ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 149/1994
Πηγή : ΝοΒ 1995, 37
Αριθμός Απόφασης : 149
'Ετος : 1994
Δικαστήριο : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ


Αριθμός 149/1994
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Απόστολο Μουστακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Βάρδα, Αγησίλαο Μπακόπουλο, Διονύσιο Κατσιρέα και Διονύσιο Κονδύλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Νοεμβρίου 1993, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Σπυρόπουλου (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου για να δικάσει μεταξύ:

Τ ο υ  αναιρεσείοντος : Φ. σωματείου με την επωνυμία «ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Α.Κ..

Τ η ς  αναιρεσίβλητης: Ι. Μ. Α. Π. (που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Α.Τ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31 Μαρτίου 1987 αγωγή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7774/1991 του ίδιου Δικαστηρίου και 4989/1992 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά το αναιρεσείων με την από 14 Οκτωβρίου 1992 αίτηση.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Βάρδας ανέγνωσε την έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψη της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως.

Σ Κ Ε Φ Θ Η Κ Ε  Σ Υ Μ Φ Ω Ν Α  Μ Ε  Τ Ο  Ν Ο Μ Ο

Επειδή από το άρθρο 529 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, μπορεί όμως το Εφετείο να αποκρούσει τα προσαγόμενα το πρώτο ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα ως απαράδεκτα, εάν κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν προσήγαγε αυτά κατά την πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρειά αμέλεια. Από την διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι στην κυριαρχική εξουσία και δυνητική κρίση του Εφετείου, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά, ανήκει το θέμα της λήψεως ή όχι υπόψιν αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσάγονται για πρώτη φορά ενώπιόν του.

Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο το αναιρεσείον σωματείο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το Εφετείο που την εξέδωσε, έλαβε υπόψη και δεν απέκρουσε, ως απαράδεκτα, δύο κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία η αναιρεσίβλητη για πρώτη φορά προσκόμισε ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, 18, 19 του ν. ΓΥΙΔ/1909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και Διοικήσεως Μοναστηρίων» που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 99 του ΕΝΑΚ, 7 παρ. 2 και 25 ν.4684/30, 1 του ν.1918/42 και μόνο του ν.2067/52, η περιουσία του κειρομένου μοναχού περιέρχεται αυτοδικαίως στη Μονή εγκαταβιώσεως, στα μοναχολόγια της οποίας εγγράφεται, μετά από αφαίρεση της νόμιμης μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων. Επίσης, οι περιερχόμενες στο μοναχό μετά την είσοδό του στη Μονή, κληροδοσίες, δωρεές καθώς και κληρονομίες ανήκουν στη Μονή και ο μοναχός διατηρεί μόνο το δικαίωμα της επικαρπίας στο ήμισυ, της περιερχόμενης στη Μονή περιουσίας, ενώ αντίθετα η περιουσία που αποκτά ο μοναχός μετά την κουρά από άλλη μη χαριστική αιτία περιέρχεται στον ίδιο προσωπικώς, ο οποίος μπορεί να την διαθέσει αλλά όχι με χαριστικές δικαιοπραξίες. Εάν δεν την διαθέσει, η περιουσία αυτή μετά τον θάνατό του περιέρχεται κατά το ήμισυ στον ΟΔΕΠ και κατά το άλλο ήμισυ στη Μονή. Όλες οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν εφόσον ο μοναχός φέρει νόμιμα την μοναχική ιδιότητα, ενώ αντίθετα δεν έχουν εφαρμογή και επομένως ισχύει το κοινό δίκαιο εφόσον αυτός αποχώρησε οριστικά από την Μονή εγκαταβιώσεως νόμιμα είτε διότι απολύθηκε από τη Μονή για να διαβιώσει στη συνέχεια εκτός αυτής ως διάκονος, εφημέριος ή ιεροκήρυκας, εάν είναι ιερομόναχος, είτε διότι καθαιρέθηκε και απέβαλε το ιερατικό σχήμα. Εάν ο μοναχός αποχώρησε από τη Μονή όχι νόμιμα αλλά αυθαίρετα, δεν αποβάλλει τη μοναχική ιδιότητα και συνεπώς εξακολουθεί να ισχύει ως προς αυτόν το ανωτέρω ειδικό νομοθετικό καθεστώς. Οι παραπάνω ρυθμίσεις ισχύουν και επί των ιερομονάχων, των μοναχών δηλαδή εκείνων που χειροτονήθηκαν κανονικά ως κληρικοί, οι οποίοι δεν αποβάλλουν την ιδιότητα του μοναχού εξαιτίας της χειροτονίας των και υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και κανόνες με τους απλούς μοναχούς, εκτός εάν απολύθηκαν νόμιμα από την Μονή για να διαβιώσουν οριστικά ως κληρικοί όπως προαναφέρθηκε και όχι όταν έχουν αποχωρήσει αυθαίρετα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο που δίκασε, δέχθηκε,μετά από εκτίμηση των διαταχθεισών με απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αποδείξεων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα εξής, κατά την ανέλεγκτη κρίση του. Ο Γ.Π., προσήλθε στην Ι. Μονή Κ.Θ. Πεντέλης στις 20.1.1940 και εκάρη μοναχός σ' αυτήν, στα μοναχολόγια της οποίας γράφτηκε με το όνομα Γ.. Στις 6.8.1947 απολύθηκε κανονικά από την ανωτέρω Μονή. Στις 2.8.1978, αφού στο μεταξύ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια προσβύτερος, ο ανωτέρω ιερομόναχος εντάχθηκε στην αναιρεσίβλητη Ι. Μ. Α. Π., στα μοναχολόγια της οποίας γράφτηκε, παραμένοντας ως μοναχός μέχρι το θάνατό του που επήλθε στις 21.3.1983, χωρίς ποτέ να αποχωρήσει οριστικά κατά νόμιμο τρόπο από την αναιρεσίβλητη Μονή, καίτοι αυτός κατά το μέχρι του θανάτου του χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως Εφημέριος σε διάφορους Ναούς των Αθηνών χωρίς όμως να του έχει παρασχεθεί άδεια του συμβουλίου της αναιρεσίβλητης προς διαβίωση εντός της Μονής. Στο μεταξύ στις 2.3.1979 απεβίωσε η αδελφή αυτού Β.Π., στην κληρονομία της οποίας περιλαμβάνεται και ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, το οποίο ο ίδιος με την ιδιότητα του μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου πούλησε πριν από τον θάνατό του δυνάμει του υπ'αριθ. 5416/1983 συμβολαίου της  συμβ/φου Αθηνών Ε.Β. στο αναιρεσείον σωματείο, αφού προηγουμένως προέβη σε αποδοχή της κληρονομίας αυτής μεταγράφοντας την σχετική δήλωση. Μετά απ'αυτά το Εφετείο έκρινε ότι η ανωτέρω δικαιοπραξία είναι άκυρη (ή εμπράγματη σύμβαση), διότι ο πωλητής δεν ήταν κύριος (εκ κληρονομίας) του πωληθέντος ακινήτου κατά τον χρόνο της πωλήσεως, αλλά κυρία αυτού είχε καταστεί και ήταν η αναιρεσίβλητη Μονή με κληρονομικό δικαίωμα έναντι της αποβιώσασας αδελφής του ιερομονάχου Γ.Π., με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή κατά του αναιρεσείοντος, ως κατόχου του ανωτέρω ακινήτου, η ένδικη διεκδικητική αγωγή, της αναιρεσίβλητης, η οποία είχε προβεί σε δήλωση αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας και σε μεταγραφή αυτής. Με το να αποφανθεί έτσι το Εφετείο και ειδικότερα να δεχθεί ότι ο ανωτέρω ιερομόναχος παρά το ότι υπηρέτησε ως εφημέριος σε διάφορους Ναούς δεν απέκτησε, εφόσον δεν διαγράφηκε από τα μοναχολόγια της αναιρεσίβλητης δεν απολύθηκε δηλαδή νόμιμα κληρονομικό δικαίωμα δυνάμενο να προσπορίσει κυριότητα επί της περιουσίας της ανωτέρω αδελφής του, άσχεται αν αυτός διαβιούσε ή όχι μέσα στην Μονή και ότι τέτοιο κληρονομικό δικαίωμα είχε η αναιρεσίβλητος η οποία και νομιμοποιείται στην άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στην αρχή διατάξεις με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος, τρίτος και πέμπτος συναφείς λόγοι αναιρέσεως από το άρθ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ όπως ορθώς χαρακτηρίζονται με τους οποίους, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, υποστηρίζονται τα
αντίθετα.

