ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ειρηνοδικείο Κονίτσης 11/2005
Πηγή : ΑρχΝ 2007, 340
Αριθμός Απόφασης : 11
'Ετος : 2005
Δικαστήριο : ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΝΙΤΣΗΣ


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΝΙΤΣΑΣ 11/2005
 
Ειρηνοδίκης: Ελισσάβετ Πλατή
 
 
Ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίζεται ότι με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με κληρονομική διάδοχη έγινε κύριος ενός αγρού 4.250 τ.μ. στην κτηματική περιφέρεια Μ. Κόνιτσας, άξιας 5.500 ευρώ, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, δεδομένου ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου του με δημόσιο έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα. Επικουρικά δε ισχυρίζεται ότι έγινε κύριος με έκτακτη χρησικτησία με την προσμέτρηση και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, ο οποίος άρχισε να το νέμεται από το 1960 που του παραδόθηκε η νομή από το ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η εναγομένη Ιερά Μονή αμφισβητεί την κυριότητα του επικαλούμενη ότι πρόκειται για μοναστηριακό κτήμα. Για τους λόγους αυτούς ζητεί, όπως το δικαστήριο εκτιμήσει το αιτητικό της αγωγής του, αναγνωρισθεί ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού. Η υπόθεση ανήκει στην υλική και τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7 επ., 11 παρ. 1, 14 παρ. 2, 29 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 976, 1000, 1045, 1051, 1193, 1710, 1846 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Εφόσον η περίληψη της αγωγής έχει γραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Κόνιτσας (βλ. υπ` αριθ. 200/2004 πιστοποιητικό του υποθηκοφύλακα), η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη.
 
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως) και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 4.250 τ.μ., είναι αγρός και βρίσκεται στη θέση "Άγιος Ιωάννης" της κτηματικής περιφέρειας Μολυβδοσκεπάστου Κόνιτσας. Συνορεύει γύρω με άλλο ποτιστικό αγρό της εναγομένης Ιεράς Μονής, με άλλα δυο αγροτεμάχια της ίδιας Μονής και με αγρό στη θέση "Παζάρια" του ενάγοντος. Το ακίνητο αυτό άνηκε στην εναγομένη Ιερά Μονή ήδη από την ίδρυση της κατά τα βυζαντινά έτη. Έτσι στο από 27.2.1933 προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο υπ` αριθ. 233/3.8.1933 ΦΕΚ το ακίνητο αυτό κατατάσσεται στη διατηρητέα περιουσία της Μονής. Τούτο, άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα. Δεν πρόκειται περί συνήθους αγροτικού ακινήτου, αλλά για το βυζαντινό και μεταβυζαντινό κοιμητήριο της Μονής. Αποτέλεσε δηλαδή στο παρελθόν συγκροτημένο μοναστηριακό ταφικό σύνολο. Μέχρι σήμερα άλλωστε εξάγονται από τη νη οστά των εκεί θαμμένων μοναχών. Στο ίδιο κτήμα είναι και ο ιερός κοιμητηριακός ναός τιμώμενος στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και από το ναό αυτό έλαβε η θέση το τοπωνύμιο που μέχρι σήμερα διατηρεί, δηλαδή "Άγιος Ιωάννης". Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναό που δεν σώζεται μεν ακέραιος, πλην όμως τα ερείπια του είναι εμφανή και φανερώνουν την ύπαρξη του, το οχήμα και το μέγεθος του. Ανατολικά του ναού εκτείνονταν το ταφικό τμήμα του κοιμητηρίου. Το κοιμητηριακό αυτό συγκρότημα απέχει μόλις 50 μέτρα από τη Μόνη και συγκεκριμένα από τον περίβολο της. Όπως άλλωστε συνηθίζεται στην αρχιτεκτονική παράδοση των μοναστηριακών συγκροτημάτων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, αποτελούσε ένα (οργανικά και λειτουργικά) σύνολο με τη Μονή και θεωρούνταν μέρος αυτής. Η εγκατάλειψη του στις αρχές του 20ού αιώνα και η περιαγωγή του σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση, οφείλεται προφανώς στη λειψανδρία της Μονής. Αν και ήταν σαφές ότι δεν επρόκειτο για συνήθη αγρό, αλλά για οργανική και λειτουργική συνέχεια της Μονής, εν τούτοις το 1952, από προφανές λάθος των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου, περιλήφθηκε στον πίνακα των εκκλησιαστικών κτημάτων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο στα πλαίσια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκκλησιαστικών κτημάτων που έγινε τότε. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 3 Ν.Δ. 2185/1952 "περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων", επιτράπηκε η κατά το άρθρο 104 του ισχύοντος τότε Συντάγματος αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων πλην άλλων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, αναφορικά με τα κτήματα της εκκλησιαστικής περιούσιας, το άρθρο 36 όρισε τα ακόλουθα: "1. Διά συμβάσεως συνομολογηθησομένης μεταξύ του Δημοσίου, εκπροσωπουμένου υπό των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, ενεργούσης διά του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιούσιας (Ο.Δ.Ε.Π.), εκπροσωπουμένων αμφοτέρων υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κυρωθησομένης δε διά Βασιλικού Διατάγματος, εκδοθησομένου προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, επιτρέπεται όπως παραχωρηθώσιν επ` ανταλλάγματι προς το Δημόσιον (Υπουργείον Γεωργίας) καλλιεργούμενοι ή καλλιεργήσιμοι εκτάσεις, δασώδεις και κτηνοτροφικοί τοιαύται, ανήκουσαι εις την εκκλησιαστικήν εν γένει περιουσίαν, προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων. 2. Η ως άνω Σύμβασις καταρτισθήσεται εν τω αλαισίω των γενικών όρων του άρθρου 37, προσαρτηθήσονται δε εις αυτήν οι κατά τας παραγράφους 4, 5, 9 και 12 του αυτού άρθρου πίνακες των εκποιηθησομένων προς το Δημόσιον και διατηρηθησομένων υπό της Εκκλησίας κτημάτων, ως και των παραχωρηθησομένων προς την τελευταίαν αστικών ακινήτων του Δημοσίου".
 
