ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΕφΛαρίσης 749/2010
Αριθμός Απόφασης : 749
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Εφετείο Λαρίσης


Αριθμός 749/2010
ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ
Σύνθεση :  Μαρία Βαρελά (Πρόεδρος), Ναπολέων Ζούκας, Γρηγ. Παπαδημητρίου (Εισηγητής)  

Η κρινόμενη με αριθμό καταθέσεως 52/13-2-07 έφεση του εναγομένου, που ηττήθηκε πρωτοδίκως, κατά της υπ’ αριθμ. 148/06 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως (δηλαδή εντός 30 ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης κατά την από 15-1-07 επισημείωση επί αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή του Ι. Κ. – άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) γι’ αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.

Με την με αριθμό καταθέσεως 15/15-1-04 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του από 26-9-1824 συμβολαίου έγινε κυρία αιτία αγοράς από την αληθή κυρία Ο. συζ. Γ. Κ., με βεβαίωση της μεταβιβάσεως με έγγραφο της Καγγελαρίας Σ., ενός αγρού εκτάσεως 11.205,79 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση Γ. της νήσου Σ. που συνορεύει ανατολικά με δασική, βραχώδη έκταση αγνώστου ιδιοκτήτη, προς δυσμάς με βραχώδη και ορεινή έκταση της ιδιοκτησίας της, προς βορρά με αιγιαλό και προς νότο εν μέρει με ιδιοκτησία Σ. Σ. εν μέρει με δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία Σ. Σ.. Ότι, επικουρικά, έγινε κυρία της ως άνω εκτάσεως κατά τους όρους της έκτακτης χρησικτησίας καθόσον από το έτος 1830 μέχρι το 1860 νεμόταν αυτό με συγκεκριμένες και εμφανείς πράξεις νομής (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων κ.λ.π.). Ότι περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο εναγόμενος κατέλαβε μία λωρίδα του εν λόγω ακινήτου εμβαδού 1.731 τ.μ. που έχει σχήμα τραπεζίου που συνορεύει προς ανατολάς σε μήκος 75,99 τ.μ. με βραχώδη δασική έκταση, προς νότο σε μήκος 16,37 με Σ. Σ, προς δυσμάς σε μήκος 77,40 μ. με υπόλοιπο του ακινήτου της και προς βορρά σε μήκος 27,5 μ. με αιγιαλό και εμφαίνεται με τα στοιχεία Α3, Κ5, Α5 Α4-Α3 στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Γ. Α, εγκατέστησε δε (ο εναγόμενος) εντός αυτού πρόχειρες και μόνιμες κατασκευές, λειτουργώντας και επιχείρηση εστιατορίου. Ότι ο ίδιος κατέλαβε και μια λωρίδα γης μήκους 53 και πλάτους 6 μ., εμφαινόμενη με τα στοιχεία Α12, Κ7, Κ6 και Κ8 του ίδιου τοπογραφικού διαγράμματος συνδέοντας το καταπατημένο από αυτόν ως άνω τμήμα με την διερχόμενη από εκεί με κατεύθυνση προς την παραλία κοινοτική οδό, ισχυριζόμενος ότι αμφότερα τα ανωτέρω αναφερόμενα τμήματα γης του ανήκουν κατά κυριότητα. Με βάση αυτά ζήτησε (η ενάγουσα) να αναγνωριστεί η επί των ως άνω επιδίκων τμημάτων κυριότητά της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της τα αποδώσει. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία ορθά κρίθηκε αυτή ορισμένη (καθόσον τα δύο όρια των επιδίκων τμημάτων δηλαδή ο αιγιαλός και η βραχώδης δασική έκταση είναι σταθερά και δεν αμφισβητούνται ενώ το μήκος των λοιπών πλευρών προσδιορίζονται με ακρίβεια δεν απαιτείται δε να προσαρτάται στην εν λόγω αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα για το ορισμένο αυτής) όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών με τον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, το ίδιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή νόμιμη (Ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39) 2 παρ. 1 βασ. (50.14) νεαρ. 111 και νεαρ. 131 κεφ. 6, 51 ΕισΝΑΚ, 1 Ν. ΓΧΞ/1910, 21 ΝΔ 16-5-1926, ΑΝ 1539/39) και τη δέχτηκε ως ουσία βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών για τους στην έφεση και παρακάτω λόγους και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής.

