ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 840/2010
Πηγή : ΝοΒ 2010, 2482
Αριθμός Απόφασης : 840
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 840/2010 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη και Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα, από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Σοφία Διαμαντοπούλου, Πάρεδρο νομικού συμβουλίου του κράτους, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1. *** και 2. *** συζ. ***, το γένος ***, κατοίκων ***, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ***.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2005 αναγνωριστική αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 410/2007 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά το αναιρεσείον με την από 3-10-2008 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 24-11-2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Επειδή, για το παραδεκτό της από 3-10-2008 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 410/2007 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου έχει κατατεθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της 1485/22-12-2008 σύμφωνης γνώμης του αρμόδιου τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 12 παρ. παρ. 1, 2 του ν. 2298/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 28 παρ. 3 του ν. 2579/1998 και 42 του ν. 2721/1999). Επειδή, επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι και τα δάση τα οποία είναι εθνικά ( εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β.Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή κατ' άρθρο 51 Εισ. Ν.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του Α.Κ., χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Α.Κ. τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2-9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων" στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις" επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφ` ετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 Εισ. Ν. αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ' αυτά (Ολ. ΑΠ 75/1987). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του β. δ. 12-12-1833 που έχει ισχύ νόμου, "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834" όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και: α) από το άρθρο 1 παρ. 2 ν. ΚΘ` 31.1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και β) από το άρθρο 3 ν. ΨΗΖ`/1880, κατά το οποίο, οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών την νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Περαιτέρω από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 18, 21 του ν. της 21.6/3-7-1837, 21 του ν.δ. της 22.4/16-5-1926, 60 ν. ΣΟΖ`/1855 και 12 παρ. 1 ν. ΔΝΖ/1912 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τη 11ης Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ 1359/2002, ΑΠ 1281/2002). Ειδικότερα δε, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του από 17 Νοεμβρίου 1836 β. δ/τος περί ιδιωτικών δασών, που έχει ισχύ νόμου, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε μ' αυτό κύριο εκτάσεων οι οποίες πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις αυτές εάν και εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν στη Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. α ανατρεπτική προθεσμία. Ούτε, όμως, από το ως άνω από 17 Νοεμβρίου 1836 β. δ/μα ούτε από άλλη διάταξη απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημοσίων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και επί εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αλλ' αντιθέτως αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18 πανδ. (41.3), ν. 2 κωδ. (7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2.6/3.7.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητος και επί πραγμάτων της άνω κατηγορίας, εφόσον όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι της 12.9.1915, από της οποίας και μετά, ενόψει του ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων β. δ/των και του ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ." αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακινήτων πραγμάτων. Ούτε, τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητος επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημόσιων ακινήτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. α του άνω από 17 Νοεμβρίου 1836 β. δ/τος (ΑΠ 1296/1993). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) "... Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, ... οι Μοναί κ.λπ. είναι νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου...". Κατά το άρθρο 39 παρ. 3 του αυτού Ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την Εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που τέθηκε σε ισχύ με το Β.Δ. της 23.2.1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω δίκαιο δεχόταν μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλειά τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώρισή τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της διοικήσεως).