Επίσης, στο άρθρο 37 ορίσθηκε ότι: "... 5. Εις ιδιαιτέρους πίνακας, επισυναπτόμενους τη Συμβάσει, προσδιορίζονται ωσαύτως κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα, οι εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος παραμένοντες καλλιεργούμενοι ή καλλιεργήσιμοι αγροί και βοσκότοποι. 6. Αγροί και βοσκότοποι, λιβάδια και κτηνοτροφικοί εκτάσεις εν γένει της Εκκλησίας μη διαλαμβανόμενοι εις τους πίνακας των εκποιουμένων προς το Δημόσιον και διατηρουμένων υπό της Εκκλησίας κτημάτων συνυπολογίζονται οψέποτε ευρεθούν εις την περιουσίαν της Εκκλησίας και θεωρούμενοι ως αείποτε ανήκοντες εις την ρευστοποιητέαν του Ο.Δ.Ε.Π. περιουσίαν εκποιούνται κατά το ποσοστόν της παραγρ. 4 και τας διατάξεις του παρόντος άρθρου προς το Δημόσιον". Κατ` εξουσιοδότηση, λοιπόν, των ανωτέρω διατάξεων καταρτίσθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εκκλησίας της Ελλάδος η από 18.9.1952 Σύμβαση περί εξαγοράς από το Δημόσιο κτημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Σύμβαση αυτή πρόβλεψε ότι τα παραμένοντα στην Εκκλησία κτήματα (καλλιεργήσιμοι αγροί, βοσκότοποι, λιβάδια, δάση κ.λπ.) θα περιληφθούν σε ιδιαίτερο πίνακα που θα επισυναφθεί στην σύμβαση αστή. Σε άλλο ιδιαίτερο πίνακα θα καταχωρούνταν τα μεταβιβαζόμενα στο Δημόσιο στήμστα. Η ανωτέρω Σύμβαση και οι προσαρτηθέντες σ` αυτήν κατά το άρθρο 4 § 3 πίνακες κυρώθηκε με το από 26.9.1952 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 289 Α΄).
 
