ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Εφετείο Πειραιώς 611/1998 (πρόταση Εισαγγελέως)
Αριθμός Απόφασης : 611
'Ετος : 1998
Δικαστήριο : Εφετείο Πειραιώς (πρόταση Εισαγγελέως)


Η εισαγγελική πρόταση, που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, έχει ως εξής:

 

α') Με το υπ' αριθμ. 1111/97 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Πειραιώς, παρεπέμφθη ενώπιον του Τριμελούς (επί πλημ/των) Εφετείου Πειραιώς, ο Μητροπολίτης των Γ.Ο.Χ. (Παλαιοημερολογιτών) Πειραιώς και Σαλαμίνος Β., για να δικασθεί ως υπαίτιος συκοφαντικής διά του τύπου δυσφημήσεως (άρθρ. 363, συνδ. 364 ΠΚ), πράξη που φέρεται ότι τέλεσε αυτός, στον Πειραιά, κατά Δεκέμβριο 1996, σε βάρος του Μητροπολίτη των Γ.Ο.Χ. (παλαιοημερολογιτών) Αχαρνών και Νέας Ιωνίας Α.

 

β') Το ενλόγω Βούλευμα παρέπεμψε τον άνω Μητροπολίτη για να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, ως έχοντα ειδική δωσιδικία, που προβλέπεται για τους Αρχιερείς, για υπ' αυτών τελούμενα πλημμελήματα, από τη διάταξη του άρθρ. 111 παρ. 7 Κ ΠΔ.

 

γ') Φρονώ ότι το Δικαστήριό σας είναι καθ' ύλην αναρμόδιο να προβεί στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης και προτείνω, σύμφωνα με το άρθρ. 120 παρ. 1-2 Κ ΠΔ, την καθ' ύλην αναρμοδιότητα τούτου (Δικαστηρίου σας) και την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο, που, σύμφωνα με τα άρθρα 363 συνδ. 362 ΠΚ, 112 παρ. 1 ΚΠΔ, είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς. Και τούτο διότι:

 

1. Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Γ.Ο.Χ. - Παλαιοημερολογίτες) αποκαλούνται τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, που αποσπάσθηκαν απ' αυτήν διοικητικά (επομένως όχι δογματικά), μετά την επέκταση του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου, το 1924, διαφέροντες δηλαδή στο ζήτημα του ημερολογίου και του χρόνου τελέσεως των θρησκευτικών εορτών (ολ. ΣτΕ 1444/91, Αρμ 1991.606 - ΠλημΔρ 46/91, Αρμ 1991.1247).

 

2. Οι Γ.Ο.Χ., αποτελούντες ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα (άνω ολ. ΣτΕ) ή απλή παρασυναγωγή (Γνμδ. Εισ.ΑΠ 8/89, ΕλλΔνη 30.1396), δεν είναι, σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε για την νομική θέση αυτών στην Ελληνική Πολιτεία, ούτε ετερόθρησκοι, ούτε ετερόδοξοι, ούτε αιρετικοί ή σχισματικοί (άνω ολ. ΣτΕ και ολ. ΑΠ 378/80, ΠοινΧρον Λ' 568) και, αφού δεν κηρύχθηκαν με απόφαση της αρμοδίας εκκλησιαστικής Αρχής της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος ως τοιούτοι, εξακολουθούν ν' αποτελούν μέρος του συνιστώντος την Αυτοκέφαλον Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν πληρώματος, υπαγόμενον εις την δικαιοδοσίαν της διοικούσας την Εκκλησίαν υπερτάτης εκκλησιαστικής αρχής (άνω ολ. ΑΠ).

 

3. Τέτοια αρχή είναι, κατ' άρθρ. 3 παρ. 1 ν. 590/77 (Κ.Χ.Ε.Ε.), η Ι.Σ.Ι. και η Δ.Ι.Σ., που αποτελείται από αρχιερείς, οι οποίοι εκλέγονται μεν από την Ιερά Σύνοδο ως τοιούτοι και χειροτονούνται και ενθρονίζονται απ' αυτήν (δογματικό μέρος), η αναγνώριση όμως και η κατάσταση των εκλεγέντων λαμβάνει χώραν διά π.δ., κατ' άρθρ. 15 παρ. 6 (για τον Αρχιεπίσκοπο), 26 παρ. 1 (για τους Μητροπολίτες), μετά την έκδοση του οποίου αυτοί (Αρχιερείς) δίδουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας διαβεβαίωση περί εκπληρώσεως των αρχιερατικών των καθηκόντων (Διοικητικό - Πολιτειακό μέρος. Σύστημα Χωρισμού Εκκλησίας - Πολιτείας στην Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει το Σύνταγμα) και μετέπειτα ακολουθεί η κατά την εκκλησιαστικήν τάξιν ενθρόνισις αυτών (άρθρ. 16 για τον Αρχιεπίσκοπο και 26 παρ. 2 για τους Μητροπολίτες - Δογματικό μέρος).