Στις Μονές ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία, μία ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα. Για την ίδρυση και αναγνώριση, όμως, των Μονών δεν απαιτείτο η προηγούμενη (με τυπική πράξη) χορήγηση άδειας της πολιτείας. Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι ιεροί κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια "πήξιμο" από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής. Συγχρόνως συντασσόταν γραπτώς το καλούμενο "μοναστηριακό τυπικό" που περιείχε τους κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Μετά και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή και όταν δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσία, αποκτούσε, εν τούτοις, νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεδομένου ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο προϋποθέσεις ίδρυσής της. Κατόπιν ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος δικαίου για τη χρησικτησία, των ακινήτων στα οποία ενεργούσε με τους μοναχούς τις διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου. Αφετέρου επί των ακινήτων κτημάτων των Ι. Μονών μετά την 11.9.1915 δεν ήταν δυνατόν να χωρήσει έκτακτη χρησικτησία από τρίτους. Τούτο προκύπτει από τον συνδυασμό των ακόλουθων διατάξεων: α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ΝΔ 22/4.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κ.λπ.", κατά την οποία τα εμπράγματα δικαιώματα αυτών δεν υπόκεινται σε καμία στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη ουδεμία κέκτηται συνέπεια αν μέχρι της δημοσιεύσεως του διατάγματος δεν συνεπληρώθη η κατά τους ισχύοντας νόμους παραγραφή, β) Από τις διατάξεις του Ν ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που έληξε το έτος 1930. γ) Από τα άρθρα 4 παρ. 3 του υπ` αριθ. 4/1959 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και 62 παρ. 2 του Ν 590/1977 "περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", με τα οποία οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του ΑΝ 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων των ανηκόντων στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου τούτου νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι Ι. Μονές (ΑΠ 1650/1981). δ) Από το άρθρο 4 του εν λόγω Ν 1539/1938, κατά το οποίο τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, ε) Από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του ΝΔ 3432/1955 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας κ.λπ.", που εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ι. Μονών, και κατά την οποία έχει σε αυτά εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του κωδικοποιημένου με το από 24.10/2.11.1931 ΠΔ, Ν 4944/1931 "περί Ταμείου του Εθνικού Στόλου", σύμφωνα με την οποία το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει την νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσης της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ειδικότερα ότι οι Ι. Μονές, μετά την 11.9.1915, θεωρούνται ότι έχουν αδιαλείπτως την νομή επί των κτημάτων αυτών από της κτήσεως της κυριότητάς τους ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οποιονδήποτε τρίτον, και άρα είναι αυτά ανεπίδεκτα χρησικτησίας, (βλ. ΑΠ 1267/1997, ΑΠ 695/1994, ΑΠ 1650/1981). Πριν δε από τις 11.9.1915 ήταν δυνατή η έκτακτη χρησικτησία επί μοναστηριακών κτημάτων εκ μέρους τρίτων κατά τις διατάξεις του προισχύσαντος β.ρ. δικαίου, δηλ. ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 2. παρ. 1 Βασ. (50.14), νεαρ. III και νεαρ. 131 κεφ. 6, οι οποίες δεν εθίγησαν με το Ν ΓΧΞ/1910, με τη συμπλήρωση καλόπιστης νομής επί 40ετία (ΑΠ 777/2001, ΑΠ 695/1994). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Ο δε από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη αναδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται σαφώς (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο, σχετικά με την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν, αφού αναγνωριστεί ως προδικαστικό ζήτημα η κυριότητά τους στα επίδικα ακίνητα, να αναγνωριστούν δικαιούχοι κατά τα αναφερόμενα ποσοστά της δικαστικώς επιδικασθείας οριστικής αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσής τους, και την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα τρία επίδικα ακίνητα, από τα οποία το τελευταίο διαιρείται σε δύο τμήματα, αλλά εμφανίζεται ως ενιαίο, περιλαμβάνονται εν μέρει στην έκταση που απαλλοτριώθηκε με την 1...Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ 386/8-6-1995, τεύχος Δ'. Η έκταση αυτή και ειδικότερα τα εντός αυτής επίδικα ακίνητα αποτελούν τμήμα ευρύτερου από παλαιότατων χρόνων ενιαίου και αργότερα κατατμηθέντος ακινήτου, γνωστού ως λειβάδι ..., εντός της κτηματικής περιφερείας του ήδη Δήμου ... και στα όρια αυτού με την πρώην Κοινότητα .... Η σύσταση των εδαφών του εν λόγω ακινήτου ήταν πτωχή, κυρίως αργιλώδης - αμμώδης, ανάμικτη με χαλίκια και πετρώδης, άρα ακατάλληλη για καλλιέργεια. Επ' αυτής εφύετο αραιή και κατά τόπους πυκνή, χαμηλή βλάστηση, που ήταν κατάλληλη για την βόσκηση ζώων, ενώ ήταν δυνατή σε ορισμένα τμήματα του και η καλλιέργεια φυτών χρησιμευόντων μόνο για ζωοτροφές. Εξ αυτών των λόγων η μόνη σωζόμενη στην ιστορική μνήμη χρήση του ήταν ανέκαθεν εκείνη του βοσκοτόπου (σταμνοτοπίου). Κατ' αρχήν επομένως επρόκειτο υπό νομική έννοια για χορτολειβαδική και όχι δασική έκταση. Ανάλογα όμως με την ένταση και έκταση της κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως του ακινήτου και λαμβανομένης υπόψη της εγκαταλείψεως αυτής κατά μεγάλες χρονικές περιόδους λόγω των ιστορικών περιπετειών του ελληνικού κράτους, η βλάστηση κατά τόπους πύκνωνε και εμφάνιζε όψη δασικής εκτάσεως. Αυτή είναι η εξήγηση για το ότι στις αεροφωτογραφίες που αναφέρονται στην προσκομιζόμενη από το εκκαλούν-εναγόμενο αναφορά και έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου του Δασαρχείου ... από 14-2-2006, τα επίδικα εμφανίζονται το 1945 όλα με δασική μορφή, το 1960 τα δύο εξ αυτών και το 1987 μόνο το τρίτο. Μετά από νόμιμες εκχερσώσεις στα δύο πρώτα ακίνητα (βλ. την ίδια αναφορά) και τη δημιουργία προσχώσεων στο τρίτο, ήδη όλα τα επίδικα εμφανίζουν εικόνα καλλιεργούμενων αγροτικών κτημάτων. Οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι επικαλούνται και για τα τρία επίδικα νόμιμους τίτλους, περί των οποίων γίνεται λόγος ειδικότερα κατωτέρω, βάσει των οποίων αδιάλειπτη σειρά μεταβιβάσεως των ακινήτων ανατρέχουσα στο παρελθόν, μέχρι την 2-2-1925, οπότε ως κυρία αυτών και απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων εμφανίζεται η Ιερά Μονή ...". Η τελευταία αποδείχθηκε ότι νεμόταν το όλο λειβάδι ... με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη, πριν από το έτος 1915, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, εκμισθώνοντας τούτο ως βοσκότοπο σε διάφορους κτηνοτρόφους της περιοχής και επιβλέποντας την κατάσταση και τα όριά του. Επομένως είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχυσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, καταλύοντας την όποια κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Το εκκαλούν αμφισβητεί ότι τα επίδικα περιλαμβάνονται στους επικαλούμενους από τους αντιδίκους του τίτλους από το 1925 και εντεύθεν. Όμως από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και συγκεκριμένα από την έκθεση κτηματογραφήσεως και τους πίνακες αυτής, που έχουν συνταχθεί για την επίδικη απαλλοτρίωση, προκύπτει ότι τα δύο πρώτα επίδικα τμήματα περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τους συντάκτες των εγγράφων αυτών υπαλλήλους του Δημοσίου, στους τίτλους των εναγόντων και η αμφισβήτηση του Δημοσίου στηρίζεται μόνο στον διαπιστωμένο μετά το 1945 δασικό χαρακτήρα τους. Ωστόσο το εκ του χαρακτήρα αυτού τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου ανατρέπεται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά προηγουμένως λόγω συμπληρώσεως 30ετούς χρόνου έκτακτης χρησικτησίας, κατά το προϊσχυσαν δίκαιο, μέχρι την 11-9-1915, από την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Ιερά Μονή .... Όσον αφορά το τρίτο επίδικο ακίνητο περιλήφθηκε στο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ... το οποίο όμως ακυρώθηκε με την 65/95 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νεμέας (κατά της οποίας δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα -βλ. το πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου αυτού 33/14-2-2006), με το σκεπτικό ότι και αυτό περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από τους ήδη ενάγοντες τίτλους που ανάγονται στην αρχική δικαιοπάροχο τους Ιερά Μονή, η οποία είχε γίνει κυρία προ του 1915 με έκτακτη χρησικτησία. Το συμπέρασμα αυτό της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου επιβεβαιώνεται και στην παρούσα δίκη από τους προσκομιζόμενους τίτλους των εναγόντων σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα τα επίδικα ακίνητα προσδιορίζονται ως εξής: 1) αγροτικό ακίνητο (δενδροπερίβολο με ελαιόδενδρα και βερικοκιές), συνολικής εκτάσεως 28 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκεται στην θέση ... της κτηματικής περιφέρειας ..., ορίζεται ανατολικά με ιδιοκτησία Φ4, δυτικά εν μέρει με άλλη ιδιοκτησία των εναγόντων και εν μέρει με ιδιοκτησία Φ1, βόρεια με ιδιοκτησία Φ1 και νότια με ιδιοκτησία ...υ, αναφέρεται με τον αύξοντα αριθμό ... συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Νεμέας Δημ. Καλλή και εμφαίνεται με τον αριθμό αυτό στο από 19-12-1965 πρόχειρο τοπογραφικό διάγραμμα του εμπειροτέχνη ..., που έχει προσαρτηθεί σ' αυτό, 2) αγροτικό ακίνητο (αμπέλι με γεώτρηση και αντλιοστάσιο), συνολικής εκτάσεως 11 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση και κτηματική περιφέρεια, οριζόμενο ανατολικά με ιδιοκτησία Φ2, δυτικά και νότια με υπόλοιπες ιδιοκτησίες των εναγόντων και βόρεια με την Ν.Ε.Ο. Κορίνθου-Τριπόλεως και πέραν αυτής με χορτολειβαδική έκταση συνιδιοκτησίας αυτών και των αδελφών ..., αναφέρεται με τον αυξ. αριθ. ...στο παραπάνω συμβόλαιο διανομής και εμφαίνεται με τον ίδιο αριθμό στο από 19-12-1965 πρόχειρο τοπογραφικό διάγραμμα του ... που έχει προσαρτηθεί σ' αυτό και 3) αγροτικό ακίνητο ποτιστικός), συνολικής έκτασης 8 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση και περιφέρεια, δυτικά του υπ' αριθ. 32 ακινήτου του παραπάνω συμβολαίου διανομής και ορίζεται γύρωθεν βόρεια με την Ν.Ε.Ο. Κορίνθου-Τριπόλεως, νότια με ιδιοκτησία Φ2, ανατολικά με άλλη ιδιοκτησία των εναγόντων και δυτικά με ιδιοκτησία ..... Με το νόμιμα μεταγεγραμμένο ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κορίνθου Γ. Τζιρόπουλου, το ευρύτερο ακίνητο (λειβάδι ...) εκτάσεως 2.100 στρεμμάτων περίπου, στο οποίο κατά τα προεκτεθέντα περιλαμβάνονται τα τρία επίδικα ακίνητα, δωρήθηκε από την κυρία αυτού Ιερά Μονή ... στην Ιερατική Σχολή Κορίνθου, η οποία ακολούθως με το νόμιμα μεταγεγραμμένο ... συμβόλαιο του ιδίου συμβολαιογράφου Κορίνθου το πώλησε ισομερώς στους ... και .... Αυτοί με το νόμιμα μεταγεγραμμένο ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νεμέας ... πώλησαν ακολούθως το όλο ακίνητο ισομερώς στους ...και ..., οι οποίοι έγιναν έτσι κύριοι του ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 ή 16/48 εξ αδιαιρέτου έκαστος αυτών.

