ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Εφετείο Θεσσαλονίκης 103/2005
Πηγή : Αρμενόπουλος 2006, 1213
Αριθμός Απόφασης : 103
'Ετος : 2005
Δικαστήριο : ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


[...] Από τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Νινδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) καιν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ' αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματα του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ' αυτά (ΟλΑΠ 75/1987, ΕλλΔνη 32, 1483, ΑΠ 1800/1985, ΝοΒ 34, 1074, ΑΠ 1686/1985, ΝοΒ 34, 1060, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, 1989, σελ. 83 και 354). Δηλαδή, προκειμένου για κτήματα του Δημοσίου, για την κτήση κυριότητας πάνω σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία (τακτική δεν χωρεί), πρέπει η τριακονταετής νομή να έχει συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915, ενώ από της ημερομηνίας αυτής και εφεξής πράξεις νομής σε δημόσιο κτήμα καμία δεν έχουν αξία ως προς την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία, καθόσον, αν δεν είχε επέλθει κτήση της κυριότητας μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο χρόνος για χρησικτησία κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα (βλ. και Γνωμ. Γ. Νάκου, Περί του νομικού καθεστώτος των τέως Δημοσίων Οθωμανικών Γαιών στις Νέες Χώρες, Αρμ 1988, 135). Περαιτέρω, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο, το οποίο ίσχυσε στη Μακεδονία μέχρι την 1.2.1914, οπότε άρχισε να ισχύει και σε αυτήν η Ελληνική Νομοθεσία (μετά την απελευθέρωση), κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. 147/1914, δεν αναγνωρίζετο ο θεσμός της χρησικτησίας, τακτικής και έκτακτης, του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου ή της κτητικής παραγραφής. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για χρησικτησία προκειμένου για ακίνητα που βρίσκονται στις Νέες Χώρες (όπως η Μακεδονία) παρά μόνον από το έτος 1914 και μετέπειτα, που άρχισε να ισχύει και σε αυτές η Ελληνική Νομοθεσία, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζεται, σε ισχυρισμό ότι η κυριότητα του ακινήτου ή κινητού αποκτήθηκε με χρησικτησία, για συμπλήρωση αυτής, ο χρόνος κατοχής που αναφέρεται σε χρόνο προγενέστερο της εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας (ΑΠ 416/1963, ΕΕΝ 30, 875, ΕφΛαρ 233/1992, ΕλλΔνη 33, 1500, Εφθεσ 207/1990, Αρμ 1990, 330, Κ. Παπαδόπουλος, ό.π. σελ. 662). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 7 του παραπάνω νόμου, στις λεγόμενες Νέες Χώρες που διατελούσαν προηγουμένως υπό την επικυριαρχία του Οθωμανικού Δικαίου, διατηρούνται σε ισχύ οι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν τα σχετικά με την κτήση σ' αυτές των ιδιωτικής φύσεως δικαιωμάτων, ενώ οι δικαιοπραξίες γι' αυτές (γαίες) συντελούνται εφεξής σύμφωνα με τους Ελληνικούς Νόμους. Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος που επήλθε πριν από την εισαγωγή του ΑΚ κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε στο χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα που απαιτούνται για την κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του ΑΚ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (για μας 1856), που διατηρήθηκε κατά τα παραπάνω στις Νέες Χώρες, «Δημόσιες γαίες είναι οι λειμώνες, οι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι» των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Δημόσιο (βλ. άρθρα 4, 9, 12, 34, 49 του ίδιου νόμου). Η παραχώρηση στους ιδιώτες των παραπάνω ακινήτων, που αποτελούν την κατηγορία των δημοσίων γαιών, γίνεται με τη χορήγηση από το Κράτος και ειδικότερα από τον ειδικό για το κτηματολόγιο υπάλληλο ειδικού εγγράφου, ονομαζόμενου «ταπί», το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου. Με τον χορηγούμενο τίτλο δεν παρέχεται στους ιδιώτες η κυριότητα στα ακίνητα της παραπάνω κατηγορίας, η οποία ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο, αλλά δικαίωμα «διηνεκούς» (συνεχούς) εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), αντικείμενο της οποίας είναι η αναφερόμενη στον τίτλο «ορισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής» χρήση του εδάφους. Εξαίρεση του κανόνα, ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως, καθιερώνει το άρθρο 78 του παραπάνω νόμου περί γαιών, κατά το οποίο «αν κάποιος καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσιες και αφιερωμένες γαίες για δέκα έτη χωρίς αμφισβήτηση (δικαστική από το Δημόσιο) αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είτε έχει έγκυρο τίτλο, είτε δεν έχει, οι γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά δίδεται σ' αυτόν νέος τίτλος» (ΑΠ 1194/1980, ΝοΒ 29, 546, ΑΠ 909/1980, ΝοΒ 29, 288, Κ. Παπαδόπουλος, ό.