ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΠολΠρΡοδόπης 87/2008
Αριθμός Απόφασης : 87
'Ετος : 2008
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης


ΑΡΙΘΜΟΣ 87/2008
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΠΗΣ
(Διαδικασία Τακτική)

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Ψάλτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μιλτιάδη Γιοβαννόπουλο, Γεωργία Σακάλογλου-Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες και Γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο Μαρούλα Γκιζδιμίδου.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 5 Νοεμβρίου 2003, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εδρεύουσας στο Αγιο Όρος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ζαφείρη Μέκου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε δια του Παρέδρου του Ν.Σ.Κ Διονυσίου Χειμώνα.

Η ενάγουσα κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού αγωγή (αρ.εκθ.καταθ. 141/ΤΠ12/21-1-2003), η οποία ορίσθηκε να δικαστεί στις 21-05-2003 και μετά από αναβολή στην παραπάνω συνεδρίαση, κατά την οποία οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν προτάσεις και ζήτησαν να γίνουν δεκτές καθώς και οι ισχυρισμοί που περιέχονται σ' αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη βυζαντινή περίοδο ο θεσμός των αυτοκρατορικών δωρεών προς τις μοναστηριακές κοινότητες περιβάλλονταν τον συνήθη, προκειμένου περί παροχής προνομίων γενικώς, τύπο του χρυσοβούλλου, κατά κανόνα, λόγου και αντικείμενο αυτών συνήθως ήταν δωρεές ακινήτων, νήσων ή νησίδων και εκτάσεων γης (βλ. σχετ. Ι. Κονιδάρη, Το Δίκαιον της Μοναστηριακής Περιουσίας, 1979, παραγρ. 11,σελ.55-76, ιδίως σημ. με αρ. 29, 33, 34, 35, 36, 39). Ο θεσμός της βασιλικής δωρεάς απαντάται εμμέσως στα νομοθετικά κείμενα των Βασιλικών των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων στον τίτλο «περί δωρεών εν ζωή» (Β.47.1.66 και Β.47.1.75), όπου ρητά εξαιρείται η βασιλική δωρεά από την υποχρέωση σύνταξης υπομνήματος (βλ.σχ.Γ. Αποστολάκη, Οι Αυτοκρατορικές δωρεές• στην Ιερά Μονή Πάτμου και η νομική αξία των «χρυσόβουλων λόγων», παρ.2γ, σελ.43 επ.). Παρά το ότι υποστηρίζεται στη θεωρία και η άποψη ότι οι αυτοκρατορικές δωρεές συνιστούν παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα κυριότητας που αποκτούσαν οι Ιερές Μονές με τις αυτοκρατορικές παραχωρήσεις δεν ήταν νέο, αλλά προϋπέθετε την ύπαρξη κυριότητας του δωρητή και εν προκειμένω του δημοσίου, αφού τα δωρηθέντα ακίνητα δεν προέρχονταν από την ιδιωτική περιουσία του αυτοκράτορα (βλ. σχ. Γ.Αποστολάκη, οπ), πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αυτοκρατορικές δια χρυσοβούλλων λόγων δωρεές αποτελούν νομίμους τίτλους κυριότητας που συνδυαζόμενες με άσκηση διακατοχικών πράξεων προσπορίζουν κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο (χρησικτησία) (βλ.σχετ. την Εφ Δωδ.22/1955 αδημ. που εξεδόθη επί διεκδικητικής αγωγής της Ι. Μ. Πάτμου αλλά και την απόφαση της 9-12-1994(10/1993/405/483-484) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Εξάλλου, με .τις αυτοκρατορικές δωρεές που κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας παραχωρούσε ο αυτοκράτορας σε ιδιώτες δημόσια γη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επερχόταν ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, ότι στη σύγχρονη εποχή, που υπάρχει μάλιστα καταγεγραμμένη με τη μορφή των δημοσίων κτημάτων η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, όταν παραχωρείται κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας δημόσια γη (βλ. περίπτωση διανομών και αναδασμών) η κυριότητα που αποκτάται από τον ιδιώτη είναι πρωτότυπη. ʼλλωστε, αν οι αυτοκρατορικές δωρεές συνιστούσαν παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, ως υποστηρίζεται, παρά το γεγονός όμως ότι τα δωρηθέντα δεν ανήκαν στην ιδιωτική περιουσία του αυτοκράτορα, εξομοιούμενο κατ' αναλογία με τη μεταβίβαση κυριότητας αιτία δωρεάς του σύγχρονου ιδιωτικού δικαίου, θα αρκούσε η άπαξ αιτία δωρεάς κτηθείσα κυριότητα των παραχωρηθέντων ακινήτων και δεν θα ήταν αναγκαίο να επικυρώνονται οι παραχωρήσεις με αλλεπάλληλους αυτοκρατορικούς χρυσόβουλλους λόγους που εξεδίδοντο από τον εκάστοτε αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, προκειμένου να επικυρώνει με δικό του χρυσόβουλλο λόγο το περιεχόμενο προηγουμένου που εξέδωσε άλλος αυτοκράτορας, ώστε η παραχώρηση του ακινήτου να παραμείνει ισχυρή και για το χρόνο της δικής του ηγεμονίας (βλ. σχ. Ι Κονιδάρη, ο.π. παρ.18 σελ.125 και ιδίως σημ. με αρ. 4 και 5). Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη, ως προς τη μετάσιαση της κυριότητας συνεπεία της αυτοκρατορικής δωρεάς, ότι οι Ιερές Μονές κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο δεν εθεωρούντο ως νομικά πρόσωπα, αφού η έννοια αυτή είναι προϊόν της νεώτερης νομικής επιστήμης του 19ου αιώνα (βλ.σχ. Ι.Κονιδάρη ο.π. παρ.46 σελ.265 επ. και Γ.Αποστολάκη ο.π., παρ. 5γ,σελ.95 επ.) και κατά συνέπεια η μεταβίβαση της κυριότητας των δια των αυτοκρατορικών δωρεών παραχωρουμένων ακινήτων δεν θα μπορούσε να επέλθει στο πρόσωπο των Ιερών Μονών αλλά στον αιτησάμενο την έκδοση του χρυσοβούλλου λόγου, συνήθως, ηγούμενο της Μονής, που την διοικούσε και διαχειριζόταν την περιουσία της. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προ της ενάρξεως της ισχύος του Α.Κ. χρόνο διατάξεις των ν.8 παρ.1 κωδ.(7.39), ν.9 παρ.1 Πανδ. (50.14) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αν νεμηθεί αυτό επί τριακονταετία με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, την οποία, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν.20 παρ.2 Πανδ. (5.8), 27 (Πανδ.18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με τη την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ1 ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ' αυτού. Τη συνδρομή δε της καλής αυτής πίστεως συνάγει ο δικαστής, ενόψει της φύσεως της ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικά από τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν. Κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. τις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ.1, Π (41.3) παρ.9 Εισ.(2.9), ν.2, Κωδ. (7.30), Βασ.(50.10), χωρούσε όμως επ' αυτών έκτακτη χρησικτησία με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16-5-1916 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματα του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ' αυτά (ΑΠ 351/2003, ΑΠ 1358/2002, ΑΠ 1281/2002 αδημ. σε νομικά περιοδικά και δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433, ΑΠ 1550/1998 ΕΕΝ 2000.219, ΑΠ 706/1998 ΕλλΔνη 1999.1751). Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, η προ της εισαγωγής του ΑΚ επελθούσα κτήση κυριότητος, ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο κατά τον οποίον έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία απαιτούνται προς κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 351/2003,ΑΠ 777/2001 αδημ σε νομικά περιοδικά και δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1263/1997 ΕλλΔνη 1998.859, ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.597). Περαιτέρω στο άρθρο 1 του "περί γαιών" Οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856), του οποίου οι διατάξεις, οι ρυθμίζουσες τα επ' αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις διατελούσες προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους νέες χώρες, δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 262/1914 (του οποίου οι διατάξεις επεξετάθησαν και στη Δυτική τότε Θράκη με το ΝΔ της 26-10/11-11-1923), ορίζεται ότι οι στο Οθωμανικό Κράτος ευρισκόμενες γαίες ανάγονται σε πέντε κατηγορίες: Α)Γαίες καθαρής κυριότητας (εραζίτ μεμλουκέ), δηλ. γαίες εξουσιαζόμενες λόγω κυριότητος, Β)Δημόσιες γαίες (εραζίτ μιριγέ), Γ) Γαίες αφιερωμένες (εραζίτ μεβκουφέ), Δ) Γαίες εγκαταλελειμένες (εραζίτ μετρουκέ) και Ε) Γαίες νεκρές (εραζίτ Μεβάτ), ενώ στο άρθρο 2 ορίζεται ότι: Αι ιδιόκτητοι γαίαι είναι τεσσάρων ειδών: πρώτον είδος. Τα εντός των χωρίων και κωμών ευρισκόμενα οικόπεδα, ως και τα εις τα άκρα αυτών κείμενα, ως παράρτημα δε των κατοίκων θεωρούμενα γήπεδα, άτινα δεν δύνανται να ώσι περιπλέον του ημίσεως στρέμματος. Δεύτερον είδος:Αι εκ των δημοσίων γαιών χωρισθείσαι γαίαι, αι αδεία του Ιερού Νόμου εις την πλήρη κυριότητα τινός υπαχθείσαι, ίνα εξουσιάζωνται κατά τους διαφόρους τρόπους της πλήρους κυριότητος. Τρίτον είδος: Γαίαι υποκείμεναι εις δεκάτην. Τέταρτον είδος: Αι υποκείμενα εις τον ειδικόν φόρον "χαράτζ".(ΑΠ 1238/1996 ΕΕΝ 98.283). Εξάλλου, ο χρόνος της νομής του πράγματος κατά την περίοδο της ισχύος του Οθωμανικού δικαίου δεν υπολογίζεται ως χρόνος χρησικτησίας, διότι το Οθωμανικό δίκαιο δεν αναγνώριζε τον θεσμό της χρησικτησίας (άρθρο 1248 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα -ΑΠ1550/1998ΕΕΝ 2000.219, ΑΠ1238/1996 ΕΕΝ1998.283, ΑΠ 984/1992 ΕΕΝ 1993.685, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31.1163, Εφ.Θεσ. 525/1988 Αρμ. 1988.983). Με την κατάκτηση των εδαφών της Θράκης από τους Οθωμανούς δεν απωλέσθη η μοναστηριακή περιουσία, τούτου επιβαλλομένου από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, επιταγή, την οποία άλλωστε εσεβάσθησαν οι μετά τον Μωάμεθ Χαλίφες και Σουλτάνοι και την επανέλαβαν ως δική τους υπόσχεση κατά την έκδοση των βερατίων τους. Η δε διατήρηση από τις Ιερές Μονές της ακινήτου περιουσίας τους κατά κυριότητα, ως ιδιόκτητων γαιών της δευτέρας ως άνω κατηγορίας, χωρίς ανάγκη παραχωρήσεως αυτών με οθωμανικό τίτλο (ταπίο), καταφαίνεται και από τους οθωμανικούς νόμους που σεβάσθηκαν και αναγνώρισαν το καθεστώς αυτό και συγκεκριμένα από το άρθρο 122 του Νόμου περί Γαιών με το οποίο ορίσθηκε ότι «αϊ έκπαλαι εις τι Μοναστήριον ανήκουσαι γαίαι δεν εξουσιάζονται με ταπίον, μόνον δε αϊ μεταγενεστέρως υπό των μοναχών κτηθείσαι γαίαι , αίτινες ανέκαθεν εξουσιάζονται με ταπίον, υπάγονται εις την γενικήν κατηγορίαν των λοιπών δημοσίων γαιών και εξουσιάζονται με τίτλον ταπίου», ενώ με το άρθρο 52 του Νόμου περί των εν Αγίω Όρει Μονών της 20 Ζιλχιτσέ 1294 επαναλήφθηκε το κατά τους Ιερούς Κανόνες αναπαλλοτρίωτον της μοναστηριακής περιουσίας (βλ. σχ. γνωμοδότηση Κ. Ράλλη, Δ. Παπούλια, Κ. Ρακτιβάν, Δ. Δίγκα και Ν. Σαρίπολο σε Θέμιδα ΛΕ σελ.332-335 και 349-351 και Γ. Αποστολάκη, οπ σελ.137 επ και ΑΠ 1550/1998 ΕΕΝ 2000. 219 ). Εξάλλου κατά τις διατάξεις Κωδ. 1.2.23, Ν. 111, Β. 5-2-14 του προϊσχύσαντος β. ρ. δ, προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί δικαίωμα χρησικτησίας σε μοναστηριακά ακίνητα χρειαζόταν αρχικά παρέλευση 100 ετών, μεταγενέστερα δε ο χρόνος ορίστηκε σε 40 έτη, η δε συμπλήρωση της νομής των 40 ετών έπρεπε να γίνει το βραδύτερο μέχρι τις 11-9-1915, δηλαδή έπρεπε αυτή να αρχίσει το αργότερο από τις 12-9-1875, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων του νόμου ΔΞΗ/1912 και άρθρου 1 του ν.