ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 1123/2005
Αριθμός Απόφασης : 1123
'Ετος : 2005
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 1123/2005

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2004, με την εξής σύνθεση: Π.Ζ. Φλώρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς, Σύμβουλοι, Π. Καρλή, Δ. Μακρής, Πάρεδροι. Γραμματέας η Σ. Χάρου.

Για να δικάσει την από 1 Αυγούστου 1991 αίτηση:

του πρεσβυτέρου Δ.Σ. του Σ., κατοίκου Η. Ερμιονίδας, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ' ακροατηρίω συζήτηση,

κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 2/8.5.1991 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Π. Καρλή. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (υπ' αριθμ. 4717102-3/1991 Διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ' αριθμ. Α.363390, 1205743/1991 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμ. 2/8.5.1991 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με την απόφαση αυτή ο αιτών, πρεσβύτερος της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας και εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίων Αποστόλων Ηλιοκάστρου Ερμιονίδας, κηρύχθηκε ένοχος για τα εκκλησιαστικά παραπτώματα: α) της απειθαρχίας και καταφρονήσεως της προϊσταμένής του εκκλησιαστικής αρχής, β) εξυβρίσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως Πατριαρχών, Ιεραρχών και του οικείου του Ιεράρχου, γ) παρασυναγωγής, δ) συνομωσίας, φατρίας, τυρείας, ε) συμπροσευχής και μυστηριακής κοινωνίας μετά καθηρημένου κληρικού, στ) εξόδου εκτός Ιεράς Μητροπόλεως άνευ κανονικής αδείας, ζ) μη συνεργασίας μετά της Ιεράς Μητροπόλεως και των Εκκλησιαστικών Επιτροπών, η) διαταράξεως Ιερατικού Συνεδρίου έτους 1989 θ) εγκαταλείψεως της οικογένειας του και ι) δεινού σκανδαλισμού της συνειδήσεως των πιστών. Με την ίδια ως άνω απόφαση απορρίφθηκε η έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 5/1991 αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου και επικυρώθηκε η ποινή της καθαιρέσεως και της επαναφοράς του στην τάξη των λαϊκών, που του είχε επιβληθεί με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

3. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 825/1988 Ολ. κ.ά.) τα εκκλησιαστικά δικαστήρια στην περίπτωση που επιβάλλουν ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού - εκκλησίας και τα δικαιώματα που απορρέουν απ' αυτή (π.χ. στέρηση μισθού, αργία κλπ.), έχουν το χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων που, για την εξασφάλιση των αρχών του Κράτους δικαίου και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου, οι δε εκδιδόμενες απ' αυτά αποφάσεις ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση του\Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου περί επιβολής της ποινής της καθαιρέσεως στον αιτούντα, που κατέχει οργανική θέση εφημερίου, υπόκειται στον έλεγχο του Γ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ως απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου διότι επηρεάζει αμέσως την υπηρεσιακή του σχέση με την Εκκλησία και τα απορρέοντα απ αυτήν δικαιώματα.

4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται για περαιτέρω συζήτηση μετά τις υπ' αριθμ. 2716/1998 και 3276/2003 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι, ενόψει των άρθρων 38 και 39 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έπρεπε να διαβιβασθούν στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών για τα κατ’ αυτήν η κατατεθείσα στο ακροατήριο κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος έγγραφη δήλωσή του, με την οποία προσέβαλε ως πλαστό σημείο των πρακτικών της από 8-5-1991 συνεδριάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου με σκοπό την αποδοχή του προβαλλομένου υπό στοιχ. 1 λόγου ακυρώσεως, περαιτέρω δε αναβλήθηκε η εκδίκαση της παρούσης υποθέσεως για να εκτιμηθούν και τα στοιχεία τα οποία έμελλε τυχόν να προκύψουν από την ποινική διαδικασία. Με την δεύτερη αναβλητική απόφαση κρίθηκε ότι έπρεπε να ζητηθεί από την Εισαγγελία να διαβιβασθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία προκειμένου το Δικαστήριο να αποκτήσει δικανική πεποίθηση επί του ανωτέρω ισχυρισμού του αιτούντος που αφορά τα πρακτικά της από 8-5-1991 συνεδριάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου.

