ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 1213/1988
Πηγή : Εφημερίς Ελλήνων Νομικών 1989, 585
Αριθμός Απόφασης : 1213
'Ετος : 1988
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


[...] Επειδή για την απόκτηση κυριότητας σε δημόσια κτήματα με χρησικτησία κατά το χρόνο πριν από την έναρξη της ισχύος του Αστικού Κώδικος έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Εισαγ.Νόμ. Α. Κ. οι διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου και το άρθρο 21 του νόμου της 21-6/10.7.1937 «περί διακρίσεως κτημάτων», από το συνδυασμό των οποίων συνάγεται σαφώς ότι στα προαναφερθέντα κτήματα στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, χωρεί έκτακτη χρησικτησία με άσκηση νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και με συνυπολογισμό της όμοιας νομής του προκτήτορα σε εκείνον του καθολικού ή ειδικού διαδόχου του,αδιάκοπα για τριάντα έτη, εφόσον είχε συμπληρωθεί αυτή μέχρι και τις 11 Σεπτεμβρίου 1915. Διότι μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα εν λόγω κτήματα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότησή του και από το άρθρο 21 του από 22-4/16.5.1926 ν.δ. «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», κατά την οποία, τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμμία παραγραφή στο μέλλον, ενώ εξάλλου αυτή που άρχισε δεν έχει καμμία συνέπεια αν μέχρι τη δημοσίευση του παραπάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν, επομένως δε και η χρησικτησία των τριάντα ετών. Εφόσον όμως είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή σε σχέση με την αποκτηθείσα με αυτή κυριότητα οι διατάξεις του άρθρου 125 του νόμου 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του Α.Ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του Α. Ν.192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του Ν.Δ. 86/1969 «περί δασικού κώδικος», με τις οποίες ορίζεται ότι, σε δημόσια κτήματα νομέας θεωρείται το Δημόσιο έστω και αν δεν ενήργησε σ' αυτά καμμία πράξη νομής Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο (Αθ. 6105/87) που δίκασε δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου από αμνημονεύτων ετών, οπωσδήποτε όμως και πριν από την εθνική παλιγγενεσία νέμονταν μέχρι το 1930 η ίδια με καλή πίστη συνεχώς και αδιακόπως δασόκτημα εκτάσεως 3500 στρεμμάτων που κείται στην περιοχή Νέας Μάκρης Αττικής. Μετά δε το έτος 1930 νέμονταν την εν λόγω εδαφική έκταση δια μέσου του αναιρεσίβλητου, ο οποίος ασκούσε όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση της, όπως υλοτομία, καθαρισμό του δάσους, εκμίσθωση τμημάτων της, και απέκτησε με τον προαναφερθέντα τρόπο την κυριότητα αυτής. Από την παραπάνω έκταση απέμεινε στην κυριότητα της Μονής, μετά από διαδοχικές εκποιήσεις, τμήμα εμβαδού 400 περίπου στρεμμάτων, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο εμβαδού 3861 μ2. Το επίδικο αυτό ακίνητο κατέλαβε αυθαιρέτως το έτος 1963 ο αναιρεσείων ο οποίος αποβλήθηκε στη συνέχεια από τη νομή του με την υπ' αριθμό1622/1965 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του αναιρεσίβλητου. Επακολούθησαν οι υπ' αριθμούς 1846/1966 και 4142/1972 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών με τις οποίες διατάχθηκε και πάλι η αποβολή του αναιρεσείοντος από το επίδικο ακίνητο εξαιτίας του ότι, παρόλο ότι μετά την έκδοση της παραπάνω πρώτης αποφάσεως αναγνώρισε ο ίδιος την κυριότητα της Μονής σε αυτό, το κατέλαβε και πάλι αυθαιρέτως και το κατείχε και κατά την έγερση της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω το Εφετείο που δίκασε επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου και αναγνωρίσθηκε η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης κύρια της παραπάνω επίδικης εκτάσεως. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο που δίκασε, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού περιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες για το ζήτημα της αποκτήσεως δικαιώματος κυριότητας από την προαναφερθείσα Μονή στο επίδικο ακίνητο, με τις οποίες είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως πρώτος και δεύτερος, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Επειδή η αοριστία της αγωγής ερευνάται μεν αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας, όμως για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως από αυτή πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας και να αναγράφεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε κατά τη συζήτηση ενώπιον αυτού. Και τούτο γιατί ο ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής δεν περιλαμβάνεται στις αναφερόμενες στο άρθρο 562 2 Κ.Πολ.Δ. εξαιρέσεις. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο το Εφετείο που δίκασε παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την ένδικη αγωγή ως αόριστη, πρέπει να απορριφθεί πρωταρχικά ως απαράδεκτος, εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο αναιρεσείων πρότεινε κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου τον ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής.

