ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΕπΑνΣτΕ 267/2009
Αριθμός Απόφασης : 267
'Ετος : 2009
Δικαστήριο : Επιτροπή Αναστολών Συμβουλίου της Επικρατείας


 Αριθμός 267/2009 
Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας 
(άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999)

 Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Αθ. Καραμιχαλέλης, Σύμβουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδρος. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.  

Για να αποφασίσει σχετικά με την από 5 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση:  των: 1) Σ. Λ., 2) Ι. Σ., 3) Ι. Δ., 4) Ν. Γ., 5) Χ. Σ., 6) Χ. Γ., 7) Τ. Σ., 8) Ι. Κ. και 9) Ε. Σ., κατοίκων ***. οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: 1) ** (Α.Μ.****), 2) *** (Α.Μ. ****),

 κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο **** (Α.Μ. ****).

 Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ανακληθεί η υπ' αριθμ. 512/2007 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας.  Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, για να κριθεί η πιο πάνω αίτηση, συγκρότησε την Επιτροπή, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτό έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112).  Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε τον Εισηγητή, Πάρεδρο Κ. Πισπιρίγκο.

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 4.1454197/2007 ειδικό γραμμάτιο παράβολου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ανάκληση της υπ' αριθμ. 512/2007 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 9.1.2006 αίτηση των αιτούντων, μοναχών της Ιεράς Μονής ***, περί αναστολής εκτελέσεως α) της υπ' αριθμ. 26/2005 πράξεως του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς, με την οποία επεβλήθη στον πρώτο αιτούντα, ****, η πειθαρχική ποινή της έκπτωσης από την θέση του ηγουμένου της εν λόγω Ιεράς Μονής και β) της υπ' αριθμ. 9/2006 πράξεως του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του πρώτου αιτούντος κατά της ως άνω πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής.  

3. Επειδή, στο άρθρο 52 παρ. 1, 2, 8, 9 και 10 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1999 (Α΄ 112), ορίζονται τα εξής: «1. Αν υποβληθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο αρμόδιος Υπουργός και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου το ανώτατο διοικητικό όργανό τους μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο. 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. 9. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του αρμόδιου Υπουργού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή εκείνου που θα είχε δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη. Την ανάκληση μπορεί να δικαιολογήσουν μόνο νεότερα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής κατά την έκδοση της απόφασής της ή μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων χορηγήθηκε η αίτηση αναστολής. 10. Αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής επιτρέπεται η άσκηση νέας αίτησης υπό τις προϋποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου που εφαρμόζεται αναλόγως». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αίτηση ανακλήσεως ασκείται παραδεκτώς μόνον κατ' αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχει αναστείλει την εκτέλεση διοικητικής πράξεως ή έχει διατάξει άλλα, κατά περίπτωση, μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας κατ' αποδοχήν αιτήσεως ενδιαφερομένου που έχει προσβάλει την διοικητική πράξη με αίτηση ακυρώσεως, ενώ η αίτηση ανακλήσεως απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία ασκείται από τον ίδιο ενδιαφερόμενο, θεωρείται νέα αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως που είναι παραδεκτή μόνον αν προσάγονται νέα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπ' όψη της Επιτροπής ή αν υπήρξε μεταβολή των δεδομένων, επί τη βάσει των οποίων η Επιτροπή εξέδωσε την αρχική απόφασή της (Ε.Α. 690, 1043/2008 κ.ά.).

