ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 25442/1995
Πηγή : Αρμενόπουλος 1996, 844
Αριθμός Απόφασης : 25442
'Ετος : 1995
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης


[...] Από τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), 2 παρ. 1 βασ. (50-14), νε αρ. 111 και νε αρ. 131 κεφ. 6, που εφαρμόζονται κατ' άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι όποιος επί 40 έτη νέμεται με καλή πίστη ακίνητο που ανήκει κατά κυριότητα σε Ιερά Μονή, γίνεται κύριος αυτού και δύναται να το διεκδικήσει κατά παντός κατόχου, έχει δε κατά της Μονής ένσταση παραγραφής. Ο χρόνος αυτός της αποσβεστικής παραγραφής ορίσθηκε μεν σε 30 έτη με το άρθρο 1 του ν. ΓΧΞ/1910, κατά την κρατούσα όμως τότε γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν ορισθεί με νέο νόμο βραχύτερος χρόνος παραγραφής, εφόσον ο υπολειπόμενος προς συμπλήρωση της παραγραφής, που έχει ήδη αρχίσει, κατά τον παλαιό νόμο χρόνος ή και βραχύτερος του ορισθέντος από το νέο νόμο, τότε εφαρμόζεται ο παλαιός νόμος, συνεχιζομένης της παραγραφής και συμπληρουμένης σύμφωνα με όσα ορίζονται στον παλαιό νόμο. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 21 του από 18.5.1926 ισχύσαντος ν.δ. 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.», κατά την οποία, «τα δικαιώματα επί των ακινήτων κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Άμυνας και των Ιερών Μονών, σε ουδεμία υπόκεινται στο μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη (παραγραφή) δεν έχει καμμία έννομη συνέπεια εάν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους», αναφέρεται μόνο στην υπό του ν. 3 κωδ. (7.39) οριζόμενη και μη μεταβληθείσα με το ν. ΓΧΞ/1910, τριακονταετή παραγραφή των επί των ακινήτων αξιώσεων του Δημοσίου και της συσταθείσης με το από 26/31.8.25 ν.δ/γμα Αεροπορικής Άμυνας και όχι για την περίπτωση της «τεσσαρακονταετούς παραγραφής» των αξιώσεων επί ακινήτων των Ιερών Μονών. Και τούτο διότι, εφόσον ο χρόνος των 30 ετών παραγραφής (δηλ. και για τις αξιώσεις των Ιερών Μονών) που ορίσθηκε γενικώς με το ν. ΓΧΞ/1910, δεν μπορούσε να συμπληρωθεί από της ισχύος του νόμου αυτού μέχρι της δημοσιεύσεως του ανωτέρω δ/τος της 26.4/16.5.26, η προ του ν. ΓΧΞ/1910 αρξαμένη τυχόν σε βάρος των Ιερών Μονών παραγραφή θα συμπληρωνόταν κατά τις παλαιές διατάξεις περί 40ετούς παραγραφής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη αρχή του διαχρονικού δικαίου, της οποίας την εφαρμογή ο νομοθέτης ούτε με την παραπάνω διάταξη του από 26.4.1926 ν. δ/τος θέλησε να αποκλείσει ως προς τις αξιώσεις των Ιερών Μονών επί ακινήτων, αλλά αντίθετα απέβλεπε στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία της ακινήτου περιουσίας των Μονών. Ούτε όμως και μπορούσε εγκύρως να αποκλείσει την ως άνω αρχή, διότι τότε θα αποστερούσε υπέρ τρίτων την ιδιοκτησία που αποκτήθηκε εγκύρως από τις Ιερές Μονές, κατά το τότε ισχύον δίκαιο, και μάλιστα χωρίς τη συνδρομή των όρων που έθετε το άρθρο 17 του τότε ισχύοντος Συντάγματος, ήτοι της δημοσίας οφελείας και της προηγουμένης αποζημίωσής της. Η λήξη όμως της παραγραφής κάθε δικαιώματος καθώς και του χρόνου χρησικτησίας ανεστάλη διά των εκδοθέντων σε εκτέλεση του ν. ΔΞΗ/1912 από 12.9.15 μέχρι 15.5.26 αλληλοδιαδόχων διαταγμάτων, η δε διατασσομένη δι' αυτών αναστολή, που αφορά τη δημόσια τάξη, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σχετικά με την απόφαση περί του αν συμπληρώθηκε ή όχι από τους διαδίκους ο χρόνος της παραγραφής και χρησικτησίας. Συνακόλουθα, προς κτήση της κυριότητος ακινήτου δι' εκτάκτου χρησικτησίας και προς παραγραφή της εμπραγμάτου αξιώσεως της Μονής επί ακινήτου αυτής απαιτείται 40ετής νομή με καλή πίστη, που πρέπει να έχει συμπληρωθεί το βραδύτερο μέχρι 22.9.1915 (βλ. ΑΠ 1041/77 ΝοΒ 26.295, ΑΠ 108/76 ΝοΒ 24. 617). Εξάλλου, κατά το μοναδικό άρθρο του ν. 2148/ 1952, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 73 παρ. 2 του ν.