ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 266/2010
Αριθμός Απόφασης : 266
'Ετος : 2010
Δικαστήριο : Άρειος Πάγος


Αριθμός 266/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3, 4. Χ4, 5. Χ5 και 6. Χ6, κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους *** με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του **** Πάρεδρο Ν.Σ.Κ με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-9-1995 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/1997 μη οριστική, 288/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 341/2006 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21-2-2008 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 10-9-2009 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς η αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. ΑΠ 24/1992). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας η άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μια εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχΰσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, ν.2 παρ. 2, Πανδ. (41.4), ν. 5, Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (13.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), για το συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων εκείνου που χρησιδεσπόζει στον ίδιο αυτού χρόνο, προς συμπλήρωση του πιο πάνω χρόνου που ήταν αναγκαίος για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη και τακτική χρησικτησία, απαιτούνταν νόμιμη αιτία, δηλαδή, ειδική ή καθολική διαδοχή. Κατά τη διάταξη, επίσης, του άρθρου 1051 του ΑΚ, εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνδυαζόμενη προς εκείνη του άρθρου 1045, καθώς και προς αυτές των άρθρων 249, 271, 974 και 976 ΑΚ, προκύπτει, ότι, στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο, στην ίδια αυτού νομή, προς συμπλήρωση του αξιούμενου γι' αυτή από το νόμο χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο επί του πράγματος δικαίωμα κυριότητας, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή επί νομής) αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία είχε ο μεταβιβάζων και παραδίδων (Ολ. ΑΠ 1593/1979). Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου, η οποία εμπίπτει στην έννοια της νομής κατά το άρθρο 974 ΑΚ και n οποία (φυσική εξουσίαση) επέρχεται όταν υπάρχουν οι πραγματικοί όροι, έτσι ώστε κατά τη συνηθισμένη και ομαλή πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα και με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, το πράγμα να θεωρείται ότι τέθηκε στη διάθεση του αποκτώντα και να τελεί υπό την εξουσία του, συνιστούν όλες οι πράξεις οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι δηλωτικές της εξουσίασής του απ' αυτόν. Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1, Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20, Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. Πανδ. (44·3), ν. 76 παρ. 1, Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3, Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", προκύπτει περαιτέρω, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δημόσια δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Και αυτό γιατί μετά την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα δημόσια κτήματα, όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακίνητων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμιά παραγραφή στο μέλλον, ενώ, εξάλλου, αυτή που άρχισε, δεν έχει καμιά συνέπεια αν μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938, τα δικαιώματα επί ακινήτων του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, κάθε δε παραγραφή, η οποία είχε αρχίσει πριν από την ισχύ του νόμου αυτού δεν έχει έννομη συνέπεια, αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι της ισχύος του, κατά τους προϊσχύοντες νόμους. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με εκείνη του άρθρου 53 του ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που προμνημονεύθηκαν, προκύπτει ότι μέχρι το χρόνο ισχύος του πιο πάνω ν.δ. του έτους 1926 τα επί ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου υπάγονται μόνο στην έκτακτη χρησικτησία, έκτοτε δε ούτε στην τακτική ούτε στην έκτακτη, μόνο δε η έκτακτη χρησικτησία που συμπληρώθηκε μέχρι τις 16.5.1926 έχει έννομες συνέπειες για τα κτήματα του Δημοσίου και μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας. Ενόψει, επομένως, του ότι η λήξη της χρησικτησίας είχε ήδη ανασταλεί από τα προγενέστερης ισχύος διατάγματα περί δικαιοστασίου από τις 12.9.1915, ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 για να μπορεί να καταλυθεί με την έκτακτη χρησικτησία το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου, ενώ η μετά τη χρονολογία αυτή νομή τρίτου σε ακίνητο του Δημοσίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας σε βάρος του, μέχρι μεν τις 15.6.1926, λόγω της αναστολής του χρόνου χρησικτησίας, έκτοτε δε, λόγω του ότι τα πράγματα του Δημοσίου εξαιρούνται της χρησικτησίας (Ολ. ΑΠ 75/1987). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευσή του (νόμου, ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω β. δ/μα, ούτε από άλλη διάταξη απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18, Πανδ. (41.3), ν. 2, Κωδ. (7. 30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2.6/3.7.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11.9.1915, αφού έκτοτε, ενόψει του ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων β. δ/των, όπως και του ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ' αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής.

