ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΕΔ 9/2003
Πηγή : ΦΕΚ ΑΕΔ 42/2003, σ. 42
Αριθμός Απόφασης : 9
'Ετος : 2003
Δικαστήριο : Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο


Αριθμός 9/2003

ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χρίστο Γεραρή, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Ρίζο, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Αθανάσιο Ράντο, Ειρήνη Σάρπ, Συμβούλους της Επικρατείας, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Εισηγητή, Αρεοπαγίτη, Μαρία Καραμανώφ, Σύμβουλο της Επικρατείας, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αθανάσιο Κρητικό, Αρεοπαγίτες, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτη, Φίλιππο Δωρή, Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, αναπληρωματικούς, Καθηγητές της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, (κωλυομένων των τακτικών καθηγητών Αγγ. Γιόκαρη και Ιωάν. Σχινά), ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζή, Προϊστάμενο της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Δ. Π., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως  δικηγόρος (Α.Μ. 567).

ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, νόμιμα εκπροσωπουμένου, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: 1) Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παραστάθηκε με τον  δικηγόρο Ηλία Παπανικολάου (Α.Μ. 1424), που τον διόρισε με απόσπασμα πρακτικού της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και 2) Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, ως εκπροσωπούντα το Νομικό Πρόσωπον Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου «Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως», ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Ο αιτών, με την από 10 Φεβρουαρίου 2003 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 1/17.2.2003, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της. Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή,  Αρεοπαγίτη, Ανδρέα Μοσχανδρέου. Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος καθώς και  τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι ανέπτυξαν και  προφορικά τις προτάσεις τους.

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  ν ό μ ο  

1.Επειδή, ο αιτών υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την από 4.5.1998 αίτησή του, με την οποία ζητούσε την ακύρωση, 1)της από 28.4.1998 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Χριστόδουλος και 2)του 99/1998 Προεδρικού Διατάγματος «περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος» του ανωτέρω Μητροπολίτη. Συγκεκριμένα, ο αιτών ισχυρίζετο, ότι η προαναφερθείσα εκλογή είναι άκυρη, για τον λόγο, ότι οι διατάξεις του ισχύοντος Ν.590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδας», οι σχετιζόμενες με την εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ειδικότερα αυτές, με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα προς εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών Επισκόπου, ο οποίος κατέχει έδρα άλλης Μητρόπολης, όπως και οι αναγόμενες στις προσδιδόμενες στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών εξουσίες,  έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος και τον Πατριαρχικό Τόμο της 29 Ιουνίου 1850, διατεινόμενος ακόμη, ότι η στον Ν. 590/1977 προσαγόρευση «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας» είναι αντίθετη με τις παραπάνω διατάξεις. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 3767/2002 απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε, ως αβάσιμη, καθόσον το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, ότι οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 590/1977, που ρυθμίζουν τα παραπάνω ζητήματα, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και τον προδιαληφθέντα Πατριαρχικό Τόμο. Με την ένδικη αίτησή του, για την συζήτηση της οποίας έγιναν οι κατά τα άρθρα 10 παρ. 2 και 49 παρ. 2 του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο Ν. 345/1976, δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις, ο αιτών επικαλείται τις 609/1967, 1175/1973, 3178/1976, 545/1978, 5057/1987 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 15/1909 ποινική τοιαύτη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με τις οποίες, κατ' αυτόν, τα ανωτέρω ζητήματα έχουν κριθεί κατά τρόπο διαφορετικό και σύμφωνο με τις υπό τούτου υποστηριζόμενες, ως άνω, απόψεις, με αποτέλεσμα, καθώς ισχυρίζεται ο αιτών, εφόσον υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα ή όχι των διατάξεων αυτών, να δημιουργείται δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς άρση της ανακύψασας αμφισβήτησης.

2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του Κώδικα ΑΕΔ, εφόσον έγιναν οι προβλεπόμενες από τον νόμο κοινοποιήσεις και δημοσιεύσεις, η συζήτηση της υπόθεσης χωρεί, έστω και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι. Επομένως, όπως προκύπτει από την από 26.3.2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο ΑΕΔ Δ. Κ., αντίγραφο της ένδικης αίτησης, με την πράξη του Προέδρου για τον ορισμό δικασίμου και εισηγητή, κοινοποιήθηκε στον καθ' ου η αίτηση αυτή Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για να παραστεί στην σημερινή συζήτηση της υπόθεσης, οπότε το Δικαστήριο τούτο νομίμως προχωρεί στην εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης, κατά την εκφώνηση της οποίας ο παραπάνω καθ' ου δεν παρέστη, εκπροσωπούμενος από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους (άρθρο 14 παρ. 1 εδάφ. α' του Κώδικα ΑΕΔ).