Στη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22 Απριλίου/16 Μαΐου 1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 του ΕισΝΚΠολΔ, ρητώς ορίζεται ότι: «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών, εις ουδεμίαν υπόκεινται εις το μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη παραγραφή ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν κέκτηται αν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους...». Επίσης, στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί ακινήτων» ορίζεται ότι οι περί ακινήτων εμπράγματες αξιώσεις του Δημοσίου είναι απαράγραπτες, κατά δε το άρθρο 17 § 3 του ν.δ. 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ο.Δ.Δ.Ε.Π. νομοθεσίας», εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των ιερών μονών η διάταξη της § 3 του άρθρου 6 του ν. 4944/1931, κατά την οποία το Ταμείο του Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει τη νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσεως της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο και τέλος, κατά το άρθρο 62 § 4 του ν. 580/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα ακίνητα που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 § 4 του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων είναι και οι Μονές. Εξάλλου, η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων, καθώς και του χρόνου της χρησικτησίας, ανεστάλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, μέχρι του έτους 1930 και η αναστολή αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις Κωδ. 1.2.23, Ν. 111, Β. 5-2-14 του προϊσχύσαντος β.ρ.δ, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του άρθρου 51 ΕισΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα παραγωγικά γεγονότα για την απόκτησή της έγιναν όσο αυτές ίσχυαν, προκύπτει, ότι για να θεμελιωθεί δικαίωμα χρησικτησίας σε μοναστηριακά ακίνητα χρειαζόταν αρχικά παρέλευση 100 ετών, μεταγενέστερα δε ο χρόνος ορίστηκε σε 40 έτη και ακολούθως, με το άρθρο 1 ν. ΓΧΞ/1910 σε 30 έτη. Λόγω της διαχρονικής αρχής, κατά την οποία εάν με νεότερο νόμο ορισθεί βραχύτερος χρόνος παραγραφής και χρησικτησίας, εφόσον ο υπολειπόμενος κατά τον παλαιότερο νόμο χρόνος είναι βραχύτερος από το χρόνο που προβλέπει ο νεότερος, εφαρμόζεται ο παλαιότερος νόμος, έπεται ότι για την απόκτηση κυριότητας σε χρησικτησία σε μοναστηριακό ακίνητο, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, χρόνος νομής 40 ετών, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της χρησικτησίας, ενώ από 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα των μονών και συνεπώς δεν είναι έκτοτε δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του β.ρ.δ., των νόμων 8 παρ. 1 Κώδ. (7.39), 9 παρ. 1, Β (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στη Θεσσαλία από την απελευθέρωσή της, δηλαδή από το έτος 1882, έκτοτε ήταν επιτρεπτή η απόκτηση από ιδιώτη και συνεπώς και από το νομικό πρόσωπο της Μονής, κυριότητας σε ακίνητα, ακόμη και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο και αν ήταν δάση. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, η οποία, όμως έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της παραγραφής και της χρησικτησίας, από δε τις 16-5-1926 τα ακίνητα του Δημοσίου έγιναν, σύμφωνα με τις προεκτιθέμενες διατάξεις των άρθρων 21 του ν.δ. της 22.4/16-5- 1926 και 4 του α.