π. σελ. 350-353 και 559-561), δεν χρειαζόταν δε η έκδοση στο όνομα του τίτλου (τοπίου), ο οποίος αποτελούσε απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος εξουσιάσεως με τη δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια αναγνώρισε και το Διάταγμα 2468 της προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2), που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917 και το ν. 2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η δεκαετία είχε συμπληρωθεί μέχρι 20.5.1917. Με το άρθρο 49 του τελευταίου νόμου ορίσθηκε περαιτέρω ότι όποιος έχει το δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτά δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου του κτήματος, το δε Δημόσιο δικαίωμα συγκυριότητας και συνδιακατοχής κατά το υπόλοιπο 1/5, το οποίο όμως δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμει των άρθρων 101-104 του Διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4229/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14, 18 και 19 του ν. 1540/1938, περιήλθε αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών στους, κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του Διατάγματος, συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5 (ΑΠ 422/1989, ΕλλΔνη 1990.1431, ΑΠ 909/1980, ό.π.). Επίσης, κατά την Οθωμανική νομοθεσία, μετά τον θάνατο αυτού που έχει δικαίωμα «εξουσιάσεως» σε δημόσιες γαίες, οι συγγενείς του δεν καταλαμβάνουν αυτές λόγω κληρονομικού δικαιώματος και κληρονομικής διαδοχής, αλλά με ευεργέτημα του νόμου αποκτούν μετά το θάνατο του εξουσιαστή αυτοτελές και αυθύπαρκτο δικαίωμα νέας αποκτήσεως και διηνεκούς εγκαταστάσεως στις εξουσιαζόμενες από τον αποβιώσαντα γαίες. Η απόκτηση αυτή και εγκατάσταση δεν αποτελεί συνέχεια και διαδοχή της υφισταμένης στο πρόσωπο του αποβιώσαντος διηνεκούς νομής, αλλά νέα απόκτηση, άσχετη προς την προηγούμενη.

Πο συγκεκριμένα, με τις διατάξεις των άρθρων 54, 55 του ν. «περί γαιών» θεσπίσθηκε ένα ιδιόρρυθμο δικαίωμα μεταβιβάσεως μετά θάνατο των δημοσίων γαιών του αποβιώσαντος σε ορισμένους συγγενείς του. Ειδικότερα, αναγνωρίσθηκε στα τέκνα, εγγονούς και άλλες ρητά προσδιοριζόμενες κατηγορίες συγγενών το δικαίωμα μεταβιβάσεως (χάκκη ιντιλάκ), σύμφωνα με το οποίο οι συγγενείς αυτοί είχαν το ευεργέτημα όπως μέσα σε τακτή προθεσμία καταλάβουν τις δημόσιες γαίες που εξουσίαζε ο αποβιώσας και να τις μεταβιβάσουν στους εαυτούς τους, ζητώντας την έκδοση στο όνομα των νέων τοπίων, τα οποία θα αναγνώριζαν σ' αυτούς το δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) των δημοσίων αυτών γαιών. Το δικαίωμα αυτό ήταν αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο από το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής και είχε χορηγηθεί στην αρχή στα τέκνα του αποβιώσαντος εξουσιαστή (άρθρο 54 παρ. 1 του νόμου περί γαιών), σύμφωνα με το οποίο «Μετά το θάνατο του κυρίου δημοσίων και βακουφικών γαιών, αϊ υπό την εξουσία αυτού γαίαι μεταβαίνουν εξίσου δωρεάν εις τα άρρενα και θήλεα τέκνα του, είτε βρίσκονται ένθα κείνται αϊ γαίει, είτε εις άλλην πόλιν» και μάλιστα ανεξάρτητα από τυχόν έθιμο που περιόριζε ή απέκλειε τις θυγατέρες από την κληρονομιά των γονέων τους, αν είχαν προίκα από αυτούς (Εφθρ 267/1990, Αρμ 1992, 496, ΕφΛαρ 233/1992, ΕλλΔνη 33, 1500). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 19.11.1997 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είχε ισχυρισθεί ότι είναι κύριος του περιγραφόμενου με κάθε λεπτομέρεια ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή της Κοινότητας Στρατονίκης Χαλκιδικής και περιήλθε σ' αυτόν από κληρονομιά του πατέρα του, που πέθανε το έτος 1973 χωρίς να συντάξει διαθήκη και την οποία αποδέχθηκε με τη με αριθμ. 31676/1995 δήλωση αποδοχής, που συντάχθηκε από το συμβολαιογράφο Αρναίας ... και μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα του περιήλθε από κληρονομιά του πατέρα του, που πέθανε το 1937 χωρίς να συντάξει διαθήκη και ότι ο τελευταίος το κατείχε και το καλλιεργούσε χωρίς δικαστική αμφισβήτηση από το 1880, αποκτήσας με τον τρόπο αυτό δικαίωμα εξουσιάσεως, αφού το κατείχε και το καλλιεργούσε επί δέκα συνεχή χρόνια πριν από τις 20.5.1917, το οποίο μεταγράφηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Τέλος, ότι το εναγόμενο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του επί του επιδίκου ακινήτου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητας του επί του ακινήτου αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, στη συνέχεια, αφού συνήγαγε ομολογία από τις προτάσεις του εναγομένου, λόγω αναφοράς σε αυτές σε άλλα πρόσωπα και σε άλλο ακίνητο, την δέχθηκε και ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου ακινήτου. Ήδη το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται κατ' αυτής, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου του. Από το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι αυτή είναι πλήρως ορισμένη και γι' αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα.

