ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ε.Σ. (Ολομ) 196/2010
Αριθμός Απόφασης : 196
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Ελεγκτικό Συνέδριο


Αριθμός 196/2010
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την ακόλουθη σύνθεση : Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κανδρής, Φλωρεντία Καλδή και Γεώργιος Κωνσταντάς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού (εισηγήτρια), Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Koυλουμπίνη, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα και Αγγελική Μυλωνά, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Ελένη Λυκεσά και Δημήτριος Πέππας απουσίασαν δικαιολογημένα).
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Άννα Λιγωμένου, Σύμβουλος, ασκούσα καθήκοντα Αντεπιτρόπου, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Για να δικάσει την από 9 Νοεμβρίου 2006 (αριθμ. κατάθ. 667/1.12.2006) για αναίρεση της 2141/2005 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του ***, κατοίκου ***, ..., δι’ εαυτόν ατομικώς και ως ομορρύθμου μέλους της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», η οποία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «*** Α.Σ.Τ.Μ.Ε.Β.Ε.», της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος και εκκαθαριστής, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του *** (ΑΜ ΔΣΑ ***).
κ α τ ά 1) του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ***, 2) του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» (Ορθόδοξος), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ιωάνν. Γενναδίου 14), εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του *** (ΑΜ/ΔΣΑ ***) και *** (ΑΜ/ΔΣΑ ***).
Με την 1166/1.3.1999 καταλογιστική απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος καταλογίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων ως δημόσιος εκκλησιαστικός υπόλογος με το συνολικό ποσό των 543.469.869 δρχ. (και ήδη 1.594.922,58 ευρώ), ήτοι για ποσό 407.745.793 δρχ., που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στην εκκλησιαστική διαχείριση, που αυτός διενήργησε, συν νόμιμες προσαυξήσεις από 89.130.516 δρχ. και 46.593.560 δρχ., για μέρος δε του ποσού αυτού ύψους 317.670.302 δρχ. (932.267,94 ευρώ) και υπό την ιδιότητά του ως μόνου ομορρύθμου μέλους της αχρεωστήτως λαβούσας αυτό το ποσό ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «...ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.»,η οποία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «*** Α.Σ.Τ.Μ.Ε.Β.Ε.», σε ολόκληρον με την τελευταία, η οποία συγκαταλογίσθηκε ως υπόχρεος, το μεν δια το αναδεχθέν χρέος της μετατραπείσας και υπ’ αυτής απορροφηθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας δρχ. 317.670.302, το δε και για το ίδιον αυτής (ανώνυμης εταιρείας) ποσό (χρέος) δρχ. 225.799.567 που έλαβε αχρεωστήτως.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 2141/2005 απόφαση του ΙV Τμήματος απορρίφθηκε η έφεση κατά της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙV Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
          Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, ο οποίος, αφού ανέπτυξε προφορικά τους λόγους αναίρεσης, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και
Την ασκούσα καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας Σύμβουλο Άννα Λιγωμένου, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, η οποία πρότεινε, επίσης, την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη στις 23.9.2009, σε επαναδιάσκεψη στις 21.10.2009 και σε τελευταία διάσκεψη στις 11.11.2009, με παρόντες κατά την τελευταία τελική διάσκεψη κατά την οποία λήφθηκε η παρούσα απόφαση, τους Δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Αντιπροέδρους Ελένη Φώτη και Κωνσταντίνο Κανδρή που απουσίασαν από τη διάσκεψη λόγω συνταξιοδότησής τους, πλην όμως εγκύρως εκδιδομένης της απόφασης κατά την παρούσα διάσκεψη του Δικαστηρίου χωρίς την παρουσία τους, σύμφωνα με τα άρθρα 11 παρ. 1 π.δ. 774/1980 και 78 παρ. 2 π.δ. 1225/1981, τον Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ροντογιάννη και τη Σύμβουλο Ανδρονίκη Θεοτοκάτου που απουσίασαν λόγω κωλύματος και τη Σύμβουλο Αγγελική Μυλωνά που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
 