ν. 1539/1938, ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΟλΑΠ 85/1987, ΑΠ 1799/06 ΕλλΔνη 48.513).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των εκατέρωθεν μαρτύρων που περιέχοντα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν καθώς και την υπ’ αριθμ. 148/8-12-09 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμ/φου Σ.Τ., η οποία λαμβάνεται υπόψη γιατί έχει προηγηθεί νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου δύο (και πλέον) εργάσιμες μέρες προ την βεβαίωση κατά το άρθρο 271 παρ. 2 ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. 39/3-12-09 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του . Δ. Μ.) αποδείχθηκαν τα εξής: Τα επίδικα εδαφικά τμήματα βρίσκονται στη θέση «Γ.» της νήσου Σ. και το μεν πρώτο αποτελεί μία λωρίδα γης, η οποία έχει σχήμα ανωμάλου τραπεζίου (σχεδόν ορθογωνίου παραλληλογράμμου), έχει έκταση περίπου 1.731 τ.μ., βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ακινήτου της ενάγουσας και έχει πλευρές μήκους: προς ανατολάς 75,99 μ. (όριο με βραχώδη δασική έκταση), προς νότο 16,37 μ. (όριο με ιδιοκτησία Σ. Σ.), προς δυσμάς 77,40 μ. (όριο με υπόλοιπο ακινήτου της ενάγουσας και προς βορρά 27,5 μ. (αιγιαλός), παριστάνεται δε με τα στοιχεία Α3-Κ5-Α5-Α4-Α3 στο από, Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του διπλωματούχου Τοπογράφου - Μηχανικού Γ. Α. και το δεύτερο αποτελεί μία λωρίδα γης, η οποία έχει μήκος 53 περίπου γραμμικών μέτρων και πλάτος 6 περίπου γραμμικών μέτρων, εμφαινόμενη στο τοπογραφικό διάγραμμα πού προμνημονεύτηκε υπό στοιχεία Α12 - Κ7 - Κ6 - Κ8. Τα επίδικα αποτελούν τμήματα ευρύτερου ακινήτου της ενάγουσας πού έχει έκταση 11.205,79 τ.μ. και συνορεύει προς ανατολάς με δασική, βραχώδη, ορεινή έκταση άγνωστου ιδιοκτήτη, προς δυσμάς με βραχώδη και ορεινή έκταση της ιδιοκτησίας της ενάγουσας προς νότο εν μέρει με ιδιοκτησία Σ. Σ., εν μέρει με δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία Ρ. Σ. και προς βορρά με αιγιαλό. Το όλο ακίνητο το νέμονταν καλόπιστα οι μοναχοί της ενάγουσας με την βόσκηση των ποιμνίων της, το καθάριζαν, το επισκέπτονταν και το επέβλεπαν αποτρέποντας τρίτους από επεμβάσεις σ’ αυτό συνεχώς από το 1824 που το αγόρασε η ενάγουσα από την αληθή κυρία Ο. συζ. Γ. Κ. (βλ. το σχετικό έγγραφο με βεβαίωση της μεταβιβάσεως από την Καγκελαρία Σ.) συνεχώς μέχρι το έτος 12-9-1915 δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και επί τριάντα και πλέον έτη (1982 – 12-9-1915) με αποτέλεσμα ήδη από τότε να καταστεί κυρία η ενάγουσα με την άσκηση φυσικής εξουσίας επί του επιδίκου με διάνοια κυρίου και καλή πίστη κατά τα προεκτιθέμενα, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε νομή των δικαιοπαρόχων του εναγομένου μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι μοναχοί της ενάγουσας συνέχισαν την με καλή πίστη νομή της επί του παραπάνω κτήματος και μετά το έτος 1915 ασκώντας επ' αυτού τις ίδιες και άλλες διακατοχικές πράξεις (καλλιέργεια αυτού) είτε προσωπικά είτε με αντιπρόσωπο χωρίς μέχρι σήμερα ουδέποτε να εκποιήσει η ενάγουσα ή παραχωρήσει με άλλον τρόπο σε οποιονδήποτε κάποιο τμήμα του ενώ τα όριά του παρέμεναν πάντοτε σταθερά και μόνο πρόσφατα, από το ίδιο ακίνητο παραχώρησε στην κοινή χρήση μία λωρίδα γης εμβαδού 1.599, 38 τ.