Το έτος 1941 απεβίωσε ο ... και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του Ελένη και τα τέκνα του ...., οι οποίοι όλοι υπεισήλθαν δι' αναμείξεως, κατά τις διατάξεις του βρδ., στην κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους και έγιναν έτσι συγκύριοι του όλου ακινήτου κατά ποσοστό 4/48 η σύζυγος και κατά ποσοστό 3/48 εξ αδιαιρέτου κάθε ένα από τα τέκνα του αποβιώσαντος. Ακολούθως το έτος 1947 απεβίωσε και ο ... και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του ... και τις κόρες του Λ, Λ2 και Λ3, στις οποίες περιήλθε έτσι το όλο ακίνητο κατά ποσοστό 4/48 εξ αδιαίρετου σε κάθε μία αυτών. Ωστόσο αυτές δεν αποδέχθηκαν και συμβολαιογραφικά την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους, ώστε με τη μεταγραφή της αποδοχής τους να καταστούν παραγώγως συγκύριες του ακινήτου. Συνέχισαν όμως καλόπιστα κατά τα άνω ποσοστά τη νομή του δικαιοπαρόχου τους στο ακίνητο και έτσι κατά τα εν λόγω ποσοστά κατέστησαν συγκύριες του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καλλιεργώντας, όπως και ο δικαιοπάροχος τους, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του ακινήτου ή αναλόγως εκμισθώνοντας τις χορτολιβαδικές σε κτηνοτρόφους, για συνολικό χρόνο τουλάχιστον 30 ετών από το 1925 έως και το 1955. Μάλιστα το έτος αυτό με το νόμιμα μεταγεγραμμένο ... συμβόλαιο ανταλλαγής του συμβολαιογράφου Νεμέας Πέτρου Μητράκου αυξήθηκε το ποσοστό συγκυριότητας της .... στο ακίνητο από 4/48 σε 7/48 εξ αδιαιρέτου, ενώ μειώθηκαν αντίστοιχα τα ποσοστά των θυγατέρων της Λ, Λ2 και Λ3 από 4/48 σε 3/48 εξ αδιαφέτου. Με την Ε/1987/17-4-1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 37/Β/21-4-1953, το ακίνητο των 2.100 στρεμμάτων κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτριωτέο προς αποκατάσταση ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων. Όμως τελικά απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά μόνο 960, 438 στρέμματα, αφού με τις υπ' αριθ. 1/29-9-1953 και 4/1954 αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Νομ/χίας Κορινθίας εξαιρέθηκε από την απαλλοτρίωση η υπόλοιπη έκταση του όλου ακινήτου και σχετικά συντάχθηκε το από 10-12-1954 πρωτόκολλο οριστικού διαχωρισμού της Δ/νσεως Γεωργίας της Νομαρχίας Κορινθίας. Η εναπομείνασα έκταση του όλου ακινήτου περιορίσθηκε σταδιακά σε 1.017,50 στρέμματα και είναι αυτή που ορίζεται ανατολικά με τα όρια του Δημοτικού Διαμερίσματος Αρχαίας Νεμέας, ιδιοκτησίας κληρονόμων ..., δυτικά με ιδιοκτησίες ..., βόρεια με λογγώδη έκταση του ΔΔ ... και νότια με όρια του ΔΔ .... Την έκταση αυτή οι ιδιοκτήτες κατά τ' ανωτέρω ... κληρονόμοι ... και κληρονόμοι ... πώλησαν με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νεμέας Αθαν. Τσέλιου στους ... κατά ποσοστό 45/200, Φ3 κατά ποσοστό 25/200, ... κατά ποσοστό 10/200, Φ1κατά ποσοστό 10/200, ... κατά ποσοστό 10/200, στον ενάγοντα ... κατά ποσοστό 50/200 και στον ... κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 50/200 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως με το νόμιμα