ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 2823/1999
Πηγή : Δίκη 1999, 871
Αριθμός Απόφασης : 2823
'Ετος : 1999
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών


[...]Κατά ρητή διάταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η μονή λαμβάνει υπόσταση ως ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο δια της εκδόσεως του βασιλικού διατάγματος κατόπιν προτάσεως του οικείου μητροπολίτη και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (άρθρο 29 της από 31/31 Δεκεμβρίου 1923 αποφάσεως της Επαναστάσεως περί «Καταστατικού Νόμου της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος» που δεν καταργήθηκε από τους μετέπειτα νόμους, ομοίως δε και άρθρο 23 του 671/1943 νόμου, πρβλ. Χριστοφιλόπουλου, Ελληνικόν εκκλησιασπκόν δίκαιον, εκδ. 6' σελ. 289 επ. και Ι.Μ. Σοντη, ΝοΒ 1,993).

Περαιτέρω υπό το καθεστώς που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, δηλαδή σύμφωνα με τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, και συγκεκριμένα συμφωνά με σειρά διατάξεων του Ιουστινιάνειου Κώδικα (βλ. Cod. Just. 1.2.23, 13.34 (35), 1.3.45 (46) και 2.3.48 (49) και Νεαρών του Ιουστινιανού (βλ. Nov. 131 κεφ. 10,11,15) το εξ ιδιωτικής βουλήσεως αυθύπαρκτον ίδρυμα συνίστατο δια της διαθέσεως από τον ιδρυτή αυτού περιουσίας προκειμένου αυτή, διοικούμενη αυτοτελώς, να υπηρετήσει ορισμένο ευαγή ή κοινωφελή σκοπό, αποκτούσε δε ιδία «νομική» προσωπικότητα δια μόνης της συστατικής πράξεως χωρίς να απαιτείται έγκριση της Πολιτείας, όπως απαιτείται σήμερα κατ' άρθρο 108 ΑΚ. Ως συστατική πράξη ενοείτο (όπως και κατ' άρθρο 109 ΑΚ) είτε μονομερής δικαιοπραξία εν ζωή του ιδρυτού, δεσμεύουσα αυτόν προς διάθεση των περιουσιακών στοιχείων, είτε διάταξη τελευταίας Βουλήσεως (βλ. /. Σόντη, ο.αν.). Αλλως τε, σύμφωνα με το άρθρο 13 ΕνΑΚ, τα νομικά πρόσωπα, που έχουν συσταθεί νόμιμα κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, εξακολουθούν να ισχύουν. Σχετικά με την ικανότητα και τη διοίκηση ή λειτουργία τους εφαρμόζονται σε αυτά οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ (βλ. και Ι. Κονιδάρη, νόμιμα προσκομιζόμενη από 28.9.1996 γνωμοδότηση).

Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Γ.Ο.Χ.) αποκαλούνται τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος που αποσπάσθηκαν από αυτήν διοικητικά μετά την κατά το 1924 επέκταση του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου, μεταξύ των άλλων, και στις εκκλησιαστικές σχέσεις για τον υπολογισμό των ακινήτων εορτών. Το ελληνικό παλαιοημερολογητικό ζήτημα αποτελεί από 65ετίας πρόβλημα στο σώμα της Εκκλησίας. Οι παλαιοημερολογίτες οσονδήποτε μικρή μειονότητα και αν αποτελούν, διαχώρισαν του εαυτούς τους από την κανονική Εκκλησία, λόγω της επελθούσης τότε ημερολογιακής μεταβολής και είναι ουσιαστικώς αποκομμένοι από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (βλ. μητροπολίτη Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο Παρασκευαϊδη, στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Ιστορική και κανονική θεώρηση του παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι». Κατά το χρόνο της δημοσίευσης της ανωτέρω διατριβής (1982), οι Παλαιοημερολογίτες ήσαν κατατμημένοι βασικώς σε δύο μεγάλες παρατάξεις, την του «Πρ.Φλωρίνης» και του «Βρεσθένης» Μ., κατ' ουσίαν όμως σε περισσότερες των 7, ολιγομελέστερες, επί μέρους ομάδες. Κάθε μία από τις δύοπαρατάξεις διεκδικεί δια τον εαυτό της την πολυπληθέστερη και σοβαρότερη εκπροσώπηση του παλαιοημερολογητικού κόσμου, ενώ, όπως επίσης χαρακτηριστικά αναγράφεται στην ως άνω διατριβή, σελ. 358, 359, «αβυσσαλέο ιδεολογικό χάσμα χωρίζει αυτές και μίσος άσπονδο μεταξύ αυτών υφίσταται, μη αποκρυπτόμενον από των ομμάτων των τρίτων». Το χάσμα αυτό χρονολογείται από του έτους 1937, όταν, για πρώτη φορά διαφώνησαν οι επικεφαλής των δυο παρατάξεων ιερείς. Οι δυο κύριες παρατάξεις είναι υποτυπωδώς οργανωμένες κατά το πρότυπο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, διοικούμενες από πολυμελείς «Συνόδους» που εδρεύουν στην Αθήνα. Στους κόλπους κάθε μιας συνόδου αναπτύσσεται μεγάλος αριθμός κληρικών και λαϊκών, συγκροτημένος σε επισκοπές και ενορίες. Επί κεφαλής των επισκοπών φέρονται "επίσκοποι" που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι απαραλλάκτως τους τίτλους μητροπόλεων εν ενεργεία της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος ή των πάλαι ποτέ «διαλαμψασών» επισκοπών αυτής (ο.αν.362). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι παλαιοημερολογίτες, ισχυριζόμενοι ότι έπαυσαν να ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος (που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και διέπεται από το ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», ο οποίος, κατά το άρθρο 1 § 4, θέλει την εκκλησία νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μόνο κατά τις νομικές της σχέσεις, και όχι κατά τη φύση της (βλ. Κ. Ραμιώτη, Η Εκκλησία μέσα στην Ελληνική Πολιτεία), έχουν απαλλαγεί από την υποχρέωση να δέχονται τις δικαιοδοτικές αυτής αρμοδιότητες ελέγχου και εποπτείας, διαφεύγουν δε και των πολιτειακών ρυθμίσεων επί εκκλησιαστικών θεμάτων για τον ίδιο λόγο και, επί πλέον, κατά την άποψη του ως άνω συγγραφέως, διότι οι μονές αυτών στερούνται νομικής προσωπικότητας (μητρ. Δημητριάδος, ο.αν. 365). Γίνεται εξ άλλου δεκτό ότι οι παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι έχουν αναγάγει το θέμα του υπολογισμού των ακινήτων εορτών σε θέμα θρησκευτικής συνειδήσεως, σύμφωνα με την κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13), δηλαδή της θρησκευτικής τους συνειδήσεως και της κατά τη συνείδηση αυτή εκπληρώσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων, έχουν το δικαίωμα να αποτελέσουν ίδια θρησκευτική κοινότητα και να απολαμβάνουν της προστασίας των νόμων ως «γνωστή θρησκεία» κατά την άσκηση της λατρείας, διεπόμενοι κατά τα λοιπά από τους κανόνες δικαίου της θρησκευτικής τους κοινότητας.

Σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, οι ιερές μονές που ιδρύθηκαν υπό το καθεστώς του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προς εκπλήρωση του θρησκευτικού σκοπού των οποίων αφιερώθηκαν οι περιουσίες των ιδρυτικών τους μελών ή και τρίτων, απέκτησαν νομική προσωπικότητα με μόνη την συστατική πράξη της ίδρυσης τους, η οποία όμως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, να διατηρείται, υπό μία και μόνη προϋπόθεση, δηλαδή ότι συνεχίζουν να λειτουργούν σύμφωνα με τις ιδρυτικές πράξεις και να διέπονται από τους κανόνες που κατά το χρόνο της ιδρύσεως τους είχαν από τους ιδρυτές θεσπισθεί. Δεν είναι νοητό να θεωρούνται νομικά πρόσωπα, και μάλιστα από μερικούς υποστηρικτές και «δημοσίου δικαίου», οι μονές, των οποίων τα μέλη, μετά την εισαγωγή του αστικού κώδικα, θέλησαν να τροποποιήσουν τις συστατικές των πράξεις με ιδιωτικά ή συμβολαιογραφικά έγγραφα και να αρνούνται να θέσουν εαυτές υπό την ισχύουσα για τα νομικά πρόσωπα, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου, νομοθεσία.

