ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
AΠ 1550/1998
Πηγή : Εφημερίς Ελλήνων Νομικών 2000, 219
Αριθμός Απόφασης : 1550
'Ετος : 1998
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


[...] Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1700/1987 (ΦΕΚ 61 Α/6.5.1987) η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας της Κρήτης, όπως προσδιορίζεται στα άρθρα 80, 89 και 90 του ν. 4149/1961, ανήκει αποκλειστικώς στους Οργανισμούς Διοίκησης Μοναστηριακής περιουσίας (Ο.Δ.Μ.Π.) των Νομών Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 β του ίδιου νόμου ως ακίνητη περιουσία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται τα αγροτικά και επιδεχόμενα γεωργική εκμετάλλευση ακίνητα, τα δάση, οι δασικές γενικά εκτάσεις, οι βοσκότοποι, οι χορτολειβαδικές και άλλες αγροτικές γενικά εκτάσεις, καθώς και τα λατομεία, μεταλλεία και ιχθυοτροφεία. Στην έννοια της διοίκησης και διαχείρισης εντάσσονται και οι διαχειριστικές πράξεις και οι ενέργειες εκείνες που αποβλέπουν στην παροχή έννομης προστασίας. Έτσι αντί της Μονής νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά σε δίκες που σχετίζονται με τη μοναστηριακή περιουσία μόνο ο οικείος ΟΔΜΠ, ο οποίος και διεξάγει τη δίκη υπό την ιδιότητα του διαδίκου. Καταρχήν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Ιεράς Μονής είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, μόνον ο αναιρεσίβλητος οργανισμός νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι με την από 12.2.1985 ένδικη αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο η αναιρεσείουσα Μονή ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία της περιγραφόμενης εκτάσεως 30.000 περίπου στρεμμάτων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4/1986 πράξη του δικαστηρίου, με την οποία τάχθηκαν οι σ' αυτήν αναφερόμενες αποδείξεις και στη συνέχεια εκδόθηκε η 253/1988 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή ή αγωγή. Κατά την ως άνω αποφάσεως το εναγόμενο Δημόσιο άσκησε την από 24.1.1989 έφεση του, την οποία έστρεψε κατά της Ιεράς Μονής και επί της οποίας εκδόθηκαν παρεμπίπτουσες αποφάσεις και τελικά εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 23/1997 απόφαση του Εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε κατά ένα μέρος η αγωγή. Με την 192/1991 απόφαση του (συμπροσβαλλόμενη κατά το άρθρο 553 παρ. 1β και 2 Κ.Πολ.Δ.). το Εφετείο δέχτηκε ότι με τον ως άνω ν. 1700/1987, με τον οποίο κατά τα προεκτεθέντα μετατέθηκε η νομιμοποιητική εξουσία για τη διεξαγωγή της δίκης, επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 286 εδ. α' Κ.Πολ.Δ. και με αφετηρία τη σκέψη αυτή έκρινε ότι είναι άκυρη και η από 3.9.1987 κλήση του εναγόμενου - εκκαλούντος Δημοσίου προς μετ' απόδειξη συζήτηση της ένδικης αγωγής και στη συνέχεια αφού δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ανέβαλε τη συζήτηση προκειμένου να επαναληφθεί η δίκη από το σημείο διακοπής της με τη συμμετοχή του νομιμοποιουμένου ως άνω Οργανισμού Διαχείρισης της Μοναστηριακής Περιουσίας. Η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης του κυρίου δικογράφου, όπως συμπληρώθηκε με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, προβάλλει την αιτίαση, ότι παρά το νόμο το Εφετείο, που δέχθηκε σημειωτέον τη μετάθεση της νομιμοποιητικής εξουσίας δυνάμει του ως άνω ν. 1700/87 στον Οργανισμό, δεν κήρυξε απαράδεκτη (εκτός από την κλήση) και την έφεση του αναιρεσιβλήτου, που ασκήθηκε μετά την ισχύ του νόμου αυτού, και η οποία στράφηκε κατά της Ιεράς Μονής, ενώ έπρεπε να στραφεί κατά του Οργανισμού. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως προεχόντως είναι αόριστος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ. 