ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 2739/1997
Αριθμός Απόφασης : 2739
'Ετος : 1997
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 2739/1997

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Φεβρουαρίου 1997, με την εξής σύνθεση : Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ' Τμήματος, Ν. Παπαδημητρίου, Π.Ν. Φλώρος, Σύμβουλοι, Χρ. Ράμμος, Γ. Ποταμιάς, Πάρεδροι. Α. Γαϊτάνης, Γραμματέας του Γ' Τμήματος.

Γ ι α  να δικάσει την από 15ης Ιουνίου 1988 αίτηση :

Τ ο υ  Χ.Α.Δ., πρεσβυτέρου της Ι. Μ. Π. και Κιλκισίου, κατοίκου χωρίου Ρίζια Κιλκίς, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δ. Π. (Α.Μ. 3799), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κ α τ ά  της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Α.Λ. (Α.Μ. 1196), που τον διόρισε με απόσπασμα πρακτικού της Ι. Συνόδου.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η 5/1988 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Στη δίκη παρέστη και ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με τον Κρ. Μανωλή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Συμβούλου Π.Ν. Φλώρου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της Εκκλησίας της Ελλάδος και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 5604750, 6975101/1988, ειδικά έντυπα παραβόλου Α 555221, 1845219/1988).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 5/1988 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με την απόφαση αυτή ο αιτών, εφημέριος του Ιερού Ναού της Θ.Ρ., κηρύχθηκε ένοχος για τα παραπτώματα της μοιχείας, τυρείας, φατρίας, καταφρόνησης της προϊσταμένης του εκκλησιαστικής αρχής και σκανδαλισμού της συνείδησης των πιστών, απορρίφθηκε η έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 3/1987 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου και επικυρώθηκε η ποινή της καθαίρεσης από το αξίωμα του ιερέα και της επαναφοράς του στην τάξη των λαϊκών, που του είχε επιβληθεί με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια αποτελούν όργανα της Εκκλησίας που ιδρύθηκαν για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των υποπεσόντων σε παραπτώματα κληρικών (άρθρο 1 ν. 5383/1932), κατά δε την άσκηση της πειθαρχικής τους αρμοδιότητας άλλοτε μεν επιβάλλουν πνευματικής μόνο φύσης ποινές, οι οποίες για το λόγο αυτό διαφεύγουν το δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού - εκκλησίας και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή (π.χ. στέρηση μισθού, αργία κλπ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα πειθαρχικά αυτά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν το χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων που, για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Οι εκδιδόμενες δε από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. Σ.τ.Ε. 825/1988 Ολομ., 2928, 3180/1996).

4. Επειδή, η ποινή της καθαίρεσης, που συνεπάγεται τη μετάσταση του κληρικού στην τάξη από την οποία προέρχεται του λαϊκού ή του μοναχού (Σ.τ.Ε. 508/1983) αποτελεί για τον κληρικό που δεν κατέχει θέση εφημερίου ποινή πνευματικού αποκλειστικώς χαρακτήρα (Σ.τ.Ε. 154/1993). Ως προς τον κληρικό όμως που κατέχει τέτοια θέση (βλ. για τους εφημερίους : άρθρα 35-38 ν. 520/1977, φ. 146 Α', όπως τροποπ. με άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1700/1987, φ. 61 Α, άρθρο 3 και 33 επ. Κανονισμού 2/1969 Ιεράς Συνόδου, φ. 193/70 Α') η ποινή αυτή επηρεάζει αμέσως την υπηρεσιακή του σχέση με την Εκκλησία και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα και γι' αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του αιτούντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου συνοδικού δικαστηρίου, υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου. Δεδομένου όμως ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά διοικητικό υπάλληλο αλλά θρησκευτικό λειτουργό, το κρινόμενο ένδικο μέσο δεν έχει το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας αλλά αίτησης ακυρώσεως, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται στην αρμοδιότητα του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 2928, 3180/1996, 1440/1993, 1534/1992, 4625/1983).