 

4. Από τα ανωτέρω προκύπτει (ως παρατηρεί ο Τρωϊάνος υπό την ΠλημΠειρ 54/76, ΠοινΧρον ΚΣΤ' 679-680), ότι η κτήση της ιδιότητας κληρικού τινός ως Μητροπολίτη προϋποθέτει και σύμπραξη της Πολιτείας (δηλ. του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων), η οποία εκδίδει το σχετικό π.δ. για την αναγνώριση και κατάσταση της εκλογής του από την Ι.Σ. της Ιεραρχίας. Συνεπώς, ο τίτλος του Μητροπολίτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ανήκει σε οποιονδήποτε ορθόδοξο Μητροπολίτη, έστω και κανονική εκλογή και χειροτονία και ενθρόνιση έχοντα, ως τούτο συμβαίνει στους Αρχιερείς των Γ.Ο.Χ. (Δογματικό μέρος), αλλά σ' εκείνον μόνον, στο πρόσωπο του οποίου πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου (έκδοση π.δ., διαβεβαίωση ενώπιον Προέδρου Δημοκρατίας, Διοικητικό - Πολιτειακό μέρος).

 

5. Αυτούς τους Μητροπολίτες, ως Αρχιερείς, έχει υπόψη του ο Κ.Π.Δ. στο άρθρ. 111 παρ. 7, για τους οποίους καθιεροί ειδική δωσιδικία, για πλημμελήματα τελούμενα υπ' αυτών.

 

6. Οι παλαιοημερολογίτες Μητροπολίτες, μπορεί μεν να εξελέγησαν, χειροτονήθηκαν και ενθρονίστηκαν κατά το ορθόδοξον δόγμα, ως και οι Μητροπολίτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όμως δεν υπάγονται στην ειδική δωσιδικία του άρθρ. 111 παρ. 7 ΚΠΔ, για πλημμελήματα τελούμενα υπ' αυτών, αφού, ούτε υπό της Πολιτείας, διά σχετικού π.δ., έλαβε χώρα αναγνώριση και κατάσταση της εκλογής των, ούτε διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, για εκπλήρωση των αρχιερατικών των καθηκόντων.

 

7. Εν συμπεράσματι, ως Αρχιερείς, το άρθρ. 111 παρ. 7 ΚΠΔ εννοεί τους κατά τον Κ.Χ.Ε.Ε. (ν. 590/ 77) αναγνωριζομένους ως τοιούτους (Αρχιεπίσκοπο, Μητροπολίτες, Επισκόπους, Βοηθούς Επισκόπους, Τιτουλάριους) και όχι τους παλαιοημερολογίτες Αρχιερείς, που αναγνωρίζονται μεν δογματικά κατά το Ορθόδοξο δόγμα ως τοιούτοι, όχι όμως και υπό του νόμου (ν. 590/77), δηλαδή υπό της Πολιτείας, ως κείμενοι εκτός του Κ.Χ.Ε.Ε., λόγω ελλείψεως των σχετικών π.δ. και διαβεβαιώσεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και διότι, κατόπιν τούτου, αυτοί υπάγονται, ως πλήρωμα, στη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, διά του Καταστατικού της Χάρτη, ορίζει δογματικά και νομικά ένα Μητροπολίτη (τον του Κ.Χ.Ε.Ε.) σε κάθε μια Μητρόπολη και όχι περισσότερους.

δ') Το θέμα της ειδικής ή μη δωσιδικίας, κατ' άρθρο 111 παρ. 7 ΚΠΔ, των Αρχιερέων, των άλλων Ομοδόξων Εκκλησιών και Πατριαρχείων, δεν μας αφορά, ως άσχετο με την κρινόμενη υπόθεση.

 

Η διάταξη του άρθρου 111 § 7 ΚΠΔ καθιερώνει την εξαιρετική δωσιδικία ορισμένων προσώπων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αρχιερείς (για τους λόγους - λιγότερο ή περισσότερο πειστικούς - που οδήγησαν σ' αυτή την εξαιρετική (ιδιάζουσα ή ειδική) δωσιδικία βλ. λ.χ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1993, σ. 152 Ζησιάδου, Ποινική Δικονομία³, τ. Α', 1976, σ. 598).

Βεβαίως, ο όρος αρχιερέας δεν νοείται εδώ με τη γενική έννοια του τρίτου βαθμού της ιερωσύνης, η οποία, κατά το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα, αποκτάται με τη χειροτονία και παραμένει ανεξίτηλη, ανεξάρτητα από την άσκηση διοικητικού και ποιμαντικού έργου στο πλαίσιο της εκκλησίας, δηλαδή ως άσκηση μόνο των λεγόμενων αγιαστικών πράξεων. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η άσκηση διοικητικής - εκκλησιαστικής εξουσίας από αρχιερείς, και αυτό συμβαίνει όταν αυτοί έχουν ποίμνιο, ασκούν ποιμαντικό έργο ως Επίσκοποι, Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι (όχι βεβαίως όταν έχουν παραιτηθεί ή καθαιρεθεί).