μεταγεγραμμένο ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νεμέας Δημ. Καλλή ο ... δώρησε στον ενάγοντα ποσοστό 14/200 εξ αδιαιρέτου από το ακίνητο των 1.017,50 στρεμμάτων, ενώ ο ίδιος με τα νόμιμα μεταγεγραμμένα ... συμβόλαια του αυτού συμβολαιογράφου δώρησε και πώλησε αντίστοιχα στην ενάγουσα 6/200 και 20/200 εξ αδιαιρέτου από το ως άνω ακίνητο. Στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του ακινήτου αυτού διανεμήθηκε μεταξύ των συγκυρίων με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νεμέας Δημ. Καλλή και στους ενάγοντες περιήλθαν, κατά ποσοστό 71/100 στον πρώτο αυτών και κατά ποσοστό 29/100 στη δεύτερη, τα ήδη περιγραφέντα υπ' αριθ. 1 και 2 επίδικα ακίνητα, ενώ το τρίτο επίδικο ακίνητο δεν περιελήφθη μεν στην άνω διανομή, περιήλθε όμως σ' αυτούς κατά τα αυτά ποσοστά ύστερα από άτυπη διανομή, το έτος 1968, μεταξύ όλων των συγκυρίων του ακινήτου των 1.017,50 στρεμμάτων. Έκτοτε οι ενάγοντες νεμήθηκαν καλόπιστα και το ακίνητο αυτό, όπως βέβαια και τα άλλα δύο επίδικα ακίνητα, με τις αυτές πράξεις φυσικού εξουσιασμού, με τις οποίες τα είχαν νεμηθεί και οι δικαιοπάροχοί τους (καλλιέργεια ή εκμίσθωση σε κτηνοτρόφους) και έτσι με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο τους συνεχούς χρόνου νομής 20 ετών έγιναν σε κάθε περίπτωση κύριοι των επιδίκων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, αφού, αντίθετα με όσα υποστηρίζει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, τα επίδικα ακίνητα δεν περιήλθαν ποτέ στην κυριότητα του μετά την 11-9-1915, ούτε υπήρξαν ποτέ αδέσποτα, ανεξάρτητα από τον δασικό ή μη χαρακτήρα τους κατά περιόδους. Εξ άλλου με την προαναφερθείσα 1051954/3132/0010/15-5-1995 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Φ.Ε.Κ. 386/8-6-1995 (Τεύχος Δ'), κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεως συνολικής επιφανείας 166.970 τ.μ., για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την κατασκευή παράλληλης οδού στις χ.θ. 9+178 και 10 + 825 του Τμήματος Σ.Σ. ..., του αυτοκινητόδρομου Κορίνθου-Τριπόλεως. Η κατά τα άνω απαλλοτριωθείσα έκταση, βρίσκεται στο Νομό Κορινθίας και εικονίζεται, με κλίμακα 1: 1.500, στο από Νοεμβρίου 1994 και με αριθμό 1 κτηματολογικό διάγραμμα και στον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα της Δ/νσης Δ12 Τμήμα Δ' του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που έχουν συνταχθεί από το Τεχνικό Γραφείο "... και Συνεργάτες" και έχουν θεωρηθεί, την 1-12-1994, από τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Δ12 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., ..., καθώς και με κλίμακα 1: 1000, στο από 19-1 -2000 και με αριθμό σχεδίου 1 κτηματολογικό διάγραμμα (οριστική μελέτη) και στον από 19-1-2000 αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα (Πίνακα κτηματογράφησης- κτηματολόγιο) της Διεύθυνσης ΕΥΔΕ/ΣΕΑ του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, τα οποία έχει συντάξει ο Μηχανικός Κτηματογράφησης ... και έχει θεωρήσει στις 20-1-2000 ο Διευθυντής της ΕΥΔΕ/ΣΕΑ ....