δ. 2185/1952, απαγορεύεται με ποινή απόλυτης ακυρότητος ή με πράξη εν ζωή με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ή διανομή ή σύσταση οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος σε αγροτικά ακίνητα, που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, για την πέραν των 250 στρεμμάτων έκταση κατά ιδιοκτήτη. Το ίδιο ισχύει και για τα αγροτικά κτήματα οποιασδήποτε εκτάσεως, που ανήκουν στην εκκλησιαστική γενικώς περιουσία και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Οι απαγορεύσεις των προηγουμένων παραγράφων δύνανται να αρθούν με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, που δημοσιεύεται σε μία εφημερίδα της πρωτεύουσας του νομού που κείται το κτήμα και όταν δεν υπάρχει σε μία εφημερίδα της πρωτεύουσας του κράτους, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εποικισμού. Ο νόμος αυτός, αν και κατά την Εισηγητική Έκθεση του αρμοδίου Υπουργού Γεωργίας φέρεται εκδοθείς προς πρόληψή της, διά της από μέρους των ιδιοκτητών κατατμήσεως της αγροτικής κτηματικής περιουσίας, ματαιώσεως του διά του άρθρου 1041/1952 επιδιωκομένου σκοπού, της κατά παρέκκλιση από του άρθρου 17Σ/1952 επί τριετία από της ισχύος του διενεργείας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροτικών κτημάτων, προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, ως γενικής ισχύος νόμος, μη καταργηθείς διά νεωτέρου νόμου, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την παρέλευση της ως άνω τριετίας, αφού ούτε ρητή διάταξη περί προσωρινής ισχύος του εντός της τριετίας διαλαμβάνεται σ' αυτόν, ούτε σιωπηρά συνάγεται τούτο από το περιεχόμενό του, με το οποίο θεσπίζονται πάγιες απαγορεύσεις και μάλιστα κατ' αντικατάσταση προγενεστέρων παρομοίων παγίων απαγορεύσεων, το γεγονός δε ότι εξέλιπε ο σκοπός, για τον οποίο εκδόθηκε ο νόμος, ο αναφερόμενος ως άνω στην Εισηγητική Έκθεση του Υπουργού, στην οποία, θα πρέπει να λεχθεί, δεν διαλαμβάνεται τίποτε περί περιορισμένης χρονικής ισχύος του ενλόγω νόμου, δεν είναι αρκετό για να χαρακτηρισθεί αυτός ως προσωρινής ισχύος, ούτε αποτελεί λόγο καταργήσεώς του. Από τη γραμματική διατύπωση των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η ακυρότητα των απαγορευμένων δικαιοπραξιών, που προβλέπεται σ' αυτές, είναι απόλυτη, δηλαδή δύναται να προταθεί από τον καθένα που έχει έννομο συμφέρον και όχι σχετική υπέρ του Δημοσίου και μόνον (βλ. ΑΠ 195/81 ΝοΒ 28.1396, ΑΠ 345/1985 ΝοΒ 34.77). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη έννομης σχέσεως, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον. Τέτοιο συντρέχει όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι το κατάλληλο μέσον άρσεως της υφισταμένης καταστάσεως, αβεβαιότητος στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής της βλάβης που απειλείται στα συμφέροντα του ενάγοντος. Αφετηρία του εννόμου συμφέροντος είναι η αμφισβήτηση από μέρους του εναγομένου της επίδικης έννομης σχέσεως, η οποία αμφισβήτηση απειλεί βλάβη στα συμφέροντα του ενάγοντος, η δε επιδιωκόμενη απόφαση είναι πρόσφορο μέσο αποτροπής της βλάβης αυτής (βλ. ΑΠ 48/1966 ΕλλΔνη 1986.483, ΑΠ 324/74 ΝοΒ 22.1293, ΑΠ 155/72 ΑρχΝ 23.519, Δεληκωστόπουλος - Σινανιώτης, ΚΠολΔ, 1968, άρ. 71 παρ. 2, σελ. 206, Μπέη, Πολ. Δικ., 1973, αρ.. 70, σελ. 387). Ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή το έννομο συμφέρον που δικαιολογεί την αιτούμενη αναγνώριση, στοιχείο απαραίτητο για το ορισμένο αυτής (βλ. ΑΠ 48/1986, ΑΠ 324/74, ΑΠ 155/1972). Πρέπει να σημειωθεί ότι το έννομο συμφέρον για την έγερση της αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα (βλ. Μητσόπουλο, Η αναγνωριστική αγωγή κατά το Ελληνικό Δίκαιο, 1947, σελ. 109, Μπέη, ό.π., σελ. 388, Δεληκωστόπουλο - Σινανιώτη, ό.π., άρθρ. 69, παρ. 3β), δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εξετάζεται υπό του Δικαστηρίου και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης (άρθρ. 73 ΚΠολΔ βλ. ΕφΑθ 449/90 ΕλλΔνη 33.847).

