ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας 68/2004
Πηγή : Αρμενόπουλος 2006, 127
Αριθμός Απόφασης : 68
'Ετος : 2004
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας


[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας (ν. 590/77), «... Κατά τας νομικός αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος,... αι Μοναί... είναι νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου...». Κατά το άρθρο 39 παρ. 3 του αυτού ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφισταμένων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Στην Κέρκυρα ίσχυσε από το 1386 (κατάληψη από τους Ενετούς) το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την κατάληψη της από τους Άγλλους το 1817, μέχρι την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας εκεί με το νόμο ΡΝ '/1866. Από την 1.7.1866 και μετά ίσχυε στην Κέρκυρα το β.δ. της 23.2.1835 για τον Κλιτικό Νόμο των Ελλήνων, δηλαδή το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Όμως, για όποιο ζήτημα ρύθμιζε εξακολουθούσε να ισχύει ο Ιόνιος Κώδικας, που είχε τεθεί σε ισχύ επί αγγλικής κατοχής (ίσχυσε από 1/12.5.1841), μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) βάσει των προβλέψεων του ως άνω νόμου ΡΝ '/1866 (Δυοβουνιώτης, Ελληνικοί Κώδικες - Ιόνιος Πολιτικός Κώδιξ, 1901, σελ. 3,4). Ο Ιόνιος Κώδικας δε ρύθμισε το θέμα της κτήσης νομικής προσωπικότητας. Το ρωμαϊκό πάλι δίκαιο δεχόταν μόνον την ύπαρξη ενώσεων φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και τη νομική αυτοτέλεια τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για την αναγνώριση τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της Συγκλήτου ή του Αυτοκράτορα, αργότερα τυπική άδεια της πολιτείας, Κονιδάρη, Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 166). Στις Μονές ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, μια ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα (Κονιδάρης, Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 166, Κρασσά, Γενικοί Διδασκαλίαι, 1895, σελ. 267). Για την ίδρυση και αναγνώριση όμως των Μονών δεν απαιτούνταν η προηγούμενη (με τυπική πράξη) χορήγηση άδειας της πολιτείας (Κρασσά, Γενικοί Διδασκαλίαι, 1895, σελ. 278). Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι ιεροί κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού αλλά και μεταγενέστερους νόμους αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν από την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια «πήξιμο» από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής (Κονιδάρη, Το δίκαιο της μοναστηριακής περιουσίας, 1979, σ. 22 επ.). Συγχρόνως συντασσόταν γραπτά το καλούμενο «μοναστηριακό τυπικό», που περιείχε τους κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Στην περίπτωση που κάποιος δημιουργούσε τη Μονή σε δικό του ακίνητο (ιδιόκτητο μοναστήρι) σύντασσε το λεγόμενο «κτητορικό τυπικό», που επείχε θέση μοναστηριακού τυπικού, στο οποίο προσδιόριζε τα δικαιώματα του διοίκησης και διαχείρισης της Μονής και έθετε και τους όρους λειτουργίας της, αφού προηγουμένως είχε συναινέσει στο περιεχόμενο αυτού (τυπικού) ο οικείος επίσκοπος, ο οποίος είχε την εποπτεία (Κονιδάρης, Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 29,34, ΑΠ26/1961 ΝοΒ 9.623). Τύπος πρόσθετος απαιτούνταν μόνον όταν ο ιδρυτής της Μονής της αφιέρωνε και το ακίνητο όπου την ανέγειρε, δηλαδή γινόταν πρωτόκολλο παράδοσης του (ΑΠ26/1991 ΝοΒ 9.623). Μετά και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή, και όταν δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσία, αποκτούσε εντούτοις νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεδομένου ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο προϋποθέσεις ίδρυσης της. Ο ιδρυτής τα ακίνητα που προόριζε για τη Μονή, και αν δεν της τα είχε μεταβιβάσει, δεν μπορούσε στη συνέχεια να τα εκποιήσει σε τρίτο, διότι τούτο απαγορευόταν ρητά με τον με αριθμό 24 (ΚΔ') κανόνα της εν Χαλκηδόνι Δ' Οικουμενικής Συνόδου και με τον αριθμό 49 (Μ0') κανόνα της εν Τρούλλω ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι όριζαν ότι, αν δημιουργηθεί μοναστήρι, δεν επιτρέπεται αυτό και τα περιουσιακά στοιχεία του να απολέσουν το θρησκευτικό χαρακτήρα τους και να χρησιμοποιηθούν πλέον για ιδιωτικούς σκοπούς, άλλως όποιοι το πράττουν υπόκεινται σε εκκλησιαστικές ποινές (Κονιδάρης, Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 177 και Ν. Μίλας, Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 1906, σελ. 953 επ.). Κατά την πρακτική της εποχής μάλιστα, η ιδιόκτητη Μονή αποκτούσε, κυρίως μετά το θάνατο του ιδρυτή της, βαθμιαία μια αυθυπαρξία (Κονιδάρης, Νομική θεώρηση των Μοναστηριακών τυπικών, 1984, σελ. 171), άμεση συνέπεια της οποίας ήταν να περιέρχεται η διοίκηση και διαχείριση της στο αρμόδιο όργανο της, το ηγουμενοσυμβούλιο και να ολοκληρώνεται έτσι η δεδομένη νομική αυθυπαρξία της (ΑΠ195/1980 ΝοΒ 28.1479). Το συνήθως αυτό συμβαίνον στην πράξη επιβεβαιώνει και το β.