ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 1291/2007
Αριθμός Απόφασης : 1291
'Ετος : 2007
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


Αριθμός 1291/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Καπερώνη, Προεδρεύοντα, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Ιωάννη Ιωαννίδη, Mίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Ζήση Βασιλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Τ ο υ  αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Κ.Γ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Τ ω ν  αναιρεσιβλήτων: 1..... και 2. ...., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ι.Φ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-1985 αγωγή του.....του αρχικού διαδίκου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 139/1999 του ίδιου δικαστηρίου και 2658/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά το αναιρεσείον με την από 29-9-2004 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Μίμης Γραμματικούδης ανέγνωσε την από 7-3-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Σ Κ Ε Φ Θ Η Κ Ε  Σ Υ Μ Φ Ω Ν Α  Μ Ε  Τ Ο  Ν Ο Μ Ο  

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 του νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), στις μοναστηριακές γαίες ανήκαν, κατά μεν την παραγρ. 1 αυτού, οι ανέκαθεν προσαρτημένες στις Ι. Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας, αρκεί η «προσάρτησή» τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο(defterhane),που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας, οπότε δεν εξουσιάζονταν με τίτλο(ταπί) ούτε υπήρχε δυνατότητα αυτές να αγορασθούν ή να πωληθούν και γιαυτές δεν ίσχυαν, ούτε εφαρμόζονταν, οι κοινές διατάξεις του οθνπΓαιών, κατά δε την παραγρ. 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν και αυτές «προσαρτήματα» των Ι. Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) όχι απ΄ ευθείας στο όνομα της Μονής, αλλά με το όνομα του Μοναχού, εξακολουθούσαν δε να υπάγονται στην ίδια κατηγορία των δημόσιων γαιών του άρθρου 3 του οθωμανικού νόμου περί Γαιών (arazi-i emiriye), εφαρμόζονταν δε σ΄αυτές οι διατάξεις οι σχετικές με την εξουσίασή τους με τίτλο (ταπί) του οθωμανικού νόμου περί Γαιών. Οι ανωτέρω περί γαιών διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας ρητώς αναγνωρίσθηκαν από την ελληνική Πολιτεία και διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες, οι οποίες διατελούσαν τέως υπό τη κυριαρχία του οθωμανικού κράτους, με το άρθρο 2 του ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 262/1914. Ενόψει δε του ότι το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.2508/1920 «περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν τοις Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων» ορίστηκε ότι, τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σ΄ αυτές είχαν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονται σ' αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως, και αν ακόμη οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον οθωμανικό νόμο, είτε λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο, είτε λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου, είτε για μη τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβαση. Με τη διάταξη αυτή έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής η ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, να αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς το οποίο ίσχυε επί τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση, όμως, αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων πουαναφέρονται στο νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών (ΟλΑΠ 1741/1980). Εξάλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε τέτοιο κανόνα ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή παρέλειψε την εφαρμογή του ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, ή εφάρμοσε τον κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ΄ αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι είχε, αντιστοίχως δε αν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή αν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : Το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μείζονος εκτάσεως 20.000 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην τοποθεσία «.....» της κτηματικής περιφέρειας ...., ανήκε κατά κυριότητα στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων Ιερά Μονή ...., στην οποία είχε περιέλθει αυτοδικαίως σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες ύστερα από την ενσωμάτωση σ΄ αυτήν ως μετοχίου της Ιεράς Μονής ....