Ειδικά για την περίπτωση των παλαιοημερολογιτικών μονών, πρέπει να λεχθεί ότι πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες δόθηκαν από την «Εκκλησία της Ελλάδος» περί υπαγωγής τους σε αυτή, υπό κανονικό παλαιοημερολογίτη επίσκοπο, έχοντα αναφορά στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και διεπόμενη από τους κανόνες αυτής, και εν τούτοις απέτυχαν (βλ. μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη, ο.αν. σελ. 414 επ.). Η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί τους ευρισκόμενους στην Ελλάδα παλαιοημερολογίτες ως «παρασυναγώγους», αρνούμενη να χαρακτηρίσει αυτούς ως «αιρετικούς» ή σχισματικούς, διακηρύττοντας ότι αυτοί αποτελούν απλώς «απείθαρχα αυτής τέκνα» (βλ. μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη, ο.αν. σελ. 365, 366. Τρωιάνου, τομ. Β' σελ. 49, 50). Και ναι μεν η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνωρίζει το δικαίωμα των ευσεβών να λατρεύουν τον Κύριο κατά το παλαιό ημερολόγιο, καίτοι αποδίδει το φαινόμενο της εμμονής τους στην ασθενή τους συνείδηση, εν τούτοις ουδεμία κληρική ιδιότητα αναγνωρίζει στους εμφανιζόμενους ως κληρικούς των παλαιοημερολογιτών.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμ6ασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κατέστη εσωτερικό δίκαιο δια του ν.δ. 53/1974 και υπέρκειται της ελληνικής νομοθεσίας, ορίζεται ότι «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί [...] υπό δικαστηρίου [...] το οποίο θα αποφασίσει [...] επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως [...]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 107 ΑΚ ορίζεται ότι ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρεία (βλ. μεταξύ άλλων και 143/1996/762/963 απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφορώσα την Καθολική Εκκλησία των Χανίων κατά της Ελλάδος, ΝοΒ 46,1159). Επίσης κατά το άρθρο 62 § 2 του ΚΠολΔ ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα μπορούν να είναι διάδικοι. Τέλος κατ' άρθρο 64 § 4 ΚΠολΔ, «οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς και οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους». Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, οι ιερές μονές που δεν ανήκουν στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, και δη δημοσίου δικαίου, όπως η τελευταία, μπορούν να είναι διάδικοι, να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων και να διεξάγουν δίκες στο όνομα τους. Κατ' επέκταση και, ακολουθώντας την ως άνω ερμηνεία, που δόθηκε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και τις προεκτεθείσες διατάξεις του ΑΚ και ΚΠολΔ, τόσον οι Ιερές Μονές των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογιτών), όσο και οι λειτουργούσες μέσα στους κόλπους αυτών ενώσεις μοναχών, που επιδιώκουν σκοπό παράλληλα προς αυτόν της μονής, ή διαφορετικό, που όμως εμφανίζεται ως βαίνων παραλλήλως προς τον της μονής, έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, που αφορούν τη νομική φύση των ιερών μονών των παλαιοημερολογιτών, πρέπει να γίνει μνεία της διακρίσεως των Ιερών Μονών της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας από απόψεως συστάσεως τους. Με 6άση αυτό το στοιχείο οι Ιερές Μονές διακρίνονται α) σε Επισκοπικές Ιερές Μονές που συνιστώνται και αναγνωρίζονται από τον οικείο επίσκοπο, στην εξουσία του οποίου υπάγονται και οι υπαγόμενες στην Εκκλησία της Ελλάδος μονές είναι όλες επισκοπικές κατά το ισχύον Εκκλησιαστικό δίκαιο, έτσι ώστε η ίδρυση και συγχώνευση της μονής να είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κυριάρχου μητροπολίτου. 6) Πατριαρχικές ή Σταυροπηγιακές Μονές που συνιστώνται και αναγνωρίζονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσωνυμία Σταυροπηγιακή Μονή, οφείλεται στο ότι ο Πατριάρχης αποστέλλει προς πήξιν εις το θεμέλιον της ανεγειρόμενης Μονής Σταυρόν. Το «κανονικόν» τούτο δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανάγεται στον η' αιώνα και το προνόμιο τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως έχει εφ' όλης της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Πατριαρχική Μονή, εφόσον κανονικώς συνεστήθη, υπάγεται εξ ολοκλήρου και διαχειριστικά υπό την εξουσία του Πατριάρχου. Έτσι αυτός ασκεί διοικητικό και διαχειριστικό έλεγχο. Στο ναό μνημονεύεται το όνομα του Πατριάρχου, και όχι του επιχωρίου επισκόπου, γ) Ηγουμενική ή Αρχιμανδρική Μονή, η οποία υπάγεται όχι στην εξουσία του επισκόπου, αλλά του αρχιμανδρίτου ή του ηγουμένου, υπό την γενική δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου, όπως είναι οι μονές, οι υπαγόμενες στην Εκκλησία της Ρωσίας, δ) Συνοδική Μονή που είναι παρεμφερής με την Ηγουμενική. Στην Ελλάδα ιδρύθηκε το πρώτον η Συνοδική Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας της Χρυσοπηγής, η οποία υφίστανται υπό την δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου και στις ακολουθίες μνημονεύεται η Ιερά Σύνοδος (βλ. Ε. Ματζουνέα, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, 1984 σελ. 200). Σύμφωνα με την ανωτέρω διάκριση είναι προφανές ότι μία αρχικά κτητορική μονή, δεν είναι δυνατόν να μεταλλαγεί σε Σταυροπηγιακή, εφόσον της ιδρύσεως της τελευταίας επιλαμβάνεται ο ίδιος ο Πατριάρχης, ο οποίος και αποστέλλει Σταυρόν προς πήξιν εις τα θεμέλια της. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας έχουν πεδίο εφαρμογής στις Εκκλησίες των Γ.Ο.Χ. μόνον εφόσον ο καθένας συγκεκριμένου περιεχομένου κανόνας αποτελεί ρήτρα στη σύμβαση συστάσεως καθενός νομικού προσώπου της εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. και δεν αρκεί η αόριστη αναφορά στις κατ' ιδίαν συστατικές πράξεις περί του ότι τα νομικά αυτά πρόσωπα θα λειτουργούν συμφώνως προς όλους συλλήβδην τους Ιερούς κανόνες. Τούτο δε, διότι νομικά πρόσωπα των Εκκλησιών των Παλαιοημερολογιτών, λειτουργούντα ως ιδιωτικού δικαίου, άλλως ως ενώσεις προσώπων, δεν υπόκεινται σε κανένα έλεγχο από άποψη εκκλησιαστικής τάξεως και υπάρχει κίνδυνος αλλοιώσεως του περιεχομένου των Ιερών Κανόνων και ταυτόχρονα δημιουργίας σύγχυσης στους πιστούς της Ορθοδοξίας. Εξυπακούεται ότι όλα τα ανωτέρω δεν αναφέρονται στις ιερές μονές του Αγίου Όρους Αθω που ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο και αποτελεί θεματοφύλακα της Ορθοδοξίας και διέπεται από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς (βλ. Το καθεστώς του Αγίου Όρους Αθω, εκδ. Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Αθω, 1996) [...].

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, που αναφέρεται στην προσβολή της νομικής προσωπικότητας του ενάγοντος ησυχαστηρίου που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί ως αστική εταιρεία που περιβλήθηκε το τύπο της δημοσιότητας, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρο 18 και 22 ΚΠολΔ) και, εκτός από το αίτημα περί καταβολής από μέρους της Σ. Τ. των μισθωμάτων των εκμισθωμένων από τη μονή διαμερισμάτων, που είναι παντελώς αόριστο και απορριπτέο, και του αιτήματος περί άρσεως των τοποθετημένων στις εξωτερικές και εσωτερικές θύρες της μονής εμποδίων, το οποίο θα είναι αντικείμενο, εφόσον ευδοκιμήσει το αίτημα περί αποχωρήσεως των εναγομένων, κατά τα υπόλοιπα αιτήματα είναι βάσιμη κατά το νόμο η ανωτέρω αγωγή, δεδομένου ότι γίνεται δεκτό ότι είναι δυνατή η προσβολή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά την τιμή, την πίστη, τη φήμη, την υπόληψη, το μέλλον κ.λπ. (βλ. Στυλ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995 σελ. 148) και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρο 61, 741, 742 επ. 784,57 ΑΚ, 946 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσία της. Το αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής είναι νόμιμο κατά το μέρος όπου συνάπτεται με αιτήματα, για τα οποία χωρεί άμεση εκτέλεση.

Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, αρνούμενοι την αγωγή, προβάλλουν ισχυρισμούς που αποτελούν θεμελιωτική βάση της συνεκδικαζόμενης, με την ανωτέρω, δικής τους αγωγής, η οποία είναι απορριπτέα για τους κατά την εξέταση αυτής εκτιθέμενους λόγους. Κατόπιν αυτών Πρέπει το ενάγον να αποδείξει τα αμφισβητούμενα και μη προαποδεικνυόμενα περιστατικά της αγωγής του με κάθε νόμιμο μέσο και με μάρτυρες, μη αποκλειομένων λόγω της φύσεως της διαφοράς (άρθρο 394 § 3 ΚΠολΔ). Δεν θα ταχθεί θέμα αποδείξεως όσο αφορά τη σύσταση της αστικής εταιρείας του ενάγοντος, η οποία προαποδεικνύεται δια της προσκομίσεως του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου και προκύπτει η τήρηση των σχετικών διατυπώσεων δημοσιότητας. Τα υπόλοιπα, επικαλούμενα έγγραφα θα επαναπροσαχθούν, προκειμένου να εκτιμηθούν από το δικαστήριο κατά τη μετ' απόδειξη συζήτηση.

Με την από 23.3.1997 αγωγή υπ' άρθρο Κατ. 2853/97 της μοναχής Σ. κατά κόσμον Φ.Τ. και των υπόλοιπων δεκατριών μοναζουσών, συνολικά δεκατεσσάρων εναγουσών, κατά της μοναχής Ν. και υπόλοιπων πέντε μοναχών και συνολικά έξι εναγομένων, γίνεται ιστορική αναφορά στον τρόπο ίδρυσης κατά το έτος 1927 με ιδιωτικό συμφωνητικό της γυναικείας μονής από τον ιερομόναχο Μ. Κ. και επτά μοναχές, αφιερωμένης στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ειδικότερα με το από 7.4.1927 ιδιωτικό συμφωνητικό συνέστησαν «Ιερό Ησυχαστήριο», αφιερωμένο στην Παναγία, «δι' ιδίων εξόδων και εν ιδίω κτήματι προς τούτο αγορασθησόμενο, με σκοπό να αποσυρθούν σ' αυτό, να διάγουν χριστιανικό βίο και να αναπτύσσουν φιλανθρωπικό έργο κατά τους θείους ιερούς κανόνες, τας απ' αιώνων διατάξεις και την παράδοσιν της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας». Περαιτέρω αποδίδεται αρχικά ο χαρακτηρισμός της μονής ως κτητορικής και αναφέρεται ο, κατ' επιθυμία, και μετά το θάνατο του αρχικού κτήτορα αυτής το έτος 1950, ορισμός ως διαδόχου στη διοίκηση της του τότε επισκόπου Πατρών Α. (Α.). Ο τελευταίος, επίσης κατ' επιθυμία του πρώτου αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. Μ. Κ., εγκρίσει και της Ιεράς Συνόδου, ορίσθηκε το 1972 προνομιακώς αρχιεπίσκοπος της εκκλησίας αυτής. Περαιτέρω αναφέρεται η 41528/4.6.1958 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Π. (δεν γίνεται μνεία ενδεχομένης δημοσιεύσεως της στο πρωτοδικείο Αθηνών), με την οποία φέρεται ότι η επτά μοναχές, ιδρυτικά μέλη του Ησυχαστηρίου και άλλες πέντε (των οποίων τα ονόματα δεν μνημονεύονται), κατάρτισαν τον κανονισμό λειτουργίας του ησυχαστηρίου. Εκθέτουν περαιτέρω ότι η Μ.Σ. είχε ήδη αποβιώσει ενώ η Ε.Μ. και η Μ.Τ. προσχώρησαν σ' αυτήν την πράξη (41528) και την ενέκριναν με την υπ' άρθρο 41534/6.6.1958 συμβολαιογραφική πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου. Επίσης γίνεται αναφορά στον τρόπο ορισμού της ηγουμένης της μονής και στην κατάρτιση του κανονισμού της λειτουργίας αυτής. Γίνεται μνεία ότι δια του από το έτος 1959 κανονισμού ορίζεται ότι «η μοναστική περιουσία παραμένει εις αιώνα τον άπαντα ιδιοκτησία του Ησυχαστηρίου και ότι Ησυχαστήριον μετά των εν αυτώ μοναζουσών εξαρτώνται από της ηγουμένης, ήτις υπόκειται τω Προϊσταμένω Επισκοπώ του Ησυχαστηρίου», Επίσης ότι «ο προϊστάμενος επίσκοπος εποπτεύει περί της τηρήσεως ακεραίας της περιουσίας του Ησυχαστηρίου, περί τηρήσεως και φυλακής των μοναστικών κανόνων, και επαγρυπνεί όπως μη επενεχθώσι μεταβολαί εν τη διοικήσει του Ησυχαστηρίου, άνευ γνώμης και εγκρίσεως αυτού», ότι «δεν επιτρέπεται παρ' οιουδήποτε να μεταρρυθμίση ή να μεταβολή το καθιερωμένον τυπικόν υπό του ιδρυτού και κτήτορος Αρχιεπισκόπου Κυρού Μ. Κ. και εν γένει παν ότι καθωρίσθη και ερρυθμίσθη υπό του αμέσως κτήτορος και ιδρυτού του Ησυχαστηρίου», ότι «ο Επίσκοπος επικυροί την εκλογή της Ηγουμένης και Ηγουμενοσυμβουλίου», ότι «χειροθεσία της τε Ηγουμένης και των μοναζουσών γίνονται εκ μέρους κληρικών της Συνοδικής Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος, ευλογία του προϊσταμένου - Επισκόπου του Ιερού Ησυχαστηρίου, διοριζομένου εκάστοτε υπό της Ιεράς Συνόδου».

