ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 1558/2001
Πηγή : Ελληνική Δικαιοσύνη 2003, 1654
Αριθμός Απόφασης : 1558
'Ετος : 2001
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


Αριθμός 1558/2001
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ΄ Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Τόλια, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Γ. Φ. και Ιωάννη Βερέτσο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Οκτωβρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Μανιατάκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Τ ο υ  αναιρεσείοντος: Κ. Κ., κατοίκου Νέας Μαγνησίας Λαμίας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μ.Μ., βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Τ ο υ  αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιερός Ναός Α.Α. Ρ.», που εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κ. Χ..


Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10.5.1994 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/98 του ίδιου Δικαστηρίου και 4889/99 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14.7.2000 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Φιλιππάτος ανέγνωσε την από 19.4.2001 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

Σ Κ Ε Φ Θ Η Κ Ε  Σ Υ Μ Φ Ω Ν Α  Μ Ε  Τ Ο  Ν Ο Μ Ο 

1. Επειδή ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του, τις οποίες κατέθεσε σε χρόνο μακρύτερο των είκοσι ημερών πριν από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρο 570 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), ισχυρίζεται, όπως εκτιμάται, και ότι, ακόμη και κατά το χρόνο της συζητήσεως της αιτήσεώς του για αναίρεση της υπ' αριθ. 4889/1999 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσίβλητος, προσδιοριζόμενος στην εν λόγω αίτηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερός Ν. Α.Α. Ρ.», δεν είχε την ιδιότητα «αυτοτελούς νομικού προσώπου καθόσον δεν έχει εκδοθεί το απαιτούμενο από τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος διάταγμα». Ο ισχυρισμός αυτός που αφορά προδήλως την έλλειψη της διαδικαστικής προϋποθέσεως της ικανότητας του αναιρεσιβλήτου να είναι διάδικος προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα χωρίς έννομο συμφέρον, αφού, και σε περίπτωση αληθείας αυτού, η αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από τον ίδιο αναιρεσείοντα και στράφηκε κατά του αναιρεσιβλήτου θα ήταν απ' αρχής απαράδεκτος εξ ιδίου του αναιρεσείοντος σφάλματος. Επομένως είναι απορριπτέος.