Στην προκείμενη υπόθεση, το ενάγον-σωματείο, με την από 10.10.1994 αγωγή του, εκθέτει ότι είναι κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγρού που κείται στην κτηματική περιφέρεια της Κοινότητος Β., εκτάσεως 20 στρεμμάτων, με αριθμό 134 Α' κτηματολογικού πίνακα διανομής κτημάτων της Ιεράς πατριαρχικής Σταυροπηγιακής Μονής Α.Α., όπως ειδικότερα περιγράφεται ο ως άνω αγρός κατά θέση, έκταση και όρια στην ένδικη αγωγή. Ότι το επίδικο ακίνητο νεμόταν και κατείχαν με διάνοια κυρίου από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1957 οι δικαιοπάροχοί του και ιδρυτικά μέλη αυτού που αναφέρονται στην ως άνω αγωγή και ότι εν συνεχεία αυτοί μεταβίβασαν τα δικαιώματα νομής και κατοχής που είχαν σ' αυτό (ενάγον), το οποίο συνέχισε να νέμεται και να κατέχει με διάνοια κυρίου το ενλόγω ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού όλες τις εξουσίες που προσιδιάζουν στη φύση του. Ότι έτσι κατέστη το ενάγον κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού πα-ρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, προσμετρουμένου στο χρόνο νομής χρησικτησίας αυτού και του χρόνου νομής χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Ότι ο εναγόμενος αμφισβητεί την κυριότητά του επί του ως άνω αγρού, επικαλούμενος ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. [...]/18.4.90 περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως του συμβολαιογράφου Βασιλικών Π.Β., που μεταγράφηκε νόμιμα, κατέστη κύριος τούτου και ότι αυτό ανήκε κατά κυριότητα στην οφειλέτιδά του Ρ. Π., δυνάμει του υπ' αριθ. [...]/80 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα λόγω πωλήσεως στην τελευταία εκ της προαναφερομένης Ιεράς Μονής, ότι η παραπάνω σύμβαση πωλήσεως είναι εικονική, διότι η κυριότητα του επιδίκου αγρού ανήκε στο ενάγον και ότι η Ιερά Μονή δεν είχε τη δυνατότητα μεταβιβάσεως αυτού και εικονικώς ανεγράφη στο πωλητήριο συμβόλαιο ως πωλήτρια. Ότι, επιπλέον, η ως άνω σύμβαση πωλήσεως, ως προσκρούουσα στις διατάξεις του ν. 2148/52, είναι απολύτως άκυρη και συνεπώς ουδέν δικαίωμα κυριότητος απέκτησε ο εναγόμενος επί του επιδίκου ακινήτου. Ζητεί δε το ενάγον μ' αυτό το ιστορικό ν' αναγνωρισθεί κύριος του παραπάνω αγρού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συ-ζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρ. 18 παρ. 1, 29 και 215 επ. ΚΠολΔ) τηρηθείσας και της νομίμου προδικασίας, εφόσον περίληψη αυτής ενεγράφη εμπροθέσμως κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών (βλ. το υπ' αριθ. 17/3936/4.11.94 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Βασιλικών). Η αγωγή όμως μ' αυτό το περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το ενάγον σωματείο και οι δικαιοπάροχοί του δεν ήταν δυνατόν, εφόσον ο επίδικος αγρός ανήκε κατά κυριότητα μέχρι το έτος 1980 στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Α.Α. να χρησιδεσπόσει επ' αυτού, δεδομένου ότι η ακίνητη περιουσία της Μονής ήταν ανεπίδεκτη χρησικτησίας. Περαιτέρω δε, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι η γενομένη προς την Ρ.Π. μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου ήταν έγκυρη από το έτος 1980 μέχρις ασκήσεως της ενδίκου αγωγής (1994) δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος από τις διατάξεις του άρθρου 1045 ΑΚ χρόνος της εικοσαετίας νομής διανοία κυρίου, ώστε το ενάγον να καταστεί κύριος του επιδίκου δι' εκτάκτου χρησικτησίας. Πρέπει δε να λεχθεί επιπλεον ότι, και στην περίπτωση που η ενλόγω δικαιοπραξία της πωλήσεως ήταν άκυρη ως εικονική ή ως προσκρούουσα στις διατάξεις του ν. 2148/52, και πάλι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ελλείψει εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αυτής, δεδομένου ότι ο επίδικος αγρός και πάλι θα ανήκε κατά κυριότητα στην ανωτέρω Ιερά Μονή. Συνακόλουθα, πρέπει ν' απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω ευλόγου αμφιβολίας του ενάγοντος για την έκβαση της παρούσας δίκης.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.