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17/29-11-1936 δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" και του άρθρου 1 του νόμου ΑΧΝ/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", - όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. ΒΠΛΖ'/1903 και το εκτελεστικό διάταγμα της 11.2/24.3.1889, "περί εκτελέσεως του περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών ν. ΑΧΝ'" -, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο νόμο 3077/192 "περί δασικού κώδικα" - και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1-3 του νόμου 998/1979, - προκύπτει, ότι δασική έκταση νοείται εκείνη που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιασδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη. Ειδικότερα, κατά μεν τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998 της 28/29-12-1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλοεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος", ενώ, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως δασική έκταση νοείται, "πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Κρίσιμη, συνεπώς, προϋπόθεση για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία, δημιουργούμενη με τις αναφερόμενες στο νόμο διασυνδέσεις ολόκληρης της δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ' αυτό -δάσος- την ιδιαίτερη ταυτότητα του ως δασικού οικοσυστήματος. Στην έννοια, όμως, του δάσους ή της δασικής έκτασης δεν υπάγονται, σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου πιο πάνω άρθρου (3) του ν. 998/1979, α) οι γεωργικά καλλιεργούμενες εκτάσεις, β) οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται σε πεδινά εδάφη ή σε ανώμαλο έδαφος ή λόφους, εφόσον δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού ή δεν κηρύχθηκαν δασωτέες κατά το άρθρο 38 του ίδιου νόμου, γ) οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις που βρίσκονται σε πεδινά ή λοφώδη εδάφη κλπ. Παρέπεται ότι έκταση άγονη και βραχώδης που είναι κατάλληλη για βοσκή και καλύπτεται από ποώδη και φρυγανώδη είδη ως και θάμνους νανώδους μορφής και που δεν μπορεί να παραγάγει δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμετάλλευσης δεν ήταν ούτε είναι δάσος, κατά την έννοια τόσο των διατάξεων του προϊσχύοντος δικαίου, όσο και εκείνων του ήδη ισχύοντος και, επομένως, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαιώματος κυριότητας από ιδιώτη. Ο χαρακτηρισμός, όμως, ως δασικής μιας έκτασης που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και δεν προορίζεται, επομένως, προς δόμηση, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως αναδασωτέα κατά το παρελθόν, δεν προσβάλλει το δικαίωμα της κυριότητας, εφόσον ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στον αληθινό χαρακτήρα της έκτασης και δεν παρεμποδίζει την κατά προορισμό χρήση της τελευταίας (Ολ.