2. Επειδή, κατά τους νόμους 23 Κ/1.3 Νεαράς Ρ ΙΑ' κεφ.α' και Ρ ΛΑ' κεφ. στ', δεν υπόκεινται σε τακτική χρησικτησία τα ακίνητα των Εκκλησιών και των ευαγών οίκων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 64 και 65 Εισ.ΝΑΚ, αν κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο ένα πράγμα ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ολόκληρη η νομή μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ δεν οδηγούσε σε χρησικτησία και γι' αυτό δεν λαμβανόταν υπόψη. Με την εισαγωγή όμως του ΑΚ αρχίζει η σύμφωνα με τις διατάξεις του χρησικτησία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ.3 του υπ' αριθ. 4 του έτους 1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Οργανισμού Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΟΔΔΕΠ», επί ακινήτων κτημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας εφαρμόζονται αναλόγως οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», καθώς και οι διατάξεις του ν.δ. 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λπ.». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.3 του ν.δ. 3432/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ο.Δ.Ε.Π. νομοθεσίας και κυρώσεως της υπ' αριθ.1064 από 14-6-1955 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου», η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 6 του (κωδικοποιημένου με το π.δ. της 24-10/2-11-1931 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί Ταμείου Εθνικού Στόλου») ν.4944/1931 εφαρμόζεται και επί των ακινήτων των Ιερών Μονών, καθώς και επί της εν γένει εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία διαχειρίζεται ο ΟΔΕΠ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται ότι έχει αδιαλείπτως τη νομή ακινήτου κτήματος από την κτήση της κυριότητάς του, άσχετα προς κάθε εκ μέρους τρίτου αφαίρεσή της. Τέλος, κατά το άρθρο 62 παρ.2 του ν.590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Ε. της Ελλάδος», με τον οποίο καταργήθηκε και ο προαναφερόμενος Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί κτημάτων, τα οποία ανήκουν στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ.4 του ίδιου νόμου νομικά πρόσωπα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι ενορίες με τους ενοριακούς ναούς τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, προκειμένου για κτήμα ενοριακού ναού, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και δη εκείνος της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να αρχίσει από τις 23 Φεβρουαρίου 1946 (χρονολογία εισαγωγής του ΑΚ) και να συμπληρωθεί μέχρι τις 16 Αυγούστου 1969 (χρονολογία ενάρξεως της ισχύος του προαναφερόμενου Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου, κατά το άρθρο 19 αυτού), υπό τον όρο ότι η νομή του κτήματος δεν είχε αφαιρεθεί, αλλά είχε παραχωρηθεί στο χρησιδεσπόζοντα από τον ενοριακό ναό, έστω και ατύπως, αφού η σύμβαση για τη μεταβίβαση της νομής είναι άτυπη και αναιτιώδης, επιφέρει δε το μεταβιβαστικό της νομής αποτέλεσμα ασχέτως από την ύπαρξη ή όχι υποκείμενης αιτίας ή την εγκυρότητά της. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Συνεπώς, για την ύπαρξη νόμιμης βάσεως σε απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο, πρέπει να αναφέρονται, αν η κυριότητα αποκτήθηκε με βάση έκτακτη χρησικτησία, τα στοιχεία αυτής, δηλαδή η νομή στο επίδικο ακίνητο με καλή πίστη επί μία τριακονταετία, αν πρόκειται για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, ή η νομή στο ακίνητο αυτό επί μία εικοσαετία, αν πρόκειται για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά το άρθρο 1045 του ΑΚ. Πρέπει δε να αναφέρονται στο αιτιολογικό της αποφάσεως, εκτός από τα άλλα στοιχεία της χρησικτησίας, και οι πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του, που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής αυτού (Ολ. ΑΠ 608/1976). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσίβλητος ενοριακός Ιερός Ν. την ένδικη από 10-5-1994 διεκδικητική του επίδικου ακινήτου, δηλαδή οικοπέδου, εκτάσεως 630,96 τ.μ., που αποτελεί τμήμα πρώην αγρού εκτάσεως 26.205 τ.μ., τον οποίο είχε κατατμήσει σε οικόπεδα, αγωγή του, στήριξε στο ότι είχε γίνει κύριος του όλου μεγαλύτερου αγρού και επομένως και του ήδη επίδικου οικοπέδου με έκτακτη χρησικτησία ως έχων νεμηθεί το ακίνητο αυτό με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1850, οπότε του το παραχώρησε ατύπως ο Κων/νος Κρίτσας, και εφεξής μέχρι το έτος 1970, οπότε ο αναιρεσείων κατέλαβε και έκτοτε κατείχε το εν λόγω επίδικο οικοπεδικό τμήμα. Στην αγωγή αναφέρθηκαν ως πράξεις νομής επί του όλου μεγαλύτερου ακινήτου (και επομένως και επί του επιδίκου), καθόλο το προαναφερόμενο από το έτος 1850 και εφεξής χρονικό διάστημα, όλες εκείνες οι πράξεις διακατοχής που άρμοζαν στη φύση και στον προορισμό του, δηλαδή είτε εκμίσθωση αυτού σε τρίτους, οι οποίοι το καλλιεργούσαν με δημητριακά και άλλα είδη, είτε εκμίσθωσή του στους κτηνοτρόφους της περιοχής για τη βοσκή των ποιμνίων τους, καθώς και κατάτμησή του σε οικόπεδα μετά την ένταξη του μεγαλύτερου, εκτός του επιδίκου, μέρους του στο σχέδιο πόλεως της Νέας Μαγνησίας Λαμίας. Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων κατά την πρώτη πρωτόδικη συζήτηση δεν αμφισβήτησε την αλήθεια των παραπάνω αγωγικών ισχυρισμών, με αποτέλεσμα να συνάγεται ομολογία εκ μέρους αυτού κατά το άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ., ενώ, επιπλέον, δέχτηκε και ότι ο αναιρεσείων με τις προτάσεις που υπέβαλε κατά την ενώπιον αυτού (Εφετείου) συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ρητώς συνομολόγησε την κυριότητα του αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου ακινήτου. Ακολούθως το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), ότι, από τις αναφερόμενες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα που νόμιμα, με επίκληση, προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Περί το έτος 1850 ο Κ. Κ. παραχώρησε ατύπως στον αναιρεσίβλητο Ι. Ν. αγροτική έκταση, εμβαδού 26.205 τ.μ., κείμενη στην κτηματική περιοχή Νέας Μαγνησίας Λαμίας. Ο αναιρεσίβλητος έκτοτε νεμήθηκε τον αγρό αυτόν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, εκμισθώνοντας αυτόν σε διάφορους τρίτους για καλλιέργεια και βοσκή ζώων και το έτος 1953 αποτύπωσε τον αγρό σε διάγραμμα του μηχανικού Κ. Μ. προκειμένου να κατατμηθεί σε οικόπεδα. Το έτος 1964 το παραπάνω ακίνητο εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως και δημιουργήθηκαν 38 οικόπεδα, τα πλείστα των οποίων πώλησε ο
αναιρεσίβλητος σε διάφορους τρίτους. Περί το έτος 1970 ο αναιρεσείων κατέλαβε αυθαιρέτως έκταση εμπίπτουσα στον παραπάνω αγρό, ευρισκόμενη ανατολικά του αρδευτικού αύλακος, της Κοινότητας Ροδίτσης. Συγκεκριμένα κατασκεύασε πρόχειρη καλύβα από πέτρες στεγασμένη με λαμαρίνες, όπου εγκατέστησε χοίρους. Ο αναιρεσίβλητος Ι. Ν. δια των τότε επιτρόπων του διαμαρτυρήθηκε, πλην όμως ο αναιρεσείων τους καθησύχασε λέγοντας ότι η εγκατάσταση ήταν προσωρινή και ότι θα αποχωρούσε, όταν θα του το ζητούσαν. Περί το έτος 1980 ο αναιρεσίβλητος κατασκεύασε περίφραξη με συρματόπλεγμα και πασσάλους, οπότε προέκυψε ότι η τότε καταληφθείσα έκταση ανερχόταν σε 606,59 τ.μ. Κατά το ίδιο διάστημα φύτευσε κλήματα αμπέλου, ελαιόδενδρα, ενώ το έτος 1987 κατασκεύασε κτίσμα από τσιμεντόλιθους στη θέση της πρόχειρης καλύβας. Ο αναιρεσίβλητος Ι. Ν. αντέδρασε στις ενέργειες αυτές δια των επιτρόπων του και του ιερέα, πλην όμως ο αναιρεσείων, ενώ αρχικά υποσχόταν ότι θα αποχωρήσει, αργότερα αρνήθηκε και εμπόδισε τον τοπογράφο-μηχανικό, ο οποίος εκ μέρους του Ναού ήθελε να καταμετρήσει το επίδικο, λέγοντας ότι ήταν δικό του, διότι το είχε αγοράσει. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχτηκε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της προαναφερόμενης πρωτόδικης αποφάσεως και εξαφάνισε αυτήν, στη συνέχεια, ύστερα από διακράτηση της υποθέσεως και απόρριψη ενστάσεως του αναιρεσείοντος για κατάχρηση δικαιώματος, δέχτηκε την παραπάνω αγωγή του αναιρεσιβλήτου και ως ουσιαστικά βάσιμη. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται σαφώς, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή της τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, αφού, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές του, ο αναιρεσίβλητος οπωσδήποτε είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και κατά την εν λόγω διάταξη του ΑΚ, αφού είχε στη νομή του το ακίνητο αυτό επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών από τις 23-2-1946 (χρονολογία εισαγωγής του ΑΚ) και εφεξής (άρθρα 64 και 65 ΕισΝΑΚ). Ακόμη το Εφετείο με το να κρίνει όπως πιο πάνω αναφέρεται δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αναφορικά με το στοιχείο της ασκήσεως πράξεων νομής για χρησικτησία, αφού ως προς το στοιχείο αυτό διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, καθορίζοντας τις πράξεις αυτές όπως στην ένδικη αγωγή, αλλά και πιο πάνω αναφέρονται, ώστε να καθίσταται εφικτός ο σχετικός αναιρετικός έλεγχος. Και αυτό αφενός διότι με το να δεχτεί ότι από ομολογία του αναιρεσείοντος αποδεικνύονταν τα πραγματικά περιστατικά που στήριζαν την κτήση της κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, στην πραγματικότητα, όπως εκτιμάται, γινόταν αναφορά στα σχετικά πραγματικά περιστατικά που εκτίθεντο στην αγωγή και επομένως στις καθοριζόμενες σ' αυτήν πράξεις νομής και αφετέρου διότι, σε κάθε περίπτωση, στις παραδοχές του, που προέκυψαν από την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων που προσκομίστηκαν με επίκληση, αναφέρονται οι μερικότερες πράξεις νομής που ασκήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο επί του επίδικου ακινήτου καθόλο το από το έτος 1850 μέχρι το έτος 1970, οπότε ο αναιρεσείων κατέλαβε το εν λόγω ακίνητο, κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά τα προεκτιθέμενα, ώστε να υφίσταται το στοιχείο της νομής στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου καθόλο το χρονικό αυτό διάστημα ως μία από τις κατά το νόμο προϋποθέσεις που πρέπει να υφίσταται για να έχει αποκτηθεί κυριότητα εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου ακινήτου. Εξάλλου, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα δεν προέβη, αλλ' ούτε και χρειαζόταν να προβεί σε εφαρμογή του άρθρου 1041 ΑΚ, το οποίο ρυθμίζει το πώς γίνεται κάποιος κύριος πράγματος, κινητού ή ακινήτου, με βάση την τακτική χρησικτησία. Έτσι το Εφετείο δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες σ' αυτό σχετικώς πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και γι' αυτό πρέπει ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατ' αμφότερα τα, από τις διατάξεις αυτές, αντίστοιχα, μέρη του, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