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
 
Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως της 2141/2005 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως διευκρινίζεται με το από 9.2.2009 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, για τη συζήτηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2569085, 2366449 και 1023649 Σειράς Α΄ έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως είναι κατά τα λοιπά τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το βάσιμο των λόγων της κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
II. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 1166/1.3.1999 καταλογιστικής απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία καταλογίσθηκε ο ήδη αναιρεσείων ***  ως δημόσιος εκκλησιαστικός υπόλογος με το συνολικό ποσό των 543.469.869 δρχ. (και ήδη 1.594.922,58 ευρώ), ήτοι για ποσό 407.745.793 δρχ., που φέρεται ότι αποτελεί έλλειμμα στην εκκλησιαστική διαχείριση, που αυτός διενήργησε, συν νόμιμες προσαυξήσεις, για μέρος δε του ποσού αυτού ύψους 317.670.302 δρχ. (932.267,94 ευρώ) και υπό την ιδιότητά του ως μόνου ομορρύθμου μέλους της αχρεωστήτως λαβούσας αυτό το ποσό ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «...ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.»,η οποία μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «*** Α.Σ.Τ.Μ.Ε.Β.Ε.», σε ολόκληρον με την τελευταία, η οποία συγκαταλογίσθηκε ως υπόχρεος, το μεν δια το αναδεχθέν χρέος της μετατραπείσας και υπ’ αυτής απορροφηθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας δρχ. 317.670.302, το δε και για το ίδιον αυτής (ανώνυμης εταιρείας) ποσό (χρέος) δρχ. 225.799.567 που έλαβε αχρεωστήτως. Κατά της αποφάσεως αυτής με την ένδικη αίτηση παραπονείται ήδη ο αναιρεσείων για : α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 98 παρ. 1 του Συντάγματος, 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του Π.Δ. 774/1980, καθόσον η διαχείριση του ποσού του καταλογισμού έγινε από τα εκκλησιαστικά μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης και Διαχείρισης Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα μέλη της οποίας έπρεπε και μόνο να καταλογισθούν, ενώ δεν υφίσταται έλλειμμα, αφού δεν υπάρχει διαχείριση δημοσίου χρήματος, δεδομένου ότι οι συναφθείσες συμβάσεις εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα των συμβληθέντων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, και πάντως τα καταλογισθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος ποσά δεν κατεβλήθησαν αχρεωστήτως, αλλά σε εκτέλεση νομίμων συμβάσεων, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 4, 43 παρ. 2β, 98 παρ. 1 του Συντάγματος και 46 παρ. 1 του ν. 596/1977, καθόσον η καταλογιστική πράξη εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, γ) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η καταλογιστική πράξη δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ δεν απαντήθηκε προβληθείς ουσιώδης ισχυρισμός σχετικά με τη μη νομιμότητα της ανάκλησης της προηγούμενης όμοιας καταλογιστικής πράξης (3490/1998). Με το κατατεθέν υπόμνημά του προβάλλει την πλημμελή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση και ειδικότερα της παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.
III. Από τις διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 15, 17, 22, 25, 27 και 33 του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου», προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι δημόσιοι υπόλογοι είναι οι δημόσιοι λειτουργοί οι εντεταλμένοι την είσπραξη εσόδων ή την πληρωμή εξόδων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.) ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) καθώς και όσοι, έστω και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, διαχειρίζονται χρήματα, αξίες ή υλικό που ανήκει στο Δημόσιο, σε ο.τ.α. ή σε ν.π.δ.δ. και κάθε άλλο πρόσωπο που ειδικώς από το νόμο θεωρείται ως δημόσιος υπόλογος (Αποφ. Ολ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1610/2008, 1, 736, 1805, 2400/2007, 1492/2000), συναφώς δε κατά την ευρεία έννοια του νόμου και ο αχρεωστήτως - ανοικείως λαβών χρήματα ν.