ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 1411/2003
Αριθμός Απόφασης : 1411
'Ετος : 2003
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1411/2003

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2002, με την εξής σύνθεση: Α. Τσαμπάση, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Πετρούλιας, Ε. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Η. Μάζος, Μ. Σωτηροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 20 Σεπτεμβρίου 2001 αίτηση:

του Μητροπολίτου Ζιχνών και Νευροκοπίου Σ.Κ., κατοίκου Νέας Ζίχνης Σερρών, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Θ. Ασπρογέρακα Γρίβα (Α.Μ. 17331), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με την Μ. Ανδροβιτσανέα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατά του παρεμβαίνοντος Χ.Α.Μ., κατοίκου Γαζώρου Ν. Σερρών, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Π. Μπιτσαξή (Α.Μ. 9221), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Μητροπολίτης επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. Α3/63/22.6.2001 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Μητροπολίτη, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το παράβολο (έντυπα παραβόλου 1693883, 9577123/2001).

2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση της απόφασης Α3/63/22.6.2001 του Γενικού Διευθυντή Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου των "Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά" σε αίθουσα κτηρίου, στο Γάζωρο, επί της επαρχιακής οδού Γαζώρου-Θολού Νομού Σερρών.

3. Επειδή, ο αιτών, Μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει με αίτηση ακυρώσεως κάθε διοικητική πράξη αναγόμενη στην εκκλησιαστική τάξη της περιφέρειάς του (βλ. ΣτΕ 1444/91). συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της παρέμβασης.

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης ο Χ.Μ., από τον οποίον θα γίνεται, όπως αναφέρεται στην προσβαλλομένη πράξη, η δογματική διαποίμανση των πιστών οι οποίοι ζητούν την άδεια.

5. Επειδή, προβάλλεται ότι παρανόμως χορηγήθηκε στους "Χριστιανούς Μάρτυρες του Ιεχωβά" η προσβαλλόμενη άδεια, δεδομένου ότι η Διοίκηση δεν ερεύνησε εάν πρόκειται περί γνωστής ή μη θρησκείας, που τυχόν προσβάλλει τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, ούτε ερεύνησε εάν υπάρχει κίνδυνος προσηλυτισμού, ενώ είναι κοινώς γνωστό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διενεργούν προσηλυτισμό και έχουν κατ' επανάληψη καταδικαστεί από τα Ποινικά Δικαστήρια για το αδίκημα αυτό όπως επίσης είναι γνωστόν ότι αρνούνται την θεότητα του Χριστού και, ως εκ τούτου, η προσθήκη του όρου "Χριστιανοί" προκαλεί σύγχυση και κίνδυνο παραπλανήσεως σε σχέση με την Χριστιανική Θρησκεία. Επίσης προβάλλεται ότι δεν ερευνήθηκε εάν συνέτρεχαν ουσιαστικοί λόγοι για τη χορήγηση της αδείας και ειδικότερα εάν υπήρχε ανάγκη ίδρυσης τέτοιου ευκτηρίου οίκου, δοθέντος ότι η αίτηση υπεβλήθη από ασήμαντο αριθμό πιστών, ήτοι πέντε και τον ποιμένα τους, εκ των οποίων μάλιστα μόνον οι τρεις είναι κάτοικοι Γαζώρου και, συνεπώς, η Διοίκηση και εκ του λόγου τούτου, δεν εχορήγησε νομίμως την άδεια.

6. Επειδή, στο άρθρ. 13 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3....". Στο δε άρθρο 9 της Σύμβασης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/74, προβλέπεται ότι: "1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων". Περαιτέρω, το άρθρο 1 § 3 του β.δ. της 20.5/2.6.39 (Α' 220), για τη χορήγηση άδειας ανεγέρσεως και λειτουργίας ευκτηρίου οίκου απαιτεί ενυπόγραφη αίτηση των ενδιαφερομένων, δια του ποιμένος των, θεωρημένη ως προς το γνήσιο της υπογραφής από τον Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας, στην οποία αίτηση αναγράφονται οι διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά την αυτή, δε, διάταξη, στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων επαφίεται η κρίση για τη συνδρομή ουσιαστικών λόγων προς χορήγηση της σχετικής αδείας.

7. Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του β.δ. της 20.5/2.6.39, η ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου τελεί υπό καθεστώς διοικητικής αδείας, η οποία εφ' όσον πρόκειται περί γνωστής Θρησκείας, χορηγείται κατόπιν ελέγχου της συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζει η σχετική διάταξη, απαιτείται δηλαδή υποβολή αίτησης δια του ποιμένος, θεώρηση γνησίου της υπογραφής των και ύπαρξη πραγματικής ανάγκης της θρησκευτικής κοινότητας, διαπιστούμενη βάσει του αριθμού των αιτούντων επαφίεται δε η κρίση για την συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την χορήγηση της αδείας στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εν σχέσει με την έννοια των υπό των διατάξεων αυτών απαιτουμένων τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για την χορήγηση αδείας λειτουργίας ευκτηρίου οίκου, την έκταση της παρεχομένης εις την Διοίκηση εξουσίας ουσιαστικών εκτιμήσεων και την συμβατότητα των ρυθμίσεων αυτών του νόμου προς τις περί θρησκευτικής ελευθερίας διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διεμορφώθησαν οι εξής απόψεις. Κατά την γνώμην της Προεδρευούσης Συμβούλου Αθ. Τσαμπάση, προς την οποίαν συνετάχθη κατ' αρχήν και ο Πάρεδρος Ηλ. Μάζος, το καθεστώς προηγουμένης αδείας ιδρύσεως ευκτηρίων οίκων, όπως διαγράφεται από τον νόμο, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. υπό την έννοια ότι η Διοίκηση έχει μεν υποχρέωση να χορηγεί την άδεια εφ' όσον, όμως, διαπιστώνεται προηγουμένως αφ' ενός ότι το συγκεκριμένο δόγμα στο οποίο δηλώνουν ότι ανήκουν οι αιτούμενοι την άδεια είναι πράγματι "γνωστή θρησκεία" κατά την έννοια του Συντάγματος και δεν έρχεται σε αντίθεση με την δημοσία τάξη και τα χρηστά ήθη και αφ' ετέρου ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη της θρησκευτικής κοινότητος. Η ανάγκη συνάγεται κυρίως εκ του αριθμού των ατόμων που υπογράφουν την αίτηση αλλά και εκ του τόπου κατοικίας των δι' όν λόγον και ο τόπος κατοικίας των αιτουμένων την άδεια πρέπει, κατά τον νόμο, να αναγράφεται στην αίτηση και να επικυρώνεται ως προς το γνήσιον της υπογραφής από τον Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητος (πρβλ. ΣτΕ 4260/85, 685/87, 3096/88, 5572/96, 865/97 κ.ά.). Εν όψει τούτου, η προκειμένη άδεια πάσχει εκ του ότι δεν διαπιστώνεται εάν το δόγμα υπό την νέαν ονομασία "Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά" αποτελεί πράγματι γνωστή θρησκεία δοθέντος ότι, διά της προσθήκης του όρου "χριστιανοί", οι εν λόγω διαφοροποιούνται από το δόγμα των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" υπό το οποίο είναι γνωστόν στην ελληνική και διεθνή νομολογία, ο νεοφανής δε αυτός προσδιορισμός, αδήλου θρησκειολογικού περιεχομένου, ενέχει κίνδυνο παραπλανήσεως του κοινού. Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος έχει περαιτέρω την άποψη ότι εν προκειμένω ούτε η αξιωμένη από τον νόμο πραγματική ανάγκη ιδρύσεως θρησκευτικού καθιδρύματος συντρέχει τούτο δε εν όψει του αμελητέου αριθμού των αιτουμένων την άδεια και του γεγονότος μάλιστα ότι οι πλείστοι εξ αυτών, δεν κατοικούν στο Γάζωρο. Αντιθέτως, ως προς το ειδικότερο τούτο θέμα, ο Πάρεδρος Ηλ. Μάζος έχει την άποψη ότι ο αριθμός των υποβαλόντων την συγκεκριμένην αίτηση είναι επαρκής για να συναχθή πραγματική ανάγκη ιδρύσεως του ευκτηρίου οίκου (πρβλ. ΣτΕ 851/61, 881/62, 1842/92), εφόσον μάλιστα βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει άλλος ευκτήριος οίκος του δόγματος αυτού στην εν λόγω περιοχή και δεν απαιτείται καν από τις εφαρμοστέες διατάξεις να είναι όλοι οι αιτούντες κάτοικοι του Δήμου ή της Κοινότητας, εντός των οποίων θα λειτουργήσει ο οίκος (πρβλ. ΣτΕ 685, 749, 1122/87). Ο Σύμβουλος Δημοσθ. Πετρούλιας διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου: Το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 13 του Συντάγματος, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός (παράγρ. 