ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΝΕΑ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ
ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Ν.Υ. ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
 
ή δοκιμάστε την προηγμένη αναζήτηση 

Αναλυτική Αναζήτηση
Χρησιμοποιήστε την αναλυτική αναζήτηση με φίλτρα για καλύτερα στοχευμένα αποτελέσματα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 3237/2000
Πηγή : Διοικητική Δίκη 2001, 955
Αριθμός Απόφασης : 3237
'Ετος : 2000
Δικαστήριο : Συμβούλιο της Επικρατείας


Αριθμός 3237/2000

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Νοεμβρίου 1999 με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Σ. Χαραλαμπίδης, Ε. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 31 Ιουλίου 1997 αίτηση:

των: 1) Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος Νήσου Ρόδου (Δενδρινού 94), 2) Ε.Στ. Σ., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 20), 3) Ν.Σ.Σ., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 18), 4) Σ. Κ. Χ., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 20), 5) Χ. Α. Λ., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 16), 6) Ι. Β. Ν. Ο., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 12) και 7) Ν. Π. Π., κατοίκου Ρόδου (Π. Μ. 10), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Π. Δωροβίνη (Α.Μ. 3177), που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά : 1) του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με την Β. Δούσκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου, η οποία δεν παρέστη και 3) του Δήμου Ρόδου, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Θ. Φραράκη (Α.Μ. 252 Δ.Σ. Ρόδου), που τον διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή Επιτροπή.

Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την Β. Δούσκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Ιδρύματος με την επωνυμία "ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ", που εδρεύει στη Ρόδο, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Ι. Χαρίτο (Α.Μ. 42 Δ.Σ. Ρόδου), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο και β) Γ. Καμπίτση (Α.Μ. 6619), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία "ERGON A.E.", που εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Α. 100), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Παν. Γαλανόπουλο (Α.Μ. 2709) και β) Ι. Χαρίτο (Α.Μ. 42 Δ.Σ. Ρόδου), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν οι υπ' αριθμ.: 1) ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ΑΙ/Φ.22/32663/1973/7-7-97 απόφαση του Γεν. Γραμματέα ΥΠΠΟ, 2) ΧΟΠ/5666/7-10-94 απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 1042, Δ΄, 7-10-94) και 3) 654/10-12-93 απόφαση του Δήμου Ρόδου.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Θ. Αραβάνη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του Δήμου, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (9231053-4/1998 διπλότυπα της Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 125300/1998 γραμμάτιο παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, καθ' ερμηνείαν του δικογράφου, η ακύρωση : α) της πράξεως ΧΟΠ 1758/5.4.1996 του Τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δωδεκανήσου, με την οποία εγκρίθηκαν, κατ' άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 590/77, δύο σειρές σχεδίων αφορώντων στην ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων και Ιερού Ναού του Ιδρύματος "Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου", στο Ο.Τ. 93 του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Ρόδου και β) της πράξεως ΧΟΠ οικ. 3035/5.6.1996 της αυτής υπηρεσίας, με την οποία εγκρίθηκε η κοπή των αναγκαίων δένδρων για τον σκοπό αυτό. Η κρινόμενη αίτηση ασκείται κατά χωρισμόν δικογράφου από την υπ' αριθ. 5496/1.8.1997 αίτηση, η οποία είχε ασκηθεί ενώπιον του Ε΄ Τμήματος και απερρίφθη ήδη με την απόφαση 3113/98 αυτού, καθ' όσον εστρέφετο α) κατά της αποφάσεως ΧΟΠ 5666/7.10.1994 του Νομάρχη Δωδεκανήσου, με την οποία τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως Ρόδου στο Ο.Τ. 93, για την ανέγερση Πανορθόδοξου Κέντρου (Δ΄ 1042) και β) κατά της αποφάσεως ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ.22/32663/1973/7.7.1997 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η χορήγηση αδείας ανεγέρσεως Οικουμενικού Πανορθόδοξου Κέντρου.