Περαιτέρω ιστορείται ότι το 1972 ένδεκα μονάζουσες του κοινοβίου, μεταξύ των οποίων και η προϊσταμένη του ησυχαστηρίου Ε.Μ. (χωρίς μνεία των λοιπών ονομάτων των συμπραξασών και χωρίς αναφορά του αριθμού και των ονομάτων των μη συμπραξασών και μοναζουσών) συνέταξαν και συνυπέγραψαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαυρίου Δ.Α. την 4941/1972 «πράξιν τροποποιήσεως και κωδικοποιήσεως οργανισμού Κοινοβίου», με την οποία όρισαν ότι παύει να ισχύει του λοιπού κάθε άλλη πράξη «ρητώς καταργουμένου από σήμερον ετέρου καταστατικού συμφωνητικού ή πράξεως, πλην του παρόντος». Με την πράξη αυτή φέρεται η διοίκηση και διαχείριση του ησυχαστηρίου να περιέρχεται σε ενδεκαμελή διοικητική επιτροπή, «τα μέλη της οποίας ασκούν διοίκηση και διαχείριση του ησυχαστηρίου εφ' όρου ζωής αυτών». Ακολούθησε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου η 45506/26.6.1992 «πράξις τροποποιήσεως της υπ' αριθ. 4941/72 πράξεως τροποποιήσεως και κωδικοποιήσεως Οργανισμού Κοινοβίου», με την οποία απλώς επενδύεται συμβολαιογραφικούς ο ορισμός νέας ενδεκαμελούς διοικητικής επιτροπής και ο ορισμός νέας ηγουμένης του ησυχαστηρίου, αντί της μέχρι τότε ηγουμένης Ε.Μ. ορίσθηκε ως ηγουμένη η Ε.Α. Μετά από αυτά γίνεται σαφής αναφορά ότι η πνευματική και καθόλου διοίκηση και διαχείριση της Ι. Μονής Ε.Θ.Κ. συνεχιζόταν κανονικά και απρόσκοπτα, με βάση τον ήδη μνημονευθέντα κανονισμό της ιεράς μονής (χωρίς αναφορά αν πρόκειται για τον του 1959 ή του 1972) και μετά την εκλογή του προϊσταμένου της μονής Α. Α. ως αρχιεπισκόπου Αθηνών της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., ο οποίος, και μετά ταύτα, συνέχισε να ασκεί πλήρως τόσο την πνευματική όσο και τη διοικητική εποπτεία επί της Ιεράς Μονής και των μοναζουσών σ' αυτή, όσο και να διαμένει στο χώρο, στον οποίο έως τότε διέμενε (στο δεσποτικό, κοντά στο παρεκκλήσιο του Αγίου Μ. της μονής).

Εκθέτουν περαιτέρω οι ενάγουσες ότι το 1990 ο μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Γ.Ο.Χ. Μ. αμφισβήτησε για πρώτη φορά το δικαίωμα του αρχιεπισκόπου Α. να είναι ο προϊστάμενος επίσκοπος της μονής και, επικαλούμενος του κανόνες 35 και 36 των Αποστόλων και 12 της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, ζήτησε της υπαγωγή της μονής στην δικαιοδοσία του. Η Ιερά Σύνοδος, προς την οποία απευθύνθηκε, δεν ικανοποίησε το αίτημα του και σιωπηρώς επικύρωσε την υπάρχουσα κατάσταση. Το 1993 απεβίωσε η ηγουμένη της μονής Ε.Α., για την εκλογή της οποίας δεν αναφέρεται ποια ήταν η θέση της ιεράς Συνόδου των Γ.Ο.Χ., και τη διαδέχθηκε η πρώτη των εναγομένων μοναχή Ν.Κ., σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό (δεν προσδιορίζεται αν πρόκειται για του 1959 ή του 1972) και το τυπικό της ιεράς μονής, η νέα ηγουμένη χειροθετήθηκε και ενθρονίσθηκε με την ευλογία της Ιεράς Συνόδου από τον οικείο επίσκοπο της μονής Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Α.Α.. Τέλος εκτίθεται ακριβώς ότι "στις 10.5.1995, με πρόφαση δήθεν εικονογραφική διαφωνία, ο μητροπολίτης αυτός (Αττικής και Μεγαρίδος Μ.) με άλλα τέσσερα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., τους μητροπολίτες Μεσσηνίας Γ., Φθιώτιδος Θ., Σερβίων και Κοζάνης Τ. και Θεσσαλονίκης Χ., στασίασαν κατά της νόμιμης διοικήσεως της Εκκλησίας και πραξικοπηματικούς με το 95/10(23).5.1995 έγγραφο τους, το οποίο, ωστόσο, επιδόθηκε παραδόξως την 9.6.1995, δηλαδή 17 ημέρες από τη λήψη της δήθεν αποφάσεως, δήλωσαν προς τον αρχιεπίσκοπο Α., ότι του επιβάλλουν την ποινή της αργίας και της εκπτώσεως από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο, στον οποίο μάλιστα όρισαν και τοποτηρητή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πέντε αρχιερείς να κηρυχθούν έκπτωτοι με το 2829/4.6.1995 διαβιβαστικό έγγραφο του πρακτικου-αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της 2.6.1995 και να τους επιβληθεί η ποινή της αργίας επ' αόριστον. Οι έκπτωτοι αυτοί αρχιερείς συνέπηξαν στη συνέχεια «νέα Σύνοδο» και «καθήρεσαν» τον αρχιεπίσκοπο Α. και «τα μέλη της υπ' αυτόν κανονικής Συνόδου». Κατόπιν αυτών αναφέρεται ότι η Ηγουμένη Ν., μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος από την πλευρά των πέντε «έκπτωτων» πλέον αρχιερέων, με την αυτή περί τις εικόνες πρόφαση, παρότι γνώριζε ότι η πλειοψηφία του Ηγουμενοσυμβουλίου (χωρίς να ορίζεται ο αριθμός) ήταν αντίθετη προς τις ενέργειες της, επέδειξε επανειλημμένα ανυπακοή προς τον προϊστάμενο της μονής αρχιεπίσκοπο Α.. Εκτίθενται οι πράξεις ανυπακοής και οι ποινές που επιβλήθηκαν σε βάρος της από την Ιερά Σύνοδο υπό τον αρχιεπίσκοπο Α.. Περαιτέρω εκτίθεται ότι η ως άνω τιμωρηθείσα ηγουμένη αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την απόφαση της Συνόδου και συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντα της ηγουμένης που της είχαν αφαιρεθεί και είχαν ανατεθεί στην αναπληρώτρια της κατά τη διάρκεια της ποινής μοναχή Μ.Ζ.