δ. «περί ιδιοκτήτων μοναστηριών και εκκλησιών» της 26.4. (8.5.)/27.6.1834 (ίσχυσε στην Κέρκυρα από το 1866 με το ν. ΡΝ '/1866), που στο άρθρο του 3 ορίζει: «...Όσα τοιαύτα μοναστήρια ή εκκλησίαι αφωσιώθηκαν άπαξ εις δημόσιον χρήσιν και... έπαυσαν οπωσδήποτε να διοικώνται και διαχειρίζωνται αμέσως παρά των εχόντων επ' αυτοίς αξιώσεις ιδιοκτησίας θέλουν λογίζεσθαι και εις το εξής δημόσια και συμπεριλαμβάνεσθαι εις το περί των μοναστηριών του Βασιλείου μέτρον...». Κατόπιν μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, συμφωνάμε τους όρους του ισχύοντος δικαίου για τη χρησικτησία, των ακινήτων (των ιδρυτών) στα οποία ενεργούσε με τους μοναχούς της διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου. Μάλιστα δε στον Ιόνιο Κώδικα (που ίσχυσε στην Κέρκυρα από το 1841 ως το 1946), ο αντίστοιχος με τη σημερινή έκτακτη χρησικτησία θεσμός ήταν η παραγραφή, η οποία προϋπέθετε διακατοχή, δηλαδή νομή επί τριάντα έτη (άρθρα 2053, 2062-2064 και 2095 Ιόνιου Κώδικα' βλ. ΑΠ 202/1978 NoB 27.45, ΕφΚερκ 28/1968 ΕλλΔνη 1968.465). Για τους ναούς της Επτανήσου ο α.ν. 2200/1940 καθιέρωνε (άρθρο 74) πλην των ιδιόκτητων τους «συναδελφικούς» και τους «κτητορικούς» ναούς. Το δικαίωμα του «κτήτορος» και του «συναδέλφου» δεν ήταν δικαίωμα κυριότητας αλλά ηθικό δικαίωμα επί του αντίστοιχου είδους ναού (Τρωϊάνος - Πουλής, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, 2002, σελ. 420 - 421, ΑΠ195/1980 ΝοΒ 28.1479). Εξάλλου επί των ακινήτων κτημάτωντων Ι. Μονών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1962 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.»), τα εμπράγματα δικαιώματα αυτών δεν υπόκεινται σε καμία στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη ουδεμία κέκτηται συνέπεια, αν μέχρι της δημοσιεύσεως του διατάγματος δεν συνεπλη-ρώθη η τριακονταετής κατά τους ισχύοντας νόμους παραγραφή. Ας σημειωθεί ότι, ενώ μέχρι την 11.9.1915 ήταν δυνατόν να χωρήσει έκτακτη χρησικτησία των κτημάτων αυτών, μετά την ημερομηνία αυτή δεν μπορούσε να επέλθει χρησικτησία αυτών, όπως προκύπτει και από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστα-σίου, που έληξε το έτος 1930. ίΐραιτέρω, κατά το άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 590/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων των ανηκόντων στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου τούτου νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι Ι. Μονές. Κατά δε το άρθρο 4 του ενλόγω ν. 1539/1938, τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή, προσέτι, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 του ν.δ. 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας κλπ.», εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ι. Μονών η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 4944/1930 «περί Ταμείου του Εθνικού Στόλου», κατά την οποία το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει τη νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσης της κυριότητος αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο. Κατά τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις, προκύπτει ότι Ι. Μονή θεωρείται ότι έχει αδιαλείπτως τη νομή επί των ακινήτων κτημάτων αυτής από της κτήσεως της κυριότητος, ανεξαρτήτως κάθε αφαιρέσεως αυτής από οιονδήποτε τρίτον, όπως θεωρείται και νομέας ανεξαρτήτως της επ' αυτών πραγματικής κατάστασης και είναι αυτά ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 1267/1997 ΕλλΔνη 1998, 862, ΑΠ 695/1994 ΕλλΔνη 1996, 156, ΑΠ 1650/1981 ΝοΒ 30, 932, ΕφΑΘ 4164/2001 ΕλλΔνη 2001, 1371, ΕφΑΘ 4899/1999, ΕλλΔνη 2000, 861, ΕφΑΘ 8899/1992 ΝοΒ 1993, 723, ΕφΑΘ 2088/1982, ΝοΒ 31, 507, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, τομ. Α', σελ. 34 και 83 και στο ίδιο έργο στον τόμο Β' σελ. 595). Επειδή δε οι ως άνω διατάξεις δεν διακρίνουν, σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα σε Ι. Μονή δεν επιτρέπεται να καταστεί νομέας ούτε και άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, όπως η Μητρόπολη στα γεωγραφικά όρια της οποίας βρίσκεται η Μονή.

Στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγουσες Ι. Μητρόπολη Κ., Π και Δ. Νήσων και Ι. Μονή Υ.Ο. Χ. Μ.Κ., με την κρινομένη αγωγή τους, όπως το δικόγραφο της και το αίτημα της εκτιμώνται από το Δικαστήριο, εκθέτουν ότι τυγχάνουν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι της περιγραφόμενης στην αγωγή κατά θέση και όρια εδαφικής έκτασης 400 περίπου στρεμμάτων μετά των επ' αυτής κτισμάτων, ήτοι ενός ναού, κελιών και κοιμητηρίου, που είναι τα κυρίως κτίσματα της Ι. Μονής (δεύτερη ενάγουσα) που υφίσταται εκεί, στην οποία έκταση και κτίσματα ασκούν όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και κατοχής. Ότι η εναγόμενη αστική εταιρία κρυφά τον Μάιο και φανερά τον Ιούνιο του έτους 2000 κατέλαβε τα περιγραφόμενα στην αγωγή εδαφική έκταση και κτίρια, αποβάλλοντας τις από τη νομή αυτών παράνομα και χωρίς τη θέληση τους, ενώ ξεκίνησε και οικοδομικές εργασίες σε τμήματα του όλου ακινήτου προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χ». Για τους λόγους αυτούς ζητούν να αναγνωριστούν συννομείς του επίδικου ακινήτου, που περιλαμβάνει και τα ανωτέρω οικοδομήματα, να διαταχθεί η αποβολή από αυτό της εναγομένης ή όποιου άλλου έλκει εξ αυτής δικαιώματα και να υποχρεωθεί η εναγομένη και κάθε άλλος που έλκει τα δικαιώματα να αποδώσει τη νομή της παραπάνω έκτασης και των επ' αυτής οικοδομών σε αυτές (ενάγουσες) κατά το ποσοστό της σύννομης τους, άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, να παύσει κάθε παρούσα και μελλοντική διατάραξη στα ως άνω ακίνητο και κτίσματα και να καταδικαστεί στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η προκείμενη αγωγή, στην οποία ορθά, παρά την αντίθετη ένσταση της εναγομένης, σωρεύονται επικουρικά αγωγή αποβολής από τη νομή και αγωγή διατάραξης της νομής (ΕφΑΘ 2603/1983 Αρμ 38.26, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τομ. Α', 1989, παρ. 54 σελ. 174), εισάγεται παραδεκτά (παρά την αντίθετη αιτίαση (ένσταση) που υποβλήθηκε, καθόσον το άρθρο 33 του ν. 124/1982, που προέβλεπε την προηγούμενη επίδοση αντιγράφου της αγωγής που αφορά ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα επ' αυτού στον αρμόδιο οικονομικό έφορο, καταργήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 2065/1992) για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι κατά τόπον αρμόδιο όχι όμως και καθ' ύλη (σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 13 ΚΠολΔ οι διαφορές από την προσβολή της νομής υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου), πλην όμως το δικαστήριο θα κρατήσει και θα εκδικάσει κατά την τακτική διαδικασία την κρινόμενη υπόθεση με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης. Ακόμη, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του υποθηκοφυλακείου Όρους Κέρκυρας (βλ. προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτ.... πιστοποιητικό εγγραφής που εξέδωσε η υποθηκοφύλακας), είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρα 215 και 216 παρ. 1 ΚΠΙιλΔ), παρά την αντίθετη αιτίαση (ένσταση) της εναγομένης, είναι δε και νόμιμη, διότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 966, 974, 976, 980, 984, 987, 989, 994 ΑΚ, άρθρα 2053, 2062, 2063, 2064 και 2095 του Ιόνιου Αστικού Κώδικα, άρθρα 1 επ. του ν. 590/1977 (Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας), άρθρο 21 του ν.δ. 22/4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.», άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημοσίου επί ακινήτων», άρθρο 17 παρ. 3 του ν.δ. 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΔΕΠ νομοθεσίας κλπ.», άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 4944/1931 και στα άρθρα 74, 70, 218,219,176 και 947 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω μάλιστα δεν απαιτείται αφενός η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθόσον οι ενάγουσες, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εξαιρούνται της καταβολής τέτοιου σύμφωνα με το άρθρο 28IV του ν. 2579/1998 και αφετέρου η προσκομιδή κατ' άρθρο 5 του ν. 2308/1995 κτηματογραφικού αποσπάσματος, καθόσον η υπό κρίση έκταση βρίσκεται σε περιοχή που δεν τελεί υπό κτηματογράφηση. Τέλος, οι ενάγουσες προσκόμισαν και το πρωτότυπο της από 12.6.2001 μονομερούς δήλωσης τους περί διαπίστωσης της αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς στην κρινόμενη υπόθεση, διέπει επομένως η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσία.