5. Επειδή, στο άρθρο 119 του ν. 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» (110 Α') ορίζονται τα εξής : «Ο κατηγορούμενος δύναται να παραστεί μετά συνηγόρου κληρικού. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχη συνήγορον, δύναται να απαιτήσει όπως διορίσθη συνήγορος κληρικός. Τον συνήγορον εν τοιαύτη περιπτώσει διορίζει ο Πρόεδρος του Επισκοπικού Δικαστηρίου». Επίσης στο άρθρο 140 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι : «Ενώπιον του αρμοδίου Συνοδικού Δικαστηρίου ο εκκαλών κατηγορούμενος δύναται να παραστή είτε αυτοπροσώπως είτε και δια κληρικού έχοντος ειδικήν πληρεξουσιότητα….». Ακολούθησε ο ν. 1700/1987 με τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας» (Α΄61) στο άρθρο 11 του οποίου ορίζονται τα εξής: «Κληρικοί και μοναχοί κατηγορούμενοι ενώπιον οιουδήποτε Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου του ν. 5383/1932 παρίστανται με συνήγορο κληρικό ή δικηγόρο. Τις συνεδρίες των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων επιτρέπεται γα παρακολουθούν κληρικοί και μοναχοί. Κάθε αντίθετη σχετική διάταξη καταργείται». Με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου ο νομοθέτης θέλησε να δώσει τη δυνατότητα στους κατηγορούμενους κληρικούς και μοναχούς να παρίστανται ενώπιον όλων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και με δικηγόρο ως συνήγορο. Ενόψει αυτών, από το συνδυασμό των διατάξεων όλων των παραπάνω άρθρων συνάγεται ότι, μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 11 του ν. 1700/1987, οι κληρικοί κάθε βαθμού και οι μοναχοί δύνανται να παρίστανται ενώπιον όλων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων που τους κρίνουν είτε αυτοπροσώπως είτε με συνήγορο κληρικό ή δικηγόρο (Σ.τ.Ε. 2928/1996).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της από 8-5-1991 συνεδριάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι στην αρχή της συνεδριάσεως εκλήθη ο αιτών να εισέλθει στην αίθουσα των συνεδρίων για να διαπιστωθεί αν η διαδικασία διεξάγεται κατ’ αντιμωλία ή ερήμην αυτού, στη συνέχεια δε εξήλθε αυτός και τον λόγο έλαβε ο ορισθείς εισηγητής, ο οποίος ανέγνωσε την εκκαλουμένη απόφαση, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, το εφετήριο και τον φάκελο. Ακολούθως εκλήθη και πάλι ο αιτών εντός της αίθουσας για να υποστηρίξει την έφεσή του, ερωτηθείς δε από τον αναπληρωτή του Προέδρου του Συνοδικού Δικαστηρίου αν παρίσταται μετά δικηγόρου ή άνευ και σε περίπτωση αδυναμίας εξευρέσεως συνηγόρου μήπως επιθυμεί τον διορισμό αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου συνηγόρου, απήντησε ότι «Ο συνήγορος μου είναι έξω δεν χρειάζεται γιατί εγώ δεν πρόκειται να απολογηθώ» (βλ. σελ. 17 πρακτικών) και, αφού κατέθεσε την από 8-5-1991 «αίτηση εξαιρέσεως» εξήλθε αυτοβούλως από την αίθουσα. Το ανωτέρω σημείο των πρακτικών του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου κατά το οποίο ο αιτών φέρεται να δηλώνει ότι δεν θα παραστεί με συνήγορο προσέβαλε αυτός ως πλαστό, με την προαναφερθείσα από 9-10-1997 έγγραφη δήλωσή του, ισχυριζόμενος ότι η αναγραφομένη στα πρακτικά απάντησή του ήταν ψευδής και ότι αυτός ήθελε να παραστεί ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου με πληρεξούσιο δικηγόρο λαϊκό αλλά δεν του επετράπη. Με την ανωτέρω δήλωση ο αιτών κατονόμασε τα μέλη του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου ως υπαίτιους της πλαστογραφίας και προσκόμισε στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισμού του. Κατόπιν των αναφερομένων σε προηγούμενη σκέψη προδικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας με το υπ. αριθμ. 38698/15-4-2004 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών περιήλθαν στο Δικαστήριο φωτοαντίγραφα της υπ. αριθμ. ΙΓ99/1497 ποινικής δικογραφίας, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται τα στοιχεία της διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξετάσεως, καθώς και η υπ' αριθμ. 67/1999 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και η υπ. αριθμ. 626/1999 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, με τις οποίες απορρίφθηκαν, αντίστοιχα, η ανωτέρω δήλωση πλαστότητας και η προσφυγή του αιτούντος κατά της απορριπτικής διατάξεως της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών και η δικογραφία τέθηκε στο αρχείο. Στις ανωτέρω εισαγγελικές διατάξεις αναφέρεται, όσον αφορά το ουσιαστικό μέρος της υποθέσεως, ότι δεν προέκυψε η διάπραξη του αδικήματος της διανοητικής πλαστογραφίας (ψευδούς βεβαιώσεως του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα), όσον αφορά δε το νομικό, ότι το ανωτέρω αδίκημα (αν και ουδόλως προέκυψε ότι ανταποκρίνεται στα πράγματα) είχε υποκύψει σε παραγραφή ως πλημμεληματικού χαρακτήρα.

