ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Εφετείο Λάρισας 228/2007
Αριθμός Απόφασης : 228
'Ετος : 2007
Δικαστήριο : ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ


Αριθμός 228/2007
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
 

1. Η από 21-7-2005 έφεση στρέφεται κατά της 57/2004 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε κατ’ ουσία την από 30-10-2000 αγωγή των εκκαλούντων κατά του εφεσιβλήτου, με αντικείμενο την αναγνώριση ποσοστού κυριότητας εξ αδιαιρέτου, αποκτηθέντος με παράγωγο ή, άλλως και επικουρικώς, με πρωτότυπο τρόπο, επί δασικής εκτάσεως που βρίσκεται στην περιοχή Μ. Κ. της επαρχίας Κ. Η έφεση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και με συνδρομή των υπολοίπων, νομίμων προϋποθέσεων (ΚΠολΔ 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, σύμφωνα με τους ορισμούς της ίδιας διαδικασίας, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με τους οποίους οι εκκαλούντες παραπονούνται για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.

2. Από όλα τα νομίμως και με επίκληση (βλ. τις προτάσεις των διαδίκων) προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που δόθηκαν νομίμως σε εκτέλεση της 40/2002 προδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώπιον του ορισθέντος εισηγητή δικαστή και περιλαμβάνονται στην 48/2002 εισηγητική έκθεση, από όλα τα έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση ουδενός και από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται παρακάτω, αποδεικνύονται τα εξής: Στην ορεινή περιοχή της επαρχίας Κ. του νομού Τ., στη δυτική όχθη του ποταμού Αχελώου ή Ασπροπόταμου και ανάμεσα στις κτηματικές περιοχές των χωριών Κ. (πρώην Κ. ή Κ.) και Α. Π. (πρώην Τ.), υπάρχει η κτηματική περιοχή του χωριού Μ. (πρώην Π.), με συνολικό εμβαδόν περίπου 10.000 στρέμματα, από την οποία το μεγαλύτερο μέρος είναι δάση (περισσότερα από 7.000 στρέμματα) και αλπικά λιβάδια (περισσότερα από 2.000 στρέμματα), ενώ το εναπομένον μικρό υπόλοιπο είναι άγονοι αγροί και οικισμός. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το δάσος της Π. συμπεριλαμβάνεται στο δάσος Κ., το οποίο έχει έκταση περίπου 19.050 στρεμμάτων (το αντίστοιχο των 15.000 τουρκικών στρεμμάτων, με αναλογία 1,27) και ανήκει στη δική του κυριότητα, διότι περιήλθε σ’ αυτό ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας κατά το έτος 1881. Πράγματι, στον πίνακα, που υποβλήθηκε από τους αντιπροσώπους της Οθωμανικής Κυβερνήσεως προς την ελληνοτουρκική επιτροπή του άρθρου 9 της από 20 Ιουνίου 1881 συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σχετικά με τα νέα όρια μεταξύ των δύο χωρών και τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως, που η Ελλάδα όφειλε προς την Τουρκία για τα ακίνητα, τα οποία «ήθελον αναγνωρισθεί ανήκοντα καλή τη πίστει εις το Οθωμανικόν Κράτος και αποφέροντα αυτώ ετήσιον εισόδημα» (βλ. ΦΕΚ 14 της 13-3-1882), αναφέρεται ότι στο νομό (καζάς) Τ., οφείλεται αποζημίωση [μεταξύ άλλων και] για δάσος στην περιοχή Κ., εκτάσεως 15.000 τουρκικών στρεμμάτων (βλ. ΦΕΚ 512 της 7-12-1883). Σύμφωνα, όμως, με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, η περιοχή Π. δεν εμπίπτει στην περιοχή Κ., αλλά είναι αυτοτελής και, επί τουρκοκρατίας, ήταν στο σύνολό της ιδιωτικό κτήμα (τσιφλίκι), του οποίου ποσοστό 8/12 εξ αδιαιρέτου είχε περιέλθει στην κυριότητα του ιερομόναχου Ι. Μ., που κατά το 18ο αιώνα ίδρυσε την ιερά μονή Π. Η. Χ. και αφιέρωσε σ’ αυτή το εν λόγω μερίδιο (βλ. Α. Χατζηγάκη, Το Ασπροπόταμο