Η νομιμοποίηση (που ως θεσμός του δικονομικού δικαίου υπονοείται στο άρθρο 68 ΚΠλΔ) συνίσταται στο σύνδεσμο των διαδίκων με την επίδικη έννομη σχέση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να έχουν αντίστοιχα εξουσία να διεξάγουν τη δίκη ως ενάγων και ως εναγόμενος. Σε περίπτωση αγωγής αποβολής από τη νομή και αγωγής διατάραξης της νομής δεν υπάρχει περιθώριο για ενεργητική νομιμοποίηση άλλου προσώπου πέραν του νομέα. Δεν είναι ωστόσο κρίσιμο στοιχείο αν ο ενάγων είναι και πράγματι δικαιούχος, ο δε εναγόμενος πράγματι υπόχρεος της επίδικης αξίωσης. Κατά την ορθότερη γνώμη λοιπόν, για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι ο ίδιος είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΕφΑΘ 3895/1998 ΑρχΝ 1999.427, Νίκας, σε Κεραμέα - Νίκα -Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 68 αριθμ. 1, Δεληκωστόπουλος - Σινανιώτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 68 σ. 181, Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 68 σ. 360). Αν προκύψει ότι τελικά ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή απορρίπτεται για λόγους ουσιαστικούς (ως αβάσιμη), δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός ενυπάρχει μέσα στην απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 1979, 1427, Μ. Σταθόπουλος - Κ. Μπέης, Γνωμοδότηση, Δ. 1994, 285). Αναφορικά δε με την εκπροσώπηση της δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.δ. 374 της 6/7.8.1947 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των εκκλησιαστικών νόμων 326/1945 και 1144/1946 και ρυθμίσεως ετέρων τινών εκκλησιαστικών ζητημάτων» ορίζεται ότι στην περίπτωση που καθίσταται αδύνατη η νόμιμη συγκρότηση του ηγουμενοσυμβουλίου Ι. Μονής, λόγω μη υπάρξεως του κεκανονισμένου αριθμού μοναχών, διορίζεται δι' αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου και μέχρι της νομίμου συγκροτήσεως του ηγουμενοσυμβουλίου κληρικός στον οποίο ανατίθενται δια πράξεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου αρμοδιότητες ηγουμενοσυμβουλίου, καθώς και η εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών.

Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της, αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι στην επίδικη έκταση δεν λειτούργησε οργανωμένα Ι. Μονή ως χωριστό νομικό πρόσωπο και ότι η πρώτη ενάγουσα δεν ήταν ποτέ νομέας της ένδικης έκτασης. Διαφορετικά, για την περίπτωση που αποδειχθούν αληθείς οι ισχυρισμοί των εναγόντων, προβάλλει αφενός τον ισχυρισμό ότι η πρώτη ενάγουσα (Ι. Μητρόπολη) καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμα της αυτό νομής, αφού έχει αποδυναμωθεί πλήρως, καθόσον αυτή αδράνησε για μακρό χρόνο και συγκεκριμένα επί 4 αιώνες να το ασκήσει και αφετέρου ότι το δικαίωμα της δεύτερης ενάγουσας (Ι. Μονή) για προστασία της από την αποβολή έχει παραγραφεί, καθόσον η ίδια (εναγομένη) την έχει αποβάλει και βρίσκεται στη νομή της επίδικης έκτασης ήδη από τον 16ο αιώνα έως και στο χρόνο άσκησης της αγωγής. Ο πρώτος ισχυρισμός της εναγομένης συνιστά την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που στηρίζεται στα άρθρα 281 ΑΚ και 262 ΚΪΙλΔ και γι' αυτό πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός περί παραγραφής τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα θεωρούνται από το έτος 1926 (με το ν.