1, 118 εδ. 4, 577 παρ. 3 και 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται προτάθηκε στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επιπροσθέτως είναι και απορριπτέος ως απαράδεκτος ο ως άνω λόγος αναιρέσεως διότι, όπως προκύπτει από τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στην έκκλητη δίκη, και το περιεχόμενο των οποίων επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., δεν προτάθηκε ο ως άνω ισχυρισμός στο Εφετείο. Εξάλλου, ο λόγος αυτός της αναιρέσεως περί της νομιμοποιήσεως του μη δικαιούχου διαδίκου δεν είναι από τους αναφερόμενους στο άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. λόγους, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στον 'Αρειο Πάγο χωρίς να προταθούν στο Εφετείο και ειδικότερα δεν αφορά τη δημόσια τάξη, όπως αυτή νοείται στην εν λόγω διάταξη, ενόψει του ότι ναι μεν νομιμοποιούμενος παθητικώς, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ήταν στη δίκη ενώπιον του Εφετείου ο ως άνω Οργανισμός, φορέας όμως του δικαιώματος εξακολουθούσε να είναι η Ιερά Μονή. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται α) ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε άκυρη την από 3.9.1987 κλήση του εναγομένου Δημοσίου προς συζήτηση της αγωγής και β) ότι έλαβε υπόψη του πράγματα δηλαδή τα συνιστώντα την ακυρότητα της κλήσης περιστατικά, χωρίς αυτά να προταθούν. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι ορθά το Εφετείο δέχθηκε την ακυρότητα της ως άνω κλήσεως για συζήτηση της αγωγής, αφού είχε ήδη επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης, χωρίς να απαιτείται γι' αυτό γνωστοποίηση του λόγου της, εφόσον δεν αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός αλλά σε απευθείας ρύθμιση από το νόμο. Εξάλλου, το Εφετείο κήρυξε την ως άνω ακυρότητα όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η αναιρεσείουσα δεν νομιμοποιείται να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα, σε κάθε δε περίπτωση εξετάζοντας την ακυρότητα αυτή αυτεπαγγέλτως. Κρίνοντας έτσι δεν υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας στις επικαλούμενες με τον ως άνω πρόσθετο λόγο πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 14 και 8 Κ.Πολ.Δ. Επειδή, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.δ. Πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), που έχουν εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ. Ν. ΑΚ, μπορούσε κάποιος να γίνει κύριος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμόταν αυτό επί μία συνεχή τριακονταετία με καλή πίστη. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 27 Πανδ. (18.1), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 7, 4 παρ. 1 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Μπορούσε, περαιτέρω, να συνυπολογίσει ο χρησιδεσπόζων στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, υπό την προϋπόθεση ότι είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ο οικείος τίτλος, δηλαδή περιστατικό παραγωγικό κατά νόμο κυριότητας δεν προσαπαιτείτο. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. 21-6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρούσε, υπό τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και επί δημοσίων κτημάτων, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΘ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή και κάθε δικαστική προθεσμία επί αστικών διαφορών, και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες απαγορεύθηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία τρίτων επ' αυτών. Εξάλλου όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, όπου αναφέρονται οι τρόποι κτήσης κυριότητας, η χρησικτησία δεν μνημονεύεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας, ενώ κατά το άρθρο 295 Κρητ. ΑΚ για την έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται το στοιχείο της καλής πίστης του χρησιδεσπόζοντος, αλλά αρκεί η νομή επί είκοσι έτη. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση είναι αναιρετέα λόγω ελλείψεως νόμιμης βάσης όταν έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Αυτό συμβαίνει όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχείωση της διατάξεως νόμου που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Με το από 12.2.1704 σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Γ' η ενάγουσα χαρακτηρίστηκε «Πατριαρχικόν Σταυροπήγιον» και υπήχθη με όλα τα κτήματα στον Πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, έως και σήμερα δε αναγνωρίζεται ως Σταυροπηγιακή Μονή. Έτσι της απονεμήθηκαν τα προνόμια του Πατριαρχείου, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα κτήσης κυριότητας επί ακινήτων βάσει των εκάστοτε «βερατίων» του Σουλτάνου. Σ' αυτή είχαν παραχωρηθεί από το Οθωμανικό Κράτος προσοδοφόρες εκτάσεις για τη συντήρηση των μοναχών, ενώ με άτυπες παραχωρήσεις από τους μοναχούς και πιστούς Χριστιανούς, που έγιναν και πριν και μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, καλλιεργήσιμων, ελαιόφυτων και γενικά προσοδοφόρων κτημάτων τους (όχι όμως δασών και άγονων χορτολιβαδιών), περιήλθαν στην ιδιοκτησία της Μονής διάφορες εκτάσεις, οι οποίες εξαιτίας των προνομίων της δεν απαλλοτριώθηκαν από τους Οθωμανούς. Στον προσκομιζόμενο χάρτη του δασολόγου Μ. Φ., αποτυπώνονται οι ακόλουθες εκτάσεις. 1) Η με στοιχ. Ι ζώνη, η οποία περιλαμβάνει χορτολιβαδο-ποιηθέντες - δασωθέντες αγρούς και εν ενεργεία καλλιέργειες στην πλειοψηφία τους, όλη δε η ζώνη είναι δεκτική καλλιέργειας, 2) η με στοιχείο II ζώνη, που περιλαμβάνει βραχώδεις - χορτολιβαδικές και εν μέρει δασικές εκτάσεις, οι οποίες ποτέ κατά το παρελθόν στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν δέχθηκαν καλλιέργεια λόγω του βραχώδους, του απόκρημνου, του άγονου και του ανεμόπληκτου του εδάφους…, 3) η με στοιχ. Ill ζώνη, με εκτάσεις που περιλαμβάνουν εν ενεργεία γεωργικές καλλιέργειες, αμπελώνες, ελαιώνες, μετόχια, θερμοκήπια κ.λπ., 4) η με στοιχ. IV ζώνη που περιλαμβάνει εκτάσεις όπως περιγράφονται στη ζώνη II, 5) η με στοιχείο V ζώνη που περιλαμβάνει εκτάσεις, οι οποίες διανεμήθηκαν το έτος 1945 σε ακτήμονες. Επίσης η εδαφική έκταση, η οποία βρίσκεται μεταξύ των όρμων Τέντα και Έλικα στην περιοχή «Βερνεχόδι» έχει σύσταση βραχώδη - χορτολιβαδική και μάλιστα από ανύπαρκτη έως αραιή βοσκήσιμη βλάστηση. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει διαφορετική σύσταση του εδάφους των ως άνω εκτάσεων. Αντίθετη προς τούτο δεν είναι και η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων Γ. Κ. και Ι. Β. Από τις παραπάνω εκτάσεις οι με αριθμούς 1 και 3 αποτελούσαν κατά ένα μέρος ιδιόκτητα ακίνητα, κατά το άλλο δε προσοδοφόρες χορτολιβαδικές εκτάσεις του Τουρκικού Δημοσίου. Τα ιδιόκτητα αυτά ακίνητα, οι κύριοι τους (μοναχοί και πιστοί χριστιανοί) είχαν μεταβιβάσει κατά κυριότητα στην ενάγουσα Μονή, ενώ τις ως άνω δημόσιες προσοδοφόρες χορτολιβαδικές εκτάσεις είχε παραχωρήσει το Τουρκικό Δημόσιο σ' αυτή για τη συντήρηση των μοναχών, ήτοι περιουσία που νομιμοποιήθηκε με το ν. 2508/1920 και νομίμως αναγνωρίστηκε ως περιουσία της ενάγουσας. Εξάλλου, οι εκτάσεις με τους αριθμούς 2, 4 και 5, καθώς και η προαναφερθείσα εξαίρεση της ζώνης Ι, αποτελούσαν δημόσιες γαίες, ανήκαν τότε στο Οθωμανικό Κράτος και ως τέτοιες δυνάμει του ν. ΔΣΙΓ" (79) του 1913 περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο μετά την απελευθέρωση της Κρήτης. Δεν αποδείχθηκε ότι οι μοναχοί της ενάγουσας είχαν δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί των ως άνω εκτάσεων ή είχαν εκδοθεί υπέρ αυτών τίτλοι (ταπία), ούτε ότι οι εκτάσεις αυτές εξουσιάζονταν από τη Μονή, ώστε σύμφωνα με το ν. 2508/1920 να νομιμοποιηθεί η κατάσταση αυτή. Και τούτο διότι το μεγαλύτερο αέρος των εκτάσεων αυτών δεν μπορούσε να εξουσιαστεί από κανέναν (ήταν απόκρημνο, βραχώδες, άγονο και αδιάβατο από άνθρωπο), άλλο δε μέρος ήταν δάσος και το υπόλοιπο μέρος, που κι' αν ακόμη σε μικρά κατ' έκταση σημεία εχρησιμοποιείτο από την ενάγουσα για βοσκή, δεν αποδείχτηκε ότι τούτο γινόταν κατόπιν παραχωρήσεως του Οθωμανικού Κράτους για τη συντήρηση των μοναχών, αφού δεν μπορούσε να θεωρηθεί η ανωτέρω βοσκή κατσικιών προσοδοφόρος. Ακόμη, δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη κατά την ίδια περίοδο της Τουρκοκρατίας επί των ως άνω εκτάσεων λατομείων, η τυχόν δε άσκηση διακατοχικών πράξεων επ' αυτών μετά την απελευθέρωση της Κρήτης με διάνοια κυρίου δεν είναι ικανή για κτήση της κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία, αφού η χρησικτησία δεν αναφέρεται ως τρόπος κτήσης κυριότητος από τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα και έως την 11.9.1915 δεν είχε συμπληρωθεί χρησικτησία, μετά