικής αναπτύξεως ταύτης (δάση και δασικαί εκτάσεις αναψυχής), ε) .. 2. Από της απόψεως της θέσεως των δασών και δασικών εκτάσεων εν σχέσει προς τους χώρους ανθρωπίνης εγκαταστάσεως και δραστηριότητος διακρίνονται : α) ... β) Δάση και δασικαί εκτάσεις κείμεναι επί ζώνης πλάτους 1.000 μέτρων από της θαλάσσης, δι’ όλας τας παρακτίους περιοχάς της Χώρας (παραλιακά δάση), πεντακοσίων μέτρων γύρωθεν της όχθης των λιμνών (παραλίμνια δάση) .. γ) .. ζ)..». Τέλος, το άρθρο 14 του αυτού νόμου θεσπίζει ειδική ενδικοφανή διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής ή μη, με πράξη του αρμόδιου δασάρχη, η οποία "δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη δι' αναφοράς εις την μορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τας τυχόν επελθούσας προσφάτως αλλοιώσεις ή καταστροφάς, ως και εις παν έτερον χρήσιμον στοιχείον προς χαρακτηρισμόν της εκτάσεως" (παράγρ. 2). Η απόφαση του δασάρχη υπόκειται σε αντιρρήσεις και εν συνεχεία σε προσφυγή ενώπιον της κατά το άρθρο 10 του ίδιου νόμου πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία "λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικόν φάκελλον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως ...» (παρ. 3).

8. Επειδή, η παράγρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 998/1979 παρέχει μεν την ευχέρεια στην Επιτροπή να διενεργήσει αυτοψία για τη διαμόρφωση ασφαλέστερης κρίσεως περί της «υφιστάμενης καταστάσεως» της εκτάσεως, δεν επιβάλλει όμως, και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου της σχετικής διαδικασίας, την συμμετοχή του ενδιαφερομένου κατά τη διενέργεια της αυτοψίας, ούτε τη σύνταξη ιδιαίτερης εκθέσεως αυτοψίας, το πόρισμα της οποίας, επομένως, επιτρεπτώς ενσωματώνεται στην απόφαση της Επιτροπής. Εξ άλλου, η κρίση της Επιτροπής, που στηρίζεται στο πόρισμα της τυχόν γενομένης αυτοψίας περί του δασικού ή μη χαρακτήρα της εκτάσεως υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας (πρβλ. ΣΕ 4796/97 7μ.). Εν όψει τούτων, νομίμως η προσβαλλόμενη απόφαση, προς αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού της επίδικης εκτάσεως ως δασικής, παραπέμπει και σε σχετική «αυτοψία» των μελών της Επιτροπής (μεταξύ των οποίων και το μειοψηφήσαν μέλος Γ. Ρ., ο οποίος, όπως εκτίθεται σε επόμενη σκέψη, ετάχθη υπέρ του μη δασικού χαρακτήρα της εκτάσεως). Επομένως, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι : α) παρανόμως διενεργήθηκε αυτοψία της εκτάσεως από μέλη της Επιτροπής χωρίς την παρουσία των αιτούντων, β) ότι δεν συνετάγη ξεχωριστή έκθεση αυτοψίας και γ) ότι μη νομίμως απερρίφθη αίτημα των αιτούντων για τη διενέργεια νέας αυτοψίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ομοίως αβάσιμος είναι και ο λόγος ότι η μη συμμετοχή των αιτούντων στην αυτοψία συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος), δεδομένου ότι, πάντως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής οι αιτούντες παρέστησαν και υποστήριξαν τις απόψεις τους δια πληρεξουσίου δικηγόρου, κατετέθη δε και σχετικό υπόμνημα.

9. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΑΕΔ 27/1999), τόσο το άρθρο 24 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 3 του Ν. 998/1979, παραπέμπουν στην επιστημονική έννοια του δάσους, σύμφωνα με την οποία «δάσος» ή «δασικό οικοσύστημα» είναι οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο - βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Εξ άλλου, δασική έκταση υπάρχει όταν στο ανωτέρω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι ο οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία καθιστάμενη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ΄ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητά του ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς, η ενότητα αυτή δύναται να συνάγεται από τα χαρακτηριστικά της άγριας ξυλώδους βλαστήσεως περί της οποίας εκάστοτε πρόκειται, όπως αυτά περιγράφονται στα στοιχεία του φακέλλου. Πάντως, εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του στον κύκλο του άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου, η συγκράτηση των ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.ο.κ. Επομένως, δεν απαιτείται να βεβαιούται εκάστοτε ρητώς και ειδικώς κατά τον χαρακτηρισμό δάσους ή δασικής εκτάσεως η προϋπόθεση αυτή. Κατά ταύτα, κατά την αληθή του έννοια, το άρθρο 3 του Ν. 998/1979 δεν θέτει δύο αθροιστικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του δάσους, αλλά μόνο μία, ήτοι την οργανική ενότητα αυτού, ώστε αν αυτή υπάρχει έπεται κατ΄ ανάγκην και η άλλη, η οποία πλεοναστικώς αναφέρεται στο νόμο, δηλαδή η συμβολή του δάσους στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβιώσεως του ανθρώπου με τη συμβολή της ή με τα προϊόντα της δασοπονίας. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 3 και 14 του νόμου, προκύπτει ότι η απόφαση του δασάρχη και των οικείων επιτροπών σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δασικής ή μη πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με την περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους, του είδους, της συνθέσεως, της πυκνότητας και των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της βλαστήσεως, κατά τρόπον ώστε να στοιχειοθετείται η κατά τα ανωτέρω επιστημονική έννοια του δάσους ή της δασικής εκτάσεως (ΣΕ 632/98 κ.ά.). Η απόφαση αυτή λαμβάνει μεν υπ' όψη την υφιστάμενη πραγματική (φυσική) κατάσταση της εκτάσεως και των τυχόν πρόσφατων αλλοιώσεών της, εν όψει όμως της συνταγματικής προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων η σχετική διαπίστωση θεμιτώς ανάγεται και στο παρελθόν, και μάλιστα χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό όταν η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα οφείλεται σε καταστροφή ή παράνομη εκχέρσωση (ΣΕ 2450/93, 1954/90).

10. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου η επίδικη έκταση των 685 στρεμμάτων αποτελεί επιμήκη λωρίδα γης ευρισκόμενη μεταξύ του δάσους της Στροφυλιάς (το οποίο προς δυσμάς εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα) και των λιμνών Προκόπου και Λάμιας. Στην εισήγηση του μέλους της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Η. Κ., δασολόγου, η έκταση περιγράφεται ως επίπεδη, με εξαίρεση διάσπαρτους αμμόλοφους, έχουσα αμμώδη υφή και καλυπτόμενη από δενδρώδη και θαμνώδη δασικά φυτά (φράξο, φυλλοβόλο δρυ, ιτιά, πεύκη, παλιούρι κλπ), τα οποία είναι διατεταγμένα σε διάσπαρτες λόχμες και συδενδρίες εν μέσω χορτολιβαδικής βλαστήσεως, ενώ στο ανατολικό, προς τις λίμνες, τμήμα ευρίσκονται λόχμες υδρόφιλων δασοπονικών φυτών, όπως φράξος, φτελιά, ιτιά κλπ. Στην ίδια εισήγηση αναφέρεται ότι η έκταση εμφανίζεται ως τμήμα του όλου δάσους της Στροφυλιάς στις διαχειριστικές εκθέσεις του Ο.Δ.Ε.Π. των ετών 1969 - 1973, καθώς και στην από 15.11.1947 έκθεση επιτροπής του Υπουργείου Γεωργίας που συγκροτήθηκε για να γνωμοδοτήσει επί της καταλληλότητας των γαιών του απαλλοτριωθέντος κτήματος Μανωλάδας [περί του οποίου βλ. σε επόμενη σκέψη], ότι φέρεται να έχει υποστεί αλλοιώσεις από παράνομη ανθρώπινη επέμβαση, όπως υλοτομία, βοσκή, πυρκαϊές κλπ, και φυσικά αίτια, όπως ανεμορριψίες, ότι μαζί με το παρακείμενο δάσος της Στροφυλιάς, τις λίμνες Προκόπου και Λάμιας και τη λιμνοθάλασσα Κοτυχίου αποτελούν υγροβιότοπο μεγάλης σημασίας, ο οποίος προστατεύεται από τη Συνθήκη του Ραμσάρ (ν.δ. 191/1974), και ότι περιλαμβάνεται στην Α΄ ζώνη προστασίας του υγροβιοτόπου σύμφωνα με σχετική, υπό έκδοση, κοινή υπουργική απόφαση. Εν όψει τούτων, η εισήγηση καταλήγει ότι το σύνολο των διάσπαρτων δένδρων σχηματίζουν διάκενα διαφόρων μεγεθών και μαζί με την χορτολιβαδική έκταση συνιστούν ειδικό δασογενές περιβάλλον το οποίο συνδέεται άρρηκτα με το παρακείμενο δάσος της Στροφυλιάς και, συνεπώς, ολόκληρη η επίδικη έκταση των 685 στρεμμάτων αποτελεί δασική έκταση του άρθ. 3 παρ. 2 και 3 του Ν. 998/1979, η οποία, περαιτέρω, εξυπηρετεί και τις τρεις λειτουργίες της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ενώ από πλευράς ωφελιμότητας, λειτουργίας και θέσεως υπάγεται στις κατηγορίες του άρθ. 4 παρ. 1 περίπτ. α (υγροβιότοπος), δ (αναψυχή) και παρ. 2 περίπτ. β (παραλιακή - παραλίμνια). Αντιθέτως, τα μέλη της Επιτροπής Γ. Ρ., γεωπόνος, και Δ. Δ., δασολόγος, υποστήριξαν ότι το μεν βορειοανατολικό τμήμα της επίδικης εκτάσεως, εμβαδού 250 περίπου στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει με την μόνιμη λίμνη Προκόπου και καλύπτεται από διάσπαρτα δένδρα (κυρίως κουκουναριές) σε ποσοστό 15% περίπου, πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια του δάσους της Στροφυλιάς και, επομένως αποτελεί δασική έκταση. Το νότιο τμήμα της εκτάσεως, όμως, εμβαδού 400 περίπου στρεμμάτων, αποτελεί επίπεδη πεδινή έκταση με χορτολιβαδική βλάστηση, με ελάχιστα διάσπαρτα άτομα δρυός, έχει γόνιμο έδαφος και εκαλλιεργείτο παλαιότερα με πατάτα, εμφανίζεται δε στις αεροφωτογραφίες του 1945 γυμνό δασικής βλαστήσεως και με αποτυπωμένες τις καλύβες των κτηνοτρόφων, όπως περίπου είναι και σήμερα, ενώ στις διαχειριστικές εκθέσεις του Ο.Δ.Ε.Π. για το δάσος της Στροφυλιάς, ετών 1930-1935, εμφανίζεται ως χορτολιβαδική έκταση. Κατά την ίδια γνώμη, το ανωτέρω νότιο τμήμα της επίδικης εκτάσεως αποτελεί συνέχεια των αγρών της Κοινότητας Μετοχίου, εφ' όσον δεν χωρίζεται με φυσικό όριο από αυτούς, δεδομένου ότι η λίμνη Λάμια που χωρίζει την επίδικη έκταση από τους αγρούς δεν αποτελεί στην πραγματικότητα λίμνη, αλλά ανεπαίσθητο βύθισμα του εδάφους όπου συγκεντρώνονται πρόσκαιρα τα όμβρια ύδατα. Περαιτέρω, κατά την άποψη του ανωτέρω μέλους Γ. Ρ., κρίσιμη για τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως είναι η κατάσταση που παρουσιάζει αυτή σήμερα, δηλαδή κατά την εποχή του χαρακτηρισμού. Τελικά, κατά συνεκτίμηση των ανωτέρω απόψεων και των στοιχείων του φακέλλου, η Επιτροπή δέχθηκε κατά πλειοψηφία την άποψη της εισηγήσεως και χαρακτήρισε ολόκληρη την έκταση ως δασική, με την εξής αιτιολογία : "Χαρακτηρίζει ολόκληρη την έκταση των 685 στρεμ. (σύμφωνα με το σκεπτικό της εισήγησης του εισηγητή Η.