ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων 182/2001
Πηγή : Ελληνική Δικαιοσύνη 2001, 1433
Αριθμός Απόφασης : 182
'Ετος : 2001
Δικαστήριο : Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων


Με την υπό κρίση αίτησή της η Ιερά Μονή Κ.Θ.Κ., την οποία απηύθυνε εναντίον του Δήμου Π., ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία της νομής ακινήτου της. Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι η αιτούσα Ιερά Μονή δεν αποτελούσε αυτοτελές νομικό πρόσωπο, αλλά είχε συγχωνευθεί σε άλλη Μονή (την Ιερά Μονή Α.Τ.Μ.), της οποίας έγινε μετόχιο, με αποτέλεσμα να μη έχει ικανότητα διαδίκου και για την άσκηση της αιτήσεως να νομιμοποιείται η κυρίαρχη Μονή. Ωστόσο από τα έγγραφα που η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα Ιερά Μονή περί το 1926 συγχωνεύθηκε με την Ιερά Μονή Α.Τ.Μ., της οποίας κατέστη μετόχι. Οι συγχωνεύσεις αυτές έγιναν δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 3 του ν.δ. 21.5/11.6.1926 και 21 του ν. 4684/1930 περί κωδικοποιήσεως των περί διοικήσεως κλπ των μονών διατάξεων. Γι' αυτό η ένδικη περιουσία της εκκαλούσας ως μετοχίου που έχασε τη νομική προσωπικότητά του περιήλθε από την παραπάνω συγχώνευση αυτοδικαίως στην κυρίαρχη Μονή Α.Τ.Μ., η οποία στο εξής έγινε ο φορέας των δικαιωμάτων της κυριότητας και νομής. Ομως, ήδη από το 1972 εγκαταστάθηκε στη Μονή νέα γυναικεία αδελφότητα και το 1981 η εκκαλούσα επανιδρύθη και μετετράπη σε γυναικεία δυνάμει του υπ` αριθ. 113/1981 π.δ. που δημοσιεύθηκε στο 37/τ.Α/13.2.1981 ΦΕΚ κατ` εφαρμογή του άρθρου 39 παρ. 3 του ν. 590/1977.

Με την επανίδρυσή της έπαυσε να είναι μετόχι της κυρίαρχης και ανέκτησε τη νομική της προσωπικότητα σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/1977. Αυτοδικαίως επίσης επανέκτησε και τα δικαιώματά της (κυριότητας και νομής) στα παραπάνω κτήματα. Επομένως νομιμοποιούνταν ενεργητικά να ασκήσει την υπό κρίση αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε τα αντίθετα δεν εφάρμοσε σωστά το νόμο ούτε εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις και γι` αυτό έσφαλε. Πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτός ο μόνος λόγος της εφέσεως που αναφέρεται στο παραπάνω ζήτημα και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια το δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 948, 953 και 954 ΑΚ συνάγεται ότι η πηγή και το υπόγειο ύδωρ αποτελούν συστατικά μέρη του ακινήτου, επί του οποίου υπάρχουν και από το οποίο εκρέουν. Ειδικότερα, ως συστατικό του ακινήτου θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 954 περ. 3 ΑΚ και το νερό που βρίσκεται κάτω από το έδαφός του, δηλαδή μέσα στον υπόγειο χώρο που προσδιορίζεται από τη νοητή κατά βάθος προέκταση των ορίων του ακινήτου (ΑΠ 48/1999 ΕΕΝ 2000 σελ. 356) Αντίθετα, το ελκόμενο ύδωρ, εκείνο δηλαδή που έχει τεθεί σε αγωγό και διοχετεύεται για κάποια χρήση, είναι κινητό πράγμα και ανήκει κατά κυριότητα και νομή σε εκείνον που το διοχετεύει. Αν όμως ο διοχετεύων είναι τρίτος, πρόσωπο δηλαδή διάφορο από τον κύριο της πηγής, συνήθως το δικαίωμά του περί διοχετεύσεως στηρίζεται είτε σε δουλεία διοχετεύσεως ή αντλήσεως (άρθρα 1029, 1120 ΑΚ) είτε στους περιορισμούς της κυριότητας χάριν του διοχετεύοντος κατά τα άρθρα 1029-1031 ΑΚ (Μπαλής, ΓενΑρχ, παρ. 205, ΕμπρΔ, παρ. 48, Τούσης, ΕμπρΔ, έκδοση 1988, σελ. 69-70, ΠολΠρΑγρ 55/1991 Αρμ 1991.446). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι εντός των διοικητικών ορίων του καθ` ου η αίτηση Δήμου Π. και στο συνοικισμό Λαγκαδιάς ευρίσκεται η περιγραφόμενη κατά τα όρια δασολιβαδική έκταση, που ανήκει στην κυριότητα και τη νομή της, έκτασης 85,90 στρεμμάτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στους κτηματολογικούς πίνακες του κατά το έτος 1967 γενόμενου αναδασμού της περιοχής και αποτελεί τμήμα του αγροκτήματος Λαγκαδιάς που ανήκε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής από πεντακοσίων και πλέον ετών και έμεινε αναπαλλοτρίωτη υπέρ αυτής μετά την απαλλοτρίωση μέρους του όλου κτήματος, σύμφωνα με την υπ` αριθ. 125/1926 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Τρικάλων. