ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου 463/1996
Πηγή : ΝοΒ 1997, 819, Αρμενόπουλος 1997, 1012
Αριθμός Απόφασης : 463
'Ετος : 1996
Δικαστήριο : Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου


[...] Από τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 2 παρ. 1 βασ. (50.14), νεαρ. 111 και νεαρ. 131 κεφ. 6, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο νεμηθείς επί 40ετία με καλή πίστη ακίνητο που ανήκει κατά κυριότητα σε Ιερά Μονή γίνεται κύριος αυτού, δυνάμενος να διεκδικήσει αυτό κατά παντός κατόχου και έχει κατά της Μονής ένσταση παραγραφής. Ο χρόνος της αποσβεστικής αυτής παραγραφής και συνεπώς και ο της έκτακτης χρησικτησίας, ορίστηκε μεν σε 30 έτη με το άρθρο 1 του ν. ΓΧΞ/1910, κατά κρατούσα όμως τότε γενική του διαχρονικού δικαίου αρχή, εάν ορισθεί με το νέο νόμο βραχύτερος χρόνος παραγραφής, εφ όσον ο προς συμπλήρωση αρξαμένης παραγραφής υπολειπόμενος κατά τον παλαιό νόμο χρόνος είναι βραχύτερος από αυτόν που ορίζει ο νέος νόμος, εφαρμόζεται ο παλαιός, συνεχιζομένης της παραγραφής και συμπληρουμένης κατά τα οριζόμενα στον παλαιό νόμο. Εξ ετέρου, η διάταξη του άρθρου 21 του από της 16.5.1926 ισχύσαντος ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄ 155), κατά την οποία τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών δεν υπόκεινται σε καμμία στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη παραγραφή ουδεμία νόμιμη συνέπεια έχει αν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους, αναφέρεται μόνο στην υπό του Ν. 3 Κωδ. (7.39) οριζόμενη και μη μεταβληθείσα διά του ν. ΓΧΞ/1910 30ετή παραγραφή των επί ακινήτων αξιώσεων του Δημοσίου και της διά του από 26/31.8.1925 ν.δ/τος συσταθείσης Αεροπορικής Αμύνης και δεν αναφέρεται στην 40ετή παραγραφή των επί ακινήτων αξιώσεων των Ιερών Μονών για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω εν σχέσει με την τότε κρατούσα γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου και προς μείζονα προστασία της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών (ΑΠ 1650/1981, ΝοΒ 30, 932 επ., ΑΠ 1041/1977, ΝοΒ 26, 925, ΕφΑθ 5510/1982, ΕλλΔνη 23, 598 επ., ΕφΘ 1161/1983, Αρμ 37, 965). Η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων ως και του χρόνου χρησικτησίας ανεστάλη διά των σε εκτέλεση του ν. ΔΞΗ/1912 εκδοθέντων από 12.9.1915 μέχρι και πέραν της 16.5.1926 διαταγμάτων. Συνεπώς για να αποκτηθεί κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου που ανήκει σε Ιερά Μονή και να παραγραφεί εμπράγματη αξίωση της Μονής επί ακινήτου της, απαιτείται 40ετής νομή, που συμπληρώνεται το αργότερο μέχρι την 12.9.1915 και επομένως αρχίζει τουλάχιστον από την 12.9.1875. Εξάλλου, τα εκκλησιαστικά πράγματα διακρίνονται σε ιερά και σε άγια. Ιερά είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη λατρεία και υποδιαιρούνται σε καθιερωμένα όπως είναι ο Ναός, η Αγία Τράπεζα, το Δισκοπότηρο κ.