ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 297/2009
Αριθμός Απόφασης : 297
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ


ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΗΣ 297/2009

 

 

Νόμιμα φέρεται με κλήση του εκκαλούντος-εναγομένου η από 24-10-1996 (με αριθ. κατ. 339/96) έφεση του( κατά της υπ' αριθμ. 463/1996 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου μετά την έκδοση των με αριθμ. 122/1998, 700/1998 και 380/2003 μη οριστικών αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, αφού με την πρώτη από αυτές έγινε τυπικά δεκτή η υπό κρίση έφεση.

Η εφεσίβλητη Ιερά Μονή Α. Α. του Σινά άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου την από 27-5-1993 ( με αριθ. κατ. 237/1993) αναγνωριστική της κυριότητος ακινήτου αγωγή, με την οποία εκθέτει ότι είναι από αμνημονεύτων ετών, κυρία του περιγραφομένου σ' αυτή ακινήτου (αυτοτελούς μετοχίου της) εμβαδού 124 τ.μ κειμένου στη θέση "ʼγιος Σ." στην πόλη της Σ.. Ότι επί του ακινήτου αυτού υφίστατο πολύ πριν από τον ΙΗ΄ αιώνα ιερός ναός ανεγερθείς προς τιμή του Αγίου Σ., ο οποίος κατά τον ΙΗ΄ αιώνα κατεστράφη, πλην όμως περί το έτος 1800, ανηγέρθει και δεύτερος ιερός ναός προς τιμήν του ιδίου Αγίου, ο οποίος όμως περί τα τέλη του ΙΘ' αιώνα ερειπώθηκε και δεν υφίσταται πλέον σήμερα. Ότι την κυριότητα του άνω ακινήτου απέκτησε από αμνημονεύτων χρόνων, το αργότερο δε κατά το έτος 1802 απέκτησε την κυριότητα του άνω μετοχίου εξ αγοράς, άλλως απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου τούτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι με υπερτριακονταετή άσκηση της νομής αυτού, συμπληρωθείσα το αργότερο το έτος 1842, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ότι και μετά το 1842 η εφεσίβλητη είχε στη φυσική της εξουσία με διάνοια κυρίου και καλή πίστη το άνω ακίνητο,το οποίο επόπτευε όταν ο υφιστάμενος επ' αυτού Ιερός Ναός ερειπώθηκε. Με βάση αυτά τα περιστατικά ζητεί η εφεσίβλητη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της κυριότητος της επί του άνω ακινήτου, γιατί ο εναγόμενος εκκαλών το αμφισβητεί. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε, ότι επί του επιδίκου ακινήτου ουδέποτε υφίστατο Ιερός Ναός καθώς και ότι η ενάγουσα δεν είναι κυρία του ακινήτου τούτου, αφού το έτος 1988 με συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασε την κυριότητα του στη Σ. κειμένου μετοχίου της στον Ζ. Δ.. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου κύρια μεν με παράγωγο τρόπο, ήτοι με την μεταγραφή των αναφερομένων στις προτάσεις της συμβολαίων, επικουρικά δε με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, ήτοι με την άσκηση επ' αυτού τόσο από τον ίδιο όσο και εκ μέρους των δικαιοπαρόχων του εμφανών υλικών πράξεων νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Τέλος ισχυρίσθηκε, ότι η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας εφεσίβλητης παρίσταται καταχρηστική για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στις προτάσεις του. Προς απόκρουση του περί ιδίας κυριότητος ισχυρισμού του εναγομένου η ενάγουσα ισχυρίσθηκε, ότι το επίδικο ακίνητο μετόχιο αυτής, στο οποίο είχε αναγερθεί Ιερός Ναός αφιερωμένος στον ʼγιο Σ. αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 604/1994 μη οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η αγωγή καθώς και οι άνω ισχυρισμοί του εναγομένου περί ιδίας κυριότητος και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας διατάχθηκε δε η διεξαγωγή αποδείξεως για τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και τους άνω ισχυρισμούς του εναγομένου. Στην συνέχεια, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και απερρίφθησαν οι άνω ισχυρισμοί που προβλήθηκαν προς κατάλυση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο εναγόμενος την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ισχυριζόμενος ειδικότερα, ότι ο ίδιος κατέστη κύριος του επιδίκου τόσο με παράγωγο όσο και με πρωτότυπο τρόπο αφού το ακίνητο αυτό δεν είναι εκτός συναλλαγής, δοθέντος ότι δεν υφίστατο επ' αυτού ο άνω Ιερός Ναός, όπως αποφάνθηκε περί αυτού και η αρμόδια Εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων με σχετικό έγγραφο της το οποίο όμως όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αλλά δέχθηκε πραγματικά περιστατικά αντίθετα προς το περιεχόμενο τους καθώς και ότι η ενάγουσα είχε μεταβιβάσει την κυριότητα του επιδίκου λόγω πωλήσεως αποξενωθείσα έτσι από αυτό κατά το έτος 1888 συνταγέντος σχετικού συμβολαίου πωλήσεως, έγγραφο το οποίο επίσης δεν ελήφθη υπόψη από το άνω Δικαστήριο, με συνέπεια να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από το συνδυασμό των άρθρων 693, 695, 698, 733, 734 ΚΠολΔ και 272 παρ. 1, 992 ΑΚ συνάγεται ότι η περί ασφαλιστικών μέτρων νομής απόφαση του ειρηνοδικείου ή του κατ΄ έφεση πρωτοδικείου παράγουν μόνο προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο προβάλλεται προς απόκρουση νέας αιτήσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων με βάση τον ίδιο πραγματικό και νομικό λόγο και δεν δεσμεύει την κυρία μεταξύ αυτών δίκη για τη νομή ή την κυριότητα ( ΑΠ 439/2003 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω ισχυρίζεται επίσης ο εκκαλών με λόγο της υπό κρίση εφέσεως, ότι με την εκκαλουμένη απόφαση δεν ελήφθησαν επίσης υπόψη οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν για τη ρύθμιση προσωρινά της νομής του επιδίκου, πλην όμως ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι, κατά τα προαναφερόμενα μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επί της υπό κρίση εφέσεως εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. 122/1998 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποδείξει με μάρτυρες, αν το επίδικο ακίνητο ταυτίζεται μ' αυτό που περιγράφεται στο υπ' αριθμ. …/1988 συμβόλαιο του τότε συμ/φου Γ. Μ., που αυτός προσκομίζει και επικαλείται. Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 700/1998 μη οριστική επίσης απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ,με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το επίδικο ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στο άνω υπ' αριθμ. …/1888 συμβόλαιο πωλήσεως του τότε συμ/φου Γ. Μ. καθώς και αν από τα ευρήματα της διενεργηθείσης από την αρμόδια υπηρεσία ανασκαφικής έρευνας στο επίδικο διαπιστώθηκε η ύπαρξη επ' αυτού Ναού. Τέλος με την υπ' αριθμ. 380/2003 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου διατάχθηκε και πάλι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν το επίδικο ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στο άνω ***/1888 συμβόλαιο και με αυτό που περιγράφεται στο υπ' αριθμ. ***/1961 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Β. Π.. ΄Ηδη με την άνω κλήση φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση έφεση της οποίας ο άνω λόγος περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία.