της Πίνδου, έκδ.1961 σελ. 247). Και του οποίου το υπόλοιπο ποσοστό 4/12 εξ αδιαιρέτου είχε περιέλθει, με τον τρόπο που οι ενάγοντες επικαλούνται και εκτίθεται στη συνέχεια, στον απώτερο δικαιοπάροχό τους Δ. Κ. του Κ., τυροκόμο και κτηματία στο νομό Τ., που ήταν παππούς του ομωνύμου, αμέσου δικαιοπαρόχου αυτών και αποβίωσε κατά το έτος 1938. Η ύπαρξη ιδιοκτησίας της ιεράς μονής Π. Η. στο κτήμα της Π. επαληθεύεται ιστορικώς από το γεγονός ότι, πολύ αργότερα και μετά τη νόμιμη και διαδοχική συγχώνευση της εν λόγω μονής με την ιερά μονή Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού Δ. και της τελευταίας με την ιερά μονή Αγίου Στεφάνου Μ., όταν έγινε, με προεδρικό διάταγμα, ο διαχωρισμός της περιουσίας της ιεράς μονής Αγίου Στεφάνου, ορίσθηκε ότι στην ακίνητη περιουσία αυτής, που έπρεπε να παραμείνει στη διαχείρισή της ως απαραίτητη για τη λειτουργία της, περιλαμβάνεται [μεταξύ άλλων και] δάσος – λιβάδι στη θέση Π., εκτάσεως 5.500 στρεμμάτων (βλ. π.δ. της 28-3-1933, ΦΕΚ α΄ 150 της 15-6-1933). Εάν γίνει δεκτό ότι τα 5.500 στρέμματα αντιστοιχούν στα 8/12 της συνολικής έκτασης του κτήματος της Π. [διότι αυτό το ποσοστό φέρεται ότι είχε αποκτήσει ο ιερομόναχος Ι.], συνάγεται ότι, σύμφωνα με τα μέσα εκείνης της εποχής, το όλο κτήμα υπολογιζόταν να έχει εμβαδόν περίπου 8.250 στρέμματα, αριθμός που δεν απέχει πολύ από την πραγματική έκταση του κτήματος σύμφωνα με τις σύγχρονες μετρήσεις. Το δικαίωμα της ιεράς μονής αναγνωρίσθηκε εκ νέου, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν με την από 18-9-1952 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, περί εξαγοράς κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων, εξαγοράσθηκε από την ιερά μονή Αγίου Στεφάνου Μ. [μεταξύ άλλων και] λιβάδι στη θέση Π. – Κ., εκτάσεως 15.000 στρεμμάτων (βλ. β.δ. της 26-9-1952, ΦΕΚ α΄ 289 της 8-10-1952). Στη συνέχεια, βέβαια, διαπιστώθηκε αρμοδίως ότι η έκταση αυτή ήταν σημαντικά μικρότερη και δεν προσφερόταν για το σκοπό της εξαγοράς, αφού ως δασική κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από καλλιεργητές ή κτηνοτρόφους. Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της εξαγοράς, όμως, υποδηλώνει ότι η κυριότητα του κτήματος Π., συμπεριλαμβανομένου του δάσους, ανήκε σε ιδιώτη, δηλαδή στην ιερά μονή και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Και αυτό, με τη σειρά του, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, που υποστηρίζουν οι ενάγοντες, ότι κατά το υπόλοιπο μέρος το ίδιο κτήμα ανήκε, επίσης, σε ιδιώτες, δηλαδή στα πρόσωπα που υπήρξαν δικαιοπάροχοι του κτηματία Δ. Κ. Πρέπει, όμως, να διευκρινισθεί αν το δάσος της Π., με έκταση περισσότερη από 7.000 στρέμματα, είναι δυνατό να θεωρηθεί ως τμήμα του δάσους Κ. και αν στο σύνολό τους τα δύο δάση έχουν έκταση περίπου 19.050 στρεμμάτων (15.000 τουρκικά στρέμματα επί 1,27). Αν, πράγματι, συμβαίνει αυτό, τότε πρόκειται για το δάσος που αναφέρεται στον ως άνω πίνακα των οθωμανικών κτήσεων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια την κυριότητα του τελευταίου επ’ αυτού και την, αντιστοίχως, πολύ περιορισμένη δυνατότητα κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων. Αν, όμως, πρόκειται για διαφορετικά δάση, τότε πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί της αποκτήσεως κυριότητας επί των 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π., συμπεριλαμβανομένου του δάσους, από τον απώτερο δικαιοπάροχό τους, κτηματία Δ. Κ., είτε με αγορά από προηγούμενο κύριο είτε με χρησικτησία.

3. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Ο κτηματίας Δ. Κ. είχε νυμφευθεί την Ε., θυγατέρα Ν. Δ., με την οποία απέκτησαν οκτώ (8) τέκνα. Ο πεθερός του, Ν. Δ., ήταν, επίσης, κτηματίας και είχε αποβιώσει κατά το έτος 1885. Είχε κληρονομηθεί εξ αδιαθέτου από την επιζώσα, άπορη και άπροικη σύζυγό του και τα εννέα (9) τέκνα τους. Ο κτηματίας Δ. Κ., με την ……/ 22-12-1934 δημόσια διαθήκη ενώπιον του συμ/φου Γ. Χ., που έχει δημοσιευθεί νομίμως (βλ. 53/28-9-1938 πρακτικό του Πρωτοδικείου Τρικάλων), εγκατέστησε ως κληρονόμο επί του εξ αδιαιρέτου μεριδίου που είχε αποκτήσει «εκ του χωρίου Π. του τέως δήμου Λ. της επαρχίας Κ.», τη σύζυγό του, Ε., το γένος Ν. Δ. Αυτή, που είχε ήδη μερίδιο επί του κτήματος αυτού από την κληρονομία του πατέρα της, αποβίωσε κατά το έτος 1939, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τα οκτώ (8) τέκνα της. Ένα από αυτά ήταν ο Κ. Κ. του Δ., παππούς του εκ των εναγόντων ομωνύμου, στον οποίο περιήλθε, με κληρονομική διαδοχή της μητέρας του, Ε., το 1/8 του εξ αδιαιρέτου μεριδίου αυτής και του πατέρα του επί του κτήματος Π., αφού τόσο ο Κ. Κ. όσο και η μητέρα του είχαν αποδεχθεί, αντιστοίχως, την κληρονομία και είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτήν (αυτό δεν αμφισβητείται). Ο τελευταίος αποβίωσε την 13-11-1943 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη χήρα του Ο., το γένος Σ. Τ. και το μοναδικό υιό τους, Δ. Κ. του Κ., εγγονό του κτηματία. Η Ο. Κ. αποβίωσε την 26-8-1958 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον εν λόγω υιό της. Με τον τρόπο αυτό περιήλθε στον εγγονό Δ. Κ. το μερίδιο που ο πατέρας του, Κ. Κ., είχε αποκτήσει επί του κτήματος Π. Ο Δ. Κ. του Κ. αποβίωσε την 11-12-1969, στο Β.Α. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την επιζώσα σύζυγό του και τα δύο τέκνα τους, που είναι οι ενάγοντες, οι οποίοι έχουν αποδεχθεί νομίμως την κληρονομία τόσο του συζύγου και πατέρα τους όσο και των γονέων εκείνου (βλ. την …../16-9-1998 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμ/φου Δ. Σ., μεταγραμμένη νομίμως). Σύμφωνα με τις εν λόγω κληρονομικές διαδοχές, οι ενάγοντες έχουν αποκτήσει, αντιστοίχως, ποσοστό 2/64, 3/64 και 3/64 εξ αδιαιρέτου επί του μεριδίου που ο κτηματίας Δ. Κ. και η σύζυγός του Ε., θυγατέρα Ν. Δ. είχαν αποκτήσει επί του κτήματος Π.. Πρέπει, επομένως, να προσδιορισθεί η έκταση του μεριδίου αυτού.

4. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Μεταξύ των ετών 1898 και 1920, ο κτηματίας Δ. Κ. προέβη στις παρακάτω αγορές που έχουν σχέση με το κτήμα Π.. Α) Από την Ε. θυγατέρα Ν. Δ., με το ……/13-11-1898 συμβόλαιο του συμ/φου Α. Α., αγόρασε το 1/6 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. Β) Από τη Φ. σύζυγο Γ. Ζ., θυγατέρα Ν. Δ., με το ……./23-10-1899 συμβόλαιο του συμ/φου Α. Α., αγόρασε το 1/7 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. Γ) Από την Κ. σύζυγο παπα-Χ. Ν., θυγατέρα Ν. Δ., με το …../21-3-1902 συμβόλαιο του συμ/φου Θ. Τ., αγόρασε το 1/8 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. Δ) Από τη Μ. θυγατέρα Ν.Δ., με το …../9-5-1903 συμβόλαιο του συμ/φου Θ. Τ., αγόρασε το 1/8 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. Ε) Από τους κληρονόμους της Α. συζύγου Δ. Π., θυγατέρας Ν. Δ., με το …../7-9-1904 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., αγόρασε το 1/9 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. ΣΤ) Από τη Γ. χήρα Ν. Δ., με το ….../9-4-1909 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., αγόρασε το 1/10 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π. Όλοι οι παραπάνω δικαιοπάροχοι, χήρα και τέκνα του Ν. Δ., δηλώνουν ότι είχαν αποκτήσει το μερίδιο που μεταβιβάζουν από κληρονομία του εν λόγω συζύγου και πατέρα τους. Σε όλα τα συμβόλαια αυτά, αναφέρεται ότι το κτήμα έχει έκταση γνωστή στον αποκτώντα και συνορεύει τριγύρω με τις περιφέρειες των χωριών Τ. και Κ. και με τον ποταμό Αχελώο. Πρόσθετα περιγραφικά στοιχεία, ως προς τη μορφή του κτήματος, δεν αναφέρονται. Ζ) Από το Β. Σ. του Γ., με το ……/21-10-1910 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., αγόρασε το 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου κτήματος Π., συνισταμένου «εξ οικιών, παραρτημάτων και προσαυξημάτων αυτών, κήπων, αλωνοτόπων, δασών, καρποφόρων και μη δένδρων, υδάτων, καλλιεργησίμων και μη γαιών, βοσκησίμων τόπων και μη και λοιπών παραρτημάτων». Ο δικαιοπάροχός του είχε αποκτήσει το εν λόγω μερίδιο με αγορά εκ μέρους του πατρός του, Γ. Σ., με το …/27-9-1901 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., στο οποίο, όμως, κατά την περιγραφή δεν γίνεται χρήση των λέξεων «κήπων, αλωνοτόπων, δασών» και «υδάτων», οι οποίες για πρώτη φορά, σε σχέση και με τις περιγραφές που υπάρχουν σε όλα τα προηγούμενα συμβόλαια, εμφανίζονται στο ……../21-10-1910 συμβόλαιο. Η) Από τη Β. θυγατέρα Ν. Δ., με το ……/29-4-1914 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., αγόρασε το 1/9 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π.. Η δικαιοπάροχος είχε αποκτήσει το εν λόγω μερίδιο από κληρονομία του πατέρα της Ν. Δ. Στο συμβόλαιο, όπως και σε εκείνα με τα οποία τα αδέλφια και η μητέρα αυτής είχαν μεταβιβάσει τα μερίδιά τους προς τον κτηματία Δ. Κ., δεν γίνεται ρητή αναφορά σε δάσος. Θ) Από το Θ. Π .