ΓΧΞ/1910 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί αποσβεστικής παραγραφής διατάξεων του ισχύοντος δικαίου» (Εφ ΑΘ 8899/1992 ΝοΒ 1993.723), αφού από την ημερομηνία αυτή (11-9-1915) και μετέπειτα δεν είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία και επί των κτημάτων αυτών (ΑΠ 777/2001 αδημ), ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (κυρωθείς με το από 10/16.9.1926 Ν.Δ/μα και έχων κατά το άρθρο 44 αυτού ισχύ νόμου), ο οποίος πραγματεύεται μόνο για την περιοχή του Αγίου Όρους, στην οποία και μόνη ασκεί τη δικαιοδοσία της η Ιερά Σύναξη που συνέταξε και ενέκρινε αυτόν, σαφώς προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 181 αυτού, για το αναπαλλοτρίωτο της ακινήτου περιουσίας των Ιερών Μονών, αφορά μόνον την εντός της περιοχής του Αγίου Όρους ακίνητη περιουσία των Ι. Μονών (Ολομ. ΑΠ 177/1976 ΝοΒ 1976.707, ΑΠ 824/1994 ΕλλΔνη 1997.582). Περαιτέρω ο ν.550/1915 αναφέρεται στην τύχη των γαιών που αποκαλύπτονται ύστερα από αποξήρανση λιμνών, ελών και τελμάτων, κάτι που δεν ρυθμίζεται από τα άρθρα 1069-1074 ΑΚ που αφορούν θέματα απόκτησης κυριότητας από ιδιοκτήτες παραποτάμιων ακινήτων σε περιπτώσεις μεταβολών του ποταμού και δεν εφαρμόζονται όταν πρόκειται για λίμνες ή για τη θάλασσα (βλ. σχ σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο υπό το άρθρο1069,όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία), ορίζοντας ότι τα εδαφικά τμήματα που προέρχονται από την κατά το νόμο αυτό αποξήρανση παραμένουν στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 966, 967 και 968 ΑΚ. Τούτο συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 15 του νόμου αυτού που ορίζει ότι «οι με αυτό τον τρόπο αποξηραινόμενες γαίες με δαπάνη του Δημοσίου κλπ. βάσει του νόμου αυτού, περιερχόμεναι σ' αυτό κλπ. εκποιούνται κλπ», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 3 αυτού, σύμφωνα με την οποία «τα ωφελούμενα από την εκτέλεση του έργου ακίνητα επιβαρύνονται με ανάλογο μέρος της, για την κατασκευή του έργου δαπάνης που καταβλήθηκε. Διότι, αφού αφαιρείται η από την εκτέλεση των τεχνικών έργων ωφέλεια των παρακειμένων ακινήτων, είναι λογικό να μην παραχωρείται στους κυρίους των παρόχθιων κτημάτων η κυριότητα των συνεπεία των έργων αποξηραθέντων εδαφών, αλλά αυτά παραμένουν στην κυριότητα του Δημοσίου, ως ωφέλεια και αντιστάθμισμα των δαπανών στις οποίες αυτό υποβλήθηκε για την εκτέλεση των έργων. Το αυτό άλλωστε προκύπτει και από τις διατάξεις του Ν. 116/1975, που και αυτός επαναλαμβάνει, απλουστευμένη μάλιστα και γενικευμένη, τη ρύθμιση του Νόμου 550/1915. (βλ.Ολ ΑΠ 46/1990 ΕΕΝ 1990.607, Εφ Αθ 2297/1999 ΕλλΔνη 2000.530 όπου παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Τέλος, στον νόμο 2344/1940 «περί αιγιαλού και παραλίας» ορίζονται στο άρθρο 14 ότι «Εν εκάστω λιμένι καθορίζεται έκτασις ξηράς και θαλάσσης εν συνεχεία ή διακεκομμένη, εν η το οικείον λιμενικον ταμείον εκτελεί ή προβλέπεται ότι συντόμως θα εκτέλεση τα αναγκαιούντα δια την εξυπηρέτησιν της εμπορικής, ναυτικής και επιβατικής κινήσεως του λιμένος έργα, υπό του νόμου χαρακτηριζόμενα ως λιμενικά, ήτις έκτασις καλείται "ζώνη του λιμένος" και διακρίνεται εις χερσαίαν και θαλασσίαν», στο άρθρο 15 παρ. 4 ότι «Εις διώρυγας ή στενός θάλασσας η χερσαία ζώνη δύναται να επεκταθή και εις την απέναντι ακτήν, εφ' όσον αύτη δεν περιλαμβάνεται εις την περιοχήν ετέρου λιμενικού ταμείου» και στο άρθρο 18 παρ. 1, 2 ότι «Οι χώροι και εν γένει τα κτήματα τα περιλαμβανόμενα εντός της ζώνης του λιμένος είναι της κατηγορίας των κοινοχρήστων δημοσίων κτημάτων και ων η κυριότης ανήκει εις το Δημόσιον, η χρήσις όμως και η εκμετάλλευσις αυτών δια σκοπούς καθαρώς λιμενικούς ανήκει εις το λιμενικον ταμείον. 2. Τα εν τη ζώνη του λιμένος ιδιωτικά κτήματα απολλοτριούνται αναγκαστικώς λόγω δημοσίας ανάγκης δαπάναις του λιμενικού ταμείου κατά τας κειμένας διατάξεις. Δήμοι, κοινότητες ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ων ακίνητα περιλαμβάνονται εντός της ζώνης του λιμένος, υποχρεούνται να παραχωρήσωσι ταύτα δωρεάν προς το Δημόσιον.» Με το νεότερο νόμο 2971/2001 «αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» που ισχύει από 19-12-2001 καταργήθηκαν οι διατάξεις του ν.2344/1940 και με το άρθρο 21 αυτού ορίσθηκε η διαδικασία καθορισμού της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης λιμένα που καθορίζεται πλέον με απόφαση του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα και σύμφωνη γνώμη συναρμοδίων Υπουργείων, η οποία (απόφαση) εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με το διάγραμμα καθορισμού της χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης λιμένα.

Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου που εδρεύει στο ʼγιο Όρος, επικαλούμενη έννομο συμφέρον προς άρση της αμφισβητούμενης από υπηρεσίες του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κυριότητας της, ζητά να αναγνωρισθεί κυρία ακινήτου, συνολικής εκτάσεως 27.044,50 στρεμμάτων, όπως αυτό απεικονίζεται και οριοθετείται στο από 25-10-2002 επισυναπτόμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Δημητρίου Βασιλειάδη, επιστηρίζουσα την κυριότητα της επί του ακινήτου σε δωρεές της επιδίκου εκτάσεως που συντελέσθηκαν με τρεις χρυσόβουλλους λόγους βυζαντινών αυτοκρατόρων και ένα χρυσόβουλλο λόγο βυζαντινού ηγεμόνα, όπως ειδικότερα αναφέρει στην αγωγή, επικαλούμενη αδιάλειπτη καλόπιστη νομή και κατοχή της επιδίκου εκτάσεως με τις αναφερόμενες στην αγωγή κατ' ιδίαν διακατοχικές πράξεις, όσον δε αφορά την κυριότητα της στις εκτάσεις περιμετρικά της λίμνης Βιστωνίδας επικαλούμενη επιπλέον αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1069 ΑΚ. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι κατά την οθωμανική περίοδο το επίδικο ακίνητο ως μοναστηριακή περιουσία παρέμεινε στην κυριότητά της βάσει του Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου και των σουλτανικών βερατίων, ενώ καθόλο το χρονικό διάστημα αυτό με τα αναφερόμενα στην αγωγή πατριαρχικά σιγίλλια αναγνωριζόταν τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της επιδίκου εκτάσεως, τα οποία άλλωστε δικαιώματα της αναγνωρίσθηκαν και από το Ελληνικό Κράτος με επίσημες πράξεις αυτού, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή. Τέλος ζητά να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή που παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση, αφού έχει προηγηθεί: α)η κατ' άρθρο 90 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους απαιτουμένη προηγούμενη απόφαση της Ιεράς Συνάξεως της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου (βλ.σχ. πρακτικό ΛΑ της 20-9/3-10-2002) για την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της δίκης (βλ.σχ. Εφ Θεσ. 2400/1998 ΕλλΔνη 39.1360) και β) η απαιτούμενη κατά το άρθρο 24 ν. 2732/1999 προδικασία (βλ.σχ.Εφ Αθ 3194/2001 ΕλλΔνη 43.827), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ' ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου (άρθρα 18 παρ.1 και 29παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), υφισταμένου εννόμου συμφέροντος για την ενάγουσα προς αναγνώριση της κυριότητας της, που ως επικαλείται στην αγωγή, αυτή αμφισβητείται από υπηρεσίες του εναγομένου, ακριβώς προς διάγνωση μέσω της δικαστικής οδού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της ενάγουσας στην επίδικη έκταση και άρση των αμφισβητήσεων αυτών. Η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των ν.8 παρ.1 κωδ.(7.39), y.9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν.20 παρ.2 Πανδ. (5.8), 27 (Πανδ.18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), Β.47.1.66 και Β.47.1.75 του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 51,55 ΕισNAK, 70 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της, δεδομένου ότι περίληψη της αγωγής έχει εγγραφεί εμπρόθεσμα στα Υποθηκοφυλακεία των περιφερειών Κομοτηνής και Ξάνθης που βρίσκεται το ακίνητο (βλ. σχ .τα από 24-1-2003 και 28-1-2003 πιστ/κά των Υποθ/κων Κομοτηνής και Ξάνθης), ενώ δεν απαιτείται η κατ' άρθρο 214 Α ΚΠολΔ απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, αφού εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο καθώς και η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της αγωγής.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης και από τα έγγραφα που μετ' επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα: Η επίδικη έκταση εμβαδού 27.044,50 στρεμμάτων, όπως αυτή απεικονίζεται στο από 25-10-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Δημητρίου Βασιλειάδη, που επισυνάπτει στην αγωγή της η ενάγουσα, αποτελείται από πέντε επί μέρους εδαφικά τμήματα και συγκεκριμένα από το τμήμα Α, εμβαδού 25.000 στρεμμάτων, το οποίο ορίζεται από τα σημεία 1 έως 227 του ως άνω τοπογραφικού διαγράμματος και βρίσκεται περιμετρικά της λίμνης Βιστωνίδας, από το τμήμα Β , εμβαδού 172 στρεμμάτων, το οποίο ορίζεται από τα σημεία 228 έως 232 του ως άνω τοπογραφικού διαγράμματος και βρίσκεται στη χερσόνησο που αποτελούσε τμήμα της νησίδας Αντά Μπουρού έναντι του οικισμού Λαγός, από το τμήμα Γ, εμβαδού 1.870 στρεμμάτων, το οποίο ορίζεται από τα σημεία 233 έως 236, 166, 237 έως 249 του ως άνω τοπογραφικού διαγράμματος και είναι η νησίδα Αντά Μπουρού, από το τμήμα Δ, εμβαδού 2,10 στρεμμάτων, που είναι η νησίδα όπου είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και από το τμήμα ΤΞ, εμβαδού 0,40 στρεμμάτων, που είναι η νησίδα όπου είναι κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας. Η ενάγουσα προς απόδειξη των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί των ως άνω εδαφικών εκτάσεων επικαλείται ότι: α) το έτος 1980 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Βοτανειάτης με χρυσόβουλλο λόγο του, παραχωρεί προς τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου πέντε (δημόσια) κτήματα, εκ των οποίων το ένα, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, περιγράφεται ως «το μετόχιον το Περιθεώριον ό τόπος Σαλαμά καλείται συν τω εντός αυτού Κάστρου Μετοχίω αυτής»,β)τοέτος1329οαυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ ο Παλαιολόγος με χρυσόβουλλο λόγο του, παραχωρεί προς την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου «το εις το περιθεώριον μετόχιον εις όνομα του Αγίου Γεωργίου μετά της νομής και περιοχής αυτού και της περί αυτό γης της επιλεγόμενης του Σελαρίου. Κατέχουσι δε οι αυτοί μοναχοί και πλανηνήν εις τα βουνά της Ξανθείας επιλεγομένην του βού το πηγάδι. Έτερον μετόχιον εις την Ξάνθειαν εις όνομα του Αγίου Παντελεήμονος μετά του εκείσε αμπελώνος και περιβολιού και μερικής γης» γ)το έτος 1357 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Ε' ο Παλαιολόγος με χρυσόβουλλο λόγο του παραχωρεί προς την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου «το εις το περιθεώριον μετόχιον το εις όνομα τιμώμενον του Αγίου, ενδόξου μεγαλομάρτυρας και τροποαιοφόρου Γεωργίου και επικεκλημένον το Καλαμίτζιν μετά των προσόντων αυτού εντός και εκτός του αυτού Κάστρου», δ) το έτος 1369 ο Δεσπότης Ι. Ο. με χρυσόβουλλο λόγο του, ανταποκρινόμενος σε αίτημα των μοναχών της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου «ίνα χαρίσηται αυτή από της Λίμνης της Πόρους προς την αυτήν Σεβασμίαν Μονήν του Βατοπαιδίου ποσότητα τινά υπερπήρων ώστε λαμβάνειν αυτήν κατ' έτος από της δηλωθείσης Λίμνης» .. «αποχαρίζεται προς την τοιαύτην Σεβασμίαν Μονήν του Βατοπαιδίου την εν Αγίω Όρει του ʼθω διακειμένην από του αυτουργίου ποσότητα υπερπήρων εκατόν είκοσι» και ε)το έτος 1371 ο ίδιος Δεσπότης Ι. Ο. με χρυσόβουλλο λόγο του προς την Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου « προστάσσηται και ορίζει ως αν κατέχουσιν από γε του νυν και εις το εξής το κατά την λίμνην της Πόρους ευρισκόμενον βιβάριον και .