δ. της 22 Απριλίου /16 Μαΐου 1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.», δηλαδή πριν από την εισαγωγή του ΑΚ) ότι έχουν αδιάλειπτα τη νομή επί των ακινήτων κτημάτων τους από τη στιγμή που τα απέκτησαν κατά κυριότητα και ανεξάρτητα από τυχόν αφαίρεση της από τρίτο, με αποτέλεσμα να μην έχει σε αυτά εφαρμογή η παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμ. Α ', 1989, παρ. 53 σελ. 172). Μη νόμιμος είναι και ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να είχε στραφεί κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος συλλόγου με την επωνυμία «Το Χ» γιατί σε αυτό παρέδωσε (η εναγομένη) ήδη από το έτος 1999 τη χρήση της επίδικης έκτασης βάσει σύμβασης χρησιδανείου, καθόσον εναγόμενος σε αγωγή αποβολής από τη νομή και σε αγωγή διατάραξης της μπορεί να είναι και εκείνος που έδωσε την εντολή για τη διατάραξη ή την αποβολή (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμ. Α', 1989 παρ. 39 και 53 σελ. 134 και 167). Επιπλέον, μη νόμιμος είναι και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί μη ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, διότι αν αποδειχθεί ότι οι ενάγοντες δεν είναι νομείς από κοινού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, η εναγομένη υποβάλλει και αίτημα επίδειξης: α') όλων των βιβλίων πρακτικών του μητροπολιτικού συμβουλίου από το 1800 έως και σήμερα και β') τον εσωτερικό κανονισμό της δεύτερης ενάγουσας, εφόσον υπάρχει. Δεν προσδιορίζει όμως το περιεχόμενο των εγγράφων των οποίων ζητά την προσκομιδή, δεν αναφέρει αν οι ενάγουσες κατέχουν τα έγγραφα αυτά (για το δεύτερο μάλιστα από αυτά ζητά χαρακτηριστικά να προσκομιστεί εφόσον υπάρχει) και ούτε επικαλείται ποια θα είναι η χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων και εν γένει το συμφέρον της από την επίδειξη τους. Επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις επίδειξης εγγράφου που θέτει το άρθρο 450 ΚΠλΔ και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο (Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠλΔ, τόμ. Β ', άρθρο 450 αριθμ. 21 και Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 450 αριθ. 3). Ο αναφερόμενος στο προοίμιο αυτής της απόφασης σύλλογος με την επωνυμία «Το Χ.» άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγομένης της κύριας δίκης και ζήτησε την απόρριψη της κύριας αγωγής και την καταδίκη των καθών στα έξοδα του, ισχυριζόμενος ότι η επίδικη έκταση ανήκει στην εναγομένη και ότι ο ίδιος έχει την κατοχή της (έκτασης) κατόπιν παραχώρησης από την τελευταία (εναγομένη). Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση του είναι παραδεκτή, ενόψει και του προφανούς εννόμου συμφέροντος του, παρά την αντίθετη ένσταση των καθών και νόμιμη, σύμφωνα με τα άρθρα 68 και 80 ΚΠολΔ πρέπει λοιπόν να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι ο παρεμβαίνων σύλλογος προσκόμισε και το πρωτότυπο της από 16.9.2003 μονομερούς δήλωσης του περί διαπίστωσης της αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς στην κρινομένη υπόθεση, συνεκδικαζόμενη με την κύρια αγωγή, διότι υπάρχει συνάφεια μεταξύ τους, ενώ έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του, οι οποίες εκτιμώνται αυτές καθ' εαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους, κατά το λόγο της γνώσης και της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, στα οποία ανήκουν και οι ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις που προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 1982, 441, ΑΠ 1410/1997 ΕλλΔνη 1998, 343), από τα προ-σαγόμενα αποδεικτικά μέσα που χρησιμεύουν ως δικαστικά τεκμήρια, εφόσον επιτράπηκε η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33, 814, ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40, 1019), στα οποία ανήκουν αφενός οι με αριθμούς .... Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κέρκυρας, τις οποίες προσκομίζουν οι ενάγουσες και συντάχθηκαν χωρίς κλήτευση της αντιδίκου τους (δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης κλήσης στην εναγομένη να παραστεί στη λήψη τους, ΑΠ 49/1997 ΕλλΔνη 1997, 1542, ΑΠ 790/1994 ΕλλΔνη 1995, 836, ΑΠ 106/1991 ΕλλΔνη 1992, 816) για να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενη δίκη (ΑΠ 1490/2001 ΕλλΔνη 2003, 961, ΑΠ 1132/2000 ΕλλΔνη 2000, 1664, ΑΠ 343/2000 ΕλλΔνη 2000, 693) και αφετέρου ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κέρκυρας, τις οποίες προσκομίζει η εναγομένη και συντάχθηκαν χωρίς κλήτευση των αντιδίκων της (δεν προσκομίζεται έκθεση επίδοσης κλήσης στις ενάγουσες να παραστούν στη λήψη τους) για να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενη δίκη, από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα που χρησιμεύουν ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 1456/1996 ΑρχΝ 48, 311) και, τέλος, από όσα οι διάδικοι εκθέτουν και συνομολογούν στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδεικνύονται τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στη θέση «Μ» της κτηματικής περιοχής Π. του Δήμου Ε. Κέρκυρας βρίσκεται έκταση 400 περίπου στρεμμάτων, η οποία εκτείνεται ως κλείσμα ... ο δε κύκλος του όλου κλείσματος ολοκληρώνεται στα κτίσματα της Ι. Μονής της Υ.Ο. Όλη η έκταση αυτή μέχρι και τον 17ο αιώνα ανήκε σε διάφορους ιδιώτες, των οποίων κατιόντες ισχυρίζονται ότι είναι οι εταίροι της εναγόμενης αστικής εταιρίας. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα οι ιδιοκτήτες της ενλόγω έκτασης ανήγειραν σε αυτήν ένα γυναικείο μοναστήρι. Αυτό αποτελούνταν από τα κελιά, που υπάρχουν ακόμα και στα οποία διαβίωναν οι μοναχές, το καθολικό, δηλαδή τον ιερό ναό, που και σήμερα βρίσκεται στην ως άνω έκταση και το κοιμητήριο. Στο μοναστήρι οι παραπάνω ιδιοκτήτες είχαν προσφέρει όλη την επίδικη έκταση των 400 στρεμμάτων προς διευκόλυνση και ενίσχυση των μοναχών που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Το μοναστήρι αυτό εξακολούθησε να υφίσταται και μετά το έτος 1866 που εισήχθη στην Κέρκυρα (με το νόμο ΡΝ'/1866) η ελληνική νομοθεσία, δηλαδή το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Από τότε (1866) το μοναστήρι απέκτησε νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, αποτελώντας πλέον την Ι. Μ.Υ.0. (δεύτερη ενάγουσα), δεδομένου ότι κατά το ισχύον τότε (βυζαντινορωμαϊκό) δίκαιο, ως εκτέθηκε λεπτομερώς στη μείζονα πρόταση, μία Μονή αποτελούσε αυτοτελή προσωπικότητα (υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), χωρίς να απαιτείται να της έχει χορηγηθεί προηγουμένως άδεια της πολιτείας, αρκεί να είχε συσταθεί αυτή όπως όριζαν οι ιεροί κανόνες, δηλαδή κατόπιν αδείας του οικείου επισκόπου, κάτι που δεν αμφισβήτησε και η εναγομένη ειδικά ότι συνέβη στην προκείμενη περίπτωση (άρθρο 261 ΚίΙλΔ). Είναι δε γεγονός ότι δεν προσκομίζεται το αρχικό «κτητορικό τυπικό», με το οποίο οι ως άνω ιδρυτές είχαν θέσει τους όρους λειτουργίας της Μονής και τα δικαιώματα τους επ' αυτής, πλην όμως αυτό το στοιχείο μόνο του δεν αρκεί να ανατρέψει το παραπάνω συμπέρασμα, αφού είναι πολύ πιθανό το τυπικό να χάθηκε μετά την πάροδο τόσων αιώνων, ενώ δεν προβλεπόταν και η τήρηση έτερου όμοιου (τυπικού) σε κρατικά ή εκκλησιαστικά αρχεία, καθόσον ήταν ιδιωτική πράξη του ιδρυτή - κτήτορα του μοναστηριού (με τη συναίνεση βέβαια του οικείου επισκόπου). Η ύπαρξη και λειτουργία της Ι. Μονής και μετά από το έτος 1866 πιστοποιείται από πλήθος αρχειακών κειμένων που προσκομίζονται σε αντίγραφα. Ενδεικτικά αναφέρονται [...]. Σε κάθε περίπτωση και ο ίδιος μάρτυρας της εναγομένης, στην κατάθεση του, που περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά της παρούσης δίκης, παραδέχθηκε ότι υπήρχαν χειροτονημένες μοναχές. Από τα αναφερόμενα αυτά έγγραφα αποδεικνύεται ότι το μοναστήρι συνέχιζε να λειτουργεί, διοικούμενο από την ηγουμένη και το ηγουμενοσυμβούλιο, που διενεργούσαν την όλη οικονομική διαχείριση της Ι. Μονής και υπό τον έλεγχο του επιχώριου Αρχιερέα (Μητροπολίτη), ο οποίος συγχρόνως ασκούσε και πνευματική εποπτεία. Η τελευταία μάλιστα μοναχή αποβίωσε το έτος 1988, οπότε ελλείψει νέων μοναχών ανατέθηκαν στις 26.4.1988 από τη Μητρόπολη Κ. και Π στον πατέρα Σ. Γ. αρμοδιότητες ηγουμενοσυμβουλίου, όπως προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 1 του ν.