π.δ.δ. τρίτος, που επίσης υπέχει τις νόμιμες υποχρεώσεις οι οποίες βαρύνουν τον υπόλογο. Επομένως, για τη θεμελίωση της ιδιότητας του υπολόγου αρκεί το πραγματικό γεγονός της διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, το οποίο, τον καθιστά αφ’ ενός μεν, υπόχρεο σε λογοδοσία και αφ’ ετέρου δε, υποκείμενο καταλογισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ελλείμματος στη διαχείρισή του (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 1396/2000). Εξάλλου, ως έλλειμμα διαχείρισης χρηματικού, η αποκατάσταση του οποίου συνεπάγεται τον καταλογισμό του υπολόγου, νοείται κάθε επί το έλαττον αδικαιολόγητη διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που έπρεπε να υπάρχει σε μια δεδομένη στιγμή, σύμφωνα με τους τηρούμενους λογαριασμούς και με βάση νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία, και εκείνης που πράγματι υπάρχει (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 452, 453, 1456/2008, 976/2000). Ως εκ τούτου, μη νόμιμα διαχειριστικά στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και τα χρηματικά ποσά, για την εκταμίευση των οποίων εξεδόθησαν, συνιστούν, ωσαύτως, έλλειμμα (Αποφ. Ολομ. 1716, 1717, 1718, 2335/2009, 1610/2008, 169/2005, 1912, 1913/1992). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 έως 24 του Εμπορικού Νόμου και του άρθρου 920 του Κ.Πολ.Δ., οι ομόρρυθμοι εταίροι υπόκεινται αλληλεγγύως σε όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας, με αποτέλεσμα τα χρέη της να είναι και χρέη των εταίρων, οι οποίοι ευθύνονται και προσωπικά γι’ αυτά, ο δε εκτελεστός τίτλος κατά της ομόρρυθμης ή ετερρόρυθμης εταιρείας αποτελεί κατ’ αυτόθροη συνέπεια νόμιμο τίτλο εκτέλεσης και κατά των ομορρύθμων εταίρων των εταιρειών τούτων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 5, 2 παρ. 1, 2, 5 και 6, και 3 του Κανονισμού 55/1974 «Περί μελέτης και εκπονήσεως απάντων των Εκκλησιαστικών Έργων» (ΦΕΚ Α΄, 185) έπεται ότι οι διαδικασίες μελέτης και εκτελέσεως όλων των εκκλησιαστικών έργων, όπως εν γένει των έργων ν.π.δ.δ., είναι τυπικές. Η εκπόνηση μελετών των εκκλησιαστικών έργων γίνεται κατ’ αρχήν από το Τμήμα Μελετών της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας και μόνο σε περίπτωση που το υπηρετούν τεχνικό προσωπικό αυτής δεν επαρκεί, αποδεδειγμένως, προς τούτο, η εκπόνηση των μελετών ανατίθεται σε ιδιώτες μελετητές, δηλαδή επιστήμονες, διπλωματούχους ανωτάτων σχολών, που ασκούν νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 716/1977 το επάγγελμα της εκπόνησης μελετών και επιβλέψεως έργων. Αυτή η ανάθεση μελετών σε ιδιώτες μελετητές είναι δυνατόν να λάβει χώρα είτε μετά από δημόσιο διαγωνισμό κατά τους όρους σχετικής διακηρύξεως είτε με αιτιολογημένη επιλογή είτε με απ’ ευθείας ανάθεση σύμφωνα με τους όρους σχετικής προσκλήσεως ενδιαφέροντος, δημοσιευομένης προσηκόντως σε δύο εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Τέλος, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος … είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας …». Από τη διάταξη αυτή καθιερώνεται το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή η διοικητική αυτοτέλεια αυτής, για τις υποθέσεις της και την περιουσία της ή άλλως η αυτονομία αυτής μέσα στο θεσπιζόμενο σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», δηλαδή με βάση τους ισχύοντες νόμους και μέσα στα πλαίσια των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, τους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις της θρησκείας και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.). Άλλωστε, το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για θέματα του άρθρου 3 του Συντάγματος. Τα θέματα διοίκησης και οργάνωσης της Εκκλησίας ρυθμίζει ειδικότερα ο Καταστατικός Χάρτης (Κ.Χ.) αυτής που με πολλές διατάξεις του παρέχει εξουσιοδοτήσεις στην αυτοδιοικούμενη Εκκλησία της Ελλάδος, όπως με Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, νομοθετεί κανονιστικά, με την προϋπόθεση ότι οι Κανονισμοί εκδίδονται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης αυτού (Κ.Χ.) και σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Συντάγματος, αφού είναι συνταγματικά θεμιτή η εξουσιοδότηση αυτή στην Ιερά Σύνοδο για θέσπιση κανονιστικών διατάξεων (Ολ. Σ.