3. Επειδή, καθ' ης διάδικος στην παρούσα δίκη είναι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων δεν νομιμοποιείται παθητικώς, η δε παράστασή του στο ακροατήριο λογίζεται ως προφορική άσκηση παρεμβάσεως υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων, κατ' άρθρο 21 παρ. 2 εδάφιο β΄ του Π.Δ. 18/89 - Α΄ 8 (ΣΕ 780/92, 3059/98), ενώ απαραδέκτως παρέστη ο Υπουργός Πολιτισμού, ο οποίος δεν είναι καθ' ου διάδικος. Περαιτέρω, απαραδέκτως παρέστη ο Δήμος Ρόδου, ο οποίος δεν είναι καθ' ου διάδικος, ούτε έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ των προσβαλλομένων πράξεων.

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνουν στην παρούσα δίκη, με κοινό δικόγραφο, αφ' ενός το προαναφερθέν Ίδρυμα "Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου" και, αφ' ετέρου, η ανώνυμη εταιρεία "ERGON Α.Ε.", η οποία έχει αναλάβει δια συμβάσεως με το Ίδρυμα την ανέγερση των κτιρίων αυτού. Η αυτή παρέμβαση, όμως, καθ' ο μέρος ασκείται και στην δίκη που άνοιξε με την υπ' αριθ. 4580/98 αίτηση ακυρώσεως των αυτών αιτούντων κατά των αυτών πράξεων είναι απαράδεκτη, διότι κατ' άρθ. 49 του Π.Δ. 18/89 δεν συγχωρείται παρέμβαση με το ίδιο δικόγραφο σε περισσότερες από μια δίκες επί αιτήσεων ακυρώσεως (ΣΕ 2963/91).

5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς και προσβάλλονται παραδεκτώς με το αυτό δικόγραφο (ΣΕ 2281/92, Ολομ.).

6. Επειδή, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από το αιτούν σωματείο, δεδομένου ότι μεταξύ των καταστατικών σκοπών του περιλαμβάνεται η ανάπτυξη, η διάσωση και η προστασία του περιβάλλοντος της Ρόδου (βλ. άρθρο 1 του καταστατικού), προβάλλει δε αυτό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις θίγουν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της πόλεως της Ρόδου, καθώς και από τους λοιπούς αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως ιδιοκτήτες ακινήτων στην περιοχή ανεγέρσεως του Κέντρου (πρβλ. ΣΕ 3113/98), οι δε προβαλλόμενες αιτιάσεις πρέπει να θεωρηθούν αναφερόμενες στην κάλυψη του οικοπέδου και την τοποθέτηση των υπό ανέγερση κτιρίων σ' αυτό. Εξ άλλου, οι αιτούντες παραδεκτώς ενούνται στο αυτό δικόγραφο, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή νομική και πραγματική βάση.

7. Επειδή, επί αιτήσεως ασκουμένης κατά χωρισμόν δικογράφου, ως χρόνος ασκήσεως θεωρείται η ημερομηνία καταθέσεως της αρχικής αιτήσεως (ΣΕ 3741/90, 7μ.). Εν προκειμένω, το αρχικό δικόγραφο κατετέθη στις 1.8.1997, δεν προκύπτει δε από τα στοιχεία του φακέλλου πλήρης γνώση των προσβαλλομένων πράξεων από τους αιτούντες σε χρόνο απέχοντα πέραν των 60 ημερών από την ανωτέρω ημερομηνία. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι εμπρόθεσμη. Εξ άλλου, κατ' άρθ. 25 παρ. 2 και 33 του Π.Δ. 18/89 δεν επιτρέπεται η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ή με το υπόμνημα που υποβάλλεται μετά την συζήτηση εντός προθεσμίας τασσομένης από τον Πρόεδρο, ούτε η προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων μετά την συζήτηση της υποθέσεως (ΣΕ 3342/88, 1777/93 7μ.). Επομένως, οι ισχυρισμοί περί εκπροθέσμου της αιτήσεως τους οποίους, επικαλούμενοι προσκομιζόμενα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, προβάλλουν το παρεμβαίνον Ίδρυμα και η Α.Ε. "ERGON Α.Ε." το πρώτον με το υπόμνημα που κατέθεσαν μετά την συζήτηση της υποθέσεως, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