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της δασολιβαδικής αυτής έκτασης υπάρχει φυσική πηγή νερού με την ονομασία «Κ.», από την οποία ανέκαθεν υδρεύετο η Ιερά Μονή παλαιότερα με πήλινο αγωγό και στη συνέχεια από το έτος 1972 με νέο αγωγό που τοποθέτησε η ίδια και διοχέτευε το νερό της πηγής στο κτιριακό συγκρότημα της Μονής. Ότι η ίδια κατόπιν προσφυγής της στη Δικαιοσύνη, για το λόγο ότι το θέρος του έτους 1988 τα αρμόδια όργανα της τότε Κοινότητας Λ. στην οποία υπάγονταν ο συνοικισμός Λ., παράνομα απέκοψαν την παροχή του νερού της άνω πηγής προς το Μοναστήρι, διοχετεύσαντες αυτό εξ ολοκλήρου στο δίκτυο ύδρευσης του συνοικισμού, αναγνωρίστηκε νομέας του νερού της πηγής με την υπ` αριθ. 104/1989 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία και εκτελέσθηκε, εγκατασταθείσα στη νομή του ύδατος της πηγής, του οποίου έκτοτε ακώλυτα έκανε χρήση μέχρι στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2000, οπότε τα αρμόδια όργανα του καθού η αίτηση Δήμου Π. αυθαίρετα και πάλι σφράγισαν τον αγωγό που διοχετεύει το νερό της πηγής προς τη Μονή και παροχέτευσαν αυτό προς το δίκτυο ύδρευσης του συνοικισμού Λ.. Πλέον αυτού προέβησαν σε εργασίες ισοπέδωσης του πλησίον της φυσικής πηγής εδάφους και μετέφεραν στο σημείο αυτό διάφορα μηχανήματα γεώτρησης προκειμένου να επιχειρήσουν στο σημείο αυτό διάνοιξη γεώτρησης. Ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι κατ` αυτόν τον τρόπο προσβλήθηκε παράνομα στη νομή της με αποβολή τόσον από το νερό της πηγής όσον και από το πλησίον αυτού τμήματος του δασολιβαδίου της, ζήτησε, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και κίνδυνο από την αναβολή, να αναγνωρισθεί προσωρινά α) νομέας του προαναφερόμενου δασολιβαδίου και β) του νερού που με αγωγό έλκει από την παραπάνω πηγή στο χώρο όπου είναι οι κτιριακές και λοιπές εγκαταστάσεις της. Ζητά επίσης να διαταχθεί η αποβολή του καθού η αίτηση από το καταληφθέν τμήμα του δασολιβαδίου και η απόδοση του νερού της πηγής με την αποσφράγιση του αντίστοιχου αγωγού της. Στην υπό κρίση αίτηση σωρεύονται παραδεκτώς δύο αιτήματα για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων λόγω αποβολής από τη νομή: ένα που αφορά ακίνητο και αναφέρεται στην κατάληψη από τον καθού η αίτηση τμήματος του δασολιβαδίου της αιτούσας Μονής και άλλο που αφορά κινητό και αναφέρεται στο ύδωρ που έλκει η αιτούσα από την πηγή της, δεδομένου ότι σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες το ελκόμενο ύδωρ (εκείνο δηλαδή που έχει τεθεί σε αγωγό και διοχετεύεται για κάποια χρήση) είναι κινητό πράγμα και ανήκει κατά κυριότητα και νομή σε εκείνον που το διοχετεύει, προστατευόμενο αυτοτελώς. Είναι δε η αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σε εκείνες των άρθρων 947, 948, 974, 976, 981, 984, 987 ΑΚ, 683 επ., 733-734, 941, 943 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να ακολουθήσει η ουσιαστική της έρευνα, δεδομένου ότι για την άσκηση της αιτήσεως λήφθηκε η υπ` αριθ.  8/18.9.2000 απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου της που εγκρίθηκε αυθημερόν από τον οικείο Μητροπολίτη.