ΣτΕ 2009/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην περιοχή "..." ή "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..., έχει έκταση 27.744 τετραγωνικών μέτρων (μ2) και συνορεύει βόρεια με δημόσια δασική έκταση, διεκδικούμενη από τους κληρονόμους του ΑΑ, νότια εν μέρει με περίκλειστη έκταση (περίβολο) εξωκλησιού ... και εν μέρει με δημόσια δασική έκταση, ανατολικά με αγροτικό δρόμο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία κληρονόμων ... και δυτικά εν μέρει με τον περίβολο του προαναφερομένου εξωκλησιού και εν μέρει με αγροτικοδασικό δρόμο προς ..., ... και ... ή ... και πέραν αυτού με ιδιοκτησία κληρονόμων ... Οι εφεσίβλητοι εξέθεσαν στην αγωγή τους, ότι έγιναν κύριοι και νομείς του ακινήτου αυτού ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών ΒΒ, που πέθανε στις 16-2-1981, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με δηλώσεις τους ενώπιον της Συμ/φου Αγρινίου ..., που περιέχονται στο υπ' αριθ. ... έγγραφο αυτής, το οποίο έχει μεταγραφεί νομίμως. Ότι ο πατέρας τους είχε αποκτήσει κυριότητα και νομή αρχικά στο 1/2 ιδανικό μερίδιο του επιδίκου ακινήτου, ως τμήματος μεγαλύτερου ακινήτου, συνολικής έκτασης 58 περίπου στρεμμάτων, το οποίο αγόρασε από κοινού με τον αδελφό του ΑΑ από τους ... και ..., με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ' αριθ. ... συμβόλαιο του τότε Συμ/φου Αγρινίου Γεωργίου Δημ. Παπαδημητρίου. Κατά το έτος όμως 1950 έγινε προφορική διανομή του προαναφερομένου μεγαλύτερου ακινήτου, κατά την οποία περιήλθε σ' αυτόν το επίδικο και από τότε νεμόταν αυτό ως μόνος κύριος. Το περιγραφόμενο στα προαναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα ακίνητο ταυτίζεται ως επί το πλείστον με τα διεκδικούμενα από τους εφεσίβλητους και τους κληρονόμους του ΑΑ ακίνητα. Οι εφεσίβλητοι - και ήδη αναιρεσείοντες - επικαλούνται περαιτέρω, ότι το προαναφερόμενο μεγαλύτερης έκτασης ακίνητο είχε περιέλθει στους πωλητές ... και ... ως κληρονόμους του παππού τους ΓΓ, με βάση την υπ' αριθ. ... δημόσια διαθήκη του τότε Συμ/φου Αγρινίου ...., που δημοσιεύθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, και ότι αυτοί το νέμονταν καλόπιστα από τον θάνατο του διαθέτη μέχρι της χρονολογίας της πώλησής του. Στην διαθήκη αυτή δεν γίνεται λόγος για κανένα συγκεκριμένο ακίνητο, ενώ άλλος παλαιότερος έγγραφος τίτλος ιδιοκτησίας δεν υφίσταται, καθόσον, κατά τους εφεσίβλητους, στον ΓΓ είχε περιέλθει το ακίνητο αυτό ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του πατέρα του ΔΔ, που αποβίωσε στις 29-2-1884, και του συγκληρονόμου αδελφού του ΕΕ, ο οποίος πέθανε στις 27-9-1901, και στον ΔΔ με αγορά πριν από το έτος 1855 από τον ..., οπλαρχηγό της Επαναστάσεως του 1821. Επίσης οι εφεσίβλητοι εξέθεσαν, ότι όλοι οι προαναφερόμενοι νεμήθηκαν διαδοχικώς το επίδικο, ως τμήμα της πιο πάνω μεγαλύτερης έκτασης, με καλή πίστη, περιφράσσοντας αυτό, βόσκοντας σ' αυτό τα ποίμνια τους, εκμισθώνοντας το σε τρίτους, κατασκευάζοντας μαντριά και καλύβες και καλλιεργώντας τα επιδεκτικά καλλιέργειας μέρη του, χωρίς να αναφέρουν και ποια συγκεκριμένα φυτά καλλιεργούσαν σ' αυτά. Το επίδικο όμως είχε ανέκαθεν χαρακτήρα δασικής έκτασης, κατά την έννοια των πιο πάνω αναφερομένων διατάξεων, και μάλιστα πριν από το έτος 1915. Ειδικότερα αυτό είναι μέρος πλαγιάς, με έδαφος ως επί το πλείστον πετρώδες και ανεπίδεκτο καλλιέργειας, μέχρι