μετά την οριστικής αποτέφρωση της τελευταίας συνεπεία αλλεπάλληλων πυρκαϊών, στις 7-12-1932. Την έκταση αυτή η Ι. Μονή, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας καλλιεργούσε είτε με τους μοναχούς της και το ιδιωτικό προσωπικό της, χρησιμοποιώντας προς τούτο δικά της ζώα, με το σύστημα της αγρανάπαυσης ή αμειψισποράς, με διάφορα δημητριακά, χορτολιβαδικά και αμπέλια και εκμίσθωνε σε τρίτους γεωργοκτηνοτρόφους, για καλλιέργεια και βοσκή, εξασφαλίζοντας έτσι τα έσοδα για τη λειτουργία της; την επιβίωση των μοναχών και την διατροφή των μικρών και μεγάλων ζώων που διατηρούσε (αιγοπρόβατα αγελάδες, άλογα), καταβάλλοντας παράλληλα στο τουρκικό Δημόσιο κτηματικό φόρο. Η ανωτέρω Μονή αναφέρεται ως εξουσιαστής, και φορολογούμενος, του μείζονος ακινήτου, που εμφανίζεται ως αγρός 20.000 στρεμμάτων, στα συνοπτικά βιβλία (ΧΟΥΣΑΛΑ) των ετών 1873-1874, καθώς και των ετών 1888-1889, με την έννοια ότι η περιουσία ανήκει σε Χριστιανικό καθίδρυμα. Από το με χρονολογία 1251 έτους (1835) Μονόγραμμα (Φιρμανιού - Υψηλό Διάταγμα) του Σουλτάνου Μαχμούτ, το οποίο απευθυνόταν προς τον Ιεροδικαστή της Υποδιοίκησης Φαναρίου Λάρισας, προκειμένου να μην αυξηθεί, όπως ζητούσε ο τιμαριούχος, ο ετήσιος φόρος που κατέβαλε η ως άνω Μονή προς το τουρκικό Δημόσιο, και απαγορευθεί οποιαδήποτε παράνομη και εναντίον των αρχαίων εθίμων και του υψηλού Διατάγματος επέμβαση του βακουφικού Επιτρόπου στα ακίνητα της Μονής, προκύπτει ότι η τελευταία κατέβαλε φόρο δεκάτης. Με την με αριθ. ...../28-9-1924 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέα, για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών ... και .... του Νομού Πιερίας, το αγρόκτημα «....», το οποίο οριοθετήθηκε με επίσημο σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκε το έτος 1931 από την αρμόδια Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας, βρέθηκε δε να έχει συνολική έκταση 13.076.687 στρεμμάτων, δοθέντος ότι δεν συμπεριλήφθηκε σ΄ αυτήν δασική έκταση 7.000 περίπου στρεμμάτων. Με την με αριθ.... απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Κατερίνης και το σε εκτέλεση αυτής συνταγέν από 29-1-1936 Πρωτόκολλο Οριστικού Διαχωρισμού του ανωτέρω αγροκτήματος, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε μέχρι το έτος 1949 γιαυτό και δεν αναθεωρήθηκε, η έκταση αυτή χαρακτηρίσθηκε ως ανήκουσα στην κατηγορία των δημόσιων γαιών (Εραζίι -Εμιριγιέ), με συγκύριο το Ελληνικό Δημόσιο κατά το 1/5, καθόσον αυτή υπερέβαινε τα 200 αυτοκαλλιεργούμενα στρέμματα, ενώ με την με αριθ. 801/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίσθηκε η καταβλητέα αποζημίωση, λόγω της απαλλοτριώσεως, κατά 1/5 στο Ελληνικό Δημόσιο και κατά 4/5 στην ιδιοκτήμονα καθ΄ ης η απαλλοτρίωση Ιερά Μονή ..... Από την έκταση αυτή εξαιρέθηκε, εκτός των άλλων και το με αριθ. 30 τεμάχιο (τμήμα του οποίου είναι το επίδικο), λόγω της μικρής του γονιμότητας του εδάφους που παρουσίαζε το συγκεκριμένο χρόνο(περίοδος αγρανάπαυσης),αλλά και για να μπορεί να διατηρηθεί η Ιερά Μονή. Την έκταση αυτή πώλησε ο Ο. Δ. Ε. Π., μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, με το ..... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κατερίνης Ξενοφώντα Συλλόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, προς τον ....., ακολούθως δε εκείνος, με το .... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νικολάου Καραμάνου, που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε την επίδικη έκταση στον αρχικώς ενάγοντα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι επειδή καταβάλλονταν για το ως άνω ακίνητο φόρος δεκάτης, τούτο ανήκει στην κατηγορία της δημόσιας γης, επί της οποίας εφαρμογή έχει το άρθρο 122 παρ. 1 του οθωμανικού νόμου περί Γαιών. Ενόψει δε του ότι με το προαναφερόμενο φιρμάνι ο τιμαριούχος απαγορεύθηκε να ζητήσει αύξηση του φόρου δεκάτης, ότι υπάγεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 122 του οθωμανικού νόμου «περί γαιών», ως «ανέκαθεν προσαρτημένη σε μονασrήρι» και καταγεγραμμένη στο «κτηματολόγιο», την οποία κατείχαν νόμιμα οι μοναχοί χωρίς ταπί, το οποίο δεν ήταν δυνατό κατά νόμο να έχουν, μόνον με καλλιέργεια και πληρωμή φόρου, αποτελεί δηλαδή ιδιόκτητη Μοναστηριακή Γαία της (απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος) Ι.Μονής ..... Περαιτέρω, με επικουρική αιτιολογία, δέχθηκε ότι και αν η επίδικη έκταση ανήκει στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 122 του νόμου περί γαιών, και καταστράφηκε ο τίτλος δυνάμει του οποίου η Ι. Μονή είχε αποκτήσει δικαίωμα τεσσαρούφ επ΄ αυτής, αυτή εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 78 Οθ. Νόμου «περί γαιών» και συνεπώς μπορούσε να αποκτηθεί δικαίωμα δεκαετούς εξουσιάσεως το οποίο μετατράπηκε σε δικαίωμα κυριότητας, διότι η ως άνω Ι. Μονή εξουσίαζε την έκταση αυτή από αμνημόνευτων ετών και μέχρι την 20-5-1917, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, καλλιεργώνrας αυτήν με τους μοναχούς και τo ιδιωτικό προσωπικό με δημητριακά, χορτολιβαδικά και αμπέλια .Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτό ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ανωτέρω Ι. Μονή κατέστη κυρία της επίδικης εκτάσεως με τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν τρόπο. Με το να αποφανθεί το Εφετείο, με την κύρια αιτιολογία, ότι η επίδικη έκταση αποτελεί μοναστηριακή γαία και ανήκει κατά κυριότητα στην απώτερη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, ως «ανέκαθεν προσαρτημένη σε μοναστήρι» και καταγεγραμμένη στο «κτηματολόγιο», χωρίς περαιτέρω να διαλαμβάνει παραδοχές ότι η έκταση αυτή ήταν πράγματι ανέκαθεν προσαρτημένη στην Ιερά Μονή .... και ως τέτοια ήταν καταχωρημένη στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 122 παρ.1 του οθωμανικού νόμου περί Γαιών, την οποία εφάρμοσε, διότι αρκέσθηκε σε λιγότερες προϋποθέσεις από αυτές που απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Επίσης, με την επάλληλη αιτιολογία, με την οποία το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κτήση δικαιώματος εξουσιάσεως επί της επίδικης εκτάσεως από την ως άνω Ι.Μονή .... το οποίο ακολούθως μετατράπηκε σε δικαίωμα κυριότητας αυτής, χωρίς περαιτέρω να διαλαμβάνει παραδοχές για τον τρόπο με τον οποίο η έκταση αυτή περιήλθε κατά κυριότητα στην ως άνω Ι.Μονή, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ. 2 και 78 του ίδιου οθωμανικού νόμου περί Γαιών, τις οποίες εφάρμοσε, δεδομένου ότι το προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές δικαίωμα εξουσιάσεως επί της επίδικης εκτάσεως δεν μπορούσε να αποκτηθεί από την Ι.Μονή ........., όπως με την πληττόμενη απόφαση έγινε δεκτό, ως στερούμενη νομικής προσωπικότητας υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου, αλλά μόνο από τους μοναχούς αυτής, από τους οποίους όμως η εξουσίασή της επί συνεχή δεκαετία δεν προσπόριζε αυτοδικαίως κυριότητα στο νομικό πρόσωπο της Ι.Μονής, όπως επίσης έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά μόνο με την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο ν. 2508/1920,για τις οποίες δεν περιέχονται παραδοχές στην απόφαση. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ,με τον οποίο προβάλλονται οι ανωτέρω πλημμέλειες, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Γ Ι Α  Τ Ο Υ Σ  Λ Ο Γ Ο Υ Σ  Α Υ Τ Ο Υ Σ

Αναιρεί την 2658/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τριακόσια(300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2007. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2007 .

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.