λπ. και σε αγιασμένα, όπως είναι τα άμφια, βιβλία, εικόνες. Αγια είναι όλα τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά πράγματα (βλ. Α. Χριστοφιλόπουλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήναι 1965 σ. 255, Σ. Τρωιάννου, Παραδόσεις εκκλησ. δικαίου, 1984 σ. 375). Ο Αστικός Κώδικας κατατάσσει στα εκτός συναλλαγής πράγματα (άρθρα 966 και 971) τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών , εφόσον διαρκεί ο προορισμός τους για το σκοπό αυτό. Η κατηγορία αυτή των πραγμάτων που καθιερώνει ο ΑΚ ανταποκρίνεται στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής (res extra commercium) πραγμάτων θείου δικαίου (res divini iuris) του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου (βλ. Οικονομίδου, Στοιχεία του αστικού δικαίου Α΄ Γενικαί Αρχαί, 1925 σ. 82 επ., Ι. Μ. Κονιδάρη, Γνωμδ. εις ΝοΒ 36, 318 επ.). Στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 590/1977) και συγκεκριμένα στο άρθρο 45 παρ. 1 ορίζεται ότι οι ιεροί ναοί, τα εν λατρευτική χρήση ιερά σκεύη, άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα και ηγιασμένα και ισχύουν επ’ αυτών οι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος . Μεταξύ των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, ως πράγματα θρησκευτικών σκοπών, περιλαμβάνονται και τα μετόχια των Ιερών Μονών, τα οποία ναι μεν ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος ιδρύονται με άδεια του επιχώριου αρχιερέα και λειτουργούν υπό την πνευματική εποπτεία του οικείου μητροπολίτη, αν δεν ανήκουν σε άλλο κλίμα, ιδρύονται με άδεια του Κράτους που παρέχεται με κοινή απόφαση των υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από συγκατάθεση του επιχώριου αρχιερέα και έγκριση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, υπό την εποπτεία της οποίας λειτουργούν, ασκουμένη από τον επιχώριο αρχιερέα (άρθρο 39 παρ. 7 ν. 590/1977). Η ιερά μονή και το μετόχιό της ως θρησκευτικό καθίδρυμα διά την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας φέρει στο σύνολό της το χαρακτήρα εκτός συναλλαγής πράγματος και όχι μόνον ο ιερός ναός ο οποίος υπάρχει σ αυτήν, αφού η εξυπηρέτηση του θρησκευτικού σκοπού τον οποίον επιδιώκει δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εξαντλείται μόνο στον ιερό ναό αφού ο τελευταίος θεωρείται ούτως ή άλλως πράγμα εκτός συναλλαγής, αλλά περιλαμβάνει και τον αύλιο χώρο καθώς και όλο το συγκρότημα της μονής. Πράγματα δε εκτός συναλλαγής είναι αυτά τα οποία, επειδή ακριβώς προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση ορισμένου δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής, παρά μόνον κατά το μέτρο που δεν παρεμποδίζεται το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον. Ετσι το εκτός συναλλαγής πράγμα είναι ανεπίδεκτο απαλλοτρίωσης ήτοι μεταβίβασης κυριότητος, η δε σχετική με αυτό δικαιοπραξία είναι άκυρη, σύμφωνα με την ΑΚ 174 (ΣτΕ 2286/1965). Στο άρθρο 971 ΑΚ ορίζεται ότι τα πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή από τότε που έπαψε ο προορισμός τους για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό. Ομως, ειδικά για τους ιερούς ναούς τα Βασιλικά στο βιβλίο 46 τίτ. 3 θέμα 3 (ν. 6 παρ. 2 Π.1.8), αναφέρεται ότι Ιερόν εστί πράγμα το δημοσία ανιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά, αλλά βέβηλα, ει δε καταπέση το οικοδόμημα, μένει ιερός ο τόπος (βλ. Αρμ Εξ Β’ α .61, Οικον. Εμπραγ. σ. 393-4). Eξ άλλου, με το θεσμό του ρωμαϊκού δικαίου περί της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (vetustas cujus memoria non exstat), τον οποίο αγνοεί ο Αστικός Κώδικας, κυρωνόταν ως έννομη