Στην κατά τα άνω απαλλοτριωθείσα έκταση περιλαμβάνονται εν μέρει και τα ως άνω αναλυτικά περιγραφόμενα τρία επίδικα αγροτικά ακίνητα των εναγόντων, τα οποία με τα επικείμενα τους αναφέρονται και εικονίζονται στον ως άνω κτηματολογικό πίνακα (πίνακα κτηματογράφησης - κτηματολόγιο) και το αντίστοιχο κτηματολογικό διάγραμμα (οριστική μελέτη), που έχουν συνταχθεί στις 19-1 -2000, με τους αριθμούς 10, 13, 14, και 15 αντίστοιχα. Συγκεκριμένα: α) από το πρώτο ως άνω ακίνητο (δενδροπερίβολο με ελιές και βερικοκιές -υπ' αριθμ. 21 ακίνητο συμβολαίου διανομής), που εικονίζεται και περιγράφεται στο ως άνω από 19-1-2000 κτηματολογικό διάγραμμα (οριστική μελέτη) και τον αντίστοιχο κατά τα άνω κτηματολογικό πίνακα (κτηματολόγιο) με τον αύξοντα αριθμό 10, απαλλοτριώθηκε έκταση 2.798 τ.μ., που ορίζεται ειδικότερα περιμετρικά με τα στοιχεία Ω2 - Β4 - Γ4 - Δ4 - Ε4 - Ζ4 - Α4 - Ω2. β) από το δεύτερο ακίνητο των εναγόντων (άμπελο με γεώτρηση και αντλιοστάσιο- υπ' αριθ. 32 ακίνητο συμβολαίου διανομής), που εμφαίνεται και περιγράφεται στο ως άνω από 19-1-2000 κτηματολογικό διάγραμμα (οριστική μελέτη) και τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα (κτηματολόγιο), με τον αύξοντα αριθμό 13, απαλλοτριώθηκε έκταση 4.322 τ.μ., που ορίζεται ειδικότερα περιμετρικά με τα στοιχεία 14 - Κ4 -Λ4 - Μ4 - Ν4 - Δ3 - Γ3Α - ΒΕ - 22 - 14 και γ) από το τρίτο ως άνω ακίνητο των εναγόντων (αγρός ποτιστικός - δυτικά του υπ' αριθμ. 32 ακινήτου), που εμφαίνεται και περιγράφεται στο ως άνω κτηματολογικό διάγραμμα (οριστική μελέτη) και τον αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακα (κτηματολόγιο), με τους αύξοντες αριθμούς 14 και 15, απαλλοτριώθηκε έκταση σε δύο (2) τμήματα αυτού, συνολικής επιφανείας (2302+1.616=) 3.918 τ.μ., που ορίζεται ειδικότερα περιμετρικά, κατά μεν το προς νότο τμήμα της (2.302 τ.μ.), με τα στοιχεία Ξ4 - Ο4 - Π4 - Ρ4 - Σ4 - Τ4 - Υ4 -Φ4 - Ζ6 - Ε3 - Ξ4, κατά δε το προς βορρά τμήμα της (1.616 τ.μ.) με τα στοιχεία Ζ3Β - Ζ3 - Ζ9 - Θ3 - Η3Α - Η3 - Ζ3Β. Σχετικά δημοσιεύθηκαν οι 27/1998 και 551/1999 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και του Εφετείου Ναυπλίου αντίστοιχα, με τις οποίες καθορίσθηκαν η προσωρινή και η οριστική τιμή μονάδας αποζημιώσεως (για τα κατά τα άνω απαλλοτριωθέντα ακίνητα των εναγόντων και τα επικείμενα τους), σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται ειδικότερα σ' αυτές και ακολούθως οι ενάγοντες άσκησαν την από 25-9-2000 αίτηση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, απευθυνόμενη κατά του εναγομένου, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι των κατά τα άνω περιγραφομένων ακινήτων τους κατά τα προαναφερόμενα ιδανικά τους μερίδια επ' αυτών και δικαιούχοι της οριστικά καθορισθείσης αποζημιώσεως που αναλογεί στα ιδανικά τους μερίδια. Το εναγόμενο αντιδίκησε θεωρώντας ότι τα επίδικα έχουν δημόσιο, δασικό, χαρακτήρα και εκδόθηκε η 147/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου κατά τη διαδικασία των απαλλοτριώσεων, με την οποία αυτό απέσχε από την εκδίκαση της υποθέσεως προκειμένου αυτή να κριθεί με την τακτική διαδικασία από το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο κατ' εφαρμογή του αρθρ. 27 παρ. 4 ν.δ. 797/1971, επειδή πιθανολογήθηκε τότε η κυριότητα του Δημοσίου επί των απαλλοτριωθέντων (βλ. ήδη άρθρο 26 παρ. 11 περ. β' του ν. 2882/01), οπότε στη συνέχεια ασκήθηκε η ένδικη αγωγή. Με τα δεδομένα αυτά συνεχίζει το Εφετείο η αγωγή των εναγόντων - εφεσίβλητων αποβαίνει νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσίαν, αφού αφενός μεν αποδείχθηκε η ιστορική της βάση, ενώ δεν προέκυψαν ανταποδεικτικώς οι αρνητικοί ισχυρισμοί του εκκαλούντος - εναγομένου, αφετέρου δε αποδείχθηκαν αβάσιμοι και συνεπώς είναι απορριπτέοι και οι αυτοτελείς, ισχυρισμοί (ενστάσεις) του ιδίου και ειδικότερα ότι: α) οι επίδικες εκτάσεις ως δασικές ανήκαν ανέκαθεν στο Ελληνικό Δημόσιο, β) η απώτερη δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων Ιερά Μονή ... ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία προ της 11-9-1915, καθόσον ούτε πράξεις νομής είχε ασκήσει ούτε καλή πίστη διέθετε, γ) η αναγνώριση της εν λόγω Ιεράς Μονής ως κυρίας των επιδίκων δασικών εκτάσεων μπορούσε να γίνει μόνο με την διαδικασία του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", η οποία δεν τηρήθηκε και έκτοτε απέκτησε κυριότητα το Δημόσιο και δ) το εκκαλούν κατέστη κύριο των επιδίκων από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους δια καταλήψεως αυτών ως οθωμανικών ιδιοκτησιών, άλλως ως αδέσποτων και σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία (μέχρι την 11-9-1915).

Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Ιερά Μονή ... είχε καταστεί κυρία των επίδικων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι των επιδίκων με παράγωγο τρόπο και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα προεκτιθέμενα ειδικότερα, και κατόπιν τούτου το Εφετείο, αφού απέρριψε την ένσταση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου ότι είναι το ίδιο κύριο της επίδικης έκτασης, διότι περιήλθε σ' αυτό δικαιώματι πολέμου ή βάσει των πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, ή διότι δεν προσκομίστηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας εντός της προβλεπόμενης από το β.δ/μα της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" ανατρεπτικής προθεσμίας του ενός έτους, άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του από 3/15-12-1933 β.δ/τος, καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν απέκλειαν την μετέπειτα απόκτησή του με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη μέχρι τις 11-9-1915, δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει όμοια, απορρίπτοντας την ασκηθείσα έφεση. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, αφενός δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.20 παρ. 12 πανδ. (5.8), ν. 27 Πανδ. 18.1.10.17 και ν.48 πανδ. (41,3), 3 πανδ. (41.10) και 109 πανδ. (50.16) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Βασ. (50. 14), ν. 27 Πανδ. (18.1) ν. 15 παρ. 3, ν. 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), ν. 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23-3), άρθρων 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3-2-1830 "περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και τα μεταγενέστερα 4/16-6-1830 και 1/19-7-1830, της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους, την από 28-3-1835 Ελληνοτουρκική Σύμβαση, άρθρου 1 ν. 3/15-12-1833 (περί βοσκοτόπων), του Β.Δ. 17/29-11-1836 (περί ιδιωτικών δασών) των Β.Δ. 26/4/8-5-1838 από 26-6/8-7-1836 και 2/14-10-1836, της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", του Ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/15-6-1926 "Περί Διοικητικής αποβολής από κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφετέρου δε δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, διότι παραθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά (εκμίσθωση του επιδίκου σε κληρονόμους, επίβλεψη της κατάστασης και των ορίων τους), διέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συνδρομής της ενδιάθετης καταστάσεως της καλής πίστεως στο πρόσωπο της αρχικής δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ιεράς Μονής και ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι των επιδίκων με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, οι οποίες αιτιολογίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, που εφάρμοσε. Επομένως, οι συναφείς πρώτος από τον αριθμό 1 και δεύτερος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά (ΑΠ 428/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενο την πιο πάνω διάταξη, μέμφεται το Εφετείο ότι κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα της συνδρομής του στοιχείου καλής πίστης και της άσκησης διακατοχικών πράξεων στα επίδικα από την απώτερη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, χωρίς να εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για την παραδοχή του αυτή. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο την ως άνω κρίση του άντλησε από τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στην απόφαση (καταθέσεις μαρτύρων στο ακροατήριο, έγγραφα). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3-10-2008 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 410/2007 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουάριου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.