ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 1799/2006
Πηγή : ΝοΒ 2007, 317
Αριθμός Απόφασης : 1799
'Ετος : 2006
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


Αριθμός 1799/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ιωάννη Ιωαννίδη και Μίμη Γραμματικούδη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Οκτωβρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:

Τ ω ν  αναιρεσειόντων ...., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φ.Ν..

Τ η ς  αναιρεσίβλητης: Γυναικείας Κοινοβιακής Ιεράς Μονής Α.Ι. του Θ. Ζ.Τρικάλων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χ.Κ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-6-1997 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 174/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 18/2000, 750/2000 μη οριστικές, 541/2003 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-12-2004 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Σταύρος Γαβαλάς ανέγνωσε την από 20 Σεπτεμβρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Σ Κ Ε Φ Θ Η Κ Ε  Σ Υ Μ Φ Ω Ν Α  Μ Ε  Τ Ο  Ν Ο Μ Ο  

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 11 περίπτ. γ΄ του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τ' αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335,338,339, 340 και 346 του ΚΠολΔ. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλ' αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ.11 περ. γ' του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός, εξάλλου, δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα εάν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική του δύναμη, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθ. 12 λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 11 (περ.γ΄) του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα εξής έγγραφα που αυτοί είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει : 1) το 150/15-6-1933 ΦΕΚ «περί διατηρητέας και εκποιητέας περιουσίας» της Ι. Μονής Βαρλαάμ, της οποίας μετόχι ήταν τότε η αναιρεσίβλητη, β) τα αντίγραφα της 15/30-10-1968 απόφασης του τοπικού συμβουλίου του ΟΔΕΠ της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών και του από 7-2-1969 αποσπάσματος απόφασης του κεντρικού ΟΔΕΠ, από τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, αποδεικνύεται ότι δεν είχε περιουσία η αναιρεσίβλητη, διότι τέτοια δεν αναφέρεται στα εν λόγω έγγραφα και γ) το υπ' αριθ. πρωτ.7113/29-9-1998 έγγραφο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας Τρικάλων, με το οποίο γίνονται παρατηρήσεις για τον τρόπο σύνταξης και την αποδεικτική αξία του από 21-9-1998 σχεδιαγράμματος, στο οποίο εμφαίνεται ως ακίνητο της αναιρεσίβλητης το επίδικο ακίνητο. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις σκέψεις που περιέχει για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της απόκτησης κτυριότητας από την αναιρεσίβλητη στο επίδικο ακίνητο, δε γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη και τα εν λόγω έγγραφα και τα συνεξετίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις. Μάλιστα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικώς μνημονεύεται το ανωτέρω υπό στοιχείο γ΄ έγγραφο, εκτίθεται το περιεχόμενό του και περιέχονται ειδικές σκέψεις για την αποδεικτική του αξία. Συνεπώς, είναι απορριπτέος , ως αβάσιμος, ο λόγος αυτός (ο πρώτος) της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Κατά το μέρος, εξάλλου, που με αυτόν οι αναιρεσείοντες πλήττουν τη σχετική με την αποδεικτική βαρύτητα των εν λόγω εγγράφων και ιδίως του ανωτέρω υπό στοιχείο γ΄ εγγράφου, κρίση του Εφετείο, ο ίδιος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.10 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από τη διαγραφή του τελευταίου εδαφίου αυτής με το άρθρο 17 παρ.2 του ν.2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. Η πρώτη από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή δύο περιπτώσεις, η παραδοχή, δηλαδή, πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη, συντρέχει, όταν το δικαστήριο δέχτηκε τα πράγματα αυτά χωρίς να εκθέτει, ούτε γενικώς, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη και συνεπώς δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο αναφέρει ότι κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος μόνο αναφέρει στην απόφασή του, έστω και αν δεν προβαίνει σε ξεχωριστή μνεία και αξιολόγηση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων. Ο προβλεπόμενος, εξάλλου, με τη δεύτερη περίπτωση λόγος, της παραδοχής πραγμάτων ως αληθινών χωρίς να διαταχθεί απόδειξη γι' αυτά, δεν μπορούσε να δημιουργηθεί, όπου, σύμφωνα με το νόμο, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση με παρεμπίπτουσα απόφασή του να διατάξει απόδειξη, αλλά εξέταζε την ουσία της υπόθεσης αμέσως με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προαποδεικτικά είχαν προσκομίσει οι διάδικοι (ολΑΠ 12/2001), όπως, και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2915/2001, συνέβαινε και για τις υποθέσεις που εκδικάζονταν κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 του ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση το οποίο έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την διεκδικητική της κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή της αναιρεσίβλητης και ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση δικής τους κυριότητας σε αυτό, που είχαν προβάλει οι εναγόμενοι -αναιρεσείοντες, απορρίπτοντας την έφεση των τελευταίων κατά της 174/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο είχε δικάσει σε πρώτο βαθμό την αγωγή, κατά την προβλεπόμενη από το άρθρο 270 του ΚΠοΔ. διαδικασία, κατά την οποία δεν ήταν υποχρεωτική και όταν αυτή εκδικάσθηκε, η έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης που να διατάσσει αποδείξεις, αφού έλαβε υπόψη όλα τα κατ΄ είδος αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Επομένως ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος αυτού με το οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ.10 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δέχτηκε κυριότητα της αναιρεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο, απορρίπτοντας την ένσταση απόκτησης δικής τους κυριότητας σε αυτό, χωρίς απόδειξη και χωρίς να διατάξει σχετικά απόδειξη, είναι ως προς την πρώτη αιτίαση, της παραδοχής πραγμάτων ως αληθινών χωρίς απόδειξη, απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ως προς τη δεύτερη αιτίαση, της παραδοχής πραγμάτων ως αληθινών χωρίς να διατάξει απόδειξη, απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά το μέρος, εξάλλου, που με αυτόν οι αναιρεσείοντες πλήττουν την εκτίμηση της ουσίας των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο και ειδικότερα την αξιολόγηση, ανάλυση και στάθμιση των επιμέρους αποδεικτικών μέσων, ο ίδιος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22 Απριλίου/16 Μαϊου 1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π.», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 του ΕισΝΚΠολΔ, ρητώς ορίζεται ότι «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών, εις ουδεμίαν υπόκεινται εις το μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη παραγραφή ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν κέκτηται αν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες
νόμους...». Επίσης, στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί ακινήτων» ορίζεται ότι οι περί ακινήτων εμπράγματες αξιώσεις του Δημοσίου είναι απαράγραπτες, κατά δε το άρθρο 17 παρ. 3 του ν.δ. 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ο.Δ.Δ.Ε.Π. νομοθεσίας», εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των ιερών μονών η διάταξη της παραραγρ. 3 του άρθρου 6 του ν.4944/1931, κατά την οποία το Ταμείο του Εθνικού Στόλου θεωρείται αδιαλείπτως ότι έχει τη νομή ακινήτου κτήματος από της κτήσεως της κυριότητας αυτού, ανεξάρτητα από κάθε αφαίρεση αυτής από τρίτο και τέλος, κατά το άρθρο 62 παράγρ.4 του ν. 580/1977 «περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938
«περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» , όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα ακίνητα που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων είναι και οι Μονές. Εξάλλου, η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων, καθώς και του χρόνου της χρησικτησίας, ανεστάλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, μέχρι του έτους 1930 και η αναστολή αυτή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις Κωδ. 1.2.23, Ν. 111, Β. 5-2-14 του προϊσχύσαντος β.ρ.δ, σύμφωνα με τις οι οποίες, κατά τους ειδικότερους ορισμούς του άρθρου 51 ΕισΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα παραγωγικά γεγονότα για την απόκτησή της έγιναν όσο αυτές ίσχυαν, προκύπτει, ότι για να θεμελιωθεί δικαίωμα χρησικτησίας σε μοναστηριακά ακίνητα χρειαζόταν αρχικά παρέλευση 100 ετών, μεταγενέστερα δε ο χρόνος ορίστηκε σε 40 έτη και ακολούθως, με το άρθρο 1 ν. ΓΧΞ/1910 σε 30 έτη. Λόγω της διαχρονικής αρχής, κατά την όποία εάν με νεότερο νόμο ορισθεί βραχύτερος χρόνος παραγραφής και χρησικτησίας, εφόσον ο υπολειπόμενος κατά τον παλαιότερο νόμο χρόνος είναι βραχύτερος από το χρόνο που προβλέπει ο νεότερος, εφαρμόζεται ο παλαιότερος νόμος, έπεται ότι για την απόκτηση κυριότητας σε χρησικτησία σε μοναστηριακό ακίνητο, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, χρόνος νομής 40 ετών, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της χρησικτησίας, ενώ από 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα των μονών και συνεπώς δεν είναι έκτοτε δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του βρδ, των νόμων 8 παρ.1 Κώδ. (7.39),9 παρ.1, Β (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στη Θεσσαλία από την απελευθέρωσή της, δηλαδή από το έτος 1882, έκτοτε ήταν επιτρεπτή η απόκτηση από ιδιώτη και συνεπώς και από το νομικό πρόσωπο της Μονής, κυριότητας σε ακίνητα, ακόμη και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο και αν ήταν δάση. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, η οποία, όμως έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 12-9-1915, αφού έκτοτε ανεστάλη η συμπλήρωση της παραγραφής και της χρησικτησίας, από δε τις 16-5-1926 τα ακίνητα του Δημοσίου έγιναν, σύμφωνα με τις προεκτιθέμενες διατάξεις των άρθρων 21 του νδ.της 22-4/16-5-1926 και 4 του α.ν. 1539/1938, ανεπίδεκτα χρησικτησίας(ολΑΠ 85/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Εφετείο δέχθηκε, ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο είναι αγροτικό ακίνητο, εμβαδού 33.500 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της τέως Κοινότητας Ζ. Τρικάλων στη θέση «Μοναστήρι» και μέσα σε μία μεγαλύτερη έκταση, που στο παρελθόν ήταν γνωστή με το όνομα «Λειβάδι Άγιος Ιωάννης», σε απόσταση οχτακοσίων περίπου μέτρων και βορειοανατολικώς του κτιριακού συγκροτήματος της ενάγουσας Ιεράς Μονής....Ανέκαθεν - και οπωσδήποτε από την απελευθέρωση της περιοχής από την τουρκική κατοχή, κατά το έτος 1882, μέχρι τουλάχιστον το έτος 1936 - το επίδικο, καθώς επίσης και άλλα τρία πλησιόχωρα αγροτεμάχια 15 συνολικώς στρεμμάτων...αποτελούσαν μέρος της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας. Αυτή το νεμόταν, καθ' όλο το εκτεθέν διάστημα, ως ίδιο και με την πεποίθησή της ότι η νομή της ήταν δίκαιη και ανεπίληπτη και δεν προσέβαλλε επικρατέστερο δικαίωμα άλλων. Έπραττε δε τούτο είτε δια των μοναχών της, είτε δια των οργάνων της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Τσιουτουλίου ή της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, στις οποίες περί τα έτη 1930 και 1933, αντιστοίχως συγχωνεύθηκε και των οποίων απετέλεσε Μετόχι. Ειδικότερα η ενάγουσα είχε φυτέψει ελαιόδενδρα σε ένα τμήμα του επιδίκου και συνέλεγε τον καρπό τους, ενώ το υπόλοιπο, που ήταν δασώδες, το χρησιμοποιούσε για ξύλευση και για βόσκηση ζώων. Έτσι, σύμφωνα με τις ισχύουσες, μετά την απελευθέρωση, διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, η ενάγουσα Μονή απέκτησε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, ως νεμηθείσα αυτό καλοπίστως και αδιαλείπτως επί πλέον των τριάκοντα έτη, τούτο δε αναγνωριζόταν από όλους τους ενδιαφερομένους. Περαιτέρω, δέχεται το Εφετείο, ότι στο από 15-8-1920 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Ξ.Τ., το οποίο επιγράφεται «πρόχειρον Διάγραμμα λειβαδίου Αγ.Ιωάννης