η πραγματική κατάσταση, την οποία η ζώσα γενεά - μέχρι εκεί που φθάνει η μνήμη της - έτσι τη γνώρισε στο παρελθόν, χωρίς να διασώσει από την παρελθούσα γενεά καμμιά παράδοση για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής καταστάσεως. Απαιτείτο δηλαδή η πάροδος τόσου χρόνου, ώστε η παρούσα γενεά ανθρώπων και η αμέσως προηγηθείσα, καθεμιά γνώρισαν διαφορετική κατάσταση (Οικονομίδη, Γεν. Αρχαί, παρ. 68, Κρασσά - Πράτσικα, Γεν. Διδασκαλίαι παρ. 217, Μπαλή, Γεν. Αρχαί παρ. 140). Ο θεσμός της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας δεν ήταν κτητικός κυριότητας (ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος) αλλά κυρωτικός της μέχρι τώρα υφισταμένης καταστάσεως. Με αυτόν κυρωνόταν ως έννομη η μέχρι τώρα πραγματική κατάσταση, της οποίας η γένεση εξαφανιζόταν στα βάθη του παρελθόντος. Αλλά και πάλι δεν επρόκειτο για γενικό τρόπο κυρώσεως οποιασδήποτε πραγματικής καταστάσεως αλλά για ειδικό που ίσχυε μόνο στις ειδικές περιπτώσεις τις αναφερόμενες στις πηγές ΑΠ 544/1972, ΝοΒ 20, 1404, ΑΠ 245/1964, ΝοΒ 12, 693, Γεωργιάδης εις Γεωργιάδη - Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ, άρθρο 1041, παρ. 4 επ.). Τουτέστιν ο θεσμός αυτός δεν αποτελούσε τίτλο προς διεκδίκηση γενικό αλλά μόνο επί δημοτικών οδών, υδραγωγείων και τεχνητών έργων με τα οποία μεταβάλλεται η φυσική ροή των ομβρίων υδάτων (Ν.2 παρ. 22 Π (43.8), Ν.3 παρ. 4 Π (43.20), Ν. 26 Π (39.3), βλ. ΑΠ 19/1919 Θεμ Λ 257, Κατσικόπουλου, Πανδέκτης Αστικού Δικαίου, Α-Δ, σ. 175). Κατά συνέπεια όταν η διεκδικητική αγωγή της κυριότητος στηρίζεται στην αμνημονεύτου χρόνου παραγραφή, είναι νόμω αβάσιμος. Ομως όταν ο ενάγων επικαλείται και την κτήση της κυριότητος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, ήτοι όταν ισχυρίζεται ότι από αμνημονεύτων χρόνων νέμεται το επίδικο διανοία κυρίου και με καλή πίστη επί 30 έτη, στον όρο της αγωγής από αμνημονεύτων ετών περιλαμβάνεται και το έλασσον ήτοι η 30ετία (Εφ Πατ 43/1904, Θεμ Ις 124). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ως ασκούμενο καταχρηστικώς, πλην άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη ενάσκησή του, από την οποία προκύπτει, αντιθέτως, προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν, προσθέτως, περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και του αποκρούοντος το δικαίωμα, από την οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της δημιουργηθείσης καταστάσεως, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις. Οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 62/1990, ΕλλΔνη 32, 501, ΟλΑΠ 56/1990, ΕλλΔνη 32, 494). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 341 παρ. 6 ΚΠολΔ Αν το δικαστήριο παρέλειψε να ορίσει τόπο και χρόνο διεξαγωγής ... ή αν η απόφαση έχει ελλείψεις, ο εισηγητής δικαιούται να συμπληρώσει τα στοιχεία αυτά. Δικαιούται επίσης να συμπληρώσει την πράξη του δικαστηρίου ως προς το θέμα, το βάρος, τα μέσα της απόδειξης και τον αριθμό των μαρτύρων ... . Κατά μείζονα λόγο, το δικαστήριο, το οποίο κατά την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, δεν δεσμεύεται από τις πράξεις του προέδρου και του εισηγητή, έχει αρμοδιότητα να προβαίνει στη συμπλήρωση της προδικαστικής απόφασης αν αυτή παρουσιάζει ελλείψεις.