μ. στο νοτιοδυτικό και δυτικό όριό του, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η διέλευση μέχρι τον αιγιαλό. Μάλιστα οι μοναχοί της ενάγουσας στη θέση του επιδίκου ακινήτου είχαν κατασκευάσει καλύβα για τα εργαλεία του καρνάγιου που λειτουργούσε στην παραλία, την οποία (καλύβα) την χρησιμοποιούσαν κάποιοι κατά ανοχή της Μονής. Την ίδια καλύβα χρησιμοποιούσε, όπως ρητά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, και ο εκ των οικονόμων της ενάγουσας Β., πού τραβούσε εκεί την βάρκα του (βλ. σχ. την κατάθεση του μάρτυρα της απόδειξης ο οποίος τόνισε κατηγορηματικά, ότι ο ίδιος επισκέφθηκε το κτήμα της Μονής το 1975 για πρώτη φορά και ότι τότε το όριό του προς την πλευρά που συνορεύει με τον εναγόμενο ήταν η πλαγιά του βουνού και συνεπώς μέχρι τότε η δραστηριότητά του δεν είχε επεκταθεί στο παραθαλάσσιο πεδινό τμήμα του Γ. Το πρώτο το έτος 1974 όταν πια άρχισαν να αποκτούν αξία τα παραθαλάσσια οικόπεδα,αποφάσισαν ο πατέρας του εναγομένου και στην συνέχεια ο ίδιος ο εναγόμενος την σταδιακή καταπάτηση του πρώτου επιδίκου αρχικά με την περίφραξη αυτού που ξεκίνησε ο πατέρας του εναγομένου, ο οποίος χωρίς να προβάλλει δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο απευθυνόμενος στην διεύθυνση Δασών του Ν. Μ. ζητούσε να του επιτραπεί να περιφράξει «το παρά την θέσιν νησί Γ.κτήμα τoυ όχι δια ιδιοκτησιακούς λόγους, αλλά απλώς διά να εισάγη εντός αυτού προς βοσκήν το εξ αιγών ποίμνιόν του» (υπ’ αριθμ. …/74 έγγραφο Δ/σης Δασών Μ.). Στην συνέχεια ο εναγόμενος προχώρησε σε πιο σοβαρές διακατοχικές πράξεις σ' αυτό και συγκεκριμένα προέβη στην επισκευή του παραπάνω κτίσματος (καλύβας) και από του έτους 1986 άρχισε να λειτουργεί σ' αυτό επιχείρηση εστιατορίου - μπαρ - ψησταριάς που ήταν εποχιακή δραστηριότητα, που ασκείται μόνο το θέρος, βάσει της με αριθ. πρωτ. …/25-7-1987 άδειας λειτουργίας που εκδόθηκε από το AT. Σ. και στη συνέχεια το έτος 1994 προέβη στην κατασκευή οικοδομής (ισόγειο κατάστημα εντός του επιδίκου, εμβαδού 135 τ.μ.) δυνάμει της με αριθ. 116/1994 υπ' αριθ. πρωτ. …/11-8-1994 άδειας οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Σ. Ν. Μ., στο οποίο (κατάστημα) πλέον ασκείται η επιχείρηση εστιατορίου - μπαρ - ψησταριά βάσει της νέας αδείας υγειονομικού ενδιαφέροντος με αριθμό.../1995 και αριθ. πρωτ…/1-7-1995 του Δήμου, Σ. Μάλιστα χρησιμοποιούσε το ήμισυ του πρώτου επιδίκου για την λειτουργία της ως άνω επιχείρησης του, ενώ το υπόλοιπο μισό του πρώτου επιδίκου το είχε διαχωρίσει με πασσάλους και συρματόπλεγμα και είχε εγκαταστήσει ποιμνιοστάσιο και το χρησιμοποιούσε για την βόσκηση και εκτροφή αιγών. Για το σκοπό αυτό είχε κατασκευάσει εντός του επιδίκου υδατοδεξαμενή και είχε προβεί σε διάνοιξη πηγαδιού. Η ενάγουσα λόγω λειψανδρίας και αδυναμίας επαρκούς απασχολήσεως με τα μετόχια της δεν είχε εγείρει ενωρίτερα την κρινόμενη αγωγή χωρίς αυτό να σημάνει όμως, ότι παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της επί του επιδίκου ή ότι αναγνώρισε τα δικαιώματα του εναγομένου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πρόσφατα ο εναγόμενος κατέλαβε και χρησιμοποιεί ως δρόμο μία λωρίδα γης από το ως άνω ευρύτερο ακίνητο της ενάγουσας, πού έχει μήκος 53 περίπου γραμμικών μέτρων και πλάτος 6 περίπου γραμμικών μέτρων, εμφαινόμενη στο τοπογραφικό διάγραμμα πού προμνημονεύτηκε υπό στοιχεία Α12 - Κ7 - Κ6 - Κ8. Δια της λωρίδος αυτής συνδέει, με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά, την κοινοτική οδό πού κατέρχεται στην παραλία του Γ. με το μέσο περίπου του παραπάνω καταπατημένου από αυτόν