5. Επειδή, στο άρθρο 13 του ν. 5383/1932 "Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας" (φ. 110 Α'), όπως αντικαταστάθηκε τελικώς από το άρθρο 5 του ν. 898/1943 (φ. 373 Α), ορίζονται τα εξής : "Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον, συγκροτείται εκ του πρώτου τη τάξει Συνοδικού Αρχιερέως και τεσσάρων τακτικών Συνοδικών μελών οριζομένων δια κλήρου κατά την πρώτην συνεδρίαν εκάστης Συνοδικής Περιόδου. Διά την κατά το προηγούμενον εδάφιον κλήρωσιν τίθενται εις την κληρωτίδα κατά την πρώτην εκάστης Συνοδικής περιόδου συνεδρίαν της Ιεράς Συνόδου τα ονόματα πάντων των Συνοδικών, πλην των του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου και του πρώτου τη τάξει. Εκ του ολικού αριθμού των κλήρων ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου εξάγει εκ της κληρωτίδος. Οι κληρωθέντες 4 Συνοδικοί συγκροτούσι μετά του πρώτου τη τάξει το δια το αρξάμενον συνοδικόν έτος πρωτοβάθμιον συνοδικόν Δικαστήριον". Εξάλλου, στο άρθρο 14 του παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς από το άρθρο 6 του ν. 898/1943, ορίζονται τα εξής : "Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον συγκροτείται εκ του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου ως Προέδρου και εξ (6) Συνοδικών Αρχιερέων των υπολειπομένων μετά την κλήρωσιν των μελών του πρωτοβαθμίου Συνοδικού κατά την σειράν των Πρεσβύων του νεωτέρου εβδόμου παραμένοντος ως αναπληρωτού. Ο αναπληρωτής καλείται ως τοιούτος εις αμφότερα τα Δικαστήρια προς αναπλήρωσιν απόντος ή οπωσδήποτε κωλυομένου μέλους. Εις το Δευτεροβάθμιον Δικαστήριον, εν ελλείψει του αναπληρωτού η Ιερά Σύνοδος καλεί εκ των παρεπιδημούντων ή ομόρων εν ενεργεία Μητροπολιτών. Αναπληρωταί του Πρωτοβαθμίου πλην του αναπληρωτού, καλούνται εκ των μελών του δευτεροβαθμίου. Συνοδικός, δικάσας εις κατώτερον εκκλησιαστικόν δικαστήριον, είτε ως Πρόεδρος εις το Επισκοπικόν, είτε ως μέλος εις το πρωτοβάθμιον, κωλύεται να μετάσχη ως δικαστής εις ανώτερον Δικαστήριον επί της αυτής υποθέσεως". Τέλος στο άρθρο 15 του ν. 5383/1932 ορίζονται τα εξής : "Εν περιπτώσει νομίμου αποκλεισμού, εξαιρέσεως ή ετέρου νομίμου κωλύματος των μελών εκατέρου των κατά το προηγούμενον άρθρον Συνοδικών Δικαστηρίων, προσκαλούνται υπό του Προέδρου της Ι. Συνόδου δι' αναπλήρωσιν εκ των μη Συνοδικών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εξ ημισείας εκ των της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών. Υφισταμένης τυχόν δι' άπαντας τους προς αναπλήρωσιν προσκαλουμένους Συνοδικούς αιτίας νομίμου αποκλεισμού ή εξαιρέσεων ή ετέρου νομίμου κωλύματος, προσκαλούνται οι αναπληρωταί εκ των λοιπών Αρχιερέων του Κράτους κατά τα ανωτέρω. Εν περιπτώσει κωλύματος του Προέδρου προεδρεύει εκατέρου των Συνοδικών Δικαστηρίων ο εκ των μελών τούτων προηγούμενος κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας".

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, στη συνεδρίαση της 21.4.1988, κατά την οποιά ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, ο κατά νόμο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ αναπληρώθηκε, λόγω κωλύματός του, από τον Μητροπολίτη Δράμας Δ., τακτικό μέλος του οργάνου αυτου. Η αναπλήρωση αυτή έγινε νομίμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 εδ. τρίτο του ν. 5383/1932 εφόσον, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του φακέλου, ο Μητροπολίτης Δράμας Δ. προηγείτο κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας από όλα τα λοιπά μη κωλυόμενα μέλη του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, ενώ η ύπαρξη κωλύματος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της 21.4.1988 του Δ.Σ.Δ., προκύπτει δε και από την έγγραφη κλήτευση του Μητροπολίτη Δράμας προς αναπλήρωση του κωλυομένου Αρχιεπισκόπου. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα.

7. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά την 131η Συνοδική Περίοδο, 1987-1988, το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο συγκροτήθηκε κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 και 14 του ν. 5383/1932, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6, αντιστοίχως, του ν. 898/1943, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ ως Πρόεδρο και από τους Μητροπολίτες μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, Κασσανδρείας Σ., Λήμνου Π., Δράμας Δ., Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Α., Τρίκκης και Σταγών Α. και Ζακύνθου Π., ως τακτικά μέλη αυτού, Ως αναπληρωματικό μέλος ορίστηκε ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης Ε., μέλος και αυτός της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της 21.4.1988, κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, τον κωλυόμενο Πρόεδρο του Δ.Σ.Δ. αναπλήρωσε, νομίμως, κατά τα ανωτέρω, ο Μητροπολίτης Δράμας Δ. ως προηγούμενος των λοιπών μη κωλυομένων μελών του οργάνου αυτού κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας. Για τη συμπλήρωση του νόμιμου αριθμού τακτικών μελών του Δ.Σ.Δ. έπρεπε να συμμετάσχει σε αυτό, προς αναπλήρωση του Μητροπολίτη Δράμας, ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, ως το μόνο αναπληρωματικό μέλος. Λόγω όμως κωλύματος του τελευταίου, που αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της 21.4.1988, εκλήθη και συμμετείχε στην κρίσιμη συνεδρίαση, προς αναπλήρωση του κωλυομένου αναπληρωματικού μέλους, ο Μητροπολίτης Φωκίδας Α., ως παρεπιδημών για υποθέσεις της μητρόπολής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου του άρθρου 14 του ν. 5383/1932, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς από το άρθρο 6 του ν. 898/1943. Τέλος τα τακτικά μέλη του Δ.Σ.Δ. Κασσανδρείας Σ. και Λήμνου Π., κωλυόμενα να παραστούν, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα σχετικά πρακτικά συζητήσεων, αναπληρώθηκαν κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της 21.4.1988 από τους Μητροπολίτες Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Α. και Νέας Σμύρνης Α., αντιστοίχως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 εδάφιο πρώτο του ν. 5383/1932. Με την κρινόμενη αίτηση ισχυρίζεται ο αιτών ότι η πιο πάνω σύνθεση του Δ.Σ.Δ. είναι παράνομη για τους ακόλουθους λόγους : "α) ενώ ο νόμος αξιώνει τη συγκρότηση του Δικαστηρίου από έξι συνοδικά τακτικά μέλη, ορίζονται μόνο τρία και αναφέρονται στην προσβαλλόμενη μόνον πέντε, χωρίς οποιαδήποε μνεία για το έκτο μέλος, β) ενώ έπρεπε να περιλαμβάνονται στον "κατάλογο της σύνθεσης όλα τα ορισθέντα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Δικαστηρίου για την άσκηση του δικαιώματος εξαίρεσης των μελών του, περιελήφθησαν σε αυτόν και του γνωστοποιήθηκαν μόνο τρία τακτικά και τρία αναπληρωματικά μέλη. γ) ενώ είχε οριστεί δεύτερο αναπληρωματικό μέλος του Δικαστηρίου ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ι., αποσιωπάται από την προσβαλλόμενη είτε η εμφάνισή του είτε το τυχόν κώλυμά του και εμφανίζεται αντ' αυτού ο Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης Α., μη περιλαμβανόμενος στον κατάλογο της σύνθεσης ως αναπληρωτής του επίσης μη γνωστοποιηθέντος και φερομένου ως τακτικού μέλους Μητροπολίτη Λήμνου Π. και δ) ενώ ο νόμος προβλέπει μόνο αναπλήρωση των τακτικών συνοδικών μελών, εν τούτοις η προσβαλλόμενη δέχεται αναπλήρωση του αναπληρωματικού μέλους κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω". Οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτούντος για κακή σύνθεση του Δ.Σ.Δ., στηριζόμενοι σε κατάλογο με ανακριβή σύνθεση του δικαστηρίου αυτού κατά τη συνεδρίαση της 21.4.1988, ο οποίος κοινοποιήθηκε, κατά τον αιτούντα, σε αυτόν μαζί με την κλήτευση για παράσταση ενώπιόν του, πρέπει να απορριφθούν γιατί, όπως προαναφέρθηκε, νομίμως καταρχήν συγκροτήθηκε κατά την κρίσιμη συνεδρίαση το Δ.Σ.Δ. από τους πιο πάνω μητροπολίτες κατ' εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, ενώ εξάλλου η εσφαλμένη σύνθεση του Δ.Σ.Δ., που κοινοποιήθηκε στον αιτούντα με την παραπάνω κατάσταση, δεν δύναται να στοιχειοθετήσει λόγους για κακή σύνθεση του οργάνου αυτού, εφόσον ούτε οι πιο πάνω διατάξεις ούτε άλλες διατάξεις της κείμενης εκκλησιαστικής νομοθεσίας επιβάλλουν και μάλιστα επί ποινή ακυρότητας της όλης πειθαρχικής διαδικασίας, την κοινοποίηση της σύνθεσης του Δ.Σ.Δ. στους πειθαρχικώς διωκομένους κληρικούς που προσφεύγουν ενώπιόν του.