7. Επειδή, από το περιεχόμενο των έγγραφων της ποινικής δικογραφίας καθώς και των λοιπών εγγράφων του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η βασιμότητα του ισχυρισμού του αιτούντος ότι εμποδίσθηκε να παραστεί μετά συνηγόρου ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου κατά παράβαση της εκτεθείσης σε προηγούμενη σκέψη διατάξεως του άρθρου 11 του ν. 1700/1987 και επομένως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8. Επειδή, στο άρθρο 33 του ν. 5383/1932 ορίζεται ότι : «Ο κατηγορούμενος κληρικός ή μοναχός δύναται να ζητήση την εξαίρεσιν των εν τω άρθρω 31 αναφερομένων προσώπων δια τε τους εν τω άρθρω τούτω λόγους και προσέτι δι' υπόνοιαν μεροληψίας. Υπόνοια μεροληψίας υπάρχει οσάκις υφίσταται λόγος αποχρών, κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου, όπως δικαιολογήση την δυσπιστίαν επί την μεροληψίαν των προσώπων τούτων» στο δε άρθρο 34 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Η περί εξαιρέσεως αίτησις υποβάλλεται εγγράφως εις το Δικαστήριο εις ο ανήκει ο εξαιρετέος. Πρέπει δε, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει τους λόγους της εξαιρέσεως μετ' αναλυτικής εκθέσεως των γεγονότων, εφ' ων ούτοι στηρίζονται, και την πρότασιν των μέσων αποδείξεως».

9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι με την από 8-5-1991 αίτηση την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, κατέθεσε ο αιτών στο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο ζήτησε από τα μέλη του εν λόγω εκκλησιαστικού δικαστηρίου να καταδικάσουν και αποκηρύξουν τις «αιρετικές» και «άδικες» θέσεις που του αποδίδονται με το κλητήριο επίκριμα του δικαστηρίου αυτού, διότι σε αντίθετη περίπτωση, προκαλώντας υπόνοια μεροληψίας σε βάρος του, πρέπει να εξαιρεθούν και να δικασθεί η υπόθεση από το ίδιο Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση. Όμως, το αίτημα αυτό το οποίο είχε ως περιεχόμενο την εξαίρεση όλων των μελών του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου υπό την αίρεση της πραγματοποιήσεως από τα μέλη του της ανωτέρω ποικίλης φύσεως δηλώσεως δεν αποτελεί αίτηση εξαιρέσεως κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και επομένως νομίμως απορρίφθηκε, αν και με άλλη αιτιολογία, ως απαράδεκτη, καταχωριζομένης της σχετικής κρίσεως στα πρακτικά της από 8-5-1991 συνεδριάσεως. Κατ’ ακολουθίαν, για τον ανωτέρω λόγο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση ότι το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο αγνόησε την περί εξαιρέσεως αίτησή του και εχώρησε στην περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, αντί να παραπέμψει αυτή προς κρίση ενώπιον του αυτού δικαστηρίου υπό άλλη σύνθεση.