Επειδή, κατά το άρθρο 966 ΑΚ, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι, εκτός των άλλων, και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Τέτοια πράγματα είναι και τα μετόχια των Ιερών Μονών, δηλαδή οι ακίνητες ιδιοκτησίες τους οι οποίες, κείμενες μακριά από την έδρα τους, διαθέτουν ναϊδριο ή τουλάχιστον κάποιο άλλο κτίσμα. Η κυριότητα, στην οποία υπάγονται τα μετόχια αυτά, που αποτελούν παραρτήματα των Ιερών Μονών, είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου. Ο χαρακτήρας τους ως πραγμάτων προορισμένων στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών δεν είναι ασυμβίβαστος προς την έννοια της ιδιοκτησίας και της νομής, αφού η διάθεση τους για την εκπλήρωση θρησκευτικών σκοπών αποτελεί είδος χρήσεως, η οποία κατ' ουσίαν συνιστά νομή. Ενόψει αυτών, αν προσβάλλεται η κυριότητα ή η νομή επί των μετοχίων, οι Ιερές Μονές στις οποίες αυτά ανήκουν, μπορούν, ως κύριες και νομείς τους, να ασκήσουν για την άρση της προσβολής τις αγωγές κυριότητας και νομής. Οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν και προτού ακόμη πάψει ο προορισμός των μετοχιών για την εκπλήρωση θρησκευτικού σκοπού, προτού δηλαδή πάψουν να είναι πράγματα εκτός συναλλαγής (άρθρο 971 ΑΚ).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 27 ΑΚ, η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για την προστασία της νομής μετοχιών, που μολονότι ανήκουν σε Ιερές Μονές, που εδρεύουν στην αλλοδαπή, βρίσκονται στην Ελλάδα, κρίνεται κατά το ημεδαπό δίκαιο (άρθρα 974 επ. ΑΚ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 590/77 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 το α.ν. 1539/18 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων που ανήκουν στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 νομικά πρόσωπα, στα οποία ρητώς περιλαμβάνονται και οι Μονές. Η διάταξη αυτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 39 παρ. 7 του ίδιου νόμου (590/77), εφαρμόζεται και στα μετόχια Μονών της Ανατολικής ορθοδόξου Εκκλησίας τα οποία δεν ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά σε άλλο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μετόχια της αναιρεσίβλητης Ιεράς Μονής Σινά που βρίσκονται στην Ελλάδα. Τέλος, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/38, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ),το δικαίωμα του Δημοσίου επί των ακινήτων κτημάτων δεν υπόκειται σε καμιά παραγραφή (αποσβεστική ή κτητική). Το ίδιο, κατά τα προεκτιθέμενα, ισχύει και για τα ακίνητα των Ιερών Μονών, τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν οι τελευταίες εδρεύουν στην αλλοδαπή. Συνεπώς τα ακίνητα των Μονών αυτών, στα οποία περιλαμβάνονται και τα μετόχια, δεν υπόκεινται ούτε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 992 ΑΚ ετήσια παραγραφή των αξιώσεων από την αποβολή και την διατάραξη της νομής.( βλ. ΟλΑΠ 14/1994 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή και των ορισθέντων ως εντεταλμένων δικαστών Ειρηνοδικών Σκοπέλου και Θεσσαλονίκης και περιέχονται στις υπ' αριθμ. 7/1995, 39/1995 και 3/1996 εισηγητικές εκθέσεις, τα υπ' αριθμ. 