8. Επειδή, η Προκήρυξη υπ' αριθ. 2 του Στρατιωτικού Διοικητού Δωδεκανήσου, η οποία, κατ' άρθρο 11 αυτής, άρχισε ισχύουσα από 31.3.1947 και κυρώθηκε με το ΛΔ΄/1947 Ψήφισμα της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 262), ορίζει στο άρθρο 2 ότι "1. Άπασα η εν τη περιοχή της Δωδεκανήσου υφισταμένη νομοθεσία (...) διατηρείται εν ισχύι, εξαιρέσει των διατάξεων φασιστικού και ανελευθέρου περιεχομένου ή των αντιτιθεμένων προς ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως (...)". Εξ άλλου, το κωδικοποιητικό Β.Δ. της 9/15.5.1947 "Περί προσωρινής διοικήσεως στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών" (Α΄ 97) στο άρθρο 7 ορίζει ότι: "Άπασα η εν τη καταληφθείση χώρα υφισταμένη νομοθεσία (...) διατηρείται κατά κανόνα εν ισχύι, εξαιρέσει των διατάξεων των αντιτιθεμένων προς τους ελληνικούς νόμους δημοσίας τάξεως (...). Κατά τας περιπτώσεις ταύτας τίθενται αυτοδικαίως εν ισχύι οι ελληνικοί νόμοι ...", στο δε άρθ. 15 παρ. 3 ότι "Διά Β. Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού συμβουλίου δύναται να επεκτείνηται εις προσαρτωμένας χώρας η ισχύς νομοθετικών διατάξεων υφισταμένων εν τη παλαιά Ελλάδι. Διά των αυτών Διαταγμάτων ρυθμίζονται πάντα τα σχετικά προς την τοιαύτην επέκτασιν ζητήματα". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι μετά την κατάληψη, και ακολούθως την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα [άρθ. 14 του Ν.Δ. 423/47 (Α΄ 226), άρθ. 1 του Ν. 518/48 (Α΄ 7)], εξακολούθησε κατ' αρχήν ισχύουσα η εκεί προϋφιστάμενη νομοθεσία και ότι η ελληνική νομοθεσία επρόκειτο να εισαχθεί σταδιακώς στην Δωδεκάνησο, εξαιρουμένων των ελληνικών διατάξεων δημοσίας τάξεως, οι οποίες εισήχθησαν αυτοδικαίως στην Δωδεκάνησο άμα τη καταλήψει αυτής (βλ. ΣΕ 1445/52, 553/54). Εν όψει τούτων, πρέπει να θεωρηθεί ότι στην Δωδεκάνησο εισήχθησαν αυτοδικαίως, κατά τα ανωτέρω, και οι διατάξεις περί ανεγέρσεως ιερών ναών της τότε ισχύουσας νομοθεσίας [Α.Ν. 1369/38 "Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων" (Α΄ 317) και Α.Ν. 2200/40 με τον ίδιο τίτλο (Α΄ 42)], οι οποίες, ως αφορώσες στην άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας της λατρείας [άρθρο 1 του Συντάγματος του 1911, το οποίο επαναφέρθηκε προσωρινώς εν ισχύι με το από 10.10.1935 Ψήφισμα της Ε΄ Εθνικής Συνελεύσεως (Α΄ 456), ακολούθως δε, σιωπηρώς πλην σαφώς, από τις μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις (ΣΕ 13/45)] είναι δημοσίας τάξεως.