Ακολούθως εκτίθεται ότι η ως άνω τιμωρηθείσα, εξακολουθούσα παρά την ποινή και το διορισμό αναπληρώτριας να ασκεί τα καθήκοντα της, προχώρησε σε διαγραφή δυο μελών του ηγουμενοσυμβουλίου, χωρίς να παραστούν κατά τη συνεδρίαση αυτού όλα τα μέλη του, αλλά μόνο πέντε από τα ένδεκα, παραγνωρίζοντας την καταδικαστική απόφαση, συντασσόμενη με τους πέντε έκπτωτους αρχιερείς. Κατόπιν αυτών η ως άνω πρώτη εναγομένη παραπέμφθηκε εκ νέου για πέντε αδικήματα στο πρωτοβάθμιο συνοδικό δικαστήριο, το οποίο ερήμην της την καταδίκασε σε καθαίρεση από το αξίωμα της ηγουμένης και οριστική παύση από τα καθήκοντα της, τις αρμοδιότητες της και κάθε άλλη πνευματική ή διοικητική εξουσία, απορρέουσα από τη θέση που κατείχε στην ιερά μονή. Κατόπιν αυτών το ηγουμενοσυμβούλιο, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του (δεν προσδιορίζεται ο αριθμός των μελών) εξέλεξε την 16.10.1995 ως νέα ηγουμένη την προσωρινή ως τότε αντικαταστάτριά της μοναχή Μ.Ζ. Η εκλογή αυτή επικυρώθηκε με αρχιερατικό έγγραφο του αρχιεπισκόπου Α..

Αυτή είναι η, κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών, πραγματική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη μονή. Οι ενάγουσες στη συνέχεια αναπτύσσουν το νομικό καθεστώς της μονής και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ως άνω αρχικά κτητορική μονή συνιστούσε κατά την επιθυμία του κτήτορα αυτεξούσια αυτοδέσποτη και ελεύθερη μονή, μονή δηλαδή παντελώς ανεξάρτητη από τη δικαιοδοσία του επιχώριου επισκόπου. Την εποπτεία της Μονής ασκούσε προνομιακά ο διάδοχος του κτήτορος, ο τότε επίσκοπος Πατρών Α. (Α.) με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου (της οποίας πουθενά στην αγωγή δεν μνημονεύεται ο αριθμός της πράξεως, ούτε πόσους επισκόπους αριθμούσε το χρόνο εκείνο, αλλ' ούτε μεταγενέστερα), και όχι βέβαια ο επιχώριος επίσκοπος, και χωρίς ποτέ κανείς για το λόγο αυτό να διαμαρτυρηθεί. Εξ άλλου η μονή αυτή ιδρύθηκε χωρίς κάποια τυπική άδεια της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., αφού κατά το χρόνο της ιδρύσεως της δεν είχε ακόμη συσταθεί Σύνοδος Παλαιοημερολογιτών μητροπολιτών. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι πριν από το χρόνο συντάξεως του Εσωτερικού Κανονισμού της Ιεράς Μονής το 1959 ο χαρακτήρας αυτής μεταλλάσσει από την άποψη της επισκοπικής δικαιοδοσίας προς την κατεύθυνση μιας Συνοδικής Σταυροπηγιακής μονής, δηλαδή μονής, εξαιρούμενης από την κανονική δικαιοδοσία του επιχώριου επισκόπου (μητροπολίτη) και υπαγόμενη απευθείας στον έλεγχο της Ιεράς Συνόδου, η οποία ασκεί τα δικαιώματα της κατά κανόνα με τον πρόεδρο της πατριάρχη ή αρχιεπίσκοπο ή με εξάρχους. Κατόπιν αυτών ζητείται να αναγνωρισθεί η νομιμότητα της εκπτώσεως της Ν., πρώτης των εναγομένων, από το αξίωμα της ηγουμένης, που της επιβλήθηκε με την υπ' άρθρο 2883/9/22.9.1995 απόφαση του πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα όλων των πράξεων της πρώτης των εναγομένων Ν., που ισχυρίζεται ότι είναι ηγουμένη του ησυχαστηρίου, καθώς και του φερομένου υπ' αυτήν ηγουμενοσυμβουλίου, στο οποίο συμμετείχαν οι λοιπές των εναγομένων που έγιναν από τη χρονική στιγμή της 22.7/4.8.1995 και εφεξής, να καταδικασθεί η πρώτη των εναγομένων να παραδώσει τη διοίκηση και τη διαχείριση της ιεράς μονής στη μόνη νόμιμη διοίκηση του ηγουμενοσυμβουλίου υπό τη Μ.Ζ., της οποίας ζητείται η αναγνώριση της νομιμότητας και εγκυρότητας της εκλογής, καθώς και να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα και νομιμότητα της αντικαταστάσεως των εναγομένων από τη θέση του μέλους του ηγουμενοσυμβουλίου της μονής που έγινε με το 288/23.10.1995 πρακτικό του ηγουμενοσυμβουλίου και η νομιμότητα και εγκυρότητα του 289/28.10.1995 πρακτικού του ηγουμενοσυμβουλίου. Με την ίδια αγωγή ζητείται επίσης να καταδικασθούν οι εναγόμενες να παραλείπουν πράξεις με τις οποίες επέρχονται μεταβολές στη λειτουργία του ησυχαστηρίου, στις οποίες δεν είχε προηγουμένως συναινέσει ο προϊστάμενος επίσκοπος τους αρχιεπίσκοπος Α., να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες που ακολούθησαν το σχίσμα των πέντε αρχιερέων, δεν νομιμοποιούνται να ασκούν όλα εκείνα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα τους ως μέλλων της αδελφότητας, πλην του δικαιώματος της εγκαταβιώσεως, να διαταχθεί η αποβολή των εναγομένων από την ιερά μονή, να καταδικασθούν οι εναγόμενες μοναχές να παραδώσουν στη μόνη νόμιμη ηγουμένη του ηγουμενοσυμβουλίου της μονής το ταμείο και τα κλειδιά όλων των χώρων, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται, και να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη.