700/1998 πρακτικά συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την υπ΄ αριθμ. ***/1993 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμ/φου Π. Α. που έγινε μετά προηγουμένη κλήτευση της ενάγουσας -η υπ' αριθμ. ***/1993 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμ/φου Δ. Τ. δεν λαμβάνεται υπ' όψη γιατί έγινε χωρίς προηγουμένη κλήτευση της ενάγουσας οποίες νομότυπα μετ' επικλήσεως προσκομίζονται, εκτιμώμενες καθεμία χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ανάλογα με τον τρόπο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός από αυτούς (μάρτυρες), την υπ' αριθμ. 83/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της τοπογράφου μηχανικού Γ. Π.-Ζ., την υπ' αριθ. 16/2007 ίδια έκθεση του τοπογράφου μηχανικού Ε. Π. και την υπ' αιρθ. 24/2000 έκθεση πραγματογνωμοσύνης περί υπάρξεως ή μη αρχαιοτήτων της αρχαιολόγου Κ. Μ. της 7ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που ορίσθηκαν με τις άνω μη οριστικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, την τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού Μ. Β., που προσκομίζει ο εναγόμενος, και απ' όλα τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων -χωρίς όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη εν σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και ως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (ΑΠ 1068/2002 Αρχ.Ν 2004, 70, ΑΠ 1628/2003 Ελ,Δικ. 2004,723 ),-και σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινή πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 Αρχ. Ν 48, 311) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Η ενάγουσα εφεσίβλητη Ιερά Μονή Α. Α. του Σινά είχε στη νήσο Σ. μετόχια μεταξύ των οποίων και αυτό της Ιεράς Μονής Ζ. Π. στο μετόχι αυτό διορίσθηκε οικονόμος της ενάγουσας τον Ιούλιο του 1790 ο Σιναίτης ιερομόναχος Κ., ο οποίος και εγκαταβίωνε σ' αυτό. Ο τελευταίος το έτος 1802 περίπου προέβη στην αγορά έναντι του ποσού των 1250 γροσιών ετέρου μετοχίου αγνώστου εκτάσεως, το οποίο και παλαιότερα ανήκε στην ενάγουσα πλην όμως είχε πωληθεί από τον Σιναίτη μοναχό οικονόμο του μετοχίου σε τρίτο. Επί του μετοχίου αυτού είχε ανεγερθεί ιερός ναός αφιερωμένος στον ΄Αγιο Σ., ο οποίος όμως μετά την μεταβίβαση του είχε εγκαταλειφθεί και ερειπώθηκε. Το μετόχι αυτό της ενάγουσας αποτελούσε εξάρτημα του μετοχίου της Ιεράς Μονής Ζ. Π. και βρισκόταν εντός της πόλεως της Σ. «.. .πλησίον της θαλάσσης, εν τόπω εν ω λιμνάζονται τα καράβια και καΐκια. .». Ο παπά Κ. επισκεύασε τον άνω Ιερό Ναό του Αγίου Σ. και ανήγειρε επί του ακινήτου καταστήματα, δωμάτια και μαγειρείο. Στην συνέχεια με το υπ' αριθμ. …/17-3-1881 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Γ. Μ., ο Α. Α., πρωτοσύγγελος και Έξαρχος του Όρους Σινά στην Ελλάδα, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον Ζ. Δ. το άνω μετόχιο της ενάγουσας υπό την ονομασία «Ζ. Π.», το οποίο αποτελείτο από τα περιγραφόμενα σ' αυτό δέκα ακίνητα μεταξύ των οποίων και το υπό στοιχείο - 10- ακίνητο ,το οποίο περιγράφεται ως ακολούθως «μία αποθήκη μετά προαυλίου κειμένη εις θέση ʼγιος Σ., εις το άκρον της πόλεως Σ. και συνορευόμενης γύρωθεν με δρόμους Σ. Δ. και Γ. Κ.». Στο ίδιο συμβόλαιο αναφέρεται, ότι η πωλήτρια μεταβιβάζει στον άνω αγοραστή όλα τα ανήκοντα στην κυριότητα της Μονής κινητά όπως και τα ευρισκόμενα εντός της εκκλησίας άμφια και σκεύη στην τελευταία δε σελίδα του συμβολαίου αυτού αναφέρεται ότι «... εν τη εντός των πωλουμένων κτημάτων εκκλησία τη τιμαμένη επ' ονόματι της Ζ. Π. είναι υποχρεωμένος ο αγοραστής να μνημονεύει εν αυτή δια του Ιερουργούντος ιερέως το όνομα του κατά καιρόν αρχιεπισκόπου Σιναίου και μάλιστα εν τοις διπτύχοις.» Το άνω υπό στοιχείο 10 μείζονος εκτάσεως ακίνητο διαιρέθηκε φυσικά και τμήμα αυτού εμβαδού, του τμήματος, 133,50 τ.