1), και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παράγρ. 2). Όπως δε έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, το δικαίωμα αυτό υπόκειται μόνον στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς (ΣτΕ 2281-2285/2001 Ολομ.). Κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος η μεν ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας ειδικός περιορισμός σ' αυτήν, υποκείμενη συνεπώς μόνο στους γενικούς περιορισμούς της παραγρ. 4 του εν λόγω άρθρου, η άσκηση όμως της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας, η οποία πρέπει, όπως ρητώς προβλέπεται στην παράγρ. 2, να είναι ανεμπόδιστη και μάλιστα "υπό την προστασία των νόμων", υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, ενώ ρητώς περαιτέρω ορίζεται στην ίδια παράγραφο 2, ότι ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. Κατ' ακολουθίαν, εν όψει αυτών, η προηγούμενη διοικητική άδεια για την ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου, δηλαδή χώρου λατρείας οπαδών ορισμένης θρησκείας, είναι συμβατή με το άρθρο 13 του Συντάγματος μόνον στο μέτρο που η χορήγησή της είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση, ύστερα από τη διαπίστωση της συνδρομής των προβλεπόμενων την παράγρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος προϋποθέσεων, δηλαδή εφ' όσον πρόκειται για γνωστή θρησκεία και δεν υπάρχει περίπτωση προσβολής της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών ή άσκησης προσηλυτισμού, περίπτωση που πρέπει να αποδεικνύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Επομένως η διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 1 του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, κατά το μέρος που εξαρτά τη χορήγηση της άδειας από την κρίση του Υπουργού ΕΠΘ ότι συντρέχουν "ουσιαστικοί λόγοι" που επιβάλλουν την ίδρυση ευκτήριου οίκου, εισάγει ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας της λατρείας, αφού θεσπίζει μια πρόσθετη προϋπόθεση, μη προβλεπόμενη στο άρθρο 13 παράγρ. 2 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας μάλιστα στην αρμόδιο Υπουργό τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας (βλ. και την παράγρ. 1 εδ. γ' στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγρ. 3) εάν εκτιμά ότι η ίδρυση του ευκτήριου οίκου δεν εξυπηρετεί πραγματική ανάγκη των μελών της θρησκείας που υπέβαλαν την αίτηση, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών, είτε λόγω της, κατά την εκτίμησή του, δυνατότητάς τους να ασκούν κατ' άλλον τρόπο τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Εν όψει αυτών η προαναφερόμενη ρύθμιση του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939 αντίκειται τόσο στο άρθρο 13 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη (βλ. Α.Π. 20/2001 και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Μανουσάκης κλπ. κατά Ελλάδος, απόφαση της 26.9.1996, και ιδίως τις σκέψεις 45 και 47). Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, που αναφέρονται σε ανυπαρξία πραγματικής ανάγκης για την ίδρυση, στην προκειμένη περίπτωση, ευκτήριου οίκου, είναι απορριπτέοι προεχόντως για το λόγο αυτό. Περαιτέρω, όσον αφορά την, κατά το Σύνταγμα, αναγκαία προϋπόθεση για την ανεμπόδιστη άσκηση λατρείας, δηλαδή τον χαρακτήρα της θρησκείας ως γνωστής, τα προαναφερόμενα μέλη του Δικαστηρίου διετύπωσαν τη γνώμη ότι, όπως προκύπτει και από την υποβληθείσα στη Διοίκηση αίτηση για τη χορήγηση της επίμαχης άδειας, στην οποία γίνεται επίκληση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Μανουσάκης κλπ., οι "Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά", θρησκευτικό σωματείο των οποίων έχει αναγνωρισθεί με την επωνυμία αυτή από τα πολιτικά