δε την ημερομηνία αυτή δεν επιτρέπεται έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, επί των εν λόγω εκτάσεων, που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, δεν αποδεικνύεται δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας, το οποίο να αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία. Με βάση τα ανωτέρω, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή, που ως βάση είχε την έκτακτη χρησικτησία, μόνον για τις τελευταίες εκτάσεις (ενώ για τις άλλες εκτάσεις δέχτηκε την αγωγή), κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτή αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που δεν καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή, των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Ειδικότερα από την όλη αιτιολογία της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά τρόπο γενικό, υιοθετώντας την έκθεση του δασολόγου του Δημοσίου Μ. Φ. και με βασικό κριτήριο τη μορφολογία και τη σύσταση του εδάφους, διαχώρισε την επίδικη εδαφική έκταση των 30.000 στρεμμάτων σε ζώνες (χωρίς συγκεκριμένο άλλο προσδιορισμό των επί μέρους εκτάσεων) και τη συνολική έκταση κατένειμε μεταξύ των διαδίκων. Ενώ το κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εξαρχής επικεντρώνεται η διαφορά, συνίσταται στο ποιες είναι οι συγκεκριμένες εκτάσεις, που παραχωρήθηκαν στην αναιρεσείουσα Μονή για τη συντήρηση των μοναχών, είτε με δωρεές των μοναχών και άλλων Χριστιανών, είτε από το τότε Τουρκικό Δημόσιο, δοθέντος ότι υπάρχει σαφής παραδοχή στην απόφαση ότι προς τη Μονή παραχωρήθηκαν κατά τη μνημονευόμενη πιο πάνω μακρά χρονική περίοδο, εκτός των άλλων, και δημόσιες γαίες από το Τουρκικό Δημόσιο. Επομένως δεν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση αν οι ζώνες που εξαιρέθηκαν με βάση την έκθεση του ως άνω δασολόγου, εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στις παραχωρηθείσες προς τη Μονή από το Τουρκικό Δημόσιο χορτολιβαδικές εκτάσεις, και αν επ' αυτών η Μονή άσκησε διακατοχικές πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση των εδαφών αυτών (όπως βόσκηση, εκμετάλλευση λατομείων κ.λπ.). Περαιτέρω στην απόφαση διαλαμβάνεται και η αντιφατική αιτιολογία, εγκείμενη στο ότι, ενώ δέχεται η απόφαση ότι το Οθωμανικό Δημόσιο παραχώρησε στην αναιρεσείουσα χορτολιβαδικές εκτάσεις, σε άλλο σημείο αναφέρει ότι δεν ήταν δυνατή η απόκτηση δικαιωμάτων, διότι υπό το καθεστώς της τουρκικής νομοθεσίας οι εκκλησίες (ναοί) δεν ήταν υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Τούτο όμως έρχεται και σε αντίθεση με τη σαφή παραδοχή της απόφασης ότι η συγκεκριμένη Μονή, ως σταυροπηγιακή, και λόγω των σχετικών προνομίων της, ήταν σε θέση να αποκτήσει ακίνητη περιουσία. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δέχεται ότι παραχωρήθηκαν στη Μονή χορτολιβαδικές εκτάσεις, συγχρόνως δέχεται, ότι τμήμα της επίδικης έκτασης (που μάλιστα δεν προσδιορίζεται) και το οποίο πράγματι εχρησιμοποιείτο από την ενάγουσα Μονή για βοσκή, δεν παραχωρήθηκε από το Οθωμανικό Δημόσιο στη Μονή για τη συντήρηση των μοναχών, με την ανεπαρκή και ασαφή αιτιολογία ότι η εν λόγω έκταση δεν ήταν προσοδοφόρος, διότι η βοσκή κατσικιών δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσοδος. Και ως προς τις λοιπές εκτάσεις, για τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι περιήλθαν στη Μονή, υπάρχουν, εκτός των ανωτέρω ελλείψεων, και άλλες ασάφειες στην αιτιολογία, αφού οι εκτάσεις αυτές, μη προσδιοριζόμενες κατά τρόπο συγκεκριμένο, περιγράφονται συλλήβδην ως καλλιεργούμενες εκτάσεις στην πλειοψηφία τους, ως χορτολιβαδικά εδάφη, φρυγανότοποι και τμήματα με δασική βλάστηση. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων πρέπει η πληττόμενη απόφαση να αναιρεθεί στο σύνολο της κατά παραδοχή λόγων αναίρεσης των δύο αναιρεσειόντων από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο ως άνω Εφετείο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός αυτών που δίκασαν προηγουμένως, και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957. Αναιρεί την 23/97 Εφ. Κρήτης.
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.