τ.Ε. 960/1978). Ειδικότερα ο Κ.Χ. της Εκκλησίας ν. 590/1977 με το άρθρο 46 παρ. 2 ορίζει ότι «Ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας … καθορίζεται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και βάσει των ιερών κανόνων και των νόμων της πολιτείας δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 1 παρ. 4, 3, 4 περιπτ. ε, 9, 42, 46 και 47 παρ. 2 του ν. 590/1977 (Κ.Χ.), το άρθρο 3 του ν. 1811/1988, την από 4.9.1998 απόφαση της Δ.Ι.Σ. και την από 13.10.1988 απόφαση της Ι.Ε.Ι. εκδόθηκε ο Κανονισμός υπ’ αριθ. 100/1998 (ΦΕΚ Α΄ 261), ο οποίος ορίζει α) Στο άρθρο 18 παρ. 1, 3 και 4 αυτού, ότι «διατάκτης είναι το διοικούν το εκκλησιαστικό ν.π.δ.δ. συλλογικό όργανο (άρθρο 12 ν. 496/1974) το οποίο αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος πιστώσεων του προϋπολογισμού του ν.π.δ.δ. και προσδιορίζει τις απαιτήσεις κατά τούτου, όπως κατά περίπτωση η Δ.Ι.Σ. …, ενώ κύριος διατάκτης του ν.π.δ.δ. της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Δ.Ι.Σ. …. Ότι υπόλογος είναι ο διαχειριστής χρημάτων, αξιών ή υλικού των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. (άρθρ. 1 παρ. 4 ν. 590/1977) έστω και άνευ νομίμου εξουσιοδοτήσεως, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος θεωρείται εκ του νόμου δημόσιος υπόλογος (άρθρ. 54 παρ. 4 και 56 παρ. 4 ν. 2362/1995). Ότι έλεγχο επί των εκκλησιαστικών εκκαθαριστών και υπολόγων ασκούν τα διοικούντα συλλογικά όργανα και (κύριοι) διατάκτες των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. … και το Ελεγκτικό Συνέδριο» και β) Στο άρθρο 19 ότι αρμοδιότητα χρηματικού καταλογισμού έχουν οι ασκούντες τον έλεγχο κατά το άρθρο 18 παρ. 4 του παρόντος Κύριοι Διατάκτες των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. … και διαπιστώσαντες έλλειμμα διαχειρίσεως ή παράνομη πληρωμή δαπάνης θεωρουμένης ως έλλειμμα. Ο καταλογισμός ασκείται α) επί των εκκαθαριστών για την εκκαθάριση μη νομίμων δαπανών εκ δόλου ή βαρείας αμελείας αυτών (άρθρ. 33 παρ. 1 του ν. 2362/1995), β) επί των υπολόγων για ελλείμματα στη διαχείρισή τους (άρθρ. 56 παρ. 1 του ν. 2362/1995), γ) επί των υπηρεσιακών οργάνων τα οποία εκ δόλου ή βαρείας αμελείας εξέδωσαν παρανόμως διοικητικές πράξεις ή συνέπραξαν στη μη τήρηση των νομίμων διαδικασιών πραγματοποίησης της δαπάνης (άρθρ. 56 παρ. 4α ν. 2362/1995), δ) επί των λαβόντων εφόσον υπέχουν ευθύνη για την μη τήρηση των νομίμων διαδικασιών και ε) επί των αχρεωστήτως λαβόντων σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής (άρθρ. 56 παρ. 4β ν. 2362/1995). Έλλειμμα διαχειρίσεως είναι η έλλειψη χρημάτων, αξιών … ως έλλειμμα χρημάτων θεωρείται και κάθε πληρωμή η οποία 1) δεν ανάγεται στην αρμοδιότητα του υπολόγου, 2) έγινε άνευ των προβλεπομένων εκ των ισχυουσών διατάξεων δικαιολογητικών, 3) αφορά σε δαπάνες για τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες από τον υπόλογο, 4) εγένετο αχρεωστήτως από υπαιτιότητα του υπολόγου, 5) είναι άσχετη με το σκοπό της διαχείρισης. Ο υπόλογος καταλογίζεται με το ποσό του ελλείμματος. Η αναπλήρωση του ελλείμματος, η έκδοση της καταλογιστικής πράξης … και κάθε λεπτομέρεια καταλογισμού ρυθμίζονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν. 2362/1995. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Κανονισμού 100/1998 και των προεκτεθέντων άρθρων με βάση τα οποία εκδόθηκε ο Κανονισμός αυτός και ιδίως με βάση τα άρθρα 4 παρ. ε και 46 του ν. 590/1977 (Κ.Χ.), κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, συνάγεται ότι αναγνωρίζεται καταλογιστική αρμοδιότητα και στους κύριους διατάκτες των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., στους οποίους περιλαμβάνεται και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, σε βάρος των εκκλησιαστικών υπολόγων, εκκαθαριστών και των αχρεωστήτως λαβόντων, για ελλείμματα της διαχειρίσεώς των, καθώς και για την εκκαθάριση μη νομίμων δαπανών, με την έκδοση κατ’  αυτών της οικείας καταλογιστικής πράξεως που ασκείται ως ασφαλιστικό μέτρο για άμεση αποκατάσταση του δημιουργηθέντος ελλείμματος και της εντεύθεν προκληθείσας ζημίας και προς κατοχύρωση της υγιούς διαχείρισης και του εν γένει συμφέροντος του ν.π.δ.