δε και του έτους 1960 καλύπτονταν κατά ποσοστό 35% ως 45% από αυτοφυή ξυλώδη δασική βλάστηση (πουρνάρια, ρείκια και σχίνα), προορισμένη για την παραγωγή δασικών προϊόντων. Στα πλαίσια της διαχείρισης ευρύτερης δημόσιας δασικής έκτασης 113 στρεμμάτων, μέρος της οποίας αποτελεί το επίδικο: α) Από το έτος 1968 και μετά το Δασαρχείο Αγρινίου διενήργησε σ' αυτήν αναδασώσεις, φυτεύοντας πεύκα και κυπαρίσσια και το 1980 περιέφραξε αυτήν. β) Εκδόθηκε η υπ' αριθ. 6203/55/12-11-1980 δασική απαγορευτική διάταξη βοσκής και οποιασδήποτε ενέργειας μέσα σ' αυτή του Δασάρχη Αγρινίου. γ) Με την υπ' αριθ. 3009/86/29-4-1987 απόφαση του Δασάρχη Αγρινίου, χορηγήθηκε άδεια εγκατάστασης ποιμνιοστασίου στον ... δ) Ο πιο πάνω αγροτικοδασικός δρόμος, που διέρχεται δυτικά του επίδικου, διανοίχτηκε το έτος 1988 από το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Ι.Ν. ... υπό την επίβλεψη του οικείου δασοφύλακα, μετά από έγκριση του Δασάρχη Αγρινίου, η οποία δόθηκε με το υπ' αριθ. 1658/5-4-1988 έγγραφό του, τόσο για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της περιοχής, όσο και διότι θα χρησίμευε ως αντιπυρική ζώνη. ε) Μετά την πυρκαγιά, που εκδηλώθηκε κατά το έτος 1988, η περιοχή κηρύχθηκε αναδασωτέα, με την υπ' αριθ. 2039/27-9-1990 απόφαση του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας. Για όλες αυτές τις ενέργειες ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν οι ενάγοντες, ο πατέρας τους ΒΒ, ο θείος τους ΑΑ ή κάποιος από τους κληρονόμους αυτού. Επίσης ουδέποτε έγινε αντιληπτή από υπαλλήλους του Δασαρχείου Αγρινίου και γενικότερα του εφεσίβλητου - και ήδη αναιρεσείοντα - Ελληνικού Δημοσίου η διενέργεια κάποιας πράξης κατοχής των επιδίκων με διάνοια κυρίου. Αντιθέτως, ο μόνος που είχε δημιουργήσει πρόβλημα πράξεων παράνομης βόσκησης ήταν ο ..., που καταδικάσθηκε για κάποια από τις πράξεις του αυτές. Επίσης δεν έχει εκδοθεί πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής των εφεσίβλητων από τα επίδικα, αφού δεν υπήρξε κατοχή αυτών εκ μέρους τους. Ο μάρτυρας των εφεσίβλητων ... κατέθεσε μεταξύ άλλων, ότι: "Εγώ θυμάμαι τους ενάγοντες από το 1947 και μετά που βοσκούσαν εκεί ... Οι ... (αναφέρεται το επώνυμο των ΓΓ-ΔΔ-ΕΕ) υπήρχαν εκεί πάρα πολλά χρόνια, μάλιστα υπάρχει και ένα μνημείο ... (αναφέρεται το επώνυμο των ΓΓ-ΔΔ-ΕΕ) . Τα πρόβατα των ... (αναφέρεται το επώνυμο των Χ1-Χ2-Χ3-Χ4-Χ5-Χ6-ΑΑ-ΒΒ) έβοσκα εκεί μέχρι πριν ενάμισι χρόνο". Το περιστατικό της ταφής της συζύγου του φερομένου ως απώτερου δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων ΓΓ στην περίκλειστη περιοχή (περίβολο) του εξωκλησιού του ..., που δεν προέκυψε πότε και υπό ποιες συνθήκες έγινε, δεν συνεπάγεται και νομή αυτού ή των δικαιοπαρόχων του στα επίδικα, για την οποία καμιά συγκεκριμένη πράξη δεν ανέφερε ο μάρτυρας, ενώ τα γεγονότα που αφορούν στους εφεσίβλητους δεν είναι αληθινά, αναιρούμενα από όσα ήδη εκτέθηκαν, τα οποία αποδεικνύονται ιδίως από την κατάθεση της μάρτυρος του εκκαλούντος ..., που γεννήθηκε στο ... και υπηρετεί στο Δασαρχείο αυτού από το έτος 1976, καθώς και από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από