4. Επειδή, με την υπ' αριθμ. 512/2007 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε η από 9.1.2006 αίτηση των αιτούντων περί αναστολής εκτελέσεως των πράξεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων που αναφέρονται στη δεύτερη σκέψη. Ειδικότερα, η Επιτροπή Αναστολών δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Οι πράξεις με τις οποίες επέρχεται μεταβολή στην διοίκηση των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δεν υπόκεινται κατ' αρχήν σε αναστολή εκτελέσεως, διότι τούτο θα προσέκρουε στις ανάγκες ομαλής λειτουργίας των εν λόγω νομικών προσώπων, ενώ, εξ άλλου, η άμεση εκτέλεση των πράξεων αυτών επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των πράξεων με τις οποίες επέρχεται μεταβολή στη διοίκηση των Ιερών Μονών (Ε.Α. 844/2004). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες πράξεις, στον πρώτο αιτούντα επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της έκπτωσης από την θέση του ηγουμένου για διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ορισμένα που σχετίζονται με την οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής. Συγκεκριμένα, του αποδίδεται ότι προκάλεσε σύγχυση του ταμείου της Ιεράς Μονής με τα ταμεία νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και ότι παρεκώλυσε την διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας της Ιεράς Μονής από τον αρμόδιο επιχώριο Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως ****. Όπως προκύπτει δε περαιτέρω από τα στοιχεία του φακέλου, η Ιερά Μονή υπό την διοίκηση του πρώτου αιτούντος έχει αναπτύξει έντονη οικονομική δραστηριότητα και έχει επιδιώξει εξωδίκως και δικαστικώς να διενεργείται στην έδρα της, ως έδρα επιτηδευματία, ο διαχειριστικός έλεγχος από τον επιχώριο Μητροπολίτη. Εμμένει δε στην επιδίωξη αυτή ακόμη και μετά την απόρριψη, από την Επιτροπή Αναστολών, της από 30.6.2003 αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως που άσκησε κατά των υπ' αριθμ. 323/2.6.2003 και 344/23.6.2003 εγγράφων του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως ***, με τα οποία εκλήθη και αποστείλει στην έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως τους ισολογισμούς, απολογισμούς και τα παραστατικά των ετών 1995 έως 2002 για την διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου (ΕΑ 770/2004) και την παραίτησή της από την αίτηση ακυρώσεως που άσκησε κατά των ιδίων πράξεων (ΠΠ. 1754/2004), καλώντας τον Μητροπολίτη να διενεργήσει τον διαχειριστικό έλεγχο «εν τη Ιερά Μονή» και «εις το κτίριον της Ιεράς Μονής» (βλ. τα από 11.1.2006 και 7.3.2006 έγγραφα της Ιεράς Μονής προς τον Μητροπολίτη, τα οποία υπογράφουν ο πρώτος αιτών ως ηγούμενος και Πρόεδρος του ηγουμενοσυμβουλίου και τα λοιπά μέλη του ίδιου συλλογικού οργάνου)». 

5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία πρέπει σύμφωνα με τα εκτεθέντα να ερμηνευθεί ως νέα αίτηση αναστολής εκτελέσεως των πράξεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, οι αιτούντες προβάλλουν ότι η Ιερά Μονή **** «ήταν πάντοτε πρόθυμη να μεταφέρει τα πρωτότυπα παραστατικά στην έδρα της Μητροπόλεως για τη διεξαγωγή του οικονομικού ελέγχου και ανέμενε τη σχετική εντολή του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, εν πάση δε περιπτώσει ήδη προτίθεται εμπράκτως να υποστεί.... τον δέοντα οικονομικό έλεγχο» και προσκομίζουν, προς απόδειξη των ισχυρισμών αυτών, α) τις υπ' αριθμ. Α.Π. 14/29.1.1999, Α.Π. 11/28.1.2000, Α.Π. 20/14.2.2000 επιστολές του πρώτου αιτούντος, ως ηγουμένου, προς τον Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως *** και β) το υπ' αριθμ. Α.Π. 794/5.12.2007 έγγραφο, με το οποίο η Αδελφότητα της Ιεράς Μονής *** δηλώνει ότι μεταφέρονται δικαιολογητικά και παραστατικά στην έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως *** για την διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου από τον επιχώριο Μητροπολίτη. Από τα έγγραφα αυτά μόνον το υπ' αριθμ. Α.Π. 794/5.12.2007 αποτελεί νεότερο στοιχείο, διότι οι ως άνω επιστολές του πρώτου αιτούντος είχαν τεθεί υπ' όψιν της Επιτροπής Αναστολών και συνεκτιμήθηκαν με τα στοιχεία που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 512/2007 απορριπτική απόφασή της. Ούτε, όμως, το υπ' αριθμ. Α.Π. 794/5.12.2007 έγγραφο δικαιολογεί την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως της πειθαρχικής ποινής της έκπτωσης από την θέση του ηγουμένου που επεβλήθη στον πρώτο αιτούντα με τις πράξεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων που αναφέρονται στην δεύτερη σκέψη, οι οποίες αποσκοπούν προεχόντως στην αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξεως και ειρήνης και επιβάλλεται να εκτελεσθούν για λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. Ε.Α. 462/2007).

Δ ι α  τ α ύ τ α

 Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
 Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου και
 Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες τη δικαστική δαπάνη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2009 και εκδόθηκε στις 17 Μαρτίου 2009.

 Ο Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος   Γ. Σταυρόπουλος  

Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος Α. Τριάδη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.