δ. της Εκκλησίας. Η κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της αρμοδιότητας χρηματικού καταλογισμού και στους κύριους διατάκτες των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., κατά την κρατήσασα γνώμη, δεν εξέρχεται των ορίων της εγκύρου εξουσιοδοτήσεως των άρθρων 4 περ. ε΄ και 46 παρ.2 του ν. 590/1977, αφού η θέσπιση καταλογιστικής αρμοδιότητας αποτελεί ειδικότερο θέμα της διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας και αποτελεί, κατά περιεχόμενο και μερικότερη περίπτωση σε σχέση με τη γενόμενη στο νομοθετικό κείμενο ουσιαστική ρύθμιση, ενώ η θέσπιση αυτής της καταλογιστικής αρμοδιότητας ευρίσκεται και εντός των ορίων που θέτουν οι διατάξεις του Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 4 αυτού, με το οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας. Μειοψήφησαν επτά (7) μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι οι Σύμβουλοι Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Κωνσταντίνα Ζώη, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη : Η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 του ν. 590/1977, σύμφωνα με την οποία «ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας … καθορίζεται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και βάσει των ιερών κανόνων και των νόμων της Πολιτείας, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως», δεν είναι ειδική και ορισμένη, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού στο κείμενο του προμνησθέντος νόμου δεν περιέχεται καμία βασική ρύθμιση. Εξάλλου, ούτε ειδικότερο θέμα ρυθμίζει, αφού ειδικότερα θέματα είναι εκείνα που αποτελούν κατά περιεχόμενο μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Κατά συνέπεια, η ως άνω εξουσιοδότηση του άρθρου 46 παρ. 2 του ν.590/1977 είναι ανίσχυρη και η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Κανονισμού 100/1998, με την οποία αναγνωρίζεται καταλογιστική αρμοδιότητα και στους κύριους διατάκτες των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, στους οποίους περιλαμβάνεται και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, είναι μη νόμιμη. Εξάλλου, τα ως άνω ρυθμιζόμενα θέματα (καταλογιστική αρμοδιότητα κυρίων διατακτών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων) δεν ανάγονται στο ανεπίδεκτο πολιτειακών παρεμβάσεων χώρο της Εκκλησίας, δηλαδή στο δόγμα και τη λατρεία. Είναι θέματα διοικητικής φύσης, τα οποία χωρίς να ανήκουν στους βασικούς διοικητικούς εκκλησιαστικούς θεσμούς, ρυθμίζονται ελεύθερα από τον κοινό νομοθέτη. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, το IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ότι μεταξύ της ετερόρρυθμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «...ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» - η οποία από το 1995 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «*** A.Σ.Τ.Μ.Ε.Β.Ε.» -, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον αναιρεσείοντα *** ως διαχειριστή και μοναδικό ομόρρυθμο μέλος αυτής, και διαφόρων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων συνήφθησαν κατά τα έτη 1993 και 1994 οκτώ (8) συμβάσεις ανάθεσης έργων (σύνταξη) μελετών, για την ανακαίνιση, συντήρηση επέκταση Ιερών Μονών, καθώς και την ανέγερση νέων κτιριακών εγκαταστάσεων και ειδικότερα : α) η από 25.10.1993 σύμβαση με την Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Χρισσού Παρνασσίδας, β) η από 28.11.1993 σύμβαση με την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Καστρίου Σπάρτης, γ) η από 2.12.1993 σύμβαση με την Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Αμαλιάδας, δ) η από 25.1.1994 σύμβαση με την Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, ε) η από 19.1.1994 σύμβαση με την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών Μαντινείας, στ) η από 14.2.1994 σύμβαση με την Ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος και ζ) οι από 16.2.1994 δύο συμβάσεις με την Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως - Σταυρουπόλεως. Τα κύρια αντικείμενα των ομοίων κατά το ουσιαστικό περιεχόμενό τους συμβάσεων αυτών, της καταρτίσεως των οποίων δεν προηγήθηκε η απαιτούμενη από το νόμο διαδικασία για την ανάθεση έργων, δηλαδή είτε δημόσιος