το εκκαλούν έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνονται και φωτοερμηνείες αεροφωτογραφιών των ετών 1945 και 1960. Στις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους ένορκες βεβαιώσεις αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο καλλιεργούνταν συνεχώς από το έτος 1855, χωρίς να προσδιορίζεται το είδος της καλλιέργειας, εκτός από κάποια σπορά αραβοσίτου (που προέρχεται από ανεπιβεβαίωτη πληροφορία τρίτου, αποβιώσαντος ήδη, προσώπου) και βοσκούνταν από τα ποίμνια των εκκαλούντων και των δικαιοπαρόχων τους, που το εκμίσθωναν και σε τρίτους (χωρίς να προσδιορίζονται πρόσωπα, χρόνος και ύψος μισθωμάτων) μέχρι και του έτους 1995, γεγονότα που δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, μόνη η βοσκή δεν συνιστά πράξη νομής ακινήτου. Τέλος η ύπαρξη των υπολειμμάτων ενός αλωνιού και ενός κτίσματος στο νοτιοανατολικό άκρο του επιδίκου, για τα οποία δεν αποδείχθηκε πότε και από ποιον έγιναν ή χρησιμοποιήθηκαν, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως δάσους, υφισταμένου πριν από του έτους 1915". Ακολούθως, το Εφετείο, κατά παραδοχή της έφεσης του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, δεχόμενο την ένσταση του τελευταίου περί του ότι το επίδικο ακίνητο υπήρξε ανέκαθεν και πάντως πριν από το έτος 1915 δάσος ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων ως και κατ' ουσίαν αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα της απόκτησης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο από τους αναιρεσείοντες, όπως αυτοί ισχυρίζονται, με έκτακτη χρησικτησία, η οποία είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους μέχρι και τις 11 Σεπτεμβρίου 1915, καθώς και ως προς τον χαρακτηρισμό του εν λόγω ακινήτου ως δασικής έκτασης. Ειδικότερα, το Εφετείο, ενώ αναλίσκεται, κατά μεγάλο μέρος, με τις παραδοχές του, στα όσα εκτίθενται στην ένδικη αγωγή από τους αναιρεσείοντες, δέχεται δε ότι το διεκδικούμενο ακίνητο ταυτίζεται "ως επί το πλείστον" με τα αναφερόμενα στους τίτλους κτήσης του ακίνητα, δεν απορρίπτει, με σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, τους αγωγικούς ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων περί κτήσης ίδιας κυριότητάς τους στο επίδικο ακίνητο με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τακτική και κυρίως έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση στο εν λόγω ακίνητο, αλληλοδιαδόχως και εξακολουθητικά με αδιάσπαστη χρονική συνέχεια, από μέρους των φερόμενων ως απώτατων δικαιοπαρόχων τους ΔΔ και ΓΓ και ΕΕ, αντίστοιχα, από του έτους 1855 και εφεξής μέχρι και τις 11.9.1915, των διακατοχικών πράξεων της περίφραξης, βοσκής, εκμίσθωσης σε τρίτους, κατασκευής μαντριών και καλυβών και καλλιέργειας των επιδεκτικών καλλιέργειας μερών του με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, δηλαδή, με την ειλικρινή πεποίθηση, ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλουν κατ' ουσίαν δικαίωμα κυριότητας άλλου στο ίδιο, αλλά δέχεται ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση του αναιρεσιβλήτου περί του δασικού χαρακτήρα του ακινήτου "και