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 322 λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά το άρθρο 324 ΚΠ)λΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η σε μεταγενέστερη δίκη αμφισβήτηση της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη δικαστική απόφαση (ΑΠ 166/1999, ΕλλΔνη 40, 1040, ΑΠ 1174/1999, ΕλλΔνη 41, 694).

Περαιτέρω, η απόφαση η οποία απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο (ΑΠ 1190/1974, ΝοΒ 23, 729, ΕφΑΘ 6552/1986, ΝοΒ 35, 384) Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 332, 527 και 269 παρ. 1 ΚΠ)λΔ προκύπτει ότι το δεδικασμένο μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά και στην κατ' έφεση δίκη ως λόγος εφέσεως (ΑΠ 1457/1987, ΕΕργΔ 1988, 1632, ΕφΛαρ 278/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, Εφθεσ 810/1990, Αρμ 1990, 334).

Στην προκείμενη περίπτωση το εκκαλούν ισχυρίζεται, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ότι ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του ιδίου πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τη με αριθμ. καταθ. 649-225Μ/31.5.1994 όμοια αγωγή του, με την αυτή ιστορική και νομική αιτία, η οποία στρεφόταν εναντίον του (εκκαλούντος), με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η κυριότητα του στο επίδικο ακίνητο, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 178/1995 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία την απέρριψε ως νόμω αβάσιμη και ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη, εφόσον κατ' αυτής δεν ασκήθηκε έφεση μέχρι τις 22.1.2003, όπως προκύπτει από το με αριθμ. 21/2003 πιστοποιητικό του γραμματέα του παραπάνω δικαστηρίου και έτσι αποτελεί δεδικασμένο. Ερευνώντας τον ισχυρισμό αυτόν του εκκαλούντος, πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω: πράγματι ο εφεσίβλητος άσκησε κατά του εκκαλούντος και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την παραπάνω αναγνωριστική κυριότητας αγωγή, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η οποία απερρίφθη τελεσιδίκως ως μη νόμιμη, πλην όμως η αγωγή αυτή είχε διαφορετική ιστορική και νομική αιτία σε σχέση με την κρινόμενη. Ειδικότερα, με την πρώτη αυτή αγωγή, ο ενάγων επικαλείτο ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε σ' αυτόν από κληρονομιά του πατέρα του, που πέθανε το 1973 χωρίς να συντάξει διαθήκη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, ο οποίος την αποδέχθηκε νόμιμα και προέβη στη μεταγραφή της, ότι στο δικαιοπάροχο πατέρα του περιήλθε από κληρονομιά του πατέρα του, που πέθανε το 1937, από κληρονομιά και ο οποίος το κατείχε και το ενέμε-το συνεχώς και αδιαλείπτως από το 1890 και, ειδικότερα, ότι οι δικαιοπάροχοι του προέβησαν στις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής και κατοχής όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, τις οποίες ενεργεί και ο ίδιος από το 1973 μέχρι την άσκηση της αγωγής και, τέλος, λόγω του ότι το εναγόμενο αμφισβητούσε την κυριότητα του, ζητούσε να αναγνωρισθεί η κυριότητα του επ' αυτού. Με την κρινόμενη αγωγή, όμως, αφού επικαλείται τον ίδιο τρόπο περιελεύσεως του επιδίκου σ' αυτόν, δηλαδή από κληρονομιά του πατέρα του, την οποία αποδέχθηκε και μετέγραφε νόμιμα και ότι στον πατέρα του περιήλθε από κληρονομιά του πατέρα του, που πέθανε το 1937, στη συνέχεια αναφέρει ότι ο τελευταίος από το 1880 κατείχε και καλλιεργούσε το επίδικο χωρίς δικαστική αμφισβήτηση για δέκα συνεχή χρόνια πριν από τις 20.5.1917, με συνέπεια να αποκτήσει δικαίωμα εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας και τέλος, λόγω της αμφισβητήσεως του δικαιώματος του από το εναγόμενο, ζητούσε την αναγνώριση της κυριότητας του επ' αυτού. Δηλαδή, ενώ με την πρώτη αγωγή ο ενάγων στηρίζει το δικαίωμα κυριότητας των