διαγωνισμός είτε αιτιολογημένη επιλογή είτε αιτιολογημένη απευθείας ανάθεση με τους όρους της προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, ήταν : i) η υποβολή αιτήματος για συγχρηματοδότηση του συνολικού έργου από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα στο πλαίσιο του Β΄ κοινοτικού πλαισίου στήριξης, το οποίο θα συντασσόταν από την ανάδοχο εταιρεία έναντι προκαθορισμένης και σε ποσοστό υπολογιζομένης αμοιβής, ii) η ανάληψη από την ανάδοχο εταιρεία της οργάνωσης, του συντονισμού, της παρακολούθησης και του ελέγχου του έργου έναντι αμοιβής, που καθορίσθηκε σε ποσοστό 8% επί του συνολικού κόστους του έργου (χωρίς Φ.Π.Α.) και iii) η ανάληψη από την ανάδοχο εταιρεία της εργασίας συντάξεως πλήρων και ολοκληρωμένων μελετών κατασκευής του έργου έναντι αμοιβής, που θα προσδιορίζονταν με βάση τους προϋπολογισμούς των έργων και σύμφωνα με τα προεδρικά διατάγματα «περί αμοιβών μηχανικών κ.λ.π.» 696/1974 και 515/1989. Στις 9.3.1995 με έγγραφό της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε στον ήδη αναιρεσείοντα ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να διαθέσει απ’ ευθείας έναν προϋπολογισμό για διαχείριση από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η τελευταία όμως, μπορεί σαν φορέας ενός συγκεκριμένου έργου να προτείνει προς τις ελληνικές αρχές την ένταξή του σε κάποιο πρόγραμμα …». Η διαδικασία, πάντως αυτή ουδέποτε ακολουθήθηκε σύμφωνα με το 19836/ΔΕ 3201/18.6.1997 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Ακολούθως, στις 11.5.1995 υπογράφηκε στην Αθήνα μεταξύ των συμβαλλομένων των ανωτέρω συμβάσεων προσθήκη στο αρχικό κείμενο αυτών, με την οποία οριζόταν ότι «όπου στην αναφερθείσα σύμβαση ανάθεσης έργου αναφέρονται οι λέξεις Ε.Ο.Κ., Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, Β΄ Πακέτο Ντελόρ από τούδε και στο εξής προστίθενται οι λέξεις ή το Ελληνικό Δημόσιο». Η συμπληρωματική αυτή προσθήκη στις αρχικές συμβάσεις έγινε την παραμονή εκδόσεως της 37728/ΔΕ1778/12.5.1995 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, με την οποία εγκρίθηκε η ένταξη στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων επιχορήγησης της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εκτέλεση των σκοπών της, συνολικού προϋπολογισμού 4.000.000.000 δρχ., ο οποίος κατανεμήθηκε κατά έργο, σύμφωνα με το σχετικό πίνακα και με ετήσιες πιστώσεις 1.700.000.000 δρχ. το 1995 και 1.000.000.000 δρχ. το 1996. Στη συνέχεια με τις 48274/7464/29.5.1995 και 31316/ΔΕ-3831/12.3.1996 αποφάσεις του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας εγκρίθηκε από τη συνολική αυτή επιχορήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος η καταβολή του ποσού των 1.700.000.000 δρχ. για το έτος 1995 και του ποσού των 1.000.000.000 δρχ. για το έτος 1996, όπως δε αναγραφόταν στην πρώτη από τις προαναφερθείσες αποφάσεις «… Υπόλογος διαχειριστής του ανωτέρω έργου ορίζεται δια της υπ’ αριθμ. 127/16.5.1995 αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Ειδική Επιτροπή παρακολούθησης και διαχείρισης Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος». Από το 1497/471/10.5.1995 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου που απευθυνόταν στον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Οικονομίας προκύπτει η σύσταση 5μελούς Επιτροπής Παρακολουθήσεως και Διαχειρίσεως Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αποτελείται από τρεις (3) κληρικούς και δύο (2) λαϊκούς, από τους οποίους ο ένας ήταν ο ήδη αναιρεσείων και ο άλλος ο συνεργάτης του και ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας εμφανιζόμενος ***. Εξάλλου με το από 10.5.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ του Προέδρου της εν λόγω Επιτροπής, *** και της ετερόρρυθμης εταιρείας «...& ΣΙΑ Ε.