Ωστόσο, το πρώτο λάθος διαδέχθηκε δεύτερο. Σύμφωνα με το άρθρο 7 § 5 της προαναφερόμενης από 18.9.1952 Σύμβασης "εάν εντός παραχωρηθέντος κτήματος προς το Δημόσιον κείνται κτίσματα ανήκοντα εις Ιεράς Μονάς ή Μετόχια, η καταλαμβανόμενη υπό του κτίσματος έκτασις μετά γύρωθεν τούτου περιοχής μέχρι 15 στρεμμάτων και διόδου... διαχωρίζεται από του κτήματος...". Ενώ λοιπόν έπρεπε, αφού στο κτήμα αυτό υπήρχαν κτίσματα μοναστηριακού ναού και κοιμητήριο, να γίνει διαχωρισμός τους υπέρ της Μονής για όλη την έκταση, η οποία μάλιστα ήταν μόλις 4.250 τ.μ. και συνεπώς δεν υπερέβαινε το όριο των 15 στρεμμάτων, όχι μόνο παραλείφθηκε και αυτό, αλλά το 1960 η αρμόδια Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Ιωαννίνων, που συγκροτήθηκε στα πλαίσια του Β.Δ. από 11.5.1954 (ΦΕΚ 141/2.7. 1954) για την παραχώρηση των κτημάτων αυτών στους κτήμονες, με την υπ` αριθ. 33/1960 απόφασή της παραχώρησε (πιθανότατα από προφανή παραδρομή αντί για το υπ` αριθ. 242 τεμάχιο) το ένδικο υπ` αριθ. 262 τεμάχιο στον πατέρα του ενάγοντος... που μέχρι τότε το καλλιεργούσε ως μισθωτής της Μονής. Η απόφαση αστή ουδέποτε μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κόνιτσας από τον κληρούχο όσο ζούσε. Απεβίωσε στις 20.1.2002 και με την από 27.4.1995 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε με το υπ` αριθ. 95/2002 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων κατέλιπε το ακίνητο στον γιό του ΑΡ., δηλαδή τον ενάγοντα. Αυτός μερίμνησε για την μεταγραφή της προαναφερόμενης αποφάσεως που έγινε στις 10.12.2003 και αποδέχθηκε την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου του με δημόσιο έγγραφο (την υπ` αριθμ. 2175/5.2.2004 δήλωση της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Ε.Σ.), το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 69 και αριθμ. 17 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κόνιτσας.
 