 

Το δεύτερο και πιο κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο όρος αρχιερέας, με την έννοια της άσκησης ανώτερου εκκλησιαστικού διοικητικού έργου, αφορά μόνο τους ασκούντες το έργο αυτό στο πλαίσιο της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας ή επεκτείνεται γενικότερα και σε αρχιερείς άλλων Εκκλησιών ή δογμάτων, όπως λ.χ. οι αρχιερείς των παλαιοημερολογιτών, της καθολικής Εκκλησίας, που και αυτοί ασκούν ποιμαντικό και διοικητικό έργο στον χώρο της δικής τους Εκκλησίας (για να μείνουμε μόνο στον χώρο των χριστιανικών εκκλησιών και δογμάτων, που γνωρίζουν την ιερωσύνη και το βαθμό του αρχιερέα, και να μην επεκταθούμε και σε άλλα θρησκεύματα, που και αυτά γνωρίζουν αντίστοιχους με τον αρχιερέα στην άσκηση του ποιμαντικού και διοικητικού έργου θρησκευτικούς λειτουργούς, όπως στις κοινότητες λ.χ. των ισραηλιτών και των μουσουλμάνων, τις οποίες μάλιστα ο νόμος ανάγει και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (βλ. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, τ. Α΄, 1991, σ. 385).

 

Η διάταξη του άρθρου 111 § 7 ΚΠΔ δεν έχει σκοπό να καθιερώσει μια εξαιρετική δωσιδικία για τον οποιονδήποτε λειτουργό γνωστής θρησκείας (άρθρ. 13 § 2 Συντ.) που ασκεί διοικητική εκκλησιαστική εξουσία στον χώρο της δικής του θρησκείας, ούτε ακόμη και για τον οποιονδήποτε αρχιερέα που ασκεί τέτοια εξουσία στον χώρο οποιασδήποτε Χριστιανικής Εκκλησίας ή δόγματος, που έχει ποίμνιο και είναι αναγνωρισμένη στη χώρα μας (λ.χ. Καθολική Εκλησία, Αρμενική Εκκλησία, Γ.Ο.Χ. κλπ.). Ο όρος αρχιερέας στο άρθρο 111 § 7 ΚΠΔ, παράλληλα μ' εκείνον του νομάρχη, δικηγόρου, δικαστή, αναφέρεται στους ασκούντες διοίκηση αρχιερείς (Επισκόπους, Μητροπολίτες, Αρχιεπισκόπους) της κατ' άρθρο 3 του Συντάγματος επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται ένα προνόμιο στους ανώτερους αυτούς λειτουργούς της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας λόγω της κρατικής και κοινωνικής τους θέσης και του γενικότερου σεβασμού που απολαμβάνουν, θέσης, η απόκτηση της οποίας προϋποθέτει άλλωστε τη σύμπραξη του ίδιου του κράτους με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων και τη διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει ο Κ.Χ.Ε.Ε. (άρθρο 26 ν. 590/1977). Παρόμοιο είναι και το προνόμιο της κατ' οίκον εξέτασης, που οι αρχιερείς ως μάρτυρες απολαμβάνουν κατ' άρθρο 215 § 1 ΚΠΔ, μαζί με τους Υπουργούς, Πρωθυπουργούς, Προέδρους Βουλής κ.ά. Πρόκειται δηλαδή για ένα ειδικό status των αρχιερέων στο πλαίσιο της γενικότερης σχέσης Πολιτείας και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε εδώ με τυχόν παραβίαση της κατ' άρθρο 13 Συντ. αναγνωρισμένης ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, γιατί η μη εξίσωση από πλευράς δωσιδικίας στα ποινικά δικαστήρια όλων των «αρχιερέων» των γνωστών θρησκειών δεν θα συνιστούσε ούτε κώλυμα ούτε δυσμενή μεταχείριση σε βάρος εκείνων των θρησκειών, οι λειτουργοί των οποίων υπάγονται στην κανονική δωσιδικία των ποινικών δικαστηρίων. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 5 § 2 Συντ. απαγόρευση διακρίσεων λόγω θρησκείας σημαίνει ότι η θρησκεία δεν πρέπει να αποτελεί θεμιτό κριτήριο διαφοροποίησης κατά την αναγνώριση, παραχώρηση, στέρηση ή περιορισμό δικαιωμάτων (βλ. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, τ. Α', 1991, σ. 374), κάτι που δεν συμβαίνει με την καθιέρωση εξαιρετικής δωσιδικίας για τους αρχιερείς μιας συγκεκριμένης μόνο θρησκείας, αφού έτσι στα δικαιώματά τους δεν περιορίζονται οι οπαδοί ή κληρικοί των άλλων θρησκειών. Το προνόμιο της ιδιάζουσας δωσιδικίας των αρχιερέων της επικρατούσας θρησκείας δεν συνιστά, κατ' άρθρο 13 § 1 εδ. 2 και άρθρο 5 § 2 εδ. 1 Συντ. (άρθρο 9 και 14 Ε.Σ.Δ.Α.), δυσμενή διάκριση σε βάρος των αντίστοιχων λειτουργών άλλων θρησκειών. Ορθά λοιπόν το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς δέχτηκε ότι στην έννοια του αρχιερέα κατ' άρθρο 111 § 7 ΚΠΔ δεν υπάγονται άλλοι πλην των Μητροπολιτών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας των Παλαιοημερολογιτών.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.