Στην υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εν Πετραία Αραβία εδρεύουσα Ιερά Αυτοκρατορική Μονή της Α.Α. Ό. του Θεοβαδίστου Όρους Σ., ως νομίμως εκπροσωπείται, ισχυρίστηκε ότι είναι από αμνημονεύτων ετών κυρία, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου (αυτοτελούς μετοχίου της) που βρίσκεται στην πόλη της Σκοπέλου και ειδικότερα στη θέση Α.Σ. και έχει επιφάνεια 124 τ.μ.. Ότι στο ακίνητο αυτό υπήρχε πολύ πριν τον ΙΗ΄ αιώνα ιερός ναός του Αγίου Σάββα, που κατά τον ΙΗ' αι. κατεστράφη, κατόπιν δε, περί το έτος 1800, ανηγέρθη και δεύτερος ιερός ναός προς τιμή του ιδίου Αγίου, ο οποίος προς το τέλος του ΙΘ’ αιώνα ερειπώθηκε και δεν υπάρχει σήμερα. Ότι απέκτησε την κυριότητά της επί του οικοπέδου από αμνημονεύτων χρόνων, η οποία ουδέποτε κατελύθη αλλά και εάν κατελύθη, το αργότερο το έτος 1802, επανέκτησε την κυριότητα, νομή και κατοχή του μετοχίου της με την αγορά του, αλλιώς το αργότερο το έτος 1842, που συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της η 30ετής νομή και κατοχή της έκτακτης χρησικτησίας του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου, έγινε κυρία αυτού, ασκούσα συνεχώς και από το 1802 έως το 1842 πράξεις νομής επί του μετοχίου της και με την κανονική λειτούργηση του ναού του Αγ. Σάββα, καθώς και τις πράξεις εκμεταλλεύσεως των γύρω από αυτόν κτισμάτων, τα οποία τότε αποτελούσαν ένα ενιαίο ακίνητο με το μετόχιό της και τα οποία μεταγενέστερα ήτοι μετά το 1842, μεταβιβάστηκαν σε τρίτους. Οτι και μετά το 1842 συνέχισε να νέμεται και να κατέχει ανελλιπώς το επίδικο και όταν η εκκλησία ερειπώθηκε, επόπτευε το χώρο. Ζητεί δε, επειδή ο εναγόμενος από τον Αύγουστο του 1991 αμφισβητεί την κυριότητά της επί του επιδίκου χώρου, να αναγνωρισθεί κυρία αυτού. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε ότι απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου κυρίως μεν κατά παράγωγο τρόπο ήτοι εν μέρει λόγω δωρεάς, εν μέρει λόγω αγοράς και εν μέρει λόγω γονικής παροχής, επικουρικώς δε με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, διά της ασκήσεως επ αυτού πράξεων νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου από 21.8.1961 και εφεξής μέχρι τον Αύγουστο του 1991. Το παρόν δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 604/1994 μη οριστική απόφασή του, με την οποία υποχρέωσε την ενάγουσα να αποδείξει ότι νεμόταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι 23.2.1946, το επίδικο από το έτος 1802 και μέχρι την 3.8.1993, ζητώντας να προσδιορισθούν οι ειδικότερες πράξεις νομής, τον δε εναγόμενο ότι οι δικαιοπάροχοί του και αυτός ασκούσαν πράξεις νομής επί του επιδίκου από 21.8.1961 και εφεξής καθώς και τα περιστατικά που συγκροτούν την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, την οποία προέβαλε ο εναγόμενος. Αντίθετα, δεν έθεσε θέμα αποδείξεως για τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί του ότι το επίδικο ήταν πράγμα εκτός συναλλαγής, αν και ο εναγόμενος αρνήθηκε το χαρακτήρα του ως τέτοιου, με το αιτιολογικό ότι τέτοιος ισχυρισμός, αποτελών αντένσταση καθ’ υποφορά με την αγωγή υποβαλλόμενη, είναι νόμω αβάσιμος διότι δεν υπάρχει πλέον ιερός ναός επί του επιδίκου ακινήτου. Με τις μετ απόδειξη προτάσεις της η ενάγουσα ζητεί να ανακληθεί η ως άνω προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου προκειμένου να