μάλιστα πριν από το έτος 1915". Στο σημείο μάλιστα αυτό καταλείπεται αμφιβολία περί του εάν το Εφετείο δέχεται μεν ότι υπήρξαν οι αμέσως πιο πάνω εκτιθέμενες διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο από μέρους των απώτατων δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων από του έτους 1855 και εφεξής μέχρι το έτος 1915, αλλά δεν τις θεωρεί ως πράξεις νομής, κρίνοντας ότι το εν λόγω ακίνητο είχε το χαρακτήρα δασικής έκτασης ή δεν δέχεται καθ' ολοκληρίαν τη διενέργεια των προμνημονευόμενων πράξεων. Δέχεται, επίσης, το Εφετείο, ότι "μόνη η βοσκή δεν συνιστά πράξη νομής ακινήτου", χωρίς να διευκρινίζει, αν η επίμαχη πράξη νομής διενεργήθηκε μετά τις 11.9.1915, αφού πριν από την πιο πάνω ημερομηνία μπορούσε αυτή, όπως έχει ήδη εκτεθεί, να οδηγήσει σε χρησικτησία και από τη φύση της δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι είναι αδύνατο να διενεργηθεί σε δασική έκταση, η δε με τους μεταγενέστερους δασικούς νόμους απαγόρευση να θεωρηθεί η βοσκή ως πράξη άσκησης νομής δεν επηρεάζει το δικαίωμα, το οποίο προηγουμένως είχε αποκτηθεί σε τέτοια έκταση. Εντελώς αναιτιολόγητα, επίσης, το Εφετείο, μολονότι δέχεται την ύπαρξη των υπολειμμάτων ενός αλωνιού και ενός κτίσματος στο νοτιοανατολικό άκρο του επιδίκου, δέχεται περαιτέρω, ότι η ύπαρξή τους δεν αναιρεί την ιδιότητα του εν λόγω ακινήτου ως δάσους "υφισταμένου πριν από του έτους 1915". Τέλος, το Εφετείο, προκειμένου να αιτιολογήσει την κρίση του, ότι το επίδικο ακίνητο είχε "ανέκαθεν" το χαρακτήρα δασικής έκτασης, δέχεται, ότι αυτό είναι "μέρος πλαγιάς, με έδαφος ως επί το πλείστον πετρώδες και ανεπίδεκτο καλλιέργειας, μέχρι δε και του έτους 1960 καλύπτονταν κατά ποσοστό 35% έως 45% από αυτοφυή ξυλώδη δασική βλάστηση (πουρνάρια, ρείκια και σχίνα), προορισμένη για την παραγωγή δασικών προϊόντων", χωρίς να διευκρινίζει σε τι συνίσταται το μη πετρώδες και ανεπίδεκτο καλλιέργειας έδαφος, καθώς και το μη καλυπτόμενο από αυτοφυή ξυλώδη βλάστηση, καταλείποντας, έτσι, αμφιβολία ως προς το δασικό χαρακτήρα του επιδίκου ή μέρους αυτού, ενόψει και του ότι μόνη η αυτοφυής (χωρίς να προσδιορίζεται από πότε περίπου) ξυλώδης δασική βλάστησή του και μάλιστα σε ποσοστό 35% έως 45% και μόνο, δεν αρκεί, αυτή καθεαυτή, να προσδώσει στο εν λόγω ακίνητο την ιδιότητα του δάσους, ως μη αποτελούσα οργανική ενότητα, με την έννοια που έχει ήδη αναπτυχθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, τα ρείκια και σχίνα δεν παράγουν δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμετάλλευσης και μόνη η άγονη και πετρώδης έκταση του εδάφους, που βρίσκεται σε πλαγιά, δεν αποκλείει την ακαταλληλότητά της για βοσκή ποιμνίων, που οπωσδήποτε ήταν επιτρεπτή μέχρι και τις 11.9.1915. Με τα δεδομένα αυτά, οι συναφείς πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, δεύτερος και τρίτος, κατά το τρίτο, αντίστοιχα, μέρος του, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα προαναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 § 3 Κ.Πολ.Δ στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 341/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.