9. Επειδή, ειδικότερα, ο Α.Ν. 1369/38 στο άρθρο 41 όριζε ότι: "1. Δια την ανέγερσιν παντός Ναού οιουδήποτε δόγματος απαιτείται άδεια του αρμοδίου κατά περιφέρειαν Μητροπολίτου και έγκρισις του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. 2. ...". Η διάταξη αυτή έπαυσε να ισχύει από της θεσπίσεως του Α.Ν. 2200/40, με το άρθρο 24 παρ. 1 του οποίου εισήχθη παρεμφερής προς αυτήν διάταξη, επανετέθη όμως σε ισχύ με το άρθ. 9 του Ν.Δ/τος 586/41 (Α΄ 350), το οποίο κυρώθηκε εξ υπαρχής με την ΠΥΣ 184/46 (Α΄ 112). Περαιτέρω, το άρθρο 25 του Α.Ν. 2200/40, όπως συμπληρώθηκε με το άρθ. 1 του Ν.Δ/τος 1300/42 (Α΄ 111) που κυρώθηκε με την ανωτέρω ΠΥΣ 186/46, όριζε τα εξής: "1. Απαγορεύεται η εκτέλεσις έργων ανεγέρσεως ναών ... άνευ προηγουμένης εγκρίσεως της σχετικής μελέτης υπό του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Η σχετική έγκρισις χορηγείται μετά γνωμοδότησιν περί της ανάγκης του έργου του οικείου μητροπολιτικού συμβουλίου. 2. Αι μελέται συντάσσονται απαραιτήτως υπό διπλωματούχου μηχανικού ή αρχιτέκτονος, υποβάλλονται δε εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δια του μητροπολιτικού συμβουλίου εις τριπλούν ... Αι μελέται εγκρίνονται υπό του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας ... 3. Τα κατά τόπους γραφεία σχεδίου πόλεως του Υπουργείου Συγκοινωνίας έχουσιν αρμοδιότητα μόνον επί του πολεοδομικού μέρους των εκτελουμένων έργων, των σχετικών αδειών χορηγουμένων υπό της αρμοδίας προς έγκρισιν των εκκλησιαστικών έργων αρχής, διά της εγκρίσεως της μελέτης (...). 4. ... Πάντα τα Εκκλησιαστικά έργα ... υπάγονται εις την Διεύθυνσιν Θρησκευμάτων. Κατά την υποβολήν της μελέτης ανεγέρσεως νέου Ναού, ... και βοηθητικών κτιρίων ανηκόντων εις ναούς, άτινα πρόκειται να ανεγερθώσι παρά τον Ναόν, πλην της μελέτης απαιτείται και τοπογραφικόν διάγραμμα ... εν ώ εμφαίνεται η θέσις του Ναού ... ή κτιρίων εν σχέσει με τας πέριξ οδούς και τας οικοδομικάς γραμάς. Το τοπογραφικόν τούτο διάγραμμα θεωρείται πρώτον από το αρμόδιον γραφείον σχεδίου πόλεως, όπερ ελέγχει τούτο μόνον από απόψεως εφαρμογής του σχεδίου πόλεως". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για την ανέγερση παντός ναού απαιτείται, αφ' ενός μεν άδεια της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής και, αφ' ετέρου, έγκριση (άδεια ανεγέρσεως) από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν ελέγχου της μελέτης και των σχετικών σχεδίων από την πολεοδομική υπηρεσία, επέχουσα θέση αδείας οικοδομής κατά την πολεοδομική νομοθεσία (ΣΕ 1414/63, 216/60). Ακολούθως, με το άρθρο μόνο, περίπτωση ΙΙΙ.1 του Β.Δ. της 28.6.1955 (Α΄ 162), εκδοθέν κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 1 παρ. 2 εδάφ. στ΄ του Ν. 3200/55 (Α΄ 97), η ως άνω αρμοδιότητα του άρθρου 24 του Α.Ν. 2200/40 είχε εξαιρεθεί από τις μεταβιβαζόμενες στους Νομάρχες αρμοδιότητες. Εν συνεχεία όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Β.Δ. της 23/23.11.1956 (Α΄ 286), η κατά το ανωτέρω άρθ. 24 του Α.Ν. 2200/40 αρμοδιότητα του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς χορήγηση εγκρίσεως ανεγέρσεως "παντός ναού ορθοδόξου δόγματος", περιήλθε στους οικείους Νομάρχες, εξαιρουμένων μόνων των εντός της περιοχής της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης ανεγειρομένων ναών, η άδεια ανεγέρσεως των οποίων εξακολούθησε να χορηγείται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (βλ. ΣΕ 1794/94 7μ.).