Ε.», που εκπροσωπείτο από τον αναιρεσείοντα, συμφωνήθηκε όπως όλοι οι όροι, υποχρεώσεις και δικαιώματα που απέρρεαν από τις προεκτεθείσες οκτώ (8) συμβάσεις δέσμευαν πλέον αφ’ ενός μεν την Επιτροπή, που ενεργούσε ως εκπρόσωπος των φορέων των έργων και δεσμευτικά γι’ αυτούς, και αφ’ ετέρου την ως άνω ανάδοχο ετερόρρυθμη εταιρεία, η οποία υποχρεούτο πλέον όπως παρέχει τις υπηρεσίες της κυρίως προς την Επιτροπή, χωρίς αυτό να ελαχιστοποιεί τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών που είχε αναλάβει αυτή προς τους ίδιους τους φορείς των έργων. Με βάση τις παραδοχές αυτές και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις το δικάσαν Τμήμα δέχθηκε ότι υπεύθυνος de jure υπόλογος για τη διαχείριση των ανωτέρω διατεθέντων χρημάτων για την υλοποίηση του άνω συνολικού έργου υπήρξε η Πενταμελής Επιτροπή (συντιθέμενη από τρεις κληρικούς και δύο λαϊκούς), μέλος της οποίας ήταν και ο αναιρεσείων, η οποία ανέθεσε απευθείας στον τελευταίο τη διαχείριση του έργου παραβιάζοντας τον κώδικα της διοικητικής διαδικασίας (άρθρ. 7 ν. 2690/1999), αλλά και κάθε έννοια δεοντολογικής, διαχειριστικής αρχής υγιούς διαχείρισης, με αποτέλεσμα ο αναιρεσείων να αποκτήσει δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους ιδιότητες, αυτή του ελεγχομένου και αυτή του ελεγκτού, αφού ως de jure υπόλογος είχε την ιδιότητα του υπολόγου - ελεγκτή της διαχείρισης του έργου, ενώ ως ανάδοχος αναδειχθείς με απ’ ευθείας ανάθεση τύγχανε αυτόθροα υπεύθυνος (ελεγχόμενος) για τη διαχείριση των χρημάτων του ν.π.δ.δ., δηλ. της Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας. Ότι ο ήδη αναιρεσείων καταλογίσθηκε ως δημόσιος εκκλησιαστικός υπόλογος με το συνολικό ποσό των 543.469.869 δρχ. που φέρεται ως έλλειμμα στην εκκλησιαστική διαχείριση, προέρχονταν από την κρατική επιχορήγηση προς την Εκκλησία της Ελλάδος και εκταμιεύθηκε παράνομα απ’ αυτή ως προκαταβολή και αμοιβή για τη σύνταξη μελετών υπό της αναφερθείσας ανάδοχης ετερόρρυθμης εταιρείας του, που μετατράπηκε βραδύτερα σε ανώνυμη εταιρεία κατά τα έτη 1995 και 1996. Περαιτέρω, δέχθηκε από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας (και αυτών που προσκομίστηκαν σε εκτέλεση της 411/2005 προδικαστικής απόφασης του Τμήματος) και ιδίως του 193/5.4.1996 εγγράφου, ότι προκύπτει η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως κυρίου και ουσιαστικού διαχειριστή της σχετικής επιχορήγησης και συνεπώς εκκλησιαστικού υπολόγου, κατά την προεκτεθείσα έννοια, αφού αυτός συμπεριφερόταν ως κύριος διαχειριστής του εκκλησιαστικού χρήματος και απευθυνόμενος σε Τράπεζες με σκοπό την εξεύρεση του συμφερότερου επιτοκίου, πρότεινε σ’ αυτές (Τράπεζες) την κατάθεση σε προθεσμιακούς λογαριασμούς αυτών του ποσού του 1.000.000.000 δραχμών από τη ληφθείσα επιχορήγηση, επ’ ονόματι της Επιτροπής Παρακολουθήσεως και Διαχειρίσεως Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έκρινε δε, ακολούθως, το δικάσαν Τμήμα ότι η είσπραξη από τον αναιρεσείοντα του ποσού των 228.539.786 δρχ. στις 12.9.1995, προσωπικώς, αλλά και υπό την ιδιότητα αυτού ως μόνου ομορρύθμου μέλους της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «...ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και συνεπώς ευθυνομένου αλληλεγγύως με αυτή (άρθρα 22 έως 24 Εμπορικού Νόμου και 920 Κ.Πολ.Δ.), από τον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων, με την εξόφληση των Ρ034826, 34827, 34828 και 34829 επιταγών της Τραπέζης της Ελλάδος, με εκδότη τον ταμία της ανωτέρω Επιτροπής, Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα Τύρη, ως προκαταβολή για τη μελλοντική σύνταξη μελετών, χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας που περιλαμβάνει τεχνικές και νομικές γνωμοδοτήσεις, τις απόψεις των φορέων των έργων, τον έλεγχο των δικαιολογητικών, την έκδοση του οικείου χρηματικού εντάλματος και τη θεώρηση αυτού από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η είσπραξη από αυτόν, με τις ίδιες ως άνω παράνομες ενέργειες, τον ίδιο τρόπο και για τον αυτό σκοπό, του ποσού 179.206.007 δρχ., στις 13.10.1995, τόσο προσωπικώς όσο και υπό την ιδιότητα αυτού ως νομίμου εκπροσώπου της εκ μετατροπής της ανωτέρω ετερόρρυθμης προελθούσας ανώνυμης εταιρείας, με την εξόφληση της 3041890-0 επιταγής της Τράπεζας Μακεδονίας - Θράκης, συνιστούν έλλειμμα στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, το οποίο νομίμως καταλογίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις (ύψους 89.130.516 και 46.593.560 δραχμών, αντίστοιχα), σε βάρος του αναιρεσείοντος και υπέρ του ν.π.δ.