πρώτου επιδίκου τμήματος. Για τα ανωτέρω κατέθεσε με συμφωνία ο μάρτυρας της ενάγουσας, κατά τα προαναφερόμενα, τα ίδια δε βεβαίωσε ενόρκως, με την ως άνω ένορκη βεβαίωσή της, η Ο. Σ. ετών 81, η οποία λέγει «μεγάλωσα στην περιοχή πάντα ήξερα ότι όλη η έκταση από τους πρόποδες του βουνού στα δυτικά μέχρι τους πρόποδες στα ανατολικά και μέχρι τη θάλασσα είναι του μοναστηριού … υπήρχε ταρσανάς στην κατοχή, φτιάχνανε βάρκες και καΐκια με την άδεια του μοναστηριού … ερχόταν καΐκια από το ʼγιο Όρος και κουβαλούσαν ξύλα … υπήρχε φύλακας να φυλάει τα εργαλεία που έμενε σε σπιτάκι που έγινε με άδεια των καλόγερων … ο φύλακας λεγόταν Γ. Ν. … η ταβέρνα που έχει ο εναγόμενος είναι μέσα στην μοναστηριακή έκταση … το έχει καταπατήσει». Τα ανωτέρω ουδόλως αντικρούονται από όσα κατέθεσε ο μάρτυρας του εναγομένου ηλικίας 65 ετών ο οποίος δεν γνωρίζει τίποτα για το κρίσιμο θέμα της άσκησης νομής επί του επιδίκου επί 30 έτη πριν τις 12-9-1915 κατά τα προαναφερόμενα. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων γι’ αυτό και οι περί του αντιθέτου δεύτερος, τρίτος και τέταρτος σχετικοί λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεως του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/95 Ελλ.Δνη 36.1531). Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση εφόσον συντρέχουν επί πλέον και περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, η μεταγενέστερη δε επιδίωξη από αυτόν ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο. Επίσης πρέπει οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/90 Δ/νη 32. 501, ΑΠ 1514/04 Ελλ.Δνη 46. 731). Στην προκειμένη περίπτωση μόνη η αδράνεια της ενάγουσας σχετικά με την άσκηση της αγωγής (η οποία είναι δικαιολογημένη λόγω της έλλειψης μοναχών) δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική την εκ μέρους της άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατά το άρθρο 281 ΑΚ γιατί δεν αποδείχθηκαν επί πλέον περιστατικά που να έχουν δημιουργήσει στον εναγόμενο την πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της, κατά τα προαναφερόμενα. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο και απέρριψε την σχετική ένσταση ως ουσία αβάσιμη δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης του ΑΚ ούτε περί την εκτίμηση των αποδείξεων γι’ αυτό και οι περί του αντιθέτου πέμπτος και έκτος (τελευταίοι) λόγοι της έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Σημειώνεται ότι από τα υπ’ αριθμ…/1909, …/1902 και …/1883 συμβόλαια που επικαλείται ο εναγόμενος για πρώτη φορά στο Εφετείο (και τα οποία δεν έχει λόγο να αποκρούσει το παρόν δικαστήριο κατ’ άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ) ουδόλως προκύπτει νομή των δικαιοπαρόχων του στο επίδικο, ενώ από το επίσης για πρώτη φορά προσκομιζόμενο από Ιανουαρίου 1994 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Γ. Κ. δεν αποδεικνύεται ότι η διαφορά της έκτασης (9.399 τ.μ. έναντι 11.205,79) του επιδίκου μετρήθηκε σε βάρος της ιδιοκτησίας του εναγομένου ούτε βέβαια σχετίζεται αυτό με την επί του επιδίκου νομή της ενάγουσας. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του εναγομένου για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης γιατί δεν πρόκειτο για ζήτημα που απαιτεί, για να γίνει αντιληπτό ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (άρθρο 368 ΚΠολΔ). Κατ' ακολουθία, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.