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1700/1987, με τον οποίο έγινε ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας, ορίζεται ότι από την έναρξη της ισχύος αυτού (6.5.1987) περιέρχεται αυτοδικαίως στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών ως προς την οποία νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς είτε αυτή ανήκει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στην διατηρητέα είτε στην εκποιητέα περιουσία. Ακολούθως εκδόθηκε ο ν. 1811/1988, με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση «παραχωρήσεως στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των συμβληθεισών Ιερών Μονών» που καταρτίσθηκε στην Αθήνα στις 11.5.1988 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Δ.Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 της συμβάσεως εκείνης προβλέπεται ότι οι αναφερόμενες στον προσαρτημένο στο άρθρο 1 πίνακα Ιερές Μονές παραχωρούν συμβατικά στο Δημόσιο την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους με τους αναφερόμενους σ` αυτή όρους και συμφωνίες. Το άρθρο 3 παρ. 1 της ίδιας συμβάσεως προβλέπει την κατάργηση του Ο.Δ.Ε.Π., ενώ το άρθρο 5 ορίζει ότι από τη δημοσίευση του νόμου οι Ιερές Μονές και ο ΟΔΕΠ αποξενώνονται οριστικά από κάθε δικαίωμά τους πάνω στην παραχωρούμενη περιουσία, ενώ οι Ιερές Μονές παραμένουν κυρίες των εκτάσεων που παρακράτησαν. Τέλος με το δεύτερο άρθρο του νόμου αυτού ορίζεται ότι οι διατάξεις του ν. 1700/1987, κατά το μέρος που αφορούν αντικείμενα ρυθμιζόμενα με τη σύμβαση του άρθρου 1, δεν ισχύουν για τις Ιερές Μονές που θα προσχωρήσουν στη σύμβαση, ενώ «κατά τα λοιπά η ισχύς του ν. 1700/1987 δεν θίγεται». Εν τέλει, επακολούθησε το άρθρο 55 ν. 2413/1996, το οποίο σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση, θεσπίσθηκε για την πληρέστερη εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου της μοναστηριακής περιουσίας προς τις επιταγές του άρθρου 6 της Eυρωπαϊκής Σuμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της που κυρώθηκαν με το ν. 2329/1953 και το ν.δ. 53/1974, σε εκτέλεση της υπ` αριθ. 492/9.12.1994 αποφάσεως του Eυρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδόθηκε στην υπόθεση Ιερών Μονών κατά Ελληνικού Δημοσίου (ΝοΒ 44 (1996) σελ. 287-305 και στην EEEυρΔ 1995, σελ. 939-944). Στο άρθρο αυτό που στην ουσία συνιστά κατάργηση του ν. 1700/1987 ορίζεται ότι: «1. Οι Ιερές Μονές που δεν συμβλήθηκαν στη σύμβαση που υπογράφηκε στις 11.5.1988 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίoυ και της Δ.Ι.Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος και κυρώθηκε με το ν. 1811/1988, ούτε προσχώρησαν μεταγενέστερα σ` αυτήν έxουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στις δίκες που αφορούν τα δικαιώματα και σuμφέροντά τοuς σχετικά με την περιουσία τους που καταλαμβάνεται από τους ν. 1700/1987 και 1811/1988, ενώ μπορούν να αποδείξουν τα εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων τους με κάθε αποδεικτικό μέσo ... 3. Κάθε αντίθετη δικονομική ή ουσιαστική διάταξη καταργείται όσον αφορά τις Ιερές Μονές της παρ. 1 του παρόντος». Από τα παραπάνω λοιπόν συνάγεται ότι Ιερά Μονή που δεν συμβλήθηκε στην προαναφερόμενη από 11.5.1988 Σύμβαση ούτε προσχώρησε μεταγενέστερα σ` αυτήν έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει αγωγή για την διεκδίκηση της ακίνητης περιουσίας της είτε αυτή περιλαμβάνονταν - βάσει του προ του ν. 1700/1987  νομοθετικού καθεστώτος - στην διατηρητέα είτε στην εκποιητέα περιουσία της (ΑΠ 411/1997 Δνη 38.1797, ΠολΠρωτΤρικ 112/1999 Αρμ 2000 σελ. 488, ΠολΠρωτΤρικ 666/1997 αδημοσίευτη). Εν προκειμένω, ο καθού η αίτηση και οι όσοι δημότες του παρενέβησαν υπέρ αυτού ισχυρίζονται ότι η αιτούσα Ιερά Μονή δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την υπό κρίση αίτηση διότι η επίδικη έκταση περιήλθε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1700/1987 στο ελληνικό δημόσιο, σε κάθε δε περίπτωση η διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας ανήκει μετά το ν. 1811/1988 στην Εκκλησία της Ελλάδος που διαδέχθηκε τον ΟΔΕΠ μετά τη διάλυση του τελευταίου. Σύμφωνα όμως