δ. 374 της 6/7.8.1947 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των εκκλησιαστικών νόμων 326/1945 και 1144/1946 και ρυθμίσεως ετέρων τινών εκκλησιαστικών ζητημάτων». Το υπό κρίση ακίνητο, στο οποίο υπήρχαν το κοινόβιο οίκημα, ο ναός, το κοιμητήριο και τα περιβάλλοντα αυτά κτήματα, η Ι. Μονή ενέμετο από του έτους 1866 μέχρι του έτους 1988 (χρόνος θανάτου τελευταίας μοναχής) συνεχώς με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν παραβλάπτεται κατ' ουσία δικαίωμα τρίτου. Ειδικότερα εξέτρεψε σε αυτό ζώα, ξύλευε τα λογγώδη μέρη του, συνέλεγε τον καρπό των ελιών, το επόπτευε με μοναχές της, συντηρούσε τα υφιστάμενα κτίρια και κατασκεύαζε νέα, κατάρτιζε δικαιοπραξίες για τα ελαιόδενδρά του (ανταλλαγή ελαιοδένδρων), τελούσε δημόσια λειτουργία στο ναό, ασκούσε πλήρη οικονομική διαχείριση και γενικώς ενεργούσε τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να διαταραχθεί από κανένα στην ανεπίληπτη άσκηση της νομής της. Συνεπεία της συνεχούς και ανεπίληπτης διάνοια κυρίου και με καλή πίστη νομής της Ι. Μονής επί του επιδίκου κτήματος για χρόνο πλέον της τριακονταετίας, κατά τα εκτεθέντα περιστατικά και δεδομένου ότι από το έτος 1840 ίσχυε στην Κέρκυρα ο Ιόνιος Κώδικας, ο οποίος προέβλεπε 30 έτη παραγραφή ακόμα και αν ο διακάτοχος ήταν κακόπιστος, κατέστη αυτή (Ι. Μονή) κυρία του επιδίκου κτήματος (μετά των επί αυτού κτισμάτων) με έκτακτη χρησικτησία το έτος 1927, έκτοτε δε δεν είναι δυνατή η απώλεια της νομής (βλ. με το ν.δ. της 22 Απριλίου /16 Μαΐου 1926)... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 29.1.1999 δημιουργήθηκε η εναγομένη, που είναι αστική εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία: «Κ.Α.Χ.Μ.Κ.», της οποίας οι εταίροι ισχυρίζονται ότι είναι κατιόντες των αρχικών ιδιοκτητών της όλης έκτασης. Είχε προηγηθεί προσπάθεια τους να συστήσουν κοινωφελές ίδρυμα, στο άρθρο 10 της ιδρυτικής πράξης του οποίου φερόταν η επίδικη έκταση ως περιουσία του ιδρύματος. Τελικά η προσπάθεια αυτή δημιουργίας ιδρύματος δεν τελεσφόρησε, διότι συναντήθηκε άρνηση εκ μέρους της διοικήσεως (Υπουργείο Εθνικής ίΐιδείας και θρησκευμάτων - Διεύθυνση Εκκλησιαστικής Διοικήσεως) προς έκδοση του οικείου εγκριτικού διατάγματος. Η εναγομένη αστική εταιρία συνήψε με τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σύλλογο την 23.10.1999 έγγραφο προσύμφωνο χρησιδανείου δια του οποίου τα συμβληθέντα μέλη ανέλαβαν την υποχρέωση να καταρτίσουν την οριστική κύρια σύμβαση, που έγινε στις 12.3.2000. Αντικείμενο της σύμβασης αυτής αποτέλεσε η εκ μέρους της εναγομένης (χρησιδανείστριας) παραχώρηση στον χρησάμενο σύλλογο της χρήσης άνευ ανταλλάγματος της επίδικης έκτασης των 400 στρεμμάτων για την εκπλήρωση των σκοπών του συλλόγου. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής χρησιδανείου η εναγόμενη αστική εταιρία, κρυφά εντός του Μαΐου του έτους 2000 και φανερά στις αρχές Ιουνίου ιδίου έτους, εισέβαλε στην προπεριγραφείσα έκταση των τετρακοσίων στρεμμάτων, καθώς και στα κτίσματα της Ι. Μονής που υπήρχαν σε αυτήν και εγκατέστησε εκεί τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σύλλογο, αποβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο από τη νομή των πάνω ακινήτων την Ι. Μονή χωρίς τη θέληση της και άνευ δικαιώματος. Στη συνέχεια οι εκπρόσωποι του προσθέτως παρεμβαίνοντος συλλόγου άρχισαν, δια μισθωμέντων συνεργείων, να εκτελούν εργασίες επί των κτισμάτων της Ι. Μονής και να εκμεταλλεύονται τα κτήματα αυτής. Σε ό,τι αφορά το ναό, η ίδια η εναγόμενη εταιρία επέφερε την παύση της λειτουργίας του. Στις πράξεις αυτές η εναγομένη και ο προσθέτως παρεμβαίνων σύλλογος προέβησαν, ο τελευταίος κατόmv εντολής και έγκρισης της πρώτης, και εξακολουθούν να κατέχουν το ναό και όλο το επίδικο ακίνητο χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη θέληση της δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής, που εκπροσωπείται κατά τα ανωτέρω από τον πατέρα Σ.