επονομαζόμουν 5ου Αγίου μεγαλομάρτυρας Θεοδώρου τέλειον και ολόκληρον μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού, και της εκ παντός γένους θαλαττίας αλίας».Κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας επί των εδαφικών εκτάσεων είναι, από την έρευνα των ιστορικών στοιχείων και γεγονότων τα οποία ως πασίδηλα, κατ' άρθρο 336 παρ.1 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ο προσδιορισμός της ταυτότητας και η οριοθέτηση των εκτάσεων που κάθε φορά παραχωρούνταν στην ενάγουσα με τους χρυσόβουλλους λόγους, καθόσον, ως προεκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη, με βάση αυτούς τους τίτλους και τις πράξεις νομής που άσκησε η ενάγουσα με καλή πίστη καθόλο το απαιτούμενο από το τότε ισχύον δίκαιο χρονικό διάστημα θα ελεγχθεί το δικαίωμα κυριότητας της. Εξετάζοντας λοιπόν κατ' ιδίαν τις δια των χρυσοβούλλων λόγων παραχωρήσεις δημοσίων κτημάτων προς την ενάγουσα, που σημειωτέον στα χρόνια εκείνα γινόταν προκειμένου να εξασφαλισθούν οι υλικές (διατροφικές) ανάγκες των μοναχών, πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Με το από του έτους 1080 χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Βοτανειάτη παραχωρείται στην ενάγουσα «το μετόχιον το Περιθεώριον ό τόπος Σαλαμά καλείται συν τω εντός αυτού Κάστρου Μετοχίω αυτής». Από την έρευνα των ιστορικών πηγών, επικρατέστερη είναι η άποψη ότι την εποχή εκείνη « περιθεώριο» ονομαζόταν η περιοχή που βρισκόταν στο ανατολικό άκρο του οικισμού Πόρτο Λαγός, όπου σήμερα υπάρχουν τα ερείπια του Βυζαντινού Ναού, το δε εντός «εντός του Κάστρου μετοχιο» περιλάμβανε τη νησίδα Αντά Μπουρού που βρίσκεται νότια (βλ. σχ. Ν.Κυνηγόπουλου, Αγιος Νικόλαος, Το μετόχι της Ι.Μ. Βατοπαιδίου στο Πορτρλάγος Ξάνθης, εκδ. 1999, σελ. 45, Αρχαιολογικές έρευνες στο Πόρτο Λαγό (Θράκη), έκθεση 1Π, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1980). Τον 11° αιώνα μ.Χ., όταν δηλαδή εξεδόθη ο χρυσόβουλλος λόγος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, το περιθεώριο δεν μπορεί να ταυτισθεί με την ευρύτερη περιοχή της Αναστασιουπόλεως (νέο περιθεώριο) που καταλαμβάνει τη λίμνη και τις πέριξ αυτής εκτάσεις, αφού η Αναστασιούπολη που φέρεται ότι ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αναστάσιο Α' (492-518) και συναντάται με αυτό το όνομα από τον 6° αιώνα μΧ (το 554 η πόλη περιγράφεται με το όνομα Αναστασιούπολη από τον Προκόπιο στο «Περί Κτισμάτων» έργο του και με το ίδιο όνομα την αναφέρει και ο Επιφάνιος ο Κύπριος, ενώ προηγούμενα στα ρωμαϊκά χρόνια αναφέρεται με το όνομα TIRIDA, ο Στράβων την αναφέρει με το όνομα Καρτερά Κώμη και κατά τον 4° αιώνα μ Χ σημειώνεται με το όνομα Stabulo Diomedis) μετονομάσθηκε σε Περιθεώριο (από Αναστασιούπολη) στα χρόνια του Ανδρόνικου Γ του Παλαιολόγου (1328-1341) που την ξανάκτισε και της έδωσε το όνομα αυτό (βλ. σχ. Κων/νου Τρεμόπουλου, Η ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΚΑ! ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ, 1966, σελ.27-32, Χ. Μπακιρτζή-Δ. Τριαντάφυλλου, ΘΡΑΚΗ, 1989, σελ.36, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ, Ιωάννη Σιγούρου, ΝΟΜΟΣ ΡΟΔΟΠΗΣ, 1977, σελ 71-74, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Αχ.Σαμοθράκη, Λεξικόν Γεωγραφικόν και Ιστορικόν της Θράκης, εκδ. 1963, σελ.421). Με το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ του Παλαιολόγου (1329) παραχωρούνται στην ενάγουσα δημόσιες εκτάσεις, πλην όμως αυτές, ως συνομολογείται από τους διαδίκους δεν ταυτίζονται εδαφικά με τις επίδικες (βλ.σχ. κατάθεση μάρτυρα-μοναχού Α. Β. κατά κόσμο Αντωνίου Φίλιου σελ. 9 των πρακτικών συνεδρίασης, όπου καταθέτει σχετικά με τις παραχωρηθείσες με το χρυσόβουλλο του έτους 1329 εκτάσεις «.. τη στιγμή που δεν αφορά τις επίδικες εκτάσεις δεν ασχολούμεθα...» και στη σελ. 16 των πρακτικών συνεδρίασης «.. όπως είπαμε και πριν όλοι μας λέμε ότι είναι εκτός των επιδίκων εκτάσεων..») και συνεπώς δεν συντρέχει λόγος έρευνας των ιστορικών πηγών για να προσδιορισθούν εδαφικά οι εν λόγω εκτάσεις. Με το από τους έτους 1357 χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Ε' του Παλαιολόγου παραχωρείται στην ενάγουσα « το εις το περιθεώριον μετόχιον το εις όνομα τιμώμενον του Αγίου, ενδόξου μεγαλομάρτυρος και τροπαιοφόρου Γεωργίου και.επικεκλημένον. το Καλαμίτζιν μετά των προσόντων αυτού εντός και εκτός του αυτού Κάστρου». Από την έρευνα των ιστορικών πηγών η δημόσια έκταση που παραχωρήθηκε με το χρυσόβουλλο αυτό αναφέρεται στην ίδια περιοχή με αυτή που παραχωρήθηκε με το χρυσόβουλλο του έτους 1080 με κέντρο όμως πλέον τη νησίδα του Αγίου Νικολάου (βλ. σχ. Μπακιρτζή-Δ. Τριαντάφυλλου, ΘΡΑΚΗ, 1989, σελ.35 όπου αναφέρεται ότι στην ίδια θέση, δηλαδή στη νησίδα Αγ.Νικολάου και στην περιοχή Πόρων που ήταν ιδρυμένοι επάνω σε δύο νησίδες στο στόμιο της Βιστωνίδας προς τη θάλασσα (περιοχή νησίδας Αντά Μπουρού) υπήρχε το ως άνω μετόχιο, που ήταν γνωστό από το 14° αιώνα), ενώ έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι ο ʼγιος Γεώργιος ο Καλαμιτζιώτης με την πέριξ αυτού εδαφική έκταση δεν είχε καμιά σχέση με τον ʼγιο Νικόλαο αλλά βρισκόταν κοντά στην κοίτη των ποταμών Κοσύνθου και Τσελεπή δίπλα στην τότε Εγνατία οδό, πλησίον της Αναστασιούπολης (βλ. σχ. Ν.Κυνηγόπουλου, Αγιος Νικόλαος, Το μετόχι της Ι.Μ. Βατοπαιδίου στο Πορτολάγος Ξάνθης, εκδ. 1999, σελ. 50-55). Με το από του έτους 1369 χρυσόβουλλο του Σέρβου ηγεμόνα της περιοχής Δεσπότη Ι. Ο. δεν παραχωρείται προς την ενάγουσα δημόσια έκταση αλλά χαρίζεται προς αυτήν χρηματικό ποσό εκατόν είκοσι υπερπήρων, προερχόμενο από την εκμετάλλευση της λίμνης της Πόρους (Βιστωνίδας), το οποίο (χρηματικό ποσό) ορίζεται με το χρυσόβουλλο αυτό να το λαμβάνουν ετησίως οι Μοναχοί («.. και οφείλουσιν έχειν ταύτα (ενν. ποσότητα υπερπήρων εκατόν είκοσι) οι Σεβάσμιοι Μοναχοί και λαμβάνειν αυτά κατ' έτος ..»). Στο έγγραφο αυτό για πρώτη φορά αναφέρεται η Λίμνη της Πόρους, χωρίς βέβαια να προκύπτει αν το δικαίωμα αλιείας σε όλη την λίμνη είχε παραχωρηθεί στην ενάγουσα. Με το από του έτους 1371 χρυσόβουλλο του ιδίου Σέρβου ηγεμόνα της περιοχής Ι. Δεσπότου Ο. παραχωρείται στην ενάγουσα «το κατά την λίμνην της Πόρους ευρισκόμενον βιβάριον και επονομαζόμενον του Αγίου μεγαλομάρτυρας Θεοδώρου τέλειον και ολόκληρον μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού , και της εκ παντός γένους θαλαττίας αλίας ». Το κατά την λίμνην της Πόρους ευρισκόμενον βιβάριον βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, όπου άλλωστε προϋπήρχε ο ναός των Αγίων Θεοδώρων και καλύπτει εδαφικά τις με στοιχεία Β.Γ, Δ και Ε επίδικες εκτάσεις (σημειωτέον δε ότι την εποχή εκείνη οι με στοιχεία Β και Γ εκτάσεις ήταν ενωμένες, καθόσον ο χωρισμός τους σε δύο εδαφικά τμήματα ήταν αποτέλεσμα τεχνικών έργων για τη διάνοιξη του λιμένας του Πόρτο Λαγός που εκτελέσθηκαν κατ' έτος 1938) και υπάρχει διχογνωμία αν με το χρυσόβουλλο αυτό, συνεπεία της αναφοράς «μετά πάσης της αρχαίας προνομής και περιοχής αυτού, και της εκ παντός γένους θαλαττίας αλίας» παραχωρήθηκαν στην ενάγουσα, ως αυτή επικαλείται, οι επίδικες με στοιχείο Α του τοπογραφικού διαγράμματος παραλίμνιες εκτάσεις, σημειουμένου ότι υπάρχουν ιστορικές αναφορές ότι μετά τον Ιωάννη τον Ε Παλαιολόγο το περιθεώριο έγινε κτήμα του βυζαντινού άρχοντα Νικηφόρου Μελισσηνού (βλ. σχ. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ, Ιωάννη Σιγούρου, ΝΟΜΟΣ ΡΟΔΟΠΗΣ, 1977, σελ 74). Όμως εν προκειμένω τελικά δεν ενδιαφέρει να εξετασθεί αν και κατά ποσό περιλαμβάνονται οι επίδικες περιμετρικά της λίμνης κείμενες εδαφικές εκτάσεις στην με το χρυσόβουλλο αυτό του Ι.Ο. παραχώρηση δημόσιας έκτασης προς την ενάγουσα ή και στην με το από του έτους 1357 χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Ε' του Παλαιολόγου παραχώρηση δημόσιας έκτασης προς την ενάγουσα, παρόλο που στο τελευταίο αυτό χρυσόβουλλο δεν γίνεται καμία αναφορά στη «λίμνη και τις πέριξ αυτής εκτάσεις και τούτο διότι: α)Και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι με το από του έτους 1371 χρυσόβουλλο του Δεσπότη Ι.Ο. ή και στην ακραία περίπτωση ότι με το από του έτους 1357 χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννου Ε' του Παλαιολόγου παραχωρήθηκαν στην ενάγουσα οι επίδικες παραλίμνιες εκτάσεις που καταλαμβάνουν το τμήμα Α του τοπογραφικού Π διαγράμματος, λαμβανομένου βέβαια υπόψη ότι το πρώτον με το στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης, αφού με τα επικαλούμενα χρονικώς προηγούμενα από την ενάγουσα χρυσόβουλλα των ετών 1080 και 1329, ως αναλυτικά προεκτέθηκε, παραχωρήθηκαν μόνον οι με στοιχεία Β,Γ,Δ και Ε του τοπογραφικού διαγράμματος εδαφικές εκτάσεις και εδαφικές εκτάσεις που δεν είναι επίδικες, δεν θεμελιώνεται δικαίωμα κυριότητας επί των παραλιμνίων εκτάσεων για την ενάγουσα, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κτήσεως επ' αυτών κυριότητας Δι’ εκτάκτου χρησικτησίας, προκειμένων περί δημοσίων κτημάτων που κατά το ισχύον τότε β. ρ. δίκαιο ήταν ανεπίδεκτα τακτικής χρησικτησίας και δεδομένου ότι οι δια χρυσοβούλλων λόγων αυτοκρατορικές δωρεές δημοσίων εκτάσεων δεν συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα άλλωστε στη μείζονα σκέψη, παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις του β. ρ. δικαίου για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτούνταν η άσκηση διακατοχικών πράξεων με καλή πίστη για μία τριακονταετία. Από την έρευνα των ιστορικών πηγών προκύπτει ως ιστορικό γεγονός ότι η κατάληψη της Θράκης από τους Οθωμανούς ολοκληρώθηκε τα έτη 1374-1375 και χρονικό σημείο -σταθμός της υποταγής της Θράκης στους Οθωμανούς είναι η μάχη της Μαρίτσας (Cirmen), μάλιστα δε η κατάληψη της Κουμουτζηνά (Κομοτηνής) έγινε ανάμεσα στα έτη 1360-1370 με περισσότερο πιθανή χρονολογία το 1363, η δε περιοχή του Περιθεωρίου φέρεται το 1422 να κατέχεται από τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β που χαρίζει την περιοχή στον Γενοβέζο σύμμαχο του Ιωάννη Αδούρνο (βλ.σχετ. ΙΣΤΟΡΙΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος Θ'σελ.187, Χ. Μπακιρτζή-Δ. Τριαντάφυλλου, ΘΡΑΚΗ, 1989, στον χρονολογικό πίνακα, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ, Ιωάννη Σιγούρου, ΝΟΜΟΣ ΡΟΔΟΠΗΣ, 1977, σελ. 93, Π. Γεωργαντζή, Η εκκλησιαστική οργάνωση της Δ.Θράκης κατά την Βυζαντινή εποχή, σελ.201-219, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική -Θράκη, εκδ. Μέλισσα), αυτό δε το χρονικό σημείο (1375) αποτελεί το χρόνο έναρξης ισχύος του οθωμανικού δικαίου στην περιοχή, χωρίς να επηρεάζει το γεγονός ότι το τέλος της βυζαντινής εποχής, ως ιστορικής περιόδου, σηματοδοτείται από την κατά το έτος 1453 άλωση της Κων/πολης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η χρονική οριοθέτηση των ιστορικών περιόδων δεν επηρεάζει το εφαρμοστέο σε κάθε περίπτωση δίκαιο, ως τούτο εξάλλου καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι καίτοι η ιστορική περίοδος της νεωτέρας Ελλάδας προηγείται, στη Θράκη το ελληνικό δίκαιο εφαρμόσθηκε μόνο μετά την κατ' έτος 1920 ανεξαρτησία της. Ως εκ τούτου λαμβάνοντας υπόψη το έτος 1375, ως απώτερο χρονικό σημείο κατάληψης της Θράκης από τους Οθωμανούς, ισχύοντος έκτοτε στην περιοχή του οθωμανικού δικαίου, και να γινόταν δεκτό ότι στην ενάγουσα με το χρυσόβουλλο του έτους 1371 παραχωρήθηκαν οι παραλίμνιες εκτάσεις ή ότι στο χρυσόβουλλο του έτους 1357 περιλαμβανόταν και τμήμα των επιδίκων με στοιχείο Α του τοπογραφικού διαγράμματος εκτάσεων, δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος τριακονταετής χρόνος χρησικτησίας για να καταστεί αυτή κυρία των εν λόγω εκτάσεων με πρωτότυπο τρόπο, δεδομένου ότι στο οθωμανικό δίκαιο ήταν άγνωστος ο θεσμός της κτητικής παραγραφής, εν συνεχεία δε μετά την απελευθέρωση της Θράκης και την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Κράτος είχε νομοθετικά αποκλεισθεί, με αλλεπάλληλα νομοθετικά διατάγματα που εξεδόθησαν σε εκτέλεση του ν ΔΞΗ 71912, από 12-9-1915 η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία (βλ.σχ.ΑΠ 787/2001 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1550/1998 ΕΕΝ 2000.219, ΑΠ 1276/1997 ΕλλΔνη 1998.862, ΑΠ 984/1992 ΕΕΝ 1993.685). Επί της ουσίας δε η ενάγουσα ουδεμία πράξη νομής επικαλείται και αποδεικνύει στις παραλίμνιες εκτάσεις που την εποχή εκείνη δεν υποστήριζαν εδαφικά την εκμετάλλευση των ιχθυοτροφείων που βρισκόταν κοντά στη νησίδα της Αντά Μπουρού. ʼλλωστε η τότε περιβάλλουσα περιμετρικά τη .λίμνη Βιστωνίδα παρόχθια ζώνη φυσικά και δεν ταυτίζεται με τις σημερινές επίδικες παραλίμνιες εκτάσεις, (που σημειωτέον ουδέποτε προ της συντάξεως του ενσωματωμένου στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος είχαν οριοθετηθεί από την ενάγουσα επ' ευκαιρία των και στο παρελθόν αναφυουσών αμφισβητήσεων περί του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος), λόγω γεωμορφολογικών αλλαγών (συρρίκνωση της λίμνης, δημιουργία προσχώσεων από φερτές ύλες από τους εκβάλλοντες στη λίμνη ποταμούς), δεδομένου μάλιστα ότι η λίμνη μετακινείται προς Ν-ΝΔ και μόνο μέσα στην εικοσαετία 1951-1971 μετακινήθηκε προς Ν-ΝΔ κατά 150 μ, ενώ μέσα σε 2000 περίπου χρόνια έχει καλύψει με τα νερά της προς νότο ζώνη στεριάς πλάτους 4-5 χλμ (βλ. σχ. Α. Χαραλαμπίδη, Πως και γιατί μετακινείται η λίμνη Βιστωνίδα, τομ. 4ος, Κομοτηνή 1983, σελ.49-51), ενώ στην παρόχθια ζώνη της λίμνης έγιναν μεγάλης έκτασης εγγειοβελτιωτικά έργα με αποξηράνσεις των ελωδών εκτάσεων (βλ. σχ. Πρακτικά Συνάντησης Εργασίας για τους Ελληνικούς Υγροτόπους, Θεσ/νίκη 1990, σελ.392-413). Οι δε σήμερα υφιστάμενες περιμετρικά της λίμνης καλλιεργήσιμες εκτάσεις, μέρος των οποίων είναι επίδικες, κατέστησαν τέτοιες (καλλιεργήσιμες) κατόπιν αποξηράνσεων των αποκαλυφθεισών από τα αποτραβηχθέντα νερά της λίμνης ελωδών εκτάσεων, εν συνεχεία δε αυτές οι αποξηρανθείσες εκτάσεις, δυνάμει του νόμου 550/1915, παρέμειναν στην κυριότητα του Δημοσίου, κατά τα προεκτεθέντα άλλωστε στη μείζονα σκέψη, χωρίς κατ' ακολουθίαν να μπορεί να γίνει λόγος ότι οι αποξηρανθείσες παραλίμνιες εκτάσεις ανήκουν στην κυριότητα τρίτου, τα όποια δε ιδιωτικά δικαιώματα τρίτων επί των εκτάσεων αυτών υπήρχαν, ρυθμίζονται από τις διατάξεις περί αποστραγγιζομένων γαιών. Επιπλέον δε όπως από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε το μεγαλύτερο μέρος των παραλίμνιων εκτάσεων έχει περιληφθεί σε διανομές και αναδασμούς (βλ. σχ. το με αριθμ. πρωτ. 14556/8-10-2003 έγγραφο της Δ/νσης Αγροτικής Ανάπτυξης Νομαρχίας Ροδόπης με τα συνημμένα σ' αυτό έγγραφα, το με αριθμ. πρωτ. 9698/29-8-2003 έγγραφο της Δ/νσης-Αγροτικής Ανάπτυξης Νομαρχίας Ροδόπης, το με αριθμ. πρωτ. 4174/1-7-2003 έγγραφο της Δ/νσης Γεωργίας της Νομαρχίας Ξάνθης, την από 27-5-2002 τεχνική έκθεση της Κτηματικής Υπηρεσίας Ροδόπης και την από 16.4.2002 τεχνική έκθεση της Κτηματικής Υπηρεσίας Ξάνθης) με αποτέλεσμα την απώλεια των οποιωνδήποτε ιδιωτικών κυριαρχικών δικαιωμάτων επ' αυτών και τη μετατροπή αυτών σε δικαίωμα αποζημίωσης ή ανταλλαγής, ανεξάρτητα του κύρους της διανομής και του αναδασμού, που βέβαια ως πράξεις της Διοικήσεως δεν μπορούν να ελεγχθούν από τα πολιτικά Δικαστήρια και σε κάθε περίπτωση τα οποιαδήποτε κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων επί των διανεμηθέντων σε ακτήμονες εκτάσεων αποκλειστικά κρίνονται κατά την από το άρθρο 246 Αγρ. Κώδικα προβλεπόμενη διαδικασία (βλ. σχ. ΟλΑΠ 6/1991ΕΕΝ1992.200, ΑΠ 266/2003 ΧρΙΔ 2003.531, ΑΠ1335/2000 ΕλλΔνη 2002.381, ΑΠ 800/1999 ΝοΒ 2001.25, ΑΠ 421/1999 αδημ. σε νομικό περιοδικό, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1373/1997 ΕλλΔνη 1999.73, ΑΠ 873/1997 ΕΕΝ 1998.375, ΑΠ 174/1997 ΕΕΝ 1998.471, ΑΠ 506/1995 ΕΕΝ 1996.406, ΑΠ 409/1993 ΕΕΝ 1994.285, ΑΠ 1078/1992 ΕΕΝ 1993.725), ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και ότι εντός της ως άνω περιοχής υπάρχει ο με υπουργική απόφαση χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος της Αναστασιούπολης, με αρχαία ακίνητα μνημεία χρονολογούμενα προ του έτους 1453(βλ. σχ. ν. 3028/2002 «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»). Να σημειωθεί δε ότι το δικαίωμα κυριότητας στις παραλίμνιες εκτάσεις ασφαλώς και δεν μπορεί να επιστηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 1069 ΑΚ, ως αβασίμως υποστηρίζεται στην αγωγή, γιατί η εφαρμογή του προϋποθέτει κυριότητα σε παραποτάμιο βέβαια ακίνητο, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι παραλίμνιες εκτάσεις ανήκουν σ' αυτήν λόγω των κυριαρχικών δικαιωμάτων της επί της λίμνης (βλ. σχ. ΟλΣτΕ 41/1929 ως προς την κυριότητα της ενάγουσας επί της λίμνης Βιστωνίδας). Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων η ενάγουσα δεν αποδεικνύει την κυριότητα της επί των παραλιμνίων εκτάσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο τμήμα Α του από 25.10.2002 τοπογραφικού διαγράμματος του Δ.Β., η δε με αριθμ 17/18-7-2002 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί των παραλιμνίων εκτάσεων, καθώς και η με αριθμ. 1064-538/5928/Α0010/5-8-2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία αποδέχθηκε την ως άνω γνωμοδότηση, δεν ασκούν έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη, δεδομένης μάλιστα της αμφισβητήσεως της κυριότητας της ενάγουσας επί των παραλιμνίων εκτάσεων και της προβολής δικαιώματος ιδίας κυριότητας που προέβαλε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καθόσον οι ως άνω πράξεις της Διοικήσεως δεν απονέμουν κυριότητα στην ενάγουσα, αφού δεν προβαίνουν σε δικαστική διάγνωση του αμφισβητουμένου δικαιώματος κυριότητας της επί των παραλιμνίων εκτάσεων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην ενάγουσα το έτος 1080 με το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Βοτανειάτη παραχωρήθηκε η περιοχή που βρισκόταν στο ανατολικό, άκρο του οικισμού Πόρτο Λαγός, όπου σήμερα υπάρχουν τα ερείπια του Βυζαντινού Ναού, το δε αναφερόμενο στο χρυσόβουλλο « εντός του Κάστρου μετόχιο» περιλάμβανε τη νησίδα Αντά Μπουρού που βρίσκεται νότια. Έκτοτε η ενάγουσα δια των μοναχών της εγκαταστάθηκε στην εν λόγω περιοχή με κέντρο τις νησίδες όπου βρίσκονται σήμερα ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και η Εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας και άρχισε να εκμεταλλεύεται το παρά τη νησίδα της Αντά Μπουρού ευρισκόμενο ιχθυοτροφείο που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στα μετέπειτα χρόνια. Η παραχώρηση της εν λόγω περιοχής στην ενάγουσα επιβεβαιώθηκε και αργότερα κατ' έτος 1357 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννου Ε του Παλαιολόγου. Η από του έτους 1080 αδιάλειπτος νομή της ενάγουσας επί των με στοιχεία Β, Γ ,Δ και Ε εδαφικών τμημάτων που απεικονίζονται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, με την άσκηση απ' αυτήν διακατοχικών πράξεων με καλή πίστη, αφού υπήρχε σ' αυτήν η πεποίθηση ότι δεν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητας τρίτου, για χρονικό διάστημα αιώνων, προκύπτει έμμεσα από πληθώρα εγγράφων στοιχείων, καθόσον λόγω της παρελεύσεως περίπου μιας χιλιετίας, μεσολαβούσης και της υποδουλώσεως της περιοχής στους Οθωμανούς, καθίσταται εκ των πραγμάτων αδύνατο να προσκομισθούν αποδείξεις αναφερόμενες στην εποχή εκείνη. Ειδικότερα με Πατριαρχικά Σιγίλλια των ετών 1835 και 1839 των Πατριαρχών Κων/λεως Κωνσταντίνου και Γρηγορίου Ε' αντίστοιχα, επιβεβαιώνεται ότι η περιοχή του Αγίου Νικολάου που περιλαμβάνει και το βιβάριο της Πόρους (περιοχή νησίδας Αντά Μπουρού) ανήκει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου προ αμνημονεύτων χρόνων. Με την από 17-4-1816 επιστολή του ο οικονόμος του Μετοχίου ζητά από τη Μονή να ανακαινισθεί ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, ενώ στο τέλος της επιστολής υπάρχει χειρόγραφη επισημείωση του καραβοκύρη της Μπουρούς Ανάσταση Αποστόλη που αναφέρει ότι τα έσοδα από το βιβάριο επαρκούν για την πληρωμή των εξόδων. Στην από 8-4-1838 επιστολή των εργαζομένων στο βιβάριο της Πόρους αναφέρεται ότι « ...