του Α., με το …../4-7-1920 συμβόλαιο του συμ/φου Ι. Β., φέρεται ότι αγόρασε το 1/3 των 3/12 εξ αδιαιρέτου του όλου κτήματος Π.. Το συμβόλαιο αυτό δεν προσκομίζεται από τους ενάγοντες, μνημονεύεται, όμως, στην …./30-11-1960 έκθεση του Δασάρχη Α. προς το Υπουργείο Γεωργίας, την οποία επικαλούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη. Ι) Από το Δ. Π. του Α., με το ……/21-10-1920 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., αγόρασε το 1/3 του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου κτήματος Π., που περιγράφεται όπως και στο ……./21-10-1910 συμβόλαιο. Ο δικαιοπάροχός του είχε αποκτήσει το εν λόγω μερίδιο με κληρονομία του πατρός του, Α. Π., που είχε αποβιώσει το έτος 1893. Οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν άλλες αγορές μεριδίων του κτήματος Π. εκ μέρους του κτηματία Δ. Κ. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι ο αδελφός του εν λόγω, δικηγόρος Ι. Κ., είχε αγοράσει α) από την Ε. χήρα Ι. Α., θυγατέρα Ν. Δ., με το …../22-3-1900 συμβόλαιο του συμ/φου Σ. Π., τα 2/8 εξ αδιαιρέτου των 2/12 του όλου κτήματος Π., καθ’ όσον η δικαιοπάροχος φέρεται ότι είχε αποκτήσει και το μερίδιο του αδελφού της, Δ. Δ. του Ν. και β) από τον Α. Π.του Α., με το ……../19-9-1911 συμβόλαιο του συμ/φου Δ. Π., το 1/3 των 3/12 του όλου κτήματος Π., το οποίο ο δικαιοπάροχος φέρεται ότι είχε αποκτήσει με κληρονομία του πατρός του, Α. Π. Κατά συνέπεια, δεν είναι ακριβές αυτό που ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ότι δηλαδή ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτών, κτηματίας Δ. Κ., είχε αποκτήσει όλα τα μερίδια που συγκροτούν το ποσοστό 4/12 του κτήματος Π., αφού ένα μέρος από αυτά είχε περιέλθει στον αδελφό του, Ι. Κ.και ένα άλλο στη σύζυγό του, Ε. θυγατέρα Ν. Δ.

5. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τα υπόλοιπα 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος Π., δηλαδή το ποσοστό που απομένει αν αφαιρεθούν τα 8/12 που είχαν περιέλθει στον ιερομόναχο Ι. και δι’ αυτού στην ιερά μονή Προφήτου Ηλιού κλπ, είχαν περιέλθει πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα στην καθαρή ιδιοκτησία δύο ιδιωτών και συγκεκριμένα α) του Γ. Σ., ο οποίος είχε αγοράσει από προηγούμενο κύριο ποσοστό εξ αδιαιρέτου 1/12, που αργότερα το πούλησε στον υιό του Β., από τον οποίο το αγόρασε ο κτηματίας Δ. Κ. (βλ. παραπάνω, σκέψη 4 στοιχ. Ζ) και β) του Α. Π., ο οποίος είχε αγοράσει από τον προηγούμενο κύριο, ονόματι «Π. υιό Κ.» ποσοστό εξ αδιαιρέτου 3/12, από τα οποία στη συνέχεια πούλησε ατύπως στο Ν. Δ. τα 2/12 και κράτησε για τον εαυτό του το υπόλοιπο 1/12, που μετά το θάνατό του περιήλθε στους τρεις υιούς του. Ως προς την κτήση του Γ.