8. Επειδή, οι εκτιθέμενες στην πέμπτη (5) σκέψη νεότερες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 898/1943, που αντικατέστησαν τελικώς το άρθρο 14 του ν. 5383/1932, προβλέπουν τον ορισμό ενός συνοδικού μητροπολίτη ως αναπληρωτή των τακτικών μελών του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου που απουσιάζουν ή κωλύονται, καθώς και την αναπλήρωση του αναπληρωματικού αυτού μέλους, όταν κωλύεται, από τους παρεπιδημούντες ή όμορους εν ενεργεία μητροπολίτες. Οι διατάξεις όμως αυτές δεν ρυθμίζουν την περαιτέρω αναπλήρωση άλλων τακτικών μελών του Δ.Σ.Δ. που τυχόν απουσιάζουν ή κωλύονται. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προαναφερόμενες διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 15 του ν. 5383/1932, που ορίζουν ότι για την αναπλήρωση των κωλυομένων τακτικών μελών προσκαλούνται μη συνοδικοί μητροπολίτες κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας τους και "εξ ημισείας" από την Παλαιά Ελλάδα και τις Νέες Χώρες.

9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, μετά την αναπλήρωση του Μητροπολίτη Δράμας Δ. από τον Μητροπολίτη Φωκίδας Α., ο οποίος εκλήθη και συμμετείχε στην κρίσιμη συνεδρίαση προς αναπλήρωση του αναπληρωματικού μέλους μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης Ε., κατά τα προεκτεθέντα, άλλα δύο τακτικά μέλη του Δ.Σ.Δ. οι Μητροπολίτες Κασσανδρείας Σ. και Λήμνου Π., οι οποίοι είχαν κώλυμα, αναπληρώθηκαν κατά την κρίσιμη συνεδρίαση από τους Μητροπολίτες Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Α. και Νέας Σμύρνης Α. αντιστοίχως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 εδάφιο πρώτο του ν. 5383/1932. 'Οπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και οι δύο αυτοί μητροπολίτες, που αναπλήρωσαν τους κωλυομένους, προήρχοντο από την Παλαιά Ελλάδα. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην προηγούμενη σκέψη, κατά παράβαση των διατάξεων του πρώτου εδαφίου του άρθρου 15 του ν. 5383/1932 τα δύο κωλυόμενα τακτικά μέλη του Δ.Σ.Δ. αναπληρώθηκαν κατά την κρίσιμη συνεδρίαση από τους πιο πάνω δύο μητροπολίτες της Παλαιάς Ελλάδος, εφόσον δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη ή άλλα επίσημα στοιχεία του φακέλου ότι κλητεύθηκαν προηγουμένως, "εξ ημισείας", οι μη συνοδικοί μητροπολίτες των Νέων Χωρών και της Παλαιάς Ελλάδος, που προηγούντο των δύο αυτών μητροπολιτών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας και δεν μπορούσαν όλοι να συμμετάσχουν στην κρίσιμη συνεδρίαση λόγω κωλύματος. Η πλημμέλεια άλλωστε αυτή της σύνθεσης του Δ.Σ.Δ., που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, δεν δύναται να καλυφθεί από τα γενικώς και αορίστως αναφερόμενα στις απόψεις της Εκκλησίας της Ελλάδος προς το Δικαστήριο (βλ. υπ' αρ. 597/16.3.1989 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος), ότι τα δύο κωλυόμενα μέλη αναπληρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15 εδ. πρώτο του ν. 5383/1932 από τους πιο πάνω μητροπολίτες "των προηγουμένων αυτών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εκ των Μητροπολιτών της Παλαιάς Ελλάδος απάντων κωλυομένων όπως παραστούν, των δε εκ των Νέων Χωρών απάντων κωλυομένων, λόγω της Πασχαλίου περιόδου της δικασίμου, η οποία έχει εκ της φύσεώς της το στοιχείον της εντόνου ποιμαντικής δράσεως εις τας ανά την επικράτειαν Μητροπόλεις δι' οργανώσεως Ιερατικών Συνεδρίων, εορτών λήξεως κατηχητικών μαθημάτων νεολαίας κλπ.". Για το λόγο αυτό, της μη νόμιμης σύνθεσης του Δ.Σ.Δ. που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, το οποίο θα εξετάσει εκ νέου την ενώπιόν του έφεση του αιτούντος με νέα νόμιμη σύνθεση, κατά τα προεκτεθέντα. 10. Επειδή, μετά την αποδοχή του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την υπ' αριθμ. 5/1988 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου. Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες που αναγράφονται στο σκεπτικό. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και Επιβάλλει στην Εκκλησία της Ελλάδος είκοσι οκτώ χιλιάδες (28.000) δραχμές ως δικαστική δαπάνη του αιτούντος.Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 1997 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 1997.

Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Σ. Γιάγκας

Ο Γραμματέας του Γ' Τμήματος Α. Γαϊτάνης

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.