ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 3551/1997
Αριθμός Απόφασης : 3551
'Ετος : 1997
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 3551/1997

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Μαίου 1996, με την εξής σύνθεση: Σ. Σαρηβαλάσης, Σύμβουλος Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Γ. Σταυρόπουλος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλοι, Αικ. Σακελλαροπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη.

Γ ι α να δικάσει την από 20ής Απριλίου 1990 έφεση :

Τ ω ν : 1) Ι. Α. Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Π. Κ. (Α.Μ. 2179), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση και 2) Ι. Ν. "Κ. της Θ. - Φ. Χ. ", που εδρεύει στον Χ. Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Π. Κ., που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κ α τ ά  του Π.Θ.Π., κατοίκου Παπάγου (οδός Ε. αρ. 19), ο οποίος παρέστη με τον Η. Α. (Α.Μ. 9168), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κ α ι  κατά της 2.367/1989 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου.Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εκκαλούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο του εφεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την κρινόμενη έφεση κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα υπ' αριθμ. 2848123, 2848124/1990 της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (υπ' αριθμ. 1425976, 3321702/1990 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ' αριθμ. 2.367/1989 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η από 24.7.1989 αίτηση ακυρώσεως του εφεσιβλήτου και ακυρώθηκε η υπ' αριθμ. 801/9.6.1989 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, περί επιβολής στον εφεσίβλητο της πειθαρχικής ποινής της απολύσεως, αναδρομικώς από 1.4.1988, από την θέση του δεξιού ιεροψάλτη του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θ.- Φ.Χ..

3. Επειδή στο άρθρο 53 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 2/1969 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων" (Α' 193/19.9.1970), ορίζονται τα εξής: "1. Οι Ψάλται και Νεωκόροι διορίζονται και παύονται υπό του οικείου Μητροπολίτου, μετά γνώμην του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, λαμβανομένην εν συνεδριάσει εις ην δέον απαραιτήτως να μετέχη και το κληρικόν μέλος (άρθρ. 64 παρ. 1 Α.Ν. 2200/40). 2. . . . 3. Ο οικείος Μητροπολίτης ασκεί την πειθαρχικήν εξουσίαν επί των Ψαλτών και Νεωκόρων δια πάσαν παράβασιν αναγομένην εις την κανονικήν εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτών, επιβάλλων, μετά προηγουμένην έγγραφον απολογίαν, την ποινήν του προστίμου μέχρι διακοσίων δραχμών και εν υποτροπή πρόστιμον 500 δραχμών υπέρ του Ιερού Ναού ή προσωρινήν και οριστικήν απόλυσιν (άρθρ. 64 παρ. 3 Α.Ν. 2200/1940).

4. Οι Ιεροψάλται και Νεωκόροι, ως αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας, δεν υπάγονται εις τας περί συλλογικών συμβάσεων κειμένας διατάξεις (άρθρ. 64 παρ. 4 Α.Ν. 2200/40)". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ναι μεν οι ψάλτες συνδέονται με την Εκκλησία με υπηρεσιακή σχέση δημοσίου δικαίου, ως παρέχοντες όμως υπηρεσίες που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ασκήσεως της λατρείας και είναι ξένες προς την άσκηση διοικήσεως και διοικητικών έργων, δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν διοικητικοί υπάλληλοι ώστε να έχουν επ' αυτών εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Κατ' ακολουθίαν, η πράξη με την οποία επιβάλλεται σε ψάλτη η πειθαρχική ποινή της απολύσεως, προσβάλλεται με το ένδικο μέσον της αιτήσεως ακυρώσεως (Σ.τ.Ε. 4078/1979, Ολομ.). Αρμόδιο για την εκδίκαση της αιτήσεως σε πρώτο βαθμό είναι, εξ άλλου, το Διοικητικό Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ' του Ν. 702/1977 (Α' 268), καθ' όσον οι ψάλτες χαρακτηρίζονται "κατώτερος κλήρος".

4. Επειδή, κατά της πράξεως με την οποία επιβάλλεται σε ψάλτη η πειθαρχική ποινή της απολύσεως, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 53 του Κανονισμού υπ' αριθμ. 2/1969 που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή. Ειδικότερα, δεν προβλέπει ενδικοφανή προσφυγή κατά της ως άνω πράξεως η διάταξη του άρθρου 4 περ. στ' του Ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (Α' 146), η οποία θεσπίζει αρμοδιότητα της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την άσκηση ιεραρχικού ελέγχου αυτεπαγγέλτως επί των πράξεων των λοιπών διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας. Συνεπώς, παραδεκτώς προσέβαλε ο εφεσίβλητος, με την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, την πράξη του Αρχιεπισκόπου με την οποία του επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της απολύσεως άνευ προηγουμένης ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, τα δε περί του εναντίου προβαλλόμενα με την έφεση είναι αβάσιμα.

5. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι καθηγητής Μουσικής στην Λεόντειο Σχολή Νέας Σμύρνης, διορίσθηκε στην θέση του δεξιού ιεροψάλτη του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θ.-Φ.Χ. με την υπ' αριθμ. Φ.231/2820/10.5.1971 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Στον εφεσίβλητο επεβλήθη η πειθαρχική ποινή της απολύσεως από την ως άνω θέση αρχικώς με την απόφαση του Αρχιεπισκόπου υπ' αριθμ. 860/1.4.1988, η οποία ακυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2824/1988 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών λόγω ελλείψεως νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας. Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος εξέδωσε την υπ' αριθμ. 801/9.6.1989 απόφασή του, με την οποία επέβαλε και πάλι στον εφεσίβλητο την πειθαρχική ποινή της απολύσεως, δεχθείς όλες τις αιτιάσεις κατά του εφεσιβλήτου τις οποίες ανέφερε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού Κ.Θ.-Φ.Χ. στο υπ' αριθμ. 36/9.3.1989 πρακτικό και αφού προηγουμένως έλαβε υπ' όψιν του την από 27.3.1989 απολογία του εφεσιβλήτου. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος ότι μεταξύ των ιερέων του ως άνω Ιερού Ναού και του εφεσιβλήτου υπήρχε ουσιώδης διάσταση απόψεων εν σχέσει προς τον τύπο της λατρείας, καθ' όσον ο εφεσίβλητος επέμενε να "διανθίζει τα κοινωνικά" παρά το γεγονός ότι οι ιερείς κατ' επανάληψη του είχαν απαγορεύσει να το πράττει και ότι η εμμονή του εφεσιβλήτου στην σύμφωνη με τις απόψεις του ψαλμωδία ήταν αιτία συχνών διενέξεων μεταξύ αυτού και των ιερέων, κατά τις οποίες ο εφεσίβλητος απεκάλεσε τους ιερείς "παρανοϊκούς προϊσταμένους", "σουλτάνους" και "μπολσεβίκους". Δέχθηκε, ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος ότι ο εφεσίβλητος έψαλλε από τον γυναικωνίτη με δική του χορωδία, στην οποία μετείχαν γυναίκες και ότι αρνείτο να συμμορφωθεί σε συστάσεις των ιερέων, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να ψάλλει χωρίς συμμετοχή γυναικών από το αναλόγιο του δεξιού ψάλτου. Τέλος, δέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος ότι ο εφεσίβλητος είχε αφοσιωθεί στην χορωδία του με αποτέλεσμα να παραμελεί τα καθήκοντα του ψάλτου, ότι με την χορωδία του κατελάμβανε χωρίς άδεια τον χώρο του παρεκκλησίου του Ιερού Ναού προετοιμαζόμενος για δημόσιες εμφανίσεις και ότι, λόγω τοιαύτης καταλήψεως του παρεκκλησίου, παρεκώλυσε την λατρεία στον Ιερό Ναό την εσπέρα της 23ης Μαρτίου 1987, κατά την οποία εψάλη ο Μέγας Κανών.

6. Επειδή, τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά δέχθηκε ο Αριχιεπίσκοπος ως αληθή κατ' ανέλεγκτη ακυρωτικώς ουσιαστική κρίση. Τα περιστατικά αυτά στοιχειοθετούν παραπτώματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του εφεσιβλήτου που είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, ως τελεσθέντα από μέλος του "κατώτερου κλήρου". Ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι νομίμως επεβλήθη στον εφεσίβλητο με την υπ' αριθμ. 801/9.6.1989 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών η πειθαρχική ποινή της απολύσεως, η οποία και είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συνεπώς, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε τα αντίθετα και πρέπει, για τον λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, περαιτέρω, να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως με την οποία αβασίμως προβάλλεται ότι η υπ' αριθμ. 801/9.6.1989 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος παρεβίασε τους κανόνες της χρηστής διοικήσεως, εξεδόθη καθ' υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητος και στερείται νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας. Αν και κατά την γνώμη του προεδρεύοντος Συμβούλου Στ. Σαρηβαλάση η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί διότι, όπως ορθώς εδέχθη η εκκαλουμένη η απόφαση του Αρχιεπισκόπου υπήρξε ακυρωτέα, ως μη αιτιολογούσα επαρκώς την επιβολή στον εφεσίβλητο της μέγιστης των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 2367/1989 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της εφέσεως. Δικάζει επί της από 24.7.1989 αιτήσεως ακυρώσεως του εφεσιβλήτου - αιτούντος, την οποία απορρίπτει. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου της αιτήσεως ακυρώσεως, που είχε καταβληθεί από τον εφεσίβλητο - αιτούντα στην δίκη του πρώτου βαθμού και Επιβάλλει στον εφεσίβλητο - αιτούντα την δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων - καθ' ων, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) δραχμών για τους δύο βαθμούς της δίκης (28.000 + 2 Χ 7.000 = 42.000 δρχ.). Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 1996

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Σ. Σαρηβαλάσης

Η Γραμματέας Δ. Τετράδη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1997.

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Σ. Σαρηβαλάσης

Η Γραμματέας Μ. Παπασαράντη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.