Σ., οι ενάγοντες ομολογούν ότι δεν είναι σε θέση να προσκομίσουν νόμιμο τίτλο, διότι ούτε κατέχουν τέτοιο ούτε οι αναζητήσεις τους στα αρχεία του Οθωμανικού Κράτους ή του Ελληνικού Δημοσίου κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα. Ως προς την κτήση, όμως, του Α. Π., οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο κτηματίας Δ. Κ. είχε στην κατοχή του το ταπί με αριθμό 548, το οποίο κάηκε, όταν πυρπολήθηκε το σπίτι του στην Π. κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η ύπαρξη του τίτλου αυτού κατά το παρελθόν, επαληθεύεται από το γεγονός ότι στη σελίδα 98, αριθμός 3992 του αυτοκρατορικού (οθωμανικού) κτηματολογίου υπάρχει εγγραφή που φέρεται γενομένη τον Ιούνιο του έτους 1873, με αριθμό 548, σύμφωνα με την οποία ο Τ. υιός Π. έχει καταστεί ιδιοκτήτης, κατόπιν μεταβιβάσεως εκ μέρους του Π. υιού Κ., των τριών εκ δώδεκα μεριδίων (3/12) εκτεταμένης κοιλάδας, εμβαδού 7.000 στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση Εμλάδα του κτήματος Π. του χωριού Π. του νομού Τ. (βλ. επίσημη μετάφραση του από 25-6-1997 αποσπάσματος, που έχει εξαχθεί από το κτηματολόγιο). Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όμως, αμφισβητεί την ταύτιση του τίτλου αυτού με το δάσος Π., με το επιχείρημα ότι αφ’ ενός η θέση Εμλάδα είναι άγνωστη και αφ’ ετέρου η αναφορά γίνεται σε κοιλάδα και όχι σε δάσος. Κατά συνέπεια, πρέπει να διευκρινισθεί αν στο κτήμα της Π. ή έστω στην ευρύτερη περιοχή αυτής [αλλά, πάντως, όχι σε γειτονική περιοχή, που δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το χωριό Π.] υπάρχει έκταση τέτοια, σε εμβαδόν και μορφολογία του εδάφους, ώστε να μπορεί να τύχει εφαρμογής το ταπί 548 σε κοιλάδα εμβαδού 7.000 τουρκικών στρεμμάτων (δηλαδή, σε σημερινή έκταση επί 1,27 = 8.890 στρεμμάτων) και να απομένει υπόλοιπη έκταση, που να περιλαμβάνει δάση περισσότερα από 7.000 στρέμματα, αλπικά λιβάδια περισσότερα από 2.000 στρέμματα κλπ (δηλαδή, τέτοια που καθ’ ομολογία των διαδίκων περιλαμβάνεται στην περιοχή Π.). Αν αυτό μπορεί να συμβεί, ενισχύεται η βασιμότητα του ισχυρισμού του εναγομένου ότι ο επικαλούμενος τίτλος του Α. Π. δεν έχει σχέση με την επίδικη έκταση. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ένα πολύ σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο των εναγόντων ως προς τον ιδιωτικό χαρακτήρα του δάσους της Π.

6. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Αν, προς διευκόλυνση του προσδιορισμού των μεριδίων κατά τις διαδοχικές μεταβιβάσεις του κτήματος Π., έτσι, ώστε να δίδονται ακέραιοι αριθμοί, διαιρεθεί το όλο κτήμα σε 11.520 μερίδια, τότε στην ιερά μονή Αγίου Στεφάνου περιήλθαν (επί 8/12=) 7.680 μερίδια και στους ιδιώτες που συντρέχουν με αυτήν (επί 4/12=) 3.840 μερίδια. Από αυτά, στον Α. Π. περιήλθαν (επί 3/4=) 2.880 μερίδια και στο Γ. Σ. (επί 1/4=) 960 μερίδια. Από τα μερίδια του Α. Π. περιήλθαν με άτυπη πώληση στο Ν. Δ. (επί 2/3=) 1.920 μερίδια, επί των οποίων αυτός κατέστη καλόπιστος νομέας και παρέμειναν στον ίδιο τα υπόλοιπα 960 μερίδια. Από αυτά, στον καθένα από τους τρεις υιούς του Α. Π., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού, περιήλθαν (επί 1/3=) 320 μερίδια. Παράλληλα, στον καθένα από τους δέκα εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Ν. Δ. (εννέα τέκνα και άπορη επιζώσα σύζυγος) περιήλθαν (επί 1/10=) 192 μερίδια, επί των οποίων ο καθένας από αυτούς κατέστη καλόπιστος νομέας. Στη συνέχεια, με τις αγορές που πραγματοποίησε ο κτηματίας Δ. Κ. (βλ. παραπάνω, σκέψη αρ. 4), περιήλθαν σ’ αυτόν τα 960 μερίδια του Γ. Σ., με μεταβίβαση εκ μέρους του Β. Σ. και τα 640 από τα μερίδια του Α. Π., με αντίστοιχες μεταβιβάσεις 320 μεριδίων εκ μέρους ενός εκάστου των Δ. Π. και Θ. Π. Το περιστατικό ότι ο τελευταίος φέρεται να μεταβιβάζει το 1/3 από τα 3/12 (βλ. παραπάνω, σκέψη αρ.4 στοιχ. Θ), δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σε κτήση ποσοστού μεγαλύτερου από εκείνο, το οποίο ο μεταβιβάζων πράγματι είχε και το οποίο ήταν, μετά την προηγηθείσα άτυπη πώληση προς το Ν. Δ. και τη μεταβίβαση της νομής, μόνο το 1/12. Ακόμη, στον κτηματία Δ. Κ. περιήλθαν τα 7/10 από τα μερίδια των κληρονόμων του Ν.Δ., δηλαδή άλλα (1.920 επί 7/10=) 1.344 μερίδια. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι από τους κληρονόμους αυτούς συμβάλλονται με τον κτηματία Δ. Κ., αναφέρουν ότι πωλούν το μερίδιό τους επί της κληρονομίας του Ν. Δ. και επί των 2/12 του κτήματος Π. Ο καθένας τους, βέβαια, προσδιορίζει το μερίδιό του σε ποσοστό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (και λόγω, ίσως, της αμφισβητήσεως που υπήρχε τότε σχετικά με το περιεχόμενο και την έκταση του κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, με εξαίρεση τη χήρα, που μεταβιβάζει σωστά το 1/10). Εν όψει, όμως, του ότι το ποσό που αναφέρεται στο αντίστοιχο συμβόλαιο είναι μεγαλύτερο του πραγματικού, η μεταβίβαση είναι ισχυρή για το ποσοστό που ο μεταβιβάζων είχε στην πραγματικότητα. Οι πωλήσεις αυτές γίνονται μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου δεκαπέντε ετών και επιχειρούνται από διαφορετικά πρόσωπα. Αυτό ενισχύει τη σπουδαιότητά τους και εξουδετερώνει το ενδεχόμενο μιας μεθόδευσης του κτηματία Δ. Κ., στην αθέμιτη προσπάθεια να εμφανίσει αγορές από μη δικαιούχους, προκειμένου να αποκτήσει δικαιώματα που δεν είχε στην πραγματικότητα. Διότι αν είχε τέτοιο σκοπό, θα μπορούσε να επινοήσει μόνο ένα δικαιοπάροχο ή να εμφανίσει όλους τους υιούς Π. ως κυρίους των 3/12 του κτήμα-τος. Μετά τις αγορές αυτές, ο κτηματίας Δ.Κ. απέκτησε τη νομή (960 + 640 + 1.344 =) 2.944 μεριδίων. Στον αδελφό του, Ι. Κ., με τις μεταβιβάσεις από τον Α. Π. και την Ε. Α., περιήλθαν (320 + 2Χ192 =) 704 μερίδια. Τέλος, στην Ε. Κ., από την κληρονομία του πατέρα της, περιήλθαν 192 μερίδια. Μετά το θάνατο του κτηματία Δ. Κ., η Ε. Κ. συγκέντρωσε (2.944 + 192 =) 3.136 μερίδια. Από αυτά, στον υιό της Κ. Κ. περιήλθαν (επί 1/8=) 392 μερίδια, τα οποία στη συνέχεια περιήλθαν στον εγγονό Δ. Κ. Τέλος, από αυτά αναλογούν την πρώτη από τους ενάγοντες (επί 2/8=) 98 μερίδια και στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτη από αυτούς (επί 3/8=) 147 μερίδια.

7. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Τόσο ο κτηματίας Δ. Κ., από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όσο και η θυγατέρα του Ι. χήρα Δ. Κ., το γένος Δ. Κ., κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, είχαν κάνει επανειλημμένες προσπάθειες για να επιτύχουν τη διοικητική αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί του δάσους της Παλιομηλιάς, ως μέρους του ομωνύμου κτήματος, έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Οι προσπάθειες αυτές δεν ευδοκίμησαν, διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, που εξέτασαν το ζήτημα, έχουν τη γνώμη ότι ο κτηματίας Δ. Κ. και οι κληρονόμοι του δεν είχαν επιδείξει ποτέ επαρκείς τίτλους κτήσεως ενός τέτοιου δικαιώματος. Κατά τη διάρκεια των εκατό και πλέον ετών που ακολούθησαν από τότε που ο κτηματίας Δ. Κ. άρχισε να αποκτά μερίδια στο κτήμα Π., υπήρξαν πολλές φορές που σε δημόσια έγγραφα αναφέρθηκε ιστορικώς ότι το κτήμα Π. κατά το 1/3 είναι ιδιωτικό και ανήκει σ’ αυτόν και τον αδελφό του ή τους κληρονόμους τους. Όπως και υπήρξαν πολλές άλλες φορές που η δημόσια διοίκηση με πολλή περίσκεψη χαρακτήρισε το δάσος απλώς διακατεχόμενο κατά το 1/3 από ιδιώτες και διαφιλονικούμενο μεταξύ αυτών και του Ελληνικού Δημοσίου. Και ακόμη, με την 50674/21-9-1923 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας το κτήμα Π. κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο προς αποκατάσταση ακτημόνων. Η απαλλοτρίωση, τελικώς, ακυρώθηκε με την 55/1933 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας και με τη νεότερη 202/17-3-1934 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Τρικάλων το κτήμα κηρύχθηκε αναπαλλοτρίωτο. Η κήρυξη της απαλλοτρίωσης, όμως, όπως ορθώς επισημαίνουν οι ενάγοντες, υποδηλώνει ότι η δημόσια διοίκηση είχε θεωρήσει τότε ότι το κτήμα Π. είναι ιδιωτικό. Απομένει να διευκρινισθεί αν η απόφαση της απαλλοτρίωσης αναφέρεται σαφώς και στο δάσος της Π. ή μόνο στα λιβάδια και στους περιορισμένης έκτασης αγρούς που υπήρχαν σ’ αυτό.

8. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις υφίστανται ζητήματα προς διερεύνηση, τα οποία συνδέονται με την εφαρμογή τίτλων ή άλλων πράξεων επί του εδάφους, για την οποία είναι απαραίτητη η γνώση της τοπογραφικής επιστήμης. Επομένως, η υπόθεση δεν είναι ακόμη ώριμη για την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Το Δικαστήριο πρέπει να αναβάλει την απόφασή του και να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από ειδικό επιστήμονα, αγρονόμο, τοπογράφο μηχανικό, λαμβανόμενο από τον ισχύοντα κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Τρικάλων, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κτήμα Π. (απόφαση 101/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων), σύμφωνα με τα όσα θα ορισθούν ειδικότερα στο διατακτικό.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.