δικαιοπαρόχων του στην έκτακτη χρησικτησία, με την κρινόμενη αγωγή στηρίζει το δικαίωμα του απώτερου δικαιοπαρόχου στις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις του τότε ισχύοντος Μουσουλμανικού Νόμου, σε συνδυασμό με τις παραπάνω διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας, που αναγνώριζαν το δικαίωμα εξουσιάσεως με τη δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια, εφόσον η δεκαετία είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 20.5.1917, και το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή έχει διαφορετική ιστορική και νομική αιτία σε σχέση με την πρώτη, η οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως ως νόμω αβάσιμη, και έτσι δεν καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο που αυτή παρήγαγε. Για το λόγο αυτόν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με την οποία το εκκαλούν προβάλλει για πρώτη φορά ενώπιον του εφετείου την ένσταση δεδικασμένου.

Από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα), η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, από τη με αριθμ. 76/31.10.2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αρναίας, που λήφθηκε από τον ενάγοντα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου του (βλ. τη με αριθ. 8965Β'/26.10.2000 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών Σ. Ρ.) και από τα επικαλούμενα και νομίμως από τους διαδίκους προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Με τη με αριθμ. 31.676/29.3.1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αρναίας..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Άρνης, περιήλθε στον ενάγοντα ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος το έτος 1973 πατέρα του... ο επίδικος αγρός, εμβαδού 781,50 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας Στρατονίκης Ν. Χαλκιδικής και συνορεύει ανατολικά με δημόσια δασική έκταση και με αγροτική οδό, δυτικά με δημόσια δασική έκταση, βόρεια με βραχώδη θαλάσσια ακτή και νότια με δημόσια δασική έκταση. Ο ενάγων, προκειμένου να αποδείξει το δικαίωμα κυριότητας του απωτέρου δικαιοπαρόχου και παππού του και κατ' επέκταση και το δικό του στο επίδικο ακίνητο και επικαλούμενος τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας, ισχυρίζεται ότι τούτο είναι καλλιεργήσιμος αγρός, δηλαδή ανήκει στις γαίες, και ότι τον κατείχε και τον καλλιεργούσε ο παραπάνω δικαιοπάροχος του συνεχώς από το 1880, αποκτήσας με τον τρόπο αυτό δικαίωμα εξουσιάσεως, αφού τον κατείχε και τον καλλιεργούσε χωρίς δικαστική αμφισβήτηση για συνεχή χρόνια πριν από τις 20.5.1917, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Όμως, ούτε από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, ούτε από κάποιο άλλο στοιχείο αποδείχθηκε η βασιμότητα του παραπάνω ισχυρισμού του. Ειδικότερα, τόσο η κατάθεση του μάρτυρα και γαμπρού του (ενάγοντος), που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο όσο και οι καταθέσεις των μαρτύρων του, που περιέχονται στην από 31.10.2000 ένορκη βεβαίωση, οι οποίοι καταθέτουν ότι, όπως πληροφορήθηκαν από τρίτους, ο παππούς του ενάγοντος χρησιμοποιούσε το επίδικο από το 1900 σαν κτηνοτροφική μονάδα, στο οποίο έκτισε και πέτρινη καλύβα, δεν κρίνονται ως πειστικές. Τούτο γιατί, ο μεν πρώτος γεννήθηκε το 1953 και οι άλλοι το 1935 και 1936 αντίστοιχα, και συνεπώς είναι αδύνατο να έχουν γνώση για κάποια γεγονότα που συνέβησαν πολλά χρόνια πριν από τη γέννηση τους, έστω και αν τις πληροφορίες τους τις στηρίζουν σε διηγήσεις τρίτων, τους οποίους μάλιστα δεν κατονομάζουν. Επίσης, δεν είναι πειστικές και οι καταθέσεις των.., που περιέχονται στην από 28.6.1984 ένορκη βεβαίωση, δεδομένου ότι αυτοί καταθέτουν για γεγονότα της παιδικής τους ηλικίας, αφού γεννήθηκαν το 1905 και 1906, αντίστοιχα.