Κ.) στη θέση "Στίβες" της περιοχής Κοινότητας Μετοχίου Δασική καθόσον η υπόψη έκταση, ως περιβαλλόμενη από φυσικά εμπόδια αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα του δάσους Στροφυλιάς και του υγροβιότοπου - Προκόπου - Λάμιας - Κoτυχίου και συνεπώς εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 998/79 (άρθρ. 3 παρ. 2 και 3) αφού και δασικά προϊόντα παράγει αλλά και συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας της περιοχής πράγμα που φαίνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι η έκταση αυτή "Στίβες" μαζί με τις λίμνες Πρόκοπος - Λάμια και την προς νότο λιμνοθάλασσα Κοτυχίου έχουν υπαχθεί στην Α΄ ζώνη προστασίας υγροβιότοπου με την Διεθνή Σύμβαση RAMSAR (Ν.Δ. 191/74). Από πλευράς δε ωφελιμότητας και λειτουργίας που εξυπηρετεί υπάγεται στην κατηγορία της παρ. 1 περίπτ. α (υγροβιότοπος), δ (αναψυχή) και παρ. 2 περίπτ. β (παραλιακή - παραλίμνια) του άρθρ. 4 του Ν. 998/79". Η αιτιολογία αυτή είναι νόμιμη και επαρκής, δεδομένου ότι η φύση και τα χαρακτηριστικά της επίδικης εκτάσεως περιγράφονται επαρκώς στην εισήγηση που έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία, ενώ εξ άλλου η Επιτροπή έλαβε υπ’ όψη όλα τα στοιχεία του φακέλλου και τις εκατέρωθεν υποστηριχθείσες απόψεις, πλην όμως απέδωσε μείζονα βαρύτητα στο γεγονός ότι η επίδικη έκταση, εν μέρει χορτολιβαδική, παρουσιάζει οργανική ενότητα με το παρακείμενο δάσος της Στροφυλιάς και αποτελεί ενιαίο οικοσύστημα με το εν λόγω δάσος και την ευρύτερη έκταση των λιμνών Προκόπου και Λάμιας και την λιμνοθάλασσα Κοτυχίου (πρβλ. ΣΕ 2001/ 1997). Η ανωτέρω αιτιολογία επιρρωνύεται και από το έγγραφο 100679/5. 10.1989 της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., το οποίο αφορά σε συγκρότηση ομάδας μελέτης των υγροβιοτόπων που εμπίπτουν στη συνθήκη Ραμσάρ, μεταξύ των οποίων και η περιοχή «Λίμνη Κοτύχι - Στροφυλιά», καθώς και από τη ρύθμιση της ήδη εκδοθείσας κοινής υπουργικής αποφάσεως 66289/25.6.1993 με τίτλο «Μέτρα για την προστασία των βιοτόπων Δάσους Στροφυλιάς … Λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και της ευρύτερης περιοχής τους» (Β΄ 506/9. 7.1993), σύμφωνα με την οποία η επίδικη περιοχή εμπίπτει στη ζώνη Α΄ υψηλής προστασίας του βιοτόπου του δάσους της Στροφυλιάς και των παρακείμενων λιμνών, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως διεθνούς σημασίας. Και ναι μεν τα στοιχεία αυτά είναι νεώτερα της ακυρωθείσας αποφάσεως 8/1986 της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η πραγματική και νομική κατάσταση του χρόνου εκδόσεως της οποίας ήταν, κατ' αρχήν, κρίσιμη για την έκδοση της προσβαλλομένης, πλην όμως νομίμως λαμβάνονται υπ' όψη εν προκειμένω, δεδομένου ότι ανάγονται στην πραγματική (φυσική) κατάσταση του οικοσυστήματος που είναι προγενέστερη του χαρακτηρισμού. Επομένως, οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη δεν αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ ο λόγος ότι συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος. Ειδικώτερα, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική αφού έχει χορτολιβαδικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στην έννοια των δασικών εκτάσεων (άρθρο 3 παράγρ. 3 και 6 περίπτ. β του Ν. 998/1979) εμπίπτουν και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις οι οποίες, όπως εν προκειμένω, αποτελούν οργανική συνέχεια δάσους, κατά τρόπον ώστε να αποτελούν ενιαίο δασικό οικοσύστημα με αυτό. Περαιτέρω, εφ' όσον κρίθηκε αιτιολογημένα ότι η έκταση συγκροτεί δασική οργανική ενότητα, δεν απητείτο, επιπλέον, να προσδιορισθούν ειδικώτερα τα δασικά προϊόντα που παράγει η έκταση (ΑΕΔ 27/1999, ΣΕ 4796/97 7μ.). Αλυσιτελώς, εξ άλλου, προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση είναι βοσκήσιμη και ότι υπάρχουν εντός αυτής στοιχεία που αποδεικνύουν βόσκηση (καταλύματα βοσκών, σταύλοι, ποιμνιοστάσια κλπ), δεδομένου ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή κατά νόμον στον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δασικής ή μη, εν πάση δε περιπτώσει, όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατίθενται σε επόμενη σκέψη, η βόσκηση επιτρεπόταν από μακρού στο δάσος της Στροφυλιάς και στις δασώδεις εν γένει εκτάσεις του απαλλοτριωθέντος κτήματος Μανωλάδας, στο οποίο περιλαμβανόταν η επίδικη έκταση.

11. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, με τις διατάξεις του Ν. 998/1979 θεσπίζεται ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δασικής ή μη με απόφαση του αρμόδιου δασάρχη και τελικά με απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής, η αμφισβήτηση της οποίας γεννά διοικητική διαφορά που υπάγεται στην δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων που επιλύουν αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν ασκούν επιρροή στο χαρακτήρα τους ως δασικών ή μη (ΣΕ 861/98, 1151/97), εκτός αν βεβαιώνουν την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της σχετικής διοικητικής κρίσεως (ΣΕ 2600/2000). Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής που εκδίδεται από την αρμόδια δασική αρχή κατ' άρθρο 61 του ν.δ. 86/1969 (Α΄ 7) γεννάται ιδιωτική διαφορά, υπαγόμενη με ανακοπή στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο και, ακολούθως, με έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΑΕΔ 85 - 87/ 1991), τα οποία μόνο παρεμπιπτόντως δύνανται να κρίνουν περί του δασικού χαρακτήρα της εκτάσεως (ΣΕ 861/98). Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις 6 και 7/1982 του Ειρηνοδικείου Δύμης, με τις οποίες, κατόπιν ανακοπής, ακυρώθηκαν πρωτόκολλα του Δασάρχη Πατρών περί διοικητικής αποβολής κατοίκων της Κοινότητας Μετοχίου από τμήματα της επίδικης εκτάσεως με την παρεμπίπτουσα σκέψη ότι αυτή δεν είναι δασική, καθώς και με τις αποφάσεις 3660 και 3112/1982 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών με τις οποίες επικυρώθηκαν, αντιστοίχως, οι παραπάνω αποφάσεις. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η Δευτεροβάθμια Επιτροπή δεν δεσμευόταν από τον παρεμπίπτοντα χαρακτηρισμό τμημάτων της επίδικης εκτάσεως που περιέχεται στις ανωτέρω αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, ενώ εξ άλλου δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών προκυπτόντων από τις αποφάσεις αυτές, ικανών να κλονίσουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως, ούτε άλλωστε προκύπτουν τέτοια περιστατικά από τις εν λόγω αποφάσεις. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης εκτάσεως προκύπτει από «δεκάδες» αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, με τις οποίες αθωώθηκαν ομοχώριοι των αιτούντων από την κατηγορία καταλήψεως δασικής εκτάσεως, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, ενώ η ειδικώς μνημονευόμενη απόφαση 456/1988 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία ο δεύτερος των αιτούντων είχε κηρυχθεί αθώος από την κατηγορία της παράνομης καταλήψεως εκκλησιαστικού κτήματος εκτάσεως 1,5 στρέμματος στη θέση «Τμήμα 7» του δάσους Στροφυλιάς, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, διότι, και υπό την εκδοχή ότι αφορά σε έκταση που εμπίπτει στην επίδική έκταση των 685 στρεμμάτων, πάντως αφορά σε ελάχιστο τμήμα της και δεν σχετίζεται με τον χαρακτήρα του συνόλου της εκτάσεως ως δασικής ούτε περιέχει διαπιστώσεις, αναφερόμενες σε κρίσιμα για το χαρακτηρισμό της εκτάσεως αυτής πραγματικά περιστατικά.