τεθούν θέματα αποδείξεως σχετικά με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα και την ιδιότητα του επιδίκου ως εκτός συναλλαγής πράγματος. Ομως, πέραν του ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει στην προδικαστική απόφαση οριστική διάταξη απορριπτική της ενστάσεως της ενάγουσας, ούτως ώστε να τίθεται θέμα ανακλήσεως αυτής, αλλά, ενδεχομένως, μόνον συμπληρώσεως, η αμνημόνευτος αρχαιότητα δεν αποτελεί γενικό τίτλο προς διεκδίκηση κυριότητος και επομένως δεν μπορεί να τεθεί θέμα αποδείξεως καθ όσον το επίδικο δεν αποτελεί πράγμα επί του οποίου μπορεί να εφαρμοσθεί ο θεσμός αυτός του β.ρ. δικαίου, αλυσιτελώς θα ετίθετο και θέμα αποδείξεως σχετικά με το χαρακτήρα του επιδίκου ως εκτός συναλλαγής πράγματος, αφού εάν η ενάγουσα αποδείξει ότι απέκτησε κυριότητα διά χρησικτησίας επί του επιδίκου μέχρι το έτος 1915, βάσει του εις αυτήν ταχθέντος θέματος αποδείξεως, η κατ’ αυτόν τον τρόπον κτηθείσα κυριότητα δεν μπορεί να καταλυθεί μεταγενέστερα με άλλη χρησικτησία, καθ ότι το πράγμα εξαιρείται από της ημερομηνίας αυτής και εφεξής κτήσεως κυριότητος διά χρησικτησίας. Εξάλλου, το ότι το θέμα αποδείξεως σχετικά με τις πράξεις νομής της ενάγουσας επί του επιδίκου περιλαμβάνει την μέχρι την 3.8.1993 περίοδο, δεν αποτελεί λόγο ανάκλησης ή διόρθωσης της προδικαστικής αφού σ' αυτό εμπεριέχεται και η μέχρι την 12.9.1915 περίοδος. Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως ή συμπληρώσεως της προδικαστικής αποφάσεως.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν εκατέρωθεν ενώπιον του εισηγητή δικαστή και των ως εντεταλμένων δικαστών διορισθέντων Ειρηνοδικών Σκοπέλου και Θεσσαλονίκης και περιέχονται στις υπ’ αριθ. 7/1995, 39/1995 και 3/1996 αντίστοιχα εισηγητικές εκθέσεις, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται (χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου διότι δεν είναι νόμιμα αποδεικτικά μέσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκειμένη διαδικασία), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι Ιερά Μονή αφιερωμένη στην Α.Α. και εδρεύει στο Όρος Σ. της Πετραίας Αραβίας, είχε στη νήσο Σκόπελο κατά κυριότητα ακίνητα, τα οποία αποτελούσαν μετόχιά της ήτοι παραρτήματα. Μετόχι της ενάγουσας ήταν και η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής, στην οποία ανήκε και κατ’ επέκταση στην ενάγουσα και το μετόχι του Αγίου Σάββα, αγνώστου εκτάσεως, περί του οποίου υπήρχαν μαρτυρίες ότι το απέκτησε κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως μεταξύ των ετών 1795 1802, όπως μαρτυρείται από ακριβές αντίγραφο της σελίδος 628 του κώδικος 2198 της ενάγουσας, το οποίο συντάχθηκε στις 15.7.1802, από το οποίο προκύπτει ότι μοναχός ονόματι παπα-Κύριλλος, απεσταλμένος της ενάγουσας, αγόρασε ένα μετόχιο με Εκκλησία του Αγίου Σάββα, πλησίον της θαλάσσης, όπου έκτισε εκ νέου την κατεδαφισθείσα εκκλησία του Αγίου Σάββα, καθώς επίσης και πολλά καταστήματα (μαγειρείο, αποθήκη), τα οποία εξεμισθώνοντο σε τρίτους. Εναπομείναν τμήμα αυτού του Μετοχίου αποτελεί το επίδικο εκτάσεως 124 τετρ. μέτρων, που συνορεύει [...]