και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν είναι νόμιμοι και πρέπει να απορριφθούν διότι η αιτούσα Ιερά Μονή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των Ιερών Μονών που συμβλήθηκαν στην επικυρωθείσα από το ν. 1811/1988 σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας της Eλλάδος και του Δημοσίου (βλ. τον κατάλογο των Ιερών Μονών που συμβλήθηκαν που προσαρτάται στο άρθρο 1 του παραπάνω νόμου). Ούτε άλλωστε ο καθού η αίτηση uποστηρίζει ότι η Μονή προσχώρησε στη Σύμβαση αυτή εκ των υστέρων. Επομένως δεν ισχύουν για τα ακίνητά της οι ρυθμίσεις του ν. 1811/1988. Περαιτέρω, ούτε οι (αναφερόμενες στις μη συβληθείσες Ιερές Μονές) ρυθμίσεις του ν. 1700/1987 ισχύουν πλέον, αφού έμμεσα καταργήθηκαν από το άρθρο 55 ν. 2413/1996 και συνεπώς η αιτούσα Ιερά Μονή που δεν συμβλήθηκε στην προαναφερόμενη από 11.5.1988 σύμβαση ούτε προσχώρησε μεταγενέστερα σ`αυτήν έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει οποιαδήποτε αγωγή για την διεκδίκηση της ακίνητης περιουσίας της είτε αυτή περιλαμβάνονταν - βάσει του προ του ν. 1700/1987 νομοθετικού καθεστώτος - στην διατηρητέα είτε στην εκποιητέα περιουσία της ... 

Με βάση τα προαναφερόμενα, η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (281 ΑΚ) που προτείνει ο καθού η αίτηση αναφoρικά με την άρνηση της Μονής να επιτρέψει την κατάληψη του εδάφους της και να ανεχθεί τη διενέργεια γεωτρήσεως πολύ κοντά στην υπάρxουσα πηγή (χωρίς να τηρείται η αναγκαία απόσταση ασφάλειας) με άμεσο τον κίνδυνο καταστροφής της πηγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εάν οι ανάγκες υδρεύσεως του καθού η αίτηση Δήμου είναι μεγάλες, όπως υποστηρίζει, είναι δυνατή «για την εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκώv» σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 ν. 1739/1987 η απαλλοτρίωση των εδαφών της Μονής «αφού καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση».

Τέλος, ο ισχυρισμός του καθού η αίτηση Δήμου ότι η ενέργειά του να εγκαταστήσει στα εδάφη της αιτούσας Ιεράς Μονής τα αναγκαία για την διενέργεια γεωτρήσεων μηχανήματα είναι νόμιμη, αφ` ενός μεν διότι το υπό το έδαφος ύδωρ δεν συνιστά εν προκειμένω συστατικό του ακινήτου της αιτούσας κατά το άρθρο 954 παρ. 3 ΑΚ, αλλά φυσικό αγαθό για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ν. 1739/1987, αφ` ετέρου δε διότι οι ενέργειες που έκανε προετοίμαζαν διερευνητική γεώτρηση που αυτός είχε δικαίωμα να κάνει και η αιτούσα ήταν υποχρεωμένη να ανεχθεί κατά το άρθρο 14 παρ. 3 του ίδιου νόμου, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμος για τους εξής λόγους: Ναι μεν ο κατά το άρθρο 18 παρ. 1 Συντ. Εκδοθείς ειδικός νόμος 1739/1987 «διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις» ο οποίος, καταργώντας κάθε προηγούμενη διάταξη που είναι αντίθετη στις διατάξεις του ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται απ` αυτόν (άρθρο 16 παρ. 1), θεωρεί ως υδατικούς πόρους και τα υπόγεια νερά. Όμως οι περιορισμοί που τάσσει σε βάρος των κυρίων των εδαφών, κάτω από τα οποία βρίσκονται τέτοια νερά, δεν αναφέρονται σε κάθε είδους υπόγεια νερά, αλλά μόνον σε εκείνα «που βρίσκονται κάτω από το έδαφος ενός ακινήτου και μάλιστα σε τέτοιο βάθος, ώστε να υπάγονται σε υδροφόρο ορίζοντα που εκτείνεται σε μεγάλες αποστάσεις και καλύπτει πολλές ιδιοκτησίες και από τα οποία αντλούνται μεγάλες ποσότητες που καλύπτουν τις υδρευτικές ανάγκες μιας πόλης». Τέτοια υπόγεια ύδατα «δεν μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα του ακινήτου, από το οποίο γίνεται άντληση, που παράγονται λόγω της φύσης ή του προορισμού του, δεδομένου άλλωστε, ότι μπορούν να αντληθούν στις ίδιες ακριβώς ποσότητες και από άλλο, γειτονικό ή όχι ακίνητο που βρίσκεται πάνω από τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα.