εξωχωραφίου του αγροκτήματος .....», αποτυπώνεται, υπό κλίμακα 1:10.000, ευρύτερη έκταση συνολικού εμβαδού 5.521 στρεμμάτων. Εξ αυτής, το μεγαλύτερο μέρος, και δη 5.470,5 στρέμματα, αναφέρεται ως ανήκον σε ιδιώτες, ενώ για τα υπόλοιπα 50,5 στρέμματα γίνεται ρητή αναφορά ότι είναι της ενάγουσας Ιεράς Μονής. Ειδικότερα, ως κτήματα της Μονής αναφέρονται : (α).....και (ε) ένα δάσος 33,5 στρεμμάτων, το οποίο καταφανώς αντιστοιχεί στο επίδικο. Εννέα χρόνια αργότερα, ήτοι το έτος 1929, με το υπ' αριθμ.5395/24-12-1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας Χ.Μ., ο ....., ενεργώντας ως «αρχηγός τσελιγκάτου» και ως πληρεξούσιος εννέα άλλων προσώπων (συγγενών των εναγομένων), αγόρασε από το προαναφερόμενο «λειβάδι» όλη (αλλά και μόνο) την έκταση που ανήκε σε ιδιώτες, ήτοι εκείνη των 5.450,50 στρεμμάτων. Για την περιγραφή μάλιστα της αγορασθείσης εκτάσεως γινόταν ρητή παραπομπή στο τοπογραφικό διάγραμμα του Ξ.Τ.. Κατά το έτος 1936 η ενάγουσα βρισκόταν σε παρακμή, ως κέντρο μοναστικής ζωής και η Ιερά Μονή Βαρλαάμ, στην οποία η πρώτη είχε συγχωνευθεί, προκήρυξε (δια του εκπροσωπούντος νομίμως αυτήν Οργανισμού Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας) δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση των ακινήτων της. Με το υπ' αριθμ. 76250/18-5-1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ.Χ. η Μονή Βαρλαάμ επώλησε στον ανωτέρω ....., ήτοι στο ίδιο πρόσωπο που είχε αγοράσει για λογαριασμό άλλων τη μείζονα έκταση του «λειβαδίου Αγ.Ιωάννης», κτήμα δέκα τεσσάρων (14) στρεμμάτων. Στην έκταση... δεν ανήκει οποιοδήποτε μέρος του επιδίκου. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης και επικύρωσε έτσι την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή ως νόμιμη και βάσιμη η αγωγή διεκδίκησης της κυριότητας του επιδίκου, το οποίο δέχθηκε ότι κατείχαν κατά το χρόνο της άσκησής τους, οι εναγόμενοι, αφού έκρινε ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, διότι νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη αυτό από το έτος 1882 και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από μία τριακονταετία, η οποία είχε συμπληρωθεί έως τις 20-9-1915, και αφού απέρριψε την ένσταση της απόκτησης δικής τους κυριότητας στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία, που είχαν προβάλει οι εναγόμενοι, ως κατ' ουσίαν, αβάσιμη κατά το μέρος που η χρησικτησία αυτή θεμελιωνόταν σε άσκηση νομής από τους δικαιοπαρόχους των εναγομένων έως τις 20-9-1915, το χρονικό δηλαδή διάστημα που αυτό ήταν δεκτικό χρησικτησίας και έως το οποίο ο χρόνος αυτής έπρεπε να είχε συμπληρωθεί, ως μη νόμιμη δε για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, λόγω της από της 16-5-1926 ύπαρξης πλασματικής νομής της ενάγουσας Μονής στο επίδικο, αφότου αυτό ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας από τρίτους. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές με την απόκτηση κυριότητας σε ακίνητα με έκτακτη χρησικτησία διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που προαναφέρθηκαν, καθώς επίσης και τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912, του άρθρου 21 του ν.δ. από 20 Απριλίου 16 Μαϊου 1926 και του άρθρο 62 παρ.2 του ν.590/1977 και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις αυτές, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ολΑΠ 7/2002,17/1995), μόνη δε η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη ή τον προσβολέα την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ' ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος δε θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής, είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ.1 και 269 του ΚΠολΔ, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να προβάλλεται καταρχήν κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατά την οποία πρέπει να προταθούν από τον ενιστάμενο τα πραγματικά γεγονότα που τη στηρίζουν και να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής για το λόγο αυτό (ολΑΠ 472/1983). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντας αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, με το $να απορρίψει, ως αβάσιμο, τον έκτο λόγος της έφεσής τους, με τον οποίο αυτοί παραπονέθηκαν για την εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απόρριψη της ένστασής τους για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) να διεκδικήσει την κυριότητα του επίδικου ακινήτου. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων δικογράφων και αποφάσεων, στην οποία επιτρεπτώς προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο ʼρειος Πάγος, σχετικά με την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να διεκδικήσει το επίδικο ακίνητο, που είχα προβάλει πρωτοδίκως οι αναιρεσείοντες (εναγόμενοι), στην πρωτόδικη, την 174/1998 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, διαλαμβάνονται τα εξής: «Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος από την ενάγουσα είναι καταχρηστική και υπερβαίνει τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ, διότι α) οι δικαιοπάροχοί τους αγόρασαν το 1929 όλη την έκταση του αγροκτήματος του Αγίου Ιωάννου, αγνοώντας «την ύπαρξη των τεσσάρων αυτών θυλάκων εντός του λειβαδίου», δηλαδή των τεσσάρων μοναστηριακών κτημάτων, β) τα κατέχουν μέχρι σήμερα χωρίς να ενοχληθούν από καμία εκκλησιαστική αρχή και γ) η ενάγουσα ή η κυρίαρχη Μονή, στην οποία είχε υπαχθεί, αδράνησε επί μεγάλο διάστημα να ασκήσει τα εκ της κυριότητας δικαιώματά της. Όμως, η ένσταση αυτή, αν και νόμιμη (281 ΑΚ), πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη». Το Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη 543/2003 απόφασή του, στο οποίο επανέφεραν την ένσταση αυτή οι εναγόμενοι, παραπονούμενοι, με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, για την κατ' ουσίαν απόρριψή της, την απέρριψε με την ακόλουθη σκέψη. «Αβάσιμος είναι επίσης ο ισχυρισμός των εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας, αφού μερικώς μεν επιχειρείται να θεμελιωθεί στην άρνηση των πραγματικών περιστατικών που κρίθηκαν ανωτέρω ως αποδεδειγμένα, μερικώς δε στηρίζεται στην αδράνεια της δικαιούχου Ιεράς Μονής και των εκκλησιαστικών αρχών, για όσο χρόνο οι εναγόμενοι κατείχαν και νέμονταν το επίδικο, πράγμα που από μόνο του δεν εξαρκεί για τη θεμελίωση της προβαλλόμενης ένστασης». Δηλαδή το Εφετείο, στα πλαίσια της εξουσίας που του παρείχε, το, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, ενώ οι εκκαλούντες εναγόμενοι παραπονέθηκαν για την κατ' ουσίαν απόρριψη της εν λόγω ένστασής τους, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τη νομική της βασιμότητα, την απέρριψε, όπως προκύπτει από την προπαρατιθέμενη σκέψη του, ως μη νόμιμη. Με την κρίση του αυτή των Εφετείο, υπό τα περιστατικά, που είχαν επικαλεσθεί πρωτοδίκως οι εναγόμενοι προς θεμελίωση της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας να διεκδικήσει το επίδικο ακίνητο, τα οποία, όπως ειδικότερα προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο των πρωτόδικων προτάσεων των αναιρεσιβλήτων, είναι εκείνα που κατά τα ανωτέρω παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν παραβίασε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την έννοια της οποίας την ένσταση αυτή δεν μπορούν να τη θεμελιώσουν γεγονότα που συνιστούν άρνηση, έστω και αιτιολογημένη, των περιστατικών που στηρίζουν την απόκτηση του δικαιώματος από την ενάγουσα, αλλ' ούτε και μακρά αδράνεια της ενάγουσας να ασκήσει το δικαίωμά της, η δε με την έφεση επίκληση νέων περιστατικών, πέραν αυτών που φέρεται ότι είχαν οι εναγόμενοι προβάλει πρωτοδίκως προς στήριξη της εν λόγω ένστασης, τα οποία δεν είναι απλώς διευκρινιστικά ή συμπληρωματικά εκείνων, ήταν σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, απαράδεκτη, εφόσον δε συνέτρεχε καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό εξαιρέσεις, ούτε και οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τη συνδρομή τους και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί η ορθότητα της κρίσης του Εφετείου για απόρριψη ως μη νόμιμης της ένστασης αυτής. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Γ Ι Α  Τ Ο Υ Σ  Λ Ο Γ Ο Υ Σ  Α Υ Τ Ο Υ Σ

Απορρίπτει την από 22-12-2004 αίτηση των ..... για αναίρεση της 541/2003 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2006.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 15 Νοεμβρίου 2006.

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.