. Η ακριβής θέση του επιδίκου μετά του επ' αυτού Ιερού Ναού προκύπτει από έγγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα, όπου εμφαίνεται ότι τμήματα του μετοχίου μεταβιβάστηκαν με μεταγενέστερες πράξεις σε τρίτους. Ο ιερός ναός του Αγίου Σάββα λειτουργούσε από το 1802 και μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΘ’ αιώνος (1857), εκτελούντο δε εντός αυτού Ιερά Μυστήρια της Ορθοδόξου Λατρείας από τους μοναχούς τόσο της ενάγουσας όσο και της παρακείμενης Ι. Μονής Ξενοφώντος του Αγίου Ορους, η οποία είχε επίσης μετόχιο παραπλεύρως του επιδίκου. Παράλληλα οι μοναχοί που ενδημούσαν στο χώρο εφρόντιζαν και καλλώπιζαν αυτόν. Μετά την κατεδάφιση του ναού του Αγίου Σάββα το έτος 1900, απέμειναν στο χώρο ερείπια αυτού, οι δε εικόνες, που υπήρχαν σ' αυτόν, μετεφέρθησαν στον παρακείμενο Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και σε ειδικό φάκελλο με αριθμό 521, σώζονται έγγραφα που μαρτυρούν την ύπαρξη τόσο του Ιερού Ναού του Αγίου Σάββα, όσο και του μετοχίου. Κατά τη διάρκεια εκσκαφικής έρευνας στο χώρο του επιδίκου υπό της εποπτείας της 7ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, απεκαλύφθησαν τέσσερις τοίχοι κτίσματος απροσδιορίστου χρήσεως και χρονολογικής τοποθέτησης. Οι μάρτυρες της ενάγουσας κάτοικοι Σκοπέλου, κατέθεσαν ότι ήταν κοινή πεποίθηση μεταξύ των κατοίκων της Σκοπέλου ότι στο σημείο εκείνο υπήρχε Ιερός Ναός προς τιμή του Αγίου Σάββα και μάλιστα όταν περνούσαν από εκεί έκαναν το σταυρό τους, όπως κατετέθη χαρακτηριστικά. Τα ερείπια δε του ναού ήταν εμφανή και έχουν αποτυπωθεί σε φωτογραφίες των αρχών του εικοστού αιώνος, μάλιστα δε ο μάρτυρας Α.Κ. εξεταζόμενος κατέθεσε ότι είχε δει ο ίδιος στο επίδικο τους πέτρινους τοίχους και τα ημικυκλικά παράθυρα, τα οποία «φαινόταν ότι ανήκαν σε εκκλησία». Μετά την καταστροφή του ναού, η ενάγουσα, πέραν της εποπτείας που ασκούσε αρχικά στο χώρο, δεν εφρόντισε να οικοδομήσει εκ νέου τον Ιερό Ναό, αφ ενός λόγω της έλλειψης προσωπικού το οποίο θα εφρόντιζε τη συντήρηση και διαχείριση αυτού όσο και λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων. Ομως κατά τα τελευταία έτη, ήτοι από το έτος 1991 και εντεύθεν, φρόντιζε και καθάριζε το χώρο, σε συνεννόηση με την ενάγουσα, ο σύλλογος των κατοίκων της Σκοπέλου με την επωνυμία «Αγιος Σάββας», όπως κατέθεσε ο μάρτυς της ενάγουσας. Με βάση τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι η ενάγουσα με όλες τις ενέργειες που ασκούσαν οι εκπρόσωποί της στο χώρο διανοία κυρίου και με καλή πίστη μέχρι το έτος 1915 είχε αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, η διά μακρόν απουσία υλικών ενεργειών της επί του επιδίκου μέχρι το έτος 1981, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως εγκατάλειψη αυτού του χώρου ούτε και η διεκδίκησή του προσδίδει καταχρηστικό χαρακτήρα στις ενέργειές της διότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενάγουσα ευρίσκεται πολύ μακράν του επιδίκου, εκτός των ορίων της Ελληνικής Επικρατείας, όπου η κυρία φροντίδα της ευρίσκεται προς την κατεύθυνση της συνεχίσεως της υπάρξεώς της, καθώς και στην εκπλήρωση των θρησκευτικών και εθνικών σκοπών τους οποίους υπηρετεί η εκεί παρουσία της. Ο σκοπός δε της διά νομοθετικής ρυθμίσεως απαγορεύσεως κτήσεως κυριότητος διά χρησικτησίας και επί ακινήτων Ιερών Μονών για το μετα το 1915 χρονικό διάστημα είναι να προστατευθούν τα ακίνητα αυτά επί των οποίων τα καθιδρύματα αυτά δεν έχουν, ιδίως αν ευρίσκονται σε τόσο μεγάλη απόσταση όπως στην προκειμένη περίπτωση, τη δυνατότητα άμεσης και τακτικής πρόσβασης και εποπτείας αυτών, όπως ο οποιοσδήποτε