δ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δέχθηκε δε περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1, 3 και 4, και 19 του Κανονισμού 100/1998 αναγνωρίζεται καταλογιστική αρμοδιότητα σε βάρος των εκκλησιαστικών υπολόγων και των αχρεωστήτως λαβόντων, για ελλείμματα της διαχειρίσεώς των, καθώς και για την εκκαθάριση μη νομίμων δαπανών, και στους κύριους διατάκτες των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., αρμοδιότητα η οποία, μάλιστα, δεν εξέρχεται των ορίων της εγκύρου εξουσιοδοτήσεως των άρθρων 4 περ. ε΄ και 46 παρ. 1 του ν. 590/1977, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αυτή ευρίσκεται εντός των ορίων του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, καθόσον οι διατάξεις που την καθιερώνουν έχουν τεθεί σε εφαρμογή της υπό της διατάξεως του άρθρου 3 παρ.1 του Συντάγματος θεσπιζόμενης αρχής του αυτοδιοίκητου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εξάλλου, η προαναφερόμενη καταλογιστική αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών διατακτών αποτελεί διαφοροποίηση αυτών έναντι των διατακτών των λοιπών ν.π.δ.δ., η οποία, όπως δέχθηκε το δικάσαν Τμήμα, είναι επιτρεπτή λόγω της καθιερούμενης από το συνταγματικό νομοθέτη αρχής του αυτοδιοίκητου της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 3 παρ. 1), η δε καθιερούμενη από το άρθρο 98 του Συντάγματος αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς καταλογισμό των υπολόγων δεν αναιρείται από τη συντρέχουσα αρμοδιότητα άλλων οργάνων. Έτσι που αποφάνθηκε το δικάσαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ορθά κατά την πλειοψηφούσα γνώμη (ως προς την καταλογιστική αρμοδιότητα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου) και ομόφωνα κατά τα λοιπά, δηλαδή κατά τους λοιπούς λόγους αναίρεσης, τις προδιαληφθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και συνεπώς οι περί αντιθέτου λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά την άποψη της μειοψηφίας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έπρεπε να αναιρεθεί και, διακρατουμένης της υπόθεσης, να γίνει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή καταλογιστική απόφαση λόγω έλλειψης αρμοδιότητας του εκδόσαντος αυτήν οργάνου, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναίρεσης.
V. Επειδή ουσιώδεις ισχυρισμοί, των οποίων η μη λήψη υπόψη από το Τμήμα συνιστά παράβαση ουσιώδους διαδικαστικού τύπου λόγω ελλειπούς αιτιολογίας της πληττόμενης αποφάσεως, είναι εκείνοι που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάργηση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (βλ. Αποφ. Ολομ. 892/2005, 1639/2004). Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη απάντησης στον προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος σχετικά με τη μη νομιμότητα της ανάκλησης της προηγούμενης όμοιας καταλογιστικής απόφασης (3490/1116/10.8.1998), δεδομένου ότι η ανάκληση της εν λόγω καταλογιστικής πράξης για λόγους νομιμότητας και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή της και εκκρεμούσης κατ’ αυτής έφεσης (προσφυγής ουσίας) ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου ήταν νόμιμη, αλλά και σε κάθε περίπτωση το νόμιμο ή μη της ανακλήσεως της πράξης αυτής δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης. Τέλος, ο προβληθείς λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφού η καταλογιστική απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, η δε αιτίαση αυτή προβάλλεται το πρώτον κατ’ αναίρεση, ενώ απαραδέκτως προβάλλεται δια του υπομνήματος ο λόγος που αφορά την παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
VI. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου αναίρεσης που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ/τος 1225/1981).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 9 Νοεμβρίου 2006 (αριθμ. κατάθ. 667/1.12.2006) αίτηση του *** για αναίρεση της 2141/2005 οριστικής αποφάσεως του ΙV Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.
 
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, στις 21 Οκτωβρίου 2009 και στις 11 Νοεμβρίου 2009.
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
 
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
 
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
 
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.