12. Επειδή, με το άρθρο 15 παράγρ. 1 του ν.δ. της 17/29.8.1923 (Α΄ 241) απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικώς υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 16 παρ. 1 του ίδιου ν.δ.) όλες οι μοναστηριακές εκτάσεις των περιφερειών των Κοινοτήτων Μανωλάδας και Μετοχίου προς γεωργική και κτηνοτροφική αποκατάστασή των ακτημόνων κατοίκων τους, με ρητή εξαίρεση του δάσους «Στροφυλιάς», επί του οποίου διατηρήθηκαν απλώς τα μέχρι τότε υφιστάμενα δικαιώματα βοσκής των ανωτέρω Κοινοτήτων. Ακολούθως, από τις απαλλοτριωθείσες αυτές εκτάσεις, οι ανήκουσες προηγουμένως στην Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου (μεταξύ των οποίων και το δάσος της Στροφυλιάς) παραχωρήθηκαν με την υπ' αριθ. 95725/21.8.1924 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας στην Κοινότητα Μετοχίου προς γεωργική και κτηνοτροφική αποκατάσταση των κατοίκων της, ορίσθηκε δε ρητώς ότι στις εκτάσεις αυτές περιλαμβάνονται οι πεφυτευμένες, καλλιεργημένες και μη, ότι εξαιρούνται οι «δασώδεις» εκτάσεις, επί των ποίων διατηρείται η κυριότητα του Δημοσίου επί των δένδρων, παραχωρουμένου μόνο του δικαιώματος βοσκής (παράγρ. 1), και ότι διατηρούνται τα μέχρι τότε υφιστάμενα δικαιώματα βοσκής ζώων των κατοίκων της κοινότητας Μετοχίου επί του δάσους της Στροφυλιάς (παράγρ. 4). Μετά την έγερση της επίδικης δασικής αμφισβητήσεως, η κατ' άρθρο 71 του Αγροτικού Κώδικα Επιτροπή Απαλλοτριώσεων του Νομού Αχαΐας, επιληφθείσα διαφοράς μεταξύ του Ο.Δ.Ε.Π., του Δασαρχείου, της Εποικιστικής Υπηρεσίας της Διευθύνσεως Γεωργίας Αχαΐας και της Κοινότητας Μετοχίου όσον αφορά την ακριβή οριοθέτηση της απαλλοτριωθείσης εκτάσεως, έκρινε με την υπ' αριθ. 1/1986 απόφασή της ότι η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στην απαλλοτρίωση και ότι δεν είναι δασική, αλλά πεδινή χορτολιβαδική έκταση. Ήδη, την κρινόμενη αίτηση, προβάλλεται ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη πράξη χαρακτήρισε ως δασική την επίδικη έκταση, αντιθέτως προς την αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων. Η κρίση, όμως, της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεν κλονίζει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως, όπως αβασίμως προβάλλεται, διότι, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν.δ. της 17/29.8.1923 και την υπουργική απόφαση 95725/1924, από την απαλλοτρίωση εξαιρέθηκαν ρητώς το δάσος της Στροφυλιάς και οι δασώδεις εν γένει εκτάσεις του κτήματος Μανωλάδας και, επομένως, η αρμοδιότητα της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ανακύπτει μόνο ως προς τις λοιπές, δηλαδή τις μη δασικές εκτάσεις, που εμπίπτουν στην ανωτέρω απαλλοτρίωση. Δεδομένου δε ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αρμόδιες για τον χαρακτηρισμό εκτάσεων ως δασικών ή μη είναι οι δασικές αρχές, η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων μόνο παρεμπίπτουσα κρίση για τον δασικό ή μη χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως μπορούσε να εκφέρει εν προκειμένω, η οποία δεν εδέσμευε την Δευτεροβάθμια Επιτροπή, ενώ εξ άλλου τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων είναι αντίστοιχα με τα προκύπτοντα από τις ανωτέρω αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και, ως εκ τούτου, δεν είναι ικανά να κλονίσουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τέλος, οι ισχυρισμοί, με τους οποίους αμφισβητείται περαιτέρω η ορθότητα της ουσιαστικής κρίσεως της Επιτροπής περί του δασικού χαρακτήρα της επίδικης εκτάσεως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

13. Επειδή, επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση. Απορρίπτει την παρέμβαση,Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου καιΕπιβάλει στους αιτούντες, συμμέτρως, την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου εκ τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ.Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2001

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Κ. Μενουδάκος

Ο Γραμματέας Β. Μαντζουράνης

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 22 Οκτωβρίου 2003.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Π. Πικραμμένος

Η Γραμματέας Μ. Βλασερού

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.