10. Επειδή, εξ άλλου, καθ' όσον αφορά την εκκλησιαστική κατάσταση της Δωδεκανήσου, με το άρθ. 2 περίπτ. γ΄ του Ν. 510/47 (Α΄ 298) εισήχθησαν στην Δωδεκάνησο μόνον τα άρθρα 50 έως 55 του Ν.Δ. 671/43 "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (Α΄ 324), τα οποία διελάμβαναν περί γάμων και μνηστείας. Ακολούθως, με το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν.Δ. 1062/49 (Α΄ 211) προβλέφθηκε μεν η δυνατότητα επεκτάσεως στην Δωδεκάνησο, με Β. Δ/τα, νομοθετημάτων αρμοδιότητος του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, πλην όμως της διατάξεως αυτής έγινε περιορισμένη χρήση, για θέματα που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Ακολούθως, στο άρθρο 2 του Συντάγματος του 1952, το πρώτο εδάφιο του οποίου διαλαμβάνει περί Εκκλησίας της Ελλάδος, περιελήφθη ερμηνευτική δήλωση κατά την οποία: "Εις την αληθή έννοιαν του άρθρου δεν αντίκειται η εις τας Νέας Χώρας Εκκλησιαστική Κατάστασις", καλύπτουσα κατά την έννοιά της και την Δωδεκάνησο (βλ. εστενογραφημένα Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, του ΞΗ΄ Ψηφίσματος, σελ. 51-52). Μετά ταύτα, το "Σύνταγμα" του 1968 διέλαβε στην παρ. 2 του άρθ. 1 περί Εκκλησίας της Ελλάδος, στην δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου όρισε ότι "Η υφισταμένη εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστική κατάστασις δεν αντίκειται εις τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου", το αυτό δε όρισε το ταυτάριθμο άρθρο του "Συντάγματος" του 1973. Συναφώς, το Ν.Δ. 126/69 "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (ΦΕΚ 27), όρισε στο άρθρο 1 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο ότι "Η υφισταμένη Εκκλησιαστική κατάστασις εν Κρήτη, Δωδεκανήσω και Αγίω Όρει δεν θίγεται δια του παρόντος". Ήδη, το Σύνταγμα του 1975 ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 1, μεταξύ των άλλων, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλος και διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου όπως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, στην δε παρ. 2 ότι "Το υφιστάμενον εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν αντίκειται εις τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου". Τέλος, ο Ν. 590/77 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" (Α΄ 146) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 3 ότι η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει τις Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, όπως αυτές απαριθμούνται στο άρθρο 11, στην δε παρ. 5 ότι "Η εις Κρήτην, Δωδεκάνησον και Άγιον Όρος κρατούσα εκκλησιαστική κατάστασις, διεπομένη υπό του ισχύοντος εν αυταίς πατριαρχικού καθεστώτος, δεν θίγεται διά του παρόντος". Περαιτέρω, στο άρθ. 36 παρ. 6 του ίδιου Νόμου ορίζεται ότι: "Τα της ιδρύσεως ... ιερών ναών (ενοριακών και μη), ... τα της ανεγέρσεως ιερών ναών και των κτισμάτων αυτών ... καθορισθήσονται δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ' ό μέρος δεν ρυθμίζονται διά του παρόντος ...", στο δε άρθρο 47 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 29 του Ν. 1577/85 (Α΄ 210), ότι "Διά την ανέγερσιν ή επισκευήν των Μητροπολιτικών μεγάρων, Ιερών Μονών και Ιερών Ναών, μετά των κτισμάτων αυτών, την σχετικήν άδειαν χορηγεί ο ΟΔΕΠ δια της εγκρίσεως της σχετικής μελέτης υπό της αρμοδίας Τεχνικής Υπηρεσίας αυτού, μετά γνωμοδότησιν της παρ' αυτώ Επιτροπής Έργων και της κατά τόπο αρμόδιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Τα κατά τόπους Γραφεία Σχεδίου πόλεως έχουν αρμοδιότητα μόνον επί της εφαρμογής των όρων δομήσεως".

11. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη συνάγεται ότι, από της προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου και εφ' εξής, η Εκκλησία της Δωδεκανήσου τελεί υπό ιδιαίτερο καθεστώς, υπαγομένη αμέσως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως εκ τούτου, στην περιοχή της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων Καταστατικών Χαρτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, και ήδη του Ν. 590/77, ούτε οι διατάξεις των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθέντων Κανονισμών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες καθόριζαν, μεταξύ των άλλων, τις προϋποθέσεις ανεγέρσεως Ιερών Ναών [βλ. Κανονισμό 2/28.4.1969-19.9.1970 της Ι.Σ.Ι. "Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων (Β΄ 193), εκδοθέντα βάσει του Ν.Δ. 126/69 και Κανονισμό 8/1980 της Ι.Σ.Ι. "Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων (Α΄ 1), εκδοθέντα κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 590/77]. Επομένως, προκειμένου περί ιδρύσεως και ανεγέρσεως Ιερού Ναού στην Δωδεκάνησο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προπαρατεθείσες διατάξεις του Α.Ν. 1369/38 και του Α.Ν. 2200/40, όπως τροποποιήθηκαν, κατά τις οποίες, όπως προεκτέθηκε, απαιτείται αφ' ενός μεν άδεια της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής και, αφ' ετέρου, έγκριση (άδεια ανεγέρσεως) από τον Νομάρχη, κατόπιν ελέγχου της μελέτης και των σχετικών σχεδίων από την πολεοδομική υπηρεσία. Περαιτέρω, δεδομένου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκδόσεως της πρώτης προσβαλλόμενης πράξεως οι αρμοδιότητες των Νομαρχών είχαν μεταβιβασθεί στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις [άρθρα 3 παρ. 1-2, και 16 παρ. 1 του Ν. 2218/94 (Α΄ 90), άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2240/94 (Α΄ 153), βλ. άρθρο 8 παρ. 1-2 και 62 του κωδικοποιητικού Π.Δ. 30/96 (Α΄ 21)], αρμόδιος για την έγκριση ανεγέρσεως του Ιερού Ναού εν προκειμένω ήταν ο Νομάρχης, ως όργανο της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δωδεκανήσου [βλ. απόφαση 39/31.3.1995 του Νομαρχιακού Συμβουλίου Δωδεκανήσου περί Οργανισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και λειτουργίας των Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου (Β΄ 379/5.5.1995)]. Εξ άλλου, η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από όργανο της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως δεν προσκρούει στα άρθρα 101 και 102, ούτε σε άλλη διάταξη του Συντάγματος, και ιδίως στο προπαρατεθέν άρθρο 3 παρ. 2 και στο άρθρο 13 αυτού (βλ. ΣΕ 3440/98 Ολομ.), δεδομένου ότι περιορίζεται σε έλεγχο από απόψεως τηρήσεως της νόμιμης διαδικασίας και της συμμορφώσεως προς τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, ενώ η εκτίμηση της ανάγκης ανεγέρσεως Ιερού Ναού από θρησκευτικής απόψεως εξακολουθεί να ανήκει στην οικεία εκκλησιαστική αρχή, η οποία χορηγεί την σχετική άδεια.