δικαστήρια (βλ. Πολυμ. Πρωτοδικείο Αθηνών 520/1989), ταυτίζονται με τους "Μάρτυρες του Ιεχωβά", το θρησκευτικό δόγμα των οποίων, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποτελεί γνωστή θρησκεία (βλ. και ΣτΕ 490/1999, με την οποία εμμέσως πλην σαφώς γίνεται δεκτό ότι οι Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά ταυτίζονται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά). Θα συνιστούσε δε ανεπίτρεπτη επέμβαση στη θρησκευτική ελευθερία, η εξέταση από τη Διοίκηση του, κατά πόσον ο αυτοπροσδιορισμός αυτών ως Χριστιανών, ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο των θρησκευτικών τους δοξασιών, ιδίως εν όψει του ότι, όπως αναφέρει ο αιτών, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται την θεότητα του Χριστού. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραπλανητική, κατά τα προβαλλόμενα, ονομασία, εν πάση δε περιπτώσει με την αναφορά σε Μάρτυρες του Ιεχωβά στην επιγραφή που, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, πρέπει να υπάρχει στην αίθουσα του ευκτήριου οίκου ("Ευκτήριος Οίκος Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά") προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για τη θρησκεία Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τέλος, κατά την άποψη της Συμβούλου Ε. Δανδουλάκη και οι επονομαζόμενοι "Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά" ταυτίζονται ουσιαστικώς με το δόγμα των "Μαρτύρων του Ιεχωβά" για το οποίο έχει κριθεί ότι αποτελεί "γνωστή θρησκεία". Εφόσον, λοιπόν, πρόκειται για γνωστή θρησκεία, η εκ των προτέρων λήψη αδείας για τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου αντίκειται οπωσδήποτε στο άρθρο 13 § 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι εμποδίζει προληπτικώς την ελευθερία της λατρείας. Αντίθεση δε της γνωστής αυτής θρησκείας προς τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη ή διενέργεια προσηλυτισμού, μόνο εκ των υστέρων μπορεί να ανακύψει και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται για το λόγο αυτό εκ των προτέρων η μη χορήγηση της άδειας αλλά μόνο εκ των υστέρων η λήψη κατασταλτικών μέτρων, εφ' όσον διαπιστώνεται συγκεκριμένη αντίθεση ή προσηλυτισμός. Κατά την άποψη αυτή, συνεπώς, αυτό τούτο το σύστημα της προηγούμενης αδείας ιδρύσεως είναι, προκειμένου περί γνωστών θρησκειών, όπως εν προκειμένω το δόγμα των "Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά", αντίθετο προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (πρβλ. ΣτΕ 490/99) δοθέντος μάλιστα ότι ούτε από την Διοίκηση στις απόψεις της προς το ΣτΕ ούτε με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το συγκεκριμένο δόγμα έχει κρύφιες δοξασίες και λατρείες. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η αίτηση εφόσον στηρίζεται στην εκδοχή ότι απαιτείται άδεια για την ίδρυση ευκτηρίου οίκου και ότι η δοθείσα άδεια δεν είναι σύμφωνη με την κειμένη νομοθεσία, πρέπει να απορριφθή, διότι άδεια δεν απαιτείται αφού η σχετική νομοθεσία είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (πρβλ. ΑΠ 20/2001).

8. Επειδή, ενόψει της σπουδαιότητας των ζητημάτων που αναφύονται στην κρινόμενη υπόθεση και των γνωμών που υποστηρίχθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρ. 14 § 5 εδ. β' πδ 18/89 (Α' 8), να παραπεμφθεί ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης αυτού, να οριστεί εισηγητής η Πάρεδρος Μ. Σωτηροπούλου και δικάσιμος η 9.12.2003.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς. Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος. Ορίζει δικάσιμο την 9.12.2003 και εισηγητή την Πάρεδρο Μ. Σωτηροπούλου. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2001 και στις 9 Οκτωβρίου 2002 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 27 Μαΐου 2003.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.