Επίσης, πρέπει να τονισθεί ότι ουδείς από τους τέσσερις τελευταίους μάρτυρες καταθέτει με σαφήνεια ότι ο... καλλιεργούσε το επίδικο ακίνητο. Επί του σημείου δε αυτού είναι ασαφής και εν μέρει αντιφατική και η κατάθεση του πρώτου μάρτυρα, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, ο οποίος, ενώ καταθέτει αφενός ότι ο... χρησιμοποιούσε το επίδικο ως κτηνοτροφική μονάδα, όπου είχε κτίσμα 50 τ.μ. και μαντρί 300 τ.μ., καταθέτει επίσης ότι το καλλιεργούσε, πράγμα δύσκολο αν ληφθεί υπόψη το συνολικό εμβαδόν του (781,50 τ.μ.). [φέπει δε να τονισθεί ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην αρχή της παρούσας, για να αποκτήσει κάποιος δικαίωμα εξουσιάσεως απαιτείται δεκαετής κατοχή και καλλιέργεια, δηλαδή τα παραπάνω ισχύουν μόνον επί καλλιεργησίμων γαιών, όχι επί οικοπέδων και κήπων, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τοπίου, ενώ δεν εφαρμόζονται επίσης ούτε για τις βοσκές [(θερινές και χειμερινές), Ε. Δωρής, Δημόσια Κτήματα, 1980, σελ. 409].

Επομένως, από τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα δεκαετής κατοχή και καλλιέργεια του επιδίκου, από τον παραπάνω δικαιούχο του, μέχρι τις 20.5.1917. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στο με αριθμ. πρωτ. 5254/1994 έγγραφο του δασαρχείου Αρναίας, από φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945 δεν φαίνεται κτίσμα στη συγκεκριμένη θέση, ενώ φαίνεται ευκρινώς το κτίσμα στις αεροφωτογραφίες του 1960, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το επίδικο περιήλθε στην κατοχή των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν που αναφέρεται στην αγωγή. Εκτός τούτου, με τη με αριθμ. 3/1994 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε προσφυγή του ενάγοντος κατά της με αριθμ. 47400/1994 αποφάσεως του Νομάρχη Χαλκιδικής για κατεδάφιση του παρανόμου κτίσματος που υπάρχει στο επίδικο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως δημόσια έκταση. Επίσης, το γεγονός ότι το επίδικο περικλείεται από δημόσια δασική έκταση, εκτός από τη βόρεια πλευρά του που συνορεύει με τη θάλασσα, ενισχύει την άποψη ότι δεν πρόκειται για ιδιωτική έκταση. Επομένως, εφόσον ο ενάγων δεν απέδειξε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του σχετικά με την κτήση της κυριότητας του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του, δηλαδή με την κτήση από αυτόν δικαιώματος εξουσιάσεως το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, τότε το επίδικο ως «δημόσια γαία» παρέμεινε στην κυριότητα του Τουρκικού Κράτους και, μετά την απελευθέρωση των εδαφών αυτών, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους δυνάμει της από 1/14 Νοεμβρίου 1913 Συνθήκης των Αθηνών περί ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ' της 14.11.1913, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856), που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Νέες Χώρες, με το άρθρο 2 του ν. 147/1914 (Ε. Δωρής, ό.π. σελ. 407 - 410, Γ. Καραγιάννης, στο ΝοΒ 26.1133) και συνεπώς ούτε ο δικαιοπάροχος πατέρας του απέκτησε την κυριότητα του ενλόγω ακινήτου, αλλά ούτε και αυτός, ως καθολικός διάδοχος του. Έτσι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου ακινήτου, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο συνήγαγε ομολογία από τις προτάσεις του εναγομένου, για το λόγο ότι αν και αυτές εστρέφοντο κατά του ενάγοντος, από παραδρομή αναφερόντα σε άλλο ακίνητο και σε άλλα πρόσωπα, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου. Τούτο γιατί, έστω και με τα παραπάνω σφάλματα, τα οποία προφανώς οφείλονται σε παραδρομή, από το περιεχόμενο των προτάσεων του εναγομένου σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση της αγωγής, συνάγεται άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών του ενάγοντος. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η αγωγή προς επανεκδίκαση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.