εις το βιβάριον τούτο και εις την εν αυτώ εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου είχεν εκ παλαιών χρόνων την κυριαρχίαν το Ιερόν Μοναστήριον Βατοπαίδι... Τοιαύτας πληροφορίας έχοντες και από τους προπάτορές μας διαμαρτύρομεν ενόρκως και εν φόβω Θεού και εν καθαρώ της ψυχής συνειδότι ότι το βιβάριον τούτο και η εν αυτώ εκκλησία του Αγίου Νικολάου και προ της οικοδομής αυτής και μετά την ανακομιδήν (ανοικοδομήν) και εκ παλαιών χρόνων υπήρχε δεσποζόμενον παρά του Ιερού μοναστηρίου Βατοπαίδι και πάντοτε καλόγερος Βατοπαιδινός απεστέλλετο..». Σε σωζόμενα οικονομικά κατάστιχα των ετών. 1806-1836 αναφέρονται έσοδα προφανώς από τη διαχείριση του ιχθυοτροφείου που βρισκόταν στη νησίδα Αντά Μπουρού. Εξάλλου εδώ και αιώνες η Ενάγουσα συντηρεί, φροντίζει, ανακαινίζει και γενικά επιμελείται το Μονύδριο του Αγίου Νικολάου. Η κατά τα ως άνω, σε συνδυασμό και με το χρυσόβουλλο του έτους 1080 ως προς την οριοθέτηση της παραχωρηθείσας εκτάσεως, κτηθείσα από την ενάγουσα κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία επί των προαναφερομένων εδαφικών εκτάσεων παρέμεινε σ' αυτήν και κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές, οι Μονές του Αγίου Όρους, πριν από την 'Αλωση, είχαν αναγνωρίσει την οθωμανική κυριαρχία, το πρώτον επί Σουλτάνου Ορχάν (1326-1360) όταν η πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους ήταν ακόμη στην. Προύσα και εν συνεχεία επί Σουλτάνου Μουράτ (1360-1389) στην Ανδριανούπολη. Αμφότεροι οι Σουλτάνοι αυτοί εξέδωσαν φιρμάνια με τα οποία απονεμήθηκαν στις αγιορίτικες μονές προνόμια και αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα τους να νέμονται ελεύθερα την ακίνητη περιουσία τους. Μάλιστα εξεδόθη το από 9-4-1430 φιρμάνι του Σουλτάνου Μουράτ Β με το οποίο ανανεώνεται η παραχωρηθείσα ήδη από τον πατέρα του Μωάμεθ τον Α «εγγύηση» ότι η ΙΜ Βατοπαιδίου θα διατηρούσε και κατά τη διάρκεια της δικής του βασιλείας τα οποιαδήποτε βακούφια και μούλκια κατείχαν οι μοναχοί στα διάφορα εκτός του Αγίου Όρους χωριά (βλ. σχ. V.Demetriadis, Athoniie Documents ahd the Ottoman Occuration, Offprint from" mount Athow ih the 14th - 16th centuries, Athenw 1997, σελ.47). Επιπλέον η διατήρηση της εκκλησιαστικής εν γένει ακινήτου περιουσίας στην κυριότητα των χριστιανικών εν γένει καθιδρυμάτων, με την έννοια των βακουφικών αφιερωμάτων, επικυρώθηκε με αλλεπάλληλα σουλτανικά βεράτια που εξέδιδαν οι σουλτάνοι επ' ευκαιρία της ενθρόνισης των Πατριαρχών, τα οποία διασφάλιζαν το αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας, με πρώτο τον «Αχτιναμέ» του 1453 του Σουλτάνου Μωάμεθ Β του Πορθητή προς τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο και ακολούθησαν το από του έτους 1483 βεράτιο του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Β, το από του έτους 1525 βεράτιο του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, το από του έτους 1662 βεράτιο του Σουλτάνου Μωάμεθ του Δ, ενώ υπάρχουν και μεταγενέστερα σουλτανικά έγγραφα με τα οποία απονέμονται «προνόμια» για την διαχείριση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, η δε εξαίρεση της μοναστηριακής περιουσίας από την κατηγορία: των δημόσιων γαιών διατυπώθηκε και σε μεταγενέστερα νομοθετικά κείμενα του οθωμανικού κράτους ,κατά τα προεκτεθέντα άλλωστε στη μείζονα σκέψη (βλ. σχ. άρθρο 122 του Νόμου περί Γαιών, άρθρο 52 του Νόμου περί των εν Αγίω Όρει Μονών της 20 Ζιλχιτσέ 1294). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου η ενάγουσα διατήρησε την πρότερον κτηθείσα κυριότητα της επί των εκτάσεων που απεικονίζονται ως τμήματα Β, Γ, Δ και Ε στο επισυναπτόμενο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, χωρίς να ήταν αναγκαία η έκδοση ταπίου για την κατοχή και εξουσίαση των εδαφικών αυτών εκτάσεων, η δε κατά το έτος 1568 αναφερόμενη από ιστορικές πηγές δήμευση της μοναστηριακής ακινήτου περιουσίας από τον Σουλτάνο Σελίμ τον Β καθώς και η ολιγόχρονη κατ' έτος 1821, ενόψει της ελληνικής επανάστασης, κατάληψη των εν λόγω εκτάσεων από τους Οθωμανούς δεν κατέλυσαν τα κυριαρχικά δικαιώματα της ενάγουσας επί των εν λόγω εκτάσεων. Το γεγονός ότι η ενάγουσα επανέκτησε αμέσως και διατήρησε την κυριότητα της στις εκτάσεις αυτές μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής και την προσάρτησή της στο Ελληνικό Κράτος, χωρίς να απωλέσει τη νομή τους και χωρίς να χωρήσει παραγραφή του δικαιώματος κυριότητας της, ως αβασίμως υποστηρίζει το εναγόμενο, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τα προαναφερθέντα ανωτέρω έγγραφα(πατριαρχικά σιγίλλια, επιστολές εργαζομένων στα ιχθυοτροφεία , οικονομικά κατάστιχα της Μονής για την περίοδο 1806-1836 κλπ ) που καταδεικνύουν ότι και κατά τα έτη που επακολούθησαν από την ελληνική επανάσταση του 1821 η ενάγουσα συνέχισε να ασκεί επί των εκτάσεων διακατοχικές πράξεις ( βλ. ενδεικτικά οικονομικά κατάστιχα της ενάγουσας από τη διαχείριση του επί της νησίδας Αντά Μπουρού ευρισκομένου ιχθυοτροφείου έτους 1836, καθώς και τις από 13-7-1837 και 14-10-1838 επιστολές του αρχιμανδρίτου Διονυσίου και του Μητροπολίτου Γρηγορίου προς την Ι.Μ. Βατοπαιδίου αντίστοιχα που συντάχθηκαν λόγω της προσπάθειας του Μητροπολίτου Εάνθης να αναλάβει τη διαχείριση του ιχθυοτροφείου από τη Μονή, έγγραφα που καταδεικνύουν ότι και κατά την επακολουθήσασα την επανάσταση του 1821 περίοδο η ενάγουσα νεμόταν τις εν λόγω εκτάσεις ), σημειουμένου βέβαια ότι ο χρόνος παραγραφής εσφαλμένως αναφέρεται από το εναγόμενο ως δεκαετής, αφού οι εν λόγω εκτάσεις δεν είχαν το χαρακτήρα του δημοσίου κτήματος, εξομοιούμενες προς τα βακουφικά ακίνητα, για τα οποία ο χρόνος παραγραφής ήταν τριακονταεξαετής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι οι εν λόγω εκτάσεις ως δημόσιες γαίες, μετά την απελευθέρωση της Θράκης, περιήλθαν στην κυριότητα του ως διαδόχου του οθωμανικού κράτους, αφού οι εν λόγω εκτάσεις δεν υπήχθησαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και εξ αιτίας των προνομίων δεν απαλλοτριώθηκαν από τους Οθωμανούς (βλ.σχ. ΑΠ 1550/1998 ΕΕΝ 2000.219), αλλά ως μοναστηριακή περιουσία ανήκαν στην κυριότητα της ενάγουσας. Επίσης απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι η έκταση περιήλθε στην κυριότητα του ως δάσος, βάσει του β.δ/τος της 17/29 -11-1836 άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος, βάσει του δ/τος της 2/12-12-1833, καθόσον αφενός μεν δεν απέδειξε το εναγόμενο τον χαρακτήρα της έκτασης ως δάσους, λιβαδιού ή βοσκοτόπου κατά τον χρόνο ισχύος των εν λόγω β.δ/των, αφετέρου δε, παρά τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό της εν λόγω έκτασης, . αυτή ήδη ανήκε στην κυριότητα της ενάγουσας, κτηθείσας δι' εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία μέχρι και της 11-9-1915 χωρούσε και επί δημοσίων κτημάτων, ήτοι δημοσίων δασών κλπ (βλ. σχ. ΑΠ 1146/1999 ΕΕΝ 2001. 68, ΑΠ 1404/1998 ΕλλΔνη 40.86, ΑΠ 191/1997 ΕλλΔνη 38.1543). Ομοίως και η ένσταση ιδίας κυριότητας που πρόβαλε το εναγόμενο, ισχυριζόμενο ότι απέκτησε κυριότητα της εν λόγω εκτάσεως με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία γιατί από την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους μέχρι σήμερα νέμεται με τα προσόντα της χρησικτησίας την έκταση πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμη, καθόσον προκειμένης της εκτάσεως περί μοναστηριακού κτήματος για να θεμελιωθεί δικαίωμα χρησικτησίας απαιτείτο, κατά το ισχύον τότε βρ δίκαιο η συμπλήρωση της νομής 40 ετών, που έπρεπε να γίνει το βραδύτερο μέχρι τις 11-9-1915, αφού από την ημερομηνία αυτή και μετέπειτα δεν είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία και επί των μοναστηριακών κτημάτων, δηλαδή έπρεπε αυτή να αρχίσει το αργότερο από τις 12-9-1875, εν προκειμένω δε ως εκ του χρόνου προσαρτήσεως της περιοχής στο ελληνικό κράτος (1923) ήταν κατά νόμο αδύνατο να αποκτηθεί κυριότητα επί μοναστηριακού κτήματος με χρησικτησία, ενώ και ο ισχυρισμός ότι η έκταση ως αδέσποτη, βάσει του από 10-7-1837 β.δ/τος, κατελήφθη από το εναγόμενο πρέπει να απορριφθεί, αφού η ενάγουσα, ως προεκτέθη, κατά την ισχύ του νόμου αυτού ασκούσε διακατοχικές πράξεις επί της εκτάσεως, προκύπτουσες από έγγραφα της εποχής εκείνης. 'Αλλωστε ότι οι εν λόγω εκτάσεις ποτέ δεν περιήλθαν στην κατοχή του εναγομένου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι νησίδες Αντά Μπουρού, Αγίου Νικολάου και Παναγίας Παντάνασσας δεν υπήρξαν ποτέ καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα (βλ. σχ. σχετική αναφορά στο συνταχθέν στην Ξάνθη από 11-12-2002 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. 3/6-3-1991 πράξη της Λιμενικής Επιτροπής του Λιμενικού Ταμείου Λαγός, που εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. 401/5-2-1992 απόφαση του Νομάρχη Ξάνθης, δημοσιευθείσα στο υπ. αριθμ, 170/25-2-1992 ΦΕΚ (τεύχος Δ'), καθορίσθηκαν τα όρια της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός. Με την υπ. αριθμ. 5/1/1-7-1998 πράξη της Λιμενικής Επιτροπής του Λιμενικού Ταμείου Λαγός , που εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. 5382/4613/12-8-1998 απόφαση του Γεν. Γραμματέα της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, δημοσιευθείσα στο υπ.αριθμ.643/26-8-1998 ΦΕΚ (τεύχος Δ'), επεκτάθηκε η χερσαία ζώνη Λιμένος Λαγός. Όπως από τους διαδίκους συνομολογείται πλέον στη χερσαία ζώνη Λιμένος Λαγός περιλαμβάνονται ολόκληρο το εδαφικό τμήμα Β του συνημμένου στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος, που αποτελεί το κατόπιν τεχνικών έργων αποκοπέν τμήμα της νησίδας Αντά Μπουρού, καθώς και εδαφική έκταση του εδαφικού τμήματος Γ (νησίδα Αντά Μπουρού) του συνημμένου στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος, εμβαδού 150.000 τμ., δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.4 του ν.2344/1940, που ίσχυε τότε, η χερσαία ζώνη λιμένος μπορούσε να επεκταθεί και στην απέναντι ακτή (ανατολικό τμήμα νησίδας Αντά Μπουρού), αφού αυτή περιλαμβάνεται στην περιφέρεια του Λιμενικού Ταμείου Λαγούς (βλ. σχ. το με αριθμ.πρωτ.1028/ 21-9-1998 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Ξάνθης προς το Υπουργείο Οικονομικών και το από 9/22-1-2001 έγγραφο της ενάγουσας προς τον Πρόεδρο της Λιμενικής Επιτροπής Λαγός). Λόγω του ότι συμπεριλήφθησαν στη χάραξη της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός εδαφικά τμήματα που ανήκουν στην κυριότητα της ενάγουσας, η τελευταία διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε είτε τον αποχαρακτηρισμό τους είτε την απαλλοτρίωση τους. Προς τούτο συγκλήθηκε εκ νέου η Λιμενική Επιτροπή Λαγός και με την πράξη της με αριθμό 8/7/12-8-2002 αποχαρακτήρισε τμήμα της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός, ενώ το Λιμενικό Ταμείο Λαγός με το με αριθμ. πρωτ. 161/17-3-2003 έγγραφο του προς την Περιφέρεια Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης ζήτησε την έγκριση της τροποποίησης, μετά τον αποχαρακτηρισμό, της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός, εκκρεμούσης ακόμη της εκδόσεως της εγκριτικής αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της περιφέρειας και της δημοσιεύσεως της στο ΦΕΚ. Κατά συνέπεια, αφού δεν εγκρίθηκε ακόμη, κατά το χρόνο της συζήτησης της παρούσας υπόθεσης, η απόφαση της Λιμενικής Επιτροπής για τον επανακαθορισμό της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός και δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η εγκριτική του Περιφερειάρχη απόφαση, δεδομένου ότι ηυποκείμενη σε έγκριση πράξη στερείται εκτελεστότητας προ της εγκρίσεως και ενσωματώνεται στην εγκριτική, που αναδύει τις έννομες συνέπειες της από την δημοσίευση της στο ΦΕΚ, εξακολουθεί να ισχύει η προηγουμένως νομοτύπως καθορισθείσα χερσαία ζώνη Λιμένος Λαγός με τις υπ' αριθμ. 