μ, κατά πρόσφατη καταμέτρηση και κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή 124 τ.μ,, αποτελεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο συνορεύει σήμερα Ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Μ., πρώην ιδιοκτησία Φ. Κ. και Π. Κ., Δυτικά με ιδιοκτησίες Π. και Ν. Ζ., που ήταν αρχική ιδιοκτησία Σ. Δ. ( σε μήκος 10,55 γ.μ.) ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Α. - αρχική ιδιοκτησία Δ. Σ. ( σε μήκος 3,17 γ.μ) και με ιδιοκτησία Ν. Τ. αρχικής ιδιοκτησίας Χ. Κ. (σε μήκος 2,15 γ.μ.) Βόρεια και Νότια με δρόμους οικισμού Σ.. Την κυριότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος, όπως προπεριγράφεται, μεταβίβασε ο Ι. Ζ. Δ., επικαλούμενος κτήση της κυριότητος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, στον Π. Π. συνταγέντος προς τούτο του άνω υπ' αριθμ. ***/1961 συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Β. Π., στο οποίο περιγράφεται ως οικόπεδο εμβαδού 124 τ.μ κείμενο στη θέση Π. Σ. της ενορίας Π. Φ. εντός της πόλεως της Σ., που συνορεύει με παραλιακό δρόμο σε πλευρά 10 γ.μ.,με αποθήκη Ι. Π. σε πλευρά 13,90 γ.μ., με αποθήκη Α. Τ. σε πλευρά 3,30 γ.μ. και 2 γ.μ.και με δρόμο σε πλευρά 6 γ.μ. και με οικία Μονής Μ. σε πλευρά 13 γ.μ, Το περιγραφόμενο στα άνω συμβόλαια ακίνητο, όπως προαναφέρεται, ταυτίζεται με το επίδικο στο συμπέρασμα δε αυτό καταλήγει ο ορισθείς με την άνω 380/2003 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου πραγματογνώμονας Ε. Π., λαμβάνοντας υπόψη και τη θέση αυτού σε σχέση με τα γειτονικά ακίνητα καθώς και το ανατολικό και δυτικό όριο αυτού, ήτοι Κ. και Σ. Δ.. Βέβαια η ορισθείσα με την 700/1998 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού πραγματογνώμονας Γ. Π.-Ζ. καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι τμήμα του επιδίκου εμβαδού 64,40 τ.μ. εμπίπτει στα άνω συμβόλαια πλην όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διάφορο συμπέρασμα σχετικά με την ταυτότητα του ακινήτου τούτου. Περαιτέρω η ορισθείσα με την 677/1999 παρεμπίπτουσα περί αντικαταστάσεως του ορισθέντος πραγματογνώμονα απόφαση του Δικαστηρίου αυτού αρχαιολόγος της 7ης Εφορίας Βυζαντινών αρχαιοτήτων μετά από ανασκαφική έρευνα στο επίδικο και αφού πραγματοποιήθηκαν τομές σε πολλά σημεία αυτού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τα ευρήματα δεν αποδεικνύεται πως εντός του ακινήτου αυτού υφίστατο κτίσμα σημαντικής από αρχαιολογικής άποψης αξίας και κυρίως ναού. Ειδικότερα εντός του επιδίκου απεκαλύφθησαν τέσσερεις τοίχοι απροσδιορίστου χρήσεως, χρονολογικής τοποθετήσεως και διαφορετικής κατευθύνσεως που δεν συνιστούν περίγραμμα κτίσματος. Η τοιχοποιία των αποκαλυφθέντων τοίχων είναι σαθρή (αργολιθοδομή και ξερολιθιά) κατεστραμμένη σε πολλά σημεία το είδος δε της τοιχοποιίας αυτής δεν αφορά ιερό κτίσμα ,αλλά αντίθετα συναντάται σε κτίρια που χρησιμοποιούντο ως βοηθητικοί χώροι ( αποθήκη κ.λ.π). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η 7η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από ανασκαφική έρευνα στο επίδικο και την πραγματοποίηση τομών σε πολλά σημεία αυτού για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την ύπαρξη ή μη ναού ανεγερθέντος επί του ακινήτου τούτου, πλην όμως τα ευρήματα δεν συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης τέτοιου είδους κτίσματος, (βλ. Το από 27-7-1991 και το από 1 -10-1991 έγγραφο της άνω Υπηρεσίας). Η ανασκαφική αυτή έρευνα πραγματοποιήθηκε από την 7η Εφορία, όταν ο εναγόμενος υπέβαλε στις 7-2-1991 αίτηση και αρχιτεκτονική μελέτη στην αρμόδια υπηρεσία για την ανέγερση επί του επιδίκου διωρόφου κτίσματος και αυτό γιατί υπήρχαν έντονες φήμες πως επί του ακινήτου αυτού είχε αναγερθεί κατά τον 18° αιώνα ναός αφιερωμένος στον ʼγιο Σάββα. Βέβαια η αρμόδια Εφορία δεν αποκλείει την ύπαρξη τέτοιου κτίσματος σε άλλο σημείο του άνω μείζονος εκτάσεως ακινήτου, πλην όμως κατά το έτος 1881, όταν η περιουσία του μετοχίου <Ζ. Π.> μεταβιβάσθηκε από τον εκπρόσωπο της ενάγουσας στο Ζ. Δ., δεν υπήρχε επί του μείζονος εκτάσεως ακινήτου ναός .Τούτο ενισχύεται και από το άνω 13.575/1881 συμβόλαιο με το οποίο, όπως προαναφέρεται, μεταβιβάζεται στον άνω αγοραστή και η υφιστάμενη στο μετόχιο εκκλησία « ... τη τετιμαμένη επ' ονόματι της Ζ. Π..» και ουδεμία μνεία γίνεται και για δεύτερη εκκλησία αφιερωμένη στον ʼγιο Σ. το άνω δε υπό στοιχείο - 10- ακίνητο περιγράφεται ως παρακάτω, ήτοι «... εκ μίας αποθήκης μετά προαυλίου κειμένης εις θέσιν ʼγιος Σ. ...». Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι το άνω ***/1881 συμβόλαιο μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών στις 25-3-1888 όπως προκύπτει από το σχετικό υπ' αριθμ. ***/1996 πιστοποιητικό του Υπο/κείου Σ. ολοκληρωθείσης έτσι της μεταβιβάσεως της κυριότητος των πωληθέντων ακινήτων στον Ζ. Δ., στον οποίο επίσης είχε παραδοθεί η νομή αυτών κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως πωλήσεως. Τούτο αναφέρεται στο εν λόγω συμβόλαιο όπου κατά λέξη αναγράφεται «Ο δ' αγοραστής ωμολόγησεν ότι εδέχθη την προκειμένη αγορά του Μετοχίου τούτου μετά των περιγραφέντων κτημάτων του ως και των ορίων αυτών των εν τη εκκλησία σκευών και άμφιαν εμέτρησε τω πωλητή τας δραχμάς εξ χιλιάδας, παρέλαβεν αυτό εις την κατοχήν και κυριότητα του..».

Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ήταν πράγματι κυρία του επιδίκου ακινήτου, το οποίο μετά την γενομένη μεταβίβαση της κυριότητος και της νομής του έπαυσε να είναι μετόχιο αυτής και δεν υφίστατο επ' αυτού ιερός Ναός προς εκπλήρωση θρησκευτικού σκοπού ώστε να αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής. Συνεπώς η ενάγουσα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν ήταν κυρία του επιδίκου ούτε αποτελούσε αυτό χώρο προορισμένο για τη λατρεία, όπως βάσιμα ο εναγόμενος ισχυρίζεται, γι' αυτό και η αγωγή ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, παρελκομένης της εξέτασης της περί ιδίας κυριότητος ενστάσεως καθώς και αυτής περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας, που προβάλλει ο εναγόμενος προς απόκρουση της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του άνω ακινήτου εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, γι' αυτό και η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της, να εξαφανισθεί δε η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί να απορριφθεί η αγωγή. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν αφού η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΚΠολΔ 179).

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.