Επειδή ο έκτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ'όψει τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ένδικης αγωγής, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθ. 559 αριθ.8 Κ.Πολ.Δ, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εν όψει του ότι ως πράγματα γιατην μη λήψη υπ' όψει των οποίων δημιουργείται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθ. 559 αριθ.8 Κ.Πολ.Δ., νοούνται μόνο οι ουσιώδεις ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στην θεμελίωση ή κατάλυση της αγωγής (ή ενστάσεως) και όχι οι αρνητικοί ισχυρισμοί του αγωγικού δικαιώματος, όπως χαρακτηρίζεται και ο ανωτέρω.

Επειδή, με την προσβαλλομένη απόφαση κρίθηκε ως μη νόμιμος και απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για καταχρηστική άσκηση του αξιουμένου με την ένδικη αγωγή δικαιώματος στηριζόμενη στο γεγονός ότι ο ανωτέρω αποβιώσας ιερομόναχος στην πραγματικότητα ποτέ δεν αναβίωσε μέχρι τον θάνατόν του στην αναιρεσίβλητη Μονή, η οποία δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για την διατροφή και περίθαλψή του, όταν αυτός ήταν ασθενής και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο όπου απεβίωσε. Η κρίση αυτή του Εφετείου είναι ορθή για την έννοια ότι πράγματι τα ανωτέρω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να περιαγάγουν την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος σε προφανή αντίθεση προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος (άρθ. 281 ΑΚ), γι'αυτό και πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, επικαλούμενος την παραβιάση της διατάξεως του άρθ. 281 Α.Κ., από το Εφετείο.

Επειδή όσα άλλα εκθέτει το αναιρεσείον, στο αναιρετήριο, καίτοι συνοδεύονται με επίκληση πλημμελειών διαφόρων εδαφίων του άρθ. 559 Κ.Πολ.Δ., των οποίων σημειωτέον η έννοια κατά ένα μέρος παρερμηνεύεται, συνιστούν στην πραγματικότητα παράπονα αναφερόμενα στην ουσιαστική εκτίμηση και κρίση του Εφετείου της οποίας μάλιστα επιχειρείται ο έλεγχος και με την χρήση διαφόρων λογικών επιχειρημάτων, σχετικά με το γεγονός ότι, ο εν λόγω ιερομόναχος Γ.Π., είχε εγκαταβιώσει στην αναιρεσίβλητη Μονή, στα μοναχολόγια της οποίας ήταν εγγεγραμμένες κατά τον χρόνο του θανάτου της αδελφής του (2-3-1979) χωρίς να έχει απολυθεί κατά κάποιο νόμιμο τρόπο. Έτσι πρέπει να απορριφθούν οι διαλαμβάνοντες τα παράπονα αυτά λόγοι αναιρέσεως ως απαράδεκτοι (άρθ. 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της, για εύλογη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αμφιβολία των ως προς την έκβαση της δίκης (άρθ. 179 Κ.Πολ.Δ.).

Γ ι α  τ ο υ ς  λ ό γ ο υ ς  α υ τ ο ύ ς

Απορρίπτει την από 14.10.1992 αίτηση του Φ. σωματείου με την επωνυμία «ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» για αναίρεση της με αριθμό 4989/1992 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1994 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 1994.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.