Παρά ταύτα, ούτε ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και φυσικά ούτε και ο ίδιος ο ενάγων κατέστη κύριος του ακινήτου αυτού, διότι ήταν πράγμα εκτός συναλλαγής κατά την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ. Έλαβε δε την ιδιότητα αστή, αφ` ενός μεν ως μέρος του ενιαίου συνόλου του μοναστηριακού συγκροτήματος της Μονής, τους θρησκευτικούς σκοπούς του οποίου εξυπηρετούσε με την ταφή των νεκρών μοναχών στο κοιμητήριο, αφ` ετέρου δε και αυτοτελώς διότι ο ναός που υπάρχει σ` αυτό με την καθιέρωσή του με ειδική τελετή κατά το τυπικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τη θέση του στην κοινή λατρεία επιτελούσε λατρευτικό σκοπό. Σύμφωνα δε με το άρθρο 966 ΑΚ, τα πράγματα, τα οποία είναι προορισμένα για εξυπηρετηση θρησκευτικών σκοπών, είναι εκτός συναλλαγής. Τέτοια είναι οι ιερές μονές και τα μετόχια τους, οι κάθε είδους ναοί και τα νεκροταφεία (βλ. Παππά, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 966 αριθ. 65, 66, 69). Εξακολούθησε δε να έχει την ιδιότητα αστή κατά το χρόνο της παραχωρήσεως του στον πατέρα του ενάγοντος και εξακολουθεί να τον έχει και σήμερα, παρότι ο ναός και το ταφικό συγκρότημα δεν σώζονται ακέραια, διότι μόνο η πλήρης φυσική καταστροφή και ο αφανισμός του ναού ή της μονής επαναφέρει το ακίνητο στην κατηγορία των κοινών πραγμάτων. Το δίκαιο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν προβλέπει διαδικασία για την άρση του χαρακτηρισμού αυτού. Ούτε παλι η Πολιτεία έχει εξουσία άρσεως του καθαγιασμού ενός ιερού θρησκευτικού χώρου (βλ. Παππά, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 971, αριθ. 6). Περαιτέρω, το ίδιο ακίνητο είχε και έχει συγχρόνως και την ιδιότητα του αρχαίου μνημείου. Όλη η Ιερά Μονή Μολυβδοσκεπάστου είχε χαρακτηρισθεί από την ισχύ του προϊσχύσαντος κωδικοποιημένου Ν. 5351/1932 ως σύνολο, άρα και το νεκροταφείο της μονής με τον κοιμητηριακό ναό ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την υπ` αριθμ. 103614/ 4353/1957 απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 12/1958 τ. ΕΤ), ενώ με την υπ` αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ33/38708/810 απόφαση του υπουργού Πολιτισμού (ΦΕΚ 916/21.12.1993) καθορίσθηκε αρχαιολογική ζώνη προστασίας του μνημείου της Ιεράς Μονής, μέσα στην οποία περιέχεται και το επίδικο. Αλλά και υπό την ισχύ του νέου Αρχαιολογικού Νόμου (Ν. 3018/2002) το ακίνητο αυτό συνιστά ακίνητο αρχαιολογικό μνημείο αυτοτελώς, διότι χρονολογείται οπωσδήποτε μέχρι το 1830 (είναι σύγχρονο του μοναστηριού, αφού εξυπηρετούσε τις ταφικές ανάγκες του και συνεπώς ιδρύθηκαν συγχρόνως) και πλέον προστατεύεται από το νόμο ως αρχαίο, χωρίς να συντρέχει η ανάγκη έκδοσης οποιασδήποτε διοικητικής πράξεως (άρθρο 6 § 1α, 4 Ν. 3028/2002). Ως αρχαίο λοιπόν κατατάσσονταν στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων (ΜονΠρωτ Θεσ 1796/1983, Αρμ. 1994.162 - Παππάς, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 968, αριθμ. 29) και ανήκε βάσει του άρθρου 1 κωδικοποιημένου Ν. 5351/1932 η κυριότητα και η νομή του στο κράτος.

Ήδη με το άρθρο 73 § 1 Ν. 3018/2002 τέτοια αρχαία μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα περιήλθαν στην κυριότητα των οικείων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και εν προκειμένω της εναγομένης Ιεράς Μονής. Εφόσον, λοιπόν, το ένδικο ακίνητο ήταν πράγμα εκτός συναλλαγής κάθε δικαιοπραξία με αντικείμενο αυτό είναι, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, άκυρη. Δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα επ` αυτού, ούτε να αποτελέσει αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής (ΑΠ 195/1980, ΝοΒ 1980.1479). Έτσι, το ένδικο ακίνητο ουδέποτε περιήλθε στην ιδιωτική κτήση του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και φυσικά ούτε και σ` αυτόν παράγωγα με την επικαλούμενη κληρονομική διαδοχή. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος δεν κατέστη κύριος του παραχωρηθέντος σ` αυτόν ακινήτου ως κλήρου για την αγροτική του αποκατάσταση διότι, όπως και ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, δεν εκδόθηκε για την παραχώρηση αυτή οριστικός τίτλος κυριότητας και φυσικά δεν μεταγράφηκε, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 Ν.Δ. 1189/1972, που ως νεότερο και ειδικότερο (αναφερόμενο ειδικά στους κλήρους των παραμεθορίων περιοχών) κατισχύει των άρθρων 3 και 4 Β.Δ. από 11.5.1954 επί κλήρων παραμεθορίων περιοχών, όπως είναι η περιοχή Κόνιτσας Ιωαννίνων, η κυριότητα των κλήρων περιέρχεται στον κληρούχο μόνο από και διά της μεταγραφής του οριστικού τίτλου κυριότητας (ΑΠ 476/1986, ΝοΒ 1987.531).

Τέλος, ούτε με πρωτότυπο τρόπο και δη με χρησικτησία μπορούσε ο ενάγων να αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο, αφού αυτό ως εκτός συναλλαγής πράγμα ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας (άρθρο 1054 ΑΚ). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ λόγω της εύλογης αμφιβολίας τους για την έκβαση τη δίκης.
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.