Με αυτό περιεχόμενο και αίτημα οι ανωτέρω αγωγές πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας, κατ' άρθρο 246 ΠολΔ, για οικονομία χρόνου και δαπάνης.

Επίσης η δεύτερη από τις ως άνω ένδικες αγωγή, που ως ενάγοντες έχει την ένωση προσώπων που αναφέρονται σε αυτή και εγκαταβιώνουν στη μονή και ως εναγόμενους μία άλλη ένωση προσώπων που επίσης εγκαταβιώνουν στη ίδια μονή, παραδεκτά εισάγεται στο δικαστήριο αυτό προς συζήτηση κατ' άρθρο 62 § 2, 64 § 3, 18 και 22 ΚΠολΔ. Είναι όμως μη νόμιμη για τους εξής λόγους: Διότι, όσο αφορά τα αναφερόμενα με την αντικατάσταση της ηγουμένης αιτήματα δεν ερευνώνται από το δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε, δεν εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως οι Ιεροί Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, εφόσον δεν φέρεται να αποτελούν εν προκειμένω ειδικές ρήτρες στη συστατική πράξη λειτουργίας της μονής. Εξ άλλου, και αν υποτεθεί ότι το ιδρυθέν το 1927 ησυχαστήριο αποτελούσε νομικό πρόσωπο λόγω της αφιερώσεως της περιουσίας (την οποία δεν προσδιορίζουν σε τι συνίστατο και εισφέρθηκε στη μονή) των εγκαταβιουσών σε αυτό μοναζουσών, απώλεσε αυτήν σύμφωνα με τις σκέψεις που αναφέρθηκαν από του χρόνου κατά τον οποίο οι σε αυτό μονάζουσες με τα αναφερθέντα συμβόλαια του 1958 (δηλαδή μετά την θέση σε ισχύ του αστικού κώδικα) επιχείρησαν να αλλάξουν τον κανονισμό λειτουργία της μονής, χωρίς να φέρεται ότι η τροποποίηση αυτή του αρχικού κανονισμού να περιβληθεί τον τύπο δημοσιότητας στο πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να εφαρμοσθούν αναλόγως οι διατάξεις περί αστικής εταιρείας με νομική προσωπικότητα. Έτσι, μετά τη σύνταξη των ως άνω-συμβολαιογραφικών εγγράφων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ένδικη μονή μπορεί να λειτουργήσει κατά τις διατάξεις περί αστικής εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα. Όμως και γι' αυτή την περίπτωση δεν γίνεται αναφορά στα συγκεκριμένα πρόσωπα που συμβλήθηκαν και την εισφορά την οικονομική καθενός από αυτούς, αναγκαίο στοιχείο για τη λειτουργία της αστικής εταιρείας, έστω και αν ο σκοπός αυτής δεν είναι οικονομικός. Περαιτέρω για τους λόγους που προεκτέθηκαν είναι μη νόμιμη η μεταλλαγή της ως άνω ιεράς μονής από κτητορική σε συνοδική σταυροπηγιακή, όπως αναφέρθηκε. Κατόπιν αυτών προϋπόθεση για τη νομιμότητα των αιτημάτων της τελευταίας ως άνω αγωγής είναι η νόμιμη σύσταση και λειτουργία είτε του νομικού προσώπου, είτε της χωρίς νομική προσωπικότητα αστικής εταιρείας, της οποίας ως μέλη φέρονται να είναι οι δύο αντιμαχόμενες ενώσεις προσώπων των εναγουσών και των εναγομένων.