10. Επειδή, στο άρθρο 141 του ν. 5383/1932 ορίζεται ότι: «Κατά την ορισθείσα δικάσιμον αναγιγνώσκονται το κατηγορητήριον έγγραφον, αι εκθέσεις περί των μαρτύρων, τα πρακτικά της πρωτοδίκου δίκης, η πρωτόδικος απόφασις, το εφετήριον και πάντα τα λοιπά έγγραφα» Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της από 8-5-1991 συνεδριάσεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου (σελ. 10) προκύπτει, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ότι o ορισθείς εισηγητής, ανέγνωσε την πρωτόδικη απόφαση, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, το εφετήριο και τον φάκελο ενώ, εξάλλου, στην προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 12) αναφέρεται ότι το συνοδικό δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του αφού μελέτησε την εκκαλουμένη απόφαση, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, το εφετήριο έγγραφο και όλα τα έγγραφα και στοιχεία της δικογραφίας. Συνεπώς, εφόσον, βεβαιούται ότι αναγνώσθηκαν και μελετήθηκαν όλα τα στοιχεία του σχετικού φακέλου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα.

 11. Επειδή, στο άρθρο 122 εδ. β' του ν. 5383/1932, το οποίο προσετέθη με το άρθρο 6 του ν.δ. 1714/1942 (Α’ 221) ορίζεται ότι: «Εμφανισθέντος του κατηγορουμένου και δι' οιουδήποτε λόγου αποσυρθέντος, ούτος δικάζεται θεωρούμενος ως παρών». Ενόψει της διατάξεως αυτής και δεδομένου ότι ο αιτών, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, εμφανίσθηκε ενώπιον του συνοδικού δικαστηρίου και στην συνέχεια αποχώρησε, όπως ο ίδιος, άλλωστε, ομολογεί, νομίμως στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται (σελ.12) ότι το δικαστήριο δίκασε την έφεση κατ’ αντιμωλία «θεωρουμένου του εφεσείοντος ως παρόντος», τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

12. Επειδή, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται, ότι το κλητήριο επίκριμα είναι παντελώς αόριστο και ανεπίδεκτο οιασδήποτε υπερασπιστικής αντιμετωπίσεως δεδομένου ότι δεν αναφέρονται στο έγγραφο αυτό τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των αποδιδομένων στον αιτούντα αδικημάτων, όπως προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, πάντως, το υπ. αριθμ. 954/391/15-4-1991 κλητήριο επίκριμα με το οποίο ο αιτών καλείται να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου για να δικασθεί η έφεσή του περιέχει πλήρη και σαφή αναφορά των πραγματικών περιστατικών και των αποδιδομένων στον αιτούντα κανονικών παραπτωμάτων.

13. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη άλλως έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες αφού δεν αναφέρονται σ' αυτήν εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το υπαγώγιμον της υποθέσεως στις αναφερόμενες στην απόφαση κανονικές διατάξεις, οι οποίες ως εκ τούτου εσφαλμένως κρίθηκαν εφαρμοστέες. Επίσης προβάλλεται ότι ουδείς εκ των θείων και ιερών κανόνων επιτρέπει την καθαίρεση κληρικού για τα αποδοθέντα στον αιτούντα περιστατικά, καθώς και ότι δια της επιβολής της ποινής της καθαιρέσεως το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής έξουσία του. Οι λόγοι ακυρώσεως όμως αυτοί, οι οποίοι αφορούν πλημμέλειες είτε της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είτε της κρίσεως του οργάνου που την εξέδωσε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ιερών κανόνων, δεν μπορούν να ερευνηθούν στα πλαίσια του ασκουμένου από το Δικαστήριο ελέγχου των αποφάσεων του συνοδικού δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην τρίτη σκέψη της παρούσης αποφάσεως (πρβλ. ΣτΕ 3377/1999, 3188/1996). Συνεπώς για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, όπως και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως.

     Δ Ι Α  Τ Α Υ Τ Α

Απορρίπτει την αίτηση Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία ανέρχεται για όλα τα στάδια της δίκης στο ποσό των τετρακοσίων ένα (401= 380+21) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Απριλίου 2005.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.