3. Επειδή, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του Κώδικα ΑΕΔ, σε περίπτωση έκδοσης, ως  προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, αντιθέτων  αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού  Συνεδρίου, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αίρει την αμφισβήτηση, ύστερα από αίτηση, μεταξύ άλλων, και καθενός, που έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υπάρχει και όταν ο αιτών υπήρξε διάδικος, όπως εν προκειμένω, στην δίκη, στην οποία εκδόθηκε η ανωτέρω 3767/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Επειδή, κατ' άρθρο 50 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα ΑΕΔ, επί αιτήσεως, που ασκείται από ιδιώτη, κατ' άρθρο 48 παρ. 1β' του ίδιου νομοθετήματος, κοινοποίηση της αίτησης, προς άρση της αμφισβήτησης για ουσιαστική συνταγματικότητα ή όχι διατάξεως τυπικού νόμου, με επιμέλεια του εισηγητή, γίνεται και σε κάθε πρόσωπο, στο οποίο αφορά η υπόθεση, πλην, όμως, το τελευταίο για να παρασταθεί προσηκόντως στην συζήτησή της, πρέπει να καταστεί διάδικος και τούτο μπορεί να συμβεί, κατ' άρθρο 13 του Κώδικα ΑΕΔ, μόνον με πρόσθετη παρέμβασή του και κατά τις διατυπώσεις, που διαλαμβάνονται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 13 του νόμου τούτου. Συνεπώς, με βάση τα  προμνημονευθέντα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η παράσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, προς την οποία απλώς κοινοποιήθηκε, ως αφορώσα και αυτήν η υπόθεση, η ένδικη αίτηση, διότι αύτη δεν κατέστη διάδικος, ως μη παρεμβάσα προσθέτως υπέρ κάποιου των κυρίων διαδίκων (αιτούντος ή καθ' ού η αίτηση).

5. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδάφιο ε' του Συντάγματος και 6 εδάφιο ε' του Κώδικα ΑΕΔ, υπάγονται, εκτός άλλων, στην δικαιοδοσία του ΑΕΔ και οι περιπτώσεις άρσεως της αμφισβήτησης για την ουσιαστική συνταγματικότητα ή όχι διατάξεων τυπικού νόμου, αν έχουν εκδοθεί γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων, σχετικά με την παραπάνω συνταγματικότητα ή μη, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του ΑΕΔ, πρέπει, το μεν τα ανωτέρω ανώτατα δικαστήρια, που εξέδωσαν τις φερόμενες ως αντίθετες αποφάσεις, να επικαλούνται και ερμηνεύουν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου και να επέλυσαν το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα, το δε η τοιαύτη αντίθεση να δημιουργείται από αποφάσεις, που  εκδόθηκαν μεταξύ των προδιαληφθέντων ανωτάτων δικαστηρίων και όχι εξ αποφάσεων ενός μόνο από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, οι μεν από τον αιτούντα  προβαλλόμενες και στην κρινόμενη αίτησή του διαλαμβανόμενες ανωτέρω αποφάσεις  του Συμβουλίου της Επικρατείας (609/1967, 1175/1973, 3718/1976, 545/1987 και 5057/1987) μη παραδεκτώς προτείνονται, αφού πρόκειται για αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου, που αποφάνθηκαν, μάλιστα, επί διαφορετικών ζητημάτων, αναφορικά με αυτά, τα οποία κρίθηκαν από την ανωτέρω 3767/2002 απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, από δε την προαναφερθείσα 15/1909 ποινική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αντιμετωπίσθηκε το ζήτημα του τρόπου διορισμού των ψαλτών και κρίθηκε, με βάση τα άρθρα Η' και ΙΓ' του τότε ισχύοντος νόμου Σ' της 9.7.1852 και 1 του νόμου ΣΑ του 1852, ότι οι ψάλτες διορίζονται από τον οικείο Επίσκοπο, δεν διαπιστώνεται αμφισβήτηση, δεδομένου ότι από την αντιπαραβολή της απόφασης αυτής του Αρείου Πάγου προς εκείνη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήτοι, την 3767/2002, δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ τους και ειδικότερα αμφισβήτηση περί την συνταγματικότητα ή όχι των προπαρατεθεισών διατάξεων του Ν. 590/1977, που να δικαιολογεί την προσφυγή στο παρόν Δικαστήριο, αφού με αυτές αντιμετωπίσθηκαν και κρίθηκαν διαφορετικά θέματα, τόσο νομικά, όσο και πραγματικά, γι' αυτό και η ένδικη αίτηση είναι, ως απαράδεκτη, απορριπτέα. Εξ άλλου, και υπό την εκδοχή, ότι ο αιτών επιδιώκει με την κρινόμενη αίτησή του ν' αποφανθεί το Δικαστήριο τούτο περί του αν συμπορεύονται ή μη προς το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 590/1977, οι οποίες ρυθμίζουν τα σχετικά ζητήματα με την πλήρωση της θέσης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, την διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και τις εξουσίες του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, καθώς και αν έγινε νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού, το αίτημα τούτο υποβάλλεται απαραδέκτως, εφόσον δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία καθιερώνεται, σαφώς και περιοριστικώς, από την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών και εν όψει των προδιαληφθέντων, πρέπει ν' απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η κρινόμενη αίτηση, να επιβληθούν, κατ' άρθρο 22 παρ. 2 του Κώδικα ΑΕΔ, τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας σε βάρος του ηττηθέντος αιτούντος, αλλά να μην επιβληθεί η δικαστική δαπάνη στον τελευταίο, δεδομένου ότι, ο μεν καθ' ου η ένδικη αίτηση Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν υποβλήθηκε σε τέτοια δαπάνη, αφού δεν παραστάθηκε στην ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διεξαχθείσα διαδικασία, η δε παραστάσα Εκκλησία της Ελλάδος, διότι δεν κατέστη διάδικος, δεν δικαιούται της εν λόγω δαπάνης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση. Και Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας, που ανέρχονται σε εκατόν σαράντα (140) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2003 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 3 Ιουλίου 2003.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.