Εξάλλου, κατά μεν τη δ ιάταξη του άρθρου 2 2 του νόμου 1700/1987 «ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας», Μέσα σε προθεσμία έξη (6) μηνών από την έναρξη αυτού, ο Οργανισμός Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.) και οι Οργανισμοί Διοίκησης Μοναστηριακής Περιουσίας (Ο.Δ.Μ.Π.) μπορούν να μεταβιβάσουν στο Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση που θα υπογραφε( μεταξύ τούτων, ως εκπροσώπων των οικείων ιερών μονών και των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεωργίας και Οικονομικών, ως εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, την κυριότητα της κατά την ανωτέρω έννοια ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας, καθώς και όσων ακινήτων των ιερών μονών έχουν ενταχθεί σε σχέδιο πόλης,εφόσον η ένταξη αυτή πραγματοποιήθηκε μετά το έτος 1952, κατά δε το άρθρο 31 του ίδιου νόμου,«Μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας της 2 του άρθρου 2 τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της μοναστηριακής περιουσίας ρυθμίζονται σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις. Α) θεωρούνται ότι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελλήνικό Δημόσιο τα ακίνητα που βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στη νομή ή στηγ κατοχή των ιερών μονών, ανεξάρτητα από τη μορφή διοίκησης,διαχείρισης και εκμετάλλευσής τους, εκτός αν το δικαίωμα κυριότητας της μονής: α) προκύπτει από νόμιμο τίτλο κυριότητας προγενέστερο της ημέρας κατάθεσης του σχεδίου νόμου, που έχει ήδη μεταγραφεί ή θα μεταγραφεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, β) έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη απόφαση έναντι του Δημοσίου: Το ίδιο ισχύει και για ακίνητα που ήταν στη νομή ή κατοχή μονής και έχουν καταληφθεί από τρίτους». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του παραπάνω νόμου, ο οποίος άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του, στις 6 Μαϊου 1987, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκύπτει ότι: 1) Ορίσθηκε εξάμηνη προθεσμία μέσα στην οποία ο Ο.Δ.Ε.Π. και οι Ο.Δ.Μ.Π. μπορούσαν να μεταβιβάσουν προς το Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση την κυριότητα της ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας καθώς και όσων ακινήτων των ιερών μονών έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως μετά το έτος 1952 και 2) 'Οτι μόνο μετά την παρέλευση άπρακτης της πιο πάνω εξάμηνης προθεσμίας (6.11.1987) θεωρούνται ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο τα ακίνητα που βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στη νομή ή στην κατοχή των ιερών Μονών, εκτός αν το δικαίωμα κυριητητας της Μονής, α) προκύπτει από νόμιμο τίτλο προγενέστερο της ημερομηνίας καταθέσεως του σχεδίου νόμου, β)έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση έναντι του Δημοσίου. Επομένως,ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων που έχει την έννοια ότι το Εφετείο που δίκασε παραβίασε, με το να μην τις εφαρμόσει,τις παραπάνω διατάξεις του νόμου 1700/1987, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές, εξαιτίας του χρόνου κατά τον οποίο εκβόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (18.5.1987). Ο αναιρεσείων πρέπει ως ηττώμενος να καταδικασθεί να πληρώσει στον αναιρεσίβλητο τα δικαστικά του έξοδα σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.