12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθ. ΧΟΠ 1758/ /1.4.1996 αίτηση προς το Τμήμα Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δωδεκανήσου υπεβλήθησαν προς έγκριση, κατ' άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 590/77, τοπογραφικό σχέδιο, διάγραμμα καλύψεως και σχέδιο περιβάλλοντος χώρου του υπό ανέγερση Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα σχέδια αυτά περιλαμβάνουν, αφ' ενός μεν διάφορα κτήρια τα οποία μνημονεύονται σε επόμενη σκέψη, αφ' ετέρου δε κτήριο Ιερού Ναού το οποίο είναι αυτοτελές εν σχέσει προς τα λοιπά κτήρια. Με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, όπως ήδη εξετέθη, τα ως άνω σχέδια επεστράφησαν θεωρημένα "... ως προς το σύμφωνο με το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και το άρθ. 47 του Ν. 590/77 ...". Η τελευταία όμως διάταξη δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα ήδη εκτεθέντα, και, επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι νόμιμη καθ' όσον αφορά στην ανέγερση του Ιερού Ναού, για την οποία, βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων, απητείτο έγκριση του νομάρχη Δωδεκανήσου, και πρέπει κατά το μέρος τούτο να ακυρωθεί, όπως βασίμως προβάλλεται εμμέσως με την κρινόμενη αίτηση.

13. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 691/48 "Περί επεκτάσεως εις την Δωδεκάνησον της περί Δημοσίων Έργων κειμένης νομοθεσίας" (ΦΕΚ 134), ορίσθηκε ότι "Από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου εις την Ε.Κ. επεκτείνεται και εις την περιφέρειαν της Δωδεκανήσου η ισχύς των κάτωθι περί Δημοσίων Έργων κειμένων διατάξεων Νόμων και των εκτελεστικών τούτων Διαταγμάτων. Α΄... Ζ΄. Περί Σχεδίων Πόλεων ... Ν.Δ. 17 Ιουλίου 1923 "περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών" ...". Με τη διάταξη αυτή επεκτάθηκαν στην Δωδεκάνησο οι εκεί μνημονευόμενοι νόμοι περί σχεδίων πόλεων και τα κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθέντα κανονιστικά διατάγματα (ΣΕ 1106/70), μεταξύ των οποίων, επομένως, και ο τότε ισχύων Γ.Ο.Κ. του 1929 [Β.Δ. της 3/22.4.1929 Α΄ 115)]. Ήδη, στο άρθρο 22 παρ. 1 του ισχύοντος Γ.Ο.Κ. του 1985 [Ν. 1577/85 (Α΄ 210)] ορίζεται ότι "Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ...". Εξ άλλου, το Π.Δ. της 8/13.7.1993 "Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών" (Δ΄ 795) στο άρθρο 3 ορίζει τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έκδοση της οικοδομικής αδείας (παρ. 1) και ότι σε περίπτωση που η σχετική αίτηση δεν συνοδεύεται από τα νόμιμα στοιχεία δεν γίνεται δεκτή αλλά επιστρέφεται (παρ. 2, δεύτερο εδάφιο). Στο άρθρο 4 ορίζει ότι "1. Ο προέλεγχος μελετών για έκδοση οικοδομικών αδειών δεν είναι υποχρεωτικός. Είναι δυνατό να ζητείται ο προέλεγχος των μελετών (...) εφ' όσον υποβληθούν με την αίτηση τοπογραφικό διάγραμμα και διάγραμμα κάλυψης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, δήλωση ανάθεσης-ανάληψης και αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού της παρ. 1 του άρθρου 3 του ΓΟΚ. 2. Τα στοιχεία που υποβάλλονται, ελέγχονται από την πολεοδομική υπηρεσία για την εφαρμογή των πολεοδομικών διατάξεων, την ορθότητα των υπολογισμών και την τήρηση των προδιαγραφών των σχεδίων που υποβλήθηκαν. Η Πολεοδομική Υπηρεσία ελέγχει όλα τα στοιχεία που υποβλήθηκαν για προέλεγχο μέσα σε διάστημα δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημέρα υποβολής τους και θεωρεί τα υποβληθέντα σχέδια, ή τα επιστρέφει αθεώρητα μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, με αιτιολόγηση της άρνησης της θεώρησης. 3. Σε περίπτωση που απαιτείται έγκριση της μελέτης από την ... (Ε.Π.Α.Ε.) υποβάλλονται, εκτός από τα αναφερόμενα στην παρ. 1, και όσα στοιχεία της μελέτης χρειάζονται για να εξετασθεί το συγκεκριμένο αίτημα. Μετά τον προέλεγχο, η Ε.Π.Α.Ε. ελέγχει την αρχιτεκτονική μελέτη μέσα σε διάστημα δέκα (10) εργασίμων ημερών". Στο δε άρθρο 5 ορίζει τα δικαιολογητικά και τον τρόπο εκδόσεως της οικοδομικής άδειας.