3/6-3-1991 και 5/1/1-7-1998πράξεις της Λιμενικής Επιτροπής που εγκρίθηκαν αρμοδίως και-δημοσιεύθηκαν (οι εγκριτικές αποφάσεις) στο ΦΕΚ. Λόγω δε του ότι οι αποφάσεις αυτές για τον καθορισμό και επανακαθορισμό της χερσαίας ζώνης Λιμένος Λαγός εξεδόθησαν υπό την ισχύ του νόμου 2344/1940 που τότε ρύθμιζε και αντιμετώπιζε στο σύνολο τους τα ζητήματα αιγιαλού, παραλίας, χερσαίας και θαλάσσιας ζώνης λιμένος, εφαρμογής τυγχάνει και η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ως άνω νόμου. Επομένως, παρόλο που στη χερσαία ζώνη λιμένος Λαγός περιλήφθησαν και τα εδαφικά τμήματα που προαναφέρθηκαν, που ανήκουν κατά κυριότητα στην ενάγουσα, αυτά θεωρούνται σύμφωνα την διάταξη του δευτέρου εδαφίου τηςπαραγράφου2 του άρθρου 18 του νόμου 2344/1940, ότι παραχωρήθηκαν δωρεάν προς το Δημόσιο από την ενάγουσα, λόγω του ότι αυτή είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΑΠ783/2000 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ) και εμπίπτει στην κατ' εξαίρεση πρόβλεψη του νόμου, χωρίς να απαιτείται να απαλλοτριωθούν αναγκαστικά, η δε κατ' αυτόν τον τρόπο συντελεσθείσα εκποίηση τμήματος της ακινήτου περιουσίας της ενάγουσας, δεν παραβιάζει το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας της, αφού αυτή (περιουσία), στην προκειμένη περίπτωση, βρίσκεται έξω από την περιοχή του Αγίου Όρους, κατά τα προεκτεθέντα άλλωστε στη μείζονα σκέψη. Έξαλλου και στην από 5-2-1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία έγινε δεκτή η γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και ΑΠ υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων επί της νησίδας Αντά Μπουρού, εξαιρέθηκε η περιοχή του αιγιαλού, όπως αυτή ήθελε προσδιορισθεί από την αρμόδια επιτροπή. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά πλειοψηφία, ως βάσιμη στην ουσία της και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα κυρία του τμήματος Γ(νησίδα Αντά Μπουρού), εκτός της εκτάσεως που περιλήφθηκε κατά τον καθορισμό της χερσαίας ζώνης λιμένος Λαγούς, εμβαδού 150.000 τμ, του τμήματος Δ (νηαίδα Αγ.Νικολάου) και του τμήματος Ε (νησίδα Παναγίας Παντάνασσας), όπως τα τμήματα αυτά απεικονίζονται και περιγράφονται στο από 25-10-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρον. τοπογρ.-μηχ/κού Δ. Β., που επισυνάπτεται στην αγωγή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Ένα μέλος όμως του Δικαστηρίου, η Πρόεδρος Μαρία Ψάλτη είχε την γνώμη ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει εν όλω δεκτή για τους κατωτέρω λόγους: Στη Βυζαντινή εποχή οι αυτοκρατορικές δωρεές προς τις Ιερές Μονές περιβάλλονταν τον τύπο του «Χρυσοβούλλου λόγου» και ήταν σύνηθες να δωρίζονται με αυτόν τον τρόπο ακίνητα, νησιά, εκτάσεις γης (ορ. Ι. Κονιδάρη Το Δίκαιον της Μοναστηριακής Περιουσίας σελ. 55-76, Γ. Αποστολάκη Οι αυτοκρατορικές δωρεές στην Ιερά Μονή Πάτμου και η νομική αξία των Χρυσόβουλων λόγων σελ. 43 επ.).

Οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου, συνεχιστές της πρακτικής των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, εξέδιδαν νόμους, σε τάξη δε νόμων ανάγονταν και τα Χρυσόβουλλα (Νικόδημου Μίλας. Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον 1906, σελ. 168, υποσημ. 1). Τα Χρυσόβουλλα, τα οποία είναι διατάγματα, νόμοι, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη-Πυρσού υπό την λέξη «Χρυσόβουλλον»), απαντώνται σε βακουφικές κτήσεις τόσο στον Ελλαδικό Χώρο, όσο και σε περιοχές που ενδιαφέρουν τον ευρύτερο Ελληνισμό, των παλαιφάτων Πατριαρχείων Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και του Οικουμενικού, καθώς και στην Ιερά Μονή του Όρους Σινά, στη Μικρά Ασία και αλλού (ορ. Έρας Βρανούση, Έγγραφα Πάτμου Αυτοκρατορικά, Έκδοση Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Χρυσόβουλλοι Λόγοι και Χρυσόβουλα Σιγίλλια 1, 2, 10, 12 κ.λ.π.). Τα Χρυσόβουλλα γενικά, μάλιστα δε τα της πρώτης κατηγορίας των Χρυσοβούλλων λόγων (έπονται τα χρυσόβουλλα σιγίλλια και οι χρυσόβουλλοι ορισμοί) δεν έχουν μόνον ιστορική αξία, αλλά κυρίως νομική, διότι συνιστούν τίτλο αυτοκρατορικής δωρεάς, που μετάγει στον υπερού εκδίδοντας την κυριότητα των ακινήτων, που η αυτοκρατορική εύνοια θέλησε. \\ κυριότητα αυτή δεν καταλύθηκε με την εισαγωγή του μουσουλμανικού δικαίου, αλλά εξακολούθησε να παραμένει στην Ιερά Μονή δυνάμει του lex specialis, που ίσχυε για την εκκλησιαστική περιουσία χάρη στα προνόμια, τα οποία οι Σουλτάνοι παραχώρησαν στην Εκκλησία. \\ παραχώρηση άλλως τε των προνομίων αυτών δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου για τις χώρες που «έχουν θεόπεμπτο βιβλίο» όπως είναι η βίβλος (Γ. Αποστολάκη. Οι Αυτοκρατορικές δωρεές στην Ιερά Μονή Πάτμου και η νομική αξία των Χρυσοβούλλων λόγων, Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δωρηθέντων ακινήτων κατά τις περιόδους του Βυζαντινού, Οθωμανικού, Ιταλικού και Ελληνικού Δικαίου, Νομοκανονική Βιβλιοθήκη 9, Εκδόσεως Επέκταση 2002 σελ. 18, 19, με βοήθημα την Βυζαντινή Διπλωματική του I.E. Καραγιαννοπούλου) και για την νομική αιτιολόγηση του lex specialis στις σελίδες 113-117, όπου και παραπομπές στις γνωμοδοτήσεις Ρακτιβάν, Παπούλια κ.λ.π. Τα Χρυσόβουλλα των. Βυζαντινών Αυτοκρατόρων δεν είναι παρά διατάγματα - νόμοι του Βυζαντινού Κράτους, αποτελούσε έναν από τους συνηθέστερους και επισημότερους τρόπους με τους οποίους παρεχωρούντο προνόμια και γαίαι στις Ιερές Μονές και όπως γίνεται δεκτόν, αποτελούσαν κατά την Βυζαντινή Περίοδο αδιαμφισβήτητο τίτλο κυριότητος (C. John Colombos, εις Ερανιον Μαριδάκη, τόμος III σελ. 619 επ.). Τα Χρυσόβουλλα αποτελούν τον σημαντικότερο συντελεστή στη δημιουργία της ακίνητης κυρίως μοναστηριακής περιουσίας (ορ. Νεκταρίου Χατζημιχάλη, Αρχιμανδρίτη «Αι περί ιδιοκτησίας απόψεις εν τη Εκκλησία κατά τους τρεις πρώτους αιώνας Ανάλεκτα Βλατάδων 13, Θεσσαλονίκη, 1972) αποδέκτες δε των δωρεών προς τις Μονές ήταν μεν κατ' όνομα οι Μονές που τότε δεν νοούνταν με το νομοτεχνικό όρο που χρησιμοποιείται σήμερα, ως αυτοτελές δηλαδή νομικό πρόσωπο, αλλά δωρεοδόχος ήταν κατ' ανάγκη, ο ιδρυτής της Μονής ή ο διάδοχός του, ο ηγούμενος, είτε μόνος, είτε μαζί με άλλα όργανα της Μονής, είτε με όλη την αδελφότητα. Δεν υπήρχε ενιαίος τρόπος προσδιορισμού του δωρεοδόχου, αυτός όμως ήταν τελικά η Μονή υπό την οποιαδήποτε άτυπη ή νομοθετημένη προσωπικότητα που αυτή κατά καιρούς είχε ή μεταγενέστερα απέκτησε (πρβλ. Αποστολάκη οπ σελ. 42). Το ότι τα Χρυσόβουλλα μετάγουν την κυριότητα προς την Ιερά Μονή και καθίστανται τα μεταβιβαζόμενα εκκλησιαστική περιουσία, για την οποία ισχύει το αναπαλλοτρίωτο κατά τους ιερούς κανόνες, το οποίο διατηρήθηκε ως lex specialis και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, παρά την ισχύ του οθωμανικού δικαίου, λόγω των προνομίων που παραχωρούσαν οι εκάστοτε Σουλτάνοι στους Πατριάρχες γίνεται δεκτό με την πρώτη, από Μαρτίου 1992, γνωμοδότηση των νομομαθών Πολυμένη, Στρέιτ, Ράλλη και Παπούλια, τακτικών καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών και με την απαντητική στην γνωμοδότηση του τότε νομικού συμβούλου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (Θέμις ΛΕ 1924, 1925 με ενδιαφέροντα σχόλια σελ. 29-32), δεύτερη γνωμοδότηση από Ιανουαρίου 1923 των Κ. Ράλλη, Δ. Παπούλια, Κ. Ρακτιβάν, Δ. Δίγκα, Ν.Ν. Σαριπόλου, όπου υποστηρίζεται ότι το αναπαλλοτρίωτο της μοναστηριακής περιουσίας υπερισχύει οποιουδήποτε αντιθέτου νόμου και τα Χρυσόβουλλα αποτελούν τίτλο κυριότητος, ως κρατικές πράξεις του Βυζαντίου. Κατά συνεκδοχή πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αυτοκρατορικές δωρεές συνιστούσαν παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος εφ' όσον ρητά παραχωρούσαν και μετήγαγαν την κυριότητα των δωρουμένων ακινήτων δίχως να είναι συστατικό των παραχωρήσεων οι επικυρώσεις με αλλεπάλληλα αυτοκρατορικά Χρυσόβουλλα. Επικυρώσεις ή ανανεώσεις των «Χαρτώων δικαιωμάτων» τους, σε περίπτωση αναρρήσεως στο θρόνο νέου αυτοκράτορας, αν και δίχως ανάγκη, εκζητούσαν ενίοτε -όχι πάντοτε- τινές των μοναχών, ενεργούντες επί πρόνοια ή εν αμφιβολία (Ερας Βρανούση οπ σελ. 85-86, Ι. Κονιδάρη Το δίκαιον της Μοναστηριακής περιουσίας κ.λ.π. 1979 σελ. 125), οι δε αυτοκράτορες, οι οποίοι ας σημειωθεί, ορίζουν οι ίδιοι τα της ιδρύσεως των Ιερών Μονών περαιτέρω αναπτύξειος αυτών, απονέμοντες ειδικά προνόμια, προέβαιναν και σε ανανεώσεις και σε επεκτάσεις (η δεν προέβαιναν) (Ερας Βρανούση οπ εισαγωγή σελ. 118), οπότε, εάν ουδέν από αυτά συνέβαινε, ίσχυαν οι αρχικοί τίτλοι ανέπαφοι και ακατάλυτποι και εις το διηνεκές και εις αόριστον χρόνο, δεν ίσχυαν δε, φυσικά σε κάθε περίπτωση ανακλήσεως τους. Πα το ότι οι δωρεές ακινήτων δια χρυσοβούλλων λόγων συνιστούν παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος και όχι πρωτότυπο οράτε Αποστολάκη, Η Νομική Αξία των Χρυσοβούλλων Λόγων, εκδόσεις Επέκταση, 2002 σελ. 18, 22, 42, 44, 45, 46, 47 και υποσ. 40, 112, 113, 132, 139, 157, 201, 204, στους παράγωγους δε τρόπους κατατάσσει γενικά τις αυτοκρατορικές δωρεές και ο Ι. Κονιδάρης (Το δίκαιο της Μοναστηριακής Περιουσίας σελ. 55 επ. Κεφ. Β. Κτήσης εκ παραγώγων τρόπων παρ. 11 εκ δωρεών). Με τα Χρυσόβουλλα μεταβιβάζονταν η κυριότητα δημοσίων γαιών ή προσωπικών περιουσιών του Αυτοκράτορα. Συνεπώς δεν ήταν απαραίτητο να ακολουθήσει χρόνος χρησικτησίας προκειμένου να αποκτηθεί η κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο. Αν τα Χρυσόβουλλα έχρηζαν και χρόνου χρησικτησίας προκειμένου να αποκτηθεί η κυριότητα δεν θα ήταν απαραίτητοι αυτοί καθ' εαυτοί οι έγγραφοι τίτλοι, όσον αφορά τουλάχιστον την έκτακτη χρησικτησία, διότι θα αρκούσε ο χρόνος της κτητικής χρησικτησίας κατά τα ισχύοντα στο Β.Ρ. δίκαιο. Όσον αφορά τους δωρεοδόχους Ναούς ή τις δωρεοδόχες Μονές δεν αναγνωρίζονταν μεν νομικά πρόσωπα (υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, εφ' όσον ο θεσμός αυτός ήταν άγνωστος στο οθωμανικό δίκαιο, αναγνωρίζονταν όμως εν τοις πράγμασι σαν περιουσία που τη διαχειριζότανε επιτροπή της Ορθόδοξης κοινότητας των Ναών ή των Μονών με πρόεδρο τον επίσκοπο της περιφερείας (ΑΠ 674/1980 ΝοΒ 28, 2010). Η διοίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν ανατεθειμένη στους επισκόπους και δι' αυτών στις υπό την πνευματική εξουσία του θρησκευτικές κοινότητες (Ναούς – Μονές) από τους Ιερούς Κανόνες ΛΗ, 38 και 41 των Αγίων Αποστόλων, ΙΕ της εν Αγκυρα Συνόδου (314), ΚΔ της εν Αντιόχεια Συνόδου (340), ΚΣΤ της εν Καρθαγένη Συνόδου (419), 7 και 8 Γάγγρας, 26 Δ Οικουμενικής Συνόδου, 12Ζ Οικουμενικής Συνόδου (Ι. Παναγοπούλου Εκκλησιαστικόν Δίκαιον 1980 σελ. 600).