3. Επειδή με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε με την προσβαλλόμενη απόφασή του στην από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.β΄ Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενη πλημμέλεια. Και αυτό γιατί : α) Δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων κατά την πρωτόδικη συζήτηση δεν αμφισβήτησε την αλήθεια του αγωγικού πραγματικού ισχυρισμού ότι ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) είχε γίνει κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείς αυτό από το έτος 1850 και εφεξής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί διάστημα πλέον των 100 ετών, με αποτέλεσμα να δεχτεί ότι συνάγεται ομολογία του πρώτου κατά το άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ., και β) δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων με τις προτάσεις που υπέβαλε κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση συνομολόγησε την κυριότητα του αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου ακινήτου, παρά το ότι και ειδικώς είχε αμφισβητηθεί από τον αναιρεσείοντα με τις κατά την πρώτη πρωτόδικη συζήτηση προτάσεις που αυτός υπέβαλε ο πιο πάνω υπό στοιχείο α' αγωγικός ισχυρισμός και δεν είχε γίνει η επίσης πιο πάνω υπό στοιχείο β' δικαστική ομολογία. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι, ανεξάρτητα από τις προαναφερόμενες ομολογίες που δέχτηκε, το Εφετείο τη σχετική κρίση του στήριξε και δη αυτοτελώς και σε άλλα αποδεικτικά μέσα (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση). Ανεξάρτητα όμως από αυτό, όπως προκύπτει από τις προτάσεις που ο αναιρεσείων υπέβαλε κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας) πρώτη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθ. 72/1995 προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου εκείνου, ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε ειδικώς την αλήθεια του προαναφερόμενου υπό το στοιχείο α' αγωγικού πραγματικού ισχυρισμού ότι ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) είχε γίνει κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείς αυτό από το έτος 1850 και εφεξής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί διάστημα μεγαλύτερο εκείνου των 100 ετών. Δεν δημιουργείται δε έλλειψη της ειδικής αυτής αμφισβητήσεως από το ότι ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, που είχε αρχίσει από το έτος 1955, ακριβώς διότι, κατά τα αναφερόμενα στις πιο πάνω προτάσεις, η εν λόγω χρησικτησία εκ μέρους του αναιρεσείοντος είχε αρχίσει μετά τη συμπλήρωση στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου της έκτακτης χρησικτησίας, που οδήγησε στην από τον τελευταίο κτήση της κυριότητας του επιδίκου σε μεγαλύτερη έκταση με τον πρωτότυπο αυτόν τρόπο κτήσεως κυριότητας κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο. Έτσι, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς η αλήθεια του αμέσως πιο πάνω αγωγικού ισχυρισμού, το Εφετείο μπορούσε να δεχτεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του και δη ανελέγκτως πλέον, αφού επρόκειτο για εκτίμηση πραγμάτων (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), ότι από τη μη αμφισβήτηση ειδικώς του εν λόγω αγωγικού ισχυρισμού συναγόταν ομολογία εκ μέρους του αναιρεσείοντος κατά το άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ. Ακόμη, όπως προκύπτει από τις προτάσεις που ο αναιρεσείων υπέβαλε κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (τέλος 7ης και αρχή 8ης σελίδας των προτάσεων αυτών), αυτός ρητώς συνομολόγησε ότι ο αναιρεσίβλητος είχε αποκτήσει την κυριότητα του μεγαλύτερου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, προφανώς με τον τρόπο που ανέφερε ο τελευταίος στην ένδικη αγωγή του, έστω και αν (ο αναιρεσείων) είχε ισχυριστεί περαιτέρω ότι στη συνέχεια έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, που είχε αρχίσει από το έτος 1955. Έτσι ορθά το Εφετείο δέχτηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι είχε γίνει η τελευταία δικαστική ομολογία και ακολούθως την έλαβε υπόψη. Επομένως το Εφετείο με το να λάβει υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφασή του τις αμέσως πιο πάνω ομολογίες δεν υπέπεσε στην ως άνω αποδιδόμενη σ' αυτό πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν (άρθρο 559 αριθ.11 περ.β' Κ.Πολ.Δ) και ως εκ τούτου ο προαναφερόμενος (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.


Γ Ι Α  Τ Ο Υ Σ  Λ Ο Γ Ο Υ Σ  Α Υ Τ Ο Υ Σ

Απορρίπτει την από 14 Ιουλίου 2000 αίτηση του Κ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 4889/1999 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσιες εξήντα χιλιάδες (360.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 2001.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου 2001.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.