14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, πλήν του Ιερού Ναού, με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη επετράπη επίσης η ανέγερση κεντρικού κτηρίου, κτηρίου εισόδου, κτηρίου γραφείου και ενός φερομένου ως "μελλοντικού" συνεδριακού κέντρου του παρεμβαίνοντος Ιδρύματος. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε προηγούμενες σκέψεις, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, καθ' όσον αφορά στην ανέγερση των προαναφερθέντων κτηρίων, δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στο άρθρο 47 του Ν. 590/77, ούτε, άλλωστε, στις διατάξεις του Α.Ν. 1369/38 και του Α.Ν. 2200/40, δεδομένου ότι τα εν λόγω κτήρια δεν είναι "βοηθητικά" του υπό ανέγερση Ιερού Ναού (άρθ. 25 παρ. 4 του Α.Ν. 2200/40), αλλά αποτελούν αυτοτελές συγκρότημα. Κατά τούτο, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί πράξη προελέγχου των υποβληθέντων στοιχείων, κατ' άρθρο 4 του Π.Δ. της 8/13.7.1993. Η πράξη όμως αυτή δεν είναι νόμιμη διότι δεν υπεβλήθησαν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά την τελευταία διάταξη για την άσκηση προελέγχου και, ιδίως, δήλωση ανάθεσης-ανάληψης και αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή κατ' άρθ. 3 παρ. 1 του ΓΟΚ 1985. Επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι νόμιμη και κατά το μέρος αυτό και πρέπει, για τον βάσιμο αυτό λόγο που προβάλλεται εμμέσως, να ακυρωθεί. Κατά την μειοψηφούσα, όμως, γνώμη του Συμβούλου Σ. Χαραλαμπίδη, προς την οποία συνετάχθησαν οι δύο Πάρεδροι, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί πράξη προελέγχου διότι τούτο δεν εζητήθη, ούτε άλλωστε υπεβλήθησαν τα προς τούτο απαιτούμενα στοιχεία (πρβλ. ΣΕ 3059/98), δεδομένου δε ότι στερείται νομίμου ερείσματος και καθ' όσον αφορά στην ανέγερση των ανωτέρω κτιρίων, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πρέπει να ακυρωθεί.

15. Επειδή, εν όψει της ακυρώσεως της πρώτης πράξεως, πρέπει να ακυρωθεί και η επακολουθήσασα δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία επετράπη η κοπή των αναγκαίων δένδρων για την ανέγερση του Κέντρου, δεδομένου ότι συναρτάται αμέσως προς την πρώτη, αποβαίνει δε αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων.

16. Επειδή, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να απορριφθούν οι παρεμβάσεις.

Δ ι α  τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση, Ακυρώνει τις πράξεις α) ΧΟΠ 17 58/5.4.1996 και β) ΧΟΠ οικ. 3035/5.6.1996 του Τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Δωδεκανήσου, κατά το αιτιολογικό, Απορρίπτει τις παρεμβάσεις, Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και

Επιβάλλει συμμέτρως στην καθ' ής Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στους παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη των αιτούντων εξ είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) δραχμών. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 1999 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 10 Οκτωβρίου 2000.

Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Μ. Βροντάκης Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος Α. Τριάδη

για τον "ΒΑΛΣΑΜΩΝ" συνδέσεις επικοινωνία συχνές ερωτήσεις όροι χρήσης Copyright © - Web Site by WeC.O.M.