Κατά την οθωμανική περίοδο οι Ιερές Μονές του ʼθωνος, οι οποίες όπως και πλείστες αντιπροσωπείες από διάφορες χώρες, νήσους ή και τοπικούς άρχοντες, προσέρχονταν στον Σουλτάνο για να δηλώσουν υποταγή και να επιτύχουν διάφορες αντιπαροχές (Ερας Βρανούση οπ εισαγωγή σελ. 111), όπως στο Σουλτάνο Ορχάν (1326-1360) ή στο Σουλτάνο Μουράτ (1360-1389) όχι μόνο δεν στερήθηκαν της ακινήτου περιουσίας τους, αλλά έλαβαν από τους Σουλτάνους και νέες ιδιοκτησίες και προνόμια (φιρμάνια, όπως 1405, 1426, 1430) (Ν. Ελευθεριάδου «Ανατολικαί Μελέται» Β' κεφ. 11 παρ. 16 σελ. 160-161). Η από 9-12-1924 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (10/1993/405/483-484 ΝοΒ 1996 σελ. 287, αναφερομένη στην περιουσία των Ιερών Μονών της Ελλάδος, δέχεται τους «Βυζαντινούς ή Οθωμανικούς Τίτλους κυριότητας» και τους έγγραφους τίτλους κυριότητας που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» από τις Ιερές Μονές. Σαφής αναφορά στους Χρυσοβούλλους λόγους των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου Α. του Π. και Α. Κ., επίσης δε και του Κ. της Σερβίας Ο., υιού και διαδόχου του Κ. Σ. Δ., γαμβρού του Αυτοκράτορας Α. του Π., ως τίτλους ιδιοκτησίας ακινήτων των Ιερών Μονών, γίνεται στις Εφ.Θεσ. 155/1934 Θ. ΜΕ 509-510 καθώς και στην Εφ.Δωδ. 22/1975. Εξ άλλου στις 14-11-1913 κυρώθηκε με τον νόμο ΣΙΓ/14-11-1913 η Συνθήκη των Αθηνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με την οποία η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόσει στις νέες χώρες τους οθωμανικούς νόμους που ίσχυαν κατά την γενομένη το έτος 1912 κατάληψή τους και επί πλέον να αναγνωρίσει επί τη βάσει των νόμων αυτών ήδη κτηθέντα εμπράγματα δικαιώματα (ΑΠ 777/2001). Το Ελληνικό Δημόσιο ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί τα κατά την απελευθέρωση «κεκτημένα» δικαιώματα των Μονών όπως αυτά είχαν αποκτηθεί κατά τους ορισμούς του οθωμανικού δικαίου και κατά το μέτρο που το οθωμανικό κράτος τα σεβάστηκε όταν διαδέχθηκε το Βυζάντιο. Τούτο δε διότι, για τα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας «κεκτημένα» των Μονών, μετά την απελευθέρωση των Νέων χωρών το 1912-1913, το οθωμανικό δίκαιο «λειτούργησε» στην Ελλάδα. Εν προκειμένω από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθησαν τα εξής: Από την πρώτη δεκαετία που το Ελληνικό Κράτος καταστάθηκε στην περιοχή της Θράκης και κατέστη κύριο των Τουρκικών ιδιοκτησιών που κατέκτησε αιτία πολέμου, εκδηλώθηκε σχετικά με την κυριότητα της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλιμνίων εκτάσεων αυτής, η πρώτη διαφορά αυτού με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, η οποία προκάλεσε την από 1-5-22 αγωγή της Ιεράς Μονής κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για την αναγνώριση της κυριότητος της Μονής επί της λίμνης, των ιχθυοτροφείων της με τα γνωστά όρια τους και την απόδοση της κατοχής και διαχείρισης αυτών στην ιερά Μονή. Εκκρεμούσης της αγωγής επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των διαδίκων, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ΝΔ 8/10-4-1924, που συνίστατο στο ότι η μεν Μονή μεταβιβάζει στο Ελληνικό Δημόσιο την κυριότητα των μετοχιών του Αγίου Μάμαντος και Σοφουλάρ, μεγάλης εκτάσεως; το δε Δημόσιο παραιτείται από κάθε αξίωση του επί της λίμνης Μπουρού μετά των ιχθυοτροφείων αυτής με τα ανέκαθεν γνωστά όρια δηλαδή των παραλιμνίων περιοχών. Ο συμβιβασμός συνίστατο σε παραχώρηση στο Κράτος της κυριότητας της Μονής επί των παραπάνω δύο μετοχιών της, έναντι αναγνώρισης εκ μέρους του Κράτους της κυριότητος της Μονής επί της λίμνης και της περιοχής της. Η Μονή μετεβίβασε την κυριότητα των παραπάνω μετοχιών στο Δημόσιο, χωρίς όμως να λαβή χώρα συγχρόνως από πλευράς του Δημοσίου η αναγνώριση της κυριότητός της επί της λίμνης και της περιοχής της, όπως αυτό προεβλέπετο στο ανωτέρω ΝΔ 8/10-4-1924. Μάλιστα το μετόχια του Αγίου Μάμαντος το μεταβίβασε η Μονή έχουσα ως τίτλο κτήσεως του Χρυσόβουλλο λόγο, τον οποίο δέχθηκε κατά την σύμβαση τότε ως τίτλο το Δημόσιο (αρ. σχετ. συμβ. Ιατρίδη 2343/4-5-30). Εν τω μεταξύ η ανωτέρω αγωγή είχε απασχολήσει τον νομικό κόσμο της Χώρας την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Συντάχθηκαν δύο γνωμοδοτήσεις αξιόλογων νομομαθών της εποχής εκείνης, καθώς και γνωμοδότηση της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του τότε ειδικού νομικού συμβούλου Νικολάου Ελευθεριάδη. Τα συμπεράσματα των ανωτέρω δύο πρώτων γνωμοδοτήσεων (η πρώτη από τους Κ. Πολυγένη, Γ. Στρέιτ, Κ. Ράλλη και Δ. Παπούλια, η δεύτερη από τους Κ. Ρακτιβάν, Δ. Παπούλια, Δ. Δίγκα, Ν.Ν. Σαρίπολο, KM Ράλλη, ΘΕΜΙΣ ΛΓ 1922-1923 σελ. 158-160) αποδέχθηκε η υπ' αριθ. 22/1955 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου,1 που έκρινε ανάλογη διαφορά με τα κτήματα της Ιεράς Μονής Πάτμου. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση «Τα κτήματα που δωρήθηκαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό και παρέμειναν μετά την άλωση στην κυριότητα της Μονής, είναι κτήματα καθαράς ιδιοκτησίας (μούλκ) και δεν έχει εφαρμογή επ' αυτών ο περί γαιών νόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το δε Χρυσόβουλλο και τα μετά την άλωση βεράτια των Σουλτάνων προς τους εκάστοτε Πατριάρχες, με τα οποία αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μονών επί των ακινήτων αυτών, αποτελούν νομίμους τίτλους».

Προκειμένου να υλοποιηθεί ο κατά τα ανωτέρω συμβιβασμός συντάχθηκε το ΚΕ πρακτικό της Διοίκησης της Μονής με το οποίο δόθηκε η εξουσιοδότηση στον μοναχό Ιγνάτιο Βατοπαιδινό να υπογράψει προς επαναφορά της λίμνης και των ομωνύμων ιχθυοτροφείων Μπουρούς στην απόλυτο κατοχή, νομή και κυριότητα της Μονής και κατάπαυση της δικαστικής διαφοράς. Από πλευράς του Ελληνικού Δημοσίου είχε εκδοθεί το προαναφερθέν Ν.Δ. 8/10-04-1924 που διελάμβανε σύμβαση παραχώρησης στην κυριότητα του Δημοσίου των αναφερομένων ανωτέρω μετοχίων της Μονής Αγίου Μάμαντος και Σοφουλάρ «επί ανταλλάγματι παραιτήσεώς του από πάσης αξιώσεως επί της λίμνης Μπουρού μετά των ιχθυοτροφείων αυτής (Δαλιάνι, Καραψέ, Ταουσαντζίκ κ.λ.π.) με τα ανέκαθεν γνωστά όρια, αποδιδόμενων της αποκλειστικής κατοχής της ειρημένης Ιεράς Μονής και μεταβιβαζομένων εις αυτήν όλων των υπό του Δημοσίου ασκουμένων δικαιωμάτων. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει διαφορά ουσίας μεταξύ της εξουσιοδοτήσεως της Μονής προς το μοναχό Ιγνάτιο Βατοπαιδινό «να επανέλθει η λίμνη και τα ομώνυμα ιχθυοτροφεία Μπουρούς εις την απόλυτον κατοχήν, γομήν και κυριότητα της Μονής» και του Ν.Δ. 8/10-04-1924 με την ταυτόσημη φράση περί «μεταβιβάσεως εις την ειρημένην Μονήν όλων των υπό του Δημοσίου ασκουμένων δικαιωμάτων». Επειδή το Δημόσιο δεν έστεργε στην εκπλήρωση των εκ του συμβιβασμού υποχρεώσεων του, με την υπ' αριθμ. 41/1929 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο κατέφυγε η Μονή διώκουσα να υποχρεωθεί το Δημόσιο να πραγματοποιήσει το διάταγμα του, το Δικαστήριο εκείνο διεπίστωσε κατάχρηση εξουσίας της Διοίκησης και δέχθηκε ότι «αντιτίθεται εις την έννοιαν της καλής διοικήσεως, εφ' όσον το Δημόσιο απέκτησε κατ' ουσίαν τα παρά του Αγίου Όρους και της Μονής Βατοπεδίου υποσχεθέντα ανταλλάγματα», κατόπιν δε τούτων παρέπεμψε την υπόθεση στο Υπουργείο «όπως προβεί εις την εκτέλεσιν της οφειλομένης παρ1 αυτού νομίμου ενεργείας, συνισταμένης εν προκειμένω εις τον καθορισμόν των όρων και υπογραφήν της υπό του Ν.Δ. της 8/10-04-1924 προβλεπομένης δευτέρας συμβάσεως, κατά τα ειδικώτερον εν τω σκεπτικώ οριζόμενα». Με τον Α.Ν. 16/19-11-35 αφαιρέθηκε η διαχείρηση της λίμνης από τη Μονή. Όμως με το Ν.Δ. 271/1941 (ΦΕΚ 234/14-07-41) δόθηκε αυθεντική ερμηνεία της παραγράφου β' του άρθρου 1 του Ν.Δ. 8/10-04-1924, σύμφωνα με την οποία η αληθής έννοια αυτών των διατάξεων, είναι ότι με αυτές αναγνωρίσθηκαν τα επί της στο Πόρτο Λάγος της Ξάνθης Λίμνης Μπουρού, μαζί με όλα τα ιχθυοτροφεία αυτής, που είναι παρά τη νησίδα και το στόμιο της λίμνης με τα ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια, υφιστάμενα δυνάμει χρυσοβούλλων, απαράγραπτα δικαιώματα κυριότητος και αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως της εις το ʼγιον Όρος Μονής Βατοπαιδίου, η δε μεταξύ της Μονής και του Ελληνικού Δημοσίου εκκρεμής δίκη μετά την από 01-05-1922 αγωγή της πρώτης κατηργήθη, λόγω παραιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου από πάσης αξιώσεως επί της λίμνης και των ιχθυοτροφείων. Πρέπει να σημειωθεί ότι σαν εκτάσεις του ιχθυοτροφείου χαρακτηρίζονται από το Δημόσιο οι παραλίμνιες εκτάσεις και τα ιχθυοτροφεία που υπάρχουν στα στόμια της λίμνης Δαλιάνι, Καραψέ, Ταουσαντζίκ κ.λ.π. με τα γνωστά τους όρια, όπως απεικονίζονται στο από 12-12-2002 τοπογραφικό διάγραμμα της Μονής και όπως αποδείχθηκε από την ακροαματική διαδικασία. Αναφέρονται δε τα όρια αυτά ως «γνωστά όρια» στο διάταγμα της 8/10-04-1924. Σημειωτέον επίσης ότι στην γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Δημοσίου Ν. Ελευθεριάδου γίνεται αναφορά στο έκπαλαι αίτημα της Μονής για την αναγνώριση των ιδιαιτέρων δικαιωμάτων της «επί της λίμνης και των ιχθυοτροφείων και των παρακειμένων γαιών». Με τον Α.Ν. 1924/51 επαναφέρθηκε τροποποιημένος ο Α.Ν. της 16/19-11-1935, που όμως δεν μπορούσε να θίξει τα οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία της Μονής, τα οποία ήταν ήδη προστατευόμενα από τις περί ιδιοκτησίας διατάξεις του Συντάγματος. Ο Α.Ν. 1924/51 καταργήθηκε με την παρ. 17 του άρθρου 183 Ν.Δ. 420/70. Την 03-12-98 εξεδόθη η γνωμοδότηση του ΓΣΔΚ 26/03-12-98 υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητος του Ελληνικού Δημοσίου επί της νησίδας Αντά Μπουρού περιοχής λίμνης Βιστωνίδας Ν. Ξάνθης. Την 05-02-1999 εξεδόθη η απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών με αριθμό 100690/610/ΑΟ010/05-02-1999 με την οποία έκανε δεκτή την 26/03-12-1998 γνωμοδότηση ΓΣΔΚ. Ακολούθησε γνωμοδότηση της Ολομελείας Ν.Σ.Κ., με παρεμπίπτουσα κρίση περί του κοινοχρήστου χαρακτήρα της λίμνης, προκειμένου να προσδιοριστεί ο νόμιμος τρόπος παραχωρήσεως στη Μονή της αποκλειστικής εκμετάλλευσης της λίμνης.