Γ. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι οι απόγονοι των αρχικών ιδιοκτητών της επίδικης έκτασης, τους οποίους διαδέχθηκαν κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης τα μέλη της, διοικούσαν το μοναστήρι διάνοια κυρίου από το έτος 1813 μέχρι και το έτος 1908, ούτε και ότι αναγνωρίζονταν ως κύριοι από τις κρατικές αρχές και ως τέτοιοι αναφέρονταν σε διάφορες συμβάσεις. Το τελευταίο διότι αφενός στο από 10/22 Ιανουαρίου 1813 ειδικό διάταγμα του Υπουργού Διοίκησης της Πολιτείας των Ιονίων Νήσων περί σύγκλησης της αδελφότητας της Εκκλησίας της Υ.Ο. Χ.Μ. δεν αναφέρονται ως ιδιοκτήτες παρά μόνον ως «συνάδελφοι» του υπάρχοντος ναού (το δε όποιο δικαίωμα του «συναδέλφου» δεν ήταν δικαίωμα κυριότητας αλλά ηθικό δικαίωμα, βλ. ανωτέρω μείζονα πρόταση), αφετέρου κανένα από τα προσκομιζόμενα συμβόλαια, που συντάχθηκαν μεταξύ των ετών 1893 -1908, δεν αφορά την επίδικη έκταση και δεν τους ονομάζει ιδιοκτήτες. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι η Μητρόπολη κατέστη συγκυρία της επίδικης έκτασης, ενώ οι πράξεις νομής που αυτή ισχυρίζεται ότι ασκεί στην έκταση αφορούν μετά το έτος 1988, όταν δηλαδή επήλθε ο θάνατος της τελευταίας μοναχής και γ' αυτό δεν αρκούν για να αναγνωρισθεί αυτή (Μητρόπολη) συννομέας της επίδικης έκτασης κατά το έτος 2000, δεδομένου ότι το αδιάλειπτο της νομής της Ι. Μονής επί των επίδικων ακινήτων αυτής από της κτήσης της κυριότητας τους (που έγινε το έτος 1927) ισχύει και ως προς την πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη (βλ. μείζονα πρόταση).

Κατ' ακολουθία των εκτεθέντων γεγονότων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσία αναφορικά με τη δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή και να αναγνωρισθεί αυτή νομέας του περιγραφομένου σ' αυτήν ακινήτου μετά των επ' αυτού κτισμάτων (ναός - κελλιά - κοιμητήριο), να διαταχθεί η αποβολή της εναγομένης από αυτό και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα και να υποχρεωθούν εναγομένη και τρίτος να της αποδώσουν τη νομή του. Το δικαστήριο δεν θα προχωρήσει σε εξέταση της επικουρικά σωρευόμενης αγωγής διατάραξης της νομής, καθόσον αυτή τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της αγωγής αποβολής (Κ. Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο - Γενικό μέρος, 1986, σελ. 211). Αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο το αιτούμενο από την πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη να αναγνωριστεί συννομέας της ίδιας έκτασης (και περαιτέρω της αποβολής της εναγομένης από αυτήν, άλλως της παύσης κάθε εκ μέρους της διατάραξης της νομής της). Απορριπτόμενης δε της αγωγής ως προς την πρώτη ενάγουσα, παρέλκει η εξέταση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που υπέβαλε κατ' αυτής η εναγομένη. Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και η πρόσθετη παρέμβαση ως προς τη δεύτερη καθής (δεύτερη ενάγουσα), να γίνει δε δεκτή ως προς τη πρώτη καθής (πρώτη ενάγουσα). Τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης ενάγουσας (που νίκησε) από την κύρια αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση βαρύνουν αντίστοιχα την εναγομένη και την προσθέτως παρεμβαίνουσα, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης που νίκησε σε σχέση με την πρώτη ενάγουσα βαρύνουν την τελευταία, ενώ τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, που νίκησε σε σχέση με την πρώτη ενάγουσα, βαρύνουν την τελευταία (άρθρα 176 και 178 ΚΠΙιλΔ), πρέπει όμως, κατά το άρθρο 179 ΚΠΙιλΔ, να συμψηφιστούν λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής και ιδίως αυτών που αφορούν την κτήση νομικής προσωπικότητας εκ μέρους της Ι. Μονής και του είδους της νομής που αυτή έχει στα ακίνητα της.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.