Εξ άλλου στη δεύτερη ως άνω αγωγή γίνεται αναφορά σε εκκλησιαστικά όργανα, όπως στη Συνοδική Εκκλησία των Γ.Ο.Χ., στην Ιερά Σύνοδο των Γ.Ο.Χ. και σε Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, των οποίων είναι αμφίβολη η νομιμότητα της συστάσεως και λειτουργίας τους, εφόσον δεν αναφέρεται τίποτα περί αυτών, και εφόσον, σύμφωνα με όσα στην αρχή της παρούσας αναφέρθηκαν, υφίστανται εις διπλούν τουλάχιστον αυτά τα όργανα στην Εκκλησία των Γ.Ο.Χ., τα οποία φέρονται να εφαρμόζουν τους κανόνες λειτουργίας του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, και να επιλύουν ζητήματα όπως το αναφερόμενο ως "δήθεν νεοεικονομαχικό", που απασχόλησαν σοβαρά την Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τη μακραίωνη ιστορία της και έγιναν αφορμές συγκλήσεως περισσοτέρων της μιας συνόδων, που κατέληξαν στη σύγκληση της Ζ' οικουμενικής (787 μχ) (Βλ. Εκκλησιαστική Ιστορία Φειδά). Στην ανωτέρω δίκη ασκήθηκε η από 10.5.1997 [...] παρέμβαση της θρησκευτικής κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ.) κατά του Ιερού Ησυχαστηρίου Ε.Π.Π.Κ., του αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. και υπόλοιπων δεκατεσσάρων μοναζουσών, και ζητείται να αναγνωριστεί ότι ο μοναδικός νόμιμος αρχιεπίσκοπος των Γ.Ο.Χ. είναι ο αρχιεπίσκοπος της εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Α. και μοναδική νόμιμη Ιερά Σύνοδος είναι η υπό τον αρχιεπίσκοπο Α., να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της ανωτέρω εκκλησίας και η εκκλησιαστική της εξουσία στη λειτουργία του πρώτου καθού ησυχαστηρίου, καθώς και η εποπτεία και ο έλεγχος στη διαχείριση της περιουσίας του, να αναγνωρισθεί η νομιμότητα της εκπτώσεως της μοναχής Ν. από το αξίωμα της ηγουμένης που της επιβλήθηκε με την 2883/9/22.9.1995 απόφαση του πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα όλων των πράξεων της μοναχής Ν., που ισχυρίζεται ότι είναι ηγουμένη, καθώς και του φερομένου υπ' αυτήν ηγουμενοσυμβουλίου που έγιναν την 22.7/4.8.1995, κατά την οποία επιβλήθηκε με την 2864 απόφαση του πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου στη μοναχή Ν. η ποινή της τρίμηνης αργίας και παύσεως από τα καθήκοντα της, και στη συνέχεια η ποινή της οριστικής εκπτώσεως από το αξίωμα της Ηγουμένης και εφεξής, να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα και νομιμότητα της εκλογής της μοναχής Μ.Ζ. ως ηγουμένης του ησυχαστηρίου και προϊσταμένης του ηγουμενοσυμβουλίου του που έγινε στις 16.10.1995 με το 287 πρακτικό του τελευταίου, που επικυρώθηκε με το 1182/11(24) 10.1995 αρχιερατικό έγγραφο του αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. προς το ηγουμενοσυμβούλιο της μονής.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη παρέμβαση, ακόμη και αν παρακαμφθεί το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης, όσο αφορά τη φύση της νομικής ή μη προσωπικότητας της παρεμβαίνουσας, για την οποία τίποτε δεν εκτίθεται, κατά το μέρος που συνδέεται με την από 23.3.1997 αγωγή, είναι πρόσθετη υπέρ των εναγουσών σε αυτή παρέμβαση, εφόσον δεν αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης, αλλ' επιδιώκει να νικήσουν οι σε αυτή ενάγοντες και πρέπει να συνεκδικασθεί με αυτήν σύμφωνα με τα άρθρο 80, και 84 ΚΠολΔ, και να απορριφθεί λόγω της απορρίψεως της αγωγής, την οποία αφορά. Κατά το μέρος όμως που το ανωτέρω δικόγραφο στρέφεται κατά του αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. Α., εκτιμάται ως αυτοτελής αγωγή και είναι απορριπτέα λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, αφού η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος αμφισβητεί το δικαίωμα του να είναι αρχιεπίσκοπος αυτής (δεδομένου ότι προϋπόθεση της νομιμότητας της αναγνωριστικής αγωγής είναι η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση του προς αναγνώριση δικαιώματος 48/1986 ΕλΔ 27,483. ΑΠ 1103/72 ΝοΒ 20,933). Επίσης και το δεύτερο αίτημα περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος της ανωτέρω Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής της εξουσίας στη λειτουργία του πρώτου καθού ησυχαστηρίου, καθώς και η εποπτεία και ο έλεγχος στη διαχείριση της περιουσίας του, που αποτελεί αίτημα αυτοτελούς αναγνωριστικής αγωγής, είναι παντελώς αόριστο ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως και απορριπτέο, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, δεν γίνεται πουθενά αναφορά στη νομική φύση της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ., ενώ, αντίθετα, γίνεται εκτενής αναφορά στη νομική φύση του ένδικου Ησυχαστηρίου, και με αφορμή τη λειτουργία αυτού γίνεται αναφορά σε κανόνες λειτουργίας μιας από τις Ιερές Συνόδους των Γ.Ο.Χ. που, όπως προεκτέθηκε, δεν έχουν εν προκειμένω πεδίο εφαρμογής, ως μη αναγνωριζόμενοι από την ελληνική νομοθεσία.

Για τους λόγους αυτούς συνεδικάζει τις από 7.1.1997 [...] και από 24.3.1997 [...] αγωγές και από 10.5.1997 [...] παρέμβαση-αγωγή κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 23.3.1997 [...] αγωγή και τις αυτοτελείς αγωγές που σωρεύονται στο από 10.5.1997 [...] δικόγραφο παρεμβάσεως.

Αναβάλλει να αποφασίσει οριστικά επί της από 1.1.1997 [...] αγωγής.

Υποχρεώνει το ενάγον σε αυτή να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά [...].

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.