ιδιώτης. μως η έλλειψη της δυνατότητας αυτής σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδιαφορία και κατ’ αποτέλεσμα ως αποδυνάμωση του επ' αυτών δικαιώματος κυριότητος. Οι δαπάνες που επικαλείται ότι έκανε ο εναγόμενος και οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε εργασίες εκσκαφής του ακινήτου, ανάγονται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σε χρόνο μετά το 1991 και ενώ ήδη είχαν εγερθεί δικαστικές αξιώσεις της ενάγουσας εις βάρος του εναγομένου. Οι εργασίες που είχαν γίνει προηγουμένως αφορούσαν καθαρισμό του επιδίκου και τοπογράφησή του και πάντως όλες αυτές οι ενέργειές του δεν ευρίσκονταν σε απόλυτα αιτιώδη σχέση με προηγούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας από την οποία να συνάγεται σαφώς πρόθεσή της περί μη διεκδικήσεως του χώρου. Προκύπτει αντίθετα ότι πολλοί κάτοικοι της Σκοπέλου, έχοντες γνώση της ιερότητος του χώρου, αντιδρούσαν σε ενέργειες του εναγομένου σχετικές με την εκμετάλλευση του επιδίκου. Ο εναγόμενος για να θεμελιώσει κυριότητα επί του επιδίκου επικαλείται πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1961 και εντεύθεν, οι οποίες όμως δεν μπορούν να προσδώσουν κυριότητα λόγω του ότι το πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας μετά το έτος 1915. Επικαλείται επίσης το υπ' αριθ. 13575/7.3.1888 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ.Μ., χωρίς να αναφέρει ότι έχει μεταγραφεί αυτό νόμιμα, αν και απαιτείτο η μεταγραφή σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του Ν.Τ/1856 (ΑΠ 873/74 ΝοΒ 23, 486) για να κτηθεί κυριότητα επί ακινήτου. Ομως το ανωτέρω συμβόλαιο δεν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως της ενστάσεώς του περί ιδίας κυριότητος. Από την αναφορά όμως του συμβολαίου αυτού, ο εναγόμενος εμμέσως πλην σαφώς ομολογεί ότι η ενάγουσα ήταν κάποτε κυρία του επιδίκου, κυριότητα, την οποία πάντως δεν κατέλυσε ο ίδιος διά μεταγενεστέρας δικής του μέχρι το έτος 1915. Ο ισχυρισμός περί του ότι το επίδικο επωλήθη το έτος 1888 στον Ζ.Δ., είναι χωρίς έννομη επιρροή διότι δεν ισχυρίζεται μεταγραφή του κατωτέρω συμβολαίου εν πάση όμως περιπτώσει αποτελεί ανεπιτρέπτως προβαλλομένη ένσταση εκ δικαιώματος τρίτου (262 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού δεν ισχυρίζεται ότι από το συμβόλαιο αυτό (δηλαδή από την εις αυτό μεταβιβαστική δικαιοπραξία) έλκει δικαιώματα διότι δεν εκθέτει νόμιμο τρόπο μεταβιβάσεως από τον Ζ.Δ. στον Ι.Δ., αλλά και το ανωτέρω συμβόλαιο δεν μνημονεύεται στο υπ' αριθ. 3964/21.8.1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Β.Π., με το οποίο φέρεται ότι ο Ι.Δ. πώλησε το επίδικο στον Π.Π. του Ζ., απώτερο δικαιοπάροχο του εναγομένου, υπάρχοντος ασυμπλήρωτου κενού μεταξύ των ετών 1888 και 1961. Τον Αύγουστο του 1991 ο εναγόμενος, αμφισβητώντας έμπρακτα την κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου εισέβαλε με μηχανικά μέσα στο χώρο του επιδίκου και προχώρησε στην εκσκαφή θεμελίων για να οικοδομήσει διώροφο οίκημα επ' αυτού. Πρέπει, συνεπώς να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη, να συμψηφισθεί όμως η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω εύλογης αμφιβολίας του εναγομένου περί την έκβαση της δίκης (179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό αναφερόμενα.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.