Αλλ' ούτε και συστατικά του ακινήτου μπορούν να θεωρηθούν με την έννοια του άρθρου 954 παρ. 1 περ. 3 ΑΚ, γιατί το συστατικό περιορίζεται μέσα στα φυσικά όρια του ακινήτου, κάτι που δε συμβαίνει με τα αντλούμενα υπόγεια νερά από εκτεταμένο υδροφόρο ορίζοντα (βλ. ΑΠ 48/1999 ο.π.). Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η τοπική πηγή «Κ.» και τα εδάφη της αιτούσας διαθέτουν τέτοιας έκτασης υπόγεια ύδατα εντασσόμενα στον υδροφόρο ορίζοντα της ευρύτερης περιοχής ώστε να εξαιρούνται της εφαρμογής του άρθρου 954 αριθ. 3 ΑΚ και να ισχύει γι` αυτά ο ειδικός ν. 1739/1987. Εξάλλου κατά την παρ. 3 και 4 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου ναι μεν οι αρμόδιοι φορείς έρευνας, χρήσης και διαχείρισης μπορούν να πραγματοποιούν έρευνες σχετικά με τους υδατικούς πόρους. Οι ιδιοκτήτες και νομείς των γαιών υποχρεούνται να επιτρέπουν την εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών υπό την προϋπόθεση ότι ο φορέας που διενεργεί την έρευνα θα ειδοποιήσει εγγράφως τον ιδιοκτήτη τουλάχιστον ενενήντα ημέρες πριν από την έναρξη των ερευνών, διότι ο τελευταίος έχει δικαίωμα αποζημίωσης για κάθε ζημία που θα υποστεί από τις παραπάνω επεμβάσεις (παρ. 5). Στην προκείμενη περίπτωση όμως, και να γίνει δεκτό ότι η γεώτρηση που θα επιχειρούσε ο καθού η αίτηση ήταν διερευνητική και όχι αντλητική, και πάλι δεν ήταν νόμιμη και δεν δικαιολογούσε την κατάληψη των εδαφών της αιτούσας Ιεράς Μονής για δύο λόγους: πρώτον οι Ο.Τ.Α. δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των «αρμόδιων φορέων έρευνας, χρήσης ή διαχείρισης» που εξαντλητικά ορίζονται στα άρθρα 1 παρ. 8, 1 παρ. 7 και 3 ν. 1739/1987 και δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, δεν τηρήθηκε η αναγκαία -για το νόμιμο της ενέργειας- προϋπόθεση της προηγούμενης πριν από 90 ημέρες έγγραφης ειδοποιήσεως του ιδιοκτήκτη (δηλαδή της Ιεράς Μονής).

Κατόπιν αυτών και εφόσον ο καθ` ου η αίτηση Δήμος Π., ο οποίος δεν έχει κανένα δικαίωμα τόσον επί του επίδικου τμήματος του δασολιβαδίου της, που προαναφέρθηκε, όσον και επί του ελκομένου ύδατος της πηγής «Κ.», αφού το Δημόσιο, από το οποίο εξαρτά τούτο, δεν έχει επίσης κανένα δικαίωμα, όπως ήδη σημειώθηκε, με την ενέργεια των οργάνων του αφ` ενός να σφραγίσει τον αγωγό με τον οποίο η αιτούσα διοχέτευε το νερό της πηγής στις εγκαταστάσεις της και να το χρησιμοποιήσει αποκλειστικά για τις ανάγκες του συνοικισμού Λαγκαδιάς, αφ` ετέρου δε να ισοπεδώσει τον περιβάλλοντα της πηγής χώρο του δασολιβαδίου της, προκειμένου να επιχειρήσει τη διάνοιξη γεώτρησης, απέβαλε την αιτούσα από τη νομή της επ` αυτών, θα πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να ληφθούν τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα, όπως στο διατακτικό, δεδομένου ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος που συνίσταται, αν επιχειρηθεί η γεώτρηση, στην καταστροφή της πηγής της αιτούσας.
για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.