Την 18-7-2002 εξεδόθη γνωμοδότηση του ΓΣΔΚ 17/18-07-02 υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επί των τοπογραφημένων με το από 25-10-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Β. παραλιμνίων εκτάσεων εμβαδού 25.000 στρεμμάτων και των δύο νησίδων Αγίου Νικολάου και Παναγίας Παντανάσσης στη λίμνη Μπουρού Ν.Ξάνθης. Την 5-8-2002 εκδόθηκε η υπ' αριθ. 064538/5928/Α0010 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών με την οποία έκανε δεκτή την 17/18-07-2002 γνωμοδότηση του ΓΣΔΚ, Την 28-11-2002 εξεδόθη η γνωμοδότηση του ΓΣΔΚ 46/28-11-2002 υπέρ της μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητος του Ελληνικού Δημοσίου επί της λίμνης Βιστωνίδος, των όχθων αυτής στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, όποιας έκτασης και αν είναι αυτή ανηκούσης εξ ολοκλήρου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους. Γίνεται δεκτό από τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις ότι «σύμφιονα με το δίκαιο που ίσχυε κατά τη βυζαντινή περίοδο, η δυνάμει αυτοκρατορικού χρυσοβούλλου μεταβίβαση αποτελούσε νόμιμη αιτία κτήσεως κυριότητος». Ενώ έτσι είχε εξελιχθεί η υπόθεση ακολούθησε η από 15-1-2003 ένδικη αγωγή της Ιεράς Μονής κατά του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αναγνωριστική της κυριότητος των περί την λίμνη Βιστωνίδα παραλιμνίων εκτάσεων και των νησίδων Αντά Μπουρού, Αγίου Νικολάου, Παναγίας Παντανάσσης συνολικής εκτάσεως 27044,50 στρεμμάτων. Μέχρι την συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο στις 5-11-2003, οπότε εξετάστηκαν οι μάρτυρες κατά τα αναφερόμενα στα πρακτικά, ακολούθησαν η από 4-6-2003 υπ' αριθ. 10611/Α0010/ΠΕ απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών με την οποία έγινε δεκτή η 46/28-11-2002 γνωμοδότηση ΓΣΔΚ, το από 25-6-2003 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής από την Ι.Μονή Βατοπαιδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 ΑΝ 1539/38 της λίμνης Μπουρού μετά των όχθων αυτής, οποίας εκτάσεως και αν είναι. Η Ιερά Μονή Βαισπαιδίρυ από της εκδόσεως υπέρ αυτής των αναφερθέντων τίτλων (χρυσοβούλλων) απέκτησε την κυριότητα των ενδίκων εκτάσεων παραγώγως κατά τα ανωτέρω και διατήρησε στην απόλυτη κυριότητα νομή και κατοχή της την ένδικη λίμνη και την περιοχή της, όχι μόνο σε χρονική έκταση τριακονταετίας, αλλά και κατά την διάρκεια των αιώνων που επηκολούθησαν μέχρι και την κατά το έτος 1912 παλιγγενεσία του Ελληνικού Κράτους στη Θράκη. Η από της χρονολογίας αυτής εμφάνιση της Ελληνικής Πολιτείας στην περιοχή της ένδικης λίμνης εύρε την ενάγουσα Μονή να κατέχει και να ασκεί όλες της προσήκουσες διακατοχικές πράξεις στην ένδικη λίμνη και περιοχή αυτής, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα παλαιά έγγραφα, διαθήκη, επιστολές, οικονομικά κατάστιχα, διοριστήρια κ.λ.π., ήτοι την από 8-4-1838 επιστολή των εργαζομένων στο Βιβάριο της Μπουρούς, την από 14-10-1838 επιστολή από το Κίσνοβο του Μητροπολίτου Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου προς τη Μονή Βατοπαιδίου, την από 13-7-1837 επιστολή από το Γιάσι (=Ιάσιο) του Αρχιμανδρίτου Διονυσίου Βατοπαιδινού, την από 1-4-1831 διαθήκη του παπά Σάββα Βατοπαιδινού, τα από 1806 έως 1836 οικονομικά κατάστιχα της Μονής Βατοπαιδίου, την από 17-4-1816 επιστολή του Οικονόμου της Μονής στους Βατοπαιδινούς Πατέρες, την από 23-2-1851 επιστολή του Κώνστα Δανού και μισθωτών της λίμνης προς τη Μονή Βατοπαιδίου, το από 11-1-1870 έγγραφο του οικονόμου της Μπουρού περιγραφικό της κατάστασης της λίμνης, το από 27-5-1870 έγγραφο του Βασιλικού Προξενικού Πρακτορείου προς τη Μονή Βατοπαιδίου), το από 25-4-1883 έγγραφο της Μονής Βατοπαιδίου, το από 3-9-1904 συμβόλαιο της Μονής Βατοπαιδίου μετά του αρχιτέκτονας Α. Χ., το από 9-3-1911 συμφωνητικό της Μονής μετά του εργολάβου Κ. και τα συνοδικά έγγραφα και σιγγίλια του Πατριάρχου Νεοφύτου Ζ' έτους 1791, Γρηγορίου Ε' έτους 1808, όπου αναφέρεται ότι «η λίμνη μεθ1 όλης της περιοχής της ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου». Σύμφωνα με την παλαιότερη υπ' αριθ. 199/1855 αρεοπαγιτική απόφαση «Το Δημόσιο κατέστη κύριον των Οθωμανικών κτημάτων, ουχί δε και των εις Ελληνας ανηκόντων, βία δε αφαιρεθέντων απ αυτών...», όλα δε αυτά τα έγγραφα στο σύνολο τους αποδεικνύουν τις διακατοχικές πράξεις και την άσκηση της νομής που είχε η Μονή επί της λίμνης και της περιοχής της, αφού, ενεμήθη επί αιώνες από του 1080 μ.Χ μέχρι και του 20ου αιώνος το Μετόχια της αυτό, οπότε την ευρήκε εκεί το ανορθωθέν Ελληνικό Κράτος. Οι χρυσόβουλλοι λόγοι που παραχώρησαν στη Μονή το κτήμα της τούτο λειτούργησαν εν τοις πράγμασι, οπότε προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι ουδέποτε περιεστάλησαν. Κατά τη διαδρομή δε των αιώνων (από αμνημονεύτων χρόνων) η Μονή σαφώς διατήρησε το κτήμα της τούτο (τη λίμνη μετά της περιοχής της «ως αρχαίον κτήμα αυτής.... αφιέρωμα προς την Μονήν ούσαν.....η λίμνη και το βιβάριον της Πουρούς...υπάρχουσιν αρχαία αφιερώματα της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου Χρυσοβούλλοις βασιλικοίς ανατεθειμένα και ιεροίς επικυρωμένα θεσπίσμασιν» κατά το Σιγγιλιώδες γράμμα του Πατριάρχου Γρηγορίου Στ' της 18-1-1839. Τα «ανέκαθεν γνωστά όρια» του Μετοχίου τούτου της Μονής δεν αναφέρονται μόνον από την ιδία, αλλά και από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως τούτο προκύπτει από το ν.δ 8/10-4 1924, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχε διαφωνία ως προς τα όρια που εκτείνονταν τα δικαιώματα της Ιεράς Μονής, τα οποία αναγνώριζε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τα μεγάλης εκτάσεως περίπου 35000 στρεμμάτων (Κυνηγόπουλος σελ. 156-157) μετόχια του Αγίου Μάμαντος και του Σοφουλάρ (σημερινή πόλη Νέα Τρίγλια). Εξ άλλου τα δικαιώματα της ενάγουσας επί των παραλιμνίων εκτάσεων συνέχονται με τα δικαιώματα της επί της λίμνης ως εκ των μετακινήσεων της και των προσχώσεων της κατά την διαδρομή του μακρού χρόνου για την οποία λίμνη διευκρινίζεται εν. σχέσει προς τους τίτλους κτήσεως ότι το «διβάριο» του ιχθυοτροφείου δεν μπορεί να είναι μόνον ο ιχθυοσυλληπτικός δίαυλος που βρίσκεται μεταξύ λίμνης και νησίδος Αντά Μπουρού, διότι δεν νοείται αυτός δίχως τη λίμνη, στην οποία εκτρέφονται τα αλλιεύματα (προνομή) (ορ. χρυσόβουλλο Ο. έτους 1371). Συνεπώς τα δικαιώματα της Ιεράς Μονής επί του εριζομένου αντικειμένου της προκειμένης δίκης και αποδεδειγμένα είναι και αναγνωρισμένα από το Ελληνικό Δημόσιο και γι’ αυτό έπρεπε η αγωγή να γίνει στο σύνολό της δεκτή.

Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ να συμψηφισθεί μεταξύ τους, επειδή στη δίκη κρίθηκαν δυσεπίλυτα νομικά θέματα.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά πλειοψηφία εν μέρει την αγωγή

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα κυρία του τμήματος Γ' (νησίδα Αντά Μπουρού) εμβαδού 1720 στρεμμάτων, εκτός της εκτάσεως που περιλήφθηκε κατά τον καθορισμό της χερσαίας ζώνης λιμένος Λάγους, εμβαδού 150.000 τμ, του τμήματος Δ (νησίδα Αγ.Νικολάου), εμβαδού 2,10 στρεμμάτων, που βρέχεται γύρωθεν από τα νερά του καναλιού και όπου είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, οι εγκαταστάσεις και οι βοηθητικοί του χώροι και του τμήματος Ε (νησίδα Παναγίας Παντάνασσας), εμβαδού 0,40 στρεμμάτων, όπου είναι κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας, όπως τα τμήματα αυτά απεικονίζονται και περιγράφονται στο από 25-10-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρον. τοπογρ. μηχ/κου Δ. Β., που επισυνάπτεται στην αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Κομοτηνή, την 21η Απριλίου 2004.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Κομοτηνή, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, την 6η Νοεμβρίου 2008, με σύνθεση: Χρήστος Δημητριάδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιλτιάδης Γιοβαννόπουλος, Πρωτοδίκης, Κυριακή Φελεκίδου, Πρωτοδίκης και γραμματέας Αλεξάνδρα Μίχου.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.